Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στράτης Μυριβήλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στράτης Μυριβήλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

Η «αληθινή» Παναγιά η Γοργόνα

Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ


Η φωτογραφία του Gaston Chérau που ακολουθούσε τα Γαλλικά και αποικιακά στρατεύματα κατά την παρουσία-τους στη Μυτιλήνη στις μέρες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δείχνει την είσοδο ενός υπόγειου παρεκκλησιού.

Ένα άρθρο του Μυτιληνιού εκπαιδευτικού και συγγραφέα Άρη Καλάργαλη, που αναπαράγει παλιότερη δημοσίευση του μακαρίτη διανοουμένου Θανάση Παρασκευαίδη, σε συνδυασμό με μια φωτογραφία του Gaston Chérau (1872-1937), ο οποίος είναι γνωστός σαν «χειριστής Κ» του Γαλλικού Στρατού στην Ανατολή, αποκαλύπτει πώς εμπνεύστηκε ο Στράτης Μυριβήλης την Παναγιά τη Γοργόνα, «πρωταγωνίστρια» του γνωστού-του βιβλίου. Και όχι μόνο αυτό αλλά και πού πραγματικά βρισκόταν αυτός ο προσκυνηματικός χώρος όπου ένας «λωλός» Μυτιληνιός είχε ζωγραφίσει μια Παναγιά, μισή γυναίκα και μισό ψάρι. Που έμελε όχι μόνο να γίνει «διάσημη» αλλά και στοιχείο της λαϊκής-μας παράδοσης σε μόλις 70 χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου. Όχι, όμως, τοποθετούμενη στο Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης όπου πραγματικά υπήρξε, αλλά στη Σκάλα Συκαμνιάς!
Τι λέει, λοιπόν, ο Άρης Καλάργαλης στο άρθρο-του που δημοσιεύτηκε το Δεκαπενταύγουστο του 2017 στην «Εφημερίδα των Συντακτών»;
Σε μια συζήτηση που είχε ο Μυριβήλης με τον Μυτιληνιό συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη, σε καφενεδάκι στα Τσαμάκια του Κάστρου, το 1962, του αποκάλυψε την ιστορία της Παναγιάς Γοργόνας και πώς την εμπνεύστηκε.
«Ξέρεις», του είπε, «εγώ την Παναγιά Γοργόνα με τα ακρογιάλια-της την έχω εμπνευστεί σ’ αυτά τα μέρη. Η Παναγιά Γοργόνα ζωγραφίστηκε στο εκκλησάκι κάτω από το Κάστρο της Μυτιλήνης στο βόρειο τοίχο, που τώρα είναι κατάλευκος από τον ασβέστη».
Στην ίδια θέση ένας λωλός, το «Βουβό της Χιόνης», ζωγράφισε στις αρχές του 20ού αιώνα ολόσωμο σε φυσικό μέγεθος τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μιας και σχεδόν όλοι οι Μυτιληνιοί ήταν Βενιζελικοί. Μετά τις εκλογές του 1920, στην ίδια θέση, ζωγράφισε ολόσωμο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο.
Και συνεχίζει την αφήγησή του ο Μυριβήλης: «Για να μην σβήνει μια τον Βενιζέλο και μια τον Κωνσταντίνο, σκαρφίστηκε να ζωγραφίσει τη γοργόνα που παρίστανε την Παναγιά. Εδώ, σε τούτο το μέρος, εμπνεύστηκα το μύθο της Παναγιάς Γοργόνας».
Που είναι λοιπόν αυτό το εκκλησάκι κάτω από το βόρειο τείχος του Κάστρου της Μυτιλήνης, όπου υπήρχε η Παναγιά η Γοργόνα του «λωλού», με το χαρακτηριστικό όνομα το «Βουβό της Χιόνης»;
Στην περιοχή κάτω από το βόρειο τείχος του Κάστρου υπάρχουν και σήμερα, δυο παρεκκλήσια. Αυτό του Αϊ Γιάννη, το οποίο όμως είναι πολύ νεότερο της εποχής όπου έδρασε το «Βουβό της Χιόνης». Και το άλλο της Παναγιάς, χώρος προσευχής στην υπόγεια δεξαμενή νερού, στο Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης. Μέχρι τώρα όλοι, (και ο υπογράφων με παλιότερη αρθρογραφία του), πίστευε ότι το παρεκκλήσι αυτό λειτούργησε ως τέτοιο σίγουρα μετά το 1925 – 1930, όταν τα σπίτια των ανταλλαγέντων με τη συμφωνία της Λωζάννης Τούρκων, μετατράπηκαν σε οίκους ανοχής.
Άρα που ήταν το εκκλησάκι όπου είχε ζωγραφιστεί η Παναγιά η Γοργόνα;
Οι φωτογραφίες του Gaston Chérau που ακολουθούσε τα Γαλλικά και αποικιακά στρατεύματα κατά την παρουσία τους στη Μυτιλήνη στις μέρες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δείχνουν πρόσφυγες του Α΄ Διωγμού (1914 – 1917, όταν και έφτασαν οι τελευταίοι πρόσφυγες από το περίκλειστο ως τότε Αϊβαλί) να έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια των Τούρκων στο Κάτω Κάστρο και γύρω από αυτό. Μια από αυτές δείχνει την είσοδο ενός υπόγειου παρεκκλησιού που αποδεικνύεται ότι είναι τέτοιο από ένα σταυρό στο υπέρθυρο. Ο βράχος πάνω στον οποίο έχει σμιλευτεί η είσοδος είναι ασπρισμένος καταπώς τον περιγράφει ο Μυριβήλης, ενώ στο πάνω μέρος του βράχου στέκει ένα κτίσμα. Πίσω από αυτό διακρίνεται το τείχος του Κάστρου.
Μπροστά στην πόρτα δυο γυναίκες χριστιανές με δυο παιδιά και ένας Γάλλος στρατιωτικός.
Πότε είναι τραβηγμένη η φωτογραφία; Μεταξύ των ετών 1915 και 1918, όταν και στη Μυτιλήνη στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκαν και Γαλλικά Στρατεύματα. Το γεγονός αποδεικνύει ότι, ο «εκχριστιανισμός» αυτού του χώρου δεν έγινε από τις γυναίκες των οίκων ανοχής μετά το 1925 – 1930 για να καλύψουν τις λατρευτικές-τους ανάγκες αλλά από τους πρόσφυγες του Α΄ Διωγμού, που κατοίκησαν σε αυτόν τον τούρκικο μαχαλά στο Κάτω Κάστρο της πόλης και που είχαν ανάγκη ενός τέτοιου χώρου. Πιθανά μη όντες αποδεκτοί στους ναούς της πόλης από ομοεθνείς και ομόδοξους – ομόθρησκους-τους.
Ο μεγάλος άσπρος βράχος της φωτογραφίας παραπέμπει στο χώρο που ζωγράφιζε το «Βουβό της Χιόνης», μια το Βενιζέλο και μια το Βασιλιά για να καταλήξει στην Παναγιά τη Γοργόνα που είχε δει ο Μυριβήλης.


Το παρεκκλήσι σήμερα με τις νεώτερες κατασκευές.

Η σύγκριση της φωτογραφίας με το σημερινό χώρο μπροστά στην είσοδο του παρεκκλησιού της Παναγιάς στο Κάτω Κάστρο αποδεικνύει ότι, το σημερινό παρεκκλήσι είναι αυτό της φωτογραφίας του Gaston Chérau. Μια υπερύψωση του εδάφους και ένα κτίσμα μπροστά ώστε να διευκολύνεται η είσοδος είναι η πρώτη διαφορά. Η δεύτερη είναι ότι ο ασβέστης πλέον δεν υπάρχει. Προσεκτική παρατήρηση δείχνει ότι ο βράχος είναι ο ίδιος. Υπάρχει και ένα τμήμα του ντουβαριού που πατούσε πάνω στο βράχο. Και φυσικά τα τείχη του κάστρου.
«Ίσα με το μεγάλο χαλασμό της Ανατολής, ο μπάρμπα Λιάς ο dεdέs, ήταν ο μόνος ξενοτοπίτης ανάμεσα στους λίγους Σκαλιώτες. Τούτοι που γιομίζουν σήμερα το γιαλό με τις φαμίλιες-τους και με τις βάρκες-τους κι ανέστησαν ολάκερο χωριό με σημαντικό ψυχομέτρι, τη Σκάλα της Μουριάς, ήρθαν όλοι-τους απ' αντίκρυ σαν έγινε το μεγάλο κακό [...] Από εκεί απ' αντίκρυ ξεκίνησαν κι ήρθαν όλοι τούτοι οι ψαράδες κι οι ναυτικοί, μια φαρμακωμένη μέρα. Φουκαράδες και ανεμαλλιάρηδες ήρθαν, με την ψυχή στο στόμα, ξυπόλυτοι κι αγριεμένοι. Μέσα στα τρομαγμένα μάτια-τους κρατούσαν την κόκκινη αντιλαμπή από μια πλατιά πυρκαγιά. Ήρθαν με το μαύρο βρακί ανατραβηγμένο μέσα στο μαλλένιο ζουνάρι, φορούσαν στο κεφάλι τις βαριές αϊβαλιώτικες “κατσούλες” από βελούδο ξεφτισμένο. Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, και τα κύματα φούσκωναν μολυβιά δίχως να σπάνουν, όταν φάνηκαν οι βάρκες-τους νάρχουνται», γράφει στην Παναγιά τη Γοργόνα ο Στράτης Μυριβήλης. Και συνεχίζει, εξηγώντας από τότες τις σημερινές απορίες: «Και κανένας δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γέρου κοσμοκαλόγερου, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κ’ η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα».
Παναγιά η Γοργόνα, στη Σκάλα Συκαμνιάς ή στην Επάνω Σκάλα και το Κάτω Κάστρο. Παναγιά η Ρωμιά, Παναγιά η Πρόσφυγας. Δουλεμένη και γεννημένη στο κεφάλι του «Βουβού της Χιόνης» ή του γεροκοσμοκαλόγερου. Η δικιά-μας Παναγιά.

ΠΗΓΗ: ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΓΕΩΡΓΑΣ. (2022). Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.


Ο Βασίλειος Α. Γεώργας γεννήθηκε το 1961 στην Αγγελώνα της Νοτιοανατολικής Λακωνίας. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές. Συνεργάστηκε με τον καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά στο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών ως συντάκτης στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 (το διάστημα 1985-1988) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό. Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (το διάστημα 1987-1991), που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών το 1995. Τον Σεπτέμβριο του 1988 διορίστηκε μόνιμος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δίδαξε σε σχολικές μονάδες του Κιλκίς για πέντε χρόνια. Από το 1993 ζει μόνιμα στη Λέσβο, διδάσκει σε σχολεία του νησιού και είναι μέλος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, ένας εντυπωσιακός τόμος 976 σελίδων, καρπός πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς, με πρόλογο του Μιχαήλ Πασχάλη. Για το βιβλίο αυτό συζητάμε με τον συγγραφέα.

Τι ακριβώς είναι το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη;

Το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι ερμηνευτικός γλωσσικός οδηγός, που επιχειρεί να διευκολύνει τον μέσο αναγνώστη στην προσέγγιση της συχνά δυσπρόσιτης γλώσσας του συγκεκριμένου δημιουργού και στην κατανόηση του έργου του. Επιπλέον, αναμένεται να καταστεί χρήσιμο και σε φιλολόγους, ειδικούς ερευνητές, νεοελληνιστές μελετητές αλλά και μεταφραστές του Καζαντζάκη, μιας και παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας δημιουργός. Αν και είναι λογοτέχνης με πολύ ασυνήθιστη γλώσσα, εντούτοις δεν υπήρχε έως τώρα το ερμηνευτικό βοήθημα που χρειαζόταν, προκειμένου να γίνουν ευκολότερα προσπελάσιμες δεκάδες ακατανόητες ή δυσνόητες λέξεις και φράσεις, που κατά κόρον χρησιμοποιούσε με σκοπό να προσδώσει πρωτοτυπία στα έργα του. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο Καζαντζάκης να αποκτήσει το γλωσσάρι του, προϊόν πολυετούς και πολύμοχθης ερευνητικής προσπάθειας, που καλύπτει το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του περιλαμβάνοντας κατά προσέγγιση δεκαπέντε χιλιάδες λήμματα, των οποίων η ερμηνεία βασίστηκε σε έγκριτα, παλαιά και σύγχρονα, Λεξικά της Νεοελληνικής, καθώς και σε ποικίλα έγκυρα μελετήματα, γλωσσάρια και πηγές.

Δώστε μας δύο - τρία αντιπροσωπευτικά λήμματα.

άβιος, επίθ. Που δεν τεκνοποιεί, στείρος, άτεκνος: ό,τι δεν αγγίξεις απομένει χέρσο, καταραμένο κι ασπόριστο σαν την κοιλιά της μαρμάρας γυναίκας και της άβιας κατσίκας (Συμπ. 18).
αγερίνα η. Πολύ ψιλή (σαν σκόνη) άμμος της ακρογιαλιάς: όλο αγερίνα, φύκια κι αλυχιά στις πουρπουριές ξαπλώθη (Οδ. Φ 196). [λατιν. (h)arena (= άμμος) και κατάλ. -ίνα με παρετυμολογία προς το ουσ. αγέρας].
βελαόρα η. Τμήμα χέρσας γης με πετρώδη σύσταση που είναι κατάλληλο για βοσκή, βουνίσιο (εκλεκτό) βοσκοτόπι: απʼ τα ψηλά τσουγκριά ροβόλησαν οι τσελιγκάδες κάτω / το βασιλιά τους να δεχτούν στις δροσερές τους βελαόρες (Οδ. Δ 316). [κουτσοβλαχικό valaora ή vilaora (= πλαγιά για βοσκή)].
έγιοτας ο. Σκουριά μετάλλων εξαιτίας υγρασίας, οξείδωση: στο γιαλό ξεκρίνει (ενν. ο δοξαράς) ... προύντζινα άρματα που του έγιοτα (γρ. έγιωτα) τα ʼφαγε η μπλάβη αρρώστια (Οδ. Χ 196). [ουσ. ιός > ίγιοτας > έγιοτας].
κούρος ο. Κούρεμα ζώων (ιδίως αιγοπροβάτων), κουρά: είχαν σφίξει κιόλα οι κάψες, ο κούρος είχε αρχίσει (Κ-Μ 197).
{Διευκρίνιση: Συμπ. = Το Συμπόσιον, Οδ. = Η Οδύσ(σ)εια , Κ-Μ = Ο Καπετάν Μιχάλης}.

Πότε και πώς ξεκίνησε η αγάπη σας και η ενασχόλησή σας με την ελληνική γλώσσα;

Από την εφηβική ηλικία πρόσεχα το λεξιλόγιο των λογοτεχνημάτων που διάβαζα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω άγνωστές μου λέξεις με τη βοήθεια διαθέσιμων λεξικών. Το διάστημα που ακολούθησε μετά τις ακαδημαϊκές σπουδές στη Θεσσαλονίκη, είχα την ευτυχία να θητεύσω στα Λεξικά του αείμνηστου Εμμανουήλ Κριαρά (το διάστημα 1985-1991). Εκεί η ενασχόλησή μου με την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της υπήρξε ό,τι πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο για μένα και η συστηματική επαφή μου με το γλωσσικό υλικό που ερευνούσαμε και επεξεργαζόμαστε μου πρόσφερε τα γνωστικά εφόδια και την απαιτούμενη λεξικογραφική εμπειρία.

Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε επισταμένως με τη γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη;

Η πρώτη επαφή μου με τη γλώσσα και το έργο του Καζαντζάκη ανάγεται στην πρώιμη εφηβεία μου, όταν μου δωρήθηκε από τον φιλόλογο νονό μου Ο Φτωχούλης του Θεού, μέσα από τον οποίο πρωτογνώρισα τον κόσμο του Καζαντζάκη και το ιδιότυπο λεξιλόγιό του, διαπίστωσα όμως και τις δυσκολίες κατανόησης της ξεχωριστής γλώσσας του. Η γνωριμία μου με άλλα έργα του τα επόμενα χρόνια με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τον πλούτο των λαϊκών γλωσσικών στοιχείων που αξιοποίησε αισθητικά η γραφίδα του, τη ζωντάνια των ασυνήθιστων ή άγνωστων λέξεων της υπαίθρου που διέσωσε από την αφάνεια αθανατίζοντάς τες στα έργα του και μου έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστώ μαζί του την αγάπη και τη λατρεία για τη δημοτική γλώσσα. Κατά συνέπεια, η συστηματική ενασχόλησή μου με τη γλώσσα του Καζαντζάκη προέκυψε εντελώς αβίαστα, με τρόπο φυσικό και νομοτελειακό, αφού η γραφή και η «ελληνική λαλιά» του ασκούσαν παράξενη γοητεία στην ψυχή μου και έδιναν διέξοδο στη φιλέρευνη διάθεσή μου. Ο Καζαντζάκης θέλησε να αφήσει το δικό του, μοναδικό, στίγμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία επιλέγοντας να εκφραστεί όχι διαμέσου της κοινής και τετριμμένης από την καθημερινή χρήση λογοτεχνικής γλώσσας της εποχής του, αλλά διαμέσου της δημοτικής, της προφορικής και γραπτής λαϊκής παράδοσης. Από πολύ νωρίς άρχισε να θησαυρίζει ασυνήθιστους λεκτικούς τύπους από κάθε περιοχή της ελληνικής υπαίθρου και τους ενσωμάτωσε στα έργα του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» που εμπλούτισε από πολλές απόψεις τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, παράλληλα όμως δημιούργησε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα κατανόησης του περιεχομένου των έργων του, το οποίο ανέλαβε να επιλύσει, στο μέτρο του δυνατού, το παρόν πόνημα.

Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και η μελέτη σας και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντήσατε σ’ αυτό το «ταξίδι»;

Από το 1987 που εργαζόμουν στα Λεξικά του Κριαρά άρχισα να επεξεργάζομαι το γλωσσικό υλικό που αποδελτίωνα και συγκέντρωνα σταδιακά από τα έργα του Καζαντζάκη αξιοποιώντας την πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχειακό υλικό που πρόθυμα έθεσε στη διάθεσή μου ο σεβαστός καθηγητής. Ο μόνιμος διορισμός μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1988 και η μετάθεσή μου το 1993 στη Λέσβο μείωσαν δραστικά τον διαθέσιμο χρόνο που απαιτούσε η ολοκλήρωση του έργου, δεδομένου ότι ήμουν αναγκασμένος να καταπιάνομαι με το Γλωσσάρι στο περιθώριο των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων αξιοποιώντας προσωπικό ελεύθερο χρόνο· αυτός ήταν ένας από τους λόγους καθυστέρησης της ολοκλήρωσής του. Ένας άλλος ήταν το ίδιο το περιεχόμενό του: δεκάδες λέξεις ήταν «αχαρτογράφητες» ‒αμουντζάλωτες από το μελάνι, όπως τις χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης‒, και απαιτήθηκε κόπος, αρκετή έρευνα, επίμονη αναζήτηση, τύχη και υπομονή, προκειμένου να επιτευχθεί η ερμηνεία ή και η ετυμολογία τους. Τρίτος λόγος ήταν η δυσχέρεια να εξασφαλιστούν δυσεύρετες αρχικές ή παλαιές αξιόπιστες εκδόσεις των καζαντζακικών έργων.

Η εντυπωσιακή αυτή φιλολογική δουλειά σας απευθύνεται και στον απλό αναγνώστη των βιβλίων του Καζαντζάκη;

Αποδέκτης του Γλωσσαρίου ασφαλώς είναι και ο απλός αναγνώστης του, ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, καθώς εκτιμώ ότι θα τον βοηθήσει να πλησιάσει ευκολότερα και να κατανοήσει καλύτερα το έργο του εν λόγω λογοτέχνη. Συναντώντας λέξεις που δεν κατανοεί, ο αναγνώστης συνήθως απογοητεύεται, παραιτείται και εγκαταλείπει. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει το Γλωσσάρι, που θα του προσφέρει συγκεντρωμένους και ερμηνευμένους αυτούς τους δυσνόητους γλωσσικούς τύπους, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανάγνωση των έργων του Κρητικού στοχαστή. Παράλληλα, θα του επιτρέψει να διαπιστώσει τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση (από τον Καζαντζάκη) του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου ενδιαφέρουσας νοηματικής απόχρωσης και αξιοπρόσεκτης παραστατικής δύναμης. Το Γλωσσάρι θέλω να πιστεύω ότι θα αποδειχθεί χρήσιμο και για έναν πρόσθετο λόγο, που το διαφοροποιεί από άλλα: δεν περιορίζεται σε απλή παράθεση λέξεων με την ερμηνεία και την ετυμολογία τους, αλλά προτάσσει αυτούσιο τον ίδιο τον λόγο του Καζαντζάκη μέσα από επιλεγμένα ‒κατά λέξη και σημασία‒ χαρακτηριστικά αποσπάσματα από όλα τα έργα του, ώστε να τεκμηριώνεται άμεσα η χρήση των μελετώμενων γλωσσικών τύπων.

Με το έργο ποιων άλλων λογοτεχνών έχετε ασχοληθεί;

Στο παρασκήνιο της επεξεργασίας του πολυπληθούς καζαντζακικού γλωσσικού υλικού ασχολήθηκα με τη γλώσσα και άλλων λογοτεχνών που χρησιμοποίησαν ιδιαίτερο λεξιλόγιο. Συγκεκριμένα, αποδελτίωσα και ερμήνευσα δυσνόητες λέξεις από το λογοτεχνικό έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη, καταρτίζοντας αντίστοιχα γλωσσάρια που παραμένουν αδημοσίευτα προς το παρόν. Τώρα που το magnum opus μου βρήκε τρόπο να δοθεί στο αναγνωστικό κοινό, ελπίζω και αυτά τα ερευνητικά πονήματα κάποια στιγμή να πάρουν σειρά.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Καλόν Παράδεισο Γέροντα Επιφάνιε (1956-2020)


«Περπατούμε σαν ίσκιοι αδειανοί μέσα στον πύρινο κύκλο που δένουν γύρω μας τα πράγματα και τα θάματα του Κόσμου. 
»Γιατί η πιο μεγάλη δύναμη του Θεού είναι η φαντασία Του και η πιο μεγάλη χαρά του Θεού είναι η ανεξάντλητη φαντασία Του. Και το αγιόκλημα της αιώνιας άνοιξης που ανθίζει μέσα από την καρδιά του Θεού είναι πάλι το άνθισμα της φαντασίας Του. Μέσα στους ψίθυρους που βγαίνουν από το δάσος του Θεού, ακούμε τη γνώριμη γλώσσα του, τη μεγαλοπρεπή και ιερή. Αν την αφουγκραστούμε με ευλάβεια θα καταλάβουμε την παρουσία Του και θα του απαντήσουμε χαρούμενοι. Ναι Κύριε. Είμαστε μέσα στο απέραντα σχέδιο της Δημιουργίας Σου. Αγγίζουμε την πορφύρα Σου στο ρείθρο του αβλακιού που ποτάζει τα περιβόλια, και δεχόμαστε μέσα στις ανοιχτές φούχτες μας το δροσερό χαλάζι από το γέλιο Σου. Μην πάψεις να περπατάς πάνω στα χαμομήλια πλάι στα βήματά μας, και μην αφήσεις το αδύνατο χέρι μας από το κραταιό χέρι Σου, που μας οδηγεί προς τη χαρά της Ζωής! Αμήν!» 

Στράτης Μυριβήλης. (1962). «Όταν μας χαμογελά ο Θεός», στο: Το λογοτεχνικό τέταρτο του Μυριβήλη. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ. 74-75.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Τα Καλλικαντζαρέλια

Αν μπορεί η φαντασία, ας συλλάβει για λίγο τη μορφή των δαιμονικών του Δωδεκαήμερου. 
Ο λαός τους καλικάντζαρους ανέκαθεν τους φανταζόταν άσχημους, αδύνατους, άλλους κοντούς και άλλους πανύψηλους. Να έχουν άγρια και τερατώδη όψη ή νάναι μικρόσωμοι, τόσο όσο οι νάνοι, με σκοτεινά πρόσωπα και μαλλιά αγκαθωτά ή λιγδιασμένα και μακριά. Ο λαός ακόμα δέχθηκε στη φαντασία-του τα δαιμονικά αυτά να έχουν νύχια γαμψά και βρωμερά και ποδιά στραβά και μπερδεκλωμένα που τους κάνουν να κουτσαίνουν κωμικά και γελοία. Άλλοτε τα πόδια, που και που, είναι παραπανίσια. 
Λένε πως τα χέρια-τους είναι μακριά, όπως στις μαϊμούδες και τα νύχια-τους, σ’ αυτά τα χέρια, είναι τόσο μακριά όσο και τα δάχτυλα κι έτσι τα δαιμόνια μπορούν πιο εύκολα να γδέρνουν τα πρόσωπα των ανύποπτων που κυκλοφορούν νυχτιάτικα στις ερημιές. 
Η παράδοση λέει ότι όσοι καλικάντζαροι πρωτοβγαίνουν στην επιφάνεια της γης και αρχίζουν τις περιπετειώδεις εξορμήσεις-τους, έχουν κατά κανόνα πόδια τραγίσια, απεχθή, εφιαλτικά. Καμιά φορά λένε πως φορούν παπούτσια, ξυλοτσόκαρα ή υποδήματα με σιδερένιες σόλες. Συχνά φορούν με καμάρι τσαρούχια φτιαγμένα από γουρουνίσιο δέρμα. Ό,τι κρύβει την αδιάντροπη γύμνια-τους είναι κουρέλια και ράκη και πάνω απ’ αυτά καμιά φορά ρίχνουν και καμιά τσοπάνικη καπότα, για το κρύο, για το μεγαλείο, για τη γραφικότητα των ημερών ή για την εναρμόνιση με την έρημη εξοχή όπου διαβιούν. 
«Είνι κατ’ αθρουπέλλια πουλύ μκρα, τσι μοιάζιν σα κάτις (=γάτες) κι οι κώλ(ι) ντουν είνι αθρουπίσ’. Έχιν ουρά μακριγιά που φτάν(ι) ίσαμι τα πουδάρια ντουν, τσι κάτου – κάτου έχ(ι) μια φούντα, κι βγάζιν κατ’ φουνές άγριγις! σα τσι’ κάτι»[1]
Όπως μας πληροφορεί η παράδοση, «ο κάθε καλικάντζαρος έχει κι από ένα κουσούρι, άλλοι μονόματοι, άλλοι ολότελα στραβοί κι άλλοι μονοπόδαροι. Στραβομούρηδες, στραβοπρόσωποι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, με λίγα λόγια πάνω-τους θα βρεις όλων των λογιών τα σακατιλίκια». Μερικοί ελαφροΐσκιωτοι, πίστεψαν πως τούτοι μπορεί να μοιάζουν με τον διάβολο και νάναι μαύροι σαν κατράμι και νάχουν μύτες σουβλερές κι αυτιά ολόιδια κατσικίσια, ίσως και γαϊδουρινά. 
Και τι δεν έχει δει ο κοσμάκης με τη φαντασία-του όταν αισθάνεται τους καλικάντζαρους δίπλα-του! Λένε πως κάποιοι τους είδαν καβάλα πάνω στο σβέρκο γαϊδάρων ή να κάθονται σαν αφέντες πάνω στις πλάτες πετεινών. Επιπλέον, απ’ ό,τι λέει η παράδοση κι απ’ ότι οι ονειροπαρμένοι θαυμαστές των αερικών, τούτοι είναι εκπληκτικά ευκίνητοι και με ευκολία αναρριχώνται σε παράθυρα και τοίχους και κάνουν βόλτες στις σκεπές των σπιτιών κι όποτε τους έρθει, μπαίνουν στην καπνοδόχο και πηδούν στο σπιτικό. 
Λένε επίσης πως έχουν αδυναμία στα θηλυκά, στις κοπελιάς που βγαίνουν τη νύχτα στη γειτονιά και στις χήρες. Μάλιστα κυνηγούν και τις μαμές που λόγω της φύσης της δουλειά-των, συνήθως τριγυρνούν στα βαθιά σκοτάδια κι ο παγανός θα τις πετύχει να τρέχουν αλαφιασμένες για να λευτερώσουν καμιά κοιλοπονεμένη και τότε θα τις πειράξει και θα τις τρομάξει και θάχουν τούτες να λένε καθώς ξεμαλλιασμένες και άυπνες θα γυρίσουν στο σπιτικό-τους, για τους καλικάντζαρους που τις ενόχλησαν στα πηχτά σκοτάδια και τις κατατρόμαξαν. 


ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (2018). Οι καλικάντζαροι στην ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Φιλιππότη, σσ. 61-63. 

[1] Οι σύντομες τούτες διαπιστώσεις γύρω από τη μορφή των καλικάντζαρων προέρχονται από τη Λεσβιακή παράδοση. 


Ξυλογραφία Ι. Μόραλη. Βλ. ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ. (2006). Τα Παγανά. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 91. 


Δύο αφηγήσεις για τους καλικάντζαρους από τη Λεσβιακή παράδοση. Βλ. ΝΤΟΡΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ. (1979). Νεράιδες - Καλλικάντζαροι - Βρικόλακες στις Λεσβιακές παραδόσεις. Δοξασίες και αφηγήσεις. Αθήνα: Πανεκτυπωτική, σ. 44.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

«Αλίμονο στην προσευχή που δεν μπόρεσε να βρη το Θεό της»

«Κάθε προσευχή γυρεύει το Θεό της. Κάθε χέρι που απλώνεται με λαχτάρα, περιμένει ένα άλλο χέρι που θα δεχτή το θησαύρισμα της προσφοράς. Αλίμονο στην προσευχή που δεν μπόρεσε να βρη το Θεό της. Αυτή έκανε τον απελπισμένο Κάιν να σκοτώση τον αδελφό του πλάι στο βωμό που ο καπνός της θυσίας του χαμοβόσκαγε στα χώματα απαράδεχτος απ’ τον ουρανό. Οι ώρες πέφτουν η μια μέσα στην άλλη. Η σιωπή βαθαίνει τη σιωπή. Είναι μια μικρή ήσυχη φωνή. Φτάνει από μακριά και γεμίζει τη νύχτα από γλυκιά αγωνία»

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ. (1964). «Εσπερινός», στο: Πτερόεντα: Χρονογραφήματα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 69.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

«Το περιπλοκάδι του πολέμου»



«Το περιπλοκάδι του πολέμου»· ζωγραφιά του Σπύρου Βασιλείου στο έργο του Στράτη Μυριβήλη, Η ζωή εν τάφω, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ, Αθήνα 161979, σ. 149.