Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Τα Καλλικαντζαρέλια

Αν μπορεί η φαντασία, ας συλλάβει για λίγο τη μορφή των δαιμονικών του Δωδεκαήμερου. 
Ο λαός τους καλικάντζαρους ανέκαθεν τους φανταζόταν άσχημους, αδύνατους, άλλους κοντούς και άλλους πανύψηλους. Να έχουν άγρια και τερατώδη όψη ή νάναι μικρόσωμοι, τόσο όσο οι νάνοι, με σκοτεινά πρόσωπα και μαλλιά αγκαθωτά ή λιγδιασμένα και μακριά. Ο λαός ακόμα δέχθηκε στη φαντασία-του τα δαιμονικά αυτά να έχουν νύχια γαμψά και βρωμερά και ποδιά στραβά και μπερδεκλωμένα που τους κάνουν να κουτσαίνουν κωμικά και γελοία. Άλλοτε τα πόδια, που και που, είναι παραπανίσια. 
Λένε πως τα χέρια-τους είναι μακριά, όπως στις μαϊμούδες και τα νύχια-τους, σ’ αυτά τα χέρια, είναι τόσο μακριά όσο και τα δάχτυλα κι έτσι τα δαιμόνια μπορούν πιο εύκολα να γδέρνουν τα πρόσωπα των ανύποπτων που κυκλοφορούν νυχτιάτικα στις ερημιές. 
Η παράδοση λέει ότι όσοι καλικάντζαροι πρωτοβγαίνουν στην επιφάνεια της γης και αρχίζουν τις περιπετειώδεις εξορμήσεις-τους, έχουν κατά κανόνα πόδια τραγίσια, απεχθή, εφιαλτικά. Καμιά φορά λένε πως φορούν παπούτσια, ξυλοτσόκαρα ή υποδήματα με σιδερένιες σόλες. Συχνά φορούν με καμάρι τσαρούχια φτιαγμένα από γουρουνίσιο δέρμα. Ό,τι κρύβει την αδιάντροπη γύμνια-τους είναι κουρέλια και ράκη και πάνω απ’ αυτά καμιά φορά ρίχνουν και καμιά τσοπάνικη καπότα, για το κρύο, για το μεγαλείο, για τη γραφικότητα των ημερών ή για την εναρμόνιση με την έρημη εξοχή όπου διαβιούν. 
«Είνι κατ’ αθρουπέλλια πουλύ μκρα, τσι μοιάζιν σα κάτις (=γάτες) κι οι κώλ(ι) ντουν είνι αθρουπίσ’. Έχιν ουρά μακριγιά που φτάν(ι) ίσαμι τα πουδάρια ντουν, τσι κάτου – κάτου έχ(ι) μια φούντα, κι βγάζιν κατ’ φουνές άγριγις! σα τσι’ κάτι»[1]
Όπως μας πληροφορεί η παράδοση, «ο κάθε καλικάντζαρος έχει κι από ένα κουσούρι, άλλοι μονόματοι, άλλοι ολότελα στραβοί κι άλλοι μονοπόδαροι. Στραβομούρηδες, στραβοπρόσωποι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, με λίγα λόγια πάνω-τους θα βρεις όλων των λογιών τα σακατιλίκια». Μερικοί ελαφροΐσκιωτοι, πίστεψαν πως τούτοι μπορεί να μοιάζουν με τον διάβολο και νάναι μαύροι σαν κατράμι και νάχουν μύτες σουβλερές κι αυτιά ολόιδια κατσικίσια, ίσως και γαϊδουρινά. 
Και τι δεν έχει δει ο κοσμάκης με τη φαντασία-του όταν αισθάνεται τους καλικάντζαρους δίπλα-του! Λένε πως κάποιοι τους είδαν καβάλα πάνω στο σβέρκο γαϊδάρων ή να κάθονται σαν αφέντες πάνω στις πλάτες πετεινών. Επιπλέον, απ’ ό,τι λέει η παράδοση κι απ’ ότι οι ονειροπαρμένοι θαυμαστές των αερικών, τούτοι είναι εκπληκτικά ευκίνητοι και με ευκολία αναρριχώνται σε παράθυρα και τοίχους και κάνουν βόλτες στις σκεπές των σπιτιών κι όποτε τους έρθει, μπαίνουν στην καπνοδόχο και πηδούν στο σπιτικό. 
Λένε επίσης πως έχουν αδυναμία στα θηλυκά, στις κοπελιάς που βγαίνουν τη νύχτα στη γειτονιά και στις χήρες. Μάλιστα κυνηγούν και τις μαμές που λόγω της φύσης της δουλειά-των, συνήθως τριγυρνούν στα βαθιά σκοτάδια κι ο παγανός θα τις πετύχει να τρέχουν αλαφιασμένες για να λευτερώσουν καμιά κοιλοπονεμένη και τότε θα τις πειράξει και θα τις τρομάξει και θάχουν τούτες να λένε καθώς ξεμαλλιασμένες και άυπνες θα γυρίσουν στο σπιτικό-τους, για τους καλικάντζαρους που τις ενόχλησαν στα πηχτά σκοτάδια και τις κατατρόμαξαν. 


ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (2018). Οι καλικάντζαροι στην ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Φιλιππότη, σσ. 61-63. 

[1] Οι σύντομες τούτες διαπιστώσεις γύρω από τη μορφή των καλικάντζαρων προέρχονται από τη Λεσβιακή παράδοση. 


Ξυλογραφία Ι. Μόραλη. Βλ. ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ. (2006). Τα Παγανά. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 91. 


Δύο αφηγήσεις για τους καλικάντζαρους από τη Λεσβιακή παράδοση. Βλ. ΝΤΟΡΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ. (1979). Νεράιδες - Καλλικάντζαροι - Βρικόλακες στις Λεσβιακές παραδόσεις. Δοξασίες και αφηγήσεις. Αθήνα: Πανεκτυπωτική, σ. 44.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

«Πως γνωρίζονται οι άνθρωποι; Με την αφή!» «Ο Ορφέας στον Άδη» του Tennessee Williams από τη Θεατρική Ομάδα των Αστέγων Μυτιλήνης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Πριν δύο σχεδόν εβδομάδες, μαζί με μαθητές κάποιων σχολείων της πόλης-μας· μεταξύ αυτών και δικοί μου μαθητές, του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, βρέθηκα στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης να παρακολουθώ την παράσταση της Θεατρικής Ομάδας των Αστέγων «Ο Ορφέας στον Άδη». Η παράσταση γίνονταν στο πλαίσιο του γνωστού μεν, παλιοκαιρίτικου δε συνθήματος: «σχολείο ανοικτό στην κοινωνία». Τώρα, πόσο ανοικτό είναι το σημερινό σχολείο στην κοινωνία και ειδικότερα στον πολιτισμό, αυτό είναι ζήτημα που στον παρόν άρθρο μου δεν μπορώ να το συζητήσω γιατί θα ξεφύγω από το θέμα που διαπραγματεύομαι. Εκείνο, όμως, που σύντομα οφείλω εδώ να καταγράψω είναι το εξής: οι μαθητές που παρακολούθησαν την παράσταση, αμφιβάλλω αν γνώριζαν τι τέλος πάντων ήταν ο Ορφέας κι η αγαπημένη του Ευρυδίκη και, βέβαια, πως αυτός ο μύθος έχει μακρά διάρκεια έως σήμερα, επιδρώντας καταλυτικά σε μορφές τέχνης, όπως είναι το θέατρο. Επίσης, αμφιβάλλω αν οι μαθητές γνώριζαν και τον Tennessee Williams, συγγραφέα του έργου που παρακολούθησαν· με την απαραίτητη όπως επιβάλλεται ησυχία; Θα ‘λεγα πως όχι... Ευτυχώς που ο σκηνοθέτης κ. Κλεομένης Τζαννέτος, πριν αρχίσει η παράσταση, είχε την ευγενική καλοσύνη να πει λίγα λόγια τόσο για τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, όσο και για την υπόθεση της εν λόγω παράστασης. Ας προλάβω, εδώ, πιθανή παρεξήγηση: δεν έφταιγαν οι μαθητές. Αλλού οφείλουμε να αναζητήσουμε την ευθύνη. Κι αυτή, πρωτίστως, βαραίνει εμάς τους δασκάλους. Γι’ αυτό, ίσως, θα ταίριαζαν εδώ οι στίχοι του ποιητή Άρη Τζιούμα: «Θα μπορούσαμε να χαρίσουμε / ένα στίχο του Νίκου Καρούζου / σε ένα μικρό παιδί. / Ίσως δυσκολευόταν / στην κατανόηση των νοημάτων, / όμως σίγουρα θα είχε αναγνωρίσει / την ίδια την έννοια της ποίησης». Ίσως, λέω κι εγώ με τη σειρά-μου, αν στη σχολική τάξη προετοιμάζαμε τους μαθητές-μας για το τι θα δουν ίσως, λέω, θα γνώριζαν τι σημαίνει να παρακολουθείς με τη δέουσα προσοχή και ησυχία μια θεατρική παράσταση. 
Τέλος πάντων, θα αρκεστώ στην καταγραφή κάποιων σκέψεών μου αποτιμώντας, θετικότατα οφείλω να πω, την παράσταση που παρακολούθησα. Όλες σχεδόν οι σκέψεις που παραθέτω παρακάτω, γράφτηκαν κατά την ώρα της παράστασης σ’ ένα πρόχειρο χαρτί, αυθόρμητα, έχοντας ως αφορμή πως τελικά βιώνεται ο έρωτας, στην τραγικότητά του, ως βαθιά υπαρξιακό για τον άνθρωπο ζήτημα, ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον καθώς πρέπει από τη μια μεριά και της δήθεν αμαρτωλής πραγματικότητας από την άλλη. Η «Πριγκιπέσα» (καλή συναδέλφισσα Αναστασία Κατσαρού) και ο «Βαλ Ξαβιέ» (κι αυτός καλός συνάδελφος Γιώργος Γέργος, ποιητής συνάμα), βασικοί πρωταγωνιστές της παράστασης, ωσάν «άλλοι» Ορφέας και Ευρυδίκη, από την αχλή του μύθου βγαλμένοι ήρωες, απλόχερα – προσωπική διαπίστωση είναι αυτή - με μύησαν σ’ εκείνο το ηρακλειτικό «διζήσασθαι αυτόν και μαθείν πάντα παρ’ εαυτού», που σημαίνει «να εξετάζεις τον εαυτό-σου και να μάθεις τα πάντα από αυτόν». Και αυτό γιατί στον έρωτα, η οποιαδήποτε σωτηρία-του πολλές φορές οδηγεί και στην καταστροφή-του, τουτέστιν στην απώλειά του. Ας μην ξεχάσουμε, άλλωστε, το φόνο που διαπράττει ο άντρας της Πριγκηπέσας Τζέιμπ Τόρρανς (αγαπητός συνάδελφος Αλμπέρ Ντιγκράν Ματοσσιάν), σκοτώνοντας την ίδια. Πρόκειται για εκείνον τον μυητικό θάνατο της αποξενωμένης από τον έρωτα ύπαρξης, που δεν προλαβαίνει να ξαναγεννηθεί μέσω αυτού. 
Περιδιαβαίνοντας προσεκτικά κάποιες σκηνές της παράστασης, στέκομαι ιδιαίτερα ακόμη σε δύο. Η μια αναφέρεται στην εποχή που γεννήθηκε κι έζησε ο Tennessee Williams. Μου θυμίζει την εποχή των θαυμάτων του Francis Scott Fitzgerald, συγγραφέα που μανιωδώς διάβαζα στα φοιτητικά μου χρόνια. Εποχή της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική. Όπως ο Fitzgerald, νομίζω, έτσι και ο Williams, με το έργο του χτύπησε τον αρρωστημένο με τα πολλά κλισέ πολιτισμό της εποχής του, είτε αυτός έχει σχέση με τα δύο φύλα, είτε με το γάμο όταν αυτός γίνεται απλή συμβίωση, είτε με διάφορα θρησκευτικά και κοινωνικά ηθικολογικά ταμπού. Όλοι σχεδόν οι ρόλοι που υποδύθηκαν αξιόλογοι ερασιτέχνες ηθοποιοί, χτυπούν στη ρίζα-τους νοοτροπίες που κλείνουν τους ανθρώπους στους δικούς-τους τοίχους. Με το «πουλί στον ουρανό», ως σύμβολο ελευθερίας, να εναντιώνεται στην παραπάνω κλεισούρα και να είναι «άπιαστο όνειρο», καθώς συνειδητά υποστήριξε η ωραία και ταλαντούχα Πριγκιπέσα. 
Η άλλη σκηνή, που σχεδόν πέρασε απαρατήρητη, ήταν η παρουσία του Ινδιάνου σαμάνου (Θοδωρής Αγγελέλλης), με τα δύο επάλληλα καλέσματα των κραυγών-του, το ένα στον χώρο που διαδραματιζόταν το ανικανοποίητο του έρωτα, το άλλο στον χρόνο όπου η παρακμή, η διαφθορά, η υποκρισία και η βαρβαρότητα να είναι το σαράκι που τρώει τη ζωή, όχι μόνο στην εποχή που έζησε ο Williams αλλά και τη σημερινή. Έτσι, η ολιγόλεπτη παρουσία του Ινδιάνου σαμάνου, για όσους τουλάχιστον γνωρίζουν τι σημαίνει αυτός ο όρος και ποιο είναι το έργο ενός σαμάνου, στην παράσταση λειτούργησε θεραπευτικά, με τη σημασία που δίνει στο σαμανισμό ο Μίρτσεα Ελιάντε, κορυφαίος Ρουμάνος θρησκειολόγος του 20ου αιώνα, ως μάγου θεραπευτή, που επεδίωξε την αποκατάσταση της ελευθερίας των δύο βασικών πρωταγωνιστών (Πριγκιπέσας και Βαλ Ξαβιέ), έστω και για λίγο, στην παραδείσια νοσταλγία ότι οι άνθρωποι γνωρίζονται με την αφή
Έχω τη γνώμη πως πέραν των θερμών συγχαρητηρίων που γενναιόδωρα δίνω στη Θεατρική Ομάδα των Αστέγων, εκείνο που τελεσφόρα με έμφαση οφείλω να τονίσω είναι το γεγονός ότι ο Ορφέας στον Άδη σήμερα, κάμει ακόμη ένα πέταγμα προς τη ζωή, επιζητεί και διαρκώς πιστεύω θα επιζητεί την ελπίδα ότι ο έρωτας για τη χαμένη Ευρυδίκη του, όποια κι είναι αυτή σήμερα, πάντα θα είναι κύματα φωτός, όπως τόσο επιτυχημένα φαίνεται και στην αφίσα της παράστασης, (δημιουργός Σταμάτης Γιαννάκης).

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Καλόν Παράδεισο παπα-Γιώργη



«Μέσα στο ευρύτερο σχέδιο της Φραγκοσύνης για τη διάλυση της συνεχιζόμενης και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ρωμανίας / Βυζαντίου, όχι μόνο ως πραγματικότητας, αλλά και ως ιστορικής ακόμη μνήμης, ο Ελληνισμός έπρεπε να στραφεί αποκλειστικά στην αρχαιότητα, οβελίζοντας οριστικά από την ιστορική-του συνείδηση το κοντινό παρελθόν-του. Η ρομαντική αυτή στροφή – στην Ελλάδα περίεργα ο διαφωτισμός συνδυάστηκε με τον ρομαντισμό και την αρχαιολατρία – μας έμαθε να αναζητούμε τους Δασκάλους και Φωτιστές-μας στους αρχαίους ή τουλάχιστον στους Ευρωπαίους, που, σύμφωνα με τα όσα μας δίδαξαν ο Κοραής και ο κύκλος-του, ήταν οι άμεσοι κληρονόμοι και συνεχιστές της σοφίας των προγόνων-μας. Το αποτέλεσμα ήταν τα παραθεωρείται το εγγύτερο παρελθόν-μας και να περιφρονείται. Μοιάζαμε σαν να αρνούμασθε τον Πατέρα μας και να αναζητούμε την ταυτότητά μας αποκλειστικά στον Παππού-μας. Σαν να μην είχαμε Πατέρες, αλλά μόνο μακρινούς Προγόνους»


+Πρωτοπρ. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ. (1986). Παράδοση και Αλλοτρίωση. Αθήνα: Δόμος, σσ. 12-13. 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Σωφρόνως, ευσεβώς και δικαίως, όπως ταιριάζει στα φοβερά πάθη των βυζαντινών και μεταβυζαντινών Πατέρων-μας, για δεκαετίες μας μύησε και μας γαλούχησε, ο μακαριστός πια παπα-Γιώργης Μεταλληνός. Δεν ήταν μόνο ο επιστήμονας κι ο ερευνητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού· όσοι τον γνώρισαν και είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν μαζί του, θα τον θυμούνται κι ως άνθρωπο της προσευχής, δάσκαλο αλείπτη και κολλυβά συνάμα.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Της μαθήτριάς μου που διαβάζει Αλμπέρ Καμύ

Δεν είναι καθόλου αστεία εδώ η έννοια της ελπίδας. Αντίθετα, όσο πιο τραγική είναι η κατάσταση που παρουσιάζει ο Κάφκα, τόσο πιο δυνατή και πιο προκλητική γίνεται η ελπίδα. Πραγματικά, όσο πιο παράλογη είναι η «Δίκη», τόσο πιο απροσδόκητο κι αδικαιολόγητο φαίνεται το παράφορο «άλμα» του «Πύργου». Εδώ, όμως, ξαναβρίσκουμε σε γνήσια κατάσταση την παράδοξη υπαρξιακή σκέψη, όπως την εκφράζει, λόγου χάρη, ο Κίρκεγκωρ: «Πρέπει να χτυπάμε ως το θάνατο την επίγεια ελπίδα, μονάχα με τη βοήθεια της αληθινής ελπίδας[1] θα σωθούμε». Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: «Έπρεπε να γραφτεί η “Δίκη” για να ακολουθήσει ο “Πύργος”».
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που έχουν μιλήσει για τον Κάφκα παρομοίασαν το έργο του με μια απελπισμένη κραυγή του ανθρώπου που δεν βλέπει βοήθεια από πουθενά. Αλλά αυτό πρέπει ν’ αναθεωρηθεί. Υπάρχει ελπίδα κ’ ελπίδα. Το αισιόδοξο του κ. Ανρύ Μπορντώ μου φαίνεται ιδιαίτερα ενθαρρυντικό. Γιατί στις κάπως δύσκολες καρδιές δεν προσφέρει τίποτε. Αντίθετα, η σκέψη του Μαλρώ παραμένει πάντα τονωτική. Και στις δύο όμως περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε η ίδια ελπίδα ούτε η ίδια απελπισία. Βλέπω μονάχα πως αυτό, το ίδιο το παράλογο έργο μπορεί να οδηγήσει στην απιστία – που θέλω ν’ αποφύγω. Το έργο, που δεν ήταν παρά μια ασήμαντη επανάληψη μιας μάταιης κατάστασης, μια φωτεινή έξαρση του φθαρτού, εδώ γίνεται ένα λίκνο ψευδαισθήσεων. Εξηγεί, δίνει μορφή στην ελπίδα. Ο δημιουργός δεν μπορεί ν’ αποχωρισθεί απ’ αυτό. Δεν είναι το τραγικό παιχνίδι που έπρεπε να είναι. Δίνει ένα νόημα στη ζωή του συγγραφέα.
Πάντως, είναι περίεργο το ότι έργα με συγγενική έμπνευση, όπως τα έργα του Κάφκα, του Κίρκεγκωρ ή του Σεστώβ, τα έργα –για να μη μακρηγορώ– των υπαρξιακών μυθιστοριογράφων και φιλοσόφων, ενώ είναι στραμμένα ολόκληρα προς το παράλογο και τις συνέπειές του, τελικά, καταλήγουν σ’ αυτή τη φοβερή κραυγή της ελπίδας.
Αγκαλιάζουν τον Θεό που τους αφανίζει. Η ελπίδα παίρνει την κραυγή της ταπεινοφροσύνης. Γιατί ο παραλογισμός της ύπαρξης τους βεβαιώνει ακόμα περισσότερο για την υπερφυσική πραγματικότητα. Υπάρχει, λοιπόν, μια διέξοδος, αν ο δρόμος αυτής της ζωής καταλήγει στον Θεό. Και η υπομονή κι επιμονή, με την οποία ο Κίρκεγκωρ, ο Σεστώβ και οι ήρωες του Κάφκα ξαναπαίρνουν κάθε φορά την πορεία τους είναι μια μοναδική εγγύηση για τη μεγάλη δύναμη αυτής της βεβαιότητας[2].


ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ. (1969). «Η ελπίδα και το παράλογο στο έργο του Φραντς Κάφκα», στο: Ο μύθος του Σίσυφου. Αθήνα: Γαλαξίας, σσ. 154-155.

[1] Η Αγνότητα της καρδιάς.
[2] Στον “Πύργο” το μόνο χωρίς ελπίδα πρόσωπο είναι η Αμαλία. Σ’ αυτήν αντιστέκεται με περισσότερη μανία ο γεωμέτρης.

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Η Πήλινη Χορεύτρια στο Σπίτι της Κύπρου


Ηλιόπετρα... το φιλί

Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο 
Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει 
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως 
Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν. 

Πλάι μου βαδίζεις σαν δέντρο σκιερό 
Κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία 
Τα μάτια σου είναι κρήνες ονείρου όπου παν 
Συχνά και ξεδιψάν τα άγρια θηρία. 

Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο 
Μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν 
Ο σκλάβος βγάζει στους ώμους του φτερά 
Παύεις να είσαι ένας ακόμα ίσκιος. 

Ζητάω το πρόσωπό σου, ξανά παραληρώ 
Βραγιά των γιασεμιών και στην πληγή αλάτι 
Αγκάθι του θανάτου, αυγή του φεγγαριού 
Γραφή θαλασσινή απάνω στον βασάλτη. 

Μικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο 
Γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου 
Και μισανοίγεις σαν φρούτο ώριμο 
Ή σαν αστέρι εκρήγνυται και σβήνει. 

Η φούστα σου παφλάζει φτιαγμένη από νερό 
Τα κόκαλά μου βρέχει με τη μία 
Μα όσο και να βρέχεις δε θα φοβηθώ 
Γιατί είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία. 

Γυμνός ο κόσμος όταν κυλιούνται δυο 
Από τον ίλιγγο πάνω στη χλόη 
Λύνονται οι κάβοι, σαλπάρουν οι ψυχές 
Ο χώρος είναι σιωπή και φως μονάχα.

Στίχοι του Θανάση Παπακωνσταντίνου (βασισμένο σε ποίημα του Οκτάβιο Πας), στον δίσκο του Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου (2014), τραγουδά ο Σωκράτης Μάλαμας· [εδώ] κι [εδώ]