Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

«Μεγάλη Πέμπτη»

«Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
για την Ανάστασή σου.

Την πιστεύω αλλά με θλίβει
όπως μας θλίβουν γοερά
και κάτι άλλα θαύματα που
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
με το μη μένοντας κοντά μας
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.

Να αναστηθείς βεβαίως
ποιος νεκρός δεν το θέλει
ποιος υποψήφιος.
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
να μένεις ο πλησίον μας.

Όσα μας έταξες το είδες
δε γίνονται εκεί πάνω
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.

Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
πετρώδη ακανθόσπαρτη
γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
ίνα άρεις -Συ είπας-
όσα χάσαμε επ’ αυτής.

Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μία βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.

Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν.

Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούς

ή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου».


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ. (2002), «Μεγάλη Πέμπτη», στο: Ήχος απομακρύνσεων, Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 60-61.

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Η Γενοκτονία των Αρμενίων και οι κοινοί αγώνες με τους Έλληνες της Ανατολής

Γράφει ο ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ

Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την αμερικανική κυβέρνηση έχει μεγάλη συμβολική αξία. Κατ’ αρχάς υπήρξε μια οφειλόμενη απόδοση τιμής προς τον μαρτυρικό πληθυσμό, που τα κρίσιμα χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταλείφθηκε κυριολεκτικά από τις μεγάλες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) στο έλεος των στρατευμάτων του Μουσταφά Κεμάλ. Κατόπιν, έστειλε σαφές μήνυμα προς την εθνικιστική τουρκική ελίτ, η οποία επέλεξε να μετατρέψει σε σύγχρονη ιδεολογική της βάση την ιδεολογία των Νεότουρκων και του παντουρκισμού.

Το ιστορικό πλαίσιο

Οι Αρμένιοι υπήρξαν συστηματικός στόχος της κεντρικής εξουσίας από την εποχή του απολυταρχικού ισλαμικού καθεστώτος στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως, από την εποχή που οι ακροδεξιοί Νεότουρκοι στρατιωτικοί κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1908 μια νέα κατασταλτική μέθοδος κάνει την εμφάνισή της. Στη θέση των παλιών ενστικτωδών αντιδράσεων της οθωμανικής εξουσίας κατά των χριστιανικών κοινοτήτων - των ραγιάδων, εκπονείται πλέον ψύχραιμα και κυνικά ένα σχέδιο, με βάση το οποίο στοχοποιούνται ομάδες του πληθυσμού, διαμορφώνεται μια ιδεολογία κοινωνικού αποκλεισμού και μεθοδικά, σε ειρηνικούς καιρούς - αρκετά χρόνια πριν την «τελική λύση» - οργανώνεται ο μηχανισμός της εξόντωσής τους.
Οι Νεότουρκοι, από το 1911 είχαν αποφασίσει τη γενοκτονία των Χριστιανών. Σε μια ανταπόκριση των “The Times of London“ από τη Θεσαλονίκη, στις 3 Οκτωβρίου του 1911, με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σωβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Ο εκτουρκισμός δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα με μέσο τους εξοπλισμένους Μουσουλμάνους.
Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εκδήλωση της απόφασης του τουρκικού εθνικισμού για την καταστροφή της πολυπολιτισμικής και πολυεθνοτικής οθωμανικής κοινωνίας. Το ιδεολογικό πλαίσιο είχε χαραχθεί από τον Ziya Gokalp, ιδεολογικό πατέρα του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος καλούσε για τον τερματισμό της «ψευδαίσθησης περί ισότητας μουσουλμάνων και χριστιανών». Ο ίδιος περιέγραφε τo 1911 στο περιοδικό «Yeni Hayat” και το νέο άνθρωπο: «οι Τούρκοι ήταν οι "υπεράνθρωποι" που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…». Στο πλαίσιο αυτό θα ξεκινήσει μεθοδευμένα η υλοποίηση των νεοτουρκικών «εθνικών στόχων».
Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους οι Νεότουρκοι θα θέσουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις που είχαν λάβει το 1911, για εθνική εκκαθάριση των ανεπιθύμητων πληθυσμών. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού. Οι Αρμένιοι, οι Έλληνες της Ανατολής και οι Ασσυροχαλδαίοι θα βρεθούν στο στόχαστρο και θα εξοντωθούν ανελέητα.
Στην περιοχή του Καυκάσου το ζήτημα θα κριθεί από τη μοιραία απόφαση του Λένιν να συνάψει στο Μπρεστ Λιτόφσκ της Πολωνίας, το Μάρτιο του 1918, συνθήκη ειρήνευσης με τους Γερμανο-αυστριακούς και τους Νεότουρκους. Ο Λένιν ήρθε τότε σε έντονη σύγκρουση με όλη την Αριστερά της Επανάστασης, η οποία προσδοκούσε τη μετατροπή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε «επαναστατικό» και την έμπρακτη βοήθεια προς το εργατικό κίνημα της Γερμανίας και των άλλων χωρών. Τα εδάφη του Ανατολικού Πόντου – που είχε καταλάβει ο ρωσικός στρατός από το 1916 - του Καρς και του Αρνταχάν της Ιστορικής Αρμενίας θα παραδοθούν στους Νεότουρκους με αποτέλεσμα τη μαζική έξοδο προς τη Ρωσία δεκάδων χιλιάδων Αρμενίων και Ελλήνων.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1918 αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου, για επίλυση του εθνικού ζητήματος. Οι ελληνο-αρμενικές σχέσεις, εάν εξαιρέσουμε την περιοχή του Καρς, ήταν θαυμάσιες. Σε πολλά μέρη οι Έλληνες και οι Αρμένιοι τελούσαν από κοινού μνημόσυνα για τους «κατά τους διωγμούς του πολέμου διαρκούντος απολεσθέντων». Στην Ευρώπη οργανώθηκαν κοινά ελληνοαρμενικά συλλαλητήρια «προς απελευθέρωσιν Ελλήνων και Αρμενίων Μικράς Ασίας».
Το τοπίο θα αλλάξει δραματικά μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαϊου 1919 στη Σαμψούντα και τη συγκρότηση του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, οι συγκρούσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η τελική φάση του ζητήματος θα κριθεί στο μικρασιατικό μέτωπο την περίοδο 1919-1922. Το παλιό εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων θα επανεμφανιστεί δυναμικά κάτω από το πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ πασά. Η περίοδος αυτή θα χαρακτηριστεί από τη ραγδαία αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος, τα αποκλίνοντα συμφέροντα των Ιταλών και των Γάλλων, την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ και την ουδετεροποίηση της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτά, συνδυασμένα με τον ελληνικό Διχασμό (δηλαδή τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο), την αντίδραση και το αντιμικρασιατικό πνεύμα που κυριαρχούσαν στο Λαϊκό Κόμμα και τη φιλομοναρχική παράταξη, μαζί με την ασυνέπεια του βενιζελισμού, που προκήρυξε εκλογές εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου και τη διαμόρφωση μιας μικρής παλαιοελλαδικής ντεφετιστικής Αριστεράς (ΣΕΚΕ), οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στο σύνολο των παλιών οθωμανικών πολυεθνικών εδαφών.
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες, Έλληνες και Αρμένιους.
Η τελευταία πράξη του δράματος θα συμβεί στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου η ομώνυμη Συνθήκη θα επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα της ελληνικής και αρμενικής ήττας στη Μικρά Ασία και στην Ανατολία, θα επιδικάσει στους νικητές τα όσα κέρδισαν με τις Γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών και θα αποφασίσει την οριστική απαλλαγή όσων Νεότουρκων βαρύνονταν με τα εγκλήματα της περιόδου 1914-1918.
Ως αποκαλυπτικός επίλογος της τραγικής αυτής κοινής πορείας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής μπορεί να θεωρηθεί η πώληση των οστών των θυμάτων. Το 1924 πολλά εμπορικά πλοία μετέφεραν από τουρκικά λιμάνια σε γαλλικά , πολλά φορτία ανθρώπινων οστών για «βιομηχανική χρήση». Γάλλοι επιχειρηματίες τα αξιοποίησαν για βιομηχανική χρήση, Βρετανοί τα μετέφεραν με τα πλοία τους και οι Έλληνες κυβερνήτες επέτρεψαν την απρόσκοπτη μεταφορά τους από το Αιγαίο παρόλες τις σφοδρές διαμαρτυρίες των επιζώντων προσφύγων, Ελλήνων και Αρμενίων…

Μια μαρτυρία

Μια αληθινή ιστορία από τα Φάρασα της Καππαδοκίας που αφηγήθηκε ο Γρηγόρης Θεοδωρίδης (εγγονός της Αναστασίας) στον Φαρασιώτη ερευνητή Ανδρέα Κωνσταντινίδη:
Την περίοδο των βίαιων μετακινήσεων του Αρμενικού πληθυσμού της Καππαδοκίας από τις εστίες τους μεταξύ του 1915–1916, στον δρόμο προς την Ανατολία, μια ομάδα ανθρώπων με την συνοδεία του στρατού, αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στα Φάρασα, στο χωριό Κίσκα. Οι στρατιώτες του Οθωμανικού στρατού, επιτάξαν τότε κάποια τουρκικά σπίτια ( στην Κίσκα υπήρχε και ένας μικρός αριθμός Τούρκων κατοίκων). Τοποθέτησαν μέσα τους αιχμαλώτους και έκλεισαν τις πόρτες και τα παράθυρα καρφώνοντας σανίδες. Ένα από αυτά τα σπίτια, ήταν στην γειτονιά του Γούργαφα ο οποίος είχε δυο παιδιά, τον Γρηγόρη και την Αναστασία.
Κάποια στιγμή το βράδυ, η Αναστασία ξύπνησε λόγω της φασαρίας, μια φασαρία που αποτελούταν από κλάματα συνοδεία μιας εκκωφαντικής σιωπής η οποία προμήνυε αυτό που ερχόταν. Άλλωστε το κλάμα εκείνο ήταν διαφορετικό, ήταν κλάμα ψυχής, μια ψυχή που σύντομα θα ταξίδευε σε μέρη μακρινά και από ψηλά θα αγνάντευε τον μάταιο αυτό κόσμο. Η Ρωμηά όμως Αναστασία, δεν στάθηκε να ακούει μόνο, βγήκε από το σπίτι της και πήγε εκεί κοντά, δίχως φόβο, δίχως κανέναν δισταγμό. Φτάνοντας λοιπόν και χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη μίλησε με τις ψυχές εκείνες τις οποίες χώριζε ένας τοίχος και τότε μια φωνή ακούστηκε από μια γυναίκα η οποία της είπε: Πάρε αυτές τις δυο ψυχές, τουλάχιστον να σωθούν αυτά τα αγγελούδια. Τα σπίτια στα Φάρασα είχανε όλα τους μικρούς φεγγίτες οι οποίοι οδηγούσαν στο υπόγειο όπου αποθήκευαν τα σιτηρά. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν κατάφεραν αυτά τα αγγελούδια να συρθούν και πέσουν κυριολεκτικά στην αγκαλιά της Ρωμηάς που έμελλε να είναι ο σωτήρας τους.
Ο καιρός πέρασε και η Αναστασία είχε υπό την προστασίας τις δυο μικρές Αρμενοπούλες, μέχρι που τις ανέβασε μια μέρα στο άλογο και η ίδια περπατώντας έφτασε μέχρι την πόλη του Εβερέκι όπου είχε σημαντικό Αρμένικο πληθυσμό. Είχε ακούσει η ίδια πως είχε φτάσει μια οργάνωση η οποία μάζευε ορφανά και τα φυγάδευε στο εξωτερικό. Έτσι και έγινε, παρέδωσε τα δυο μικρά παιδιά όμως η ιστορία ήθελε και πάλι να βρεθούν οι δρόμοι τους. Το 1924 πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή και η Αναστασία βρέθηκε με τους συγχωριανούς της στο Φαρασιώτικο χωριό Αγροσυκιά, κάπου στην Βόρεια Ελλάδα. Μόνη της δίχως άντρα ο οποίος είχε χαθεί πολλά χρόνια πριν όταν είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Περνώντας τα χρόνια η ίδια ξανά παντρεύτηκε όμως δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδία. Την δεκαετία όμως του 50’ ένα γράμμα έφτασε στην πόρτα της, ένα γράμμα γραμμένο στα ξένα. Ο αποστολέας ήταν αυτά τα δυο μικρά κοριτσάκια που πλέον ήταν και αυτά μεγάλες γυναίκες, μεγαλωμένες στα ξένα και αυτές και συγκεκριμένα στην Αμερική, δεν ξέχασαν ποτέ αυτή την Μάνα που τις έσωσε και τις μεγάλωσε, που τις έδωσε αγάπη και στοργή σε μια περίοδο όπου οι ψυχούλες τους είχαν δει τόσα πολλά, πράγματα που τις σημάδεψαν μια ζωή. Ένα ευχαριστώ αυτό ήταν που ήθελαν να πουν, ένα βαθύ ευχαριστώ.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

O Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με βασικές σπουδές τα μαθηματικά. https://kars1918.wordpress.com/ 
Έχει εκδόσει ως τώρα (μονογραφίες και επιμέλειες) δεκαεπτά βιβλία, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει δημοσιεύσει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (1995) για τη συγγραφή της ιστορίας των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο και δύο φορές με Εύφημο Μνεία από το Υπουργείο Εξωτερικών, για τη συμμετοχή του στην οργάνωση της επιχείρησης για τη διάσωση των Ελλήνων που είχαν εγκλωβιστεί στην εμπόλεμη Αμπχαζία (1993) και για την οργάνωση του Συμβούλιου Απόδημου Ελληνισμού (1995).
Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την ιστορική εμπειρία και τη σύγχρονη παρουσία των Ελλήνων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, τα προβλήματα του νεότερου ελληνισμού, τους μουσουλμάνους ελληνόφωνους της Τουρκίας, την ευρύτερη ελληνική Διασπορά κ.ά.
Επισκέφτηκε πολλές φορές τις περιοχές που κατοικεί η ελληνική μειονότητα στην πρώην Σοβιετική Ένωση – και στην Αρμενία - καθώς και τις περιοχές των ελληνοφώνων στη βόρεια και δυτική Τουρκία. Παρακολούθησε τη διαδικασία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και περιέγραψε τις επιπτώσεις που είχε στην ελληνική μειονότητα).

ΠΗΓΗ: Eidisis.gr

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Ξαναδιαβάζοντας τη... Μεταμόρφωση... του Κάφκα

«Ένα πρωί, όταν ξύπνησε ο Γκρέγκορ Σάμσα από όνειρο κακό, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε μια πελώρια μαμούνα. Κοιτόταν ανάσκελα, πάνω στη σκληρή, όμοια με πανοπλία πλάτη του κ’ έβλεπε, σαν σήκωνε λίγο το κεφάλι, την τουρλωτή, σκούρα, γεμάτη δίπλες κοιλιά του, που η κουβέρτα πάνω της, έτοιμη να γλιστρίση, μόλις και κρατιόταν ακόμα. Τα πολλά, λεπτεπίλεπτα πόδια, δυσανάλογα με τον υπόλοιπο όγκο του, σπάρασσαν ενοχλητικά μπρος στα μάτια του».


ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ. (1971). Η μεταμόρφωση, μτφρ. Τέα Ανεμογιάννη. Αθήνα: Γαλαξίας, σ. 7.

Ερχόμενος «επί πώλου όνου καθήμενος»


ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ. (2000). «Της Βαϊφόρου», στο: Τα Ποιήματα (1955-1973), τ. Β΄. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 159.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο Zygmunt Bauman... «προφήτης»

«Το φάντασμα της τρωτότητας πλανιέται πάνω από τον “αρνητικά παγκοσμιοποιημένο” πλανήτη. Όλοι βρισκόμαστε σε κίνδυνο, και καθένας μας είναι επικίνδυνος για τον άλλο. Υπάρχουν τρεις μόνο διαθέσιμοι ρόλοι – δράστες, θύματα και “παράπλευρες απώλειες”: για τον πρώτο δεν υπάρχει έλλειψη πλειοδοτών, ενώ οι τάξεις εκείνων που αναλαμβάνουν το δεύτερο και τον τρίτο ρόλο στη διανομή αυξάνονται ασταμάτητα. Όσοι από εμάς υφιστάμεθα ήδη την αρνητική παγκοσμιοποίηση αναζητούμε αλλόφρονες διαφυγή και πνέουμε μένεα. Όσοι έχουν γλυτώσει προς ώρας φρίττουν στην ιδέα ότι η σειρά τους να κάνουν το ίδιο μπορεί να – και θα – έρθει».


ZYGMUNT BAUMAN. (2007). Ρευστός Φόβος, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας. Αθήνα: Πολύτροπον, σ. 131.

Το νέο Ιστολόγιο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών: «Πολυμερώς και Πολυτρόπως: Θεολογία, Εκκλησία και Κοινωνία σε Διάλογο»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Η Ακαδημία μας, από τις 24 Φεβρουαρίου, εγκαινίασε μια νέα σημαντική δράση: το Ιστολόγιο «Πολυμέρως και Πολυτρόπως: Θεολογία, Εκκλησία και Κοινωνία σε Διάλογο» ( https://www.polymerwsvolos.org ), με στόχο αφενός την επαφή με ένα ευρύτερο ακροατήριο και αφετέρου τον διάλογο με μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα της σύγχρονης διανόησης. Τα θέματα που ήδη άγγιξε το Ιστολόγιο, και που φιλοδοξεί να αναπτύξει περισσότερο στο μέλλον, αφορούν όχι μόνο την αμιγή Θεολογία αλλά και την σχέση της με την πολιτική, την κοινωνιολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία, την ιστορία, τις καλές τέχνες κ.λπ., ενώ ένα τμήμα της δραστηριότητας του Ιστολογίου συσχετίζεται με διαλέξεις, εκδόσεις, συνέδρια και άλλες δραστηριότητες από το περαιτέρω πρόγραμμα της Ακαδημίας.
Το Ιστολόγιο συνάντησε ήδη θετική υποδοχή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, όπως έδειξε και η δημοσιότητα που έλαβε το ιδρυτικό κείμενο του Διευθυντή της Ακαδημίας, Δρ. Παντελή Καλαϊτζίδη «Γιατί Πολυμερώς και Πολυτρόπως;» και η εν συνεχεία μετάφρασή του στα αγγλικά (https://publicorthodoxy.org/2021/03/26/theological-pluralism-dialogical-ethos/) και σε άλλες γλώσσες (ρωσικά, σερβικά, βουλγαρικά, γεωργιανά και ρουμανικά).
Το Ιστολόγιο έχει δημοσιεύσει μέχρι στιγμής δεκατέσσερα (14) κείμενα από ισάριθμους συγγραφείς, τα οποία μπορείτε να διατρέξετε μέσω της παρακάτω λίστας.
Το Ιστολόγιο επιμελείται ο νέος συνεργάτης της Ακαδημίας Δρ. Γιάννης Καμίνης, και το υποστηρίζει τεχνικά ο Παναγιώτης Θεοδοσίου ΜSc.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Ο Χριστιανικός Αντιδικτατορικός Τύπος

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ


Την Τετάρτη 21 Απριλίου ώρα 19:30 η εφημερίδα Χριστιανική διοργανώνει εκδήλωση για την παρουσία του Χριστιανικού Αντιδικτατορικού Τύπου στα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974), και παρουσίαση του βιβλίου Χριστιανικός Αντιδικτατορικός Τύπος του Ανδρέα Αργυρόπουλου. Στο βιβλίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά το αντιδικτατορικό φυλλάδιο Καινούργιοι Ορίζοντες, που εξέδωσαν Χριστιανοδημοκράτες της Διασποράς στον Καναδά την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 1974.

ΟΜΙΛΗΤΕΣ
  • Ανδρέας Βιτούλας, Δρ. Θεολογίας.
  • Μανώλης Μηλιαράκης, Επίτιμος Πρόεδρος της ΧΔ και δημοσιογράφος της Αντιδικτατορικής Χριστιανικής.
  • Θανάσης Παπαθανασίου, Διευθυντής περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Ε.Α.Α.
  • Τριαντάφυλλος Σερμέτης, Δρ. Φιλοσοφίας.
  • Ο συγγραφέας του βιβλίου Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολόγος, Διευθυντής ΕΠΑΛ Αμοργού.
Συντονίζει ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας, δημοσιογράφος, διευθυντής της Χριστιανικής.

Η εκδήλωση θα γίνει μέσω της πλατφόρμας zoom στον σύνδεσμο
και θα αναμεταδίδεται απευθείας από το κανάλι της Χριστιανικής στο: https://www.youtube.com/user/XRISTIANIKH

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

«Το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου»

«“Το υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Άλλου”. Αυτή η διαπίστωση του Lacan δεν συντάχθηκε για να διευκρινίσει ή να παραπέμψει στο οντολογικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής ερμηνευτικής. Ωστόσο δεν παύει να αποτελεί γλωσσική πρόταση ικανή να λειτουργήσει και σε διαφορετική προοπτική ανθρωπολογικής ανάλυσης.
»Ότι ονομάζουμε ανθρώπινο λογικό υποκείμενο (υπαρκτική αυτεπίγνωση ή εαυτό του κάθε ανθρώπου) είναι συνάρτηση της βιολογικής ατομικότητας και των ψυχοσωματικών ενεργειών – λειτουργιών της. Αλλά συνάρτηση όχι αποκλειστική. Το λογικό υποκείμενο είναι αποκλειστική συνάρτηση της αναφορικότητάς του, της δυνατότητας να συγκροτεί σχέση».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1999). Το ρητό και το άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 183.

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Μνήμη Αγίου Μακαρίου Νοταρά (17 Απριλίου 1805) - Φιλοκαλία και Κολλυβάδες Πατέρες

«Δεν θα ήταν μεγαλοστομία να ισχυρισθεί κανείς, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας, άδηλα ίσως και ανεπαίσθητα, συνιστά πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών: Από τη μια, η φρενίτιδα της “προόδου”, που ειδωλοποιηθεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού. Μαζί και η μέθη της ακοινώνητης ελευθερίας των επιλογών, της απολυτοποίησης των απρόσωπων δικαιωμάτων του ατόμου, η νοητική υπεροψία της αποτελεσματικότητας που μηχανοποιεί τη ζωή. Κι από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας. Το πρωτείο της κοινωνίας και του έρωτα, της προσωπικής ετερότητας και όχι της ατομικής ουδετερότητας, της ζωής και όχι της επιβίωσης. Η χαρά της ελπίδας που ψηλαφεί την υπέρβαση του θανάτου».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1996). Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα. Αθήνα: Δόμος, σ. 191.

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

3ο Μαθητικό Συνέδριο Έρευνας και Επιστήμης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Με επιτυχία ολοκληρώθηκε το 3ο Μαθητικό Συνέδριο Έρευνας και Επιστήμης που, εφέτος, λόγω της πανδημίας διεξήχθη Διαδικτυακά. Το συνέδριο απευθύνονταν σε μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίων - Λυκείων της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ελληνικής Ομογένειας. Όπως και στα δύο προηγούμενα έτσι και εφέτος, στους συμμετέχοντες μαθητές έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσουν εργασίες με μορφή ολοκληρωμένης επιστημονικής εισήγησης / έρευνας, στοχεύοντας με αυτόν τον τρόπο στην αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητικών κοινοτήτων του απανταχού Ελληνισμού.
Στα όσα σημαντικά μέσω ερευνητικών εργασιών παρουσιάστηκαν, αξίζει κανείς να σταθεί στη ζωντανή παρουσία ελληνικών σχολείων της Ομογένειας, (Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Βόρεια Ήπειρος). Η παρουσία αυτών των σχολείων - εδώ οφείλω να συγχαρώ τον συνάδελφο Δημήτριο Αϊβαλιώτη, βιολόγο και μέλος της οργανωτικής επιτροπής για την ανύσταχτη μέριμνά του σ’ αυτό το συνέδριο να συμμετάσχουν ομογενειακά σχολεία – ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Σήμερα, τελευταία ημέρα του Συνεδρίου, είχαμε την ευκαιρία να ακούσομε εκπροσώπους, καθηγητές και μαθητές ελληνικών σχολείων από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και τη Βόρειο Ήπειρο. Προβλήθηκαν ολιγόλεπτα βίντεο που, σε πείσμα των καιρών, παρουσίασαν πόσο ζωντανός κι αγωνιστικός είναι ο Απόδημος Ελληνισμός και, πως, μέσα από συλλογικές εκπαιδευτικές δράσεις διασώζει την ελληνορθόδοξη ιστορία του. Αν στην Ελλάδα της παρακμής έχουμε χάσει το συλλογικό ασυνείδητο, είναι ευτύχημα το γεγονός που αυτό ατόφιο διασώζεται χάρη στην αρχοντιά του απανταχού Ελληνισμού.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Η Ιστορία ως επιπτύχωση


Στο δοκίμιο αυτό επιχειρείται μια ανατομία του ιστοριογραφικού λόγου καθώς και της εσωσχολικής και εξωσχολικής διδασκαλίας του, σε μια προσπάθεια να έρθουν στο προσκήνιο οι αγνοημένες καταναλωτικές τους διαστάσεις.
Με οδηγό τη σύγχρονη Φιλοσοφία της Ιστορίας, αρχικά εξετάζουμε τη θεωρία αλλά και τη διαδικασία της υιοθέτησης ενός δογματικού καταναλωτισμού από την ιστορική, και όχι μόνο, εκπαίδευση. Στη συνέχεια αναλύουμε τη βουλιμικότητα της ίδιας της ιστοριογραφίας, όπως καταγράφεται από την εποχή των Annales (1929), με την εκπληκτική «έκρηξη της ιστορίας», τον «πανιστορισμό», Κατόπιν μελετούμε τις επιπτώσεις αυτού του φαινομένου στη σύγχρονη υδροκεφαλική Διδακτική της Ιστορίας, καταλήγοντας στη διερεύνηση των όρων για μια ιστοριογραφική και διδακτική οικολογία. Τέλος, στο επίμετρο του βιβλίου και στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής προσέγγισης, θα ανιχνευτούν οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ μύθου και ιστορίας, αλλά και ανάμεσα στην ιδεολογία και την ιστορία, θα αναλυθεί το στερεότυπο σύνθημα της «ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας» καθώς και ο εν γένει φιλοπόλεμος χαρακτήρας της ιστοριογραφίας.
Η έκκληση για μια δεξίωση της Μυθιστορίας στη θέση του συνήθως εμπειριστικού ιστοριογραφικού λόγου θα αποτελέσει το τελικό πρόταγμα αυτού του δοκιμίου· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

«Η νεωτερικότητα μας κληροδότησε το διάσημο, μαχητικό και στρατευμένο δίπτυχο “μυθοποίηση - απομυθοποίηση”, όπου τη μυθοποίηση συγκροτούν οι παραδοσιακές αφηγήσεις τους, και την απομυθοποίηση οι επιθετικές αναιρέσεις τους, αποδίδοντας σε αυτό έναν οριστικό, τελεσίδικο χαρακτήρα (όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην απομυθοποιητική ιστοριογραφία). Θεωρούμε όμως ότι είναι ανάγκη να συμπεριληφθεί αυτό το δίπτυχο μέσα σε ένα ευρύτερο τρίπτυχο, όπου τη μυθοποίηση ακολουθεί η απο-μυθοποίησή της, αλλά εκείνην, αναπόδραστα, η διηνεκής ανα-μυθοποίηση […] Περαιτέρω όμως, η συναίνεση στην ανα-μυθοποίηση θα σηματοδοτούσε και την αναγκαιότητα της διερεύνησης του καθεστώτος της επι-μυθοποίησης κάθε είδους λόγου, και συνεπώς του ιστοριογραφικού, δηλαδή του εγγενώς μυθοπλαστικού χαρακτήρα του».

ΑΝΤΩΝΗΣ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ. (2020). Η Ιστορία ως επιπτύχωση. Από μια Ιστοριογραφία βουλιμική σε μια υδροκεφαλική Διδακτική της Ιστορίας. Αθήνα: Γρηγόρη, σσ. 202, 208.

ΜΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥΣΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ

Η ιστοριογραφία, ως στοχασμός του χρόνου και στις τρεις του διαστάσεις, είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση, την οποία ως ιστορικοί αλλά και ως αναγνώστες της ιστορίας θεωρώ ότι οφείλουμε να την προσεγγίζουμε με δέος. Όσον αφορά ειδικά τους ιστορικούς, οι οποίοι την περίοδο αυτή διεκδικούν κάπως και το ρόλο των λοιμωξιολόγων, ας τονίσουμε προκαταβολικά ότι δεν είναι ούτε ιδιοκτήτες ούτε διαιτητές της ιστορίας (ακόμη και αν το επιζητούν διακαώς...), αλλά δυναμικά ευαίσθητοι υπουργοί του αινίγματός της, αίνιγμα το οποίο ακριβώς συγκροτεί το ίδιο το μυστήριο του ανθρώπου και του κόσμου του. H Jacqueline de Romilly μάλιστα θα παρομοιάσει τον ιστορικό με έναν φωτογράφο, “από τον οποίο θα ζητούσαμε βεβαίως απόλυτη ακρίβεια στο έργο του, θα του αναθέταμε όμως να φωτογραφίζει ένα αδιάκοπα μεταβαλλόμενο αντικείμενο, χίλιες φορές πιο μεγάλο από το πεδίο του φακού του”. Χρειάζεται συνεπώς, όχι μια αλγοριθμική, αλλά μια βαθιά φιλοσοφική προσέγγιση της ιστορίας, που λογαριάζει λ.χ., περισσότερο τη ρευστότητα των υποκειμενικοτήτων από τον εκάστοτε ορθολογικό σχεδιασμό, ο οποίος επιβάλλεται μάλιστα στο παρελθόν εκ των υστέρων. Διότι, όπως θα τονίσει και ο Alan Munslow, «η άρνηση της ανάγκης για εκφιλοσόφηση της ιστορίας εισάγει την παρηγορητική αντίληψη ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη που κατέχει την αλήθεια», ενώ πρόκειται ουσιαστικά για μια, πάντοτε εκκρεμή, «μορφή διανοητικής αλλά και συναισθηματικής δραστηριότητας που είναι ταυτόχρονα ποιητική, επιστημονική και φιλοσοφική».
Αν έλθουμε λοιπόν στο ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με αφορμή την μεθαυριανή επέτειο των 200 χρόνων της, και θελήσουμε να υπερβούμε την προφανή αυτάρκεια της σχολικής ιστορίας, εμβαθύνοντας, επί πολύ όμως, στις πολυπληθείς πρωτογενείς πηγές της Ελληνικής Επανάστασης, τότε είναι πιθανό ότι θα αντικρίσουμε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από αυτό που περιμέναμε. Τότε, όπως συμβαίνει ειδικά με κάθε μεγάλη ρήξη μέσα στον χρόνο, τόσο οι αμιγώς ηρωολατρικές όσο και οι αμιγώς ηρωοπληκτικές διαστάσεις εκείνου του εξαιρετικού φαινομένου ενδεχομένως να υποχωρούσαν μπροστά στο ουσιαστικά απροσπέλαστο μυστήριό του, το οποίο συχνά κρυσταλλώνουμε, ακινητοποιούμε, στην προσπάθειά μας να το κατανοήσουμε για να το χρησιμοποιήσουμε, στο παρόν μας. Όρος όμως εγγενής κάθε αινίγματος είναι το διαρκώς αλυσιτελές των ερμηνειών του. Πάντα κάτι περισσεύει, πάντα κάτι ελλοχεύει, πάντα κάτι προσμένει τη μελλοντική ή και εσχατολογική του αποτίμηση, εφόσον και ο ίδιος ο άνθρωπος, ο πρωτουργός της ιστορίας, αποτελεί πάντοτε ένα ιδιόμορφο «ον της περίσσειας», σύμφωνα με τον Μπατάιγ. Το εγχείρημα λοιπόν να περικλειστεί σε αδιάβροχες, θετικές ή αρνητικές, νόρμες το εκάστοτε αίνιγμα, και συνεπώς η Ελληνική Επανάσταση, μπορεί να εξυπηρετεί βεβαίως πολιτικές, πολιτιστικές ή άλλες σκοπιμότητες [κι αυτό, από την άλλη μεριά, είναι βαθιά ανθρώπινο…], αλλά του αφαιρεί την διαρκώς απερίσταλτη γονιμότητά του να δημιουργεί νέους κόσμους νοήματος που τέμνουν εγκάρσια την πραγματικότητά του. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν και τα αινίγματα στον κόσμο: για να δραπετεύουμε από τον εγκλεισμό στο δεδομένο, στο παγιωμένο και στο προφανές, για να μελετήσουμε την ιστορία ως το κατ’ εξοχήν βασίλειο της ελευθερίας. Και η Επανάσταση εκείνη ήταν πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο των ορυκτών που αποτελούν το ίδιο το ανθρώπινο είδος, μέσα στις δαιδαλώδεις στοές του οποίου οι πιο ανεξήγητες συμπεριφορές, οι πιο τρελές προσδοκίες, τα πιο ηρωικά ανδραγαθήματα αλλά και οι πιο αλλόκοτες βιαιοπραγίες βρήκαν τον βαθύτατο χαρακτήρα τους.
Στην πάντοτε αινιγματώδη λοιπόν υφή της προσερχόμαστε για να καταθέσουμε κάποιες, κατά τη γνώμη μας, ιδιάζουσες όψεις της. Θα προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε λόγο για «μια παιδαγωγούσα Επανάσταση», μια Επανάσταση που εξέπεμψε θετικές, αρνητικές, αλλά και μεικτές, αμφίσημες παιδαγωγίες κατά τη διάρκειά της, καθώς και μετά από αυτήν, μέχρι σήμερα. Γιατί όμως τις ονομάζουμε «παιδαγωγίες»; Διότι αποτελούν μηνύματα και διαδικασίες που εκπαίδευσαν τους ανθρώπους τότε, αλλά και εκπαιδεύουν όλους μας έκτοτε, σε έναν βαθύτατο στοχασμό πάνω στην πάντοτε μεικτή ανθρώπινη φύση, η οποία στην περίπτωση της Επανάστασης υπέστη έναν εντατικό και βίαιο, ηφαιστειώδη μετασχηματισμό. Βασισμένοι λοιπόν στις, οπωσδήποτε υποκειμενικές και διαμεσολαβημένες, ιστορικές πηγές της εποχής, τις μόνες δηλαδή που έχουμε, θα επιχειρήσουμε να ψηλαφήσουμε τα είδη και τις ποιότητες αυτών των παιδαγωγιών.
Πρώτη και θεμελιώδης λοιπόν παιδαγωγία, πολύ σημαντική μάλιστα για τους επιγόνους, εμάς δηλαδή, είναι το εντέλει ανέφικτο μιας καθαρολογικής προσέγγισης της Επανάστασης. Συμπλέκοντας μαξιμαλισμούς με μινιμαλισμούς και επιτελώντας πολλές φορές μια ετεροχρονισμένη και αναχρονιστική ερμηνεία των προσώπων και των γεγονότων από τη δραστική ερημία του γραφείου μας, επιχειρούμε να εξηγήσουμε ενέργειες και καταστάσεις που βρίσκονται πολύ μακριά, μα πολύ μακριά από τη δική μας βιωτή, από το δικό μας περίγυρο, από τη δική μας αντίληψη και εμπειρία των πραγμάτων. Γι’ αυτό και κάθε προσέγγιση, κάθε ερμηνεία εκείνων των γεγονότων πρέπει να γίνεται με δέος, με αφουγκρασμό, με περίσκεψη και, αν θέλετε, με σεβασμό, με εικασίες και όχι με τελεσίδικες εξηγήσεις. Νομίζω ότι καμιά σύγχρονη ενσυναίσθηση, λέξη με μεγάλη καταχρηστική όμως διασπορά σήμερα, δεν είναι ικανή να αγγίξει εκείνον τον πυρετώδη κόσμο της Επανάστασης. Μας είναι ολότελα ξένος. Έτσι κι αλλιώς το παρελθόν είναι πάντοτε ανεπίσκεπτο, και, όπως θα τονίσει ένας Ολλανδός ιστορικός, στην ιστορία «το μόνο που έχουμε είναι κείμενα» και «μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο κείμενα με κείμενα», χωρίς να «έχουμε τη δυνατότητα να επαληθεύσουμε τα συμπεράσματά μας, συγκρίνοντας τα κείμενα αυτά με το ίδιο το παρελθόν». Επιτρέψτε μου λοιπόν να προτείνω ότι, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε έστω και λίγο το πνεύμα της Επανάστασης, θα πρέπει να επιχειρήσουμε ίσως μια κένωση, μια κενωτική λειτουργία, γνωστή εξάλλου και από τη θρησκευτική μας παράδοση, να παραιτηθούμε δηλαδή προκαταβολικά από το συχνά αλαζονικό δικαίωμα και την πεποικιλμένη ικανότητα ενός ιστορικού ή ενός αναγνώστη της ιστορίας που λειτουργεί αφ’ υψηλού, θα λέγαμε σήμερα, ως drone.
Για να εισέλθουμε στην ατμόσφαιρα αυτής της κενωτικής λειτουργίας, ας επιχειρήσουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε, αρχικά, μια εικόνα μόνο των επαναστατικών συναισθημάτων που βρίσκουμε μέσα στις ίδιες τις ιστορικές πηγές, για να δούμε τι θα μπορούσε να ξεπηδήσει από μέσα τους. Πώς ξεκινάει λοιπόν η Επανάσταση; Θα τολμούσα να πω ότι αρχίζει μέσα σε μια αμφίρροπη κατάσταση ζήλου, φόβου, πόθου, μυστικοπάθειας, εκδίκησης, σχεδιασμών, αποκοτιάς, αναμονής, εξαπάτησης και ρομαντισμού, στοιχεία που τα βρίσκουμε σε διαφορετικές ποσοστώσεις στις διαφορετικές πάντα ιδιοσυγκρασίες της Επανάστασης. Και σαν να ήταν μοιραίο, ήδη από την αρχή αχνοφαίνονται και στη συνέχεια γιγαντώνονται οι διχασμοί, οι εμφύλιες συγκρούσεις, οι δολοφονίες των αγωνιστών από φίλια πυρά, οι παρεξηγήσεις, οι συκοφαντικές φήμες, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες, τα πείσματα, οι δειλίες, οι δολιότητες, τα «ανοσιουργήματα»… Κι όλα αυτά, τα όντως τρομερά για την Επανάσταση εμπόδια, τίθενται αιφνιδίως κατέναντι πολυάριθμων οθωμανικών στρατιών που κατέβαιναν μανιασμένες να πάρουν εκδίκηση από τους «αχάριστους», όπως τους έλεγαν Έλληνες, οι οποίοι είχαν όλα τα προνόμια και τις διευκολύνσεις, έβγαζαν άπειρα χρήματα και πηγαινοέρχονταν ελεύθερα στην Ευρώπη, όμως κάποια στιγμή, παράδοξα, τα αψήφησαν όλα για να ταράξουν την ολύμπια, πολυ-ανεκτική γαλήνη της σουλτανικής κυριαρχίας.
Απέναντι λοιπόν σε αυτές τις οργισμένες στρατιές, που απαιτούσαν το δικό τους εκδικητικό δίκαιο, στέκεται ο αγωνιστής, η ανθρωπογεωγραφία του οποίου είναι βεβαίως ποικίλη, αλλά για την οικονομία του χρόνου θα σημειώσουμε μερικές μόνο από τις όψεις της. Είναι αυτός που αντιμετωπίζει τον εχθρό στη αρχή χωρίς όπλα, με ξύλα και βούκεντρα, χωρίς εφόδια επίσης, με το ένα μάτι στον εχθρό και το άλλο στα λάφυρα. Τον τρώει όμως και η αρχηγία που πήρε ο συναγωνιστής του, το δίπλωμα που του έδωσε η κυβέρνηση, τα γρόσια που εξασφάλισε πριν από κείνον, τον καταναλώνει η δόξα που θα στεφανώσει πρώτα εκείνον κι από κοντά τον συνέχει κι ο πειρασμός της λιποταξίας, όταν δυσαρεστείται ή απελπίζεται. Νιώθει πολύ συχνά μετέωρος, εκτεθειμένος στους πέντε ανέμους του πολέμου, και έχει και πίσω του οικογένεια, παιδιά και γέροντες, που ίσα που πρόλαβε να τους ασφαλίσει σε μια σπηλιά στα μετόπισθεν κι όταν τελειώσει ετούτη η μάχη θα τους πάει σε άλλη σπηλιά παρακάτω και από κει σε άλλη, σε άλλη…
Πεινάει πολύ, διψά, είναι κατάκοπος, βρεγμένος ως το κόκκαλο, γεμάτος αφόρητες ψείρες, έχει και πέντε λαβωματιές από την τελευταία μάχη, τα εφόδια συνεχώς αργούν, κρύβει τον φόβο μέσα του να μην εκδηλωθεί ούτε στον εαυτό του, πρέπει πάση θυσία να κατατροπώσει τον εχθρό, για να δώσει δύναμη στον εαυτό του και στους συντρόφους του… Κι όλη αυτή η υπομονή και η επιμονή που καταβάλλει θα ονομαστεί αργότερα ηρωισμός, κι έτσι θα μοιάσει στους προγόνους του, του λένε, κι αυτός θέλει δεν θέλει, μπορεί δεν μπορεί, το πιστεύει, πρέπει να το πιστέψει, δεν έχει άλλη επιλογή, δεν έχει άλλον ορίζοντα: ελευθερία ή θάνατος! Και απάνω απ’ όλα, πρέπει να σκοτώσει, ξανά και ξανά… Πότε και ποιος τον έμαθε να σκοτώνει; Τον αλλόφυλο μαχητή, τον ομόφυλο κατάσκοπο ή τον προσκυνημένο από απόγνωση ή δειλία, αλλά και τον αιχμάλωτο εχθρό, τα γυναικόπαιδα, με τα άφωνα παρακάλια στα μάτια; Ποιος του δίδαξε το θάνατο του εχθρού; Πού φώλιαζε όλη αυτή η εκδίκηση τεσσάρων αιώνων; Ο ηρωισμός συνεπαγόταν τότε άμετρη βία, αλλά η βία καθαγιάζεται πάντοτε με ηρωισμό; Από την άλλη μεριά, τι να τους κάνει όμως τους αιχμαλώτους, όταν κατέβαιναν δρομαίως οι οθωμανικές στρατιές; Πού να τους φυλάξει; Ποιος να τους φυλάξει, ώστε να μην αυτομολήσουν αργότερα στους συμπατριώτες τους με διπλάσιο μίσος, γιατί εκείνος και οι σύντροφοί του σκότωσαν προηγουμένως τους δικούς τους, λεηλάτησαν το βιός τους, έκαψαν το σπίτι τους;
Έπρεπε όμως να νικήσει! Γιατί τον περίμενε ο ανασκολοπισμός, όπως πριν τη μάχη στο Βαλτέτσι, όταν οι Τούρκοι ξεκινώντας από την Τρίπολη, «ητοίμασαν και έως διακόσια παλούκια και τα εχρωμάτισαν να τα πάρουν μαζί τους διά να παλουκώσουν τούς αρχηγούς και υπαρχηγούς των Ελλήνων, τους οποίους είχον την πεποίθησιν ότι θα τους συλλάβουν ζώντας»… Έπρεπε να νικήσει! Αλλιώς ας έπεφτε στην Αραπίτσα, ας ανατιναζότανε στο Μεσολόγγι, γιατί τον περίμεναν άγρια βασανιστήρια. Γι’ αυτό και ο αποκεφαλισμός από τον εχθρό ήταν μάλλον μια ακαριαία παρηγοριά, γιατί σε μια μονάχα στιγμή άλλαζε ταχύτατα το στρατόπεδο των ζωντανών, αυτό που διαστιζόταν από τον πλήρη τρόμο, με το βασίλειο των νεκρών, όπου «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος»... Γιατί αυτή την ατελεύτητη ζωή του έταζαν οι ιερείς, γι’ αυτήν του κήρυτταν στεντόρεια πριν από κάθε μάχη οι αρχιερείς: θα γίνει μάρτυρας, θα κατοικήσει στον Παράδεισο, λίγος πόνος εδώ και μετά ένα φως απόκοσμο θα τον τυλίξει απρόοπτα, βραβεύοντας τον αγώνα και την αγωνία του… Παρόμοια όμως έταζαν και οι δερβίσηδες στους απέναντι μαχητές, μάρτυρες του Αλλάχ, γαζήδες που οσονούπω θα απολάμβαναν τα ουρί του παραδείσου…
Μια δεύτερη παιδαγωγία που αντλούμε από τη μελέτη των ιστορικών πηγών είναι ότι η Επανάσταση επιτάχυνε εξαιρετικά και σε πολλές περιπτώσεις κατέστησε ακαριαία την «επαναστατική στιγμή» όλων των εμπλεκομένων. Υπήρξε δηλαδή ένα σοκ, όχι μόνο γι’ αυτούς που υπέστησαν απρόοπτα την επαναστατική πίεση, όπως οι Οθωμανοί, αλλά ακόμη και γι’ αυτούς που την προετοίμαζαν μυστικά για χρόνια, ένας αιφνιδιασμός που έπρεπε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να τον συνειδητοποιήσουν και να διαχειριστούν τα κέρδη και τις ζημιές. Το επαναστατικό πρόταγμα μιας δυναμικής, αν και ετερόκλητης, μειοψηφίας, στηριγμένο οπωσδήποτε στη μακροχρόνια οθωμανική αδικοπραγία, διέσπειρε τον επαναστατικό ζήλο στους υπόλοιπους Έλληνες πότε με την πειθώ, πότε με απατηλές ή μη υποσχέσεις, ακόμη και με εκβιασμούς, συντομεύοντας ριζικά τον αδρανή χρόνο της καθημερινότητας. Κάθε επανάσταση αφήνει εποχή. Και, όπως θα σημειώσει ο Μικαέλ Λεβύ, «το να αφήσεις εποχή δε σημαίνει να επέμβεις παθητικά στη χρονολογία, σημαίνει να επισπεύσεις τη στιγμή». Έτσι εκείνη η στιγμή μετέτρεψε, κάποτε κεραυνοβόλα, την αμηχανία, τον φόβο, τον δισταγμό, τη δειλία αλλά και τη σύνεση, δηλαδή εντελώς φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα, σε ορμή, σε αφοβία, σε ηρωισμό, σε ασυγκράτητη βιαιότητα, δηλαδή σε αναβαθμούς, όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα μετέρχονται μιας ριζοσπαστικής κορύφωσης.
Θα γράψει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος: «…Στην αρχή της Επανάστασης οι περισσότεροι από τους προσερχόμενους να αγωνιστούν ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν οι τσεμπέρες των γυναικών των· τότε ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες ο ένας τον άλλον ‘διατί εμαζώχθημεν εδώ και τι θα κάμωμεν;’ Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώμεν…». Κι αργότερα θα περιγράψει μια συνταρακτική σκηνή, ιδρυτική, νομίζω, εκείνης της Επανάστασης: «…Aφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επιστρέψαμεν εις το χωριό Bαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους… O δε Kολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν».
Μια τρίτη παιδαγωγία της Επανάστασης ήταν η σταδιακή κατάρτιση όλων των εμπλεκομένων στην αμφισημία, την αβεβαιότητα, την αστάθεια και την ανασφάλεια. Ίσως ήταν μια από τις σημαντικότερες και τις πιο βασανιστικές παιδαγωγίες ειδικά των επαναστατημένων, αν λάβει κανείς υπόψη τη διαφορά δυναμικού των δυο αντιπάλων στα στρατεύματα, την εκπαίδευση, τις επιμελητείες, τις εφεδρείες και τη στρατιωτική προϋπηρεσία. Αν λάβει υπόψη τις ματαιωμένες υποσχέσεις και ελπίδες των υπόδουλων, την παλιμβουλία των Μ. Δυνάμεων αλλά και τις εσωτερικές διαμάχες, τις προδοσίες, τις πρόσκαιρες αποσύρσεις ηγετών και ομάδων κ.λπ. Ήταν μια εκπαίδευση στο ρίσκο, στην παράδοξη εναλλαγή νικών και ηττών, στα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας, ήταν μια εντατική συγκατεργασία της ελπίδας με την απόγνωση. Η μανιώδης αντίδραση των Τούρκων, βασισμένη στον αιφνιδιασμό που υπέστησαν αλλά και στην παραπλανητική ιδέα που έτρεφαν για την ελληνική «αχαριστία» απέναντι σε μια δήθεν «ανεκτική» οθωμανική διοίκηση, η αμφίρροπη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και η εξαιρετική δυναμική των εκάστοτε συγκυριών, άνοιγε έτσι ένα ευρύ πεδίο ανάμεσα στη νομοτέλεια και την τυχαιότητα. Η μόνη σταθερά της Επανάστασης ήταν λοιπόν η διακινδύνευση και η αντιφατικότητα, από την οποία πήγαζε όμως και η αλλοτριοφαγία, εντός ή εκτός του ιδίου στρατοπέδου, κάποτε και η ανήθικη, για ηθικιστικά όμως βλέμματα, διγλωσσία: «Ωχ αδελφέ Στορνάρη», φώναξε κάποτε ο Καραϊσκάκης στον συναγωνιστή του, «κάνεις ωσάν να διαπραγματεύεται η Ρωσσία με την Τουρκιά! Κλείω την ειρήνην τώρα· δεν με άρεσεν μεθαύριον, την αποπατώ κ’ εγώ, κ’ εσύ, και όλοι μας!».
Μια τέταρτη παιδαγωγία ήταν η αναζήτηση, η ανάδειξη ή και η «κατασκευή» ηγετών, καθ΄ όλη μάλιστα τη διάρκειά της. Απέναντι σε έναν αναποφάσιστο ή φοβισμένο λαό, φορτωμένο με τις αιματηρές μνήμες παλαιότερων αποτυχημένων εξεγέρσεων, έπρεπε να αναζητηθεί, να αλληλο-συμφωνηθεί, να προβληθεί αλλά και να επιβληθεί μια ηγεσία, η οποία με πειθώ, με το προσωπικό ηρωικό παράδειγμα, αλλά και με απάτη ή βία, θα μετέβαλε τον τρεμάμενο σπινθήρα της Επανάστασης σε πυρσό και εντέλει σε πυρκαγιά. Μια πυρκαγιά, η οποία μάλιστα έπρεπε να τροφοδοτείται συνεχώς για να μη σβήσει, όπως συνέβαινε όταν κυριαρχούσαν οι Τούρκοι ή οι εμφύλιες διαμάχες. Μια πυρκαγιά που κινδύνευε εξαιρετικά μέσα στην πανταχού και πάντοτε παρούσα πολυ-ηγεσία της Επανάστασης.
Μια πέμπτη παιδαγωγία ήταν η αιφνίδια ή η σταδιακή κατάρτιση στον ηρωισμό, μια λέξη που έχει αποκτήσει σήμερα διφορούμενη σημασία, όταν οι ήρωες είναι μάλλον πρότυπα υπερκατανάλωσης. Τι περικλείει όμως αυτή η έννοια για εκείνη την εποχή; Θα μπορούσαμε να την αναλύσουμε με μια σειρά από συνώνυμες λέξεις, όπως ανδρεία, αυτοθυσία, αφοβία, σκληραγωγία σώματος και ψυχής, ευψυχία, σταθερότητα αποφάσεων, ευφυΐα και ευελιξία, επιμονή, αντίσταση στη μηδενιστική απόγνωση και την υποταγή και, τέλος, σκληρότητα. Όλα αυτά τα συναντούμε σε πολλούς αγωνιστές της Επανάστασης, αλλά και στους Τούρκους. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, που έχουν συχνά κατηγορηθεί για μεροληψία, τολμούσαν να μνημονεύουν ακόμη και την ανδρεία των Οθωμανών. Αλλά βεβαίως είναι ανάγκη να θυμηθούμε ότι ο ηρωισμός του ενός μεταφραζόταν σχεδόν πάντα σε εξαιρετική σκληρότητα προς τον άλλον, και η Επανάσταση συμπεριέλαβε εντός της τέτοιες συμπεριφορές.
Μια έκτη παιδαγωγία ήταν αυτή στο μίσος και στην εκδίκηση, ως στοχασμός πάνω στα εξαμβλώματα της ανθρώπινης φύσης. Όχι μόνο οι νίκες, αλλά και τα αντίποινα απέναντι κυρίως στους αμάχους ή τους αιχμαλώτους, έσπερναν μεν τον τρόμο στους ηττημένους αλλά και αναμόχλευαν την αντεκδίκησή τους. Ήταν αντίποινα που δεν χώνευαν αλλά αναπαρήγαγαν τη βία, η οποία, πρέπει να σημειώσουμε, ότι προερχόταν συχνά και από τον προσωπικό, οικογενειακό, τοπικό ή γενικό μετεωρισμό, τη βαθιά αβεβαιότητα δηλαδή που τους κατείχε απέναντι στο εγγύς μέλλον. Όπως θα τονίσει ο Άγγλος ιστορικός της Επανάστασης George Finley, «όταν ένα έθνος λαχταράει την ανεξαρτησία του, η Επανάσταση είναι ενδεχόμενη, όταν όμως, μαζί με το πάθος για την ελευθερία, το έθνος αυτό οιστρηλατείται και από την ορμή για εκδίκηση, τότε η Επανάσταση είναι αναπόφευκτη». Ο Jean-Paul Sartre, μιλώντας για αυτή την αντίστροφη γενοκτονία, αυτή που διαπράττουν «όχι πλέον οι εξουσιαστές αλλά οι υπόδουλοι», θεωρεί ότι οι τελευταίοι, μέσω ακριβώς αυτών των βιαιοπραγιών, «ανακαλύπτουν ξανά τη χαμένη τους αθωότητα», επανιδρύοντας έτσι τον εαυτό τους. Και η Lindner αναλύοντας ειδικά τα αισθήματα της ταπείνωσης που βιώνουν οι υπόδουλοι αλλά και τον φόβο για μια νέα ταπείνωση που θα έρθει από την ενδεχόμενη αποτυχία της εξέγερσης, θα αναγνωρίσει ότι αποτελούν «την πυρηνική βόμβα των συναισθημάτων… το πιο δυνατό όπλο μαζικής καταστροφής».
Μια έβδομη παιδαγωγία ήταν αυτή που αφορούσε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Επανάστασης, ο οποίος απαντάται και στις δυο αντίπαλες παρατάξεις. Δεν μπορούμε να μην βεβαιώσουμε ένα είδος «ιερού πολέμου» μεταξύ τους. Η θρησκευτική αναφορά όλων των εμπολέμων ήταν συνεχής, πριν, κατά και μετά τις μάχες, ιδρύοντας το πλαίσιο ενός δυναμικού εθνικο-θρησκευτικού συντονισμού, ο οποίος τους πρόσφερε αφειδώλευτα και δωρεάν το δυναμωτικό και ιαματικό ακούμβησμα του ουρανού πάνω στις τραγωδίες της γης. Σε αυτό μπορούμε να εντάξουμε τίς προσευχές που αναπέμπονταν κάθε πρωί πριν από τη μάχη και από τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, καθώς και πολλές άλλες καθημερινές θρησκευτικές εκδηλώσεις, οι οποίες στον χώρο των Ορθοδόξων περιλαμβάνουν τον εκκλησιασμό, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, τις παρακλήσεις, τις νηστείες, την ενεργό παρουσία πολλών ιερωμένων στις μάχες, είτε ως εμψυχωτών είτε ως οπλαρχηγών, τις δοξολογίες και τις ευλογίες των όπλων, τους θρησκευτικούς όρκους, τις λιτανείες κ.λπ.
Η ιστοριογραφία της Επανάστασης είναι πράγματι ένα ανεξάντλητο μεταλλείο και είναι αμέτρητες οι παιδαγωγίες, τα νοήματα, τα διδάγματα και οι προσανατολισμοί, που μπορεί να αντλήσει κανείς από εκείνη τα μακρινά γεγονότα, τα ιδρυτικά του νεοελληνικού μας κράτους. Μόνο ελάχιστες προσπάθησα σήμερα να αρθρώσω σε αυτή την εισήγηση, την οποία θα ολοκληρώσω ευθύς αμέσως με μια όγδοη παιδαγωγία, που αφορά την αναπόφευκτη μυθοποίηση των επαναστατικών γεγονότων. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, αν και συχνά το αγνοούμε ή το λοιδορούμε, ότι χωρίς μύθο και μυθοποίηση δεν νοείται εξέγερση και επανάσταση. Διότι δεν νοείται καν ζωή, ούτε επιβίωση. Κάθε εποχή, επαναστατική ή μη, στηρίζεται κυρίως στις μυθοπλασίες της, εφόσον «για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από αυτήν», όπως θα μας θυμίσει ο Οδυσσέας Ελύτης στη “Μαρία Νεφέλη”, προβάλλοντας την αναγκαιότητα του ονειρικού/οραματικού ισοδύναμου της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάλιστα, όσο πιο μεγάλο, βίαιο, αινιγματικό, αδυσώπητο είναι ένα ιστορικό γεγονός, τόσο περισσότερο υποχρεωτικά και αθέλητα μυθοποιείται: είναι στη φύση την ανθρώπινη, είναι στη γλώσσα την ανθρώπινη, να διαστέλλει τις εγκαυστικές ειδικά εμπειρίες της, να υπερχειλίζει τους λόγους της, να λειτουργεί με αλληγορίες, μετωνυμίες, μεταφορές και σχήματα καθ’ υπερβολήν. Εξάλλου, «μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας», θα μας προειδοποιήσει και ο Βιτγκεστάιν. Αν λοιπόν η ίδια η ιστορία του εκάστοτε παρελθόντος δεν λειτούργησε ποτέ με μοντέλα και αλγορίθμους, ας μην επιμένει να το κάνει η ιστοριογραφία. Ας αναγνωρίσει επιτέλους ότι χωρίς ρομαντικές, οικοδίαιτες και βιοπάροχες μυθοπλασίες μόνο ίσως οι μισθοφόροι κάθε εποχής πολεμούν, αν και αυτοί μετέρχονται οπωσδήποτε το δικό τους προσωπικό μύθο. Από την άλλη μεριά, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι και οι σύγχρονες, θριαμβολογικές απομυθοποιήσεις βασίζονται πάντα σε κάποιον άλλο, ανομολόγητο, μύθο, διότι δεν υφίσταται ποτέ και πουθενά κανένα μυθολογικό κενό στην ανθρώπινη ιστορία. Αν αυτό λοιπόν γίνει από όλους αρχικά αποδεκτό, τότε μπορούμε στη συνέχεια να αρχίσουμε νόμιμα να ανιχνεύουμε και τα εκάστοτε ψήγματα αλήθειας ή τους εντελώς ανθρώπινους συνδυασμούς αληθειών και μυθοπλασιών που κυκλοφορούν ελεύθερα και χωρίς λογιστικές δεσμεύσεις μέσα στους λόγους του παρελθόντος. Διότι, ό,τι περιέσωσε εντέλει την Ελληνική Επανάσταση ήταν ακριβώς η μυθοπλασία της, δηλαδή το πλειοψηφικά μονοδιάστατο όραμα της απελευθέρωσης, που δοκιμάστηκε όμως ανηλεώς και πολυτρόπως μέσα στο αφόρητο καμίνι των αβεβαιοτήτων και των αμφισθενειών, των ανθρώπων και των πραγμάτων εκείνης της πραγματικά κεκαυμένης εποχής. Γιατί ήταν αυτή η μυθοπλασία που γέννησε και την περίφημη αντοχή του ελληνικού λαού, η οποία, σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Mark Μαζάουερ, κινητοποίησε στο τέλος και τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μεσολαβήσουν δραστικά στην εξελισσόμενη εκείνη τραγωδία, εφόσον τους έγινε κάποια στιγμή περισσότερο από σαφές ότι «οι Έλληνες αντέχουν και δεν θα υποχωρήσουν». Έτσι, δυο αιώνες μετά, ο Μαζάουερ θα υπομνηματίσει πρόθυμα τον Μακρυγιάννη, ο οποίος, προβάλλοντας λαϊκότροπα τη σταθερή απόφαση της ελευθερίας, θα διακηρύξει πως “αυτείνη την λευτερίαν δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμε εύκολα πίσω εις του αυγού το τζόφλιο”… Σας ευχαριστώ!

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ο πολιτικός, ο διανοούμενος και η εποχή του


Η πολυκύμαντη πορεία του τόπου μας από προπολεμικά έως τη Δικτατορία του 1967 μέσα από τη ζωή μιας κορυφαίας πολιτικής και πνευματικής προσωπικότητας του 20ού αιώνα. Με λαμπρές σπουδές στη Χαϊδελβέργη, ο Κανελλόπουλος θα εισάγει την κοινωνιολογία στην Ελλάδα, ανανεώνοντας τη φιλοσοφική σκέψη. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει υπουργό Στρατιωτικών της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο, όπου ίδρυσε τον Ιερό Λόχο. Στη συνέχεια θα διαδραματίσει σταθερά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταραγμένη μεταπολεμική σκηνή μέχρι τη σύλληψή του το πρωί της 21ης Απριλίου. Το βιβλίο, που βασίζεται σε πολυετή έρευνα σε ελληνικά και ξένα αρχεία, εμπλουτίζεται με σπάνιες, ανέκδοτες φωτογραφίες.
Η περιπετειώδης ζωή ενός κορυφαίου Έλληνα πολιτικού και διανοούμενου, που διατρέχει ολόκληρη την ταραγμένη πορεία της Ελλάδας τον 20ό αιώνα, με αποκαλυπτικά στιγμιότυπα και άγνωστα παρασκήνια. Ακολουθώντας τον πρωταγωνιστή, ο αναγνώστης θα ξεκινήσει από την Πάτρα της Belle Époque, θα ταξιδέψει στην Χαϊδελβέργη των φιλοσόφων και των ποιητών και θα επιστρέψει μαζί με τον νεαρό κοινωνιολόγο στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, των σφοδρών ιδεολογικών συγκρούσεων και της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Θα ακολουθήσει τον Κανελλόπουλο στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου και θα διαφύγει μυστικά μαζί του στην Μέση Ανατολή, όπου αυτός συγκρότησε τον Ιερό Λόχο. Θα συμπορευθεί με τον πρωταγωνιστή στην δραματική μοναχική του πορεία μέσα στον Εμφύλιο Πόλεμο, που έθεσε επιτακτικά διλήμματα στις συνειδήσεις. Ακολουθεί η πολιτική καριέρα του Κανελλόπουλου, ως κορυφαίου στελέχους της Δεξιάς, στο πλευρό του Παπάγου και του Καραμανλή, ενώ η υπονόμευση της δημοκρατίας την δεκαετία του ΄60 περιγράφεται με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την σύλληψη του πρωταγωνιστή ως πρωθυπουργού την 21 Απριλίου 1967. Ακολουθεί ο επίλογος και η μοναδική για Έλληνα πολιτικό αυτοκριτική για τα γεγονότα της μεταπολεμικής εποχής. Το βιβλίο βασίζεται σε πολυετή έρευνα σε ελληνικά και ξένα αρχεία, ενώ συμπληρώνεται με σπάνιες, ανέκδοτες φωτογραφίες.

ΠΗΓΗ