Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΚΛΗΡΗΣ
Tο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο του Νόβακ Τζόκοβιτς επέστεψε μια μεγάλη σταδιοδρομία, η οποία περιλαμβάνει 24 τίτλους Grand Slam, συμπεριλαμβανομένου ενός ρεκόρ 10 τίτλων στο Αυστραλιανό Όπεν. Γίνεται μάλιστα ο μόλις πέμπτος παίκτης στην ιστορία του αθλήματος, ο οποίος επιτυγχάνει το λεγόμενο «Golden Slam», δηλαδή έχει επιπλέον κερδίσει τον χρυσό ολυμπιακό τίτλο. Οι άλλοι τέσσερις αθλητές, οι οποίοι έχουν πετύχει κάτι ανάλογο είναι ο Ραφαέλ Ναδάλ, η Σερένα Ουίλιαμς, ο Αντρέ Αγκάσι και η Στέφι Γκραφ.
Είναι, όμως, εντυπωσιακή η δημοτικότητα του αθλητή, ο οποίος λίγα μόλις χρόνια αφότου είχε καταστεί διεθνές μαύρο πρόβατο, καθώς είχε αρνηθεί να εμβολιαστεί για τον κορονοϊό, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του από αγώνες, ακόμη και την κράτησή του σε χώρο κράτησης παράτυπων μεταναστών στην Αυστραλία. Ο ύψιστος φετινός άθλος του απέσπασε μία συνολική επιδοκιμασία από όλο το φίλαθλο κοινό, καθώς μάλιστα ο 37χρονος πλέον υπεραστέρας του τένις, ο Σέρβος Τζόκοβιτς, κατόρθωσε να νικήσει τον νεότερο και πλέον φέρελπι μεγάλο αστέρα του αθλήματος, τον Ισπανό Κάρλος Αλκαράθ.
Ο Τζόκοβιτς έχει, πάντως, καταστεί ιδιαιτέρως ένα σύμβολο για όσους θεωρούν τους εαυτούς τους αποκλεισμένους από μία ολυμπιακή εορτή, η οποία έχει ως κύριο σύνθημά της τη συμπερίληψη. Θα άξιζαν ορισμένοι στοχασμοί για αυτό το παράδοξο, αφορμώμενοι από τη λαϊκή λατρεία, ιδίως στη Σερβία, προς τον Τζόκοβιτς, αλλά και σχετικοί προς ορισμένα βασικά διακυβεύματα της εποχής μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες θρησκείες με αξιώσεις παγκοσμιότητας, οι οποίες δεν βασίζονται στον εξαιρετισμό (δηλαδή τον εξαιρετικό χαρακτήρα ενός μόνο λαού, έθνους, κάστας, κοινωνικής ομάδας κ.ο.κ.) ξεκινούν ως χειραφετητικά αιτήματα μέγιστης συμπερίληψης, αλλά δημιουργούν νέους αποκλεισμένους. Λ.χ., ο Χριστιανισμός ξεκίνησε με ένα καινοτόμο όραμα καθολικότητας και ισότητας ανδρών και γυναικών, ελευθέρων και σκλάβων, Ιουδαίων, Ελλήνων και Ρωμαίων· προκάλεσε, όμως, τους δικούς του αφορισμούς, με αποτέλεσμα, όταν βασίστηκε σε αυτόν η κοινωνική και πολιτική συνοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο μακροπρόθεσμα να αποξενωθεί από τους ανατολικούς πληθυσμούς και να χάσει την πολιτισμική μάχη με το Ισλάμ. Το Ισλάμ, από τη μεριά του, ξεκίνησε με ένα πολύ δυναμικό όραμα ισότητας της θρησκευτικής κοινότητας της Ούμμα, το οποίο του εξασφάλισε μεγάλο δυναμισμό στον ιεραρχημένο μεσαιωνικό κόσμο, αλλά και σημαντικές νίκες έναντι ευρασιατικών συστημάτων με κάστες. Στην πορεία, όμως, οδηγήθηκε σε ένα σύστημα ενθυλακωμένων ετεροτήτων, με αποτέλεσμα οι πολυπολιτισμικές πλην ανομοιογενείς κοινωνίες του να μην αντέξουν στις προκλήσεις της νεωτερικότητας, που απαιτούσε πολιτική ομοιογένεια.
Η ιδεολογικοποίηση της συμπερίληψης
Οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες χαρακτηρίζονται από τη μέγιστη έως τώρα ιδεολογικοποίηση, όπου μάλιστα η κυρίαρχη δυτική woke κουλτούρα έχει λάβει έναν οιονεί «θρησκευτικό» χαρακτήρα λ.χ., με την παρουσίαση τρανς θηλυκοτήτων να αναπαριστούν ένα παγανιστικό «συμπόσιο των θεών» (πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου Γιαν φαν Μπάιλερτ), υπαινισσόμενες, όμως, ταυτόχρονα και τον Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον οποίο άλλωστε φέρεται να είχε υπ’ όψη του ο μεταγενέστερος Ολλανδός ζωγράφος. Η woke κουλτούρα αποτελεί μία ιδιότυπη σύνθεση της ύστερης νεωτερικότητας, ένα νέο «μάγμα» (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Κορνήλιου Καστοριάδη) από ιδέες, σύμβολα και φαντασιώσεις. Κατ’ αρχήν, ετυμολογικά, ο όρος «woke» παραπέμπει σε μία ηθική «αφύπνιση», σε μία ηθική αναπαρθένευση του βλέμματος βάσει της οποίας αυτό που μέχρι πρότινος φάνταζε φυσικό σήμερα θεωρείται ηθικώς ανεπίτρεπτο, όπως λ.χ., το να σκοτώνουμε μη ανθρώπινα ζώα για κατανάλωση ή όπως κάποια είδη ερωτικής παρενόχλησης και άλλων πρακτικών με τα οποία ακόμη και οι παραδοσιακές κοινωνίες ήταν συμβιβασμένες. Αυτή η «κουλτούρα ακύρωσης», η οποία μεταβαίνει οπισθοβατικώς από το μέλλον και το παρόν προς το παρελθόν, προκειμένου να «ακυρώσει» αναδρομικά ακόμη και καταξιωμένες διασημότητες ζώντων και τεθνεώτων αποτελεί οπωσδήποτε μία εκκοσμίκευση της χριστιανικής εσχατολογίας. Είναι κυρίως στον Ιουδαιοχριστιανισμό που βρίσκουμε ένα πνεύμα κλήσης για μετάνοια, η οποία μπορεί να μηδενίσει δραστικά ό,τι ως τώρα θεωρείται φυσικό και αναμενόμενο και μάλιστα να πορευθεί κρίνοντας «εσχατολογικώς» και τα περασμένα, δηλαδή κρίνοντας ακόμη και το παρελθόν με καινούργια κριτήρια του μέλλοντος, που δεν ίσχυαν την εποχή που είχαν δράσει ηθικώς οι προγενέστεροι.
Προτεσταντισμός και woke κουλτούρα
Μάλιστα, ως έντονος ηθικισμός η «woke» κουλτούρα ακύρωσης ομοιάζει περισσότερο με τον Προτεσταντισμό, δηλαδή τη χριστιανική ομολογία με τη μεγαλύτερη ηθική βία στην απολυτότητα των κρίσεών της. Θα άξιζε να βρεθεί ένας σύγχρονος Μαξ Βέμπερ να αναλύσει τη γέννηση της woke κουλτούρας από το πνεύμα των μακροχρόνιων προτεσταντικών εθισμών. Το πνεύμα αυτό της woke κουλτούρας είναι, όπως και στον καπιταλισμό, αυτό της δυνητικής ισότητας. Με τη μετατόπιση από την κοινωνικο-οικονομική ισότητα στην ηθική συμπερίληψη, τονίζεται η σημασία του να εντάσσονται στη δημόσια ορατότητα όλοι οι πρώην περιθωριακοί και να αποκτούν ίσα δικαιώματα στη σφαίρα του δυνητικού. Το αν όντως θα υπάρξει μία συλλογική κοινωνική πραγμάτωση της ανθρώπινης καθολικότητας δεν είναι κάτι που παρουσιάζεται ως αναγκαίο.
Το πνεύμα αυτό αποτελεί κατ’ αρχήν μία γνήσια ηθική αφύπνιση. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, υπάρχει ένα ηθικό μεγαλείο στο να αλλάζει τόσο ραγδαία η παραδοσιακή έννοια του γάμου, να αποσυνδέεται δραστικά από τη βιολογική αναπαραγωγή και να συνδέεται με μια πολύ καθαρότερη έννοια αγάπης και μη βιολογικής τεκνοθεσίας (παρά τις σφοδρές αντιδράσεις παραδοσιαρχικών Xριστιανών προς τη woke κουλτούρα, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι η αξίωση για καθαρή αγάπη χωρίς βιολογικές σκοπιμότητες, όπως και η υπεροχή της τεκνοθεσίας έναντι της φυσικής αναπαραγωγής είναι θεμελιώδη καινοτόμα στοιχεία που κυρίως ο Xριστιανισμός εισήγαγε στη νοοτροπία της ανθρωπότητας). Ταυτοχρόνως, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι το πνεύμα δυνητικής ισότητας που καθιερώνει η woke κουλτούρα με το να επιμένει στη συμπερίληψη επιμέρους κοινωνικών ομάδων, χωρίς να εγγυάται συλλογική κοινωνική πραγμάτωση, ομοιάζει με αυτό του καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας, δηλαδή της εποχής όπου ο καθένας μπορεί να είναι «μάνατζερ του εαυτού του», αντί για προλετάριος, σε ένα σύστημα με κοινωνική κινητικότητα, καταλήγοντας, όμως, επισφαλής «κογκνιτάριος», αν έχει τη μόρφωση, ή ευάλωτος εργασιακά «πρεκάριος», ενώ σε κάθε περίπτωση ο παράδεισος της πραγματικής ανέλιξης και αυτοπραγμάτωσης περιορίζεται σε δραματικά ελάχιστους.
Νεοφιλελεύθερος κρατισμός
Ενώ η νοοτροπία της ηθικής αφύπνισης μπορεί να γενεαλογείται από τον Xριστιανισμό και δη τον Προτεσταντισμό, που είναι η ομολογία του μέγιστου συνδυασμού δυνητικής ισότητας και πραγματικής ανισότητας (σημειωτέον ότι στην καλβινική εκδοχή υπάρχει οντολογική ανισότητα σωσμένων και κολασμένων, η οποία, όμως, είναι ιστορικώς κρύφια, εξ ου και προκύπτει ένας ψυχαναγκασμός ορατής επίδειξης του πλούτου ως τεκμήριου σωτηρίας), υπάρχει ένα στοιχείο που συνδέει τη woke κουλτούρα ειδικά με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας: Αυτό είναι ο έντονος ρόλος που παίζει το κράτος. Η παροχή συμπερίληψης και δικαιωμάτων σε επιμέρους έως πρότινος περιθωριακές ομάδες είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί οργανικά από την ίδια την κοινωνία, εφόσον στην κοινωνία κυριαρχεί ο «λαϊκισμός», δηλαδή η καταπίεση των μειονοτικών κοινωνικών ομάδων από την τυραννία της πλειονότητας. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται ένα ολοένα και πιο γιγαντούμενο κράτος να προστατεύει τις μειονοτικές ομάδες από τον λαό στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού της επιτήρησης. Το αποτέλεσμα είναι ένα απολύτως πατερναλιστικό κράτος, το οποίο νιώθει την υποχρέωση να επιτηρεί τις ζωές των πολιτών, για να προστατεύει τις κοινωνικές μειονότητες, προσποριζόμενο στην πορεία όποια οφέλη φέρνει αυτή η εποπτεία στην κατεύθυνση της καταστολής πραγματικά ενοχλητικών ετεροτήτων.
Αυτό το ιδιαζόντως γιγαντιαίο πατερναλιστικό κράτος (ή διακρατικοί θεσμοί), πάντα με τη συνδρομή καθεστωτικών διανοουμένων, ταιριάζει με μια νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, ενώ σε παλαιότερες εποχές μπορεί να ήταν φιλελεύθερο ιδεώδες είτε η μείωση του κράτους, είτε κάποια άλλη μορφή γόνιμης κρατικής παρέμβασης στον ιδιωτικό ανταγωνισμό. Η μεγέθυνση του κράτους βεβαίως είναι ένα γενικότερο αίτημα της εποχής μας, σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν διεθνώς ποικιλόμορφα υβρίδια καπιταλισμού και «κομμουνισμού» (=κρατικού καπιταλισμού). Μάλιστα ο καπιταλισμός σε κρίση έχει ανάγκη για να σωθεί από έναν κρατικώς εκπορευόμενο πολεμικό κεϋνσιανισμό, ο οποίος, όμως, είναι λιγότερο αποτελεσματικός από τον πρωτότυπο της δεκαετίας του 1940, καθώς σήμερα σύνολη η Δύση βρίσκεται σε μεγαλύτερη κρίση, ύστερα από την αποαποικιοποίηση και τη νέα πολυπολικότητα. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος του καπιταλισμού της επιτήρησης διαπρέπει κατ’ εξοχήν στην επιβολή βιοπολιτικών μέτρων, δηλαδή κανονισμών, οι οποίοι διεισδύουν στον βίο των πολιτών, στη βιολογία τους.
Ποιους αποκλείει η συμπερίληψη;
Το όραμα της συμπερίληψης είναι ένα χαρακτηριστικά νεωτερικό πρόταγμα: Περιλαμβάνει λ.χ., τον φεμινισμό, κυρίως ως νομική ισότητα ανδρών και γυναικών, την υπέρβαση του φυλετικού ρατσισμού, την άρση μορφών κοινωνικού ρατσισμού, όπως λ.χ., αυτού ενάντια στην αναπηρία, την παχυσαρκία, την ορατότητα πολλών διαφορετικών επιτελέσεων έμφυλης ταυτότητας και ερωτικού προσανατολισμού, ακόμη και τον αντισπισισμό, δηλαδή τον σεβασμό στη ζωικότητα των μη ανθρώπινων ζώων, στο δικαίωμά τους να πραγματώνουν την ιδιάζουσα σε αυτά κίνηση και αισθητικότητα, χωρίς να μετατρέπονται σε μηχανές. Όλα αυτά είναι προοδευτικές κατακτήσεις και ένας άνθρωπος αντιστασιακός προς την εξουσία και γνησίως αγαπών την ελευθερία και την ισότητα θα τα χαιρετίσει, χωρίς να ταυτίζεται με όσους από συντηρητισμό φετιχοποιούν παραδοσιακές σχέσεις που περιείχαν καταπιεστικούς θεσμούς αδιαφάνειας και καταστολής. Ταυτοχρόνως, μπορούμε πλέον να ομολογήσουμε ότι πρόκειται για ένα όραμα το οποίο υφίσταται ανάκτηση και επανοικειοποίηση (récupération κατά την ορολογία του Αλαίν Μπαντιού) από την κρατική εξουσία. Το να πέφτει θύμα της κρατικής εξουσίας ένα χειραφετητικό όραμα δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία της ανθρωπότητας, αντιθέτως είναι μάλλον ο κανόνας της. Λ.χ. το χριστιανικό όραμα για ανθρώπινη καθολικότητα, κατάργηση της δουλείας κ.ο.κ. οδήγησε σε μία αυτοκρατορική εξουσία αλλεργική προς την ετεροδοξία και εντέλει σε Σταυροφορίες και Ιερές Εξετάσεις. Παρομοίως, ο κοινωνικός εξισωτισμός του Ισλάμ οδήγησε σε ιερούς πολέμους ενθυλακώσεως ετεροτήτων σε εξαιρετικά άνισες «πολυπολιτισμικές» κοινωνίες των πολλών «μιλιετιών». Οφείλουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση ότι μια παρόμοια ανάκτηση και επανοικειοποίηση χειραφετητικών ιδεολογιών λαμβάνει χώρα από το κράτος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό και υπαρξιακό ερώτημα που αξίζει να τεθεί είναι ποιοι είναι οι αποκλεισμένοι από τη συμπερίληψη. Ως προς αυτό το μείζον ερώτημα της εποχής μας, είναι οξύτομη η διάγνωση του Τζόρτζιο Αγκάμπεν: Οι αποκλεισμένοι από τη συμπερίληψη είναι όσοι δεν συμβιβάζονται με την κρατική βιοπολιτική. Προσφάτως, λ.χ., αποκλεισμένοι ήταν οι ανεμβολίαστοι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν ως «ψεκασμένοι».
Ειδικά στο μεγάλο ιδεολογικό πανηγύρι της συμπερίληψης, που φιλοδόξησαν να αποτελέσουν οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες, υπήρχαν και άλλοι αποκλεισμένοι. Λ.χ., η (αισθητικώς και φιλοσοφικώς οπωσδήποτε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα) επιλογή να μετατραπεί όλη η Πόλη των Φώτων σε ένα στάδιο, στο οποίο μεταλαμπαδεύτηκε η ολυμπιακή φλόγα διά της υδάτινης οδού της θεοποιημένης «Σηκουάνας» (θηλυκό το όνομα του Σηκουάνα στα γαλλικά, παραπέμποντας σε νύμφη των υδάτων), παρόλη την ανήκεστη και ματαιωτική βρομιά της, είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν αποκλεισμένοι οι κάτοικοι μέσα στην ίδια την πόλη τους. Κάποιος μπορεί να πει ότι αξίζει ένας ολιγοήμερος αποκλεισμός στον βωμό του παγκόσμιου θεάματος (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, υπαινίχθηκε ο σκηνοθέτης Τομά Ζολί με το catwalk της πασαρέλας να μετατρέπεται σε Αγία Τράπεζα της Ευχαριστίας). Είναι, όμως, πραγματικά ολιγοήμερος ο αποκλεισμός; Λόγω του σύγχρονου «καπιταλισμού της πλατφόρμας» (κατά την έκφραση του Νικ Σέρνιτσκ) οι περισσότερες πόλεις που πάσχουν από υπερτουρισμό αποκλείουν τους κατοίκους τους από το παραδοσιακό ιστορικό κέντρο, το οποίο εγκαταλείπεται στην ολιγοήμερη ενοικίαση για τουρίστες με τρόπο που καταργεί την πολιτική συνοχή του άστεως και την ύπαρξη γειτονιών. Στην πραγματικότητα, η εορτή της συμπερίληψης αισθητοποίησε με το θέαμά της έναν γενικότερο αποκλεισμό που υπάρχει σε όλες τις σύγχρονες πόλεις, δηλαδή τον αποκλεισμό των κατοίκων από το «χαμένο κέντρο» (για να θυμηθούμε τον Ζήσιμο Λορεντζάτο). Ειδικότερα, εκδιώχθηκαν οι άστεγοι. Και αν αυτό φαίνεται ως μια «λαϊκιστική» ένσταση (άλλωστε σε όλους τους Ολυμπιακούς έχουμε παρόμοια φαινόμενα που καταδικάζονται ηθικώς, όπως λ.χ., εκτοπισμό αστέγων και φτωχών ή, αντιστρόφως, αύξηση του εποχικού σεξοτουρισμού), ειδικά στο Παρίσι χάθηκε το «πνεύμα» της πόλης, αυτό των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ, των καυσοκαλυβιτών κλοσάρ που ύμνησε ο υπαρξισμός ενός Σαρτρ.
Υπήρξαν, όμως, και διπλά στάνταρ στον αποκλεισμό χωρών για λόγους γεωπολιτικών συγκρούσεων. Αποκλείστηκαν η Ρωσία και η Λευκορωσία, όχι, όμως, η χώρα που σκοτώνει αμάχους στη Μέση Ανατολή, ούτε οι νεο-αποικιοκρατικές δυνάμεις που έκαναν τις πολλαπλές εισβολές και πραξικοπήματα της παγκοσμιοποίησης κατά την περίοδο 1991-2014 (και συνεχίζουν ακόμη να προσπαθούν με μικρότερη επιτυχία). Μάλιστα η ιδεολογικοποίηση φέτος υπήρξε τέτοια που όλα αυτά τα διαφορετικά διακυβεύματα συνδυάστηκαν «γλυκά». Λ.χ., υπήρξε ένα, κατά τη γνώμη του γράφοντος, όντως δύσκολο ηθικό δίλημμα για το αν ένα πρόσωπο ίντερσεξ δικαιούται να συμπεριληφθεί σε αγώνες μποξ γυναικών. Πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ότι το αίτημα συμπερίληψης οδηγεί σε μια ανάγκη να συμπεριλαμβάνονται ίντερσεξ πρόσωπα, που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή ως γυναίκες, σε αγώνες γυναικών, ακόμη και αν υπάρχει η υποψία ότι έχουν λ.χ., ανδρικά χαρακτηριστικά στο μυοσκελετικό τους σύστημα και στους πνεύμονες. Ασφαλώς, προκαλείται πολύ μεγαλύτερος προβληματισμός, αφενός από το γεγονός ότι πρόκειται για αγώνες, όπως του μποξ, με εγγενή βία, και, αφετέρου από το ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι καταστατικώς δυαδικοί και δεν μπορούν ακόμη να φιλοξενήσουν τους non binary (μη δυαδικούς) προβληματισμούς της woke κουλτούρας. Στο μέλλον αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να «διορθωθεί» και να έχουμε μη δυαδικούς αθλητικούς αγώνες, αλλά βασιζόμενους σε άλλα πιο μαθηματικοποιημένα κριτήρια, αν το woke μάγμα επικρατήσει ακόμη περισσότερο στις συνειδήσεις.
Εδώ, όμως, αξίζει να προσέξουμε τα εξής:
- Πρώτον, η Ολυμπιακή Επιτροπή μέσω εκπροσώπου της με περισσή αλαζονεία επέμεινε ότι το κύριο κριτήριο για το αν ένα πρόσωπο είναι γυναίκα είναι το κρατικό διαβατήριο, δικαιώνοντας, θα τολμούσε να πει κανείς, πλήρως τον Αγκάμπεν για το πνεύμα της σύγχρονης βιοπολιτικής. «Έτσι είναι, αν έτσι γράφει το διαβατήριο που εκδίδουμε», για να παραφράσουμε τον Πιραντέλο.
- Δεύτερον, το πνεύμα της συμπερίληψης των ίντερσεξ προσώπων συνδυάστηκε, όπως αναμενόταν, με μια έντονη ρωσοφοβία. Οποιαδήποτε αντίδραση θεωρήθηκε ως «ρωσόφιλη», εφόσον συντονιζόταν με τον αποκλεισμό της Αλγερινής αθλήτριας από Διεθνή Ομοσπονδία Πυγμαχίας, η οποία θεωρήθηκε γενικευτικά ότι είναι «ρωσοκρατούμενη».
- Τρίτον, ακολούθησε μια φοβερή προοδευτική αλαζονεία να χαρακτηρίζονται ως «ψεκασμένοι» κ.ο.κ., όσοι έχουν ενστάσεις προς το να δέχεται μία cis-gender γυναίκα θεσμοποιημένη βία από ένα, κατά τα φαινόμενα, ίντερσεξ πρόσωπο, έστω στο πλαίσιο «συναινετικού» μποξ αγώνα. Οι ίδιοι «ψεκασμένοι» είναι, κατά τα φαινόμενα, αυτοί που προσβλήθηκαν από την απεικόνιση του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι, επειδή δεν γνώριζαν ότι επρόκειτο για το «Συμπόσιο των Θεών» του μεταγενέστερου Ολλανδού ζωγράφου. Ο τρέχων μεταμοντερνισμός φαίνεται να μας λέει: «Ο αναγνώστης δημιουργεί το νόημα. Όχι, όχι εσύ πλεμπαίε, εσύ να μορφωθείς για το ποιος είναι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν φαν Μπάιλερτ και να μην είσαι συνωμοσιολόγος». (Μια μικρή πολιτικο-κοινωνιολογική παρατήρηση: Ήταν, στην Ελλάδα τουλάχιστον, περισσότερο οι αριστεροφιλελεύθεροι αυτοί που πλειοδότησαν σε αντιλαϊκή αλαζονεία, ενώ κατά κανόνα φιλελεύθεροι, κεντροδεξιοί και δεξιοί είχαν μια στοιχειώδη συμφωνία με anti-woke αριστερούς σε παρόμοιες ενστάσεις· ως προς αυτό υπήρξε στο συγκεκριμένο θέμα μια μικρή μετατόπιση στα μέτωπα που συνήθως παρατηρούνται στους πρόσφατους πολιτισμικούς πολέμους).
Δημιουργήθηκε, εντέλει, ένας πολιτισμικός πόλεμος, στον οποίο υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι και από μια άλλη πλευρά. Η Αλγερινή αθλήτρια δέχτηκε ένα αβάστακτο μίσος, το οποίο δεν άξιζε, εφόσον δεν φάνηκε να υπάρχει ένα γενικό «σχέδιο» με δόλο, αλλά μόνο μια ή, έστω, δύο, περιπτώσεις ίντερσεξ προσώπων που διεκδίκησαν τη συμπερίληψή τους: κάτι που θα έπρεπε να είναι σεβαστό και να μην εκλύει βρομερούς ποταμούς κοινωνικού ρατσισμού, ούτε να συνασπίζει, δυστυχώς, ένα μέρος της αριστεράς με ιδεολογίες ακροδεξιές έως και φασίζουσες, επιβεβαιώνοντας ατυχώς τα βολικά στερεότυπα και τσουβαλιάσματα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Είναι σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρον πόσο διχασμό και πόλωση, έως και πολιτισμικό πόλεμο, παράγει το αίτημα της συμπερίληψης.
Τζόκοβιτς: μια «μορφή του μεσσιανικού»;
Η επίστεψη του Νόβακ Τζόκοβιτς με το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην ολοκλήρωση μιας σταδιοδρομίας με νίκη επί του νεαρού Αλκαράθ έχει οδηγήσει στη μεγάλη δημοφιλία και πανθομολογούμενη καταξίωση ενός αθλητή που τελειώνει με ιδεώδη τρόπο μια απολύτως νικηφόρα καριέρα, αφήνοντας τη σκυτάλη σε νέες γενιές, όπως συμβαίνει και με τον Λε Μπρόν Τζέιμς στο μπάσκετ. Υπάρχει, όμως, κάτι περισσότερο: Το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του λαού αναγνωρίζει στον Τζόκοβιτς μια λαϊκή αντιστασιακότητα. Σε μια Ολυμπιάδα, όπου ο Μυστικός Δείπνος «κρύφτηκε» πίσω από το παγανιστικό «Συμπόσιο των Θεών», ο Τζόκοβιτς επέδειξε με παρρησία το χριστιανικό σύμβολο του σταυρού εντός της πρωτεύουσας του εκκοσμικευμένου ρεπουμπλικανισμού, η οποία διακατέχεται από αλλεργία στα θρησκευτικά σύμβολα. Πρόκειται για μια σταυρική αρρενωπότητα που διεκδίκησε την ορατότητά της, με αποτέλεσμα να ταυτιστούν μαζί του όλοι όσοι διεκδικούν παραδοσιακές μορφές οικογένειας, οι οποίες πλήττονται όχι λόγω του εποικοδομήματος του «woke ολοκληρωτισμού», όπως θέλει η κλισέ έκφραση, αλλά λόγω του όντως υπαρκτού καπιταλιστικού «βελούδινου ολοκληρωτισμού», ο οποίος αποσαρθρώνει τις κοινωνίες στην απεδαφικοποιημένη τρέχουσα εκδοχή του. Μυστικό του Τζόκοβιτς είναι, επίσης, ότι αποτελεί μία ήρεμη και ήπια δύναμη, τονίζοντας κυρίως τον συναισθηματικό του αυτοέλεγχο.
Βεβαίως, είναι ποικίλα τα στοιχεία της προσωπικότητας και της ιστορίας του Τζόκοβιτς που για πολλούς τον καθιστούν μία σύγχρονη «μορφή του μεσσιανικού». Κατ’ αρχήν, η δυνατότητά του να μπαινοβγαίνει στον κόσμο της ελίτ μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν που βλέπουμε σε υπερήρωες των κόμικς. Γεννημένος στη Σερβία, δηλαδή στη μη αφομοιώσιμη μαύρη τρύπα της Ευρώπης, στη «μικρή Ρωσία» κατά τη δυτική οριενταλιστική ματιά, ανδρώθηκε αθλητικώς υπό τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς και κατόρθωσε να πρωτεύσει στο πλέον εμβληματικό άθλημα των ελίτ, στο τένις. Στη συνέχεια, όμως, η επιμονή του να αμφισβητεί την κυρίαρχη βιοπολιτική τον οδήγησε ακόμη και «να λογισθεί μετά παρατύπων μεταναστών», επανερχόμενος με τον πλέον εικαστικά εύγλωττο τρόπο στη θέση του αουτσάιντερ, αυτού που μπουζουριάζεται στο κρατητήριο μαζί με τους homines sacres των ανθρώπων χωρίς διαβατήρια. Το γεγονός ότι πέρασε ξανά από τη φυλακή στη νίκη των γηπέδων τον κατατάσσει, κυρίως για τους Ορθόδοξους θαυμαστές του, στην κατηγορία των τροπαιοφόρων αγίων, όπως ο βαλκανικός άγιος Δημήτριος του Σιρμίου και της Θεσσαλονίκης που οδήγησε σε πνευματική νίκη στη ρωμαϊκή αρένα ή ο άγιος Γεώργιος που αποτελεί σύμβολο του σερβικού εθνισμού ως θριαμβευτής επί του τερατώδους. Ο Τζόκοβιτς είναι λαοφιλής στην ιδιαίτερη πατρίδα του επίσης επειδή πρωτοστάτησε στον αγώνα να μην παραδοθούν τα σερβικά δάση στην εταιρεία Rio Tinto για εξόρυξη λιθίου. Με άλλα λόγια, σε έναν κόσμο εξημερωμένων διαφορετικοτήτων, υπερασπίστηκε την άγρια ετερότητα της δασικής φύσης. Σε μια εποχή αφομοιώσιμων κοινωνικών ομάδων, στάθηκε συχνά στην πλευρά του αναφομοίωτου άλλου, του ανθρώπου χωρίς κρατικές ιδιότητες (για να παραφράσουμε τον Ρόμπερτ Μούζιλ). Υπήρξε ένα «σημείον αντιλεγόμενον», ήταν μοναδική η ικανότητά του να εμπνέει εξίσου φανατική αγάπη και μίσος, διθυράμβους και ύβρεις, αποδεχόμενος αμφότερα με χαρακτηριστική θυμική αυτοσυγκράτηση, όπου ο αθλητικός αυτοέλεγχος συναντά τη χριστιανική πραΰτητα.
Γιατί δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι είναι Ορθόδοξος Χριστιανός. Αυτή τη στιγμή ο «Άξονας της Αντίστασης» στη νεοαποικιακή παγκοσμιοποίηση είναι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός (σε μία περισσότερο σλαβική εκδοχή του) και το σιιτικό Ισλάμ, δηλαδή οι δύο ομολογίες, οι οποίες μειονεκτούν αριθμητικώς εντός κάθε αντίστοιχης θρησκείας (Χριστιανισμό και Ισλάμ εν γένει), έχουν περισσότερα χαρακτηριστικά οργανικού εξισωτισμού και έτσι παρουσιάζουν τη μέγιστη διαφοροποίηση από το πνεύμα του Προτεσταντισμού και της woke κουλτούρας που θεμελιώνεται στην ηθική και τη δυνητική ισότητα. Τη στιγμή αυτή μάλιστα, η woke ιδεολογία, παρά τα χειραφετητικά της προτάγματα, έχει καταστεί ασμένως το κύριο ιδεολογικό εποικοδόμημα του αμερικανοκίνητου πολιτισμικού ιμπεριαλισμού και της δυτικής νεο-αποικιοκρατίας σε σύγχρονες «ιριδοφορίες» που αντιγράφουν τις άλλοτε σταυροφορίες στο όνομα της χριστιανικής πίστης. Βεβαίως, το woke κίνημα έχει στοιχεία αναστοχασμού και αυτοκριτικής, λ.χ., είναι χαρακτηριστική η προνομιακή θέση που επεφύλαξε η Γαλλία σε αλγερινής καταγωγής αθλητές, όπως ο Ζινεντίν Ζιντάν, ενώ δεν είναι τυχαία και η υποστήριξη προς την Αλγερινή πυγμάχο, σε αγώνες με επίκεντρο ένα ποτάμι όπου άλλοτε είχαν πνιγεί εκατοντάδες Αλγερινοί διαδηλωτές από τη γαλλική αστυνομία. Σε αυτή την αυτοκριτική διάθεση, το woke κίνημα ακολουθεί άλλωστε τους προκατόχους του, τη μετανοητική διάθεση του Χριστιανισμού και τη μεθοδική αμφιβολία του Διαφωτισμού. Κανένα, όμως, από αυτά τα (όντως θαυμαστά) χαρακτηριστικά δεν εμπόδισε τα πνευματικά αυτά κινήματα να καταστούν καθεστωτικές ιδεολογίες και εποικοδομήματα του ολοκληρωτικού καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.
Ο Νόβακ Τζόκοβιτς, ένας Σέρβος, ένας Ορθόδοξος, ένας φυλακισμένος, ένας οικολόγος προστάτης της άγριας δασικής φύσης της Σερβίας και εν ταυτώ ένας πορθητής του τένις, δηλαδή του εμβληματικού κάστρου των ελίτ, έχει χτυπήσει μια λαϊκή φλέβα σε σπάνιο βαθμό. Ασφαλώς, οποιαδήποτε αγιογραφία ενός αθλητή μπορεί να εκπέσει σε ειδωλολατρία και οποιοσδήποτε μεσσιανισμός σε αντιδραστικότητα. Αυτό που θα μείνει εντέλει μετά από το πέρασμα του Τζόκοβιτς από το άθλημα του τένις είναι κυρίως η διερώτηση για το τι πραγματικά σημαίνει συμπερίληψη σήμερα και για το ποιος είναι πραγματικά ο αποκλεισμένος που διεκδικεί την ορατότητα και τη φωνή του. Μια διερώτηση που παραμένει πάντα ανοικτή και ανθιστάμενη σε εύκολους αφορισμούς.
ΠΗΓΗ: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Άρθρα και βιβλία του Διονύση διαβάζω συχνά. Σ’ αυτά καταγράφει και αποκαλύπτει σημαντικές πραγματικότητες, τόσο για τη θεολογία όσο και για την φιλοσοφία, τις οποίες διακονεί με σύνεση και με εξαιρετικές γνώσεις• στους αναγνώστες δίνει τη δυνατότητα περαιτέρω αναζητήσεων. Όμως, εκείνο που προκαλεί θλίψη είναι η παρερμηνεία του νοήματος όσων στο εδώ αναδημοσιευμένο άρθρο του υποστηρίζει. Κάποιοι, ως «αυτόκλητοι λογοκριτές» και «αστυνόμοι της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης του» -χρησιμοποιώ τους όρους φίλου και καλού συναδέλφου από τη συζήτηση που είχαμε για τους επικριτές του Διονύση-, δεν χάνουν την ευκαιρία να κάνουν την κακοπροαίρετη κριτική τους. Θεωρώ σημαντικό το γεγονός ότι το παραπάνω άρθρο του Διονύση έχει διαστάσεις και πολιτικής συνείδησης -πέραν των αθλητικών, θεολογικών, φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών- για πολλές από τις πραγματικότητες που ζούμε τα τελευταία χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή