Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Χατζηαναστασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Χατζηαναστασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Σχολικών εξετάσεων κριτικός έλεγχος και προτάσεις

Του ΤΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ· Δρ Ιστορίας ΑΠΘ

Επειδή, αμέσως μετά τη διενέργεια των εκλογών, ξεκινούν οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις στα Γυμνάσια και στα Λύκεια της χώρας, είναι ίσως ευκαιρία να ανοίξει και πάλι ο διάλογος για ένα θέμα που, παρότι αφορά τον ιδρυτικό σκοπό του σχολείου, δηλαδή τη μετάδοση γνώσεων, δε φαίνεται ν’ απασχολεί ούτε την κυβέρνηση, ούτε τα κόμματα, ούτε τους συνδικαλιστικούς φορείς. Το ερώτημα είναι: ανταποκρίνονται οι εξετάσεις στον έλεγχο της εμπέδωσης της γνώσης που μεταδόθηκε στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς;
Τα αποτελέσματα των τελικών γραπτών εξετάσεων, τόσο εμπειρικά, όσο και με βάση τα πορίσματα των ερευνών που διεξάγει η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (!) είναι μάλλον απογοητευτικά: μεγάλος αριθμός παιδιών δε κατέχει ούτε βασικές γνώσεις. Ωστόσο, προάγονται ή απολύονται όλοι χωρίς να υπάρχει καμία μέριμνα για την κάλυψη των κενών. Σπεύδω δε να διευκρινίσω ότι οι μελέτες αυτές αφορούν την περίοδο πριν από την εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων. Δεν είναι, επομένως, αυτός ο θεσμός που οδηγεί στην αποτυχία. Τι έχουν λοιπόν «τα έρμα και ψοφάνε;»
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Το ότι, για παράδειγμα, τα παιδιά από ένα περιβάλλον «σε κρίση», οικονομική, κοινωνική, συναισθηματική/ψυχολογική και κυρίως από ένα περιβάλλον με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αποδίδουν λιγότερο στο σχολείο, είναι το κοινό συμπέρασμα όλων των σχετικών ερευνών. Αυτό, βέβαια, για την περίπτωση της Ελλάδας, αφορά τις τελευταίες δεκαετίες, που η απόκτηση πτυχίου δεν συνεπάγεται διορισμό στο δημόσιο. Γιατί έως τότε, η πλειοψηφία των φοιτητών είχε αγροτική κυρίως προέλευση. Έως τότε δηλαδή η κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα μέσω της εκπαίδευσης ήταν υψηλή.
Το παιδί του αγράμματου αγρότη γινόταν γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, εκπαιδευτικός κτλ, με πολύ διάβασμα, βέβαια, και άλλες τόσες στερήσεις προκειμένου να ξεφύγει από τη σκληρή μοίρα του αγρότη και την κλειστή κοινωνία του χωριού. Τώρα όμως κυριαρχεί το σύνθημα: «καμία θυσία (=διάβασμα) για άχρηστα πτυχία».
Άρα, σ’ έναν βαθμό η μελέτη σχετίζεται με την επαγγελματική προοπτική των σπουδών. Σχετίζεται, βεβαίως και με το οικονομικό μοντέλο της χώρας. Σήμερα η χώρα στηρίζεται πολύ λιγότερο στην παραγωγή την ώρα που ο τομέας των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση, μεταφορές/ταχυμεταφορές κ.ά.) είναι υπερδιογκωμένος. Γιατί να διαβάσει το παιδί που ξέρει ότι θα γίνει γκαρσόνι ή μπάρμαν;
Ένας άλλος παράγοντας είναι οι διδακτικές μέθοδοι και τα βιβλία. Λέγεται συχνά ότι η αποτυχία στις εξετάσεις οφείλεται στην κακή ποιότητα των σχολικών βιβλίων, στην υπερβολικά πολλή ή δυσνόητη και άσχετη με τις σύγχρονες ανάγκες ύλη, στο σύστημα της «παπαγαλίας», αλλά κι επειδή δε γίνεται «σωστό» μάθημα. Φυσικά και ισχύουν πολλά απ’ αυτά, αλλά υπάρχει και μία σαφής υπερβολή, που αγνοεί τις προόδους που έχουν συντελεστεί σε πολλούς τομείς και ειδικά στις διδακτικές μεθόδους και φυσικά στη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού στην τάξη.
Παλιότερα που η συγγραφή των εγχειριδίων και η μέθοδος διδασκαλίας μάλλον δε βασίζονταν στις αρχές της Παιδαγωγικής επιστήμης και της Διδακτικής (πολλοί θυμόμαστε τις ειρωνείες, τις προσβολές και τη «βέργα»!) πώς έφταναν να έχουν οι τελειόφοιτοι Γυμνασίου ένα ομολογουμένως υψηλό μορφωτικό επίπεδο που τους επέτρεπε να στελεχώνουν δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, τράπεζες, επιχειρήσεις και οργανισμούς; Η απάντηση είναι ότι υπήρχε αυστηρότερη επιλογή: ο αριθμός όσων αποφοιτούσαν από το εξατάξιο Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν πολύ μικρότερος, όπως εξάλλου και των πτυχιούχων και όσοι αποφοιτούσαν «ήξεραν γράμματα». Οι υπόλοιποι θεωρούνταν ότι «δεν έπαιρναν τα γράμματα» και αφήνονταν στη μοίρα τους. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει, μόνο που προάγονται και τους χορηγείται απολυτήριο, πολύ συχνά δε και πτυχίο.
Η κατευθυντήρια γραμμή είναι: «περάστε τους». Το εάν μαθαίνουν ή όχι δεν αφορά κανέναν, αλλά το πληρώνουμε όλοι ως άτομα και ως κοινωνία. Γι’ αυτό και οι εξετάσεις, αλλά και η αξιολόγηση του μαθητή συνολικά έχουν περισσότερο διεκπεραιωτικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα.
Ας τολμήσουμε, λοιπόν, επιτέλους να πούμε αλήθειες. Οι παραπάνω ταξικοί, μορφωτικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, παιδαγωγικοί, διδακτικοί κ.ά. περιορισμοί σαφώς και επηρεάζουν την επίδοση ενός παιδιού, αλλά δεν είναι τόσο καθοριστικοί και ειδικά στη διδακτική μεθοδολογία έχει συντελεστεί πρόοδος. Γνωρίζουμε όλοι παιδιά απ’ όλον τον κόσμο και στην πατρίδα μας, που αριστεύουν και σήμερα, ενώ ξεκίνησαν από πολύ στερημένο περιβάλλον. Διέθεταν όμως, εκτός από εξαιρετική ευφυΐα, εργατικότητα, ήταν συγκεντρωμένα την ώρα του μαθήματος και είχαν ισχυρό κίνητρο.
Συνηθίζουμε δηλαδή να αγνοούμε τον καθοριστικότερο παράγοντα, μαζί με τον πολιτισμικό (αυτόν δηλαδή που, για παράδειγμα, φέρνει τους Ασιάτες μαθητές, ακόμη κι όταν είναι μετανάστες σε ξένη χώρα στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως), που είναι η ατομική επιμέλεια, η συγκέντρωση και η πειθαρχία της μελέτης. Αν θέλουμε τα παιδιά να μελετούν και να μαθαίνουν, πρέπει να τους καλλιεργήσουμε τις αντίστοιχες αξίες και να τους δώσουμε κίνητρα. Κι ένα, απαξιωμένο, μαζί με το σχολείο, κίνητρο είναι η διάκριση, η αναγνώριση, η τόσο παρεξηγημένη αριστεία.
Έπειτα, έχουμε δαιμονοποιήσει την αποστήθιση ταυτίζοντάς την με την παπαγαλία και αντιπαραβάλλοντάς την, εσφαλμένα ή συνειδητά, με την «κριτική σκέψη». Είναι δυνατόν όμως να κρίνω κάτι όταν δεν το γνωρίζω επαρκώς; Είναι δυνατόν να θεωρείται κάποιος μορφωμένος, καλλιεργημένος, καταρτισμένος έστω, εάν δεν γνωρίζει «απ’ έξω» τουλάχιστον κάποια βασικά πράγματα; Φαντάζεστε τον γιατρό, τον οδηγό, τον μηχανικό, τον ελεγκτή να συμβουλεύεται για το κάθε τι τις οδηγίες χρήσης και το διαδίκτυο; Γιατί αυτό περίπου μας λένε όσοι επιμένουν στην κατάργηση της αποστήθισης: «επειδή η γνώση είναι άπειρη και μπορείς να βρεις ό,τι θέλεις στο διαδίκτυο, δε χρειάζεται να μαθαίνεις τίποτα απέξω!» Η πλήρης απαξίωση της αποστήθισης, όμως, οδηγεί μαθηματικά στην αμορφωσιά ενώ συχνά καταντά επικίνδυνη.
Πρώτο βήμα, λοιπόν, εάν θέλουμε, όντως να μαθαίνουν τα παιδιά είναι να αποκαταστήσουμε την αποστήθιση και τον έλεγχό της, αυτό δηλαδή που λέγαμε πάντοτε «εξέταση» και το έχουμε επίσης δαιμονοποιήσει στη βάση μίας ανόητης και εν τέλει καταστροφικής παιδοκεντρικής, κακώς εννοούμενης «αντιαυταρχικής» αντίληψης, «να μη ζορίζουμε (δήθεν) τα παιδιά».
Στο πλαίσιο αυτό, είναι εκ των ων ουκ άνευ η εξέταση στο μάθημα της ημέρας που επίσης έχει σιωπηρά καταργηθεί. Ας την πούμε: «έλεγχο προηγούμενων γνώσεων» αν ενοχλεί ο όρος: «εξέταση». Η ουσία μας ενδιαφέρει. Να ένα πρώτο κίνητρο να διαβάζουν τα παιδιά: ότι ο εκπαιδευτικός θα ελέγξει εάν εργάστηκαν και μελέτησαν. Το επιχείρημα ότι αυτό συνιστά «βασανιστήριο» δε στέκει, διότι αντί της καθημερινής εξέτασης στο «μάθημα της ημέρας» έχουμε θεσμοθετήσει στα Γυμνάσια και στα Λύκεια, το πραγματικό μαρτύριο της επαναληπτικής εξέτασης σε…δέκα κεφάλαια σε όλα τα μαθήματα σε κάθε τετράμηνο! Έτσι τα παιδιά που επειδή δεν τους το ζητούσε κανείς, δεν είχαν διαβάσει τις προηγούμενες εβδομάδες, καλούνται σε 3-5 εβδομάδες να μάθουν εκατοντάδες σελίδες.
Μαρτύριο λοιπόν δεν είναι να μελετούν κάθε μέρα τα παιδιά μία λογική ποσότητα ύλης και να κάνουν 1-2 ασκήσεις όπου απαιτείται, διότι αυτή είναι, στο κάτω κάτω, η δουλειά τους ως μαθητών, αλλά να περνάνε στη διάρκεια της χρονιάς δύο εξεταστικές ανακεφαλαιωτικές περιόδους ενώ υπάρχουν οι τελικές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις. Και μάλιστα, σε θέματα χωρίς δυνατότητα επιλογής, όπως ίσχυε παλιότερα. Να πώς αυξάνεται το μορφωτικό χάσμα ανάμεσα στο παιδί που θα αριστεύσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ένα πολύ μικρό ποσοστό δηλαδή, και αυτό που μπορεί να δυσκολευτεί σε ένα θέμα ή μία άσκηση.
Σε ό,τι αφορά τις τελικές προαγωγικές και απολυτήριες ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις, αυτές θα πρέπει να γίνονται σε όλα τα θεωρητικά μαθήματα, καθώς αποτελούν έναν σημαντικό δείκτη της αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και δε νοείται να υπάρχουν μαθήματα πρώτης κατηγορίας/σπουδαιότητας (που εξετάζονται στο τέλος της χρονιάς) και μαθήματα δεύτερης κατηγορίας/σπουδαιότητας (που δεν εξετάζονται). Η επαναφορά της επιλογής θεμάτων καθιστά λιγότερο αγχωτική και κρίσιμη τη διαδικασία, επιτρέποντας να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εξέτασης ακόμη κι αν υπάρχουν θέματα που δεν έχουν κατανοηθεί ή εμπεδωθεί επαρκώς. Το σχολείο οφείλει να παρέχει βασικές γνώσεις και να κρίνει την εμπέδωσή τους και όχι να απαιτεί να γνωρίζει ο μαθητής τα πάντα.
Ο θεσμός της Τράπεζας Θεμάτων είναι χρήσιμος καθώς αφενός επιβάλλει την κάλυψη της ύλης κι αφετέρου καθορίζει ένα μίνιμουμ εθνικό επίπεδο (για τα μισά θέματα) για κάθε αντικείμενο. Διασφαλίζεται έτσι μία ισορροπία ανάμεσα στις «εθνικές» απαιτήσεις και την πραγματική δουλειά που έγινε στην τάξη, τις ιδιαιτερότητες και το επίπεδο των μαθητών της κάθε περιοχής/σχολείου και την έμφαση που δόθηκε σε συγκεκριμένα ζητήματα. Είναι δυσκολότερο να αριστεύσει κανείς, αλλά γιατί αυτό συνιστά πρόβλημα; Από την άλλη, περιορίζεται η δυνατότητα να δίνονται εκ των προτέρων τα θέματα με τις λύσεις τους από μαθητομαμάδες και μαθητομπαμπάδες (ναι, υπάρχουν κι αυτοί, οι «καλοί» εκπαιδευτικοί στα σχολεία).
Τα προβλήματα της Τράπεζας Θεμάτων που αφορούν κακοδιατυπωμένα, ασαφή, εξεζητημένα κτλ., θέματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με στοχευμένες διορθωτικές κινήσεις. Τα υπόλοιπα αφορούν την εξεταστέα ύλη, για την οποία επίσης μπορούν να συζητηθούν αλλαγές για τον εξορθολογισμό της. Η τάση κάποιων επιστημονικών κλάδων να «χωρέσουν» στην ύλη… όλη την επιστήμη δεν πρέπει να βρίσκει εφαρμογή στο σχολείο που οφείλει να παρέχει βασικές γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα Θεμάτων είναι ένα σημαντικό εργαλείο και για τη διδασκαλία και για την αξιολόγηση της μαθησιακής διαδικασίας. Το ότι τα θέματα είναι εκατοντάδες δε καθιστά εφικτή τη διδασκαλία τους κι επομένως αποκλείεται ο «πειρασμός» να περιορίσει κανείς τη διδασκαλία του στα θέματα της Τράπεζας και η αντίστοιχη «παπαγαλική» νοοτροπία να μάθει ο μαθητής απέξω τις απαντήσεις σε όλα τα θέματα.
Οι εξετάσεις, ωστόσο, με ή χωρίς την Τράπεζα Θεμάτων, με το ισχύον σύστημα προαγωγής και απόλυσης, έχουν πλέον διεκπεραιωτικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα: κανείς δεν απορρίπτεται και δεν αξιοποιούνται τα αποτελέσματα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όσοι έχουν ελλείψεις και κενά θα τα καλύψουν. Γιατί ο σκοπός του σχολείου δεν είναι βεβαίως η απόρριψη μαθητών αλλά οφείλει να είναι η εμπέδωση της παρεχόμενης γνώσης.
Απαιτούνται επομένως μέτρα αντισταθμιστικής αγωγής για όσα παιδιά υστερούν, όπως ο θεσμός της υποχρεωτικής ενισχυτικής διδασκαλίας, τα θερινά μαθήματα κ.ά. Σήμερα, το «σύστημα» απλώς αδιαφορεί για τη μόρφωση όλων των παιδιών λαμβάνοντας μέτρα χαριστικής προαγωγής και απόλυσης αντί εμπέδωσης της γνώσης, ενώ σε μεγάλο βαθμό επιδιώκει τη μετατροπή του σχολείου σε χώρο «ευχάριστης διαμονής» με υπερβολική έμφαση σε «προγράμματα», εκδρομές, επισκέψεις, δραστηριότητες, που είναι φυσικά καλοδεχούμενες, αξιέπαινες και συχνά πολύ δημιουργικές και ωφέλιμες, αλλά όχι σε βάρος της μετάδοσης βασικών γνώσεων, αλλά και του κύρους, ειδικά του δημόσιου, σχολείου. Γιατί είναι κυρίως «υπερασπιστές» του δημόσιου σχολείου που αντιτίθενται πεισματικά σε οποιονδήποτε θεσμό ή μέτρο αξιολόγησης και ελέγχου της σχολικής επίδοσης.
Πώς όμως διασφαλίζεται το κύρος οποιουδήποτε εκπαιδευτικού οργανισμού όταν είναι κοινό μυστικό ότι χορηγεί απολυτήρια και πτυχία επαγγελματικής ειδικότητας χωρίς πραγματικό αντίκρισμα; Αυτό από μόνο του συνιστά δυσφήμηση και απαξίωση του δημόσιου σχολείου από τους ίδιους που σε κάθε ευκαιρία διατρανώνουν την υπεράσπισή του.
Απέναντι σε όλα αυτά, υπάρχει εδώ και δεκαετίες ένας δήθεν «παιδαγωγικός» αντίλογος ότι οι εξετάσεις είναι ένας αναχρονιστικός και αντιπαιδαγωγικός θεσμός καθώς δεν προσφέρουν τίποτα στη μάθηση και πως τάχα τα πετυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς έχουν καταργήσει τις εξετάσεις διότι το ζήτημα πλέον είναι «τα παιδιά να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν», «να έχουν κριτική σκέψη», ότι «η γνώση είναι πλέον προσβάσιμη σε όλους κι άρα δε χρειάζεται να ξέρει κανείς τίποτα απέξω», πως έτσι «τα παιδιά μισούν το σχολείο» κι άλλα παρόμοια.
Πρώτα πρώτα, με μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αλλά και στο έργο αναφοράς της Lucy Crehan για τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα («Φυτώρια ευφυΐας» ο ελληνικός τίτλος), αντιλαμβάνεται κανείς ότι παντού υπάρχουν εξετάσεις. Έπειτα, ας αναλογιστεί σε ποιον γνωστικό τομέα αναγνωρίζεται επάρκεια χωρίς κάποιου είδους εξέταση/αξιολόγηση/πιστοποίηση; Αυτό λοιπόν που θεωρείται αδιαμφισβήτητο για τις ξένες γλώσσες, τη μουσική, την υποκριτική και τη… μαγειρική, ας αναγνωριστεί και για το σχολείο. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η εντατική μελέτη είναι το πιο ευχάριστο πράγμα του κόσμου.
Φανταστείτε όμως σε τι εφιαλτικό κόσμο θα ζούσαμε εάν κανείς δεν επέλεγε να μελετήσει για να γίνει μηχανικός, γιατρός, δάσκαλος, μουσικός. Και σε πιο απλό επίπεδο, πόσο θλιβερή, δύσκολη, ακόμη κι επικίνδυνη, γίνεται η ζωή μας καθημερινά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ανθρώπους αστοιχείωτους, που η χαριστική προαγωγή και η ευνοιοκρατία τούς διόρισε σε υπεύθυνη θέση. Αντίθετα, πόσο ωραιότερη, ευκολότερη και ανετότερη γίνεται όταν συναντάμε ανθρώπους που ξέρουν κι αγαπούν τη δουλειά τους που την ασκούν με προθυμία, γνώση και κυρίως εντιμότητα (που κι αυτό σ’ το μαθαίνουν η οικογένεια και το σχολείο).
Γιατί αυτό που πραγματικά χρειάζεται να αποκατασταθεί δεν είναι αυτές καθεαυτές οι εξετάσεις που, στο κάτω κάτω αποτελούν ένα απλό, αλλά απολύτως αναγκαίο, παιδαγωγικό «διαγνωστικό» εργαλείο. Είναι η ίδια η αγάπη για τη μάθηση, η γνωριμία και κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει και των επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού. Είναι η ευγενής μας επιθυμία να σταθούμε στην κοινωνία ως υπεύθυνοι, χρήσιμοι, εργατικοί και δημιουργικοί άνθρωποι σε μία χώρα που δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια παραγωγική ανάπτυξη και προκοπή.
Καλή επιτυχία λοιπόν!

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Η εκπαίδευση της αμάθειας είναι αιδώ αλλά όχι η… λαιμητόμος

Του ΤΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ


Έχουμε γράψει επανειλημμένα ότι, στα ζητήματα της Παιδείας, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση ταυτίζονται απολύτως ως προς τη συνεπή, συνειδητή και συστηματική υποστήριξη της «εκπαίδευσης της αμάθειας». Έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενα σημειώματά μας ότι η παρούσα κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τον ιδρυτικό ρόλο του σχολείου, δηλαδή τη μάθηση και την αγωγή των παιδιών λειτουργεί με τη λογική της… αυτοακύρωσης, διότι από τη μια δείχνει πως επιχειρεί να βάλει σε μία τάξη τα πράγματα στα σχολεία κι από την άλλη, με μέτρα που λαμβάνει η ίδια, ακυρώνει κάθε δυνατότητα βελτίωσης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Η δε αντιπολίτευση, τόσο η πολιτική όσο και η συνδικαλιστική, αντί να κάνει σημαία της τη μόρφωση και την καλλιέργεια ήθους στο σχολείο, αυτογελοιοποιείται διότι καταγγέλλει την κυβέρνηση για προθέσεις που ουδέποτε είχε: να απορρίπτονται μαζικά μαθητές στο Λύκειο και να… εκδιώκονται από αυτό, διότι αυτό επιτάσσει η νεοφιλελεύθερη λογική. Μόνο που κάτι τέτοιο, δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα.
Έτσι, φέτος, που εφαρμόστηκε στις προαγωγικές εξετάσεις της Α΄ και Β΄ Λυκείου στα γενικά και επαγγελματικά λύκεια η περιβόητη Τράπεζα Θεμάτων, η αντιπολίτευση και ειδικότερα ο εκπαιδευτικός συνδικαλισμός με μπροστάρη την αριστερά, καλούσε τον κλάδο σε κινητοποιήσεις κατά της εφαρμογής της διότι, όπως διατυπώθηκε, αποτελεί «λαιμητόμο» για τους μαθητές των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που θα οδηγηθούν στο «σφαγείο» των εξετάσεων, θα απορριφθούν και θα εξοβελιστούν από το Λύκειο. Η πραγματικότητα, διέψευσε όμως τις Κασσάνδρες ή τους ψεύτες βοσκούς, αν θέλετε, και τα ποσοστά απόρριψης στις προαγωγικές εξετάσεις είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά, ακόμη και στα ΕΠΑΛ, για να μην πούμε ότι προήχθησαν – ένα από τα πολλά θαύματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος – και μαθητές που δεν γνωρίζουν, παρά ελάχιστα ελληνικά (μιλάμε πάντα για τη λυκειακή βαθμίδα, τα στοιχεία είναι στη διάθεσή σας).
Για άλλη μια φορά, το μεν πρόβλημα της αμάθειας θα κρυφτεί κάτω από το χαλί, διότι μεγάλο ποσοστό των προαχθέντων μαθητών δεν έχουν πάρει ούτε μυρωδιά απ’ όσα διδάχθηκαν όλη τη χρονιά και έγραψαν στις τελικές εξετάσεις κάτω από 3 στα 20 σε βασικά μαθήματα, ενώ αποδείχθηκε ότι ο βασιλιάς του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού είναι γυμνός: ξιφουλκεί άνευ λόγου και στρέφει, ως άλλος Δον Κιχώτης, το δόρυ του εναντίον ανύπαρκτων αντιπάλων αφήνοντας το πραγματικό και καθαρά ταξικό, διότι βλάπτει κατεξοχήν τα λαϊκά στρώματα, πρόβλημα ανέγγιχτο, συνειδητά. Κι ούτε πρόκειται βέβαια να κάνει αυτοκριτική και να παραδεχτεί ότι αδίκως φωνασκούσε για «σφαγείο» και «λαιμητόμο». Κάτι τέτοιο προϋποθέτει κότσια και την απαραίτητη αιδώ κι αυτά είναι πλέον είδη εν ανεπαρκεία. Έτσι, «αιδώ», για να το γράψουμε όπως πολλοί «αριστεύσαντες» μαθητές, παραμένει μόνον η αμάθεια.
Το πρόβλημα είναι βαθύ και δε γνωρίζω εάν τελικά θα βρει γιατρειά, εκτός εάν ο ίδιος ο λαός απαιτήσει επιτέλους ένα σχολείο που θα μαθαίνει τα παιδιά του γράμματα και ήθος «για το καλό του λαού και του τόπου». Και μια και ανέφερα αυτό το τελευταίο, αριστερό σύνθημα, θα ήθελα να κλείσω αυτό το σημείωμα με την εξής παρατήρηση: η αριστερά σ’ αυτήν τη χώρα ήταν πάντοτε με τη μόρφωση, την πνευματική καλλιέργεια. Στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες η αριστερά πρωτοστατούσε για δεκαετίες, όσο δηλαδή, παρά τις ολοκληρωτικές αντιλήψεις της ηγεσίας της, ήταν διεκδικητική, πραγματικά επαναστατική και ανατρεπτική. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, θυμάμαι ακόμη το σύνθημα: «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα», που εξέφραζε ένα άλλο ήθος, το εργασιακό και την πίστη στην αλλαγή της κοινωνίας μέσω της μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας που θα οδηγούσε σε αφύπνιση των συνειδήσεων κτλ. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, όταν από διωκόμενη βρέθηκε να κατέχει σημαντικές θέσεις στα λεγόμενα κέντρα Παιδείας (πανεπιστήμια, σχολεία, ινστιτούτα, κτλ), η μετάλλαξη της αριστεράς στα ζητήματα της μόρφωσης και της αγωγής υπήρξε τόσο εντυπωσιακή όσο και θλιβερή: πρωτοστατεί και ενισχύει συστηματικά την αμορφωσιά και την περιφρόνηση του μόχθου, πνευματικού και σωματικού. Έτσι, έφτασε να καταγγέλλει και να υπονομεύει κάθε μέτρο που θα μπορούσε εν δυνάμει να συμβάλει στον έλεγχο της εμπέδωσης της γνώσης ως αντιδραστικό και… ταξικό.

ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Γυναίκεια κακοποίηση και πρότυπα παιδείας

Του ΤΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Στο εξαιρετικό δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη: «Έλεγχος της δημοκρατικής ιδέας» που ανθολογείται στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών της Γ΄  Τάξης των ΕΠΑΛ και έχει μπει και στις Πανελλήνιες Εξετάσεις των ΓΕΛ, παραλείπεται το τελευταίο και κατά τη γνώμη μου θαυμάσιο και πάντα διδακτικό κομμάτι που είναι εξαιρετικά επίκαιρο αυτές τις μέρες που τα εγκλήματα με θύματα γυναίκες γίνονται και πάλι, δυστυχώς, θέμα συζήτησης: «Υπάρχει όμως κι ένα άλλο στάδιο βαρβαρότητας που πρέπει να ξεπεραστεί, για να είναι ένας λαός άξιος της Δημοκρατίας: το στάδιο του θαυμασμού προς τη βαναυσότητα. Η χοντρή πλάνη να την περνάει κανείς για δύναμη. Συναντούμε κοινωνικά σύνολα που δεν ξέρουν, δεν υποπτεύονται τι κρύβεται πίσω από τη βαναυσότητα: πόση ουσιαστική αδυναμία, πόση ανάγκη για άμυνα, πόση μεταμφιεσμένη μνησικακία, πόσα συμπλέγματα, πόση περιφρόνηση προς το ανθρώπινο γένος, πόσοι παράγοντες αστάθμητοι και σκοτεινοί. Η πραγματική δύναμη είναι κατά πολύ πιο δύσκολα εξακριβώσιμη απ’ ότι πιστεύει ο κόσμος. Εμφανίζεται αθόρυβη και σεμνή εκεί που κανένας σχεδόν δεν το φαντάζεται στο εργαστήρι του σοφού, στο κελί του αγίου, στη φυλακή του επαναστάτη. Σπανιότατα στο προσκήνιο. Γιατί δύναμη ανθρώπου θα πει ένα και μόνο: δύναμη ψυχής. Κι αυτή φανερώνεται στη μοναχικότητα και στον κατατρεγμό όχι στην αγορά και στο θρίαμβο».
Η αποκατάσταση της πραγματικής έννοιας της δύναμης είναι εξαιρετικά επίκαιρη αυτές ειδικά τις μέρες με τα τόσο αποτρόπαια παραδείγματα εκδήλωσης της βαναυσότητας της δύναμης ως κατεξοχήν χαρακτηριστικού του αντρικού φύλου. Είναι επείγουσα ανάγκη, αν θέλουμε μία καλύτερη κοινωνία και καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις, υγιέστερη και ουσιαστικότερη επικοινωνία μεταξύ των φύλων, πραγματική δημοκρατία σε τελική ανάλυση, να υπενθυμίζουμε σε κάθε ευκαιρία στο σπίτι και στο σχολείο ότι πραγματική δύναμη είναι η ψυχική κι ότι η σωματική δύναμη πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία του ασθενέστερου και όχι να χρησιμοποιείται για να επιβάλει τα πιο άγρια και ταπεινά ένστικτα.
Όσο κι αν ενοχλεί ορισμένους γιατί επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τέτοια φαινόμενα για να επιβάλουν τα ιδεολογήματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που επενδύει στον κατακερματισμό των συλλογικών ταυτοτήτων και εν τέλει και του ίδιου του ατόμου, διαθέτουμε ως πολιτισμός τις αξίες και τα πρότυπα που μπορούν, εφόσον τα αναδείξουμε, να αντιπαλέψουν τη λατρεία της δύναμης ως βίαιης επιβολής είτε σε ατομικό, όπως συμβαίνει σε τόσα περιστατικά αντρικής κυρίως βίας είτε σε συλλογικό επίπεδο, όπως συμβαίνει με την επιθετικότητα της Τουρκίας. Τα πρότυπα αυτά δεν είναι άλλα από τα διαχρονικά πρότυπα της δικής μας, αλλά και κάθε άλλης απελευθερωτικής παράδοσης, στα οποία αναφέρεται κι ο Τερζάκης: του σοφού, του αγίου και του ήρωα - προμάχου, του αγωνιστή που υπερασπίζεται το δίκιο. Είναι το πρότυπο του «καλού καγαθού» συμπληρωμένου με αυτά της σοφίας και της καλοσύνης που πρώτος ο Πλάτωνας είχε τονίσει: «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται».
Πρότυπα υπάρχουν λοιπόν και είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και σεβαστά από το συλλογικό μας θυμικό. Το ίδιο όμως αναγνωρίζουμε και τη δυνατότητα του ανθρώπου για το χειρότερο, τη σκοτεινή εκείνη πλευρά του εαυτού που κάνει ακόμη και τα πιο προικισμένα και ξεχωριστά άτομα ικανά για τα χειρότερα εγκλήματα. Απέναντι σε αυτά ο δικός μας πολιτισμός έχει δημιουργήσει την τραγωδία ως μάθημα αποτροπής που υπενθύμιζε τη βέβαιη επιβολή της Νεμέσεως, της τιμωρίας από τους θεούς, σε όσους διέπρατταν ύβριν, μία αντίληψη που θα διατηρηθεί και στον χριστιανισμό που θα κρατήσει με διαφορετική πλέον, ηθική, σημασία την έννοια της αρετής ως πρότυπο ζωής και θα καταδικάσει την «αμαρτία».
Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως «σκοτώνοντας τον Θεό», μη έχοντας τον Θεό του, όπως λέμε, περιφρονεί κάθε ηθική επιταγή αναγάγοντας την «απελευθέρωση της επιθυμίας (που θα γίνει ο τάφος της κάθε εξουσίας, σύμφωνα με ένα αντεξουσιαστικό σύνθημα της δεκαετίας του ’80)» σε κυρίαρχο πρότυπο ζωής. Η αμφισβήτηση της κατεστημένης ηθικής και κυρίως της υποκρισίας που τη χαρακτηρίζει υπήρξε, φυσικά, αναγκαία. Έφτασε όμως στο σημείο να δώσει άλλοθι στην έκφραση ταπεινών και εγκληματικών ενστίκτων, όπως η παιδεραστία, ο βιασμός, η κακοποίηση γενικότερα, στο όνομα της «σεξουαλικής απελευθέρωσης» και της περιφρόνησης κάθε ηθικού φραγμού. Αυτό σε συνδυασμό με μία ανατροφή των παιδιών και ειδικά των αγοριών χωρίς όρια, με τα μυαλά τους φουσκωμένα με την ιδέα ότι μπορούν να «γ…ούν και να δέρνουν» ατιμώρητα τόσο από το σπίτι όσο και από το σχολείο της παραίτησης από την επιβολή ορίων, γέννησε τα τέρατα με τα οποία «πέφτουμε», τάχα, «από τα σύννεφα» όταν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα χρήσης για ατομική ικανοποίηση. Τώρα που γνωρίζουμε ότι δεν είναι όλες οι επιθυμίες «καλές» και ότι δεν είναι δυνατόν να μεγαλώνουμε αγόρια που δε σέβονται κανέναν κανόνα γιατί έχουν μάθει να τους επιτρέπονται τα πάντα, είμαστε σε θέση να αναθεωρήσουμε τη στάση μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να αποκαταστήσουμε στην κλίμακα αξιών μας εκείνα τα πρότυπα παιδείας που αντί να διαλύουν την κοινότητα σε εξατομικευμένες οντότητες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη μέσα από άπειρες ταυτότητες, όπου η κάθε μία διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια για τον εαυτό της, θα της επιτρέψουν να ανασυγκροτηθεί στη βάση του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, της πραγματικής αποδοχής και ανεκτικότητας αλλά και της επιβολής ορίων που χαλιναγωγούν την τάση του ανθρώπου προς το «κακό», στο όνομα της ενότητας.

ΠΗΓΗ