Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Περνάμε καιρούς μωρίας και απάτης

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Από θεολογική άποψη, όχι μόνο οι έννοιες του εθνισμού ή του εθνικισμού, αλλά και αυτές ακόμη οι έννοιες του έθνους ή της εθνότητας μαρτυρούν καταστάσεις του εκπεσμένου ανθρώπου. Ούτε η προπτωτική ούτε η εσχατολογική κατάσταση του ανθρώπου συνδέονται με παρόμοιες διακρίσεις. Ο Θεός προνοεί τη διάκριση των εθνών για να περιορίσει την κακία των ανθρώπων, όχι για να αυξήσει την αρετή τους», ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ. (1996). Ορθόδοξη θεολογία και κοινωνική ζωή. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ. 179. 

«Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε· / συμμέτρως εχορεύσαμεν, / σύμμετρα ας αποθάνωμεν / δια την πατρίδα», Ανδρέας Κάλβος. ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ. (1994). Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου: Η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών. Αθήνα: Συνέχεια, σ. 18. 

Ο θάνατος του παλικαριού Κ. Κατσίφα, αναμφίβολα δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο. Πολλοί είναι εκείνοι που έχυσαν το δάκρυ τους για τον άδικο χαμό ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος από ατόφια αγάπη για τη μάνα πατρίδα Βόρειο Ήπειρο - Ελλάδα δολοφονήθηκε δόλια και άνανδρα από την αλβανική αστυνομία. Το παλικάρι, λοιπόν, αυτό έφυγε από ετούτη τη ζωή. Και όπως λέγει ο Οδυσσέας Ελύτης, θέλω να πιστεύω, πως πεθαίνοντας πήρε μαζί του «το μόνο πράγμα… που είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δύο τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι· ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες· ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος· και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντα. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ», (1991). στο: Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Αθήνα: Ίκαρος, σ. 36. 
Δεν χωρά αμφιβολία πως μετά τον τραγικό θάνατο ετούτου του παλικαριού πολλοί είναι εκείνοι που, στηριζόμενοι στον πατριωτικό ζήλο του, εμπνέονται στη ζωή τους από μια πίστη στο ιδανικό της πατρίδας, άλλοτε αγνή, ατόφια κι άλλοτε κάλπικη. Η πρώτη, αναμφίβολα έχει θετικό πρόσημο (εδώ)· η δεύτερη – η κάλπικη πίστη προς την πατρίδα – αρνητικό. Η τελευταία έχει γίνει τυφλοσούρτης και το κακό που σήμερα κάμει, προφανώς για όσους αντιλαμβάνονται το θάνατο ενός νέου ανθρώπου με όρους καπηλείας του αγαθού της πατρίδας, φρονώ ότι δεν τον κατανοούν ούτε πατριωτικά αλλά ούτε και θεολογικά. Λέγω και θεολογικά γιατί δεν σέβονται ούτε το θάνατό του. Οι ψευτοπατριώτες εκμεταλλευόμενοι τη μνήμη του βεβηλώνουν συγχρόνως και τη σωτηρία του στην αγκαλιά του Θεού, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξουν ότι αυτοί έναντι άλλων υπερτερούν σε αγάπη για την πατρίδα και σε πίστη προς το Θεό. Εν προκειμένω, ακόμα κι αυτός ο χαρακτηρισμός του αθάνατος, συνιστά καπηλεία της πίστης στο Θεό, αφού «ότι μόνος υπάρχει αθάνατος» ο Θεός. Γιατί ο Θεός μπορεί και χαρίζει το είναι, την τελείωση, τη συγχώρεση των αμαρτιών και τέλος τη «φωτιστική αθανασία», όπως σοφά λέγει ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης: «Τι γαρ αν γένοιτο της παντελώς αλύπου και φωτιστικής αθανασίας ισόρροπον;», (P.G. 3, 560B). 
Καλοπροαίρετα σ’ όλους αυτούς που από αγαθή, θέλω να πιστεύω, αγάπη για την πατρίδα και το Θεό εμπνέονται από τον θάνατο του Κ. Κατσίφα, θα συνιστούσα να έχουν κατά νου το γεγονός πως η αγωνία των πιστευόντων στο ιδανικό της πατρίδας είναι αγωνία τραγική, γιατί προέρχεται από τη μεγαλειώδη αναζήτηση για το τι είναι πατρίδα που, βέβαια, είναι αγωνία και πίστη αληθινή διότι στηρίζεται στην ελευθερία του ανθρώπου· αγωνία, όμως, που κινδυνεύει να γίνει και ψεύτικη γιατί ξεκινά από επιδερμική πίστη προς αυτή, δηλαδή γίνεται για το θεαθήναι ή για άλλους σκοπούς, αλλότριους, παντελώς ξένους προς τη εκκλησιαστική και δημοκρατική παράδοση αυτού του τόπου. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλλον πρόκειται για εκείνη την «συμπλεγματική μειονεξία» όπου ο «εθνικιστικός επαρχιωτισμός» στόχο έχει την εθνική αυτοϊκανοποίηση. 
Εδώ και μέρες γινόμαστε μάρτυρες ενός σκηνικού όπου ο θάνατος του Κ. Κατσίφα περιφέρεται εδώθε κείθε από λογής - λογής «πατριώτες» και «εκκλησιαστικούς ταγούς». Αντί της σιωπής, «σιωπή Χριστού που κατήσχυνε τον Πιλάτο», κατά Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, ετούτος ο τραγικός θάνατος γίνεται viral σε ιερούς ναούς και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, χάριν ενός «ψευδοπατριωτισμού» όπως θα ‘λεγε κι ο πολύς Philip Serrard, (1971). Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό, Αθήνα: Σύνορο, σ. 146· όπου αυτός ο «ψευδοπατριωτισμός» με επιδέξιο τρόπο στήνεται πάνω στο τάφο ενός νεκρού παλικαριού, όταν ακόμη το χώμα που τον σκεπάζει είναι νωπό, ακολασταίνοντας κάθε τόσο πάνω στη μνήμη του, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο, όλοι αυτοί οι «ιεροφάντες» να κερδίσουν και να οικειοποιηθούν την ευπιστία ενός λαού, ο οποίος λόγω της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής κρίσης που εδώ και χρόνια περνά η πατρίδα μας, δεν ξέρει σε ποιόν να εναποθέσει την ελπίδα του για το αύριο. Άραγε, πως στο μέλλον η Ιστορία θα καταγράψει αυτό το ανίερο καρναβάλι του «ψευδοπατριωτισμού»; Αναμφίβολα, φίλες και φίλοι αναγνώστες περνούμε καιρούς μωρίας και απάτης. Ένα πάντως είναι σίγουρο: κάπου έχουμε χάσει το Θεό, τον άνθρωπο και την πατρίδα. 


Ρένα Ανούση, «Σάλπισμα»· επιζωγραφισμένη ξυλογραφία.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Προς μια επανεξέταση της εκλογής των επισκόπων

«Η μη συμμετοχή των λαϊκών και του κλήρου στην εκλογή των επισκόπων δημιούργησε εντός της Εκκλησίας μια κλειστή ομάδα, που την συναποτελούν τα μέλη της Ιεραρχίας και οι υποψήφιοι επίσκοποι, άπαντες άγαμοι κληρικοί. Η ομάδα αυτή, απομονωμένη από το υπόλοιπο πλήρωμα της Εκκλησίας, συνιστά ένα είδος μονοπωλίου μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Το μονοπώλιο αυτό διέπεται από δύο λειτουργίες. Η μια είναι εκείνη που προσδιορίζεται από την ανάγκη να προβληθεί ένα κοινό μέτωπο προς τα έξω. Αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας είναι αφενός η επιβολή στο εσωτερικό της ομάδας, με μεγάλη επιτυχία, ομοιόμορφης σκέψης και βιώματος, αφετέρου να περιορίζονται ασφυκτικά οι δυνατότητες αυτοκριτικής και αυτοελέγχου.
»Μια δεύτερη λειτουργία του μονοπωλίου εκφράζεται στην αδυναμία της ομάδας να “κατανοήσει” τα ουσιαστικά προβλήματα του πληρώματος της Εκκλησίας. Επειδή δηλαδή η ανέλιξη των κατώτερων μελών της ομάδας εξαρτάται μόνο από την απόφαση των μελών που κατέχουν την ανώτερη θέση μέσα σ’ αυτήν (από τα μέλη της Ιεραρχίας), τα κατώτερα μέλη (οι υποψήφιοι) αγωνίζονται να εξασφαλίσουν την ψήφο των Ιεραρχών. Εάν οι υποψήφιοι έπρεπε να πείσουν τον κλήρο και το λαό μιας επισκοπής για να εκλεγούν επίσκοποι, τότε θα αναγκάζονταν να σκέφτονται και να ενεργούν διαφορετικά. Θα έπρεπε να αφομοιωθούν στην καθημερινότητα της ζωής των πιστών – μελών της Εκκλησίας. Μέλος της Εκκλησίας γίνεται κάποιος επειδή πιστεύει στο Θεό και θέλει να ζήσει σύμφωνα με της εντολές του. Δεν το ενδιαφέρει η υπαλληλική ιδιότητα, η επιτυχημένη προϋπηρεσία σε διοικητικές θέσεις της επισκοπής ή της Συνόδου και τα παρόμοια. Εάν η καθημερινότητα των πιστών αφορά τη σύγκρουσή τους με ό,τι θεολογικά αποκαλούμε κόσμο, αμαρτία, πάθη κ.λπ., η απόσταση των μελών της ομάδας από αυτή τη σύγκρουση εμφανίζεται ως εκκλησιαστική κρίση. Ταυτόχρονα όμως η καθημερινότητα των μελών της ομάδας εκφράζεται ως σύγκρουση της Εκκλησίας με ό,τι έχει σχέση με την άσκηση της εξουσίας της ομάδας τόσο στα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας όσο και της κοινωνίας. Εν τω μεταξύ αναφύονται διαφορές και συγκρούσεις στους κόλπους της ομάδας, που δεν αφορούν προβλήματα των πιστών και τη μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο αλλά τον αγώνα επικράτησης μέσα στην ομάδα»


π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ. (2007). «Ψήφω κλήρου και λαού»: Μια νέα πρόταση για την εκλογή των επισκόπων. Αθήνα: Εν πλω, σσ. 14-16.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Ποιά Εκκλησία;

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η «Συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας», πέραν των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους, ως δια μαγείας στα τηλεοπτικά παράθυρα, κυρίως της ιδιωτικής τηλεοράσεως, σιγά – σιγά αρχίζει να προβάλλει και το ζήτημα της διαδοχής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Κορυφαίος μάλιστα ιεράρχης της Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς φαίνεται, προτιμάται από δημοσιογράφους, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι τον εμφανίζουν ως τον μόνο εγγυητή διάσωσης τους κύρους της Εκκλησίας αλλά και της Ορθόδοξης Παιδείας των ελληνοπαίδων. Η εμφάνισή του μάλιστα αυτή γίνεται viral σε πολλά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συνοδεύεται από σχόλια αναγνωστών, ως επί το πλείστον θετικά. Δια του λόγου το αληθές, πριν λίγες ημέρες, σε ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, επί 25 περίπου λεπτά τον ήκουσα οργισμένο να επιτίθεται κατά πάντων, αναμειγνύοντας τη θεολογική – εκκλησιαστική  και νομική γλώσσα με κάποια δισεκατομμύρια – τρισεκατομμύρια ευρώ που μπορεί, καθώς έλεγε, να διεκδικήσει αν προσφύγει στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για να μην περάσει η «Συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας». Εδώ, το μόνο που ευσυνείδητος Ορθόδοξος πιστός, προσώρας «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης» μπορεί να ψελλίσει είναι: ελευθερία· ελευθερία όπου η φλόγα της είναι πόνος – «ως χρυσός εν χωνευτηρίω», (Σοφ. Σολ. 3,6).


Ο Σωτήρας του Αντρέι Ρουμπλιόφ (1410).

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Συνεπαφές σωμάτων

Δίχως άγγιγμα και γνώση του αλλουνού κορμιού
οι άνθρωποι δεν μοιράζοντια τα μυστικά τους.
όταν οι άνθρωποι δεν έχουν άλλα πια ν' αποκα-
    λύψουν
άπληστο κι έρημο προφασίζονται το σμίξιμο σω-
    μάτων.



ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ. (1991). «Συνεπαφές», στο: Αντικριστοί Καθρέφτες. Αθήνα: Στιγμή, σ. 69.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

«Η Εκκλησία πάροικη και παρεπίδημη στον κόσμο, αλλά και φύραμα που αλλάζει τον κόσμο»

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η Διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος συνεκλήθη. Κι αποφάσισε· (εδώ) Στις ώρες που μέχρι τώρα έχουν περάσει η ειδησεογραφία, εκκλησιαστική και μη εκκλησιαστική, «πληροφορεί» πως πολλά συνέβησαν κεκλεισμένων των θυρών της συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κι ο ενσυνείδητος Ορθόδοξος χριστιανός πιστός αυτού του τόπου διερωτάται: η Εκκλησία είναι κοινωνία δύο τάξεων; Από τη μια Επισκόπων και από την άλλη κληρικών; Από τη μια Επισκόπων και κληρικών μαζί κι από την άλλη λαϊκών; Η ιερωσύνη είναι ένα «στρώμα ηγεσίας μέσα στην Εκκλησία» ή «χάρισμα διακονικό»Φρονώ ότι στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, ένα μεγάλο μέρος των Ιεραρχών μάλλον δεν επιθυμούν να απαντήσουν γιατί περί άλλων «μεριμνούν και τυρβάζουν»Έχω την ταπεινή γνώμη πως η Διοικούσα Εκκλησία δεν είναι δομή εξουσίας, αλλά μια «ιδιαίτερη δομή ευθύνης και διακονίας που η αυθεντία της θεμελιώνεται» στην «κοινότητα αγάπης που κατ’ εξοχήν είναι η Εκκλησία»για να θυμηθώ τον ακριβό λόγο του Γιώργου Τσανανά, πανεπιστημιακού διδασκάλου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εν προκειμένω, στο κρίσιμο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που τον τελευταίο καιρό για ακόμη μια φορά ανέκυψε, οι προεστώτες της Εκκλησίας μεμψιμοιρούν και αρνούνται στην πραγματική τους ουσία να δουν τα εκκλησιαστικά πράγματα· (εδώ) Στον κρίσιμο μίτο, δηλαδή, στο νήμα εκείνο γύρω από το οποίο αιώνες διαπλέκονται οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, δεν λαμβάνεται υπόψη όλο το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με την Εκκλησία και την Ιστορία, που στις δυο άκρες του βρίσκεται η αρχή, τουτέστιν η αιτία αλλά και το τέλος, τουτέστιν η λύση όλου αυτού του σκηνικού που ονομάζεται σχέσεις θρησκευτικής εξουσίας και πολιτικής εξουσίας. Συνεπώς, στην προοπτική να τεθεί τέλος στην εκμετάλλευση της Εκκλησίας από την Πολιτεία, και στην εκμετάλλευση της Πολιτείας από την Εκκλησία, η Διοικούσα Εκκλησία οφείλει να βρει ξανά το εσχατολογικό της όραμα. Ο αείμνηστος Βασίλειος Στογιάννος, κι αυτός πανεπιστημιακός διδάσκαλος στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ κατά τη δεκαετία του ’80, σχολιάζοντας τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, σ’ ένα βιβλίο του γράφει τα εξής σημαντικά: «η αποξένωση της Εκκλησίας από την πολιτική και κοινωνική προβληματική, που περιορίζει τις διαστάσεις της στα πλαίσια μιας συμβατικότητας θρησκευτικής και ανώδυνης για τον κόσμο είναι αντίθετη με την πρακτική των Αποστόλων και των Πατέρων. Η Εκκλησία είναι πάροικη και παρεπίδημη στον κόσμο, αλλά συγχρόνως και φύραμα που αλλάζει τον κόσμο», [Β. Π. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΣ. (1980). Πρώτη Επιστολή Πέτρου, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ. 255]. Άραγε, πόσο σοβαρά υπ’ όψιν λαμβάνονται τα παραπάνω από τους Αρχιερείς της Εκκλησίας; Επιπλέον, είναι τόσο καταδικαστέα οιαδήποτε πρωτοβουλία τίμιας και ειλικρινούς ρύθμισης - στην προκειμένη περίπτωση, για να είμαι ακριβοδίκαιος, της λεγόμενης «Συμφωνίας Εκκλησίας και Πολιτείας», είναι μια αρχή αλλά έχει πολλά κενά που για πολλούς την καθιστούν μη τίμια και ειλικρινή, με αποτέλεσμα να μην επιλύουν χρόνια προβλήματα - των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον 21ο αιώνα; Σε ποιο, άραγε, σημείο τέμνονται αυτές οι σχέσεις; Στο σημείο όπου οι εμπλεκόμενοι κλήρος και λαός του Θεού, στο σύνολό του, απλά επιβιώνει; Ή στο κυρίαρχο αίτημα της ελπίδας ό,τι στην πράξη η Εκκλησία διακονεί ετούτον το λαό, αναβαπτιζόμενη στις ευαγγελικές και πατερικές παραδοσιακές ρίζες της; Όλα αυτά τα ερωτήματα επιζητούν ουσιαστικές απαντήσεις, μακριά από προσωπεία και μάσκες υποκρισίας.


Η Εκκλησία ως «ναυς», σχέδιο Ράλλη Κοψίδη (1957).

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Εκκλησία συντασσόμενη με τις κυρίαρχες τάσεις αυτού του κόσμου ή Εκκλησία όπου η πίστη είναι άθλημα ελευθερίας;

«Αν το μέχρι τώρα σκεπτικό μου το έφερνα ειδικότερα στη θεσμική Ορθόδοξη Εκκλησία στον τόπο μας, θα επεσήμαινα τα εξής: 
1ον. Η Εκκλησία φέρει στα έγκατά της μια αντινομία: αποτελεί όραμα αλλιώτικης ζωής, όχι όμως μηχανισμό επιβολής του. Η ίδια η υπερβατικότητά της είναι αυτό που την καλεί να μαρτυρεί μέσα στην ιστορία ότι η αγάπη (όσο άβολη ή και ασύμφορη κι αν φαίνεται) είναι ο μόνος τρόπος υπάρξεως που έχει αληθώς μέλλον. 
2ον. Η αντιδιαστολή της από τον Καίσαρα βρίσκεται στην ίδια της την ταυτότητα. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητη η άμεση ή έμμεση μετατροπή της σε κόμμα και η ερωτοτροπία με την άσκηση εξουσίας. Και γι’ αυτό, φαινόμενα που χαρακτήριζαν τον νεοελληνικό βίο τον 20ο αιώνα, όπως η νομοθέτηση της ιερολογίας ως μοναδικού συστατικού τύπου του γάμου, η ποινικοποίηση της ετεροδοξίας, η απαίτηση να γνωμοδοτεί ο επίσκοπος για την λειτουργία ευκτήριου οίκου ετεροδόξων, η πεποίθηση επισκόπων ότι εκπροσωπούν στο σύνολό τους τον ελληνικό λαό κ.λπ., αποτελούν παραχάραξη της εκκλησιαστικής ταυτότητας και κουτοπόνηρη νόσφιση κρατικής πολιτικής[1]
Συνιστώσα αυτής της εξουσιαστικής παραχάραξης είναι και μια, κατά τη γνώμη μου, θηριώδης αντιστροφή, που έχει χρωματίσει τον Ορθόδοξο βίο κατά τη νεωτερικότητα: η κατανόηση της χριστιανικής ταυτότητας με όρους φυλετικούς και κολλεκτιβιστικούς, πράγμα που φυσικά εκβάλλει σε εθνικισμό. Αυτή την κατανόηση της χριστιανικής ταυτότητας με όρους φυλετικούς και κολλεκτιβιστικούς την εκφράζει χαρακτηριστικά ο λόγος διαφόρων εκκλησιαστικών ανδρών που μιλούν για την Ορθοδοξία ως στοιχείο του ελληνικού DNA και ως πεπρωμένο της «φυλής». Γιατί είπα ότι αυτή η αντίληψη συνιστά θηριώδη αντιστροφή του Χριστιανισμού; Διότι η πίστη είναι άθλημα στην ελευθερία – προσωπική επιλογή κι όχι στοιχείο που κληρονομείται ανεπίλεκτα. Το ριζικά νέο στοιχείο το οποίο έφερε η Βιβλική σκέψη, υπήρξε η πεποίθηση ότι το άτομο, χάριν αυτού που θα επιλέξει ως αλήθεια, δύναται να έρθει σε ρήξη ακόμη και με την πίστη των πατέρων του, δηλαδή ακόμη και με τις συλλογικότητες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Η σχέση του Αβραάμ με τον Θεό εγκαινιάστηκε όταν ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Γιαχβέ: «και είπε Κύριος τω Άβραμ. Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου τού πατρός σου εις την γην, ην αν σοι δείξω»[2] (ο πατέρας της πίστης μου, δηλαδή, ήταν ένας μετανάστης!). Ιστορικά, η πολύτιμη έννοια της “μεταστροφής” (η δυνατότητα, δηλαδή, να επιλέγω και να αλλάζω) είναι συμβολή χριστιανική! Υπ’ αυτήν την έννοια, ο αυτοκαθαρισμός του υποκειμένου (και η ίδια η νεωτερικότητα, θα έλεγα), έχει τις ρίζες της στη Βιβλική παράδοση. Η Εκκλησία, συνεπώς, όντως δομείται ως κοινότητα (αυτό σημαίνει το πρωτείο της αγάπης), όντως συμβάλλει στη διαμόρφωση του πολιτισμού του τόπου· με νευρώνα όμως την αδιάκοπη ανανέωση της κατάφασης στην ελευθερία. 
Υπάρχουν και ζητήματα τα οποία μπορεί να αναφυούν στο μέλλον, και τα οποία ζητήματα θα απαιτήσουν ιδιαίτερη συζήτηση. Ένα τέτοιο θέμα είναι η δυνατότητα των κληρικών να πολιτευτούν, δυνατότητα η οποία είναι νομοθετημένη από το 1954[3]. Η συζήτηση αυτού του θέματος ίσως αποτελέσει περίπτωση διαλόγου μεταξύ φιλελευθερισμού (που κατανοεί τον άνθρωπο προεχόντως ως αυτονόητο υποκείμενο) και κομμουνιταρισμού (που τον κατανοεί προεχόντως ως μέλος κοινότητας). Αλλά σε ποιες στρεβλώσεις μπορεί να απολήξει, πρέπει να εξεταστεί. Για να φέρω απλώς ένα παράδειγμα (πέρα από το μείζον πρόβλημα, το οποίο είναι η ασυμβατότητα ιεροσύνης και κοσμικών αξιωμάτων, ασυμβατότητα η οποία πάντως μέσα στην ιστορία έχει συχνά καταστρατηγηθεί): τι είδους Εκκλησία θα είναι μια Εκκλησία, η οποία θα καλείται να ανεχτεί κληρικός της να εκλέγεται βουλευτής ρατσιστικού κόμματος; Ή, σύμφωνα με το άρθρο 56, παρ. 1 του Συντάγματος, παραίτηση δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ πριν την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων, κατά τη γνώμη μου δε δίνει πλήρη λύση, καθόσον αντιμετωπίζει το θέμα της δημοσιοϋπαλληλικής θέσης, κι όχι της ιεροσύνης. Αλλά σ’ αυτό δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ». 

ΘΑΝΑΣΗΣ. Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2009). «Ποια θρησκεία και ποια πολιτική;», στη: Σύναξη. 110:91-93.


[1] Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όσες νομοθετικές ρυθμίσεις εκ των ανωτέρω καταργήθηκαν (λ.χ. για τον γάμο και τους ευκτήριους οίκους), καταργήθηκαν με πρωτοβουλία της πολιτείας, ενώ οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δυσανασχετούσαν για την απώλεια κεκτημένων (της κυριαρχίας τους δηλαδή, επί της κοινωνία), αντί να ζητούν οι ίδιοι την κατάργηση, για λόγους πιστότητάς τους στα εκκλησιαστικά κριτήρια (θα ‘πρεπε, λ.χ., οι ίδιοι να είχαν εξ αρχής αξιώσει την νομοθέτηση του πολιτικού γάμου, για να μη σύρονται σε τέλεση μυστηρίου άνθρωποι άθεοι). Προσωπικά δεν γνωρίζω αν υπήρξε επίσημη διαφοροποίηση πάνω σ’ αυτό. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί ακριβώς ετούτο: αν η ίδια η διοικούσα Εκκλησία έχει ποτέ ζητήσει κατάργηση προνομίων της τα οποία είναι ασύμβατα προς την ίδια της την ταυτότητα. 
[2] Βλ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Μεταμοντέρνα αναβίωση της πολυθεΐας εν ονόματι της χριστιανικής εμμονής στην πίστη των πατέρων; Μια αντίφαση της σύγχρονης εκκλησιαστικής μας πραγματικότητας», Πάντα τα Έθνη, 108 (2008), σσ. 3-7. 
[3] Ο νόμος 2800/1954 έδωσε στους κληρικούς το εκλογικό δικαίωμα και ως προς το εκλέγειν και ως προς το εκλέγεσθαι (βλ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2000, σσ. 179-180, και Σπύρος Ν. Τρωιάννος, - Γεώργιος Α. Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 537). Το 1954 και το 1957 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απαγόρευσε στους κληρικούς την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, πλην όμως εις μάτην! Η τελευταία σχετική θέση της Συνόδου που έχω υπόψη μου, διατυπώθηκε στις 8 Ιουνίου 2007: «Η Δ.Ι.Σ., υπενθυμίζει παλαιότερη εγκύκλιό της, η οποία στηρίζεται στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας και δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε ενεργό ανάμειξη των κληρικών στην εκλογική αναμέτρηση». Βλ. http://www.ecclesia.gr/greek/pronaos/pronaos_95.html

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιάννη Τσαρούχη

«Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται στον ουρανό
που να το πιάνει κανένας με το σώμα
                                      σαν ονείρωξη

Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται
σαν σε δίχτυ στο σχήμα
                                  του Αρχαγγέλου

Τιμή στον Γιάννη Τσαρούχη
που μας δίδαξε και τη Γη και τον Ουρανό
                              μ' ευγνωμοσύνη.
 

                                   Οδυσσέας Ελύτης»



ΟΔΥΣΕΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (1988). στη: Λέξη, 73:179.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Οικουμενική Χριστιανοσύνη

Θανάσης. Ν. Παπαθανασίου. (2018). Ένας Ιάπωνας δίχως σχιστά μάτι: Νικόλαος Κασάτκιν, ο ευαγγελιστής των Ιαπώνων. Αθήνα: Αρμός.


Ένας άνθρωπος που άνοιξε δρόμους με τα ίδια του τα βήματα! Έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί ο Νικόλαος Κασάτκιν, ο κληρικός που πρόσφερε την Ορθόδοξη πίστη στον ιαπωνικό λαό κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Με πελώριο σεβασμό προς τους Ιάπωνες και τον πολιτισμό τους, μακριά από κάθε έννοια επιβολής και αποικιοκρατίας, ο Ρώσος Νικόλαος έζησε τη ζωή του λαού που αγάπησε, έγινε στην πράξη Ιάπωνας, και τελικά άγιος της οικουμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το βιβλίο μελετά τους νευρώνες του οράματός του, τα κριτήρια του ιεραποστολικού έργου του και την μεθοδολογία του, η οποία στην εποχή του είχε προκαλέσει τον διεθνή θαυμασμό και σήμερα παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Ο Θανάσης Παπαθανασίου προχωρά την έρευνα πέρα από μια τυπική βιογραφία. Επιχειρεί να ψηλαφήσει πτυχές από τις ιστορικές συγκυρίες, τις θεολογικές αναμετρήσεις και τις ιδεολογικές συγκρούσεις, μέσα στις οποίες σαρκώθηκε ο κόπος του αγίου Νικολάου Κασάτκιν και διαμορφώθηκε η κληρονομιά του.
Μαρτυρία και συνύπαρξη, διάλογος και αλήθεια, πολιτισμοί και θρησκείες είναι τα τοπία απ’ όπου περνά ο δρόμος τον οποίον άνοιξε αυτός ο Ιάπωνας δίχως σχιστά μάτια, με πυξίδα του το πανανθρώπινο Ευαγγέλιο της Ανάστασης!

[Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Γιώργος Ιωάννου: Πεζογράφος της μνήμης και της μοναξιάς

«Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο. 
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα. 
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. 
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει. 
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους… 
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω. 
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. (1982). «Ομίχλη», στο: Η μόνη κληρονομιά. Αθήνα: Κέδρος, σσ. 51-53.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Μύρια όσα τα θαύματα της Ποίησης

«την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο

νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;
ν΄ αγαπώ»



ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. (1985). «Το γλωσσάριο των ανθέων», στο: Ποιήματα, τ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 140-141.