Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για τον Άλμπερ Αϊνστάιν

«Χρειάζεται να δηλώσομε προκαταβολικά πως εδώ δεν αμφισβητούμε (όπως κάνουν οι άλλοι) καμιά από τις δύο επιλογές, τους δρόμους - οδοί μούναι διζήσιος, όπως θα έλεγε ο Παρμενίδης – ή την παράπλευρη αυτονομία τους, και δεν αποδεχόμαστε την άστοχη διαμάχη ανάμεσα θρησκεία (o altra cosa) και επιστήμη, που έχει τις ρίζες της στον Καθολικισμό και στην Ιερά Εξέταση (καταδίκη του Γαλιλαίου). Βρίσκουμε ολότελα αναχρονιστική την επίθεση της θρησκείας καταπάνω στην επιστήμη όσο και την επίθεση της επιστήμης καταπάνω στη θρησκεία. Και κάθε σχετική αντιδικία, όχι πνευματικά σοβαρή. Η θρησκεία (στροφή προς τα μέσα), στην αυτονομία της, δίνει απαντήσεις οριστικές, ή επιστήμη (στροφή προς τα έξω), στη δικιά της αυτονομία, πλησιάζει μεταβατικά – όχι οριστικά – την αλήθεια της. 
[...] Δεν μπορεί να μην αναφέρει κανένας, από το ανθρώπινο ή γενικό μέρος, τη μεγαλόκαρδη αποστροφή στο Νεύτωνα (1642-1727), το δεύτερο μεγάλο σταθμό στη φυσική επιστήμη – πρώτος μεγάλος σταθμός ο Γαλιλαίος (1564-1642) και τελευταίος μεγάλος σταθμός ο ίδιος ο Αϊνστάιν (1879-1955) στον αιώνα μας – όταν του ζητάει συχώρεση: «Newton verzeih’ mir», για τη θαρραλέα παρέμβαση σε μια παντοδύναμη παράδοση, που μεσουράνησε αδιατάραχτη για τριακόσια περίπου χρόνια, με επιτυχίες μεγάλες, και που ακόμα τώρα («auch jetzt noch») χρησιμεύει για οδηγός στη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας. Μιλάμε για την παράδοση της λεγόμενης κλασικής φυσικής, σε αντιπαράθεση με την παράδοση της νεότερης φυσικής, που αρχίζει από τα πρώτα δημοσιεύματα του Αϊνστάιν. Με μια ανώτερη διακριτικότητα, που δεν έχει (όσο ξέρω) προηγούμενο, γυρεύει να περιορίσει τη σημασία τής παρέμβασής του με ευγενικά επιχειρήματα ή μάλλον προσχήματα τέτοιας λογής (μεταφράζω): «Νεύτωνα συχώρεσέ με· βρήκες το μοναδικό δρόμο που, στον καιρό σου, ένας άνθρωπος με ανώτερη σκέψη και δημιουργικότητα μπορούσε να βρει. Οι έννοιες που εσύ δημιούργησες, ακόμα σήμερα οδηγούν τη σκέψη μας στη φυσική, με όλο που ξέρομε τώρα πως πρέπει να αντικατασταθούν με άλλες, περισσότερο απομακρυσμένες από τη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας, αν αποβλέπομε σε μια βαθύτερη κατανόηση των σχέσεων που υπάρχουν»
[...] Φαντάζομαι να μη χωράει καμιά αμφιβολία πως για τον πρώτο δρόμο (στροφή προς τα έξω) κορυφαίος εκπρόσωπος στον 20ο αιώνα στάθηκε ο Αϊνστάιν. Παράλληλα, και για να κρατήσομε τις αναλογίες, φαντάζομαι να μη χωράει καμιά αμφιβολία πως για το δεύτερο δρόμο (στροφή προς τα μέσα) κορυφαίος εκπρόσωπος στον 20ο αιώνα στάθηκε ο Γκάντη (1869-1948), ο επιλεγόμενος Μαχάτμα, που θα πει Μεγάθυμος ή Μεγαλόψυχος. Λέω φαντάζομαι, γιατί ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανένας πούθε φυσάει ο άνεμος για πολλούς ανθρώπους. Κοντά στους κορυφαίους αυτούς βλέπω να ακολουθάει πλήθος από γνωστούς, από λιγότερο γνωστούς ή και από ολότελα άγνωστους και ανώνυμους (στη θρησκεία το περισσότερο), που περπάτησαν είτε τον ένα είτε τον άλλο από τους δύο δρόμους, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στη θρησκεία, στην τέχνη, και για τους οποίους θα μπορούσε να προφέρει κανένας τα δύο πιο δύσκολα, ένα το: ων ουκ ην άξιος ο κόσμος και άλλο ένα το: υμείς έστε το άλας της γης. Θα μπορούσε απαράλλαχτα, όπως για τους δυό κορυφαίους που ανάφερα». 

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1994). «Τα Αυτοβιογραφικά (Autobiographisches) ενός μεγάλου (1879–1955)», στο: Μελέτες, τ. Β΄. Αθήνα: Δόμος, σσ. 555, 562-563, 598.

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ: Αφιέρωμα στον Ζήσιμο Λορεντζάτο


«Για τον άνθρωπο και τη ζωή του θα πούμε μόνο, χρησιμοποιώντας δικά του λόγια, πως πρόσεξε όσο κανείς, απ’ αρχής μέχρι τέλους…». ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

«Το ελληνικό κράτος και ο πολιτισμός του. Δύο μελανά σημεία: η ποινή του θανάτου και η καθαρεύουσα»



Διαβάστε τη συνέχεια [εδώ]

Ζήσιμος Λορεντζάτος· 105 χρόνια από τη γέννησή του (25 Ιουνίου 1915 - 03 Φεβρουαρίου 2004)


«Όπως σε όλα τα θέματα, είναι αμέτρητοι εκείνοι που προηγηθήκανε και στους οποίους χρωστάμε το κάθε βήμα μας· αδύνατο να τους ευχαριστήση κανένας ανάλογα ή να τους μνημονέψη χωριστά. Τα στερεά σημεία στα γραφτά μας – όσα υπάρχουνε – είναι όλα δικά τους και σε κάθε αράδα που χαράζουμε διακρίνουνται καθαρά τα χρωστούμενα· η αγαθή μερίδα μένει πάντα εκεινών. Όλα τα υπόλοιπα, τα αδύνατα σημεία ή τα λάθη – όσα υπάρχουνε – είναι αδιαφιλονίκητα δικά μας. 
Όποιος καταλάβη αυτό γίνεται άτρωτος στη δόξα ή στην παραμικρότερη φήμη. Αντιμετωπίζει και τα παινέματα με το Ψαλτήρι στο χέρι: “Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι· Εύγε εύγε”. 
Τότε βγαίνει σωστότερος ο λογαριασμό». 


ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1970). Ο «Διάλογος» του Σολωμού. Ένας απολογισμός. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 9.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Επιστήμη και Θρησκεία

«Στις δύσκολες σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις επιστήμες και τις θρησκείες, τις επιστήμες και τη θρησκευτική πίστη, η δαρβινική θεωρία έχει μια θέση δίπλα στη δίκη του Γαλιλαίου· μια θέση πολύ πιο σημαντική στις σύγχρονες αντιπαραθέσεις και από αυτή τη δίκη. 
Η διαμάχη που έλαβε χώρα στα μέσα του 19ου αιώνα ξεπερνά, κατά πολύ μάλιστα, το ερώτημα των μηχανισμών της εξέλιξης. Ο αγώνας υπέρ του δαρβινισμού ήταν για τον Huxley, τον Haeckel και πολλούς άλλους, ένας αγώνας για την πρόοδο και εναντίον του πολιτικού και θρησκευτικού συντηρητισμού. Σε αυτές τις δύο γενικές εκδοχές προστίθενται δύο ιδιαίτερα στοιχεία που συνδέονται με τη φύση των θεολογικών απόψεων της εποχής: την κατά λέξη ανάγνωση των βιβλικών κειμένων από πολλούς χριστιανούς και τη σημασία στην Αγγλία της φυσικής θεολογίας του William Paley (1743-1805) – η παρατήρηση της φύσης αποκαλύπτει άμεσα το έργο του Δημιουργού: όπως η παρουσία ενός ωρολογίου αποδεικνύει την ύπαρξη ενός ωρολογοποιού, η ύπαρξη των έμβιων όντων είναι η ένδειξη της δράσης ενός δημιουργού. 
Δεδομένου αυτού του γενικού πλαισίου, χρειάζεται να αποφύγουμε τις συγχύσεις: δεν είναι όλοι οι θρησκευόμενοι αντίθετοι στη δαρβινική θεωρία και όλοι αυτοί που την απέρριψαν δεν το έκαναν για λόγους θρησκευτικούς! Πολλοί θρησκευόμενοι βιολόγοι, όπως ο Asa Cray, έχουν αποδεχτεί τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης. Ενώ η πλειονότητα των βιολόγων που έχουν απορρίψει τη θεωρία, το έκαναν είτε για επιστημονικούς λόγους, πιστεύοντας ότι η φυσική επιλογή δεν ήταν ένας αποτελεσματικός μηχανισμός για να εξηγηθεί η εξέλιξη, είτε λόγω της άρνησης της εκδοχής της βαθμιαίας εξέλιξης του δαρβινικού μοντέλου, υποστηρίζοντας αντίθετα την ύπαρξη εξελικτικών αλμάτων. 
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στα επιχειρήματα που αντάλλαξαν εκείνη την εποχή οι δαρβινιστές με τους θρησκευόμενους αντιπάλους τους, και σε αυτά που αναδύονται από τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις. Αυτοί που αντιτίθενται για θρησκευτικούς λόγους στη δαρβινική θεωρία σήμερα θεωρούν συχνά ότι το δαρβινικό μοντέλο δεν εξηγεί τις εξελικτικές τάσεις, είτε ότι δεν έχει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την τελειότητα των οργανισμών. Αυτό το δεύτερο επιχείρημα, το αποκαλούμενο “σχέδιο”, το βρίσκουμε στις απόψεις των σύγχρονων οπαδών του “ευφυούς σχεδίου”. 
Αντίθετα, υπάρχει ένα στοιχείο που έπαιξε μικρό ρόλο στις αντιπαραθέσεις του 19ου αιώνα, και το οποίο στον 20ο αιώνα αποκτά προοδευτικά μία μείζονα θέση: ο ρόλος της τυχαιότητας. Η μη αποδοχή της τυχαιότητας στα εξελικτικά φαινόμενα δεν απορρίπτεται από τους θρησκευόμενους αλλά από άλλους επιστήμονες, όπως ο Oscar Herrwig, ή από τους νεολαμαρκιστές. Είναι αλήθεια, ότι ο Δαρβίνος δεν είχε δώσει σημαντική θέση στο τυχαίο συμβάν ενώ είχε μάλιστα προτείνει σε ορισμένα αποσπάσματα της Καταγωγής των ειδών, την ιδέα ότι η αναφορά του στο τυχαίο αποτελεί αντανάκλαση της άγνοιάς μας».


MICHEL MORANCE. (2017). Ιστορία της Βιολογίας, μτφρ. Λαοκρατία Λάκκα. Αθήνα: Utopia, σσ. 406-407.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Κι όμως κύριε πρώην Καλαβρύτων...

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Από αγάπη προς τον Χριστό, που ΤΟΝ ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΑΝ! Και από χριστιανική αγάπη τόσο προς την Κυρία Υπουργό, όσο και προς τα άλλα δύο Μέλη της Κυβερνήσεως, ήτοι τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη και τον ασεβέστατο Υπουργό κ. Χαρδαλιά» [εδώ]. Αυτό είναι το νόημα του αφορισμού-του, γράφει στο προσωπικό-του ιστολόγιο ο πρώην Καλαβρύτων Αμβρόσιος, γνωστός για τις φωνασκίες και ακρότητές του ιεράρχης της Ελλαδικής Εκκλησίας. 
Όσοι έχουν την υπομονή να ακούσουν το 23΄ λεπτών κήρυγμά του [εδώ], δεν είναι και τόσο δύσκολο να καταλάβουν πως μπροστά-τους βλέπουν έναν θεατρίνο ρασοφόρο. Ως ακατάλληλος ιεροκήρυκας κι ως αυτοεπαινούμενος για την ακεραιότητα της πίστης-του, με τα λεγόμενά του, ο πρώην Καλαβρύτων, για ακόμα μια φορά κινήθηκε σε χαμηλότατο θεολογικό, εκκλησιαστικό, πνευματικό και ηθικό επίπεδο. 
Ο κύριος Αμβρόσιος πιστεύει ό,τι είναι φρόνιμος κι ευλαβής και ό,τι λαλεί το λόγο του Θεού με ορθό τρόπο. Όμως, αυταπατάται: «οι του Θεού άνθρωποι άπαξ εις τούτο είσιν ευτρεπισμένοι, ούχ ίνα λαλήσωσιι και δοξασθώσι υπό των ανθρώπων, αλλ’ ίνα ο λόγος αυτών θεϊκόν έργο επιτελέση, ψυχάς ανθρώπων οικοδομών, και βεβυθισμένον νουν και καταπεποντισμένος εις κακά κούφον και ανωφελή προς ουρανόν απεργαζόμενος», κατά όσιο Μακάριο τον Αιγύπτιο. 
Ο πρώην Καλαβρύτων έχει χειροκροτητές και οπαδούς. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, επιδεικνύοντας την πίστη-τους στην Ορθοδοξία, κρατώντας το ορθοδοξόμετρο. Και δεν διστάζουν να κατακρίνουν κάθε συνάνθρωπό μας που δεν συμμορφώνεται με τα λεγόμενά τους. Αμβρόσιοι, λοιπόν, υπάρχουν παντού και Μεγαλοβδομαδιάτικα σε τηλεοράσεις, σε ιστοσελίδες και στη μπλοκόσφαιρα δεν έχασαν την ευκαιρία να «επαναστατούν» λέγοντας άρατε τις πύλες των Εκκλησιών για να εισέλθουν οι «πιστοί», αφορίζοντας με το δικό-του ο καθένας τρόπο όσους σεβάστηκαν και τήρησαν εκείνο «των θυρών κεκλεισμένων» του Τάκη Παπατσώνη. Κι όμως κύριε Αμβρόσιε και κύριοι Αμβρόσιοι: «Συμβαίνει να σωπαίνει κάποτε η Εκκλησία, / παρ’ όλο που τελείται γιορτή επιβλητική». Όλα τ' άλλα που ακούστηκαν κι ακούγονται ότι, δηλαδή, μαύρισε η καρδιά-μας που οι Εκκλησιές μέχρι σήμερα ήταν κλειστές, είναι για το θεαθήναι. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα είναι το σημαντικό: η σιωπή είναι χρυσάφι κι οδηγεί στη μετάνοια


ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ, «Το καμπαναριό της Μονής του Οσίου Λουκά»· υδατογραφία σε χαρτί 32Χ23cm.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Λιτή ποιητική εκφραστική

«Υπάρχει ένας καθρέφτης μέσα μας· είναι ο ήλιος». 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ. (1997). «Υπάρχει ένας καθρέφτης μέσα μας», στο: Στη δόξα των πουλιών. Εκλογή από το έργο του Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 86.

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Η Φιλοσοφία είναι η ερώτηση μέσα στην ερώτηση

«Δάσκαλος: Μέσα στη νεανική υπερβολή σου – που δεν ξέρω αν είναι τελικά υπερβολή – έχεις μια ειδική ικανότητα να δίνεις “σχήμα” σε κάποιες ασχημάτιστες ακόμα ιδέες και σκέψεις οι οποίες ξεπηδάνε αυθόρμητα στην κουβέντα μας. Ενώ συνοψίζεις επίσης πολύ καλά τα όσα έχουμε πει, όπως έκανες λίγο πριν – και το σημείωσα – με τον μαθηματικό χαρακτήρα των φυσικών νόμων, τον άλλο ακρογωνιαίο λίθο της Νέας Φυσικής που μας παρέδωσε ο Γαλιλαίος. Διερωτώμαι όμως: γιατί μας παίρνει τόση ώρα για να καταλήξουμε σε κάτι που μπορείς να το διατυπώσεις πολύ πιο σύντομα και απλά; Δεν είναι περίεργο αυτό; 
Μαθητής: Δάσκαλε, νομίζω ότι με ελέγχετε τώρα. Θέλετε μάλλον να σας μιλήσω για την αγαπημένη σας “μαιευτική μέθοδο” – άλλο ένα πολύτιμο στοιχείο της ελληνικής κληρονομιάς μας – που κι εγώ τελικά την έχω αγαπήσει. Παίρνει λίγο περισσότερο χρόνο, αλλά μόνο έτσι μπορείς πραγματικά να καταλάβεις κάτι. Γιατί το βασικό – το λέω τώρα σαν να είμαι εσείς – το βασικό λοιπόν δεν είναι να καταλάβεις την απάντηση, αλλά να καταλάβεις την ερώτηση. Πιο σπουδαίες είναι οι ερωτήσεις, όχι οι απαντήσεις. Σωστά το είπα; 
Δάσκαλος: Σωστότατα. Πάρε τώρα και το “σκονάκι“ σου όπως πάντα. 
Μαθητής: Ευχαριστώ, δάσκαλε. Πόσο χρόνο μου δίνετε; 
Δάσκαλος: Μια εβδομάδα είναι αρκετή; 
Μαθητής: Να τις κάνουμε δύο; 
Δάσκαλος: Εντάξει. Πάλι εδώ λοιπόν σε δύο εβδομάδες. 
Μαθητής (φεύγει μονολογώντας): Είδες; Βρήκα πάλι τον μπελά μου. Έτσι κάνει πάντα. Στο τέλος κάθε συζήτησης μου δίνει μια λίστα με ερωτήσεις που εγώ πια θα πρέπει να απαντήσω την επόμενη φορά. Διότι, λέει, μια συζήτηση δεν αξίζει τον κόπο αν δεν δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απάντησε. Αλλιώς γιατί την κάναμε; Έτσι, λέει, προοδεύει ο κόσμος. Μέχρι που φτάνω να αναρωτιέμαι μερικές φορές: και τι κερδίσαμε λοιπόν προοδεύοντας ακαταπαύστως επί τόσους αιώνες; Θα ήταν ευχαριστημένος ο Γαλιλαίος αν έβλεπε τα αποτελέσματα της μικρής – έτσι νόμιζε – βομβίτσας που έβαλε στα θεμέλια του παλαιού κόσμου; Αλλά τι κατάφερα τώρα; Να προσθέσω μια ακόμα ερώτηση στη λίστα του δασκάλου μου. Τελικά, το θέμα είναι να μην “προσβληθείς” από αυτή τη νόσο. Δεν υπάρχει θεραπεία. 
Ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο σκονάκι φεύγοντας και συνεχίζει μονολογώντας: “Τι ωραία ερωτήματα, δεν υπάρχει θεραπεία, τι ωραία ερωτήματα…”».


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ. (2014). Το φάντασμα της όπερας. Η επιστήμη στον πολιτισμό μας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 66-67.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Σάμιουελ Μπέκετ, ο δαιδαλώδης

«Ο αέρας είναι τόσο μολυσμένος, που φαίνεται ότι μόνο αυτός μπορεί να επιζήσει εδώ, αυτός που ποτέ δεν ανάσαινε τον άλλον, τον αληθινά ζωογόνο, ή ότι τον ανάπνευσε πριν από τόσο πολύ καιρό, που ισοδυναμεί με το ποτέ. Και ένας τέτοιος αληθινός αέρας, αν έφτανε βαρύς σ’ αυτό το μέρος θα αποδεικνυόταν μάλλον θανάσιμος, έπειτα από λίγες ανάσες. Όμως η αλλαγή από τον ένα στον άλλον θα είναι, αναμφίβολα, ήπια, όταν θα έρθει η ώρα, και σταδιακή, αφού ο άνθρωπος τραβάει κοντύτερα και ολοένα κοντύτερα προς την ανοιχτή έκταση. Και ίσως ακόμη και τώρα ο αέρας να είναι λιγότερο μολυσμένος, από τότε που ξεκίνησε, τότε που έξαφνα κατάλαβε πως είχε ξεκινήσει. Όπως και να ‘ναι λίγο λίγο η ιστορία του αρχίζει να παίρνει σχήμα, με, αν όχι τις καλές και τις κακές ημέρες του, τουλάχιστον κάποιες διαστίξεις από περιστάσεις, που πέρασαν, σωστά ή λαθεμένα, σαν εξέχουσες, όπως η πιο ίση στενωπός, η πλέον ηχηρή πτώση, η πιο μακρόχρονη κατάρρευση, το πλέον απότομο κατέβασμα, οι περισσότερες αλληλοδιάδοχες στροφές σε ένα τμήμα του δρόμου, η μεγαλύτερη κούραση, το μεγαλύτερο διάλειμμα, η μεγαλύτερη – εκτός από τους ήχους του σώματος που κινείται – σιωπή»


ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ. (1992). Συριγμοί, μτφρ. Θανάσης Γεωργιάδης. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σσ. 16-17.

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Για τη μάνα, από την ποιήτρια ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΝΕΚΥΙΑ

Αυτή η νέκυια ποτέ δεν γίνεται σωστά εδώ κάτω
γιατί δεν έχουμε καιρό.
Μένουν μονάχες κάτι νυχτερίδες ντροπαλές,
πιασμένες στα τοιχώματα της σήραγγας,
ψυχές της μάνας μας,
και περιμένουν όπως τότε στα μπαλκόνια˙
εκπέμπουνε σε μυστικές ραδιοσυχνότητες
εκείνη την ψιλή φωνή που επαναλαμβάνει:
Να πάρεις τη ζακέτα σου
γιατί έχει κρυώσει πια ο καιρός,
το ᾿πε και το δελτίο.
Κανείς δεν τις ακούει,
όλοι τρέχουμε.
Μόνο καμιά φορά κοντοστεκόμαστε αναίτια˙
είναι γιατί φυσάει η αύρα των ψυχών
και ακουμπά στον ώμο μας
σαν χάδι ανεπαίσθητο
ένα πλεκτό σαλάκι για το κρύο.

[Από τη συλλογή: Το μετρό, Κέδρος. ΠΗΓΗ: Περί ου].



ΕΚΤΩΡ ΔΟΥΚΑΣ, Τριαντάφυλλα· λάδι σε μουσαμά, 60Χ50 εκ.

Η Λογοτεχνία στο τετράγωνο

«Τελικά τι είναι ο Μπόρχες, άθεος ή αγνωστικιστής; Οπωσδήποτε δεν είναι χριστιανός, ούτε φαίνεται να ερωτοτροπεί σοβαρά με τον βουδισμό ή τον ινδουισμό, τον μωαμεθανισμό ή την Καββάλα. Στα σονέτα του “Σπινόζα” και “Εμάνουελ Σβέντενμποργκ”, όσο και αν εξαίρει τους περί κόσμου και Θεού οραματισμούς τους, φαίνεται να τους θεωρεί περισσότερο ως λογοτεχνικό υλικό εκφράζοντας τον θαυμασμό του για την πίστη τους στις μεταφυσικές τους φαντασιώσεις. Ως τέτοιο υλικό φαίνεται να βλέπει την ιδέα του Θεού στα “Ιωάννης Α΄, 14” και “Ματθαίος ΚΕ΄, 30”. Στα διηγήματα “Οι θεολόγοι” και “Η γραφή του Θεού” το θείο αναζητείται σε έναν λαβύρινθο με συνεχώς μετακινούμενο κέντρο. Αλλά ταυτόχρονα ο Μπόρχες φαίνεται να κρατά αποστάσεις από την κλασική έννοια του αγνωστικισμού και του αθεϊσμού».

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ. (2020). Η Λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αθήνα: Πόλις, σσ. 69-70.


Υπάρχουν δύο κατηγορίες αναγνωστών των μεγάλων συγγραφέων: εκείνοι που διαβάζουν τους μεγάλους συγγραφείς και εκείνοι που διαβάζουν τον Μπόρχες. Η διάκριση αυτή δεν είναι, βέβαια, αξιολογική. Δεν πιστεύω ότι οι αναγνώστες του Μπόρχες αποτελούν μια κατηγορία εκλεκτότερη απ’ ό,τι, λ.χ., οι αναγνώστες του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα ή του Παπαδιαμάντη. Εννοώ απλώς ότι είναι μια κατηγορία διαφορετική. Και τούτο γιατί ο Μπόρχες είναι συγγραφέας που διαφέρει κατά πολύ από τους συγγραφείς που ανέφερα, πολύ περισσότερο απ’ όσο οι συγγραφείς αυτοί διαφέρουν ο ένας από τον άλλο.
Είναι αυτή η διαφορά που κάνει τους θιασώτες του έργου του Μπόρχες να νιώθουν όπως αισθάνονται τα μέλη μιας αίρεσης. Γιατί αυτό που τους ενώνει είναι μια ιδιότυπη αναγνωστική αίσθηση, η οποία παράγεται έξω από τον ορθόδοξο μηχανισμό παραγωγής της λογοτεχνικής εμπειρίας· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Ώστε έτσι λοιπόν… κάθονται οι δάσκαλοι και οι καθηγητές!

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Κάποιες αξίες ζωής είναι διαρκείς κι αξίζει να σταματούμε σ’ αυτές για να ανασαίνουμε! Τέτοια είναι η αξία του δασκάλου – παιδαγωγού και της σχέσης-του με τους μαθητές-του. Δυστυχώς, όμως, ετούτες τις ημέρες της πανδημίας, που τα σχολειά και τα πανεπιστήμια ήταν κλειστά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να λοιδορήσουν και να καταστρέψουν αυτή τη σχέση. Πρώτοι και καλύτεροι οι δημοσιογράφοι των ιδιωτικών ΜΜΕ, που με κουτοπόνηρο τρόπο κατάφεραν να περάσουν στην κοινή γνώμη ότι οι «εκπαιδευτικοί κάθονται και πληρώνονται». Ίχνος ντροπής για τους δασκάλους των παιδιών-τους, οι οποίοι έχουν μετατρέψει τα σπίτια-τους σε σχολικές τάξεις, προετοιμάζοντας και κάνοντας τα μαθήματά τους μέσω τηλεδιασκέψεων και Νέων Τεχνολογιών (σύγχρονης και ασύγχρονης εκπαίδευσης). 
Ας σκεφτούν καλά όλοι ετούτοι οι προπαγανδιστές απαξίωσης της αξίας του παιδαγωγού – δασκάλου ότι, η δουλειά που κάνει αυτούς τους δύο μήνες του εγκλεισμού-του στο σπίτι είναι περισσότερη απ’ εκείνη του εξάωρου και επτάωρου στο σχολείο. Είναι δεκάωρα και κάτι ακόμη παραπάνω, αν σ’ αυτά ενταχθούν και τα επιμορφωτικά σεμινάρια, τόσο στις Νέες Τεχνολογίες (με το στραβά και ανάποδα ως προς την οργάνωσή τους), όσο και οι διαδικτυακές συναντήσεις με τους ανά ειδικότητα Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου. Προς τι, λοιπόν, ο ψόγος των εκπαιδευτικών από τους δημοσιογράφους των ιδιωτικών ΜΜΕ; 
Μα καλά, τόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε το εξής απλό και σταράτο: «Μήπως, λοιπόν, είναι τελικά ένα (και όχι δύο) μαθητής και δάσκαλος, χθεσινός μαθητής, σημερινός δάσκαλος, αυριανός δάσκαλος, σημερινός μαθητής – μια συνέχεια; Νόμος της τέχνης», κατά Ζήσιμο Λορεντζάτο. 
Και σαν να μην φτάνει η παραπάνω απαξίωση του διδακτικού και παιδαγωγικού έργου των δασκάλων – καθηγητών, το καθ’ όλα σεβαστό Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, τώρα που σταδιακά επανερχόμαστε στην «κανονικότητα» - τι λέξη κι αυτή - πέφτει στην παγίδα ότι τα πάντα σε ετούτον τον βίο μπορούμε να τα ελέγχουμε. Προτείνουν ζωντανά βιντεοσκοπημένα μαθήματα. Ο Αρμαγεδδών της τεχνολογίας, δια μέσου του Κράτους, στο προσκήνιο: να ελέγξει αν ο κάθε εκπαιδευτικός βρίσκεται στη σχολική τάξη και κάνει σωστά τη δουλειά του. Εδώ φτάσαμε για να λέμε πως είμαστε καινοτόμοι στη διδασκαλία μας: «μηδείς ακαινοτόμητος εισίτω»… 
Για τη βιντεοσκόπηση των μαθημάτων απαντώ, αντιγράφοντας αυτούσια όσα γράφει ο Ακροβολιστής στην Ευθύνη, φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού, ελευθερίας και γλώσσας, πρωτοποριακό εδώ και τριάντα χρόνια, που σε τεύχος του στα 1986, γράφει τα εξής σημαντικά, κι ας τα λάβουν υπ’ όψιν οι αετονύχηδες ελέγχου του ιδιωτικού βίου μας: «Τώρα που αποκαλύφθηκε ο κατάφωρος κρατικός βιασμός θείων και ανθρωπίνων νόμων και διεθνών Διακηρύξεων για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου, τώρα ίσως το Κράτος, ανακόψει την ανίερη μανία-του να εισχωρεί εκεί που του είναι απαγορευμένο ακόμη και να βλέπει όσα μόνο ο Θεός δικαιούται να δει. Ανάμεσα, λοιπόν, σε τόσα βλακώδη συνθήματα που επιπολάζουν στην καθημερινή-μας ζωή, καιρός είναι να υψωθεί κι ένα υγιές σύνθημα: Αντισταθείτε στο Κράτος την ανάμειξη στην ιδιωτική-σας ζωή! Αντισταθείτε όταν οι Κρατικές υπηρεσίες παραβιάζουν, με βρώμικη, αναιδή περιέργεια τον ιερό χώρο της λειτουργίας του προσώπου-σας! Αντισταθείτε! Αντισταθείτε! Όλοι μαζί αντισταθείτε!» 
Και μην μου πουν οι αετονύχηδες της τεχνολογίας που την έχουν κάνει ένα από τα φετίχ τους, ότι η συνάντηση δασκάλου και μαθητή στη σχολική τάξη δεν είναι ιδιωτικός βίος. Είναι και παραείναι· από τη στιγμή που κλείνει η πόρτα της σχολικής τάξης, υπάρχω μόνο εγώ με τους μαθητές-μου, κάνοντας με αξιοπρέπεια και αυταπάρνηση το διδακτικό-μου έργο, σεβόμενος τον κάθε μαθητή-μου, ως προσωπικότητα, που έχει άποψη, στόχους, όνειρα, που ξέρει να διαλέγεται με τους συμμαθητές-του, με το δάσκαλό του. 
H σχέση δασκάλου – μαθητή είναι σχέση αμφίδρομη. Παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος ενσαρκώνουν εκείνη την παιδαγωγική σχέση, εκείνη την παιδαγωγική αγάπη, εκείνο το παιδαγωγικό ήθος, που ο Αλέξανδρος Δελμούζος ονόμαζε χρέος αλύγιστο και πλατιά διάχυτη αγάπη. «το είναι-του (εννοεί του δασκάλου) είναι αλύγιστο στο χρέος-του, μα και ανάλαφρο σαν την παιδιάστικη ζωή. Απάνω όμως απ’ όλα το βύθισμα στους άλλους, η εκμηδένιση, η διάχυση του εγώ-του, μια πλατιά διάχυτη αγάπη. Όχι κάτι που πιέζει, που πνίγει την ατομικότητα και τη χαρά της ζωής, παρά κάτι που υψώνει»


«Ο Pestalozzi στη Stans», ελαιογραφία του K. Grob (1879), [στο: ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ – Συμμετοχή Γιάννης Χατζηγεωργίου. (2009). Εισαγωγή στις επιστήμες της Παιδαγωγικής. Εναλλακτικές προσεγγίσεις – διδακτικές πρακτικές. Αθήνα: Gutenberg, σ. 7].

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ

Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ 

Παπούτσι δεύτερο δεν είχε η Αντωνία. Κι αυτό το ζευγάρι που φορούσε, αποφόρι κάποιας δωρήτριας, σκισμένο από τις πάντες, θύμιζε μαούνες ξεχειλωμένες και παρατημένες έξω απ’ τον μόλο του λιμανιού, άχρηστες πια για οτιδήποτε. 
Αυτά φορούσε και παραπατώντας και κουτσαίνοντας, έπαιρνε τον ανήφορο τα σαββατιάτικα πρωινά, για το νεκροταφείο, να μαζέψει κανέναν άρτο, τίποτα κόλλυβα ή άλλα φαγώσιμα, νάχει να πορεύεται, και την άλλη μέρα ανέβαινε με πολύ κόπο τα σκαλοπάτια της Αγίας Παρασκευής, απλώνοντας το χέρι να την ελεήσουν οι εκκλησιαζόμενοι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά έβγαζε την εβδομάδα της. 
Γιατί την άλλη, την καθημερινή ζητιανιά, από πόρτα σε πόρτα της μικρής κωμόπολης, την είχε παρατήσει εδώ και τρία χρόνια περίπου, όταν αρρώστησε βαριά και την είχαν ένα μήνα στο νοσοκομείο. Αλλά κι η αρρώστια να μην ήταν, τα πόδια της δεν την κράταγαν πια κι ούτε μπορούσε να κάνει τις παλιές διαδρομές που συνήθιζε. Κι αυτήν ακόμα τη συνήθεια να κατεβαίνει μια φορά την εβδομάδα στην προκυμαία την ώρα του ξεπουλήματος των ψαριών, για να της δώσουν οι ψαράδες ό,τι περίσσευε, κυρίως γατόψαρα να μαρτυράει κι αυτή ιώδιο και αρμύρα στο στόμα της, την παράτησε. 
Έτσι, κάθονταν όλη μέρα στο χαμόσπιτό της, δίπλα στην αναμμένη φουφού της, όχι τόσο για μαγείρεμα, όσο για τη ζεστασιά ή, στο κατώφλι της όταν έβγαινε ο ήλιος και σταματούσε η βροχή, να βλέπει μπροστά της τη θάλασσα να ξεδίνει το μάτι της. 
Άλλο τίποτα δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να κάνει η Αντωνία, ένα ξερό κορμί, μόνη της μια ζωή ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Μια γάτα της έμεινε να γλύφει τα πόδια και να χαϊδεύεται στην μακριά, φαρδιά, μαύρη φούστα της. Κι από τον κόσμο, τίποτα δεν ήξερε η καψερή. Μια φορά πριν χρόνια πολλά, αμέτρητα πίσω, της έδωσε έναν άντρα η μάνα της, γιατί έτσι έπρεπε να μη μείνει απάντρευτη κι ούτε που θυμόταν πόσο ζήσανε μαζί κι αν πέθανε ή την παράτησε κι έφυγε. Δεν είχε δα και τα κάλλη της η Αντωνία να τον κρατήσει. 
Οι γειτόνισσες καλές, μια καλημέρα είχανε, την ψωμίζανε και πότε - πότε αλλά πολλά πάρε δώσε δεν είχανε. Εξ άλλου η Αντωνία μια ζητιάνα ήτανε. 
Άλλη σχέση με τον κόσμο δεν είχε, εκτός από ένα μικρό, τόσο δα όσο ένα πακέτο τσιγάρα, ραδιοφωνάκι, που της χάρισαν κάποια στιγμή, που το έβαζε να γρατσουνάει κάθε πρωί κι άμα τελείωναν οι μπαταρίες, ο γείτονάς της ο κυρ Στέλιος, τις αντικαθιστούσε. Τι ήταν γι’ αυτόν άλλωστε. Ένα ευρώ την εξάδα τις αγόραζε από τον Πακιστανό μικροπωλητή της αγοράς. Κινέζικες λέει… μήπως ήξερε η Αντωνία μάρκες και προελεύσεις. 
Κι όπως άκουε αφηρημένη το τρανζιστοράκι της η Αντωνία, κάτι πήρε το αυτί της για επιδημία, για μια περίεργη αρρώστια που έπιανε τον κόσμο, και τρέχανε τους αρρώστους στα νοσοκομεία και πολλοί απ’ αυτούς πέθαιναν κι όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα μέρη. Δε χρειαζόταν και πολύ να φοβηθεί η Αντωνία, που είχε περάσει και μεγάλη αρρώστα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο. Είδε κι έπαθε να γίνει καλά. Λέγανε και για απαγόρευση της κυκλοφορίας, σίγουρα γι’ αυτούς που πηγαίνανε μακριά με τ’ αυτοκίνητά τους ή με πλοία και αεροπλάνα. 
Σάββατο την άλλη μέρα και κούτσα, κούτσα η Αντωνία ανέβηκε το δρόμο προς το νεκροταφείο, είδε την καγκελόπορτα κλειστή, «θα ήρθα φαίνεται νωρίς» σκέφτηκε, αλλά μέχρι τις 10 ούτε παπάς φάνηκε, ούτε άλλος άνθρωπος. Κι έτσι πήρε το δρόμο του γυρισμού, χωρίς να έχει μαζέψει τίποτα. Πορεύτηκε με ό,τι είχε και την Κυριακή το πρωί, παρ’ όλο που δεν άκουσε καμπάνα, μέτρησε τα σκαλιά της Αγίας Παρασκευής. Απόλυτη ησυχία κι εκεί, ούτε παπάς, ούτε καντηλανάφτης, ούτε προσκυνητής. 
Κι εκεί που καθόταν στη γωνιά της, νάσου ο χωροφύλακας, έτσι τον έλεγε αυτή κι ας είχε χρόνια που άλλαξαν τα πράγματα και είχε γίνει αστυφύλακας. Γνωστός της από παλιά τη στραβοκοίταξε και 
- Τι γυρεύεις εδώ Αντωνία, της είπε εντελώς αυστηρά και καθόλου φιλικά. 
- Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να κυκλοφορείς ασκόπως; Που είναι το χαρτί κι η ταυτότητα; 
- Καλέ τι χαρτί μου λες κι εγώ αυτότητα δεν είχα ποτέ. Πού να τη βρω; 
- Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Σε βρήκα έξω απ’ το σπίτι σου, χωρίς χαρτί και ταυτότητα κι έχω υποχρέωση να σου κόψω πρόστιμο. 
Και μη χάνοντας καιρό ο αστυφύλακας, έβγαλε χαρτιά και μολύβι και έκοψε το πρόστιμο. Εκατόν πενήντα ευρώ για άσκοπη κυκλοφορία. 
- Κι αυτά να πας να τα πληρώσεις στον Δήμο. 
Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν καταλάβαινε η Αντωνία, πολύ περισσότερο που ούτε ήξερε πως και που πληρώνονταν τα πρόστιμα, άσε που δεν είχε και μία να εξοφλήσει της υποχρέωσή της. Ηλεκτρισμό δεν είχε στη χαμοκέλα της, κι ούτε νερό. Με το σταμνί το κουβαλούσε, από την κοντινή δημόσια βρύση. 
Λίγο συγχυσμένη είν’ αλήθεια γύρισε στο φτωχικό της, συναντώντας πριν περάσει το κατώφλι της τον κυρ Στέλιο που της εξήγησε. Πως απαγορεύονταν η κυκλοφορία κι άμα είχες ανάγκη να πας κάπου, έπρεπε να έχεις ένα χαρτί και την ταυτότητά σου, γιατί αλλιώς σου κόβανε πρόστιμο, μπορούσες να πας και φυλακή. 
Πώς να τα καταλάβει αυτά η Αντωνία, που ολόκληρη ζωή την πέρασε έγκλειστη στο μικρό σπιτάκι και την απέραντη φτώχεια της. Ούτε δουλειές είχε, ούτε κοινωνικές σχέσεις να χρειάζεται να δρασκελά το κατώφλι της. 
Υποτάχθηκε, λοιπόν, στον υποχρεωτικό εγκλεισμό κι η Αντωνία, απ’ τον οποίο άλλωστε δεν είχε ποτέ ξεφύγει κι αυτό έγινε αφορμή να την ανακαλύψει και η «βοήθεια στο σπίτι», που την ενέγραψε στα κατάστιχά της και της πρόσφερε ό,τι ποτέ δεν απόλαυσε, ούτε και ζήτησε από κανέναν. Όσο για το πρόστιμο, μάλλον θα διαγραφεί ως ανείσπρακτο, όταν θα διαγραφεί κι η Αντωνία, από τα ληξιαρχικά βιβλία του δήμου. 

Πρώτη του Μάη... με «ασύμμετρες χάρες του έρωτα»

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗΣ

ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ

Ασύμμετρα τα κύματα 
του έρωτα. 
Πότε ρεσάλτα άγρια, 
πότε αύρες καλοκαιριού. 

Ασύμμετρες οι χάρες 
του έρωτα. 
Πότε ψωμί εφτάζυμο, 
πότε αγχόνη θανάτου. 

Ασύμμετρα τα κελεύσματα 
του έρωτα. 
Πότε ονείρων πνοές, 
πότε κραυγές απόγνωσης. 

Ασύμμετρο το διάβα 
του έρωτα. 
Πότε λιβάδι χαράς, 
πότε έρημος φονική. 

Ασύμμετρες οι αλήθειες 
του έρωτα. 
Πότε ακονισμένο λεπίδι, 
πότε φλόγα αφανισμού. 

Ασύμμετροι οι πόνοι 
του έρωτα. 
Πότε ψίχα πικραμύγδαλου, 
πότε ξινισμένο νάμα. 

Ασύμμετρες οι πορείες 
του έρωτα. 
Πότε ανεξιχνίαστο μπάρκο, 
πότε λιμάνι καταλλαγής. 

Ασύμμετρη η θρησκεία 
του έρωτα. 
Πότε θολά ασαφής, 
πότε λαμπερά διαυγής. 

Οι ασυμμετρίες 
του έρωτα, 
δοιάκι στην πιρόγα 
της ζήσης μας. 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΛΑΜΟΣ, «Λουλούδια», 1994.

Μάης ο Λούλουδος