Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Πολιτική Ηγεσία και Πατρίδα

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Μπροστά στον τρομακτικό κίνδυνο της νοοτροπίας «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω» που, τα τελευταία χρόνια, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκφράζουν οι πολιτικοί μας, η ανένταχτη κριτική αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση. Κι όχι μόνο η κριτική αλλά και η λειτουργία έξω από κομματικά κυκλώματα - ομαδούλες κρούσης. Οι πολιτικο-ιστορικές στιγμές που ζούμε συνιστούν προδοσία της πατρίδας. Επιτακτικά χρειάζονται Ανδρέα Κάλβο. Και σ’ έναν γνήσιο πολιτικό ηγέτη πατριώτη με ύψιστο πολιτικό ήθος, να πιάσουν τόπο οι στίχοι της Ωδής Εις τον Ιερόν Λόχον:
«Ω γνήσια της Ελλάδος
Τέκνα· ψυχαί που επέσατε
Εις τον αγώνα ανδρείας
Τάγμα εκλεκτών Ηρώων».
Ωστόσο, ένα κομμάτι του λαού μας, αιώνες τώρα, έχει μάθει να κρατά τη σημαία ψηλά, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τις προδοσίες.


Φανταστικό πορτραίτο του Κάλβου του Γιώργου Σεφέρη. ΠΗΓΗ: Fractal. Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Ο Γιώργος Σεφέρης... για το υπαρξιακό μας κενό

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαρειά μια νάρκη.
Κι’ όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
         ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι’ ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
       Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι’ αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι’ από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτειά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
        τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
       Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι’ ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι’ ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
         ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
          τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι’ αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που του καίνε σαν
          το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
       νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
       χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

                                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτω­βρί­ου ‘44


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: Εθνική Πινακοθήκη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Τελευταίος σταθμός», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 212-215.

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Με αφορμή τη χθεσινή σχολική εκδρομούλα μας

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Εχθές, στο λεωφορείο της σχολικής εκδρομής μας, μπροστά στη θέση του συνοδηγού, ο ιδιοκτήτης του είχε δύο σημαίες, η μια ήταν η ελληνική και η άλλη ο δικέφαλος αετός, οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους μ’ ένα μικρό ξυλάκι που πάνω έγραφε τη λέξη οικογένεια. Και σαν μην έφτανε αυτή η εικόνα, όταν χτυπούσε το τηλέφωνό του, ο ύμνος που ακούγονταν ήταν το γνωστό τραγούδι «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». Δεν κακίζω τον ιδιοκτήτη. Προφανώς κάποιοι έτσι του ‘παν πως είναι ο πατριωτισμός κι η αγάπη προς την πατρίδα, ένα ιδεολόγημα καλοσερβισμένο από την εποχή της χούντας, με μεγάλη πέραση σήμερα. 
Απ' το μυαλό μου πέρασε η σκέψη να εξηγήσω στον οδηγό γιατί ετούτη η πατριωτική έξαρση είναι ιδεολογικοποιημένη και εκφράζει έναν λανθάνοντα πατριωτισμό, με εθνικιστικές παρλάτες, που πολλές φορές δίνουν το δικαίωμα στους απέναντι κι αυτοί να εκφράζουν τις δικές τους αντιεθνικιστικές και εθνοφοβικές παρλάτες. Σκέφτηκα, επίσης, να του πω κι όσα γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο Χειρόγραφο Οκτ. ’68 για το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ωστόσο, είπα μέσα μου πως θα βάρυνε πολύ τη συζήτηση και δεν θα είχε νόημα.


Όμως, τι γράφει ο Σεφέρης δεν μπορώ να μην το αναφέρω: 
«-Απόμακρη που είναι Ελλάδα / στον τόπο των Ελλήνων Χριστιανών» και «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ! / Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Άραγε σ’ αυτόν τον τόπο ήρθε ποτέ ο Χριστός;

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για ακόμη μια χρονιά δήμοι και εκκλησιές, δήμαρχοι και κληρικοί, ετοιμάζουν την επίδειξη του δικού τους «επιταφίου», σε δρόμους και σε σοκάκια πολλών πόλεων. Η λαϊκή εθιμοταξία, καθώς φαίνεται, για τα καλά μπήκε κι αυτή στο περιθώριο. Αφήνω στην άκρη την άγνοια θεολογικής γνώσης τι γιορτάζουμε τη Μεγάλη Παρασκευή. Ακατήχητος λαός.
Κι απόψε, στην περιφορά του Επιταφίου, φαναράκια θα πετάξουν στον ουρανό, στρατιωτικές μπάντες και στρατιωτικά αγήματα θα βρίσκονται δίπλα στον ιερό κουβούκλιο, αντί των Μυροφόρων. Άραγε σ’ αυτόν τον τόπο ήρθε ποτέ ο Χριστός; 
Την ανευλαβή περιφορά του Επιταφίου, δεκαετίες πριν, την είχε καυτηριάσει κι ο Γιώργος Σεφέρης: «Στον Επιτάφιο, στον Άι-Δημήτρη το Λαμπαδιάρη. Ο Επιτάφιος της Στέρνας. Στεκόμασταν αντίκρυ στην εκκλησιά στους πρόποδες του Φιλοπάππου. Κεριά αναμμένα τριγύρω και αντίκρυ. Η σκοτεινή Ακρόπολη (όχι φωταγωγημένη, ευτυχώς) δεξιά. Ευωδιά από το θυμάρι. Τα ίδια δεδομένα, όπως τότε, όμως τόσο πιο μακριά από τις ρίζες, και τόσο χαλασμένοι οι άνθρωποι· ρωτιέται κανείς γιατί ήρθαν – κουβεντιάζουν μεταξύ τους, όπως στον καφενέ· ήρθαν από συνήθεια που γίνεται ολοένα χωρίς περιεχόμενο. Και τ’ αυτοκίνητα στο στενό δρόμο, ανάμεσα στην εκκλησιά και το λόφο, χαλνάν τον κόσμο με τα κλάξον. Αίσθημα πως η Ελλάδα, όπως τη δείχνει η Αθήνα, ολοένα στραγγίζει». Μέρες Θ΄, ΄1η Φεβρουαρίου 1964 – 11 Μάη 1971, φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Κρίκου – Davis, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2019, σ. 43.


Ο Επιτάφιος Θρήνος· [στο: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΤΡΙΝΕΛΗΣ – ΑΓΑΠΗ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ – ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ. (1974). Μονή Σταυρονικήτα. Ιστορία – Εικόνες – Χρυσοκέντητα. Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος].

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

09 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Ο αξέχαστος Μανόλης Ανδρόνικος, στις 11 Νοεμβρίου 1983, σ’ ένα άρθρο του δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, με τίτλο: «Γλωσσική αφασία», κάνοντας λόγο για την αρχαιολόγο Σέμνη Καρούζου, σύντροφο του επίσης μεγάλου αρχαιολόγου και ακαδημαϊκού Χρήστου Καρούζου, έγραφε πως η αείμνηστη Καρούζου, προτού αρχίσει το γράψιμο μιας αρχαιολογικής μελέτης «φρεσκάριζε» το γλωσσικό της αισθητήριο διαβάζοντας καλούς πεζογράφους. Για τον Μανόλη Ανδρόνικο «η γλώσσα, από την εποχή του Σολωμού ως τα πρόσφατα χρόνια του Σεφέρη, ήταν ο καημός και η λαχτάρα των πνευματικών ανθρώπων αυτού του τόπου. Το γλωσσικό μας ζήτημα στάθηκε το κέντρο ενός μακρόχρονου, σκληρού και ουσιαστικού αγώνα όχι για τον τύπο μιας λέξης αλλά για την ουσία της νεοελληνικής παιδείας». 
Καυτηριάζοντας τη σημερινή γλωσσική αφασία των Ελλήνων γράφει και τα εξής εκπληκτικά: «Πολλοί προοδευτικοί νεανίσκοι και χειραφετημένες νεανίδες εννοούν να αυθαιρετούν ακατάσχετα, πιστεύοντας πως, όσο πιο πολύ απομακρύνονται από τους τύπους της παλαιάς καθαρεύουσας, τόσο πιο δημοτικιστές και πιο λαϊκοί γίνονται. Δείγματος χάρη αναφέρω την κακοποίηση της γενικής: “Του συμβούλιου”, “του Πανεπιστήμιου”, “του άνθρωπου” είναι μια κακοτονισμένη μορφή των ουσιαστικών που τείνει να γίνει κανόνας, προπάντων από πολλούς εκφωνητές του ραδιοφώνου (ή και “ραδιόφωνου”) και της τηλεόρασης […] Φοβούμαι πως όλα αυτά τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της αμορφωσιάς μας, της προχειρότητας, της ανευθυνότητας και της τσαπατσουλιάς μας. Η γλώσσα ενός λαού αποτελεί το πιο πολύτιμο πολιτιστικό του στοιχείο και η προστασία της είναι πολύ πιο σημαντική από όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που ανέλαβαν οι Νεοέλληνες απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής γης».


ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ. (1994). «Γλωσσική αφασία», στο: Ελληνική Κιβωτός. Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 55, 56, 57.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Μνήμη Γιώργου Σεφέρη (20 Σεπτεμβρίου 1971 - 20 Σεπτεμβρίου 2024)




Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου του 1971, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σεφέρης. Οι θεολόγοι, στη σχολική τάξη, καλό είναι ν’ ανοίγουμε τα χαρτιά μας και την καρδιά μας στη Λογοτεχνία και να διδάσκουμε το μάθημα των Θρησκευτικών με κείμενα του Σεφέρη· κι όχι μόνο του Σεφέρη αλλά κι άλλων λογοτεχνών, ελλήνων και ξένων. Οι δύο διαφάνειες που, εδώ, δημοσιεύω προέρχονται από διδακτική μου πρόταση σε επιμόρφωση νεοδιόριστων εκπαιδευτικών (φιλολόγων και θεολόγων), πριν είκοσι χρόνια περίπου, όταν λειτουργούσαν τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα και είχε δύο μέρη, το πρώτο με θέμα: «Σχεδιάζοντας μαθήματα Θρησκευτικών με κείμενα του Γιώργου Σεφέρη», ενώ το δεύτερο: «Το "Αγιορείτικο Ημερολόγιο" του Άγγελου Σικελιανού σε διδακτικές ενότητες του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Λύκειο». Α.Ι.Κ.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Ο ίσκιος του Παλαμά στο περιοδικό Νέα Γράμματα

Του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ


Για τη Γενιά του Τριάντα και τον κύκλο του περιοδικού Νέα Γράμματα, που αποτελεί ημιεπίσημο όργανό της, ο Κωστής Παλαμάς είναι γνωστό ότι συνιστά ένα από τα πιο υψηλά πρότυπα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Γνωστές οι μελέτες του Αντρέα Καραντώνη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου, παροιμιώδης η αφοσίωση του Γιώργου Κατσίμπαλη, του πιστότερου και αποτελεσματικότερου υποστηρικτή του παλαμικού έργου και της παλαμικής πρωτοκαθεδρίας: δική του η πρωτοβουλία της σειράς Για να γνωρίσουμε τον Παλαμά, που άρχισε το 1929, δική του πρωτοβουλία και η ίδρυση το 1960 του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά και η πρώτη έκδοση των Απάντων του. Κι αν ο Κατσίμπαλης δεν κατάφερε, παρότι αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις, να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ ο Παλαμάς, το πρώτο ελληνικό Νόμπελ θα το κατακτούσε ένας ποιητής βγαλμένος από τα σπλάχνα της γενιάς αυτής και των Νέων Γραμμάτων, μαθητής (έστω απείθαρχος) του Παλαμά: ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής που με το ίδιο πάθος υποστήριξαν, ως ρηξικέλευθη συνέχεια της παλαμικής παράδοσης, με σύγχρονους όρους φυσικά, οι στυλοβάτες των Νέων Γραμμάτων, ο Κατσίμπαλης και ο Καραντώνης, διευθυντής του περιοδικού, που νεότατος έγραψε τα δύο πρώτα του βιβλία για τον Παλαμά και τον Σεφέρη [Εισαγωγή στο παλαμικό έργο, 1929 και Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, 1931].
Τα Νέα Γράμματα (είναι χαρακτηριστικό) ξεκινούν τον Ιανουάριο του 1935 με ένα μικρό δοκίμιο του Κωστή Παλαμά υπό τον τίτλο Απόκριση σε κάποια ρωτήματα, καθώς είναι γραμμένο με βάση ερωτήσεις που του είχαν τεθεί από τον Μπόγνταν Ράντιτσα, Κροάτη φιλέλληνα διανοούμενο, διευθυντή του γραφείου τύπου της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας στην Αθήνα (και μεταφραστή στα κροατικά των Παπαδιαμάντη, Βάρναλη και Ουράνη), για θέματα σχετικά με την ελληνική αλλά και τη διεθνή λογοτεχνία. Το μικρό αυτό δοκίμιο (βλ. Άπαντα Παλαμά, ΙΔ΄, σσ. 348-363) αρχίζει με μια αναδρομή στην ποιητική του και στον αποφασιστικό ρόλο που είχε για την κατίσχυση της δημοτικής. Το εντυπωσιακό όμως είναι άλλο: καλύπτει 15 από τις 48 σελίδες του τεύχους! Οι αναφορές του Παλαμά στους σύγχρονους συγγραφείς ξεκινούν με τους μυθιστοριογράφους της γενιάς του Τριάντα: Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Καραγάτσης, Τερζάκης, Πετσάλης, Βενέζης. Αμέσως μετά το κείμενο του Παλαμά ακολουθούν ποιήματα του Γ. Σεφέρη από τη νέα του συλλογή, τη Στέρνα. Ο Σεφέρης θα έχει την πιο ισχυρή παρουσία στις σελίδες του περιοδικού, την πιο περίοπτη θέση· οι δημοσιεύσεις του συγκρίνονται σε συχνότητα μόνο με αυτές του Καραντώνη που είναι ο διευθυντής και ο βασικός κριτικός του περιοδικού.
Στο 2ο τεύχος του περιοδικού (Φεβρουάριος 1935) ο Παλαμάς είναι και πάλι παρών, με 11 σελίδες: αρχίζει η δημοσίευση της μελέτης του Κων. Τσάτσου για τον Παλαμά (Α΄ Μέρος: Ο Παλαμάς και η ελληνική γη). Στο 3ο τεύχος (Μάρτιος 1935) δημοσιεύεται το Β΄ Μέρος της μελέτης του Τσάτσου (15 σελίδες). Στο τεύχος αυτό υπάρχουν επιπροσθέτως ποιήματα του Παλαμά (Ο Ομηρικός ύμνος – α΄ Δήμητρα και β΄ Δημοφών), άλλες επτά σελίδες. Συνολικά παλαμικές είναι δηλαδή οι 22 από τις 64 σελίδες του περιοδικού. Στο 4ο τεύχος (Απρίλιος 1935) συνεχίζεται η μελέτη του Τσάτσου (18 σελίδες) ενώ υπάρχει επίσης σχόλιο μιας σελίδας για την εκτενή και ενθουσιώδη κριτική της μετάφρασης στη Γαλλία της Φλογέρας του Βασιλιά (από τον Eugene Clement), κριτική που υπέγραφε ο περίφημος κριτικός Αντρέ Τερίβ στην εφημερίδα Le Temps (28-2-1935).
Στο 5ο τεύχος (Μάης 1935) διαβάζουμε ανώνυμο σχόλιο για την ανάγκη να ανεβάσει το Εθνικό Θέατρο την Τρισεύγενη και αναδημοσίευση παλαιότερου άρθρου του Φώτου Πολίτη (από την εφημερίδα Νέα Ελλάς της 16ης-2-1915), στο οποίο κατέκρινε μεν την παράσταση αλλά έγραφε ότι πρόκειται για το καλύτερο ελληνικό δραματικό έργο της εποχής του. Στο 6ο τεύχος (Ιούνης 1935) δημοσιεύεται πεντασέλιδο υμνητικό άρθρο του Νάσου Δετζώρτζη με αφορμή τους εορτασμούς για τα πενήντα χρόνια από την πρώτη ποιητική συλλογή του Παλαμά που οργανώνει ο δήμος Μεσολογγίου αλλά και τις χυδαίες επιθέσεις που δέχεται ο ποιητής από τον αντιβενιζελικό τύπο (εφημερίδα «Ο Τύπος») για τις βενιζελικές πεποιθήσεις του. Είμαστε στη σκληρή εποχή, μετά την καταστολή του κινήματος του Μαρτίου του 1935.
Στο τεύχος 7-8 (Ιούλιος- Αύγουστος 1935), στη στήλη «Επίκαιρα θέματα», διαβάζουμε μια διαμαρτυρία του Παλαμά: γράμμα του προς τον Κατσίμπαλη (με ημερομηνία 11-4-1935), που αναδημοσιεύεται με έγκρισή του. Με αφορμή απολύσεις δημοτικιστών καθηγητών πανεπιστημίου, ο Κωστής Παλαμάς εκφράζει φόβους ότι η δημοτική θα τεθεί υπό διωγμόν. Στο ίδιο τεύχος, άρθρο του Θεοτοκά για το ίδιο θέμα, αναφέρεται στον Παλαμά, «τον έξοχο γέροντα που αντιπροσωπεύει μόνος του την πνευματική συνείδηση του Ελληνισμού και που με το γράμμα του εκφράζει την αγωνία του ελεύθερου ανθρώπου εμπρός στην κακή μοίρα μιας Πατρίδας που δεν κατορθώνει να λυτρωθεί από τη βαριά επίδραση της πολύχρονης σκλαβιάς».
Στο τεύχος 9 (Σεπτέμβρης 1935), ο Νάσος Δετζώρτζης μεταφράζει το άρθρο του Τερίβ για τη Φλογέρα του Βασιλιά (βλ. παραπάνω) ενώ στο τεύχος 10 (Οχτώβρης 1935) δημοσιεύονται πάλι ποιήματα του Παλαμά (οι Μεθυσμένες ρίμες, γραμμένες το 1932). Επίσης διαβάζουμε κριτική του Καραντώνη, εφτάμισι σελίδες, για τις Νύχτες του Φήμιου που εκδόθηκαν εκείνο τον χρόνο. Χρόνια μετά, στις 15-6-1959 θα δημοσιευθεί στη Νέα Εστία (τ. 767) ανέκδοτο γράμμα του Παλαμά προς την Λ. Πατρικίου- Ιακωβίδη, στο οποίο, το φθινόπωρο του 1935, εκφράζει τη λύπη του για τη σιωπή του αθηναϊκού τύπου για τις Νύχτες του Φήμιου: «Το όνομά μου είναι σβυσμένο και η συγκίνησή μου δεν είναι παρά η απόλυτη αδιαφορία ενός νεκρού. Μόνο τα Νέα Γράμματα τα καϋμένα δεν βαρύνονται να χτυπούν κάποια νεκρώσιμη καμπάνα».
Και όντως. Τα Νέα Γράμματα «δεν βαρύνονται». Στο τεύχος 12 (Δεκέμβρης 1935) δημοσιεύεται το κείμενο του Καραντώνη για την παράσταση της Τρισεύγενης στο Εθνικό (που μπήκε στο πρόγραμμα του θεάτρου) αλλά και κριτική της παράστασης. Το πρώτο τεύχος του 1936 ξεκινά με άρθρο για τα πενηντάχρονα ποιητικής παρουσίας Παλαμά που δεν τιμώνται όπως πρέπει. Στο τεύχος 3/15 (Μάρτης 1936), δημοσιεύεται μελέτημα του Παλαμά για τον Κάλβο («Ο Κάλβος άλλη μια φορά»), γραμμένο στις 30-12-1934. Στο ίδιο τεύχος αναδημοσιεύεται άρθρο του Δημήτριου Κακλαμάνου, για την περίφημη πρώτη διάλεξη του Παλαμά για τον Κάλβο στον Παρνασσό (Κακλαμάνος, Εφημερίς, 18-3-1889). Στο τεύχος 4/16 (Απρίλιος 1936) με τίτλο Οι γιορτές για τον Παλαμά δημοσιεύεται η είδηση για τη συγκρότηση τιμητικής επιτροπής που θα εορτάσει τα πενηντάχρονα του Παλαμά στην ποίηση. Και στο τεύχος 5-6/17-18 (Μάης- Ιούνης 1936), έρχεται η ώρα για το μεγάλο αφιέρωμα.
Το διπλό αυτό τεύχος (226 σελίδες) είναι αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στον Κωστή Παλαμά. Το τεύχος ανοίγει με κείμενο 22 σελίδων του Σικελιανού και τίτλο «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης». Ακολουθούν: Κωστής Παλαμάς, ένας απόστολος της αναγεννήσεως (Φάνης Μιχαλόπουλος), Το πρώτο βιβλίο του Παλαμά (Ρήγας Γκόλφης), Ο λυρισμός του Κωστή Παλαμά και τα Παθητικά Κρυφομιλήματα (Τέλλος Άγρας), Τρισεύγενη - Μελένια - Θεοφανώ (Κων. Τσάτσος), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (Ι. Συκουτρής, 110 σελίδες!), Ο Παλαμάς και η Μουσική (Αύρα Θεοδωροπούλου). Το αφιέρωμα κλείνει με αποσπάσματα από δημοσιευμένα στον Τύπο άρθρα (Μιχαήλ Ροδάς, Λιλίκα Νάκου, Σοφία Σπανούδη, Σπύρος Μελάς, Β. Τατάκης, Κ, Γεωργούλης, Τ. Άγρας), Γράμμα του Στέφαν Τσβάιχ και Χρονολόγιο των ανά την Ελλάδα εκδηλώσεων και άρθρων για τα πενηντάχρονα (από τον Γ. Κατσίμπαλη).
Η λατρεία όμως δεν στομώνει την κριτική αντίληψη της γενιάς. Στο τεύχος 9-10 (Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1936) διαβάζουμε το άρθρο του Γ. Θεοτοκά «Τα πεπρωμένα του Κωστή Παλαμά», που προβλέπει τόσο τη χειραφέτηση της ελληνικής ποίησης από την πολύχρονη επίδραση του Παλαμά, όσο και πως θα τον υιοθετήσει η αριστερά! Τα πρώτα τέσσερα τεύχη του 1937 φιλοξενούν τη μελέτη του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου για τη Φοινικιά. Δεν λείπουν σχετλιαστικά σχόλια (όπως αυτό για τον Π. Χάρη που από τη Νέα Εστία εκδηλώνει πρωτοβουλία για προτομή του Παλαμά ενώ απείχε από τις γιορτές για τα 50 χρόνια και συχνά φιλοξενούσε ειρωνικά σχόλια για το έργο του ποιητή) και βέβαια κριτικά σημειώματα όπως αυτό του Καραντώνη για το βιβλίο Παλαμάς του Τσάτσου, βιβλίο που προκαλεί τη δυσθυμία του Σεφέρη που θα υπολήπτεται πάντα τον Παλαμά, γράφοντας και ένα περίφημο δοκίμιο (βλ., Δοκιμές) αλλά έχει διαφορετική άποψη για την ουσία της σύγχρονης ποίησης από την επιμονή του Τσάτσου σε ιδεοκρατικες απόψεις – διαφωνία που θα γεννήσει τον περίφημο «Διάλογο για την ποίηση». Το γράμμα του Σεφέρη προς τον Κατσίμπαλη από την Κορυτσά (5-2-1937), είναι διαφωτιστικό: «Νομίζω ότι μετά το 1936, μετά το βιβλίο του Τσάτσου, η δράση μας για τον Παλαμά πρέπει να περιοριστεί. Λίγα λόγια, όπως αρμόζει στο σεβασμό μας, αλλά όχι πολεμική».
Από το 1938 η κατάσταση της υγείας του Παλαμά δεν του επιτρέπει πια να δώσει κάποια νέα συνεργασία. Τα Νέα Γράμματα όμως (που περνούν μια δοκιμασία καθώς το αφιέρωμα για τον Περικλή Γιαννόπουλο προκαλεί εσωτερική ρήξη στη Γενιά) δημοσιεύουν στο τεύχος 10-12 (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1938) το κείμενο του Παλαμά από το Άστυ του 1899 «Φαντασία και Πατρίς» (η περίφημη αντιπαράθεση με τον Αργύρη Εφταλιώτη). Το 1939 αναδημοσιεύονται από Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου δύο κείμενα του Παλαμά, Το σπιτάκι που γκρεμίστηκε και η Φοιτητική ζωή.
Ο πόλεμος που θα αλλάξει για πάντα τον κόσμο θα φέρει το τέλος και για τα Νέα Γράμματα, παρά την απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή, με τέσσερα τεύχη το 1944 και ένα τεύχος τον Ιούλη του 1945. Το περιοδικό θα περάσει στην Ιστορία, τα μέλη της Γενιάς θα πάρουν ο καθένας τον δρόμο του. Η «αγωνία της επίδρασης» θα κάνει τον «πρώτο της γενιάς του», τον Σεφέρη, βαθιά διαποτισμένο από τον Παλαμά, να εκμεταλλεύεται ποιητικά και να διαμελίζει τον «πατέρα» αλλά να μην τον σκοτώνει· να ενσωματώνει, να αφομοιώνει, τελικά να απαρχαιώνει και να ξεπερνά τον προκάτοχό του μεγάλο ποιητή και να γίνεται ο τρίτος της μεγάλης Τριάδας (Σολωμός, Παλαμάς, Σεφέρης), καταλαμβάνοντας μετά τον πόλεμο τη θέση που κατείχαν εκείνοι και επιβάλλοντας τη δική του κοσμοθεώρηση, γενόμενος, εκών - άκων ο νέος «εθνικός ποιητής», όπως επιβάλλει μια νεοελληνική παράδοση (βλ. Έντμουντ Κήλυ, Η «πολιτική» φωνή του Σεφέρη. Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, Στιγμή 1987) και μάλιστα ο τελευταίος εθνικός ποιητής, αφού η «θέση» ορφάνεψε οριστικά μετά απ’ αυτόν. Η «παρέα» των Νέων Γραμμάτων όμως θα δοξαστεί το 1979 για άλλη μια φορά, όταν ο Οδυσσέας Ελύτης (ο ποιητής που στήριξε τον Ανδρέα Καραντώνη όταν ξέσπασε η εσωτερική κρίση για το αφιέρωμα στον Περικλή Γιαννόπουλο), θα τιμηθεί με το δεύτερο και τελευταίο ελληνικό Νόμπελ.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Φλόγα, φωτιά, φως και ήλιος ο ΘΕΟΣ

«Μπήκαμε στο εκκλησάκι της κορφής. Ο πάτερ Παχώμιος έξυνε με τα νύχια του τη γης, έψαχνε να βρει ίχνη από τους παλιούς τοίχους της βυζαντινής εκκλησιάς, μας έδειχνε θριαμβευτικά πέτρες πελεκημένες, τοξωτά, μικρές βυζαντινές κολονίτσες των παραθυριών, σταυρούς, γράμματα, παλιές δεξαμενές, έψαχνε μαινόμενος. Άξαφνα έσυρε μεγάλη κραυγή: είχε ανακαλύψει σ’ ένα μάρμαρο δύο βυζαντινά περιστέρια –σύμβολα του Αγίου Πνεύματος- με τα ράμφη ενωμένα. 
»Έβλεπα με δυσφορία την αγαθή αυτή ψυχή να κυριεύεται από τη στυγνή μανία να βρει, ν’ αναστυλώσει, ν’ ακινητήσει τη ζωή, όσο μπορεί, να μην αφήσει τα περασμένα να περάσουν. Απάνω στην κορυφή αυτή, όπου ο Θεός είναι φλόγα ασύλληπτη, κυματιστή, κατατρώγουσα, το πνέμα αυτής της ανασκαφής και της συντήρησης αηδίασε την καρδιά μου. 
Στράφηκα και του είπα: 
-Πάτερ Παχώμιε, πως φαντάζεσαι το Θεό; 
Ο Παχώμιος με κοίταξε ξαφνιασμένος, σκέφτηκε λίγο κι είπε: 
- Σαν Πατέρα που αγαπά τα παιδιά του. 
-Δεν ντρέπεσαι; Του φώναξα. Απάνω στο όρος Σινά τολμάς έτσι να μιλάς για το Θεό; Ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον! 
– Γιατί μου το λες; 
- Για ν’ αφήσεις όλα αυτά τα χαλάσματα να τα κάψει. Μη σαλεύεις τα χέρια, Παχώμιε, ενάντια στο Θεό!». ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1999). Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, σσ. 116-117.

«Μια φορά, ένα τέλος του φθινοπώρου, μου φάνηκε πως με κεραυνοβόλα ενάργεια πέρασε ο θεός, ή η βυθισμένη τούτη μνήμη, κοντά μου. Και είπα: “κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”. Ήταν μια εμπειρία που πρέπει να έρχεται πραγματικά πολύ σπάνια στη ζωή μας και τη φωτίζει ολόκληρη· δεν μπορεί κανείς ρηματικά να τη μεταδώσει. Φτάνει τόσο». ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1974). «Ξεστρατίσματα από τους ομηρικούς ύμνους», στο: Δοκιμές, τ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 245.

«Είπες εδώ και χρόνια: / “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”». ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (191998). Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 280.

«...και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον». Προς Εβρ. 12,29.

«Φλόγα, φωτιά, φως και ήλιος πλημμυρίζουν το καζαντζακικό έργο». ΝΙΚΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ. (1989). Η ελληνική παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 18-24.

«Η αποθέωση του φωτός, που απαντά στα κείμενα και στις τελετουργίες της Ορθοδοξίας, δεν έχει το όμοιό της στην εξέλιξη των θρησκειών». ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗΣ. (2006). Η αυτοβιογραφία του φωτός. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 78.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ο Γιώργος Θεοτοκάς και το Κυπριακό

Του ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ


Τέτοιες μέρες δεν μπορεί παρά να σκέφτομαι το Κυπριακό και να φέρνω στο μυαλό μου ξεχασμένες πτυχές του. Μια από αυτές ήταν και η στάση του μεγάλου πνευματικού ανδρός Γιώργου Θεοτοκά. Για να εκτιμήσουμε το τόλμημά του θα πρέπει να μεταφερθούμε στο κλίμα του 1954. Η Ελλάδα βρισκόταν σε έναν εθνικό παροξυσμό με αίτημα την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα. Πανεπιστήμια, σχολεία, Εκκλησία, σωματεία, εφημερίδες και πολιτικοί είχαν στρατευθεί σε αυτόν τον αγώνα. Διαδηλώσεις συγκλόνιζαν όλη τη χώρα. Δεν ακουγόταν άλλη φωνή, διότι θα γνώριζε το συλλογικό ανάθεμα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1954 απορρίφθηκε η ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, με την ψήφο και των κρατών του ΝΑΤΟ. Οι κύριοι εκφραστές της ενωτικής, αδιαπραγμάτευτης πολιτικής ήταν ο Αλέξης Κύρου, αδελφός του εκδότη της εφημερίδας «Εστία», τα μέλη της κυπριακής εθναρχίας και πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη του Συναγερμού. Οι φωνές αγανάκτησης για τη στάση των συμμάχων ήταν τόσο έντονες ώστε προκάλεσαν την ανησυχία σε όσους –και ήταν ελάχιστοι– μπορούσαν να δουν τη μεγάλη εικόνα. Δύο εξ αυτών ήταν ο Παναγιώτης Πιπινέλης και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Και οι δύο με άρθρα τους στην «Καθημερινή» ζήτησαν να επικρατήσει η μετριοπάθεια και να γίνει αποδεκτή μια λύση, στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, μέσα από συντεταγμένα βήματα.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε στις 22 Δεκεμβρίου 1954* ένα άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο «Έλληνες και Αγγλοι». Σε αυτό, αφού ασκούσε δριμεία κριτική στον τρόπο που χειρίστηκε το Κυπριακό ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Άντονι Ιντεν, στη συνέχεια αναφερόταν στα λάθη της δικής μας πολιτικής, γράφοντας: «Αφού ωστόσο πήγαμε (στον ΟΗΕ), θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να γίνει ο αγώνας μέσα στα όρια που επιβάλλει η επιτακτική ιστορική ανάγκη –δηλαδή η συμμαχία των εθνών του δυτικού κόσμου για την προάσπιση του κοινού πολιτισμού– και χωρίς να ζημιωθεί το εθνικό μας κύρος». Αποδοκιμάζει τη στάση της πανεπιστημιακής κοινότητας και της Εκκλησίας διότι ξέφυγαν από την αποστολή τους, καθώς και «την ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου». «Αν εκκλησιαστικοί ηγέτες και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και οδηγοί της κοινής γνώμης αγωνίζονται να κλονίσουν την πίστη στις συμμαχίες μας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στο σύστημα αξιών του δυτικού κόσμου, τότε πού θα στραφούν οι μάζες οι οποίες τους ακούν;».
Έπειτα από αυτή την επιστολή ο Γιώργος Θεοτοκάς γνώρισε το εθνικό ανάθεμα. Δέχθηκε πρωτοφανείς επιθέσεις, ώστε σκέφτηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Γράφει, γεμάτος απογοήτευση, στον Γ. Σεφέρη στις 6 Ιανουαρίου 1955* (ίδια παραπομπή): «Δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου τις συνέπειες του άρθρου μου εξ αφορμής του Κυπριακού ζητήματος… Όλος ο οχετός της ψευτοπνευματικής, ψευτολογοτεχνικής και ψευτοπανεπιστημιακής μας ζωής ξέσπασε απάνω μου με συνοδεία του κίτρινου τύπου, φυσικά».
Σας θυμίζει κάτι;

* Γιώργος Θεοτοκάς – Γιώργος Σεφέρης, «Αλληλογραφία (1930-1966)», φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα 1975.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Ο «φρικώδης όρος "πολιτική ορθότητα"»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: Αντίβαρο

«Ο όρος “πολιτική ορθότητα” αναφέρεται σε λόγους, ιδέες ή πολιτικές, οι οποίες αντιτίθενται σε διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων που προσδιορίζονται από φύλο, φυλή, θρησκεία ή εθνότητα ή σεξουαλικό προσανατολισμό ή ανικανότητα κάθε είδους. Απαγορεύει και ποινικοποιεί προφορικές εκφράσεις ή συμπεριφορές που μπορούν να χαρακτηρισθούν προσβλητικές από τις μειονότητες ή είναι ικανές να διεγείρουν εναντίον τους το δημόσιο αίσθημα (όρος κλειδί: “hate speech”, ήτοι λόγος που μεταφέρει μίσος). Δηλαδή, με τον όρο “πολιτική ορθότητα” εννοούμε μια σειρά από κανόνες που υποδεικνύουν πώς πρέπει να εκφραζόμαστε, για να μη “θίξουμε” – υποτίθεται – κάποιες ομάδες συνανθρώπων μας. Για την ακρίβεια, για να μην αναπαράγουμε σε βάρος τους, μια σειρά από “στερεότυπα” που τους κάνουν να νιώθουν “μειονεκτικά”… Εκτιμάται ότι ήρθε από τις ΗΠΑ ως κληρονόμος του πουριτανισμού, αλλά εξαπλώνεται στον δυτικό κόσμο, με άτεγκτη αυστηρότητα: Μίσος σε αυτό που αυτοί θεωρούν ως μίσος. Το έχει πει και ο Ουμπέρτο Έκο: «Η πολιτική ορθότητα τείνει να μετατραπεί σε νέας μορφής φονταμενταλισμό. Όντως αποκαταστάθηκαν κάποιες αδικίες, αλλά εκφυλίστηκε σε αστυνόμευση της σκέψης και της ελευθερίας έκφρασης».
Πώς επιβάλλεται η πολιτική ορθότητα στην κοινωνία: Η εργαλειοθήκη της πολιτικής ορθότητας εµπεριέχει τον τρόµο και τον φόβο ως κολαστήριες τεχνικές. Επιδιώκει νομοθετικές ρυθμίσεις που υποτάσσουν την αντίθετη πλειοψηφία στους κανόνες της. Με την απειλή, λοιπόν, έννομων συνεπειών ή και απλά της επικόλλησης κάποιας ονειδιστικής “ετικέτας” (ρατσιστής, ομοφοβικός, ξενοφοβικός, τεχνοφοβικός και εσχάτως ισλαμοφοβικός), υποχρεώνεται εκ των προτέρων σε σιγή κάθε ανυπόταχτη σκέψη, κάθε αντίθετη γνώμη, κάθε εύλογη διαμαρτυρία, κάθε προσήλωση τόσο σε θεμελιώδεις μορφές οργανωμένης συλλογικότητας (:οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα, έθνος), όσο και σε αξίες, αρχές, πεποιθήσεις, παραδοχές, πολιτιστική ιδιοπροσωπία κ.τλ.». [Γιώργος Αποστολάκης, Βουλευτής Επικρατείας, Ε.τ. Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου: «Η “πολιτική ορθότητα” ως εργαλείο της “woke ατζέντας” για την διείσδυσή της στην Εκκλησία»· ολόκληρο το άρθρο στο: Όρθρος - ευχαριστώ την συνάδελφο και φίλη Αφροδίτη που το μοιράστηκε μαζί μου].
Είναι χαρακτηριστική λοιπόν η στροφή, η οποία παρατηρείται σήμερα στις προσεγγίσεις όλων των εκφάνσεων του βίου μας (πνευματικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών, πολιτικών). Τολμά κανείς να ψελλίσει όρους όπως: πατρίδα, πίστη, παράδοση, πατέρας, μάνα, κι ευθύς αμέσως θα χαρακτηριστεί με ρετσινιές ύποπτης οπισθοδρομικότητας. Αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: πριν δύο σχεδόν χρόνια, σε μια εισαγωγή που έγραψα σε τόμο ετήσιου επιστημονικού περιοδικού, οι όροι «πατριδογνωσία, Κρυφό Σχολειό», από την επιμελήτρια του τόμου λογοκρίθηκαν, με κίνδυνο να εξοβελιστούν. Μπορεί να ακούγεται, πράγματι, παράδοξο το προσωπικό μου παράδειγμα. Αλλά η αποδομητικές παραδοχές της κυρίαρχης πια «πολιτικής ορθότητας», που σαρκάζει και ισοπεδώνει καθετί σχετιζόμενο με πατρίδα, παράδοση, εθνική ιστορία κ.λπ., οδηγεί στην ξέφρενη πορεία «αστυνόμευσης της σκέψης». Με ιεροεξεταστικό τρόπο δυσχεραίνει ακόμα και τον διάλογο.
Ο Τζωρτζ Στάινερ, αυτός ο «μέγας αναγνώστης και κήρυκας της ανθρωπιστικής παιδείας», υποστηρίζει ότι η «πολιτική ορθότητα» είναι «φρικώδης όρος». Σ’ ένα κόσμο γενικευμένων ιδεοληψιών, όπως, δυστυχώς, είναι ο σημερινός, η εργαλειοθήκη της «πολιτικής ορθότητας», στην πατρίδα μας, σκοπεύει να αφανίζει καθετί που προσδιορίζει την εθνική μας ταυτότητα, τη Φυλή μας. Χρησιμοποιώ το όρο Φυλή, και για να προλάβω πιθανές παρεξηγήσεις παραπέμπω στον Γιώργο Σεφέρη. Αναρωτιέμαι πως, χάριν της «πολιτικής ορθότητας» οι θιασώτες της θα αντιμετωπίσουν όσα για την «ελληνικότητα» γράφει ο Γ. Σεφέρης στον διάλογο με τον Κ. Τσάτσο πάνω στην ποίηση. Θα τον χαρακτηρίσουν εθνικιστή; Πιθανόν. Είναι τέτοια η μόδα που γκρεμίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά τα πάντα. Γράφει ο Σεφέρης: «Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου σκορπίσαμε τον ελληνισμό μας. Τον σπείραμε σ’ όλον τον κόσμο· “ως μέσα στην Βακτριανή τον πήγαμεν, ως τους Ινδούς” καθώς λέει ο ποιητής. […] Αυτός ο πολιτισμός, που είναι βασικό γέννημα των ελληνικών αξιών, δε δημιουργήθηκε, βέβαια, μήτε από εμάς μήτε από τους αμέσους προγόνους μας. Οι άμεσοι πρόγονοί μας διαφυλάξανε τους αρχαίους θησαυρούς, και όταν έπεφτε το Βυζάντιο, κρατώντας “… βαριά σταμνιά, γιομάτα / με τη στάχτη των προγόνων” φέρανε τον ελληνικό σπόρο στη Δύση, όπου φούντωσε ένα πρόσφορο και ελεύθερο χώμα. […] Έτσι ήταν τα πράγματα ως την εποχή που ξύπνησε η Φυλή. Τότες – το ίδιο κάνουμε και σήμερα – οι καλύτεροι από εμάς, μελετώντας ή πηγαίνοντας στη Δύση, προσπαθούσαν να ξαναφέρουν πίσω στην ελεύθερη Ελλάδα το βιός που αιώνες πριν είχε φύγει από τον τόπο μας για να διασωθεί. Αλλά ο θησαυρός αυτός δεν ήταν ένα στείρο χρυσάφι, ήταν κάτι ζωντανό που γονιμοποίησε και γονιμοποιήθηκε και ρίζωσε και γεννοβόλησε. Και με τις λειτουργίες αυτές έφτασε σιγά- σιγά να γίνει ένα γενικό και αφηρημένο πλαίσιο όπου ερχόντουσαν να τοποθετηθούν πολλά πνεύματα, ολωσδιόλου διαφορετικά μεταξύ τους, και πολύ πιο σύμφωνα με τον εαυτό τους παρά με οτιδήποτε άλλο»
Δεν χωρά αμφιβολία πως, σήμερα, βάσει της παραπάνω θέασης της ιστορίας μας, η αντίσταση στη φρικώδη «πολιτική ορθότητα», πρωτίστως οφείλει δυναμικά να περάσει στην εκπαίδευση των παιδιών μας.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

«Συναξάρι» των Τεμπών

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκης στα Σχόλια του Τρίτου. Σήμερα, τα 36 Σχόλια του Τρίτου, από το να τα ακούσει κανείς στο Διαδίκτυο μπορεί και να τα διαβάσει σε βιβλίο, στις εκδόσεις Εξάντας, σε δεύτερη έκδοση του 1980. 
Το πρόσωπο του τέρατος όλοι σχεδόν το γνωρίζουμε. Είναι το διεφθαρμένο Κράτος και οι κυβερνήσεις του που εναλλάσσονται ανά τετραετίες, κυβερνήσεις με χρωματισμούς μπλε, πράσινους, κόκκινους, με τις διάφορες αποχρώσεις τους.  Με το πρόσωπο του τέρατος Κράτους μοιάζουν πολλοί, όμως δεν έχουν τα κότσια να το αντιμετωπίσουν και να το κρίνουν. Αλλά πώς να σταθούν απέναντί του αφού το υπηρετούν με πίστη, βολεμένοι καθώς είναι αυτοί και τα τέκνα τους. Πώς να αντιπαρατεθούν σ' αυτό όταν ο βάκιλος της αλλοτρίωσης και του φαίνεσθαι είναι κυρίαρχος έναντι του ποιός είσαι; Την απάντηση στα ερωτήματα ετούτα την έχει δώσει εδώ και είκοσι πέντε αιώνες ο Σωκράτης, όταν παρατήρησε πως ο τρόπος ζωής είναι στραμμένος αποκλειστικά στις απολαύσεις αγνοώντας τις ανθρώπινες αξίες. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο κλονισμός των ανθρώπινων αξιών έχει φέρει τη μαζοποίηση των ανθρώπων, τον «μαζάνθρωπο» κατά Jose Ortega y Gasset.
Η ΜΑΝΑ Μαρία Καρυστιανού και ο ΠΑΤΕΡΑΣ Παύλος Ασλανίδης, την Παρασκευή 31 Μαΐου, βρέθηκαν στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, προσκεκλημένοι του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, προκειμένου να παρουσιάσουν τον Σύλλογο Θυμάτων Τεμπών και το πώς αυτός δημιουργήθηκε. Το Δημοτικό Θέατρο ήταν κατάμεστο από πολίτες της Μυτιλήνης. Όπως και ο χώρος έξω από αυτό· με δεκάδες πολίτες συγκινημένους και δακρυσμένους για το έγκλημα των Τεμπών.
Για την παρουσία της κας Καρυστιανού και του κ. Ασλανίδη στη Μυτιλήνη δεν έλειψαν οι παραφωνίες. Μια από αυτές βγήκε στη φόρα, δημοσιεύθηκε σε Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης, Μέσο Κοινωνικής Αφασίας, όπως συχνά χαρακτηρίζω, όσα δίχως περίσκεψη και ήθος δημοσιεύονται σε αυτά. Διαβάζοντάς την κάνεις διαπιστώνει την κομματική φαυλοκρατία που επικρατεί  σ' όλους τους τομείς του δημόσιου χώρου, και έχει την αίσθηση ότι από τον συντάκτη της λείπει η αβρότητα και ο σεβασμός. Η απόσταση, βέβαια, που πήραν οι κομματάνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται πίσω από την πολυτελή βιτρίνα του κόμματος όπου ανήκει ο συντάκτης του πολιτικάντικου σχολίου δεν λύνουν το πρόβλημα. Παραφωνία μέσα στην παραφωνία είναι κι αυτοί: λαϊκισμός και πολιτικάντικος λόγος, μέσα σε κλίμα πνευματικής κενότητας. Αντίστοιχες, βέβαια, παραφωνίες είχαν βγει στο φως της δημοσιότητας και για τον άδικο χαμό συμπολιτών μας στην πυρκαγιά στο Μάτι. Τα ίδια είχαν ακουστεί και σε παλαιότερες τραγωδίες - εγκλήματα, που και γι’ αυτά αυτουργός ήταν Κράτος, με τους τότε σοσιαλίζοντες και αριστερίζοντες κυβερνώντες του. Σκέφτομαι: ποιος απ’ όλους τους υπεύθυνους κυβερνώντες, με τους παρατρεχάμενους τους, εδώ και πολλά χρόνια, κάθισε στο σκαμνί για να αποδοθεί δικαιοσύνη;
Το έγκλημα στα Τέμπη είναι γεγονός και τα κριτήριά του είναι τρία, πρώτον, συγκεκριμένη βούληση (αδυναμία του Κράτους να προστατέψει τους πολίτες του), δεύτερον, μέγεθος (μεγάλο, τεράστιο, σκοτώθηκαν και εξαφανίστηκαν 57 άνθρωποι και μάλιστα νέοι) και, τρίτον, συνέπειες τραγικές (σε συνειδήσεις συγγενών και σ’ όσους τουλάχιστον έχει απομείνει φιλότιμο).
Θα κλείσω τις σκέψεις, τον πόνο αλλά και την αγανάκτησή μου με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη, από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, καθώς στα «σκοτεινά προχωρούμε», με το φως και την ομορφιά να μας τρομάζουν αντί να μας γλυκαίνουν τη ζωή: «[...] Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν / το πεύκο, και τον βλέπεις / είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, / νύχτες και νύχτες / είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί / χνουν οι στατιστικές, / ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν / ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα / που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση / κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν· / ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας / λεύγες και λεύγες· / ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. / Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· / στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο / μνησιπήμων πόνος». ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Τελευταίος Σταθμός», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 214-215.


Σωτήρης Σόρογκας, «Μαύρο άνοιγμα», 1982, ακρυλικό και κάρβουνο σε μουσαμά, τρίπτυχο, 150Χ150 εκ. ΠΗΓΗ: contemporary greek art institute / ινστιτούτο σύγχρονης ελληνικής τέχνης

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Αλληλογραφία Γιώργου Σεφέρη - Ζήσιμου Λορεντζάτου


Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου (1948-1968). Επιμελήθηκε Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σσ. 152-155, 205-206.

«Μα τη Μεγαλόχαρη, παρακινήθηκα να κοιτάξω πίσω μου για να ιδώ με ποιον τρίτο μιλάτε». Τα «ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ» και η ΑΝΟΙΞΗ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ· Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Την Άνοιξη του 1956, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με αφορμή την ανάγνωση του ...Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν (ή Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ΄), κατηγορεί τον Γιώργο Σεφέρη για «αισθητικό αυτοσκοπό»,[1] παρόμοιο με αυτόν που η ανθρωπότητα γνώρισε κατά την περίοδο δύο «παραπλανημένων», περιορισμένων και ασήμαντων εποχών, «τη στερνή κλασική περίοδο και τα τελευταία πεντακόσια περίπου χρόνια στην Ευρώπη».[2]


Το θέμα μου εδώ δεν είναι να εξετάσω τούτη τη διαμάχη -το έχω κάνει με τρόπο αναλυτικό ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, στο βιβλίο μου Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη Φιλόκαλη Αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004. Αυτό που με επαναφέρει σε αυτή τη συζήτηση, είναι η απάντηση του Σεφέρη, η οποία ξεκινά με την έκφραση της έκπληξής του προς τον Λορεντζάτο, αλλά και τον Φίλιππο Σέρραρντ, που φαίνεται να συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του Λορεντζάτου στον Σεφέρη. Μια έκπληξη, η οποία διατυπώνεται με τις λέξεις του τίτλου αυτής της παρέμβασής μου, «Μα τη Μεγαλόχαρη, παρακινήθηκα να κοιτάξω πίσω μου για να ιδώ με ποιον τρίτο μιλάτε» [3]. Και τούτο διότι, ο Βουρλιώτης ποιητής, μοιάζει να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του στην περιγραφή και ερμηνεία του Λορεντζάτου. Γι’ αυτό και προχωρά στην κατάθεση επιστημολογικού πλαισίου, προκειμένου οι σοβαρές συζητήσεις, καθώς λέγει, να μη γίνονται με «αποφθέγματα» και γενικεύσεις, δηλαδή στο ποδάρι[4], αλλά με κριτική διάνοια, προσοχή, τιμιότητα και αυστηρότητα. Στοιχεία που θα επιτρέπουν να αναγνωρίζει ο κάθε συνομιλητής τον εαυτό του στα επιχειρήματα και τις απόψεις του άλλου.
Εδώ και λίγες μέρες «γυροφέρνει» την πόλη μας η «Άνοιξη»[5]. Μια Άνοιξη, που παρόλες τις απαισιοδοξίες, τους μηδενισμούς και ένα πρώτο αρνητικό ξάφνιασμα, φαίνεται πως υπόσχεται «πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη»[6]. Με τούτο δεν θέλω να υποτιμήσω τον πόνο και την πίκρα, τη θλίψη και τον θυμό των ανθρώπων, την αίσθηση της προσβολής, αλλά και την αίσθηση καταστρατήγησης της Δημοκρατίας, που γέννησε η πρώτη ανάγνωση των επιστολών που αντάλλαξαν, με αφορμή την αφίσα του ντοκιμαντέρ της Eλίνας Ψύκου, «Αδέσποτα κορμιά», ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος, με τη Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, κ. Ελίζ Ζαλαντό.
Θέλω απλά και μόνο να περάσω πέρα από το «προφανές» και τις βεβαιότητες που αυτό κουβαλά, διότι μια τέτοια αυτοπαράδοση στη συνήθεια της εύκολης κρίσης δεν επιτρέπει τη διάκριση του καρπού από το τσόφλι, αλλά και πέρα από την ευκολία με την οποία φορτώνουμε τους ανθρώπους με προθέσεις, τις οποίες οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν. Και τούτο, διότι όπως λέγει η ποιητική φωνή, η βάρκα σαν την φορτώσεις με προθέσεις βουλιάζει[7].
Έχω, λοιπόν, την βαθιά πεποίθηση πως βρισκόμαστε ενώπιον δύο καλών και ουσιαστικών, όσων αφορά το περιεχόμενό τους επιστολών, που προέρχονται από τη γραφίδα ανθρώπων με ποιότητα, ήθος και ευθύνη. Βέβαια, οι πράξεις των ανθρώπων και τα δημιουργήματά τους, στην προκειμένη περίπτωση οι επιστολές, κρίνονται πάντοτε στη συνάφειά τους. Κρίνονται, δηλαδή, εντός της μήτρας που τις γεννά και εξάπαντος όχι έξω από αυτήν. Οφείλουμε, δηλαδή, να δούμε πότε γράφονται, γιατί γράφονται και ποιο το υπόβαθρό τους. Εάν τις βγάλουμε από το πλαίσιό τους είναι εύκολο να παρεξηγηθούν, να παρερμηνευθούν και ως εκ τούτου να ακυρωθούν.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με ερμηνευτικές προσπάθειες που ανακαλύπτουν στις επιστολές του Μητροπολίτη Φιλόθεου και της κ. Ζαλαντό την κήρυξη ενός ιερού πολέμου και την αλαζονική και απρεπή παρέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα με την διδακτική ανάπτυξη θεολογικών θέσεων αντίστοιχα, θεωρώ πως και οι δύο περνούν τα σύνορα που κάποιοι θέτουν, προκειμένου, όπως διηγείται κινηματογραφικά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, να φτάσουν στο σπίτι και κατά συνέπεια στον εαυτό[8]. Να φτάσουν σε ένα ανανεωμένο μαζί που θα συμπεριλαμβάνει την ετερότητά τους. Ναι, οφείλουμε να το πούμε ξεκάθαρα. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανθρώπους, που υπηρετούν δύο διαφορετικούς θεσμούς -την Εκκλησία και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου-, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετική στοχοθεσία.
Διαφορετικότητες, όμως, που μπορούν και εξάπαντος οφείλουν να διαλεχθούν για χάρη του ανθρώπου και της κοινωνίας, για χάρη μιας ζωής μαζί, όπου ο καθένας θα πλουτίζει από την ετερότητα του άλλου. Έτσι ώστε να μπορούμε να υποστηρίζουμε εν τέλει μαζί με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη της Μητέρας Θεσσαλονίκης, πως «[…] το εγώ μου είν’ ένας άλλος […] Τόσοι άλλοι είμαι εγώ»[9]. Βέβαια, μια τέτοια κατανόηση αφήνει δυσαρεστημένους όλους εκείνους που είδαν στις επιστολές κήρυξη ιερών πολέμων, αποστομωτικές απαντήσεις και σύγκρουση μέχρις εσχάτων.
Υπάρχουν, βέβαια και οι άλλοι που έψεξαν τον Παναγιώτατο για χλιαρότητα στην αντίδρασή του, για δειλία και οικουμενισμό, διότι δεν έβαλε το μαχαίρι στο στόμα πηγαίνοντας στη μάχη, δεν γέμισε πλατείες -τούτες και την φασιστική λειτουργία τους την κατήγγειλε expresis verbis και αμέσως με άλλη δημόσια επιστολή του, αλλά και συνεντεύξεις στα ΜΜΕ-, αλλά και την κ. Ζαλαντό, διότι υπήρξε πολύ ευγενική στην απάντησή της, δεν τόλμησε να τα πει έξω από τα δόντια και τελικά δεν έβαλε τον Μητροπολίτη στη θέση του. Δυστυχώς για όλους αυτούς, ο διάλογος δεν έγινε αρένα, δεν χύθηκε αίμα, δεν βιάστηκαν συνειδήσεις, δεν φτάσαμε στην πνευματική και φυσική εξόντωση υποκειμένων, δεν κατασπαράχθηκαν κορμιά.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η κ. Ζαλαντό και ο Μητροπολίτης κ. Φιλόθεος είναι δυο ωραίοι άνθρωποι, δυο ευγενείς άνθρωποι με βαθιά αίσθηση της ευθύνης και του χρέους. Και εάν η κ. Ζαλαντό εργάζεται χρόνια στη Θεσσαλονίκη και το σπουδαίο έργο της είναι γνωστό, ο Παναγιώτατος κατάφερε σε εκατό μόλις μέρες να κερδίσει με τις πράξεις του και την παρουσία του τον σεβασμό, τη συμπάθεια και την αγάπη των Θεσσαλονικέων.
Αυτή είναι προφανώς και η ανάγνωση μιας τρίτης κατηγορίας συμπολιτών μας και όχι μόνον, οι οποίοι εις πείσμα της διαίρεσης και του αυτοερωτισμού γιόρτασαν και συνεχίζουν να γιορτάζουν την ανάσταση του πραγματικού διαλόγου και την Άνοιξη της Θεσσαλονίκης που αυτός ο διάλογος υπόσχεται. Ένα αεράκι πολιτισμού αύρας λεπτής φυσάει στην πόλη, το επ’ εμοί μια διαίσθηση με γεμίζει, πως οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου θα κάνουν τη Θεσσαλονίκη μας ξανά όμορφη, αλλιώς ωραία. Άλλωστε, το λέει και ο Νιόνιος, πως «Μέρες καλύτερες θα ΄ρθούν, το λέει το ένστικτό μου, / αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου. /Χαράζουνε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν / γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν. / Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει, / αισθάνονται τη μοναξιά που Έλληνες ενώνει»[10].

Υ.Γ. Η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ είναι έτοιμη να συμβάλλει σε μια ευρύτερη συζήτηση του θέματος της σχέσης ιερού και τέχνης σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας, αλλά και κάθε άλλου φορέα της Θεσσαλονίκης.

[1] Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου (1948-1968), επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σ. 153, 205.
[2] Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, σ. 153.
[3] Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, σ. 205.
[4] Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, σ. 205.
[5] Κ. Δημουλά, Μεσιτείες, Το Λίγο του Κόσμου, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000, σ.138.
[6] Μ. Χατζιδάκις, Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη, εκδ. Columbia, Αθήνα 1962. Όπως σημειώνει στο προλογικό του δίσκου ο Μάνος Χατζιδάκις, η φράση αποτελεί δάνειο από τον Τόμας Έλιοτ, «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας / Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας / Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας / Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…», T. S. Eliot, Έρημη Χώρα, μτφρ. Γ. Σεφέρης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1936, σ. 12.
[7] «Πες “βάρκα”, που βουλιάζει αν την παραφορτώσεις με προθέσεις», Κική Δημουλά, Η περιφραστική πέτρα, Το Λίγο του Κόσμου, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000, σ. 203.
[8] «Περάσαμε τα σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ […] Μα πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε, για να πάμε σπίτι μας;», Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, Arena Films, Vega Film, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Αθήνα 1991· «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να φτάσουμε στους εαυτούς μας;», με αφορμή Το Λιβάδι που Δακρύζει.
[9] Ν. Γ. Πεντζίκη, Προς Εκκλησιασμόν, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 66.
[10] Δ. Σαββόπουλος, Μη πετάξεις τίποτα, εκδ. Plydor, Αθήνα 1994.

ΠΗΓΗ: ANTIDOSIS

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Μνημονεύετε Γιώργο Σεφέρη!

«Ανήκω στη γενιά του Διχασμού, αλλά δεν είμαι φανατικός. Την κρίση εκείνη την έζησα κατάσαρκα· αλλά η εμπάθεια δεν είναι το κλίμα μου. Και στους καιρούς ακόμη που είχαν αποχαλινωθεί τα πιο τυφλωτικά πάθη, η ροπή μου ήταν να προσπαθώ να καταλάβω την άποψη του άλλου. Είμαι περισσότερο άνθρωπος του διαλόγου παρά της γροθιάς. Αν έζησα σ’ ένα κόσμο που προτιμούσε να σπάζει κεφάλια, δυναμικό, καθώς τους αρέσει να λένε, δεν τον εθαύμασα· τη δύναμη τη βλέπω αλλού».


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1992). Δοκιμές. Παραλειπόμενα (1932-1971), τ. Γ΄. Αθήνα: Δόμος, σ. 21.