Του ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΡΑΤΟΥ
«Σ΄ έφαγα!», λένε στις (νεανικές κυρίως) παρέες όταν θέλουν να πουν «σε (κατα)νίκησα», «σε κατατρόπωσα», «σε συνέτριψα». Η «κατάποση», το «φάγωμα», ισοδυναμεί με πλήρη επικράτηση, με ισοπέδωση του άλλου!
Την ίδια ιδέα, που είναι πολύ παλιά, θα τη βρούμε και σ' ένα τροπάριο του Εσπερινού της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού: «δι᾿ οὗ (διά του οποίου [Σταυρού]) κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις» ( = «διά του οποίου [Σταυρού] κατατροπώθηκε με κατάποση η δύναμη του θανάτου»). (Το «κατεπόθη» είναι παθητική φωνή τού ρήματος «καταπίνω»). Η φράση αυτή είναι εμπνευσμένη από την Πρώτη Προς Κορινθίους Επιστολή τού απ. Παύλου: «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» ( = «κατανικήθηκε ο θάνατος με κατάποση») (Α΄ Κορ. 15:54). Θυμίζει επίσης μια φράση της Δευτέρας Προς Κορινθίους Επιστολής του ίδιου αποστόλου: «ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς» ( = "για να καταπιεί [και να συντρίψει έτσι] η ζωή τη θνητότητα") (Β΄ Κορ. 5:4).
Ανάλογη εικόνα (αυτή τη φορά αναφορικά με την αδηφάγο κοιλιά του Άδη) έχουμε στο αναστάσιμο απολυτίκιο τού τρίτου (γ΄) ήχου: «[ὁ Κύριος] ἐκ κοιλίας Ἅδου ἐρρύσατο ἠμᾶς» ( = [ο Κύριος] μάς έσωσε από την κοιλιά τού Άδη").
Υπόψιν, ότι το «καταπίνω» θα το βρούμε να χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, π.χ.: «ἵνα τί [...] παρασιωπήσῃ ἐν τῷ καταπίνειν ἀσεβῆ τὸν δίκαιον;» ( = «για ποιο λόγο σιωπάς όταν καταπίνει ο ασεβής τον δίκαιο;») (Αββακούμ 1:13).
ΠΗΓΗ: ΓΕΡΟΜΟΡΙΑΣ