Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Αββάς Σισώης: άνθρωπος απείρως οικουμενικότερος του στρατηλάτη Μεγαλέξανδρου

Το δέος του αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου· (Μονή Βαρλαάμ, Μετέωρα, 1566).


Στην επιγραφή εντός περίτεχνου πλαισίου διαβάζουμε τα εξής ποιητικότροπα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού:
«Ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν
κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον
χέω. Χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν
λαμβάνω. Πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)
τοιούτον, αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν] σε;»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για ετούτη την εικονογραφική παράσταση του αββά Σισώη, που θρηνεί έμπροσθεν του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για διάβασμα προτείνω την ωραία μελέτη του αγαπητού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Σισώης και Αλέξανδρος. Διλήμματα για την εκκλησιαστική αποστολή σε εποχές Παγκοσμιοποίησης», Νέα Εστία, τχ. 1174 (2005) 92-109· [και στο: Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 155-181]. 
Ο Θ. Ν. Παπαθανασίου εξετάζει το περιεχόμενο της εικόνας «ανιστορικά και αφηρημένα», «υπό συγκεκριμένους όρους», «σε μια συγκεκριμένη ιστορική συνάφεια», αφού το «εικονιζόμενο περιστατικό δεν μνημονεύεται στο Γεροντικό (το οποίο συνετέθη κατά τον πέμπτον ή έκτον αιώνα […] ούτε στο βυζαντινό Συναξάρι του αγίου» (10ος αιώνας), «[…] ούτε στην ακολουθία της εορτής του την 6η Ιουλίου». Όμως, τίθεται το βασικό ερώτημα που «δεν αφορά απλώς τη φιλοσόφηση του θανάτου, αλλά την παρουσία του Αλεξάνδρου»· γιατί, λοιπόν, «κάποιοι επέλεξαν ειδικά τον Αλέξανδρο, πως προέκυψε η εν λόγω εικονογραφική σύνθεση δίχως να έχει έρεισμα στις σχετικές αγιολογικές πηγές, και γιατί αυτό συνέβη μετά την πτώση της βασιλεύουσας και όχι πριν»
Νομίζω πως αξίζει να σταθούμε στην ερμηνεία που δίνει ο Θ. Ν. Παπαθανασίου. Είναι γνωστό ότι, στο Βυζάντιο η μορφή του Μακεδόνα στρατηλάτη, από τον τέταρτο αιώνα και εξής, «πρόβαλε ως υπόδειγμα παγκόσμιου ηγεμόνα» και θεωρούνταν «πρόδρομος της βυζαντινής οικουμενικότητας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Μέγας Αλέξανδρος βαθμηδόν να «μεταμορφωθεί σε χριστιανό και μάλιστα απεικονίστηκε ως βυζαντινός αυτοκράτορας πλαισιωμένος από τη συνήθη αυτοκρατορική επιγραφή “Εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής και πάσης Δύσεως”». Με άλλα λόγια «σκιαγραφήθηκε ως προσωπικότητα με χαρακτηριστικά αγιότητας». Γι' αυτή την ιδιότητα του Μακεδόνα βασιλέα, στα 1938 και 1940, ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Ανδρέας Ξυγγόπουλος έχει γράψει δύο σημαντικές μελέτες, η μία στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον και η άλλη στην Επιστημονική Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Για τον Θ. Ν. Παπαθανασίου, «αυτή η εξαιρετική θέση που κατέκτησε ο Αλέξανδρος στη βυζαντινή αυτοσυνειδησία, δεν μπορεί να μην εδράζεται στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο». Πρόκειται για τη «βυζαντινοποίηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου» και τη μεταμόρφωσή του σε «άγιο, μάρτυρα και ασκητή που ίδρυσε μοναστήρια στην έρημο», όπως εύστοχα αναφέρει και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ στο ωραίο βιβλίο της Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών. Που είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος;, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2018. 
«Όλα αυτά, όμως, όσο συγκινητικά και εθνοσωτήρια κι αν είναι,» γράφει ο Θ. Ν. Παπαθανασίου, «σημαίνουν πως, στην αγκαλιά της ρωμαιοτραφούς χριστιανικής ιδεολογίας, κινδύνευε να παραδοθεί σε ύπνο η εκκλησιαστική συνείδηση ότι όλα τα κτιστά (όσο σπουδαία κι αν είναι) είναι φθαρτά και ότι η πραγματικά αιώνια πραγματικότητα θα είναι η μέλλουσα, εσχατολογική Βασιλεία κι όχι οποιαδήποτε ενδοϊστορική φάση. Μέχρι που συνέβη το αντίθετο. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε, αλλά – σε πείσμα της ιδεολογίας που προαναφέραμε – η ιστορία συνέχισε να προχωρεί σε νέες απρόσμενες φάσεις. Όταν, λοιπόν, οι “ταπεινοί αγιογράφοι της Τουρκοκρατίας”, όπως τους αποκαλεί ο Κόντογλου, συνέθεσαν την εν λόγω εικόνα παρουσιάζοντας τον Αλέξανδρο όχι ως ένδοξο νεκρό, αλλά, αντιθέτως, ως σκελετό, ως λείψανο αποσυντεθειμένο μέσα σε τάφο και μάλιστα υποκείμενο στη φιλοσόφηση του Σισώη, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να ξαναφέρουν στο προσκήνιο τη θεολογική οπτική που στα χρόνια του Βυζαντίου είχε εν πολλοίς παραθεωρηθεί».
Η ερμηνεία που εισηγείται ο καλός συνάδελφος Θ. Ν. Παπαθανασίου, από θεολογικής πλευράς, νομίζω, πως είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Γράφει: «η εικόνα αυτή εφευρέθηκε παρ’ όλο που δεν υπήρχε σχετικό έρεισμα στις αγιολογικές πηγές (ή, μάλλον ακριβέστερα: στην εφεύρεση αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης απέληξε η προγενέστερη απεικόνιση φιλοσοφήσεων του θανάτου) για να εκφραστεί, λίγο ως πολύ, ένα ιδεολογικό ρεύμα το οποίο διακατεχόταν από τον θεολογικό ρεαλισμό ότι η Εκκλησία συνεχίζει να πορεύεται παρά τις απρόσμενες ιστορικές ανατροπές. Ο Αλέξανδρος μπήκε, κατά κάποιον τρόπο, στο στόχαστρο ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι συμβόλιζε το αιώνιο της αυτοκρατορίας. Το εν λόγω ρεύμα, δηλαδή, μετατόπισε το κέντρο βάρους από την πεποίθηση περί μιας αιωνιότητας που εγγενώς ανήκει σε ένα ιστορικό μόρφωμα, στη μεταϊστορική αιωνιότητα που υπόσχεται η Εκκλησία. Και τούτο, βέβαια, παράλληλα ή και αντίθετα προς άλλα ρεύματα, τα οποία διατηρούσαν το κέντρο βάρους στο ιστορικό μόρφωμα και εκφράζονταν με την αναμονή ιστορικής επιστροφής του τελευταίου αυτοκράτορα και με την γοργόνεια πεποίθηση στην αθανασία του Αλεξάνδρου».
Για την απήχηση που είχε ο Μέγας Αλέξανδρος στην εποχή της Τουρκοκρατίας, με τη γνωστή «Φυλλάδα», την οποία γνωρίζουμε από την έκδοση που έκαμε ο Αλέξανδρος Πάλλης, στα 1935, (φωτομηχανική ανατύπωσή της από τις εκδόσεις Γαλαξίας - Ερμείας, στα 1993 – νεότερη έκδοση από τις εκδόσεις της Εστίας, στα 1989, σε μετάφραση του Γιώργου Βελουδή· υπάρχει ακόμα μία έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Γαλαξίας, στα 1961), έχουν γραφτεί πολλά, με κύριο χαρακτηριστικό ότι ο Μακεδόνας ήρωας προβάλλεται ως «σύμβολο αντίστασης στον Τούρκο κατακτητή». Ο ιστορικός Χαράλαμπος Μηνάογλου, στη μελέτη του «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και ο Μεγαλέξανδρος», γράφει πως ακόμα και οι Κολλυβάδες Πατέρες, με προεξάρχοντα τον άγιο Αθανάσιο Πάριο, που ήταν ιδιαίτερα επικριτικός σε καθετί αρχαιοελληνικό, θεωρούσε τον Μέγα Αλέξανδρο ηθικό άνδρα.
Στο ερώτημα γιατί ο Αλέξανδρος να έχει απέναντί του τον αββά Σισώη, ο Θ. Ν. Παπαθανασίου πιθανολογεί «ότι η επιλογή αυτή οφείλεται στο απλό γεγονός ότι ο Σισώης ασκήτεψε στη χώρα όπου ο Μακεδόνας είχε ταφεί». Αλλά, ίσως, «να συντρέχει άλλος ένας λόγος. Πρωταγωνιστής της εικόνας κατέστη ένας άγιος, στον οποίο, σύμφωνα με το Συναξάρι του, δόθηκε από το Θεό η χάρη να ανασταίνει νεκρούς. “Νεκρούς ανιστάν αυτώ ο των όλων εδωρήσατο Κύριος”. Η εν λόγω εικόνα, συνεπώς, δεν είναι απλώς παράσταση θρήνου. Είναι μια διακήρυξη με σχήματα, χρώματα και λόγους, της θεμελιώδους εσχατολογικής εκκλησιαστικής πίστης ότι τα ανθρώπινα δεν έχουν οντολογικό θεμέλιο τη δική τους μεγαλοσύνη, αλλά τη σχέση τους με τον Αναστάντα και χορηγό της μέλλουσας Ανάστασης». Αυτή η «εσχατολογική αυτοσυνειδησία, άλλωστε, υπήρξε θεμελιώδες στοιχείο διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας του αιγυπτιακού Χριστιανισμού», στον οποίο αναφέρεται η μελέτη του Δημήτριου Ν. Μόσχου, Από τον Όσιρι στον Υιό Δαυίδ. Η γένεση και το αρχέγονο πολίτευμα του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2002.
Συνεπώς, η εικόνα του αββά Σισώη να θρηνεί πάνω στον τάφο του Μεγαλέξανδρου, για τον Θ. Ν. Παπαθανασίου ερμηνεύεται ως το γεγονός εκείνο όπου ο ασκητής Σισώης είναι πιθανόν να μην ταξίδεψε ποτέ εκτός Αιγύπτου, γι’ αυτό «συλλαμβάνει την αλήθεια του σύμπαντος κόσμου», είναι δηλαδή «άνθρωπος απείρως οικουμενικότερος του στρατηλάτη που άγγιξε τις γεωγραφικές εσχατιές της εποχή του». Υπ' αυτήν την έννοια, λοιπόν, μπορεί κανείς να κατανοήσει το γεγονός γιατί ο αγιογράφος ετούτης της εικονογραφικής παράστασης είχε την «εσχατολογική αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού ανθρώπου», όπου μέσω του έργου του, τονίζει πως ο «βασιλιάς που λάμπρυνε την εποχή του δεν είναι απλώς γυμνός, ούτε καν μαρμαρωμένος, αλλά νεκρός! [...] Ο Σισώης ίσταται μπροστά σε οστά επώνυμα. Όχι διότι ο Αλέξανδρος υπήρξε εξαιρετικά διάσημος, αλλά επειδή για την Εκκλησία ουδείς ανώνυμος υπάρχει. Τα οστά, λοιπόν, μέσα στον τάφο δηλώνουν την αναπόφευκτη φθορά του αιώνος τούτου, αλλά και την προσδοκία της ανάστασης. Ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον Χριστό, την απαρχή των κεκοιμημένων, για να γίνει ο ίδιος μέτοχος της ανάστασης όχι απλώς με σώμα, αλλά με το σώμα του». 
Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία του Θ. Ν. Παπαθανασίου είναι σημαντική, διότι διερευνά συμβολισμούς Ορθόδοξης οικουμενικότητας και εσχατολογίας που, εξ ολοκλήρου, προέρχονται από την Ανατολή. Ας μην ξεχνάμε και το ρητό «ex oriente lux».

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ: Σταθερή Αξία!


Ο κοινός λόγος «κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις» ισχύει, πιστεύω, και για το κορυφαίο των θαυμασίων: την ανάσταση. Είτε για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου πρόκειται ή του Λαζάρου είτε του ίδιου του Ιησού, η ιστορία των εμπειριών του ανθρώπου τον φέρνει αντιμέτωπο της πίστης του. Θέλει να πιστέψει πως η ανάσταση τον συμπεριλαμβάνει, πρωτίστως για να ξανανταμώσει τους αγαπημένους του. Συνειδητοποιεί, όμως, ότι το μερίδιο του Θωμά μέσα του παραμένει μεγάλο, ανεξάλειπτο, ακόμα κι αν τηρεί την παράδοση και επί σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα αντικαθιστά με το «Χριστός ανέστη» όλους τους χαιρετισμούς, το καλημέρα, το καλησπέρα, το καληνύχτα, προσδοκώντας ν’ ακούσει το επικυρωτικό «Αληθώς ο Κύριος». Αν πίστευαν περισσότεροι στην ανάσταση, δηλαδή στην Κρίση, ίσως οι κακοί να ήταν λιγότεροι. Ή λιγότερο κακοί.
Τη ζωή μας την πλημμυρίζουν οι απώλειες. Και την οργανώνει ή τη διαλύει η λύπη. Πάνω μας δεσπόζει ο θάνατος. Ο «άφευκτος» θάνατος, όπως συμφωνούν οι αρχαίοι ποιητές, που δοκίμασαν, με τον κοινότοπο χαρακτηρισμό του ως αναπόφευκτου και αναπόδραστου, να μετριάσουν τον τρόμο που προκαλεί ως απειλή και να οριοθετήσουν τη θλίψη ή και κατάθλιψη που τον ακολουθεί. Κατάθλιψη που έχει τα γνωρίσματα του εξισωτή θανάτου. Πλήττει ταπεινούς και ηγεμόνες. Παράδειγμα ο Αλέξανδρος ο Μέγας.
Το 328 π.Χ., ο στρατηλάτης βρίσκεται στη Σαμαρκάνδη. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε διατάξει να εκτελεστεί, ως αρχισυνωμότης, ο Φιλώτας, τελευταίος επιζών γιος του Παρμενίωνα. Ο θανάσιμος κολασμός αφορούσε και τον πατέρα, μολονότι ο Παρμενίων, συμπολεμιστής επί τριάντα χρόνια του Φιλίππου και του γιου του, ήταν αμέτοχος.
Στο στόχαστρο του Αλέξανδρου είναι πια ο σωματοφύλακάς του Κλείτος, παρότι το 334 π.Χ. τού είχε σώσει τη ζωή, στη μάχη του Γρανικού, όταν ο βασιλιάς κινδύνευσε ανάμεσα σε δύο Πέρσες μαχητές, τα αδέλφια Ροισάκη και Σπιθριδάτη. Ο Πλούταρχος γράφει στον «Βίο» του Μακεδόνα ότι «ήταν λιγότερο παραδομένος στο κρασί απ’ ό,τι πιστευόταν», ο θυμός και η μέθη πάντως τού πρόσφεραν την αναγκαία πρόφαση για να σκοτώσει τον Κλείτο, εξαπολύοντας καταπάνω του μια λόγχη. Προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει με το ίδιο όπλο, αλλά τον πρόλαβαν. Τον κυρίεψε όμως η θλίψη της ενοχής και της συντελεσμένης βαρύτατης αδικίας και πέρασε άσχημα όλη τη νύχτα, κλαίγοντας: «Την τε νύκτα κακώς κλαίων διήνεγκε».
Όταν ξημέρωσε, οι φίλοι του τρόμαξαν ακούγοντας από τη σκηνή του μόνο «βαρείς στεναγμούς» και λέξη καμία. Οι θρήνοι και τα κλάματα είχαν εξαντλήσει τον βασιλιά. Πιστεύοντας πως η αντικαταθλιπτική συμπαράστασή τους δεν αρκεί, κατέφυγαν στη συνδρομή δύο φιλοσόφων, του Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη, και του Αβδηρίτη Ανάξαρχου, συμμεριζόμενοι τη διάχυτη στους Έλληνες αντίληψη ότι το καλύτερο φάρμακο για τον ψυχικό πόνο είναι ο λόγος. «Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος», συμπεραίνει αλλού ο Πλούταρχος.
Θα μπορούσαν, βέβαια, να προσφύγουν και στην «τέχνη της ποιήσεως, που «κάπως ξέρει από φάρμακα», κατά το μετριοπαθές πόρισμα του Κ. Π. Καβάφη, που σαν να συμμερίζεται εδώ την έμπειρη γνώμη του λαϊκού ποιητή-τραγουδιστή: «Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι, τα λεν οι πικραμένοι, / πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει». Εντούτοις, στην άγρια λογομαχία Κλείτου και Αλέξανδρου η ποίηση έδρασε πυροδοτικά, όχι κατευναστικά.
Στο συμπόσιο, «οι νεαρής ηλικίας συνδαιτυμόνες ήπιαν πολύ και τραγούδησαν ποιήματα κάποιου Πρανίχου, ή, όπως υποστηρίζουν άλλοι, του Πιερίωνος, γραμμένα (προς ντροπή και κοροϊδία) για τους στρατηγούς που πρόσφατα είχαν ηττηθεί από τους βαρβάρους. Και ενώ οι πλέον ηλικιωμένοι δυσαρεστήθηκαν και ονείδιζαν και τον ποιητή κι εκείνον που τραγουδούσε, ο Αλέξανδρος και όσοι ήταν γύρω του τα άκουγαν με ευχαρίστηση και τον παρακινούσαν να συνεχίσει» (στη μετάφραση του Θανάση Γεωργιάδη, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2005).
Ο Κλείτος δεν άντεξε την προσβολή. Λίγο πριν, με τους χαλινούς του κομμένους και από το κρασί, είχε κατειρωνευτεί τον Αλέξανδρο: «Μακαρίζουμε», του είπε, «όσους ήδη έχουν πεθάνει, πριν δουν τους Μακεδόνες να δέρνονται με μηδικά ραβδιά και να χρειαζόμαστε τους Πέρσες ώστε να έρθουμε σε επαφή με τον βασιλιά». Τώρα, επιστρέφοντας στη σκηνή, συνεχίζει την επίθεσή του, με όπλο του «ιαμβεία» από την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Ο Πλούταρχος παραθέτει έναν μόνο στίχο: «Οίμοι, καθ’ Ελλάδα ως κακώς νομίζεται». Πρόλαβε άραγε να πει και τους επόμενους ή το βασιλικό κοντάρι άσκησε ακαριαία τη θανάσιμη λογοκρισία του; Αγνωστο. Ιδού πάντως ακέραιο το ευριπιδικό πορτρέτο του σφετερισμού αλλότριας δόξας, σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου:
«Κακή είν’ αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα: / Νικά ο στρατός εχθρούς και τρόπαια στήνει; / Δε λένε “είν’ έργο αυτών που αγωνιστήκαν”, / όλη τη δόξα ο στρατηγός την παίρνει· / σαν άλλους μύριους παίζει το κοντάρι, / τίποτε πιο πολύ δεν κάνει απ’ ό,τι / κάνει ένας άλλος, μα δική του η φήμη». Ο υπέρ αγνώστου στρατιώτη λόγος εξαπολύεται από τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, κατά του Μενέλαου.
Δυστυχώς, ούτε του Καλλισθένη η προσπάθεια ωφέλησε ψυχοπνευματικά τον Αλέξανδρο ούτε του Ανάξαρχου. Για διαφορετικούς λόγους. Ο Καλλισθένης «αποπειράθηκε με πραότητα, και μιλώντας του περί ηθικής, να καταλαγιάσει το πάθος χωρίς να τον λυπήσει». Μάταια. Αλλωστε ο Αλέξανδρος αντιπαθούσε σφόδρα τον Καλλισθένη, συντάκτη των «Βασιλείων Εφημερίδων» εκτός των άλλων, γιατί «απέρριψε έντονα και με φιλοσοφικό τρόπο την προσκύνηση του βασιλιά και μόνος αυτός εξέφρασε φανερά όσα στα κρυφά έκαναν ν’ αγανακτούν όλους τους αρίστους και τους πλέον ηλικιωμένους Μακεδόνες».
Ο Ανάξαρχος πάλι, μαλαγάνας ολκής, είπε στον βασιλιά όσα ήθελε ν’ ακούσει. Ότι αυτός είναι ο νόμος, αυτός και «ο όρος που καθορίζει το δίκαιο», άρα προς τι η ενοχή και η θλίψη; «Δεν ξέρεις», κατέληξε, «ότι πλάι στον Δία κάθονται η Δίκη και η Θέμιδα, ώστε οτιδήποτε πράττει ο εξουσιαστής να είναι θεμιτό και δίκαιο;». Νόμος είναι το δίκιο του αφέντη. Τότε και τώρα.
Τότε και τώρα επίσης, ψευτοφάρμακα όπως αυτό του Ανάξαρχου ίσως βοηθούν πρόσκαιρα, σε βάθος χρόνου ωστόσο λειτουργούν σαν διαβρωτικά συνειδήσεων και διαλυτές αναστολών. Με τέτοια λόγια, λέει ο Πλούταρχος, ο Ανάξαρχος ανακούφισε το πάθος του βασιλιά, τον έκανε όμως «χαυνότερον και παρανομώτερον». Το βλέπουμε και τώρα. Παντού όπου οι κόλακες λιπαίνουν την εξουσία. Όσο για τον Καλλισθένη, έναν Θωμά, δεν πέρασε καιρός και ο Αλέξανδρος πρόσταξε να τον σκοτώσουν κι αυτόν. Δίχως να κλαίει πια.