Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Ο Χρυσόστομος Σταμούλης έφυγε από τη ζωή στα 100χρονα από την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

«Θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης». Η συμβολή της πανεπιστημιακής θεολογίας στην αποστολή της Εκκλησίας και ο διάλογος της δημόσιας πλατείας

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ


Το 1925 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελούνταν καταρχήν από τέσσερις σχολές: τη Φιλοσοφική, τη Νομική, την Ιατρική και τη Θεολογική. Η λειτουργία της Θεολογικής καθυστέρησε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, καθώς οι πόρτες στους πρώτους φοιτητές άνοιξαν μόλις την ακαδημαϊκή χρονιά 1941-1942. Οι λόγοι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς κυριότερος και σημαντικότερος για τη σημερινή μας συζήτηση, η άρνηση πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων άλλων ειδικοτήτων, αλλά και κάποιων μελών της Εκκλησίας, να αποδεχτούν τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας. Και τούτο διότι θεωρούσαν ότι η θεολογία συνδέεται πλήρως και αποκλειστικά με την κατήχηση της Εκκλησίας, την ομολογιακή της ταυτότητα και οπωσδήποτε το μυστήριο της πίστης, το οποίο, καθώς πίστευαν, δεν έχει ουδεμία σχέση με την έρευνα και τη γνώση που παράγεται εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Τα χρόνια πέρασαν, η Θεολογική Σχολή λειτούργησε και λειτουργεί παράγοντας ξεχωριστό έργο, εκπαιδεύοντας τους καθηγητές θεολογίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα στελέχη της Εκκλησίας – κληρικούς και λαϊκούς -, αλλά και συμβάλλοντας με το συνολικό της έργο στο διάλογο της θεολογίας με τις επιστήμες, τις τέχνες και τον πολιτισμό στο σύνολό του. Η συζήτηση, βέβαια, για την ταυτότητα των θεολογικών τμημάτων, τα οποία δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αλλά στο κράτος, δεν σταμάτησε ποτέ. Πανεπιστήμιο και Εκκλησία άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε διαιρούνται ολοκληρωτικά. Ο διάλογος έτσι μοιάζει δύσκολος και η πορεία ανηφορική. Οι συγχύσεις πολλές, οι αντιφάσεις περισσότερες.
Και εξηγούμαι. Παράδειγμα πρώτο: ένα πρωινό, πριν από 30 περίπου χρόνια, όντας ακόμη φοιτητής της θεολογίας, προχωρούσα στο διάδρομο του δευτέρου ορόφου της Θεολογικής μας Σχολής∙ από απέναντι βλέπω να έρχεται ένας συμφοιτητής μου χειρονομώντας και φωνασκώντας. Τι έπαθες, του λέω. Άσε, μου απαντάει, σε αυτή τη Σχολή δεν μπορεί κανείς να σωθεί. Είχε ακούσει κάποια πράγματα από καθηγητή μας σε μια από τις παραδόσεις του, τα οποία του φάνηκαν εντελώς παράξενα – αιρετικά μου είπε -, τα οποία γκρέμιζαν τις βεβαιότητες του για όσα έως εκείνη τη στιγμή γνώριζε, κυρίως μέσα από τον χώρο της ενοριακής του κατήχησης. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι το πανεπιστήμιο δεν σώζει, δεν είναι αυτός ο ρόλος του∙ εκείνη που σώζει είναι η Εκκλησία. Το πανεπιστήμιο παρέχει γνώσεις, τις οποίες τα μέλη του αποκτούν μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες που συνδέονται με συγκεκριμένες μεθοδολογίες, που στοχεύουν την ερμηνεία των μνημείων του πολιτισμού, στην δικιά μας περίπτωση των μνημείων του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, με τελικό σκοπό, καθώς έλεγε ο Νίκος Ματσούκας, «όχι την ηθικιστική και φρονηματιστική διάπλαση του ανθρώπου, αλλά – και αυτό το σκοπό μπορεί να θέσει η επιστημονική θεολογία – στη μέθεξη ενός πολιτισμού για να κάνει τους ανθρώπους κινητικούς και δημιουργικούς».
Είχα τότε την αίσθηση, την έχω και σήμερα πως με τις σκέψεις μου αυτές δεν τον έπεισα. Οι λόγοι, καθώς πιστεύω, πολλοί. Πρώτος και καλύτερος, η ταύτιση της θεολογικής έρευνας, της επιστημονικής θεολογίας, με την κατήχηση της Εκκλησίας. Δεύτερος, η «αντικειμενική» και μονοδιάστατη θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας και η άρνηση αποδοχής του γεγονότος της ερμηνείας. Τρίτος, η απόλυτη κατάφαση στη βεβαιότητα και η αδυναμία έστω και μιας κάποιας αποδοχής του μυστηρίου της λειτουργικής απορίας, που δίνει νόημα στις διαδικασίες της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Μια απορία, η οποία επιτρέπει, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, στη ζωή να ελπίζει στην ερωτική της πλήρωση, τουτέστιν στη μετασκευή της σε μονή εγκατοίκησης του νυμφίου Χριστού. Αναφερόμενος στο θέμα της απορίας ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γράφει: «Το ν’ απορεί κανείς για τα πάντα είναι φυσικά ανόητο, ενώ το να μην απορεί για τίποτα είναι πολύ πιο κομψό και μάλιστα, δεν ξέρω για ποιο λόγο, θεωρείται και καθώς πρέπει. Αμφιβάλλω όμως αν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Κατά την γνώμη μου, το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι πολύ πιο ανόητο από το ν’ απορεί για τα πάντα. Κι εκτός αυτού: το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι σχεδόν το ίδιο με το να μην σέβεται τίποτα. Κι ένας ανόητος άνθρωπος είναι ανίκανος να σεβαστεί». Μαζί με αυτά, τέλος, και η σχιζοφρενική διαίρεση γνώσης και εμπειρίας, η οποία εισηγείται εν τέλει μια άλογη «εμπειρική θεολογία» με εμφανή τα σημάδια του φετιχισμού και της ειδωλολατρίας.
Παράδειγμα δεύτερο: Το Τμήμα Θεολογίας, στο οποίο έχω την τιμή και τη χαρά να προεδρεύω για δεύτερη διετία, διοργάνωσε τα τελευταία δύο χρόνια εννέα επιμορφωτικά σεμινάρια για ιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε όλες μου τις συναντήσεις με τους ιερείς έθετα επίμονα μια πρώτη και βασική ερώτηση: τι σημαίνει το όνομα Χριστός. Ομολογώ, πως σε ποσοστό 90%-95% οι απαντήσεις ήταν προβληματικές. Άλλες κινιόντουσαν προς το νεστοριανισμό, άλλες προς τον μονοφυσιτισμό, άλλες προς τον αρειανισμό και πολλές διαλεγόντουσαν με τα πολυποίκιλα δωμάτια του φαντασιακού. Κάποιος θα έλεγε πως ετούτο το πρόβλημα, ως κατεξοχήν γνωσιολογικό, δεν είναι σημαντικό, καθώς προηγείται η εμπειρία της σχέσης με το πρόσωπο. Οφείλω να ομολογήσω, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η αδυναμία κατανόησης δεν συνιστά μια χωρίς νόημα πραγματικότητα, καθώς αποκαλύπτει τη σταδιακή αλλοίωση του εκκλησιαστικού σώματος, τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τον πυρήνα της πίστεως που γνωρίζει ότι η γνώση, εξάπαντος όχι μόνον αυτή, ως μετοχή στην αλήθεια του πράγματος, φωτίζει, πλουτίζει και μεταμορφώνει τον άνθρωπο.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της πανεπιστημιακής θεολογίας. Σκοπός της, η διά της γνώσεως, της έρευνας και της μεθόδου, ανάκτηση της αλήθειας των ονομάτων, που με τη σειρά της οδηγεί στη ψηλάφηση της αλήθειας των πραγμάτων, τουτέστιν στην πραγμάτωση της μετοχής που κάνει τα πράγματα, τα οποία πάντα προηγούνται της επιστήμης και της ερμηνείας, να αληθεύουν. Με άλλα λόγια, η απομαγικοποίηση της «εκκλησιαστικής θεολογίας», η οποία σε πολλές περιπτώσεις, ευτυχώς όχι σε όλες, ως «θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης», καταπώς λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και εξάπαντος ταυτιζόμενη με προσωπικές ιδεολογίες και διαθέσεις που αντλούν ύπαρξη από τη διάθεση ανελεύθερης επιβολής και βίαιης κυριαρχικότητας, οδηγεί σε «πλου της πίστεως ακυβέρνητο». Φαινόμενα που σχετίζονται άμεσα με το τέρας του δογματισμού και την ομογάλακτή του εξουσιαστικότητα. Βέβαια, η αξιολόγηση και το οριστικό ξεδιάλεγμα των αποτελεσμάτων της έρευνας βαραίνει την Εκκλησία. Εκείνη έχει την τελική ευθύνη για την κατήχηση των μελών της και το μπόλιασμά τους στη μυστηριακή της ζωή.
Σήμερα, βέβαια, επικρατούν σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις υποκατάστασης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι σκοπός της δημόσιας θεολογικής εκπαίδευσης είναι η κατήχηση και η ανασύσταση της ομολογιακής ταυτότητας. Και τούτο διότι όλοι γνωρίζουμε, αλλά ελάχιστοι ομολογούμε, ότι η Εκκλησία είναι πλέον έρημη από κατήχηση. Η «Ορθόδοξη χώρα» είναι η πλέον ακατήχητη χώρα. Γεγονός που διευκολύνει τη μεταφορά της ευθύνης της για την κατήχηση στη δημόσια εκπαίδευση, την ίδια στιγμή, που λαβωμένη από φαινόμενα σύγχυσης, την επικρίνει για την απο-εκκλησιαστικοποίησή της και την ανεπάρκειά της.
Οφείλω να ομολογήσω, πως μια τέτοια άποψη είναι εξολοκλήρου λαθεμένη –τόσο επιστημολογικά, όσο και εκκλησιολογικά– και ως εκ τούτου υπεύθυνη για την ενοχοποίηση της ακαδημαϊκής θεολογίας από τη μια, αλλά και την συρρίκνωση της αποστολής της Εκκλησίας από την άλλη. Είναι πολλές οι περιπτώσεις σήμερα, που ο όρος ακαδημαϊκός θεολόγος λαμβάνει στο στόμα των επικριτών της πανεπιστημιακής θεολογίας διαστάσεις ύβρεως. Εξ αυτού και η αδυναμία διάκρισης των ουσιωδών που θα επιτρέψουν την πραγματική συνεργασία ακαδημαϊκής θεολογίας και Εκκλησίας στα πλαίσια της αναγκαίας συμβολής των δύο μεγεθών από τα οποία η κοινωνία, η δημόσια πλατεία, αναμένει πολλά. Βέβαια, η απόδοση ευθυνών στην Εκκλησία δεν κάνει μεμιάς ανεύθυνη την πανεπιστημιακή θεολογία, η οποία οφείλει πληρώνοντας τον σκοπό της, να συμβάλλει στην ανάδειξη της οικουμενικής ταυτότητας της Ορθοδοξίας, αλλά και της επιστημονικής της πληρότητας, που ελευθερώνει το σώμα και τις δημιουργικές δυνάμεις που το συγκροτούν. Και για να συμβεί αυτό οφείλει η πανεπιστημιακή θεολογία να κινηθεί πέρα και πάνω από τον στενό ακαδημαϊσμό, ο οποίος πραγματοποιείται ερήμην της ζωής και της κοινωνίας και εισηγείται έτσι μια θεολογία εσωστρεφή, μια θεολογία για τη θεολογία, μια επιστήμη για την επιστήμη, παραδομένη αποκλειστικά στην ιστορία, που δεν αφορά κανέναν παρά μόνον τους θιασώτες της. Κάποιες φορές ούτε και αυτούς. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι τούτη είναι μία ερμηνεία της ακαδημαϊκότητας∙ εξάπαντος όχι η μόνη, ούτε βέβαια η καλύτερη. Μια ερμηνεία που στηρίζεται προφανώς σε έναν κανόνα. Εντούτοις, ο γνήσιος ακαδημαϊσμός δεν αφίσταται από τη ζωή, ή για να ειπωθεί αλλιώς φτιάχτηκε για τη ζωή. Στην περίπτωση αυτή ακαδημαϊκή και πανεπιστημιακή θεολογία ταυτίζονται. Είναι αλήθεια όμως ότι τον τόνο πάντα, ή σχεδόν πάντα, δίνει η εκτροπή, που κάποτε αποκτά και διαστάσεις κανόνα.
Έτσι, για να είναι κάποιος δίκαιος με τα πράγματα, πρέπει να τονίσει ότι στην πορεία της ιστορίας της σύγχρονης Ορθόδοξης Θεολογίας δεν έλειψαν οι εκτροχιασμοί και οι αλλοτριώσεις. Ίσως να ήταν αυτοί οι εκτροχιασμοί και αυτές οι αλλοτριώσεις που οδήγησαν πολύ σημαντικούς θεολόγους του εικοστού αιώνα σε μια απόλυτα αρνητική κριτική της πανεπιστημιακής - ακαδημαϊκής θεολογίας. Μια κριτική όμως που έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και έφτασε να δαιμονοποιήσει αδιάκριτα κάθε ακαδημαϊκή προσπάθεια, αλλά και να δημιουργήσει φοβίες αξεπέραστες, που έβλαψαν τόσο τη Θεολογία όσο και την Εκκλησία στην Ελλάδα στη διάρκεια του εικοστού αιώνα. «Αλλά αν η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση», σημειώνει δηκτικά ο Γιάννης Τσαρούχης, «καταντάει στο τέλος να είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό». Και τούτο διότι τέτοιες φοβίες, τέτοιες ψυχολογικές νευρώσεις, κάνουν τον άνθρωπο να θέλει να βάλει στο γύψο ένα υγιές χέρι με το φόβο ότι αυτό μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να σπάσει, ή να παλεύει να βάλει στο γύψο κάθε υγιές χέρι διότι κάποιο χέρι έχει σπάσει. Έτσι, απέναντι σε τέτοιες πρακτικές και μεθοδεύσεις, το μόνο που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να θέσει τα όρια και να ορίσει τις απαρχές και τα κριτήρια του θεολογείν. «Υπάρχει μια παρεξήγηση με τη λέξη ακαδημία…», σημειώνει και πάλι ο Γιάννης Τσαρούχης, «μια αληθινή ακαδημία σου δίνει τα όπλα να πολεμήσεις, ενώ οι μονομερείς δεξιοτεχνίες μόνο τους ανόητους μπορούν να καταπλήξουν».
Και είναι αυτός ο λόγος, που κάποιες φορές, η Θεολογία θυμίζει κάπως τη γυναίκα του Λωτ. Απειθής και μαζί θυσιασμένη. Απειθής απέναντι στην κλήση της, να ολοκληρώσει τον σκοπό της, να αποτελέσει τώρα και στους αιώνες την κριτική και συνεπώς προφητική φωνή της Εκκλησίας και της ιστορίας. Και θυσιασμένη, στην υπηρεσία της εξουσιαστικότητας, σε κείνη την προσπάθεια, σε κείνη τη στάση, που παλεύει με νύχια και με δόντια να οριοθετήσει και να ελέγξει τις πιο βαθιές ανάγκες του ανθρώπου, τον πυρήνα της ύπαρξής του, την ίδια του τη ζωή.
Δεν χωρά αμφιβολία πως η ερμηνευτική προσπάθεια, αναγκασμένη πολλές φορές από την αγωνία ενός ποιμαντικού επείγοντος, έστρεψε τις περισσότερες φορές τη ματιά της στο χώρο της ηθικής. Είδε, έτσι, στο πρόσωπο της γυναίκας του Λωτ, και της τιμωρητικής μετατροπής της σε στήλη άλατος, ένα αιώνιο «σύμβολον απομαρανθείσης φρενός, και νου προς ηλιθιότητα μεταφοιτάν κειμένου, και εις εσχάτην πως αναισθησίαν εληλακότος». Πρακτική, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία ανα-κοίνωσης των πραγματικών διαστάσεων της βιβλικής διήγησης, και ως εκ τούτου την ελαχιστοποίηση της δυναμικής που κρύβεται στον εσώτερο πυρήνα της. Και το λέγω τούτο, διότι το μείζον της βιβλικής διήγησης της ιστορίας του Λωτ δεν εξαντλείται με τη χρησιμοποίησή της, δίκην ενός ακόμη παραδείγματος, στη δικαίωση του ηθικού κανόνα: επιθυμία – αμαρτία – θάνατος. Ενός κανόνα άλλωστε, που σε περιπτώσεις ενσυνείδητης ή ασυνείδητης αστοχίας, οδήγησε αδιάκριτα στην ενοχοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας και στην απουσία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος από την πραγματική ζωή.
Έχω την αίσθηση, πως το σημαντικό της ιστορίας τούτης της δύστυχης γυναίκας, βρίσκεται πέρα από το προφανές, στην κατανόηση της τραγικότητας της, που συνίσταται στην υπαρξιακή της αδυναμία να διακρίνει ποιο είναι το ένα εκείνο πράγμα που αποτελεί την πραγματική της ανάγκη.
Νομίζω, πως θα ’ταν καλύτερο σήμερα, με το δικαίωμα που μας δίνει η επιτακτική ανάγκη νέας νοηματοδότησης της πραγματικότητας, να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να πούμε πως η γυναίκα του Λωτ είναι παράδειγμα μιας πηγής που στέρεψε από επιθυμία. Το παράδειγμα μιας γυναίκας που προτίμησε το νεκρό παρελθόν από την αλήθεια του παρόντος. Γεγονός που καταδεικνύει δύο πράγματα· πρώτα την αδυναμία της να υπερβεί το εσωτερικό και μαζί υπαρξιακό της σύνορο, τα Σόδομα όλων των καλότυχων διχασμένων, που παλεύουν να σπάσουν τη βεβαιότητα της έσω ζωής, το νόστο του νόστου, που αγνοεί τα πρόσωπα και τα πράγματα, τα πολύτιμα ενός αδιόρθωτου πάθους, όσο και την αδυναμία του παρόντος να διεκδικήσει το ενδιαφέρον και την ύπαρξη των ανθρώπων μιας ζωής εν κινήσει.
Έχω την αίσθηση πως μια τέτοια ερμηνεία, παρότι ανοχύρωτη πόλη, στα μάτια υπομνηματιστών και «προφητών», του έτσι κι αλλιώς διαμορφωμένου κλειστοφοβικά παρελθόντος, προβαλλόμενη στο χώρο της σύγχρονης θεολογίας, μπορεί να αξιολογηθεί θετικά και να αξιοποιηθεί δημιουργικά.
Δίχως άλλο η άρνηση του παρόντος και η συνακόλουθη απουσία από αυτό συνιστά αμαρτία. Και τούτη την αμαρτία η σύγχρονη θεολογία στην Ελλάδα τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο όνομα, για παράδειγμα της παράδοσης, η θεολογία έχασε από τα μάτια της το παρόν, έχασε την ίδια της τη ζωή. Η απείθεια της γυναίκας του Λωτ είναι στ’ αλήθεια μια άρνηση της συμπόρευσης, μια δικαίωση, εξάπαντος όχι πρόσληψη του διχασμού, μια νίκη της απουσίας. Μια αναζήτηση των σπουδαίων και σημαντικών στο παρελθόν, και συνεπώς μια ομοούσια με την αναζήτηση άγνοια, πως τα πολύτιμα είναι πάντα δίπλα μας και εντός μας. Ξεχνούμε, έτσι, πως το παρελθόν έχει νόημα μόνο στην περίπτωση που βρίσκεται μέσα μας, όταν αποτελεί σύμβαση που νοηματοδοτεί το παρόν, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Ένα τέτοιο παρελθόν, όμως, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο μέλλον, σε αντίθεση με ότι συνηθίζουμε να λέμε, ζει στο παρόν και στα πρόσωπα, ζει με τα πρόσωπα, που το σημάδεψαν, γύρω μας και εντός μας. Είναι ένα συνεχές και μονίμως ανανεούμενο παρόν. Μια πραγματοποιημένη εσχατολογία και μια εσχατολογική πραγματικότητα. «Ημείς δε ου χρείαν έχομεν αποδημήσαι διά την βασιλείαν των ουρανών, ούτε περάσαι θάλασσαν διά την αρετήν… Η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστιν· Ουκούν η αρετή του θέλειν ημών μόνου χρείαν έχει· επειδήπερ εν ημίν εστι, και εξ ημών συνίσταται».
Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως μια τέτοια μαρτυρία είναι συγκλονιστική. Ταυτόχρονα, όμως, και προβληματική, όταν μετατρέπεται σε αργαλειό που υφαίνει εσωστρέφειες και αναστολές, ματαιώσεις και αποδράσεις. Είναι καιρός, νομίζω, να μιλήσουμε χωρίς φόβο και με πάθος. Όλοι το ψιθυρίζουν, αλλά λίγοι το φωνάζουν, πως η θεολογία μας πάσχει σήμερα από σοβαρή ασθένεια· από την ασθένεια της απουσίας του θέλειν, τουτέστιν από το ου θέλειν. Το ίδιο και η Εκκλησία. Πολλές φορές, αμφότερες, είτε μέσα από την επιστροφή στο παρελθόν, είτε μέσα από την απόδραση στο μέλλον, δίνουν την εικόνα μιας απόλυτης εσωστρέφειας, μιας ολοκληρωτικής απουσίας από τη ζωή. Και όταν οι τολμηροί, μαζί και αφελείς, ζητούν μια επιστροφή στην παρουσία, βρίσκονται αντιμέτωποι με κάθε λογής παραδόσεις, βέβαιες και για τούτο νεκρές, που είναι πάντα εκεί, πιστές στη μυστική συνάντηση, για να μεταφέρουν το κέντρο βάρους από τα ουσιώδη στα επουσιώδη, από το παρόν σε κάποιο νεφελώδες και ρητορικό μέλλον, το μέλλον του παρελθόντος, εξάπαντος όχι του παρόντος, από «τα πάντα και εν πάσι», στο τίποτα.
Ίσως, λοιπόν, η ευθύνη της σύγχρονης θεολογίας να είναι ακριβώς αυτή· να ξαναδημιουργήσει την προσδοκία, την επιθυμία της ζωής, όχι απλά της μεταθανάτιας ζωής, αλλά της ζωής πριν τον θάνατο, που είναι τροχιοδεικτική της άλλης ζωής. Μια ζωή επ-ανάστασης, που θα απομακρύνει μεμιάς το βόλεμα και την κλειστότητα στον ψευτόκοσμο που έχει δημιουργηθεί γύρω μας και εντός μας. Μια έκρηξη συμ-πάθειας, ενός λεπτού σιγή και ενός λεπτού μαζί για τον κόσμο που πονά, που τεμαχίζεται, που τσαλακώνεται, από εξουσιαστές και ατάλαντους. Ένας καημός για την καθημερινότητα. Μια άρνηση της σύμβασης. Μια κατάφαση στη χαμένη λαϊκότητα, που προτιμά την «αντάρτικη», «άχρηστη» ελευθερία από την υποκριτική πειθαρχία στην παράδοση. Άλλωστε ας μη μας ξεγελά η κινδυνολογία του αντιφωνητή, που βλέπει παντού και πάντα γκρέμισμα της παράδοσης και εισβολή νεωτερισμών ξένων προς το οικείο σώμα. «Την δύναμη», λέγει ο Τσαρούχης, «να πολεμήσεις την παράδοση σου πάλι η παράδοση σου θα σου τη δώσει». Και δεν χωρά αμφιβολία πως υπαινίσσεται εκείνες τις περιθωριοποιημένες φωνές, τα μεγάλα και κλεισμένα μονοπάτια, γεννήματα του ίδιου σώματος, της ίδιας γης, που τις κατάπιε η ολοκληρωτική μανία του κανόνα. Η διάθεση για αποκλειστικότητα και καθεστωτική, συστημική κυριαρχία. Το βασίλειο της απαγόρευσης. Εκείνο το περίεργο σύννεφο, που χωρίς αμφιβολία σκέπασε τη γη της θεολογίας και έκοψε τη λαλιά της. Ένα σύννεφο, που διεκδικεί απουσία από τα χώματα, από τις θείες φωνές που γεννά η γη. Και τούτο, διότι, καθώς σημειώνει ο ποιητής, «Δεν πονέσαμε ακόμα αρκετά / για να μας αγγίξει ο πόνος του διπλανού μας».
«Ο “επίσκοπος”», σημειώνει στο άκρως ενδιαφέρον βιβλίο της, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, «χτύπησε το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας και μου είπε άγρια: “Μοντενέγκρο, να σε πάρει ο δαίμονας, κατανόησε επιτέλους το πρόβλημα! Βρισκόμαστε σε δεινή θέση, για την οποία εσύ, εν τέλει, ευθύνεσαι. Τόσα χρόνια μας συμβούλευες να διδάσκουμε ότι η έρημος είναι απροσπέλαστη και η μόνη έξοδος είναι το λιμάνι. Σε εμπιστευτήκαμε και στηρίξαμε εκεί όλη τη δημαγωγία του άμβωνα. Η υδρία με το ένα στόμιο, η νύχτα με το ένα φεγγάρι, ο ποταμός με τη μία ροή. Τι να πούμε την επόμενη Κυριακή στους πιστούς; Λάθος, παρεξηγήσατε, ο ποταμός πλέει κι αντίστροφα, μα παραλείψαμε να το αναφέρουμε;” Εδώ που τα λέμε δεν είχε άδικο, εγώ τους συμβούλευα για το περιεχόμενο του κηρύγματός τους, αλλά έπαιρνα μυστικές οδηγίες από το Κυβερνείο, δεν αυτοσχεδίαζα. Ο μακαρίτης Βερά απαιτούσε να κρατώ τους αποίκους μακριά από την έρημο και υποχρεώθηκα να επινοήσω νέες παραβολές, να βάλω στο στόμα του Ιησού λόγια που ποτέ δεν τα είπε και να διαστρεβλώσω κατεβατά ολόκληρα της Βίβλου για να συντηρήσω τον τρόμο της ερήμου. Ωρυόμουν απ’ τον άμβωνα πως όποιος διανοηθεί να πατήσει στην άμμο θα τον βουτήξει η τσιμπίδα του Εωσφόρου. Ο νέος Κυβερνήτης έσπαγε αιφνιδιαστικά το ταμπού της ερήμου και με εξέθετε απερίγραπτα. Κατέβασα το κεφάλι».
Βέβαια, για να είναι κανείς δίκαιος με Θεό και ανθρώπους πρέπει να τονίσει, και επανέρχομαι εδώ στον αρχικό μου υπαινιγμό περί θυσίας της γυναίκας του Λωτ στο βωμό μιας κάποιας εξουσιαστικότητας, πως στα πατερικά ερμηνευτικά κείμενα της διήγησης, συναντούμε συχνά πυκνά κάποια ποιμαντικά στρογγυλέματα, που δίχως άλλο, όμως, μέσα από επάρκειες και ανεπάρκειες, επιτρέπουν την επέκταση και την αναγωγή, την τελική νίκη του διχασμού. Άλλωστε, ο διχασμός δεν είναι ένα ψυχολογικό δεκανίκι, μια αναγκαστική μορφή ύπαρξης, αλλά πραγματικότητα που μπορεί να υπερβαθεί, αλήθεια που ζητά να ξεπεραστεί μέσα από τη «βεβαίωση» της παρουσίας. Διχασμός και αμφιβολία, σαν αυτούς που ο Χριστός πέρασε στη Γεθσημανή, δίνουν το μέγεθος, αποκαλύπτουν την αυτογνωσία, μιας ύπαρξης που πάντα αναζητά την άλλη παρουσία, που ξεπερνά τη διαίρεση. Για να φτάσει όμως κάποιος στη «βεβαίωση» της παρουσίας οφείλει να αποδεχτεί το διχασμό, την αλήθειά του, που εξόριστη από την αμεσότητα αποκαλύπτει την εωσφορική μοναξιά και γύμνια. Την κατάφαση δηλαδή σε εκείνη την πραγματικότητα που η απουσία της άφησε τον διάλογο της άσκησης και της ευχαριστίας ανεκπλήρωτο. Την καταφυγή στην αδύναμη δύναμη που επιτρέπει την ποιητική υπέρβαση της εσωστρέφειας, τη ψηλάφηση του άθλου της ανάκρισης που γεννά ανάκραση τρόπου, συνάντηση τίμια.
Ο διχασμένος άνθρωπος δεν προσκυνά την ιδιοφυΐα, δεν ξεπέφτει στην ευφυΐα. Γιατί «η μεγαλύτερη τιμωρία», όπως μας υπενθυμίζει και πάλι η Ζωή Καρέλλη, «είναι η άμβλυνση της οδυνηρής ικανότητάς του ν’ αντιλαμβάνεται την φοβερή εμπειρία του διχασμού του». Κάθε λήθη αυτού του διχασμού μοιάζει να φλογώνει μέσα στον άνθρωπο αυτό που ονομάζουμε απάνθρωπο. Μια σκληρή βεβαιότητα, μια δύναμη, που γεννιέται από τον χωρισμό του μυαλού από το σώμα και του ενθάδε από το επέκεινα, και τον κάνει να ξεχνά πως το κτιστό υπάρχει στ’ αλήθεια όταν βουτά την ύπαρξή του στο άκτιστο…
«Και συ, Καπερναούμ», λέγει ο ευαγγελιστής και δείχνει με μιας το σκάνδαλον που αποδομεί τις βεβαιότητες της έρημης ζωής, «η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. πλην λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοι».

ΠΗΓΗ: ANTIDOSIS
Και εδώ: NULA DIES SINE LINEA

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Α. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2016). «Θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης». Η συμβολή της πανεπιστημιακής θεολογίας στην αποστολή της Εκκλησίας και ο διάλογος της δημόσιας πλατείας, στο: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι. Αθήνα: Αρμός, σσ. 193-207• [οι υπογραμμίσεις με κόκκινο χρώμα είναι δικές μου].

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Χριστός: Ο ελάχιστος αδελφός μας

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία με το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο (Μτ. κε΄ 31-46) μας υπενθυμίζει, λίγο πριν τη Μ. Σαρακοστή, το κριτήριο της σωτηρίας μας. Το γνωρίζουμε όλοι, μιας και το ακούμε συνέχεια. Όμως, λίγο «αγγίζει» την καρδιά μας ώστε ν’ αλλάξουμε στάση ζωής. Ο Κύριος λέει: «Δεν θα σωθούμε για τις νηστείες μας, για τις ασκήσεις μας και τις γονυκλισίες μας, αλλά θα σωθούμε μόνο αν έχουμε αγάπη για τον έσχατο αδελφό μας»Το έχουμε συνειδητοποιήσει, άραγε, αυτό; Μήπως η πίστη μας είναι «οχυρωμένη» πίσω από έναν θρησκευτικό «αυτισμό» και ένα «κλείσιμο» στον εαυτό μας;
Εκείνο, όμως, που μας εντυπωσιάζει, είναι αυτό που λέει ο Κύριος, όταν ρωτήθηκε απ’ τους ανθρώπους «πότε σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, φυλακισμένο και δε σε διακονήσαμε». Εκείνος τους απάντησε: «Εφόσον το κάνατε για τον ελάχιστο αδελφό σας, για μένα το κάνατε». Δηλαδή, όχι απλώς ο Χριστός νοιάζεται για το δυσκολεμένο άνθρωπο, όχι απλώς τον υπερασπίζεται, αλλά ταυτίζεται μαζί του. Όπως κάποιος που είναι πολύ φίλος μας και μας υπερασπίζεται, έτσι και ο Κύριος μας λέει: «Ταυτίζομαι με τον πεινασμένο, το φυλακισμένο, τον ασθενή, τον αμαρτωλό και τον εγκληματία. Αν θέλετε να κάνετε κάτι σε μένα, κάντε το σ’ αυτούς». Αυτός είναι ο «πλούτος» της αγάπης του Θεού.
Αν το κατανοήσουμε αυτό, τότε, εμπιστευόμαστε το Θεό και «ανοίγουμε» την καρδιά μας. Προκύπτει ένα ερώτημα: «Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον αδερφό μου; Πώς μπορώ να δω στο πρόσωπό του τον ίδιο τον Χριστό;». Η απάντηση είναι η εξής: Εφόσον αγαπήσω και εγώ τον εαυτό μου. Εάν αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ και το δυσκολεμένο άνθρωπο. Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου; Μόνο όταν αγαπηθώ. Δηλαδή, όταν βιώσω την αγάπη. Η πραγματική αγάπη είναι ο Χριστός. Άρα, μόνο όταν «γευτώ» την αγάπη του Θεού, αγαπώ τον εαυτό μου και μπορώ να αγαπώ κάθε άνθρωπο. Πώς μπορώ, όμως, να «γευτώ» την αγάπη του Θεού; Όταν «ανοιχτώ» σ’ Αυτόν. Πότε «ανοίγομαι» σ’ Αυτόν; Όταν καταλάβω ότι είμαι «φυλακισμένος», «διψασμένος» και «πεινασμένος».
Εφόσον καταλάβω τη «δίψα» και την «πείνα» της ψυχής μου και ζητήσω το έλεος του Θεού, τότε, Αυτός θα έρθει να γεμίσει την «πτωχεία» μου, την «αρρώστια» μου και την έλλειψή μου. Γεμάτος, πλέον, απ’ την αγάπη του Θεού θα μπορώ να διακονήσω κάθε άνθρωπο. Όχι γιατί μου το λέει και το επιβάλλει κάποιος, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορώ αν δεν δίνω αγάπη. Αυτό είναι το συγκλονιστικό. Δείκτης της πνευματικής μας κατάστασης είναι αυτή η στάση προς τον αδελφό μας. Δεν το κάνουμε για να πάμε στον παράδεισο, ούτε γιατί μας το είπε ο Χριστός, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς, εφόσον «γευτήκαμε» την αγάπη του Θεού.
Ένας «γεμάτος» άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Αγαπά όχι μόνο τον «καλό» άνθρωπο, αλλά και τον «κακό». Γιατί; Γιατί «κακός» ήταν και ο ίδιος και τον ελέησε ο Θεός. Δεν αγαπά μόνο τον «πιστό», γιατί «άπιστος» ήταν και του έδωσε το «δώρο» της πίστης-εμπιστοσύνης ο Θεός. Αν ερμηνεύσουμε τα πράγματα με θρησκευτικούς και ψυχολογικούς όρους, δεν θα βγάλουμε άκρη. Δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν άνθρωπο ν’ αγαπάει με τον τρόπο που λέει ο Χριστός. Μόνο ο άνθρωπος που «γεύτηκε» τον Χριστό μπορεί να το κάνει αυτό. Δηλαδή, ο μετανοών άνθρωπος αποκτά ήθος ευσπλαχνίας και αγάπης. Δεν αντέχει η ψυχή του να υπάρχουν πεινασμένοι, διψασμένοι, φυλακισμένοι και ασθενείς. Αυτομάτως η καρδιά του «κινείται» προς τον ασθενή για να τον διακονήσει. Γίνεται όλος «προσφορά», «επιείκεια» και «ανάπαυση».
Αυτός είναι ο πνευματικός άνθρωπος. Αυτό εννοεί ο Χριστός με το ευαγγέλιο. Μας τρομάζει όταν ακούμε το «ευαγγέλιο κρίσεως». Δεν καταλαβαίνουμε πως όταν ο Κύριος «απειλεί» για κόλαση, δεν το κάνει γιατί επιθυμεί την κόλασή μας, αλλά για να μην γίνει πράξη και να μας αποτρέψει απ’ αυτό το γεγονός. Δεν μας κολάζει ο Χριστός, αλλά οι ίδιοι κολαζόμαστε, αφού «πρόσκληση» είναι ο Χριστός προς όλους μας. Η μεγάλη μας αμαρτία, ιδίως, των θρησκευτικών ανθρώπων, είναι η σκληροκαρδία μας. Καλύτερα αμαρτωλοί με την επιείκεια που προτείνει ο Χριστός, παρά άγιοι και σκληρόκαρδοι. Άγιοι, ουσιαστικά «άγριοι», μιας και δεν αφήνουμε χώρο στην καρδιά μας για τον αδελφό μας.
Είδαμε τις προηγούμενες Κυριακές. Τον Φαρισαίο: Σκληρόκαρδος άνθρωπος, με κατάκριση, χωρίς επιείκεια και κατανόηση. Ο πρεσβύτερος υιός: Ενώ ήταν στο χώρο της πατρικής εστίας, δεν ανεχόταν την αγάπη. Το μεγαλύτερο «έγκλημα» απέναντι στον εαυτό μας είναι η σκληροκαρδία μας και το να μην έχουμε επιείκεια και συγχωρητικότητα. Δεν είναι μόνο να δώσεις «υλική» τροφή στον άνθρωπο, αλλά, κυρίως, «πνευματική». Τι «τροφή»; Την ελπίδα, την παρηγοριά, την ενθάρρυνση και να του πεις: «Και για σένα είναι ο Χριστός». Όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι στο βιβλίο του «Έγκλημα και Τιμωρία»: «Ο Κύριος θα προσκαλέσει τους αμαρτωλούς, τους εγκληματίες και θα τους πει: «Ελάτε στη βασιλεία μου». Θα πουν: «Τι καλό κάναμε;». Θα πει ο Θεός: «Σας βάζω μέσα στη βασιλεία γιατί δεν πιστεύατε πως αξίζατε τη βασιλεία μου».
Αυτός είναι ο τρόπος που «ανοίγει» τη βασιλεία των ουρανών: Ότι δεν πιστέψαμε ότι την αξίζουμε, αλλά ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού. Εφόσον ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού, πώς μπορούμε να μην ελεούμε τον ελάχιστο αδερφό μας; Η μεγαλύτερη αδικία εναντίον του εαυτού μας είναι αυτή: Να ζητάς ελεημοσύνη και να μην δίνεις. Να λες πως στηρίζεσαι στη χάρη του Θεού και να μην δίνεις χάρη, αφού στηρίζεται στη δικαιοσύνη σου. Ποια δικαιοσύνη, όμως, αφού, αν ο Θεός ήταν δίκαιος, θα μας είχε κάψει όλους; Σωζόμαστε γιατί είναι άδικος ο Θεός. Είναι άδικος γιατί μας αγαπά.
Το θέμα, λοιπόν, είναι να μπούμε σ’ αυτό το πνεύμα της αγάπης του Θεού. Να γίνουμε ένα «άνοιγμα» για κάθε άνθρωπο. Να δίνουμε παρηγοριά και στον πιο ξεφτιλισμένο άνθρωπο, γιατί και εμείς τέτοιοι είμαστε. Γιατί δεν δίνουμε; Μήπως δεν λάβαμε; Γιατί δεν λάβαμε; Μήπως πιστέψαμε στον εαυτό μας και γίναμε σκληρόκαρδοι; Ας προβληματιστούμε.
Μπαίνουμε στη Σαρακοστή. Θέλουμε να βιώσουμε το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Χρειάζεται να συγκλονιστούμε απ’ αυτό που μας λέει ο Χριστός: «Είμαι ο ελάχιστος αδελφός». Ταυτίζεται μαζί μας, με την αμαρτία μας και έρχεται και μας θεραπεύει. Αυτό που θα λάβουμε, το δίνουμε και στον αδελφό μας αδιακρίτως.

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

«Η θρησκευτική αρχή μέσα στον άνθρωπο εκφράζεται από τη γυναίκα»

«[…] αν ο Χριστός σώζη τον κόσμο, η Θεοτόκος είναι εκείνη που τον προστατεύει και εισάγει μέσα στην “απανθρωπία” του την τρυφερότητα της χάριτος. Αν ο Ντοστογιέφσκι ξεπερνά τις πιο σκοτεινές αβύσσους για να ριχτή στη χαρά, αυτό το οφείλει στη Μητέρα του Θεού, όπως δείχνει η σταθερή προσευχή του· “την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθιμι, Μήτερ του θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου”. Η Μητέρα του θεού είναι η Μεγάλη Μητέρα, “η πηγή της γης” (Γεν. 2,6). Η αλήθεια αυτή περιέχει μια μεγάλη χαρά για τους ανθρώπους. Η καταβρεγμένη γη, η τροφός γη, είναι η εικόνα του μητρικού κόλπου. Δια της Παρθένου, συμμετέχει στη γέννηση του Θεού και παρουσιάσει την κοσμική μορφή της γεννήσεως. Η προσέγγιση ανάμεσα στην Παρθένο και τον κόσμο είναι πολύ συχνή στα λειτουργικά κείμενα· “Γη αγαθή, ευλογημένη Θεόνυμφε, τον στάχυν η βλαστήσασα τον αγεώργητον και σωτήριον κόσμω, αξίωσόν με τούτον τρώγοντα σώζεσθαι” (προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία). Η κοσμική χαρά, ουράνια και γήινη, είναι σύμφυτη με την Μαριολογία. Πολλές προσευχές αποκαλούν την Παρθένο “χαρά κάθε δημιουργήματος” και προτρέπουν για τη χαρά, γιατί η Παναγία είναι η μορφή της θείας σοφίας. Δια μέσου της Παναγίας, η γυναικεία πνευματικότητα φαίνεται “σοφιανική” και συνδεδεμένη οργανικά με το Άγιο Πνεύμα».


ΠΑΥΛΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΦ. (32002). Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, μτφρ. Νίκου Ματσούκα. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σ. 223.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Η αιώνια ήττα μιας κοσμικής «Νίκης»

Του ΣΥΜΕΩΝ ΜΠΛΕΤΣΑ· Νομικού - Θεολόγου

Μόλις λίγες ημέρες πριν, η Εκκλησία γιόρτασε τη Δεσποτική Εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου, ένα γεγονός το οποίο σφραγίζει την επίγεια παρουσία του Κυρίου, καθώς αναλαμβανόμενος στους Ουρανούς παραδίδει την σκυτάλη της Θείας Οικονομίας στον Παράκλητο, το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου δεν είναι μονάχα το χρονικό επισφράγισμα αλλά και ο υπαρξιακός και ουσιώδης αέναος επίλογος του Μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Κύριος, όχι μόνο καταδέχτηκε να προσλάβει την ανθρώπινη φύση αλλά την κατέστησε και συμβασιλεύουσα δεξιά του Πατρός με την μακαρία Ανάληψή Του. Αυτό είναι, άλλωστε, και το σπουδαιότερο μήνυμα αυτής της εορτής από θεολογικής πλευράς.
Ωστόσο, διαβάζοντας κανείς ξανά και ξανά την περικοπή, διαπιστώνει πως δεν συνάγεται από το κείμενο, σε ανθρώπινο επίπεδο τουλάχιστον, ένας επαρκής λόγος, ώστε ο Κύριος να αναληφθεί. Σαρκώθηκε, κήρυξε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε νικώντας το κράτος του θανάτου. Γιατί, εφόσον νίκησε και μάλιστα πανηγυρικά, να χρειαστεί να φύγει; Γιατί να μην μείνει ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να μάθουν τα πέρατα της Οικουμένης ότι «Ανέστη Χριστός», έως ότου δεν μείνει ούτε ένας άπιστος;
Οι λόγοι στα ως άνω ερωτήματα είναι δύο. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ελευθερία του ανθρώπου. Όπως ξέρουμε, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος και μία υποθετική παραμονή του Χριστού ανάμεσά μας θα καταστρατηγούσε αυτή την ελευθερία. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Ιησού ως Κύριο της Ζωής και του Θανάτου, εφόσον θα τον έβλεπε αναστημένο, ενώ πριν λίγες μέρες νεκρό; Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί το Μυστήριο της Σάρκωσης, μπροστά σε αυτό το μέγα θαύμα; Και φυσικά η Ανάσταση του Κυρίου δεν περιορίζεται ούτε χρονικά αλλά ούτε και τοπικά. Φανταστείτε, λοιπόν, σε τι σύγχυση θα βρισκόταν ο σημερινός άνθρωπος βλέποντας τον Κύριο σε ηλικία 2025 ετών περίπου, να υπερέχει έναντι όλων των φυσικών νόμων. Θα μπορούσε να αρνηθεί κανείς τον Χριστό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν τον πιστεύει και δεν τον αποδέχεται ως Θεό και Σωτήρα; Θα μπορούσε, αλλά τα επιχειρήματά του θα ανήκαν στην ίδια κατηγορία με εκείνων της επίπεδης γης. Ο Κύριος, λοιπόν, κατεχόμενος από αμέτρητη αγάπη και φιλανθρωπία για το πλάσμα Του, αναλαμβάνεται στους Ουρανούς, δίνοντας την ευκαιρία στον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει ελεύθερα και με μόνο κριτήριο τον θείο πόθο.
Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας ακόμη λόγος της Αναλήψεως του Χριστού σε πλήρη συνάρτηση με τον πρώτο, αλλά με ιδιαίτερη βαρύτητα και επικαιρική ζήτηση. Αυτός είναι και ο λόγος με τον οποίο θα ήθελα να ασχοληθούμε σε αυτό το άρθρο. Ο Ιησούς είναι ένας αντιήρωας της εποχής Του, αλλά και κάθε εποχής. Αποτελεί το ύψιστο και απόλυτο παράδειγμα καταλλαγής και κένωσης. Ενώ είναι Θεός, ενώ είναι ο Δημιουργός ολάκερης της κτίσης, καταδέχεται να γίνει άνθρωπος. Και υπό ποιες συνθήκες γίνεται άνθρωπος; Πως θα μπορούσε ένας Θεός να σαρκωθεί; Σύμφωνα με την μικρόνοη και πεπερασμένη λογική μας, ο Κύριος θα έπρεπε να σαρκωθεί με δόξες και τιμές, να γεννηθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις και να κυριαρχεί επάνω στη γη ήδη από το πρώτο λεπτό. Αυτή, ωστόσο, είναι η ανθρώπινη σκέψη, η οποία όσο λογική κι αν φαντάζει δεν έχει θεία καταβολή.
Ο Χριστός έρχεται ως αντιήρωας, γεννιέται παράδοξα μέσα σε μία σπηλιά κυνηγημένος, μεταναστεύει για να γλιτώσει τον θάνατο, μεγαλώνει φτωχικά, ενώ είναι Θεός, καταδέχεται να ακολουθήσει και μάλιστα με μεγάλη ευλάβεια όλες τις απαραίτητες διατάξεις τόσο της ιουδαϊκής θρησκείας, όσο και της κοσμικής, ρωμαϊκής εν προκειμένω, εξουσίας. Κηρύττει, θαυματουργεί, θεραπεύει αρρώστους και ανασταίνει νεκρούς. Παρόλα αυτά, δέχεται τις ύβρεις, τις ειρωνείες, τα ραπίσματα, ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο από τους ανθρώπους που ο Ίδιος δημιούργησε. Ένας Θεός – Αντιήρωας, που ποτέ του δεν επιδίωξε την κοσμική αναγνώριση, ποτέ δεν φέρθηκε σαν άρχοντας, αλλά σαν δούλος υπηρετώντας τα πλάσματά Του. Από την αρχή της επίγειας παρουσίας Του δήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως η Βασιλεία του δεν είναι του κόσμου τούτου; Ναι ήρθε σε αυτόν τον κόσμο και για αυτόν τον κόσμο θυσιάστηκε και για αυτόν τον κόσμο αναστήθηκε και αυτόν τον κόσμο έσωσε. Αλλά όχι όπως εμείς νομίζουμε. Δεν ήρθε για να εξουσιάσει τον κόσμο, δεν ήρθε για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από τους Ρωμαίους, δεν ήρθε για να γίνει κοσμικός άρχοντας. Αυτός είναι και ο λόγος της Ανάληψης: Ο Χριστός αρνήθηκε κατηγορηματικά την ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ Του. Αρνείται να γίνει κοσμικός, γιατί ήξερε πολύ καλά, ως Θεός που ήταν, πως εάν παρέμενε αναστημένος στον κόσμο, θα εξουσίαζε τον κόσμο και οι πιστοί θα μετατρέπονταν σε οπαδοί. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, εκκοσμίκευση δεν είναι τα κοντά γένια των ιερέων και οι οικουμενικοί διάλογοι. Εκκοσμίκευση είναι να καθίσταται η Εκκλησία μέρος και κομμάτι της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Ο Χριστός και η Νύφη Του, η Εκκλησία, είναι πέρα και έξω από κάθε τέτοια λογική.
«Εν τω κόσμω» ναι! Αλλά «ούκ εκ του κόσμου». Όπως γράφει και ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο Ημερολόγιό του, η Εκκλησία ακροβατεί αιωνίως πάνω σε αυτό το δίπολο. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό και προσλήφθηκε από τον Χριστό για να σωθεί και τίποτε κακό δεν υπάρχει στον κόσμο επί της αρχής. Κανείς δεν μπορεί να αντιπεί σε αυτή την πραγματικότητα. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως η Εκκλησία πρέπει να εκκοσμικευτεί, πως έχει το δικαίωμα να γίνει είτε εμμέσως είτα άμεσα εξουσία. Λέγεται Αποστολική γιατί ιδρύθυκε από τους Αποστόλους και κατάγεται τρόπον τινά από αυτούς. Οι απόστολοι δεν έγιναν ποτέ εξουσία. Έζησαν και έδρασαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη για τον Χριστιανισμό εποχή αλλά κανείς τους δεν προσπάθησε να βρει κοσμικές λύσεις για αυτό. Επένδυσαν στο ευαγγελικό μήνυμα και στην αγιοπνευματική ζωή. Δεν επιχείρησαν να προσδώσουν στο κράτος στοιχεία χριστιανικά, δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να κηρύξουν, δεν προσπάθησαν να προστατευτούν από κανένα «χριστιανικό» κράτος. Άλλωστε δεν είχαν τέτοια εντολή από τον Κύριο. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλεία των Ουρανών και ταύατα πάντα προστεθήσονται». Ο Κύριος απέρριψε εξαρχής λάθε προσπάθεια καπήλευσης Του από τις κοσμικές τάσεις, είτε αυτές προέρχονταν από την τάξη των ζηλωτών, η οποία έβλεπε στο πρόσωπο Του έναν κοινό επαναστάτη, ο οποίος θα ελευθέρωνε τους Εβραίους από την ρωμαϊκή δουλεία, είτε προέρχονταν από τους ίδιους τους μαθητές, όπως στην περίπτωση των υιών Ζεβεδδαίου.
Η «θεοκρατία» του Βυζαντίου και κυρίως η παρερμήνευσή του από σημερινούς νοσταλγούς μιας φαντασιακής Εκκλησίας, μιας φαντασιακής Εκκλησίας, μιας φαντασιακής κοινωνίας, η οποία δεν υπήρξε ποτέ, έχει δημιουργήσει την απόλυτα λανθασμένη εντύπωση μιας κοσμικής εξουσίας, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η Εκκλησία. Κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει απλά και μόνο στην Εκκλησία. Κάτι τέτοιο αρνείται την Σάρκωση, αρνείται το Πάθος, αρνείται την Ανάσταση, αρνείται τον ίδιο τον Θεό. Αν ο Χριστός ήθελε να γίνει εξουσία ΚΑΙ με κοσμικούς όρους, δε θα έλεγε να αποδώσουν «τα του καίσαρος τω καίσαρι», αλλά θα ξεσήκωνε τους Ιουδαίους σε επανάσταση. Ο Απόστολος Παύλος δε θα έλεγε το «ου γαρ έχομεν ωδε μένουσαν πόλιν αλλά τη μέλουσαν επιζητούμεν» και ούτε θα καλούσε σε υπακοή στην κοσμική εξουσία. Θα ίδρυε ένα σωματείο για να προασπίζει τα συμφέροντα και τα ιδεώδη των χριστιανών.
Γιατί δεν έγιναν όλα αυτά; Γιατί η Εκκλησία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την κοσμική δύναμη και εξουσία. Η οποιαδήποτε ανάμειξή της με την πολιτική την εκκοσμικεύει και την καθιστά έναν ηθικό οργανισμό και όχι το Σώμα του Κυρίου. Τη φέρνει στα μέτρα του κόσμου βγάζοντας την από την Βασιλεία. Τι να την κάνεις άλλωστε τη Βασιλεία όταν έχεις την εξουσία;
Δυστυχώς, κι ενώ αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα, με μεγάλη μας λύπη, στις τελευταίες εκλογές έκανε την εμφάνισή του ένα κόμμα με την επωνυμία «Νίκη», το οποίο φάνηκε να προσπαθεί με κάθε μέσο να συνάξει τους πιστούς γύρω του, χρησιμοποιώντας είτε Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, είτε βάζοντας στους εκλογικούς καταλόγους συγγενείς αγίων. Προφανώς και κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να δημιουργήσει ένα πολιτικό κόμμα και αυτό να το εμπλουτίσει με όποιες πολιτικές ιδέες έχει καθώς και να εντάξει όποιους επιθυμεί. Μπορεί, επίσης, να είναι και Χριστιανός ένας πολιτικός και να διαπνέεται από τα νάματα της πίστης (αυτό θα ήταν ευχής έργον!). Αλλά μέχρι εκεί! Χριστιανός πολιτικός ναι! Χριστιανικό κόμμα επ’ ουδενεί. Ένα «χριστιανικό» κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα το οποίο παίρνει την πίστη και την κατεβάζει σε μικροπολιτικό επίπεδο, διαμορφώνοντάς την σε ένα εκλογικό πρόγραμμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φαρισαϊκό μόρφωμα με προτεσταντικές καταβολές και πρακτικές. Άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν στον προτεσταντισμό και τη Δύση γενικότερα κάθε κακό, αντιγράφουν με μαθητική επιμέλεια κάθε προτεσταντικό εκκοσμικευμένο δεδομένο. Εκμεταλλεύονται την Εκκλησία, τον ίδιο τον Χριστό, για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές και εξουσιαστικές τους βλέψεις.
Δεν πρόκειται μονάχα για μερικούς χριστιανούς οι οποίοι πολιτεύονται και μοιραία θα εκφράσουν την πίστη τους μέσα στην πολιτική, αλλά για ένα στρατευμένο σχέδιο καπηλείας της πίστης. Ουσιαστικά, αμφισβητείται ευθέως η σωστική δύναμη του Παναγίου Πνεύματος, αφού επιχειρείται μία επίγεια αντικατάστασή Του από πολιτικούς «σωτήρες».
Οι πιστοί ανήκουν και εκφράζονται ΜΟΝΟ από την Εκκλησία και όχι από κόμματα. Τα ευαγγελικό μήνυμα είναι θεόπνευστο και βασίζεται στην απόλυτη ελευθερία που παρέχεται από τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι νόμοι. Ο Κύριος απέρριψε τη νομική μορφή του Λόγου Του. Ένας χριστιανικός νόμος, μία πολιτική εμπνευσμένη και βασισμένη στο ευαγγέλιο, το μετατρέπει στις νεκρές πλάκες του Μωσαϊκού Νόμου. Η Εκκλησία, όμως, είναι πέρα και πάνω από κάθε πολιτική. Αναλαμβανόμενος ο Κύριος στον ουρανό υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί μας μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αν το πιστεύουμε αυτό, αν πιστεύουμε πως είναι ανάμεσά μας, πως σε κάθε Λειτουργία τρώμε το Σώμα Του και πίνουμε το Αίμα Του, τότε πώς γίνεται να μας πιάνει πανικός για το «καντάντημα» της αγνότητας στις μέρες μας; Πώς γίνεται να αναζητούμε επίγειους σωτήρες; Πώς γίνεται να δεχτούμε κάποιους που επικαλούνται τον Παράκλητο πριν τις πολιτικές τους συγκεντρώσεις, με την προσευχή να την εκφωνεί ένας λαϊκός χωρίς καμία εκκλησιολογική αναφορά. Δεν είναι αυτό προτεσταντισμός; Δεν είναι αυτό εκκοσμίκευση; Είναι και μάλιστα στην πιο ανέντιμη μορφή.
Ας αποφασίσουμε επιτέλους τι και πως θέλουμε να είμαστε. Αν καταφάσκουμε πως ο Κύριος «εστί μεθ’ημών και ουδείς καθ’ημών» εμπιστευόμαστε τον Θεό, χωρίς άγχος και απελπισία. Αν όχι, τότε «Χριστός ουκ εγήγερται» και «ματαία η πίστις ημών». Αλλά αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει και λόγος για χριστιανική πολιτική. Αν λογίζουμε τους εαυτούς μας ως μέλη της Εκκλησίας, τότε οφείλουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Αποστόλων και των μαρτύρων μακριά από εξουσίες και πολιτικές πρωτοκαθεδρίες. Η Εκκλησία «πολεμουμένη νικά, επιβουλευομένη περιγίνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται». Αλλιώς δε διαφέρουμε σε τίποτα από τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ και λέμε ευθαρσώς στον Κύριο: «Κάτσε εκεί που κάθεσαι! Εμείς μια χαρά τα καταφέρνουμε και μόνοι μας». Μη γένοιτο!

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Φιλάνθρωπος - «Άρχοντας» Θεός

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Μετάνοια και συγχώρηση είναι θύρες του Ευαγγελίου, σημεία της φιλανθρωπίας του Θεού, τρόπος ζωής και αδιάκοπη επιστροφή στο Θεό. Πλείστα όσα τα περί μετάνοιας και συγχώρησης κείμενα στη βιβλική και πατερική παράδοση. Ο Ολιβιέ Κλεμάν, στο περισπούδαστο βιβλίο του Η Θεολογία μετά το “θάνατο του Θεού”, στην παλαιά καλή έκδοση του 1973, στη γνωστή θεολογική σειρά «Σύνορο», γράφει ότι ο Χριστιανισμός δεν διαδραματίζεται ανάμεσα στους κανόνες του καλού και του κακού. Απεναντίας, βρίσκεται ανάμεσα στον μετανοήσαντα και στον αμετανόητο ληστή, δεξιά και αριστερά του Εσταυρωμένου Χριστού!
Αλλά και στη λογοτεχνία πλείστα όσα είναι τα κείμενα για τη μετάνοια και τη συγχώρηση. Κορυφαίος όλων των λογοτεχνών ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τεύχος 160, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2021), ο Σωτήρης Γουνελάς γράφει ένα ωραίο άρθρο για τη θυσία, την αγάπη και τη συγχώρηση στον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα. Είναι από τα καλύτερα άρθρα που έχω διαβάσει τελευταία για τον Ντοστογιέφσκι. 
Ωστόσο, το πλάτεμα της μετάνοιας και της συγχώρησης μπορεί κανείς να το βρει και στον μεγάλο Κρητικό, τον Νίκο Καζαντζάκη. Στον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, το παρακάτω απόσπασμα καταδεικνύει πως ο μετανοημένος άνθρωπος βρίσκεται σε τέλεια αρμονία και κοινωνία με τον Δημιουργό του!


ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1964). Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, σσ. 134-135.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Η σωτηρία του ασώτου υιού

«Η αγάπη είναι η αποκορύφωση της όλης πορείας του ασώτου που άρχισε, όπως είδαμε, από το φόβο μπροστά στην ελευθερία που επιδεινώθηκε με τον κίνδυνο να πεθάνει από την πείνα όταν “εγένετο λιμός ισχυρός”, για να καταλήξει στο δείπνο της αγάπης με το χορτασμό του από “τον μόσχον τον σιτευτόν”. Μιας πορείας που άρχισε από το φόβο για τη στέρηση τροφής ή για οποιαδήποτε άλλη στέρηση ως συνέπεια μιας αδέσμευτης ελευθερίας, της αποστασίας του, που όταν τη συνειδητοποίησε, μεταβλήθηκε ο φόβος του αυτός σε δέος, σε σεβασμό, σ’ ευσέβεια, για να καταλήξει σε αγάπη[1] όταν ο φιλεύσπλαχνος πατέρας του “δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού”[2]. Έτσι που η αγάπη να απωθήσει τελικά το φόβο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελιστή της αγάπης: “Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον”[3]».


ΜΙΧ. Κ. ΜΑΚΡΑΚΗΣ. (1992). Η ψυχολογία του ασώτου. Τα τρία στάδια της υπαρξιακής πορείας του. Θρησκειοψυχολογική ανάλυση με βάση «τα στάδια του δρόμου της ζωής» στον υπαρξισμό του Κίρκεγκωρ και με σύντομη αναφορά στον Ντοστογιέφσκι. Αθήνα: Αρμός, σσ. 48-49.

[1] Σε αναφορά με τον R. Otto στον οποίο οφείλουμε (στο βιβλίο Das Heilige) την περιγραφή και την ανάλυση των θρησκευτικών συναισθημάτων του δέους στις περισσότερες αποχρώσεις, ο Werner Gruehn παρατηρεί ότι «τα συναισθήματα του φόβου κατέχουσι μόνον τας κατωτάτας βαθμίδας της ευσεβείας και ότι εν αυταίς κέκτηνται σπουδαιότητά τινα δι’ αυτήν» (W. Gruehn, Η Ψυχολογία της Θρησκείας, μτφρ Β. Κ. Έξαρχου, μετά ειδικού Προλόγου του συγγραφέως και διεθνούς βιβλιογραφίας μέχρι του 1937, Αθήνα 1938, σ. 143). Στο σημείο αυτό παρεμβάλλει ο Gruehn το γραφικό χωρίο από την Α΄ Ιωάν. σ΄ 18: «Η τέλια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ο φόβος στις ανώτερες βαθμίδες εμφανίζεται μονάχα ως σεβασμός ή ευλάβεια, ώστε με τέτοια έννοια ν’ αποτελέσει μάλιστα και ουσιαστικό στοιχείο της θρησκείας. Εδώ ακριβώς αναφέρει ο Gruehn τα λόγια του Λουθήρου: «Οφείλομεν να φοβώμεθα και να αγαπώμεν τον Θεόν».
[2] Λουκ. ιε΄ 20.
[3] Α΄ Ιωάν. δ΄ 18.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Ο εμπόλεμος Πατριάρχης Ρωσίας Κύριλλος

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Ο Πατριάρχης της Μόσχας Κύριλλος δικαιολόγησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η βάση της είναι ηθική, «μεταξύ αγιότητας και αμαρτίας», υποστηρίζει. Στυγερότατε Πατριάρχα Ρωσίας δικαιολογείτε έναν κόσμο σφαγείο και ηφαίστειο. Για ακόμη μια φορά, στη μακραίωνη ανθρώπινη Ιστορία, ο Θεός είναι Ο εμπόλεμος Θεός, Ο Θεός είναι φανατικός. Λογής λογής φονταμενταλιστές και εθνικιστές, στο πρόσωπο του Πατριάρχη των Ρως «αισθάνονται ότι μάχονται ενάντια σε δυνάμεις, οι οποίες απειλούν τις πιο ιερές αξίες τους», «δεν σταμάτησαν ακόμα και μετά το φασισμό, το μπολσεβικισμό, το ναζισμό» να πολεμούν τους αμαρτωλούς ετούτου του κόσμου. Το βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα Η Τρίτη Ρώμη: Η Μόσχα και ο θρόνος της Ορθοδοξίας, όποιος κι όποια το διαβάσει, (ιδιαίτερα τα κεφάλαια 7. «Η ιστορία είναι το μέλλον»: Η Ορθόδοξη Εκκλησία στον ρωσικό εθνικισμό και κρατική πολιτική & 9. Ουκρανία: Η νέμεση της «Τρίτης Ρώμης» και του «ρωσικού κόσμου») θα καταλάβει γιατί Κύριλλος και Πούτιν πάνε χεράκι χεράκι. Ο Ντοστιγιέβσκη, πάντως, έβαλε τον Ιβάν Καραμαζώφ να λέει ότι γι’ αυτόν αποτελεί μυστήριο το ότι κάποιος μπορεί να αγαπά τον πλησίον του!

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Ο θεολόγος – παιδαγωγός της ελπίδας Γιάννης Καλδέλλης· υμνητής του Κίρκεγκωρ και του Ντοστογιέφσκι

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Κύμα στο μνήμα / κοντά στον ασφόδελο / καρδερίνα τι κλαίεις;», Ιερομονάχου Συμεών. (1994). Συμεών Μνήμα. Αθήνα: Άγρα, χ.α.σ. 

Το πρωινό τηλεφώνημα από τον αγαπητό Στρατή Μπαλάσκα δεν ήταν ευχάριστο. Μηνούσε το θλιβερό μαντάτο θανάτου του κυρ Γιάννη Καλδέλλη, στα 86 χρόνια του. Η πρώτη-μου σκέψη: ο Θεός να αναπαύει την ψυχή-του. Όσο, όμως, περνά η μέρα, η σκέψη μου γι’ αυτόν τον τόσο αξιόλογο θεολόγο – παιδαγωγό και ΔΑΣΚΑΛΟ κινείται γύρω από την προσφορά-του τόσο στα θεολογικά όσο και στα εκπαιδευτικά πράγματα του μικρού τόπου-μας, της Μυτιλήνης και της Λέσβου εν γένει. 


Γνώριζα προσωπικά τον κυρ Γιάννη, περίπου μια εικοσαετία, από τότε που μόνιμα εγκαταστάθηκα εδώ στη Μυτιλήνη. Δύο – τρία στιγμιότυπα αυτής της γνωριμίας αξίζει να τα αναφέρω, έχουν την αξία-τους, νομίζω. Είναι η πρώτη οφειλή-μου στη μνημόνευσή του, εκεί στην αγκαλιά του Θεού που, από σήμερα, αιώνια πια θα αναπαύεται και θα μεθά από την αγάπη-Του, στην αγκαλιά του Σωτήρος της «κτίσεως, της αισθητής και νοουμένης»
Ευτύχησα να έχω τα δύο εγγόνια του μαθητές-μου, τον Γιαννάκο και τη Μαριώ, χαρισματικά παιδιά, με ήθος – τώρα σπουδάζουν τις επιστήμες που αγαπούν. Συχνά τους έλεγα να είναι υπερήφανα για τον παππού-τους και, μάλιστα, επίμονα πολλές φορές τα παρότρυνα να διαβάσουν ένα από τα βιβλία που έγραψε ο κυρ Γιάννης, εκείνο το βιβλίο, που για τα δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης αποτελεί ένα άριστο βιβλιογραφικό δεδομένο, για το πώς το σχολείο οφείλει να μην είναι φως που τυφλώνει – ο πλήρης τίτλος: Σχολείο: Φως που τυφλώνει; - εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1991, εξαντλημένο σήμερα, αλλά δυστυχώς άγνωστο σε πολλούς ντόπιους και μη ντόπιους δασκάλους και καθηγητές. Ευτύχησα, επίσης, να κοσμούν τη βιβλιοθήκη-μου και τα τρία βιβλία-του. Ήδη ανέφερα το ένα. Τα άλλα δύο που, εξ ολοκλήρου ανήκουν στη θεολογική επιστήμη, τολμώ να πω ότι για την εποχή που γράφτηκαν, καίρια την εμπλούτισαν. Κι εξηγούμε τι εννοώ: για έναν θεολόγο καθηγητή, που ζούσε σε μια περιφερειακή πόλη, τη Μυτιλήνη, και δίδασκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ήταν παράτολμο κι επικίνδυνο θα ‘λεγα - αφού τότε για τα καλά στην εκκλησιαστική ζωή κυριαρχούσαν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις - να γράφει για έναν από τους σπουδαιότερους ήρωες της Θεολογίας του τέλους του 2ου και του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, τον Ωριγένη. Όπως, επίσης, ήταν πρωτοποριακό ένας θεολόγος καθηγητής να συγγράφει ένα βιβλίο για την αγωνία και τον φόβο, σύμφωνα με την Ορθόδοξη σκέψη και να διδάσκει ταυτόχρονα στις σχολικές τάξεις γι’ αυτά τα δύο, χρησιμοποιώντας κείμενα όχι μόνον της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά, και των Καζαντζάκη, Καρμίρη, Μακράκη, Μπερδιάγιεφ, Ντοστογιέφσκι, Κίρκεγκωρ, Καμύ, Ράσσελ, Σαρτρ, Φρομ, Νίτσε, Κλεμάν. Ευτύχησα, τέλος, να τον συναντώ συχνά, στην είσοδο του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης, όπου κατά τη δεκαετία του ’80 υπηρέτησε και ως καθηγητής και ως διευθυντής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μειλίχιο βλέμμα-του και την επωδό - ερώτησή του «πως πάει η νεότερη θεολογία;». Με την απάντησή μου, βέβαια, πάντα συγκεκριμένη: «προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια-σας κυρ Γιάννη». Αυτό το λέγω γιατί όσους έχω συναντήσει και είχαν καθηγητή τον κυρ Γιάννη, η εικόνα που εισπράττω είναι πάντα η ίδια: «ξεχωριστός δάσκαλος, μας έμαθε να σκεφτόμαστε, συζητούσε μαζί-μας». Κατά το κοινώς λεγόμενο, ως ΔΑΣΚΑΛΟΣ ο κυρ Γιάννης Καλδέλλης «άφησε εποχή», θα μείνει αλησμόνητος για το χαμόγελο και το πρωτοποριακό διδακτικό-του έργο. 
Κλείνω ετούτη τη μνημόνευση του κυρ Γιάννη με την εξής επισήμανση: ξεκάθαρα φαίνεται πως το πέρασμά του από τις σχολικές τάξεις, ωφέλησε τη θρησκευτική εκπαίδευση. Θεωρούσε ότι αυτή όφειλε να διέπεται από θεμελιώδεις παραμέτρους, όπως η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου, η ιστορικότητα και η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, η φιλανθρωπία, η αγάπη, η ελευθερία και η ελπίδα που πλουσιοπάροχα προσφέρει η χριστιανική πίστη, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της εσωστρέφειας, διατηρώντας ζωντανή, δυναμική και ενσαρκούμενη τη μαρτυρία της Εκκλησίας προς κάθε άνθρωπο, που άλλη δεν είναι από την εν Χριστώ αγάπη, (Α΄ Κορ. 13, 8-9). 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ 


«Η ελευθερία του ανθρώπου κατά τον Ωριγένη διατηρείται μέσα στον κόσμο της αναγκαιότητας. Πάντοτε στην ιστορία του ανθρώπου συγκρούονται “τα έξωθεν” με τα “εφ’ ημίν” του Ωριγένη, ο άνθρωπος, ο φαινομενικά δούλος των εξωτερικών παρωθήσεων, με την ελευθερία μπορεί να αντιστέκεται στην αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει απόλυτος καταναγκασμός ως προς την εκλογή του καλού ή του κακού. Ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος και οφείλει να αποδεχθεί ως κλήρο το φως της αλήθειας· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 361). Γι’ αυτό τιμωρούμαστε “εφ οις αμαρτάνομεν, τιμώμεθα δε εφ’ οις ευ πράττομεν”· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 309) […] Η ελευθερία ερμηνεύει και εξηγεί την πτώση του ανθρώπου. Γιατί η αμαρτία, επειδή δεν είναι κάτι το υλικό, δεν έχει τις ρίζες-της στην ύλη, αλλά στην ελεύθερη θέληση της ψυχής, η οποία παραδίνεται στον υλικό κόσμο. Και κατά τον Μπερδιάγιεφ “η ελευθερία γενικώς καθίσταται υπεύθυνος του κακού, η ελευθερία, την οποίαν το πλάσμα έλαβε παρά του Πλάστου, και της οποίας έκαμε κατάχρησιν”· (Ν. Μπερδιάγιεφ, Περί του προορισμού του ανθρώπου, μτφρ. Ειρηναίου μητροπολίτου Σάμου, Αθήναι 1950, σ. 58)»

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1978). Το θεολογικό και φιλοσοφικό σύστημα του Ωριγένη. Μυτιλήνη, σσ. 188, 189. 


«Λέγει ο πατήρ Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκυ: “τι είναι η κόλαση; Και λέω πως είναι το μαρτύριο να μην αγαπά κανείς”». 
«Άνθρωπος και θρησκεία δεν μπορούν να χωρισθούν χωρίς δάκρυα. Η αγωνία τού ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου είναι βαθιά και γνήσια». 
«Πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά των εφήβων, τη χυδαιότητα και τη σκληρότητα κρύβεται πόνος πολύς, πόθος για πληρότητα και για ομορφιά, καλοσύνη, αγάπη, τρυφερότητα, αναγνώριση, εμπιστοσύνη, αφοσίωση, ανάγκη να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους και να την βαθύνουν». 
«Είναι ζωτικός παράγοντας η πίστη. Όχι η ψεύτικη, η τυπική, η με αποχρώσεις φανατισμού… Η πίστη είναι εμπιστοσύνη, εσωτερικό βίωμα ελεύθερο, είναι ενέργημα ολόκληρης της προσωπικότητας του ανθρώπου. Συμμετέχουν σ’ αυτή η βούληση, η γνώση και η συγκίνηση». 
«Η φοβερότερη μορφή αθεΐας είναι η αθεΐα στην πρακτική ζωή. Αυτή τη μορφή αθεΐας συχνά τη συναντάμε ανάμεσα στους κατ’ όνομα χριστιανούς». 
«Άθεοι όπως ο Νίτσε, νιώθουν φρίκη, παγωνιά, αγωνία στο άκουσμα του αγγέλματος του θανάτου». 
«Υπάρχουν και οι γελοιώδεις άθεοι. Είναι εκείνοι οι τύποι που τάχα στο όνομα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, δεν θέλουν να σκύβουν μπροστά σε θεούς και σταυρούς, κι όμως άνετα, όπως παρατηρεί ένας ψυχολόγος, στέκονται προσοχή με κοντό παντελονάκι σε μια προσκοπική τελετή, όπου ένα παιδάκι με γυμνά γόνατα περνάει φέρνοντας ένα λύκο πάνω σε ένα κοντάρι. Ή που πρόθυμα υποκλίνονται μπροστά σε όποιο δικτατορίσκο και γενικότερα στην κρατική εξουσία». 
«Ο έρωτας είναι η συνάντηση του ανεπανάληπτου, του μοναδικού. Αγαπώντας αρχίζει ο άνθρωπος να βλέπει τους συνανθρώπους-του ως πρόσωπα, όχι ως ωφέλιμα ή χρηστικά αντικείμενα. Και βοηθά και τους άλλους να νιώθουν έτσι. Γράφει ο Σολζενίτσιν: “Δεν είναι το βιοτικό επίπεδο που κάνει την ευτυχία των ανθρώπων, αλλά οι δεσμοί της καρδιάς”. Ας θυμηθούμε τον “Φάουστ” του Γκαίτε. Η αγάπη της Μαργαρίτας αναγκάζει τον Φάουστ να νιώσει το κακό που της έκανε και να αναφωνήσει “αχ, να μην είχα γεννηθεί”». 
«Η πίστη είναι δρόμος για το Θεό που είναι Αγάπη. Άρα η πίστη είναι το μέσο, ενώ η αγάπη ο σκοπός. Και είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε πως η αγάπη είναι αρχή πνευματική και ουσία της ελευθερίας. Πάντα κάνει αίσθηση, όπως ιδιαίτερα τονίσθηκε στην ενότητα “στραγγαλισμός της αλήθεια και της ελευθερίας”, στους νέους η συνάφεια ελευθερίας και αγάπης. Η αγάπη είναι δώρο της ελευθερίας αλλά και η ελευθερία είναι προσφορά της αγάπης, της αγάπης του Θεού , όπως διδάσκει η Ορθοδοξία». 
«Η πίστη στο Θεό είναι μια εσωτερική εμπειρία, μια διαίσθηση, ένα βίωμα, σαν την αγάπη». 

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1991). Σχολείο: φως που τυφλώνει; Αθήνα: Βιβλιογονία, σσ., passim. 


«Η εσωτερική ειρήνη είναι απαραίτητη για μια ζωή χωρίς άγχη και φοβίες. Την ζητούμε, αλλά δεν τη βρίσκουμε, λέγει ο Χρυσόστομος, γιατί έχει εκδιωχθεί κι αφού άφησε τη γη αναχώρησε για τον ουρανό. Μπορούμε όμως και πάλι να την επαναφέρουμε, αν θέλουμε, αφού διώξουμε την ανοησία και την αλαζονεία και με το να επιλέξουμε μια ζωή σώφρονα και λιτή. Για να είναι όμως ο άνθρωπος ουσιαστικά ευτυχής, απαλλαγμένος από άγχη και φοβίες, οφείλει να έχει σκοπούς. Γράφει ο Antony Bloom: “Ξαφνικά ανακάλυψα ότι η ευτυχία, αν δε έχει ένα σκοπό, γίνεται ανυπόφορη”». 

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1998). Η υπέρβαση της αγωνίας, του άγχους και του φόβου κατά την Ορθόδοξη σκέψη. Μυτιλήνη: Πορεία, σ. 180.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Ο Τζωρτζ Στάινερ διαβάζει αντιστικτικά Τολστόι και Ντοστογιέφσκι

«Πολύ συχνά οι παρεκβάσεις του Τολστόι ή του Ντοστογιέφσκι στην πολιτική θεωρία, τη θεολογία και τη μελέτη της ιστορίας έχουν απορριφθεί ως εκκεντρικότητες της ιδιοφυΐας ή ως εκείνες οι παράδοξες στιγμές τυφλότητας τις οποίες δικαιούνται τα μεγάλα πνεύματα. Όποτε ερευνήθηκαν σοβαρά, γινόταν πάντα διάκριση ανάμεσα στον φιλόσοφο και τον λογοτέχνη. Αλλά στην ώριμη τέχνη η τεχνική και η μεταφυσική είναι όψεις του ίδιου πράγματος, μιας ενότητας. Στον Τολστόι και στον Ντοστογιέφσκι και, ίσως, στον Δάντη, η ποιητική και η μεταφυσική, η ενόρμηση για δημιουργία και για συστηματική γνώση, υπήρξαν διαφορετικές αλλά αδιαχώριστες αποκρίσεις στην πίεση της εμπειρίας. Η θεολογία και η κοσμοθεωρία που περικλείονται στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Τολστόι έχουν περάσει από το ίδιο κόσκινο των πεποιθήσεων. Το Πόλεμος και Ειρήνη είναι ένα ποίημα για την ιστορία, αλλά για την ιστορία ιδωμένη υπό το συγκεκριμένο φως, ή, αν προτιμάτε, το συγκεκριμένο σκοτάδι του τολστοϊκού ντετερμινισμού. Η ποιητική του μυθιστοριογράφου και ο μύθος των ανθρωπίνων πραγμάτων που υποβάλλει έχουν ισάξιες απαιτήσεις στην κατανόησή μας. Η μεταφυσική του Ντοστογιέφσκι έχει εσχάτως αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής έρευνας· είναι μία από τις βασικές πηγές του σύγχρονου υπαρξισμού. Όμως ελάχιστα πράγματα έχουν ειπωθεί για την κρίσιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο μεσσιανικό και αποκαλυπτικό όραμα του συγγραφέα και τις πραγματωμένες μορφές του έργου του. Πως εισέρχεται η μεταφυσική στη λογοτεχνία και τι συμβαίνει όταν βρεθεί εκεί; Στο τελευταίο κεφάλαιο του δοκιμίου μου θα ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα, που αναδεικνύεται παραδειγματικά σε έργα όπως η Άννα Καρένινα, η Ανάσταση, οι Δαιμονισμένοι και οι Αδελφοί Καραμαζώφ». 


ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ. (2015). Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης. Αθήνα: Αντίποδες, σσ. 31-32.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Ο Σταυρός του Χριστού είναι ανοιχτά χέρια κι όχι «σταυρός» σφιγμένη γροθιά

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Αναγκαία διασάφηση 

Το άρθρο μου αυτό είδε το φως της δημοσιότητας πριν ολίγες ημέρες στην ιστοσελίδα ΤΟ ΝΗΣΙ. Γράφτηκε λαμβάνοντας υπ’ όψιν καθαρά θεολογικά και ιστορικά δεδομένα, δίχως την παραμικρή σκέψη εμπλοκής μου σε εκείνα τα παιχνίδια πολιτικής, τα ανακατεμένα με θεολογική - εκκλησιαστική ορολογία και γλώσσα. Έγνοια μου ήταν να υπάρξει ένας καλοπροαίρετος παρεμβατικός λόγος, αυστηρά θεολογικοϊστορικός, στα όσα με διχαστικό τρόπο για μήνες συμβαίνουν στην πόλη μας, με αφορμή τον Σταυρό στην παραλία του Απελλή. Την ίδια ακριβώς έγνοια είχε και το μετά από δύο ημέρες άρθρο μου – σχολιασμός, που κι αυτό δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ΣΤΟ ΝΗΣΙ, το οποίο μάλιστα δέχθηκε κι ένα σχόλιο αναγνώστη – για κάποια ώρα φιλοξενούνταν στο site, διαγράφτηκε όμως, δεν γνωρίζω την αιτία γιατί. Σ' αυτό το σχόλιο, το οποίο με προσοχή διάβασα, αν και καλοδεχούμενο, ομολογώ πως σε καμιά περίπτωση δεν μπήκα στον «πειρασμό» να απαντήσω. Δεν είχα την παραμικρή διάθεση, για τον εξής βέβαια λόγο: οι σκέψεις του συντάκτη ήταν ασφυκτικά δεμένες στις πέδες ενός Χριστιανισμού περίκλειστου στον εαυτό του. Πέραν της ελλιπούς γνώσης θεολογικών και ιστορικών δεδομένων που είχε, δεν θέλησα να εμπλακώ σε μια «συζήτηση» - αν τελικά αυτή γινόταν στο χώρο των σχολίων – διότι ο σχολιαστής βρίσκονταν σε κατάσταση θρησκευτικής συνειδησιακής γυμνότητας, που σημαίνει ότι ο κόπος μου θα πήγαινε στράφι, όπως σοφά μας θυμίζει ο απλός λαός μας. Συνεπώς, κατά το πρόταγμα του Διονύσιου Σολωμού που λέγει πως γνήσιος άνθρωπος είναι ο άγρυπνος, γιατί μέσα σ’ ένα καθεστώς τέτοιας εσωτερικής αγρύπνιας μπορεί να ανακαλύψει τον βαθύτερον εαυτό του, ο καλοπροαίρετος θέλω να πιστεύω σχολιαστής των απόψεών μου για τον Σταυρό στην παραλία του Απελλή, δεν ήταν «άγρυπνος» άνθρωπος, γι’ αυτό και δεν απάντησα. 
Γνωστό είναι πως μια λάμπα φωτός όταν πρόκειται να καεί, για κάποια δευτερόλεπτα είτε εκπέμπει περισσότερο φως είτε τρεμοσβήνει. Μετά υπάρχει απόλυτο σκοτάδι. Έτσι και η ιστορία του Σταυρού στην παραλία του Απελλή, ενώ θέλει να εκπέμψει κάποιο φως - έτσι λένε όσοι υποστηρίζουν την ύπαρξή του εκεί - δυστυχώς (και λυπάμαι βαθύτατα που το λέγω) μάλλον απατώνται όσοι το υποστηρίζουν. Χωρίς να το καταλαβαίνουν βρίσκονται εκτεθειμένοι ενώπιον Θεού κι ανθρώπων. Δεν ξέρω, μπορεί να κάμω και λάθος. Όμως, έχω την αίσθηση πως εξαιτίας αυτού του γεγονότος που, καθώς φαίνεται έχει διχάσει την τοπική μας κοινωνία, το όνομα του Χριστού που όλοι μας πιστεύουμε, μάλλον «βλασφημείται εν τοις έθνεσιν» (Ρωμ. 2, 24). Εξηγούμαι γιατί το γράφω αυτό, δίχως να ‘χω την παραμικρή διάθεση να κάμω κήρυγμα, ντυμένος με τη λεοντή του «φωταδιστή» ιεροκατήγορου. Απλώς, βάσει εσωτερικών κριτηρίων της Εκκλησίας και της Θεολογίας της, στοχάζομαι πως όλοι μας, μας όλοι μας, υποστηρικτές και μη υποστηρικτές στο να υπάρχει ένας Σταυρός στην παραλία του Απελλή, οφείλουμε να πενθήσουμε την εκκλησιαστική ορφάνια μας. Και μιας άρχισε η Μεγάλη Σαρακοστή, καλόν είναι να αποσυρθούμε στις προσωπικές «μονές» της μετάνοιάς μας και να κλάψουμε τις αστοχίες μας, ικετεύοντας τον Θεό να μας έχει όλους στην αγκαλιά του. Πέραν, όμως, ετούτου του τρόπου ζωής, ας μην πάψουμε να αναζητούμε και τη ρίζα της συντελούμενης εδώ και καιρό διάβρωσης της πίστης και της αλήθειας της Εκκλησίας. Ειδεμή, θα είμαστε σαν εκείνους τους στρογγυλούς λίθους της αυτάρκειας και της απομόνωσης, όπως λέγει το ωραίο πρωτοχριστιανικό κείμενο Ποιμήν του Ερμά, οι οποίοι «ετέθησαν παρά τον πύργο» γιατί αδυνατούσαν να προσαρμοστούν ο ένας κοντά στον άλλον. 

Ο Σταυρός του Χριστού προϋποθέτει κοινή ζωή

Η εικόνα με τον τεράστιο κάτασπρο «σταυρό», που άλλοι τον στήνουν κι άλλοι τον ξηλώνουν, εδώ και μήνες έχει γίνει είδηση. Είδηση πάνω στην είδηση και, μάλιστα, ψευδής είδηση, αφού ως τέτοια – ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στην εποχή των fake news - αναπαράγεται κι εντέχνως από τα τοπικά προς τα αθηναϊκά τηλεοπτικά κανάλια μεταφέρεται μόνον όπως την επιθυμούν οι διοργανωτές αυτού του σώου. «Χριστιανοί και Έλληνες», καθώς λένε ότι είναι όλοι εκείνοι από τη μεριά που στήνουν και ξαναστήνουν το «σταυρό», επιθυμώντας λένε και ξαναλένε να φαίνεται το «σύμβολο» της «χριστιανοσύνης» τους και να θυμίζει σ’ όποιον δεν ανήκει στο ιδεολόγημα «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» ό,τι εδώ ουδείς διαφορετικός, είτε σε πίστη είτε σε έθνος είτε σε φυλή, μπορεί να σταθεί, μπορεί να ξαποστάσει, αφού με το πλησίασμά του και μόνο, θα βεβηλώσει αυτόν τον «ιερό τόπο», στην παραλία Απελλή. Η άλλη τώρα πλευρά (ΜΚΟ, μη θρήσκοι και δεν συμμαζεύεται) τσίμπησε και με το δικό της τρόπο, κάθε λίγο και λιγάκι, αντιδρά δίνοντας τροφή στους απέναντί τους να λέγουν και να ξαναλέγουν ότι εμείς είμαστε «πατριώτες» και «χριστιανοί», ενώ εσείς που αντιδράτε είστε «προδότες» κι «άθεοι». Και οι αυτοπροσδιορισμοί και οι ετεροπροσδιορισμοί δεν έχουν τελειωμό. Πάνε κι έρχονται καθημερινά. Δεν θα τους καταγράψω, γιατί δεν επιθυμώ να χάσω το χρόνο μου με δαύτους. Προτιμώ καλοπροαίρετα, υπό μορφή τριών σκηνικών και τριών θέσεων, να καταθέσω μερικές σκέψεις μου. 
Σκηνικό 1ο: Η μακρόχρονη οικονομική κρίση που μας έλαχε, είναι γεγονός πια ό,τι έφερε και κρίση εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Κοντά στα άλλα πολλά του ρευστού κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, το οποίο ταλαιπωρεί χρόνια τώρα τον απλό λαό μας και που γι’ αυτό ευθύνονται και οι πράσινοι και οι μπλε και οι πορτοκαλί και οι κόκκινοι, όλοι τους δηλαδή, ήρθε και θρονιάστηκε ο διχασμός. Στην προκειμένη περίπτωση το σκηνικό έχει δύο ομάδες, τους «σταυρολάτρες - σταυροφόρους» από τη μια και τους «σταυρομάχους» από την άλλη μεριά. Ως εκκλησιαστικός ιστορικός, ομολογώ πως αν και δεν πιστεύω ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, στη Μυτιλήνη εδώ και κάποιους μήνες είναι σαν να ζούμε στην εποχή της «Εικονομαχίας». Το παράδειγμα που αναφέρω, ξέρω ότι δεν μπορεί επιστημονικά και ιστορικά να σταθεί. Το αναφέρω χαριτολογώντας, αφού και οι μεν και οι δε πράγματι δεν έχουν το Θεό τους. 
Σκηνικό 2ο: Είμαι πεπεισμένος ότι κατά τη μεριά των «σταυρολατρών» και «σταυροφόρων» η γνήσια χριστιανική πίστη μάλλον τους λείπει. Καλόν είναι να τολμήσουν τον επαναευαγγελισμό τους: «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού», (Λκ. 8,5). Αλλιώς δεν εξηγούνται τα κείμενά τους που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Πέραν της μίξης θρησκευτικής πίστης, πολιτικής, έθνους, φυλής και πάει λέγοντας, ένας που γνωρίζει θεολογικά γράμματα, δεν μπορεί να μην διακρίνει μια α-θεολογία, που όσο και να θέλει καλοπροαίρετα να την κρίνει, σίγουρα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι πέρα για πέρα ανεπαρκής και ελαττωματική. 
Σκηνικό 3ο: Τι τελικά είναι αυτός ο «σταυρός» που στήνεται και ξανά στήνεται στην παραλία Απελλή; Σύμβολο αγάπης και θυσίας, όπως πράγματι οφείλει να είναι ή σύμβολο μίσους; Το κείμενο του Σεβασμιωτάτου Αρσινόης κ. Βασιλείου, που δημοσιεύθηκε σε ΣΤΟ ΝΗΣΙ, νομίζω πως δίνει ουσιαστική απάντηση. Δεν ξέρω, όμως, αν στα αυτιά (ένθεν κακείθεν, για να είμαι ακριβοδίκαιος) όλων εκείνων που εμπλέκονται σ’ αυτήν την φαρσοκωμωδία, του γέλωτα αλλά και των δακρύων, το κείμενο του Σεβασμιωτάτου έχει να τους δώσει κάτι ουσιαστικό. Εδώ, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το γνωστό: «διαλέγεται και παίρνετε». Όμως, με συγχωρείτε κυρίες και κύριοι (ένθεν κακείθεν) τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο νομίζετε. Δεν παίζουμε ούτε με το Σταυρό του Χριστού αλλά ούτε και με την Πατρίδα. Ας σοβαρευτούμε επιτέλους! Και ας πούμε την αλήθεια. 
Στις επόμενες τρεις θέσεις, οι οποίες αποτελούν βασικά θεολογικά αξιώματα, με το χέρι στην καρδιά του, ο καθένας μας ας δει την αληθινή εικόνα της νίκης του Χριστού πάνω στον Σταυρό. Σταυρό της παντοδύναμης αγάπης του κι όχι «σταυρό μίσους»· όπως σοφά, άλλωστε, μας το θυμίζει κι ο πολύς Φ. Δοστογιέφσκη - σαν τον έλεγε ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, ο αγαπημένος μας Παπαδιαμάντης - που στο στόμα του γνωστού ήρωα στάρετς Ζωσιμά, στους Αδελφούς Καραμαζώφ βάζει τα εξής σταράτα κι αληθινά λόγια: «μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη. Πάντα ν’ αποφασίζεις: “θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη”. Αν αποφασίσεις πάνω σ’ αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είμαι μια τρομερή δύναμη, είναι το πιο δυνατό απ’ όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε σαν κι αυτή»
Θέση 1η: Ο Σταυρός του Χριστού είναι ανοιχτά χέρια κι όχι σφιγμένη γροθιά. Χωρά τους πάντες, όσο διαφορετικοί κι αν είναι. Εκλεκτοί είμαστε όλοι. Η αγάπη ενάντια στο μίσος έχει αξία μόνον όταν αλλάζει και μεταμορφώνει τον κόσμο. Αγαπώντας κι όχι μισώντας τον άλλο, το κάμω γιατί εγώ θέλω να βλέπω μέσα του αγάπη κι όχι μίσος. 
Θέση 2η: Ο Σταυρός του Χριστού ταυτίστηκε με την αγάπη και νίκησε το μίσος. Η νίκη του θανάτου του επάνω στο Σταυρό είναι και δίκη μας νίκη. Εξού και ο χαρακτηρισμός του από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως «ζωοποιός θάνατος». Ολόκληρος ο προσωπικός και συλλογικός μας βίος ξετυλίγεται πάνω στην διελκυστίνδα, στη διαπάλη μεταξύ αγάπης και μίσους: ατόφια, αληθινή χριστιανική πίστη ή ιδεολογήματα και φόβος. Ναρκισσισμός για την πίστη και καπηλεία της πατρίδας ή ταπείνωση και αληθινός πατριωτισμός. Μίσος ή αγάπη κι αγιότητα. 
Θέση 3η: Η Εκκλησία βλέπει στον Σταυρό την τέλεια νίκη τής ταπείνωσης, που ξέρει να αγαπά, που ξέρει να συντρίβει το μίσος και το φόβο. Βλέπει τη θυσία του Χριστού ως την εκούσια αυτοπροσφορά τής συμπόνιας και της αλληλεγγύης. 

Υ.Γ.1. Ετούτο το υστερόγραφο αφορά και τις δύο πλευρές, ένθεν κακείθεν, που ανέφερα παραπάνω. Παρατίθεται αυτούσιος ο λόγος του Στρατηγού της Επανάστασης του 1821 Μακρυγιάννη, με την εξής βασική υπόμνηση: τον καιρό που ζούσε ο Μακρυγιάννης, ο λαϊκός μας πολιτισμός ήταν ο βασικότερος πυλώνας απλής και γνήσιας πίστης προς την πατρίδα και τον Χριστό. Αυτού του πολιτισμού επίγονοι και κληρονόμοι όλοι εμείς σήμερα, είναι σίγουρο ότι τον έχουμε χάσει, γι’ αυτό και προσπαθούμε με λάθος τρόπο να μαζέψουμε τα κομμάτια του. Όμως, εκείνοι που αληθινά προσπαθούν είναι ολίγοι, η «μαγιά» που ‘λεγε ο αξέχαστος ήρωας Μακρυγιάννης. Για δέστε τι γράφει για την πατρίδα και την πίστη στα Απομνημονεύματά του: «γλυκώτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία»· «κι όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυό μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου να είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θα να είμαι»
Υ.Γ.2. Αναμφίβολα στον 21ο αιώνα έχει αναζωπυρωθεί η διαμάχη θρησκευόμενων και αθεϊστών. Εκεί, όμως, που θα περίμενε κανείς αυτή η διαμάχη να γίνεται στο πλαίσιο ενός καθαρού και επιστημονικού διαλόγου, πρόκειται για μια διαμάχη που έχει πυροδοτήσει παθιασμένες αντιπαραθέσεις, με αποτέλεσμα να προκαλεί σύγχυση. Κι εδώ, όπως γίνεται σε όλες τις διαμάχες από τις οποίες λείπει ο έντιμος και ειλικρινής διάλογος, για τα καλά έχουν θεριέψει τα δύο σκιάχτρα του φανατισμού, από τη μια ο θρησκευτικός κι από την άλλη ο αθεϊστικός φονταμενταλισμός. Στο άρμα του πρώτου δεμένος είναι ο εθνικισμός, στο άρμα του δεύτερου δεμένος είναι ο εθνομηδενισμός. Το πρόβλημα αυτό είναι σημαντικότατο. Για να λυθεί χρειάζεται καλή γνώση της Ιστορίας, νηφαλιότητα κι όχι ακρότητες. Για εμάς που θέλουμε να λέμε πως είμαστε πολίτες της Ευρώπης, κάθε κίνηση που τραβά προς ατραπούς ακροτήτων, αυτομάτως επί τάπητος θέτει και το ζήτημα του αποχριστιανισμού μας. Ετούτον, ως ένας καλός προφήτης, τον είχε διαβλέψει ο Τόμας Έλιοτ: «ο Κόσμος πειραματίζεται δοκιμάζοντας να διαμορφώσει μια πολιτισμένη αλλά μη χριστιανική νοοτροπία. Το πείραμα θα αποτύχει· όμως πρέπει να δείξουμε μεγάλη υπομονή περιμένοντας το γκρέμισμά του· στο αναμεταξύ να επωφεληθούμε το διάστημα αυτό: ώστε η Πίστη να κρατηθεί ζωντανή στους σκοτεινούς αιώνες που έχουμε μπροστά μας· ώστε να ανανεώσομε και να ξαναχτίσομε τον πολιτισμό· και να σώσομε τον Κόσμο από την αυτοχτονία», (τηρήθηκε η γραφή και η μετάφραση του αποσπάσματος από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο).