Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιησούς Χριστός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιησούς Χριστός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας

«Ο Θεός πέθανε, μας διαβεβαιώνει ο Νίτσε. Ναι, απαντά ο καθολικός ποιητής Παύλος Κλωντέλ. Πέθανε, όπως λένε και οι Γραφές. Το πρόβλημα είναι ότι την τρίτη μέρα ανασταίνεται. Γιατί αν πέθανε ο Θεός, δεν πέθανε η πίστη. Και όσο ζει η πίστη, με οποιαδήποτε μορφή, δεν πεθαίνει ο μύθος. Ο μύθος είναι ακριβώς το παράλογο, η αντικοινωνική δύναμη, η κρισιμότερη αντίδραση προς τον πολιτισμό, ο οποίος τον οικειοποιείται και τον εξουδετερώνει. Ο ίδιος ο Νίτσε θα διευκρινίσει τη ριζική αυτή διαβεβαιώση, λέγοντας ότι πέθανε ο Θεός της ηθικής, ο Θεός του καλού και του κακού. Αντί του κλασικού ερωτήματος τι είναι καλό, ο Νίτσε έθεσε το ερώτημα ποιος κρίνει το καλό. Γενεαλογώντας το υποκείμενο, έδειξε πως αναπτύσσεται η μνησικακία που είναι συγκεκαλυμμένο μίσος και ηδονισμός του αδύναμου. Και έτσι πέθανε ο Θεός της μορφής και της καταδίκης. Ο Θεός που δεν πεθαίνει είναι ο Λόγος ως τελείωση του ανθρώπου, ως ενότητα, ως ολοκλήρωση της επιθυμίας, με λίγα λόγια ως τέλος της ιστορίας. Όλοι ζούμε κάτω από τη σκιά της αλήθειας αυτής, όλοι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της μοναδικής αυτής στιγμής. Είτε στην προοπτική της αυτοσυνειδησίας, οπότε εργαζόμαστε για την εκλογίκευση του κόσμου, και τότε η μόνη δυνατή πνευματικότητα είναι η τεχνολογία ως απόλυτη γνώση ή εκκαθολίκευση του πνεύματος και άρα ως απόλυτη ελευθερία. Είτε στην προοπτική του θεολογικού μύθου, επαναλαμβάνοντας με ευλάβεια την εορτή της Αναστάσεως που είναι η πρόγευση της Δευτέρας Παρουσίας και της αποκατάστασης των πάντων. Με άλλα λόγια, είτε εκτός κόσμου τεθεί το αίτημα της ολότητας είτε εντός, το νόημά της παραμένει το ίδιο. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ολότητα ή τελείωση του ανθρώπου, αν όχι το τέλος της απόστασης ανάμεσα στο εγώ και στο συ, στο εγώ και στο αντικείμενο, στη συνείδηση και στο ασυνείδητο; Ώστε ζούμε κατά τρόπον εσχατολογικό, έστω κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ο Έγελος μάλιστα θα πει: Ο χριστιανισμός είναι το γίγνεσθαι της αθεΐας. Η θεολογία ανακαλύπτει την καθολική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός θυσιάζει τη μερικότητά του ως Ιησού για να επιτευχθεί η καθολικότητα του Λόγου. Ταυτοχρόνως, η καθολικότης ως Θεός αναγνωρίζει τη μερικότητα του Ανθρώπου που είναι ο ίδιος ο Θεός ως Χριστός. Τέλειος άνθρωπος είναι ο πλήρως και οριστικώς ικανοποιημένος από αυτό που είναι. Ώστε η χριστιανική ιδέα της ατομικότητας καθιστά δυνατή την εκκοσμίκευση. Από την άποψη αυτή, η θεολογία με Θεό ή χωρίς Θεό είναι κλειδί της πληρότητας».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ. «Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας», Νέα Εστία, τ. 155ος, τχ. 1765, Μάρτιος 2004), σσ. 379-380.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

«Εις την Φλωρεντίαν»

Φλωρεντία, Μάρτιος 1909.


Ύστερα από το Παρίσι η Φλωρεντία φαίνεται χωριό. Ένα χωριό αλλόκοτο όπου οι άνθρωποι τραγουδούνε, δε μιλούν. Την πρώτη μέρα που έφτασα ρώτησα έναν αμαξηλάτη να μου δείξει κάποιον δρόμο. Ήμαστε απάνω σʼ ένα γιοφύρι του Άρνου και με πήρε από το χέρι και μʼ έδειχνε τα διάφορα μέρη της Φλωρεντίας και να μου απαγγέλλει ακριβώς με τον τόνο που έχουν οι παράξενοι εκείνοι άνθρωποι που γυρίζουν στους δρόμους με μια κασετίνα μαύρη και με δυο μεγάλους φακούς κι έχουν εκεί μέσα κλεισμένες όλες τις πολιτείες και δίνεις μια πεντάρα και σκύφτεις και τις βλέπεις ενώ αποπάνω σου απαγγέλλουν:
‒ Εδώ βλέπετε, κύριοι, την Πόλη με τους μιναρέδες ...
Εδώ βλέπετε... Από τότε τʼ αφτιά μου βρίσκονται σε μιαν ηδονικότατη καθημερινή απόλαυση. Στέκομαι κι ακούω τις γυναίκες όταν μιλούν στο δρόμο, τους μπακάληδες όταν βρίζονται, τους ζητιάνους τους αρμονικότατους και τα μικρά κοριτσάκια με τα μεγάλα μάτια που σε περικυκλώνουν ως νιώσουν πως είσαι ξένος και σου λένε πως έχουνε σαράντα οχτώ ώρες να φάνε και σου προσφέρουν ένα κουτάκι σπίρτα ή ένα μάτσο μενεξέδες.
Στένω στην αγορά κουβέντες με τους αμαξάδες ‒ θα ʼθελα να τους πω τίποτα να με βρίσουν, να εξεγερθούν εναντίον μου, να φωνάξουν, να θυμώσουν, για νʼ απολαύσω πιο βαθιά τον μελωδικότατο τόνο των βλαστημιών των.
Χτες βράδυ στο Πόντε Βέκιο σε μια γωνιά μια γυναίκα νέα ήτανε ακουμπισμένη στο γιοφύρι απάνω από τον Άρνο κι έκλαιε και μιλούσε και παρακαλούσε κάποιο νέον που δίπλα της στεκότανε και της μιλούσε και την έβριζε και την έδιωχνε. Ακούμπησα στον τοίχο, στα σκοτεινά, και τους άκουα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την καλλιτεχνική απόλαυση που ένιωσα. Ένα ντουέτο υπέροχο, μελωδικότατο και σότα βότσε. Τα λόγια βγαίνανε γλυκότατα, απαλεμένα από τα δάκρυα κι από την κούραση. Μια χαρά παράξενη με κυρίευσε. Σα να ʼβλεπα μιαν ωραίαν εικόνα ή νʼ άκουα Σούμαν ή Σεζάρ Φρανκ. Και μόνο σήμερον μου ήρθε στον νου πόσο σκληρά κι ανήθικη ήταν η χθεσινοβραδινή χαρά μου.
Έπειτα η άλλη χαρακτηριστική νότα που χτυπά ευτύς στην αντίληψη του ξένου είναι οι εκκλησίες. Εκκλησίες αναρίθμητες κι όλες γεμάτες ζωγραφιές και κεριά αναμμένα και γυναίκες. Η λατρεία εδώ των Παθών του Χριστού ξεσπά σε μια σειράν ατέλειωτη κι αριστουργηματικήν εικόνων κι αγαλμάτων. Σχεδόν ποτέ δε βλέπεις να ζωγραφίζουν την Ανάσταση του Χριστού ή τας στιγμάς του θριάμβου του. Πάντα ο Θεός του πόνου σταυρωμένος ή πεθαμένος και δίπλα του η Αιωνία Μάνα που κλαίει και οι άγιοι οι εκστατικοί και λιπόσαρκοι. Ξέρω ένα Χριστό κέρινο στην εκκλησία San Marco που κάθε πρωί πηγαίνω και τον βλέπω. Τα μάτια του είναι πάντα υγρά από τα πετρωμένα δάκρυα, το αίμα χύνεται από τʼ αγκαθωτό στεφάνι, από τα χέρια, από τα πλευρά. Ποτέ δεν πέρασε πρωί χωρίς να ιδώ γυναίκες χλομές γονατιστές μπροστά του να τον κοιτάζουν και να τον πονούνε. Του ʼχανε κρεμάσει γύρω στο λαιμό ένα μακρό περιδέραιο από κόκκινες καρδιές και στο δάχτυλό του το μικρό λάμπει ένα χρυσό δαχτυλίδι ‒ κάποια αρραβωνιασμένη χλομή θα του το ʼχει χαρίσει.
Τον κοιτάζω γονατιστός κι εγώ μαζί με τις γυναίκες κι εννοώ πόσο αιώνια είναι η θρησκεία αυτή που δεν θεοποιεί κάτι τι εφήμερο και μερικόν, όπως θα ʼταν κάποια θρησκεία της Χαράς ή της Δυνάμεως, αλλά κάτι τι γενικόν κι αιώνιον ως είναι ο πόνος. Ποτέ δεν είδα μπροστά σε Ανάσταση Χριστού, σε Θεόν θριαμβεύοντα και δυνατόν που να παρέχει ελπίδες ότι μπορεί να βοηθήσει, ποτέ δεν είδα ανθρώπους να γονατίζουνε και να εμπιστεύονται τον καημό τους. Περνούν γρήγορα γρήγορα μπροστά από τέτοια χαρούμενα κονίσματα και τους ρίχνουν ένα βλέμμα γοργό, ωσάν να λένε στον Χριστό που υψώνεται νικητής:
‒ Εσύ τώρα πού να μας καταδέχεσαι! και τρέχουν βιαστικοί και σωριάζουνται μπροστά στους νικημένους και πληγωμένους θεούς ‒ αυτοί μπορούνε μόνο να νιώσουνε και των άλλων το μαρτύριο.
Η τρίτη χαρακτηριστική νότα της Φλωρεντίας ‒φρικτή αυτή‒ είναι οι περιηγήτριες Εγγλέζες. Απαίσιες, φριχτές, χωρίς δόντια, χωρίς στήθια, με χοντρά παπούτσια σπορτ, με τον Μπέντεκερ στο χέρι, γυρίζουν όλη μέρα, τεντωμένες στα μουσεία, στις εκκλησίες, στις πλατείες, δεν αφήνουν γωνιά αβεβήλωτη, άγαλμα που να μη το λερώσουν με τα βλέμματά τους τα εμπορικά, τʼ ασυγκίνητα, που κοιτάζουν τον Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου όπως κοιτάζουν και τον φωνακλά οδηγόν τους που τις τραβά απεδώ κι απεκεί σαν κοπάδι. Γραΐδια αφήνουν τη σόμπα τους και τον ταμπάκο και τα εγγόνια τους και γυρίζουν να δούνε ό,τι ωραίον είναι στον κόσμο, που δυστυχώς τόσο δημόσια και πορνικά αφήνεται προσιτό.
Κοιτάζουν μιαν εικόνα του Τισιανού ή του Φρα Αγγέλικο, βλέπουν τι νούμερο έχει, φυλλομετρούν και το βρίσκουν στον Μπέντεκερ. Αν ο Μπέντεκερ έχει ένα άστρο απάνω από το νούμερο, τούτο σημαίνει ότι η εικόνα είναι πολύ καλή και υψώνουν το κοκαλιάρικο κεφαλάκι τους το καλοχτενισμένο και λένε: «Ω! γιες!» και φεύγουν. Αν όμως το νούμερο έχει αποπάνω του δυο άστρα, τούτο σημαίνει ότι είναι αριστούργημα η εικόνα και τότε εκπέμπουν δύο άγρια «γιες!» και πάνε και καθίζουν 2 - 2 1/2 λεπτά σε μιαν καρέγλα απέναντι και κοιτάζουν την εικόνα. Έπειτα σηκώνονται και πάνε παρακάτω. Υπάρχει κι άλλο ένα μέσον για να καταλάβουν τʼ αριστουργήματα. Μπροστά σε κάθε έξοχην εικόνα υπάρχει πάντα μια πολυθρόνα. Η Εγγλέζα, ως δει την πολυθρόνα, μήτε δεξιά μήτε ζερβά κοιτάζει, τακ, τακ, με το τακούνι της το πελώριο και πάει και καθίζει 2 - 2 1/2 λεπτά, ω γιες! γιες! και σηκώνεται και πάει παρακάτω.
Δεν υπάρχει φρικωδέστερη πληγή γύρω στις ομορφιές της Τέχνης. Δεν μπορείς να σταθείς, να συμμαζέψεις την ψυχή σου, δεν μπορείς να συγκινηθείς, να κλάψεις κάποτε μπροστά στα πράματα. Γιατί μπροστά και πίσω σου περνοδιαβαίνουν τα τακούνια τα πελώρια και οι άναρθρες κραυγές. Καπέλα ψάθινα και πλακωτά, μάτια γυαλένια ξεβαμμένα μπλε ‒ μπαίνουν ανάμεσα στην ψυχή σου και στη ζωγραφιά.
Ευτυχώς, ο Μπέντεκερ δεν γράφει μερικά πράματα. Δεν γράφει πως οι δύσες του ήλιου εδώ είναι αττικές και μερικά λιγνόκορμα και ντελικάτα κυπαρίσσα που είναι στην αριστερήν όχθη του Άρνου υψώνονται λειτουργικά κάθε βράδυ τυλιγμένα εκστατικά και αυτοκρατορικά με το ηλιόγερμα. Δεν γράφει πως η ψυχή του Μεσαίωνα όλη κάθεται άγρια και αμέρωτη ‒σαν αϊτός‒ απάνω στον πύργο της Πιάτσα ντε λα Σινιορία.
Κι ακόμα πιο πολύ, δεν γράφει πως τη νύχτα μέσα σε στενά κι αφώτιστα δρομαλάκια της Φλωρεντίας συναντάς ξάφνου μπροστά σου τον Καίσαρα Βοργία και τον Μπενβενούτο Κελίνι και τους Στρότζι και τους Μποντελμόντι ‒κι όλους τους σκληρούς και δυνατούς λεβέντες που είχαν το μπράτσο δυνατό και γρήγορο και δεν γνώριζαν αυτοί γυναίκειους στεναγμούς και χριστιανικές λιποθυμίες κι αφήνανε τα ίχνη της ακόρεστης κι αρπαχτικής επιθυμίας τους απάνω στη ζωή, όπως αφήνομεν τα ίχνη των δοντιών μας απάνω σʼ ένα μήλο. Η ζωή ήτανε γιʼ αυτούς ένα τόξο δυνατό που τεντώνανε όσο μπορούσαν πιο πολύ, για να φτάσουν όσο μπορούσαν πιο ψηλά. Κι αφού απόλαυσαν βαθιά όλες τις χαρές κι όλους τους πόνους, περάσανε αφήνοντας στους μαραζάρηδες επίγονους τους πύργους στην πλατεία και τʼ αψηλά παλάτια και τα λιοντάρια τα πέτρινα και τʼ αριστουργήματα της τέχνης. Και με τʼ απομεινάρια αυτά φτωχοζούν και καψοπερνούνε τα δημοκρατικίζοντα και σοσιαλίζοντα παιδαρέλια της σήμερον.
Όλη η Φλωρεντία με τα κάστρα τα μεσαιωνικά της και με τʼ αγάλματα και με τις αναμνήσεις ‒ είναι ένας ύμνος προς τη Δύναμη, προς τη Φιλοδοξία και τον Ηρωισμόν. Πρέπει να ʼναι κανείς πολύ ταπεινός, για να περνά κάτω απʼ όλες αυτές τις φωνές των αθανάτων πεθαμένων και να μη νοήσει μέσα του σαν τρικυμία την αγανάχτηση για τη μετριότητά του και τη λαχτάρα για τα μεγάλα τα έργα.
Κοιτάξετε. Κυριαρχεί σαν Εφιάλτης εδώ και σαν Θεός ο Δάντης. Οι στίχοι του σκαλισμένοι επάνω σε μάρμαρο στολίζουν όλους τους δρόμους. Τʼ όνομά του είναι απάνω σʼ όλα τα χείλια. Οι καημένοι οι επίγονοι ενθουσιούνε και τα μάτια τους λαμποκοπούνε, σαν ακούσουνε τʼ όνομα του Μεγάλου Προγόνου. Στη Santa Croce το κενοτάφιό του μεγαλοπρεπώς υψώνεται με την λακωνική κι επιταχτικήν επιγραφή:
Onorate lʼ altissimo poeta!
Κενοτάφια, αγάλματα, στίχοι στους δρόμους, σύλλογοι, διαλέξεις, περιοδικά ‒ όλα για τον Δάντη. Κι έτσι η Φλωρεντία πιο πολύ από τη Ρώμη, ίσως κι από το Μιλάνο, είναι η φιλολογική πρωτεύουσα της Ιταλίας.
Εδώ μόνο μπορεί να νιώσει κανείς πιο πολύ τη μεγάλην αρρώστια που κάθεται απάνω στη φιλολογική ζωή της Ιταλίας. Δεν οδηγείται πλια από την Τιτάνιαν ορμή του Risorgimento και η μεγάλη γενεά του Γαριβάλδι και Ματσίνι πέρασε.
Σήμερον η ενότης της Ιταλίας έγινε, η μέθη και η δημιουργική τρικυμία περάσανε για πάντα ‒ το όνειρον γίνηκε πραγματικότης και επομένως διέψευσε τας ελπίδας. Οι υπέρογκοι φόροι βαρύνουν και φτωχαίνουν τον λαόν. Η ανάγκη διατηρήσεως στρατού και στόλου δυσαναλόγου προς την οικονομικήν κατάστασιν της Ιταλίας καθιστούν κάθε ελπίδα ανακουφίσεως αδύνατον.
Η πίστις αφετέρου προς την δυναστείαν ελαττώνεται ή εκλείπει. Μια δυσφορία επικρατεί σʼ όλη την Ιταλία. Δυσφορία οικονομική, πολιτική, εθνική ‒ η οποία, ως είναι επόμενο, έχει βαρύν τον αντίχτυπόν της και στη φιλολογία του τόπου.
Δεν είναι ο αληθινός αντιπρόσωπος της ιταλικής φιλολογίας ο Δʼ Ανούντσιο. Φύσις εξαιρετική και θαυματουργός, επικαλούμενος όλας τας ηδονάς και τας υστερικάς φωνάς του πάθους και τας λεπτεπιλέπτους απολαύσεις της σκληρότητος και της αρρώστιας ‒ δεν βρίσκει καθόλου ηχώ στην ιταλική ψυχή. Εξεγείρει μερικούς νέους που πριν να γνωρίσουν τη ζωή είναι φυσικόν να ζητούν από αυτήν πολύ περισσότερα απʼ ό,τι μπορεί να δώσει, αποσπά δια της βίας τον θαυμασμόν απʼ όλους για τη μεγαλοπρέπεια τη βερονέζιον του ύψους του, για την γονιμότητα την απαράμιλλή του και τη Μοίρα τη μάγισσα που τον έχει σφραγίσει.
Αληθινοί αντιπρόσωποι της ιταλικής ψυχής είναι άλλοι. Είναι ο Φογκατσάρο διδάσκων νʼ αντιστεκόμεθα γαλήνια και να ζητούμε από την γυναίκα όχι τη Σφίγγα την μυστηριώδη και ολεθρίαν, αλλά την απλήν, την τρυφεράν παρηγορήτρα, την σύντροφο την πιστή που μοιράζεται μαζί μας το ψωμί και τα δάκρυα.
Είναι ακόμα ο Γκραφ που γεννήθηκε στην Αθήνα, χωρίς όμως οι Θεοί οι γαλήνιοι της Ελλάδος να ʼρθουν στην κούνια του και να του φέρουν δώρα. Σε στίχους κλασικούς, τελείους την μορφήν σκαλίζει τον αιώνιον πόνον της ανθρωπίνης ψυχής. Τον ίδιον πεσιμισμό, πιο αντάρτη, έχει η Άδα Νέγρη, πιο συμμαζεμένον και ντελικάτον ο Πάσκολι. Τον ίδιον πεσιμισμόν ο Ροβέτα, ο Γιακόζα, ο Ραπιζάρντι.
Η μοίρα της κοινωνικής καχεξίας βαρύνει την ιταλικήν φιλολογίαν, την τόσον γόνιμον και δυνατήν.
Και όλα αυτά ‒η σημερινή ζωή, τέχνη, κοινωνία‒ αποτελούν μιαν αντίθεση τόσον απότομη και θλιβεράν με την άλλη ζωή την περασμένη, που μόνον ένας Έλληνας μπορεί να εννοήσει και να αισθανθεί. Όπως στη Φλωρεντία ‒την Αθήνα του Μεσαίωνα‒ έτσι και στην άλλην Αθήνα ζούμε από τʼ απομεινάρια των προγόνων και σωριαζόμαστε κάτω από τα μεγάλα ονόματα και κωλοσέρνομεν την ζωήν μας ταπεινήν και ανάξιαν γύρω στους μεγάλους τάφους με τους αθάνατους νεκρούς.

Κάρμα Νιρβαμή, «Εις την Φλωρεντίαν» (Ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καζαντζάκη δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Νέον Άστυ», 10 Απριλίου 1909) [= Γιώργος Κατσίμπαλης, «Ο άγνωστος Καζαντζάκης» (Οι πρώτες ταξιδιωτικές εντυπώσεις του), περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμος 64, τεύχος 748, 1-9-1958, σ. 1290 ‒ 1292]

[Αντιγραφή - Επιμέλεια Κειμένου: Βασίλειος Α. Γεώργας].

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Ο «ευρύχωρος» άνθρωπος

Tου Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία με το Eυαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. στ΄ 14-21) μάς δίνει τις τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές ενόψει του αγώνα της Σαρακοστής που αρχίζει απ’ τη Δευτέρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τρία είναι τα κύρια σημεία που θέτει ο Κύριός μας: Το πρώτο είναι η «συγχώρεση». Αυτό είναι το ήθος της πνευματικής ζωής: «Χωρίς να συμφιλιωθώ με τον αδελφό μου, δεν μπορώ να έχω αναφορά στον Χριστό». Η βάση της πνευματικής μας πορείας είναι η συμφιλίωση, η ενότητα και η συγχώρεση. Η ικανότητα, δηλαδή, του ανθρώπου να «χωράει» τον άλλον στην καρδιά του και να μένουν στον ίδιο χώρο. Γι’ αυτό, ο Χριστός θέτει σαν προϋπόθεση για να μας συγχωρέσει, να συγχωρούμε και εμείς τους αδελφούς μας.
Ο Κύριος δεν μας αρνείται ποτέ τη συγχώρεση. Όμως, αν μας δώσει τη συγχώρεση, αν μας δώσει τον παράδεισο, αν μας δοθεί ο Ίδιος ολόκληρος, εάν δεν έχουμε αγάπη και συγχώρεση προς τον αδελφό μας, δεν θα «καρποφορήσει» αυτό μέσα μας και δεν θα το αντιληφθούμε καν. Ή, μάλλον, θα το βιώσουμε σαν «κόλαση». Για να μπορέσει ο άνθρωπος να κοινωνήσει των δωρεών του Θεού, προϋπόθεση είναι να έχει το ίδιο ήθος και την ίδια «συχνότητα» με το Θεό: Τη συγχώρεση. Η συγχώρεση δεν είναι απλώς σημαντική, αλλά χωρίς αυτή δεν υπάρχει σχέση με το Θεό. Ας νομίζουμε εμείς πως έχουμε βιώματα πνευματικά. Της φαντασίας μας είναι.
Άρα, συγχώρεση σημαίνει απλά: «Μπορώ και βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με τον άλλον». Ο άνθρωπος του Θεού είναι «ευρύχωρος». Δεν είναι «στενόχωρος». Ο «στενόχωρος» δεν βάζει άλλον στην καρδιά του και δεν συγχωρεί. Ένας στενοχωρημένος άνθρωπος δεν μπορεί να συγχωρέσει και ν’ αγαπήσει. Ο άνθρωπος του Θεού είναι ένα «άπλωμα» και μια παρηγοριά προς όλους.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Όταν νηστεύετε, μην «πουλάτε» αγιοσύνη με το να το παίζετε ευλαβείς». Και εδώ ο Κύριος δεν έχει πρόβλημα μ’ αυτό. Δεν είναι ότι ο Χριστός θέλει τους ανθρώπους μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ο άνθρωπος, όμως, που θέλει ν’ αποδείξει κάτι, για παράδειγμα ότι νηστεύει, σημαίνει ότι δεν ζει τίποτα. Όταν δεν ζεις τη χάρη του Θεού, θες να την αποδείξεις. Όταν δεν ζεις τη χαρά και έχεις ελλείψεις, θες την αναγνώριση των ανθρώπων.
Τι φέρνει αυτό; Την υποκρισία. Δυστυχώς, στην Εκκλησία αυτό είναι το «χόμπι» μας. «Φοράμε μάσκες» και υποκρινόμαστε. Γιατί; Γιατί δεν έχουμε τη χαρά του Θεού και θέλουμε να το παίξουμε ότι έχουμε αγιότητα, χαρά και πίστη. Παίζουμε το «θέατρο» του πιστού. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα. Αυτό το προσωπείο είναι η ένδειξη μιας εσωτερικής ανισορροπίας. Είναι πρόβλημα το ότι δεν είμαστε αληθινοί. Ουσιαστικά, το «έξω» δεν επικοινωνεί με το «μέσα». Αυτό είναι μια τρέλα. Γι’ αυτό στην Εκκλησία επικρατεί αυτή η κατάσταση: Άλλο ζούμε εσωτερικά και άλλο δείχνουμε εξωτερικά. Όλοι είμαστε κενοί μέσα μας.
Έρχεται ο Κύριος και λέει: «Σταματήστε την κοροϊδία. Είστε κενοί και θέλετε να δείξετε ότι κάποιοι είστε». Η έλλειψη «γεννά» την υπερβολή και τη «μάσκα»». Για να ξεκινήσει η αληθινή πορεία, πρέπει να είσαι αληθινός και αυθεντικός. Αυτό σημαίνει να ζεις σε μετάνοια. Τι σημαίνει «μετάνοια»; Καταθέτω τη «γύμνια» μου στο Θεό και ελπίζω στο έλεός του. Αυτή η ελπίδα που έχει η μετάνοια, αυτή η ελπίδα που έχει η Σαρακοστή, θα φανεί στο πρόσωπό μας. Θα είμαστε άνθρωποι με φως, ελπίδα, καθαρότητα και αγάπη.
Ποιο είναι το αντίθετο; Μας λέει: «Μην θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, αλλά πάνω στον ουρανό. Αυτός ο αγώνας σας, απ’ τη μια να συγχωρείτε και απ’ την άλλη να είστε αληθινοί, να οδηγεί στο πρόσωπο, σ’ αυτόν που δεν φθείρεται, σ’ αυτόν που είναι η ανάσταση και η ζωή. Δηλαδή, στον Χριστό». Έτσι, όλα καταξιώνονται. Τρία πράγματα μας λέει ο Κύριος: Να συγχωρούμε, να είμαστε αληθινοί και να ποθούμε βαθιά το Θεό. Αυτά είναι τα στοιχεία που θέτει η Εκκλησία μας με το ευαγγέλιο.
Οπότε, μ’ αυτό τον τρόπο θα ξεκινήσουμε την πνευματική μας προσπάθεια. Δεν είναι προσπάθεια. Κακώς το λέμε έτσι. «Γλέντι» είναι. Κάποιος ακούει «αγώνα» και λέει: «Οι καημένοι θα κουραστούν τώρα». Πανηγύρι είναι η Σαρακοστή. Τι κάνουμε; Νηστεύουμε απ’ τα υλικά, γιατί θέλουμε τα πνευματικά. Νηστεύουμε απ’ αυτά που φθείρονται, γιατί θέλουμε τα άφθαρτα. Βαρεθήκαμε να ζούμε στο ψέμα και θέλουμε την αλήθεια. Βαρεθήκαμε να είμαστε απομονωμένοι και θέλουμε τη σχέση με τον Χριστό. Αυτό δεν είναι «αγώνας», αλλά «ελευθερία» και «φως».
Να θυμόμαστε κάτι βασικό ενόψει του πνευματικού αγώνα που ξεκινάει. Δεν κάνουμε αγώνα πνευματικό και δεν τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να τραβήξουμε την αγάπη Του. Η αγάπη του Χριστού δεν μειώνεται, είτε εμείς κάνουμε αμαρτίες, είτε αγιάζουμε. Δεν μειώνεται καθόλου. Η προσπάθεια γίνεται λόγω ευγνωμοσύνης προς τον Χριστό, ο οποίος μας αγαπάει και επιθυμεί την προσωπική σχέση με τον καθένα και την καθεμιά από εμάς.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Χριστός: Ο ελάχιστος αδελφός μας

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία με το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο (Μτ. κε΄ 31-46) μας υπενθυμίζει, λίγο πριν τη Μ. Σαρακοστή, το κριτήριο της σωτηρίας μας. Το γνωρίζουμε όλοι, μιας και το ακούμε συνέχεια. Όμως, λίγο «αγγίζει» την καρδιά μας ώστε ν’ αλλάξουμε στάση ζωής. Ο Κύριος λέει: «Δεν θα σωθούμε για τις νηστείες μας, για τις ασκήσεις μας και τις γονυκλισίες μας, αλλά θα σωθούμε μόνο αν έχουμε αγάπη για τον έσχατο αδελφό μας»Το έχουμε συνειδητοποιήσει, άραγε, αυτό; Μήπως η πίστη μας είναι «οχυρωμένη» πίσω από έναν θρησκευτικό «αυτισμό» και ένα «κλείσιμο» στον εαυτό μας;
Εκείνο, όμως, που μας εντυπωσιάζει, είναι αυτό που λέει ο Κύριος, όταν ρωτήθηκε απ’ τους ανθρώπους «πότε σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, φυλακισμένο και δε σε διακονήσαμε». Εκείνος τους απάντησε: «Εφόσον το κάνατε για τον ελάχιστο αδελφό σας, για μένα το κάνατε». Δηλαδή, όχι απλώς ο Χριστός νοιάζεται για το δυσκολεμένο άνθρωπο, όχι απλώς τον υπερασπίζεται, αλλά ταυτίζεται μαζί του. Όπως κάποιος που είναι πολύ φίλος μας και μας υπερασπίζεται, έτσι και ο Κύριος μας λέει: «Ταυτίζομαι με τον πεινασμένο, το φυλακισμένο, τον ασθενή, τον αμαρτωλό και τον εγκληματία. Αν θέλετε να κάνετε κάτι σε μένα, κάντε το σ’ αυτούς». Αυτός είναι ο «πλούτος» της αγάπης του Θεού.
Αν το κατανοήσουμε αυτό, τότε, εμπιστευόμαστε το Θεό και «ανοίγουμε» την καρδιά μας. Προκύπτει ένα ερώτημα: «Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον αδερφό μου; Πώς μπορώ να δω στο πρόσωπό του τον ίδιο τον Χριστό;». Η απάντηση είναι η εξής: Εφόσον αγαπήσω και εγώ τον εαυτό μου. Εάν αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ και το δυσκολεμένο άνθρωπο. Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου; Μόνο όταν αγαπηθώ. Δηλαδή, όταν βιώσω την αγάπη. Η πραγματική αγάπη είναι ο Χριστός. Άρα, μόνο όταν «γευτώ» την αγάπη του Θεού, αγαπώ τον εαυτό μου και μπορώ να αγαπώ κάθε άνθρωπο. Πώς μπορώ, όμως, να «γευτώ» την αγάπη του Θεού; Όταν «ανοιχτώ» σ’ Αυτόν. Πότε «ανοίγομαι» σ’ Αυτόν; Όταν καταλάβω ότι είμαι «φυλακισμένος», «διψασμένος» και «πεινασμένος».
Εφόσον καταλάβω τη «δίψα» και την «πείνα» της ψυχής μου και ζητήσω το έλεος του Θεού, τότε, Αυτός θα έρθει να γεμίσει την «πτωχεία» μου, την «αρρώστια» μου και την έλλειψή μου. Γεμάτος, πλέον, απ’ την αγάπη του Θεού θα μπορώ να διακονήσω κάθε άνθρωπο. Όχι γιατί μου το λέει και το επιβάλλει κάποιος, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορώ αν δεν δίνω αγάπη. Αυτό είναι το συγκλονιστικό. Δείκτης της πνευματικής μας κατάστασης είναι αυτή η στάση προς τον αδελφό μας. Δεν το κάνουμε για να πάμε στον παράδεισο, ούτε γιατί μας το είπε ο Χριστός, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς, εφόσον «γευτήκαμε» την αγάπη του Θεού.
Ένας «γεμάτος» άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Αγαπά όχι μόνο τον «καλό» άνθρωπο, αλλά και τον «κακό». Γιατί; Γιατί «κακός» ήταν και ο ίδιος και τον ελέησε ο Θεός. Δεν αγαπά μόνο τον «πιστό», γιατί «άπιστος» ήταν και του έδωσε το «δώρο» της πίστης-εμπιστοσύνης ο Θεός. Αν ερμηνεύσουμε τα πράγματα με θρησκευτικούς και ψυχολογικούς όρους, δεν θα βγάλουμε άκρη. Δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν άνθρωπο ν’ αγαπάει με τον τρόπο που λέει ο Χριστός. Μόνο ο άνθρωπος που «γεύτηκε» τον Χριστό μπορεί να το κάνει αυτό. Δηλαδή, ο μετανοών άνθρωπος αποκτά ήθος ευσπλαχνίας και αγάπης. Δεν αντέχει η ψυχή του να υπάρχουν πεινασμένοι, διψασμένοι, φυλακισμένοι και ασθενείς. Αυτομάτως η καρδιά του «κινείται» προς τον ασθενή για να τον διακονήσει. Γίνεται όλος «προσφορά», «επιείκεια» και «ανάπαυση».
Αυτός είναι ο πνευματικός άνθρωπος. Αυτό εννοεί ο Χριστός με το ευαγγέλιο. Μας τρομάζει όταν ακούμε το «ευαγγέλιο κρίσεως». Δεν καταλαβαίνουμε πως όταν ο Κύριος «απειλεί» για κόλαση, δεν το κάνει γιατί επιθυμεί την κόλασή μας, αλλά για να μην γίνει πράξη και να μας αποτρέψει απ’ αυτό το γεγονός. Δεν μας κολάζει ο Χριστός, αλλά οι ίδιοι κολαζόμαστε, αφού «πρόσκληση» είναι ο Χριστός προς όλους μας. Η μεγάλη μας αμαρτία, ιδίως, των θρησκευτικών ανθρώπων, είναι η σκληροκαρδία μας. Καλύτερα αμαρτωλοί με την επιείκεια που προτείνει ο Χριστός, παρά άγιοι και σκληρόκαρδοι. Άγιοι, ουσιαστικά «άγριοι», μιας και δεν αφήνουμε χώρο στην καρδιά μας για τον αδελφό μας.
Είδαμε τις προηγούμενες Κυριακές. Τον Φαρισαίο: Σκληρόκαρδος άνθρωπος, με κατάκριση, χωρίς επιείκεια και κατανόηση. Ο πρεσβύτερος υιός: Ενώ ήταν στο χώρο της πατρικής εστίας, δεν ανεχόταν την αγάπη. Το μεγαλύτερο «έγκλημα» απέναντι στον εαυτό μας είναι η σκληροκαρδία μας και το να μην έχουμε επιείκεια και συγχωρητικότητα. Δεν είναι μόνο να δώσεις «υλική» τροφή στον άνθρωπο, αλλά, κυρίως, «πνευματική». Τι «τροφή»; Την ελπίδα, την παρηγοριά, την ενθάρρυνση και να του πεις: «Και για σένα είναι ο Χριστός». Όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι στο βιβλίο του «Έγκλημα και Τιμωρία»: «Ο Κύριος θα προσκαλέσει τους αμαρτωλούς, τους εγκληματίες και θα τους πει: «Ελάτε στη βασιλεία μου». Θα πουν: «Τι καλό κάναμε;». Θα πει ο Θεός: «Σας βάζω μέσα στη βασιλεία γιατί δεν πιστεύατε πως αξίζατε τη βασιλεία μου».
Αυτός είναι ο τρόπος που «ανοίγει» τη βασιλεία των ουρανών: Ότι δεν πιστέψαμε ότι την αξίζουμε, αλλά ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού. Εφόσον ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού, πώς μπορούμε να μην ελεούμε τον ελάχιστο αδερφό μας; Η μεγαλύτερη αδικία εναντίον του εαυτού μας είναι αυτή: Να ζητάς ελεημοσύνη και να μην δίνεις. Να λες πως στηρίζεσαι στη χάρη του Θεού και να μην δίνεις χάρη, αφού στηρίζεται στη δικαιοσύνη σου. Ποια δικαιοσύνη, όμως, αφού, αν ο Θεός ήταν δίκαιος, θα μας είχε κάψει όλους; Σωζόμαστε γιατί είναι άδικος ο Θεός. Είναι άδικος γιατί μας αγαπά.
Το θέμα, λοιπόν, είναι να μπούμε σ’ αυτό το πνεύμα της αγάπης του Θεού. Να γίνουμε ένα «άνοιγμα» για κάθε άνθρωπο. Να δίνουμε παρηγοριά και στον πιο ξεφτιλισμένο άνθρωπο, γιατί και εμείς τέτοιοι είμαστε. Γιατί δεν δίνουμε; Μήπως δεν λάβαμε; Γιατί δεν λάβαμε; Μήπως πιστέψαμε στον εαυτό μας και γίναμε σκληρόκαρδοι; Ας προβληματιστούμε.
Μπαίνουμε στη Σαρακοστή. Θέλουμε να βιώσουμε το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Χρειάζεται να συγκλονιστούμε απ’ αυτό που μας λέει ο Χριστός: «Είμαι ο ελάχιστος αδελφός». Ταυτίζεται μαζί μας, με την αμαρτία μας και έρχεται και μας θεραπεύει. Αυτό που θα λάβουμε, το δίνουμε και στον αδελφό μας αδιακρίτως.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

«Ο Χριστός και οι νέοι στην σύγχρονη εποχή»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Οι εκδόσεις Αρμός και το βιβλιοπωλείο Πλαστελίνη σας προσκαλούν σε συζήτηση με θέμα: «Ο Χριστός και οι νέοι στην σύγχρονη εποχή». Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του θεολόγου Ανδρέα Αργυρόπουλου: Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ’n Roll ιστορίες.
Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025 και ώρα 19:30 στην Βιβλιοθήκη του Συλλόγου «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ» (Δημητριάδος 180 – Ογλ, Βόλος).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
  • Αρχιμ. Καλλίνικος Γεωργακόπουλος, εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου.
  • Βάσσα Παρασκευά, Δρ Θεολογίας.
  • Δημήτρης Παπανικολάου, Θεολόγος Καθηγητής στο 2ο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Βόλου.
  • και ο συγγραφέας Ανδρέας Αργυρόπουλος.
Την συζήτηση συντονίζει ο Δημήτρης Μπαλτάς, Δρ Φιλοσοφίας.
Την εκδήλωση θα κλείσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ.κ. Ιγνάτιος.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Υπαπαντή: Η πράξη της «συνάντησης»

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η ημέρα της Υπαπαντής είναι η εορτή που μας προτείνει την πράξη «συνάντησης» με το Θεό. Η εορτή αυτή μας αποκαλύπτει το νόημα της ζωής μας και τον πραγματικό λόγο της ύπαρξής μας. Ο πρωταγωνιστής της εορτής, ο Άγιος Συμεών, μας καθοδηγεί. Αποκαλύπτει το πανανθρώπινο αίτημα της συνάντησης του ανθρώπου με τη Ζωή.
Ο δίκαιος Συμεών είχε δεχθεί υπόσχεση απ’ τον Κύριο πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο, αν πρώτα δεν συναντήσει το Μεσσία. Αυτό που είχε σαν υπόσχεση ο δίκαιος Συμεών, είναι η υπόσχεση του Θεού σε καθέναν και καθεμία από εμάς. Μας υπόσχεται συνάντηση μαζί Του. Είναι ο πόθος Του αυτός: Να έχει σχέση και αληθινή συνάντηση μαζί μας.
Όμως, ας προσέξουμε κάτι σημαντικό. Η σχέση με την Αλήθεια δεν είναι μια διανοητική διαδικασία. Η σχέση με το Θεό δεν αφορά μια τεχνική του τύπου «πώς να προχωρήσουμε πνευματικά για να ειδωλοποιήσουμε τον εαυτό μας», αλλά η πνευματική ζωή είναι η ικανότητα να έχω ζωντανή σχέση με το Θεό. Μάλιστα, αυτή η σχέση – συνάντηση είναι ένα «δώρο» του Θεού. Το χρέος το δικό μας είναι να είμαστε «ανοιχτοί» σ’ αυτό το «δώρο». Άρα, όλο το περιεχόμενο της πνευματικής ζωής είναι να μην ξεχάσουμε ποτέ την υπόσχεσή Του: Ότι θέλει να συναντηθεί μαζί μας. Η χαρά η πραγματική και ο παράδεισος είναι αυτή η συνάντηση. Να μπορώ να συναντώ τον αδελφό μου και τον Χριστό. Όχι εξωτερικά, αλλά αληθινά.
Αυτή, λοιπόν, είναι η προσδοκία του κάθε ανθρώπου. Η ποιότητα της ζωής μας κρίνεται, όχι με τα μέτρα του κόσμου, αλλά απ’ το κατά πόσο «ενεργοποιήθηκε» αυτή η προοπτική της ζωής μας και κατά πόσο είμαστε αφοσιωμένοι σ’ αυτόν τον στόχο. Τι σημαίνει αυτό; «Δεν θέλω να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, αν δεν συναντήσω τον Χριστό. Αν δεν πάρω στα χέρια μου τον Χριστό». Ο κόσμος νιώθει αυτή την ενοχή και προσπαθεί να δικαιολογήσει το κενό του, προτείνοντας άλλες αξίες και είδωλα. Η ουσία, όμως, είναι αλλού: «Είδα τον Χριστό πριν φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο;». Όταν «γευτώ» τον Χριστό, δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου. Ας σκεφτούμε το εξής: Είναι δυνατόν να συναντηθείς με τη Ζωή και να υπάρχει θάνατος μέσα σου; Είσαι πλέον ελεύθερος. Γι’ αυτό και λες: «Νυν απολύεις». Επομένως, απόλαυση είναι και ο θάνατος, μιας και είναι η απαρχή της ζωής.
Η πνευματική ζωή δεν είναι κάτι πραγματάκια που φτιάχνουμε με το μυαλό μας, για να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Η μεγαλύτερη προσβολή της πνευματικής ζωής είναι να έχουμε ένα πρότυπο του χριστιανού ως του «καλού ανθρώπου». Όχι. Το πρότυπο του χριστιανού είναι του «παθιάρη ανθρώπου» που δεν «πουλάει» με τίποτα το «θησαυρό» που έχει: Ότι θέλει να «γευτεί» το Θεό. Οτιδήποτε άλλο είναι κενό. Σίγουρα είναι παράδοξο αυτό το πράγμα. Λες στο Θεό: «Πάρε με. Δεν θέλω άλλο να ζήσω, γιατί τώρα ζω αληθινά και δεν με νοιάζει αυτή η ζωή. Βρήκα τη ζωή και δεν φοβάμαι το θάνατο, γιατί, πλέον, ο θάνατος είναι μετάβαση απ’ τα επίγεια στα επουράνια».
Αυτή είναι η πράξη της Εκκλησίας. Η ουσία της πνευματικής ζωής έγκειται στο να είναι η ζωή μου προσανατολισμένη σ’ αυτήν την προοπτική συνάντησης με το ζώντα Θεό. Ό,τι κι αν κάνει ο κάθε άνθρωπος, όπου κι αν βρίσκεται, αμαρτωλός ή δίκαιος, φτωχός ή πλούσιος, σημαντικός ή ασήμαντος, έχει αυτή τη δυνατότητα. Λέει: «Δεν νιώθω γεμάτος αν δεν γευτώ το Θεό στη ζωή μου». Έτσι, ο άνθρωπος είναι σε μια διαρκή εγρήγορση. Παρακολουθεί πότε και πώς θα περάσει ο Χριστός. Με κάποιο τρόπο θα στείλει ένα μήνυμα. Όχι φαντασιακά, αλλά πραγματικά. Αυτό δεν είναι υπόθεση ούτε κανόνων, ούτε κάποιας τεχνικής. Μιλάμε για μια στάση ζωής που μας δίνει αυτή τη δυνατότητα.
Πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτή τη στάση ζωής, που στόχο έχει να είναι «ανοιχτή» η καρδιά μου στο Θεό; Ο άνθρωπος που έμαθε να έχει σκοπό ζωής την σχέση του με το Θεό, είναι ο πλέον «κοινωνικός» άνθρωπος και ο κατεξοχήν «ισορροπημένος». Είναι αυτός που μπορεί να κάνει με κάθε άνθρωπο, εχθρό και φίλο. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως δεν είναι δυνατόν να σχετίζεσαι με τον Χριστό και να μην σχετίζεσαι με όλα τα υπαρκτά όντα που χάρισε ο Θεός στον κόσμο. Γι’ αυτό, αν έχουμε ένα δείκτη για να δούμε την πνευματικότητά μας, αυτός είναι: Κατά πόσο μπορούμε να κάνουμε με όλους.
Κάποιος θα ρωτήσει: «Πώς μπορώ να γίνω δεκτικός της συνάντησης με τον Χριστό;». Υπάρχουν κάποιες αρχές. Πρώτον, ο «πόθος». Να διατηρώ στην καρδιά μου αυτόν τον πόθο για τον Χριστό. Ο «υγιής» πνευματικά άνθρωπος είναι αυτός που κρατά ζωντανό αυτόν τον πόθο της συνάντησης με τον Χριστό. Το δεύτερο στοιχείο είναι η «συντριβή» και η «μετάνοια». Τι σημαίνουν αυτά; Ότι με συντρίβει ο πόθος για τον Χριστό. Ο άνθρωπος συντρίβεται και λέει: «Δεν ζω χωρίς Αυτόν». Ταυτόχρονα, βλέπει ότι όλη η ζωή του ήταν ένα εμπόδιο της καρδιάς του. Γι’ αυτό, οδηγείται στη μετάνοια. Δεν μένει, δηλαδή, στην ενοχή της αμαρτίας του να κλαίγεται, αλλά συνειδητοποιεί πως ξέφυγε απ’ την προοπτική της ζωής του.
Το τρίτο είναι ο άνθρωπος να «καλλιεργήσει» την «καλοσύνη» και την «αγάπη». Να έχει ένα πνεύμα θετικό και αναπαυτικό για κάθε άνθρωπο. Να μην κρίνει κανέναν. Αυτό «συγκινεί» το Θεό. Όπως φερόμαστε στους άλλους, θα φερθεί αναλόγως και ο Θεός. Θα θέλει να «κατοικήσει» μέσα μας και θα έχουμε το ίδιο ήθος μαζί Του. Τέλος, το τέταρτο στοιχείο είναι η «ταπείνωση» και η «συναίσθηση ότι όλα είναι του Θεού και τίποτα δικό μας». Όλα είναι της χάριτος και όχι κατόρθωμα δικό μας. Αυτοί οι τέσσερις άξονες δίνουν την προοπτική αυτής της συνάντησης με τον Χριστό.
Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο «ζωντανεύει» η καρδιά μας. Γι’ αυτό, ο πνευματικός άνθρωπος δεν κάνει τίποτα και τα κάνει όλα. Είναι ο πλέον ασήμαντος και ο πλέον σημαντικός. Ζει τα ελάχιστα και είναι ο πλούσιος. Είναι αυτός που δεν έχει τίποτα και τα έχει όλα, γιατί έχει τον Χριστό. Αυτό ευχόμαστε στον κάθε άνθρωπο αδιακρίτως. Πριν φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο να μπορούμε με άνεση να λέμε: «Νυν απολύεις τυν δοῦλόν σου, δέσποτα».

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Ο καρδιογνώστης Χριστός

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Όλοι γνωρίζουμε πως η Γραφή είναι γεμάτη με παραδείγματα ανθρώπων μετάνοιας και αποκαλύψεις της αγάπης του Θεού. Ο κεντρικός άξονας του ευαγγελικού λόγου της Κυριακής (Λκ. ιθ΄ 1-10) είναι ο λόγος του Κυρίου μας: «Δεν ήρθα να καλέσω τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια». Αυτή είναι η στάση ζωής μας και αυτό είναι το ήθος της Εκκλησίας. Άλλωστε, για μας «άγιος» δεν είναι ο «αναμάρτητος», αλλά ο «διαρκώς μετανοών» άνθρωπος. Τέτοιο παράδειγμα αληθινής μετάνοιας είναι ο Ζακχαίος.
Τι ήταν ο Ζακχαίος; Ένας φοροεισπράκτορας, ένας πλεονέκτης και ένας άνθρωπος μισητός της περιόδου εκείνης. Παρά αυτή του την κατάσταση, ο Ζακχαίος διατηρούσε μέσα του τον πόθο για την αλήθεια. Γι’ αυτό το λόγο, έψαχνε ευκαιρία να συναντήσει Αυτόν που είχε ακούσει: Τον Χριστό. Του δόθηκε, κάποτε, η ευκαιρία. Περνούσε ο Κύριος απ’ τα μέρη του και επειδή ήταν κοντός, ανέβηκε σε μια συκομορέα για να μπορέσει να Τον δει. Μπόρεσε να τον δει και ο Χριστός του δίνει την ευκαιρία σωτηρίας, ζητώντας του να πάει στο σπίτι του. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε.
Αξίζει να δούμε ορισμένα πράγματα. Αρχικά, διαβάζουμε στο ευαγγέλιο πως ο κόσμος διαμαρτυρήθηκε: «Μα αυτός είναι αμαρτωλός. Πού πας;». Αυτοί ήταν οι «θεούσοι» και οι «πνευματικοί» άνθρωποι, υποτίθεται, που δεν εμβαθύνουν στα πράγματα και τα βλέπουν εξωτερικά. Έχουν χωρίσει τους ανθρώπους στους «έτσι» και στους «αλλιώς». Για το Θεό, όμως, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.Οφείλουμε να ξέρουμε πως στον κάθε αμαρτωλό υπάρχει μέσα του ο πόθος για την αλήθεια, υπάρχει το φως μέσα του και η δυνατότητα αλλαγής.
Ναι. Ζούσε ο Ζακχαίος όλη αυτή την πτώση του, αλλά είχε μέσα του την επιθυμία να συναντήσει τον Χριστό. Κανένας άνθρωπος, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, δεν χάνει μέσα του αυτή τη δυνατότητα: Να επιθυμεί τον Χριστό. Άρα, αν λέμε εμείς πως είμαστε αμαρτωλοί και δεν είμαστε για τον Χριστό, είναι ανοησία. Αυτός, λοιπόν, ο Ζακχαίος είναι ένα πρότυπο για μας, αλλά και ένας άγιος της Εκκλησίας μας. Επομένως, πώς σωζόμαστε; Αν διαφυλάξουμε στην καρδιά μας «ζωντανή» την επιθυμία μας για την αλήθεια. Εμείς μπορεί να είμαστε της Εκκλησίας, να κάνουμε όλα τα πνευματικά πράγματα, αλλά να μην έχουμε πόθο για συνάντηση με το Θεό.
Όμως, ας σκεφτούμε το εξής: Πώς αποκαλούμε το Θεό; «Καρδιογνώστη» μιας και βλέπει το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Γι’ αυτό, τα εξωτερικά σχήματα είναι πολύ σχετικά. Δεν υπάρχει και λόγος να κατακρίνουμε, διότι σίγουρα θα κάνουμε λάθος. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τα μύχια της ύπαρξης κανενός ανθρώπου. Ένα πράγμα οφείλουμε να έχουμε: Το ήθος του Κυρίου μας, που θέλει όλοι να σωθούμε. Δεν φτάνει μόνο η μετάνοια. Χρειάζεται και η αγάπη του Κυρίου μας. Η αγάπη του Θεού μάς σώζει. Ούτε αυτή, όμως, φτάνει. Χρειάζεται και η δική μας συγκατάθεση. Όταν συνδυαστούν αυτά τα δύο, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τότε, γίνεται η αλλοίωση του ανθρώπου. Αυτή η αγάπη του Θεού είναι που μας δίνει ελπίδα και κουράγιο να σηκωθούμε.
Ο Χριστός μάς το λέει ξεκάθαρα. Για μας τους αμαρτωλούς ήρθε στον κόσμο. Ο Θεός έχει έναν πόθο: Όλοι να σωθούμε. Χρειάζεται να «ενεργοποιήσουμε» τον εαυτό μας, παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτό το λόγο του Κυρίου μας: Ότι δεν είναι δυνάστης και κριτής, αλλά πατέρας και θεραπευτής. Αυτό θα γίνει όταν αποκτήσουμε απλότητα και ευρυχωρία μέσα στην καρδιά μας. Η «στενότητα» η δική μας δείχνει την αμετανοησία μας. Δεν έχει καμιά σχέση το φως και η πραγματικότητα του Θεού με αυτά τα «κουτάκια» και τους τακτικισμούς, που έχει ο καθένας μας. Αν δεν γίνει μια βαθιά ανατροπή μέσα μας, ώστε να γίνουμε «άλλοι άνθρωποι», δεν υπάρχει φως και Χριστός.
Ποια είναι η απόδειξη αυτού του πράγματος; Όταν έχουμε έμπρακτη μετάνοια. Δεν φτάνουν μόνο τα λόγια και τα κλάματα. Όλοι τέτοια κάνουμε. Λέμε: «Αχ τι κάναμε;», πάμε στην εξομολόγηση, «σβήνει το κοντέρ» και επιστρέφουμε στην καθημερινότητά μας να γράψει άλλα. Θέλουμε απλώς να φύγουν οι ενοχές. Αυτό είναι το επίπεδο του σύγχρονου χριστιανού. Λέμε: «Είπα τις αμαρτίες και ξεφόρτωσα». Δεν πάμε να «ξεφορτώσουμε» στην εξομολόγηση, αλλά πάμε να «φορτώσουμε» Χριστό και να αλλοιωθούμε. Η Εκκλησία δεν είναι χώρος απενοχοποίησης για να νιώθουμε πιο άνετοι, αλλά είναι η ικανότητα να συναντηθούμε με τον Χριστό.
Όταν έρχεται ο τελώνης Ζακχαίος και λέει: «Ό,τι έκλεψα το δίνω και, μάλιστα, τετραπλάσια», τι δείχνει αυτό; Όχι ότι απλώς μετανόησε σαν εμάς τους ανώριμους, αλλά ότι ήταν τόσο γεμάτος απ’ τον Χριστό που δεν είχε ανάγκη απ’ τα υλικά αγαθά και τα πωλούσε. Αυτή είναι η έμπρακτη απόδειξη της μετάνοιας. Αυτά τα στοιχεία να κρατήσουμε μέσα μας: Την αγάπη για τον Χριστό και ότι όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, όσο κι αν βρισκόμαστε στην προσωπική μας κόλαση, να κρατάμε «άσβεστο» τον πόθο μας για το Θεό. Μην ξεγελιόμαστε και θεωρούμε πως δεν είμαστε για το Θεό. Για το Θεό είμαστε. Μάλιστα, όσο πιο αμαρτωλοί, τόσο και καλύτερα ίσως. Πιθανότατα έτσι έχουμε και περισσότερη συντριβή, ώστε να στραφούμε ολοκληρωτικά προς το Θεό.
Εν κατακλείδι, η αληθινή μας μετάνοια θα φανεί από το τι επιθυμούμε από εδώ και πέρα. Ποιος είναι ο θησαυρός μας; Είμαστε έτοιμοι να τα «πουλήσουμε» όλα και να κρατήσουμε τον Χριστό; Αν είμαστε έξυπνοι, θα καταλάβουμε πως αν τα «πουλήσουμε» όλα για τον Χριστό, τότε, απολαμβάνουμε και τη ζωή και τον κόσμο.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Το αντάμωμα της Θεολογίας με τη σημερινή κοινωνική παγκόσμια πραγματικότητα είναι γεγονός. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»; Βάζω ερωτηματικό στο ευαγγελικό χωρίο. Και απαντώ: αμφιβάλλω. Σ’ ένα κόσμο σφαγείο, βαρβαρότητας, πολέμων και ανελευθερίας, όπου κυρίαρχο είναι το κακό, το μήνυμα της Γέννας του Χριστού παραμένει ανολοκλήρωτο. Ο αγώνας για ειρήνη, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόνον αγώνας πολιτικός - οικονομικός, είναι και πνευματικός, είναι δώρο πνευματικό: συνδέεται άμεσα με τον αγώνα κατά της αποχριστιανοποίησης του Δυτικού πολιτισμού.
Για το θέμα αυτό, από το ωραίο βιβλίο Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση,  του Αλέξανδρου Κατσιάρα και της Μάρως Βαμβουνάκη. εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008, σσ. 545-546 αντλώ τα παρακάτω:
Μάρω Βαμβουνάκη: [Ο άνθρωπος]. «Ψάχνει δώρο για ένα Χριστό που γεννιέται, που γεννήθηκε ως αθώο μωρό για να μεγαλώσει, να βασανιστεί, να σταυρωθεί. Κι ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει τούτο το δρόμο, όμως όταν ο άνθρωπος υποφέρει, όταν λυγίζει, θεωρεί ότι ο Θεός τον ξέχασε ή πως ο Θεός είναι ένας βασανιστής».
Αλέξανδρος Κατσιάρας: «"Τότε είναι που μας κρατά στην αγκαλιά του". Ο Χριστός όχι μόνο δεν μας εγκατέλειψε, αλλά δέχθηκε να πεθάνει για χάρη μας. Τώρα όλα αυτά περί αθώου βρέφους πάνε αντάμα και μ’ ένα Θεό βασανιστή. Είναι οι δύο όψεις του νομίσματος. Δεν είναι τυχαία η σύμπτωση ότι η αντίληψη περί ενός Χριστούλη πάνω στα άχυρα με τα ζώα να τον ζεσταίνουν υπερτονίστηκε στη Δύση, όπως και η εικόνα ενός Θεού αυστηρού και τιμωρού. Όλα αυτά τα περί γλυκού Χριστούλη και των Χριστουγέννων ως εορτής αποκλειστικά των παιδιών, είναι γλυκερά και ψεύτικα. Είναι τραγικός ο νεστοριανισμός που εκφράζεται και με την αφορμή της εορτής των Χριστουγέννων. Οι κούκλες που κυκλοφορούν με τον στρουμπουλό και ροδοκόκκινο Χριστούλη, τα ευτραφή ζώα και η περίτεχνη φάτνη, είναι όλα εξεζητημένα και ρομαντικά και δεν διασώζουν ούτε ένα φυσικό ρεαλισμό. Μπορεί να προκαλούν συγκίνηση, αλλά όχι κοινωνία. Παρατήρησε τις αυθεντικές βυζαντινές εικόνες και θα δεις ύφος και μάτια, όχι βρέφους, αλλά προσώπου μεγάλου ανδρός και με το σύμβολο του Πάθους στο φωτοστέφανό του. Και πάντως αυτό το Βρέφος στην εικονογραφία παρουσιάζεται να κρατεί με φροντίδα στο χέρι του τη γη, και καθόλου δεν φαίνεται να νιώθει στεναχωρημένο για τις συνθήκες της γεννήσεώς του, ώστε να χρειάζεται να εξωραϊστεί το σκηνικό από τις βιομηχανίες των εμποροπανηγύρεων, μη τυχόν και στεναχωρηθεί κανείς μας και κυρίως τα μικρά παιδάκια! Δυστυχώς, αν μια εορτή έχει εντελώς χάσει το νόημά της, αυτή είναι των Χριστουγέννων. Σήμερα η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται με εξαιρετική λαμπρότητα στα σπίτια, στις αίθουσες των σχολείων ή στα πνευματικά κέντρα των ναών, όπως και στα καζίνα ή στα σαλέ της όποιας Ευρώπης. Θα ήταν προτιμότερη μια άμεση άρνηση του Χριστού, ακόμα και ένας άμεσος διωγμός όπως του Ηρώδη, παρά αυτό που παρατηρείται σήμερα, όπου πολλοί τον διώκουν έμμεσα αντικαθιστώντας τη συμμετοχή τους στην Ευχαριστία- όπου μόνο εκεί μπορεί κάποιος να συναντήσει τον γεννηθέντα Χριστό- με τη συμμετοχή τους σε “ρεβεγιόν” ή και σε θεατρικές παραστάσεις που αναπαριστούν τη γέννησή του. Η καθήλωση στην ιστορία είναι εμφανής. Ο νεστοριανισμός κραυγάζει συχνά με ορθόδοξο περιτύλιγμα».

Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου... ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του φίλου γιατρού, ιστοριοδίφη και σκιτσογράφου Μάκη Αξιώτη. Τον ευχαριστώ για την άδεια δημοσίευσης.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024: Με τον κοφτερό λόγο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΛΕΒΙΤΣΗ... 31 χρόνια μετά...





ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ. «Ο Χριστιανισμός», Ευθύνη, τχ. 264, (Δεκέμβριος 1993) 642-644.

Τι σημαίνει «συγκατάβαση;»

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Όλοι γνωρίζουμε πως τα Χριστούγεννα είναι το μυστήριο της «θείας συγκατάβασης». Της συγκατάβασης του Θεού στον άνθρωπο. Τα Χριστούγεννα είναι η «μητρόπολη των εορτών». Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος χωρίστηκε απ’ το Θεό. Άλλωστε, αυτό είναι η αμαρτία: Ο χωρισμός απ’ το Θεό. Έτσι, ήρθε στον άνθρωπο ο σκοτασμός, η σύγχυση και η άγνοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλησιάσει το Θεό.
Όμως, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, το έκανε ο Θεός και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Γίνεται ορατός στη ζωή μας και έρχεται ανάμεσά μας. Όπως λέει ο Mέγας Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό». Ναι, χάσαμε τον παράδεισο, αλλά ο Θεός μάς δίνει έναν δεύτερο παράδεισο, καλύτερο αυτή τη φορά. Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος; Ο ίδιος του ο εαυτός.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, είναι το κέντρο των εορτών. Ο Χριστός είναι ο «θησαυρός» και το κέντρο της ζωής μας. Όπως λέει και ο Άγιος Πορφύριος: «Ο Χριστός είναι το παν». Δηλαδή, αυτό που κάνουμε στην Εκκλησία και στην πνευματική ζωή, είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Μια διαρκής αναζήτηση του Θεού. Μια προσπάθεια καθημερινή να ελκύσουμε το Θεό στη ζωή μας. Ο Χριστός προσφέρεται σ’ όλο τον κόσμο, στον καθένα μας αδιακρίτως. Αυτά που Τον εμποδίζουν, είναι τα «τείχη» και οι οχυρώσεις που έχουμε. Ο αγώνας, όμως, είναι να «γκρεμίσουμε» τα «τείχη» και να δεχθούμε τη χάρη του Θεού.
Τα στοιχεία που μπορούμε να πάρουμε απ’ τη γέννηση του Χριστού είναι δύο. Το πρώτο είναι αυτή η συγκλονιστική έννοια της «συγκατάβασης». Έρχεται ο Θεός στη δική μας κατάσταση και, μάλιστα, αυτό που είναι το δεύτερο στοιχείο, έρχεται με τον πιο ταπεινό τρόπο: Γεννάται στο σπήλαιο και στην αφάνεια. Γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο; Γιατί τα σπουδαία και σημαντικά δεν διαφημίζονται. Τα μειονεκτικά διαφημίζονται. Το αληθινό απαιτεί σιωπή, ησυχία και αφάνεια. Άρα, και εμείς χρειάζεται να ειρηνεύσουμε μέσα στη σιωπή, στην ησυχία και στην αφάνεια.
Όταν λέμε, όμως, «αφάνεια», δεν εννοούμε αφάνεια «ψυχολογική», αλλά αφάνεια «πνευματική». Τι σημαίνει αυτό; Ότι μας συντρίβει ο πόθος για το Θεό τόσο πολύ, που είμαστε ανύπαρκτοι για τον κόσμο. Μας αγνοεί ο κόσμος γιατί αγνοεί αυτό τον πόθο και αυτή την αναζήτηση που έχουμε για το Θεό. Αυτός ο πόθος μάς στρέφει στην καρδιά μας. Βλέπουμε, ταυτόχρονα, κάτι: Θέλει η καρδιά μας να πλησιάσει το Θεό, αλλά δεν μπορεί. Μας ξεπερνάει ο Θεός. Θέλει η καρδιά μας, αλλά είναι «κλειστή». Λέμε: «Πού να έρθει ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας;». Η Εκκλησία, όμως, μας δίνει θάρρος και κουράγιο. Ακούμε να μας λέει: «Εμείς οι εξαφανισμένοι και οι ασήμαντοι παίρνουμε θάρρος, γιατί μέσα στη σπηλιά και στην αφάνεια γεννήθηκε ο Χριστός».
Σταδιακά διαπιστώνουμε και βλέπουμε πως ο Θεός είναι μια ολοκληρωτική συγκατάβαση. Όσο παύουμε να πιστεύουμε στον εαυτό μας, αλλά εξακολουθούμε, παρά τα δεδομένα του κόσμου, να ελπίζουμε στο Θεό, τόσο αποκαλύπτεται ο Θεός στην καρδιά μας ως «συγκατάβαση», «γλυκασμός» και «ανάπαυση». Αυτό φέρνει και σε μας ένα μήνυμα, αλλά και μια πρόσκληση. Σκεφτόμαστε και λέμε: «Συγκατάβαση έκανε ο Θεός σε μας, στην πτώση μας, στην αμαρτία μας και στον σκοτασμό μας. Ήρθε και μας ανέστησε για να μας πει: "Είδατε ποιος είναι ο Θεός; Ποιο είναι το ήθος του Θεού; Είδατε τι κάνει ο Θεός; Κάντε το και εσείς σε όλους τους άλλους"». Δηλαδή, μας καλεί και εμάς να κάνουμε συγκατάβαση και να επιδείξουμε επιείκεια, αποδοχή και συγχώρεση στον αδελφό μας.
Όλα αυτά ακούγονται όμορφα και ευχάριστα. Όμως, δεν είναι μόνο λόγια. Είναι πρωτίστως πράξη. «Συγκατάβαση» σημαίνει με απλά λόγια: Όπως ποθώ το Θεό και ο Θεός είναι ένα «άνοιγμα» για μένα, έτσι και εγώ ποθώ τον κάθε άνθρωπο και γίνομαι θυσία για τον καθένα. Ξεχνάω κάθε κόστος και κάθε κόπο. Το πιο σπουδαίο, με λίγα λόγια, είναι να μένουμε «ανοιχτοί» και να βλέπουμε πέρα απ’ τη δική μας ανάγκη. Την ανάγκη του άλλου πριν το πει. Να τον αναπαύουμε και να ξοδεύουμε κόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει άλλοθι στο να διακονήσουμε τον άλλον άνθρωπο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως για ένα λόγο αξίζει να ζούμε: Για να διακονούμε τον άλλον άνθρωπο. Για ποιο λόγο; Διότι πρώτος μας διακόνησε ο Θεός.
Μόνο ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε τη διακονία και τη συγκατάβαση του Θεού, μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αν δεν το κάνει, δεν σημαίνει πως είναι «κακός», απλά δεν «γεύτηκε» τη συγκατάβαση του Θεού. Αν, όμως, «γεύτηκε» το Θεό και παραμένει«κλειστός», τότε, αυτός ο άνθρωπος είναι ήδη «νεκρός». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «αναπηρία» απ’ το να δίνει ο Θεός και να παραμένουμε «κλεισμένοι» στον εαυτό μας.
Μήπως και εμείς, τελικά, στην Εκκλησία έτσι είμαστε; Μήπως συμμετέχουμε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, μάθαμε για την εξομολόγηση, για τη Θεία Κοινωνία, βρήκαμε έναν ιερέα που μας βολεύει, μια ενορία που μας αρέσει και περνάμε καλά; Έξω τι κάνουμε; Θυσιαζόμαστε για τους άλλους ή είμαστε αδιάφοροι; Ήρθε η ώρα να «ενεργοποιήσουμε» τη φράση που λέει: «Λειτουργία μετά τη λειτουργία». Δηλαδή: Ήρθες στην Εκκλησία και κοινώνησες; Μετά έχει κι άλλη «λειτουργία». Ποια; Λέει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Τη λειτουργία του αδερφού σου». Πού είναι η αγάπη μετά; Πού είναι η αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως δεν σωθήκαμε επειδή κοινωνήσαμε απλώς. Η Θεία Κοινωνία σώζει όταν γίνει πραγματική κοινωνία. Όταν δύο πόθους έχουμε στη ζωή μας: Πώς να βρω το Θεό και πώς ν’ αναπαύσω τον αδελφό μου. Την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα τα βρούμε, όταν μπορέσουμε ν’ ακούσουμε την καρδιά μας. Να θυμόμαστε το εξής: Πως απ’ την στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει, πλέον, ο ουρανός ως τόπος συνάντησης με το Θεό, αλλά μονάχα η ανθρώπινη καρδιά.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: Ο σεβασμός της καρδιάς μας

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιγ΄ 10-17) ο Χριστός θεραπεύει τη συγκύπτουσα γυναίκα στη συναγωγή, ημέρα Σάββατο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, σκανδαλίσθηκαν οι θρησκευτικοί άνθρωποι και αγανάκτησαν, λέγοντας: «Πώς είναι δυνατόν να παραβαίνεις την εντολή του Σαββάτου και να θεραπεύεις τη συγκύπτουσα;». Μπορούμε να πούμε πως ο Χριστός επίτηδες έκανε αυτή την πράξη ημέρα Σάββατο, ώστε να βγάλει στην επιφάνεια το πρόβλημα των ανθρώπων.
Ποιο ήταν το πρόβλημα; Η υποκρισία. Οι θρησκευτικοί άνθρωποι οχυρώνονταν στο νόμο μ’ έναν υποκριτικό τρόπο και αρνούνταν το ανθρώπινο πρόσωπο και την αγάπη. Ο Κύριος τους επισημαίνει: «Όταν έχετε να κάνετε μια δουλειά, όπως το να φροντίσετε τα ζώα σας, δεν παραβαίνετε το Σάββατο; Τώρα που θεραπεύτηκε η ασθενής, αντιδράτε;». Αξίζει να δει κανείς λίγο τη δυσκολία αυτών των ανθρώπων που αγανάκτησαν.
Ο Χριστός θεραπεύει ημέρα Σάββατο και παραβαίνει το νόμο. Τίθεται ένα ερώτημα: «Ο νόμος ή ο άνθρωπος; Ο νόμος ή η αγάπη;». Εμείς εύκολα απαντούμε: «Ασφαλώς ο άνθρωπος και η αγάπη». Όμως, χρειάζεται να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Όταν ο Κύριος βγάζει όλα αυτά στην επιφάνεια, καλεί τον θρησκευτικό άνθρωπο της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής, να κάνει εσωτερικές ανατροπές και να βγει απ’ τις οχυρώσεις του. Εμείς έχουμε φτιάξει έναν τύπο «χριστιανού», βολευτήκαμε, αλλά δεν θέσαμε ερωτήματα στον εαυτό μας: «Είμαστε όντως έτσι όπως θέλει ο Θεός; Είναι ο Θεός η χαρά μας ή είναι ένας εξωτερικός τύπος;». Ο Χριστός, λοιπόν, κάνει αυτή την ανατροπή: Μας τοποθετεί υπεύθυνα ενώπιον του εαυτού μας και της καρδιάς μας.
Ποια είναι η θεραπεία; Εμείς αφελώς σκεφτόμαστε και λέμε: «Έχει δίκιο ο Χριστός. Ο άνθρωπος και όχι ο νόμος». Όταν, όμως, ο Κύριος θέτει αυτό, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο που δεν το υποψιαζόμαστε. Όταν λέει «όχι ο νόμος», εννοεί: «Άσε τους κανόνες και τους νόμους, δες τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά σου και αναζήτησε το φως και τη ζωή». Εμείς σήμερα προκρίνουμε το νόμο, διότι φοβόμαστε να σχετιστούμε με κάποιον άνθρωπο.
Στην πνευματική ζωή δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει ένα βαθύτερο γεγονός: Ο σεβασμός της καρδιάς μας. Μ’ αυτό μας βάζει «αντιμέτωπους» ο Κύριος στο ευαγγέλιο της Κυριακής. Το «-αντί» του νόμου είναι ο «σταυρός» και η «αναζήτηση του Θεού». Σίγουρα είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις ένα νόμο, να τον τηρείς μηχανικά και να νιώθεις «ασφαλής» εκεί, αλλά είναι πιο δύσκολο να «ζωντανέψεις» την καρδιά σου και να βρεις τον τρόπο ν’ αποκαλυφθεί ο Θεός στη ζωή σου. Είναι πιο δύσκολο να μπεις σ’ αυτή την πορεία αναζήτησης του Θεού. Ο λόγος; Διότι είναι μια «έμπονος» αναζήτηση. Ο Θεός είναι κάτι «άπιαστο» και «αόρατο».
Το ερώτημα, παρ’ όλα αυτά, «περιμένει» μια απάντηση: «Πώς θα μπορέσω Αυτόν το Θεό να Τον κάνω ζωή μου και ν’ αρνηθώ τα πάντα για χάρη Του;». Τι λέμε εμείς; «Δύσκολα αυτά τα πράγματα για μένα. Καλύτερα να δούμε τι λέει η Εκκλησία, να τηρήσουμε πέντε νόμους που είναι πιο εύκολο και βολικό». Ή κάνουμε και κάτι άλλο: Φτιάχνουμε ένα ιδεολόγημα, όπου λέμε: «Όλα επιτρέπονται. Ο Χριστός αγαπάει». Δεν κατανοούμε πως το ζητούμενο είναι κάτι άλλο: Να «ζωντανέψει» η καρδιά μας και να Τον αναζητήσουμε.
Είπαμε στην αρχή πως σίγουρα όλοι μας θα επιλέγαμε τον άνθρωπο και όχι το νόμο. Όμως, προκύπτει ένας προβληματισμός: «Μπορείς ν’ αγαπήσεις τον άλλον, αν δεν ξέρεις, πρώτα απ’ όλα, ποιος είσαι εσύ ο ίδιος; Αν δεν σέβεσαι την καρδιά σου;». Δηλαδή, είμαστε έτοιμοι να «θεραπεύσουμε» τον εαυτό μας και τους άλλους; Η θεραπεία δεν γίνεται με τα λόγια, αλλά μ’ αυτό που «ακτινοβολεί» η ύπαρξή μας. Αν η ύπαρξή μας εμπνέει και φέρει την εμπειρία της χάριτος του Θεού. Εμείς μπερδευόμαστε γιατί προσπαθούμε και αγωνιούμε όλα να τα καταλάβουμε και να τα ερμηνεύσουμε.
Δεν αφηνόμαστε στην έκπληξη. Δεν αφηνόμαστε στο «χάδι» του Θεού. Ο Θεός έρχεται σαν μια λεπτή «αύρα» και χρειάζεται ησυχία και σιωπή για να Τον ακούσεις. Εμείς σήμερα κάνουμε φασαρία με πολλούς τρόπους. Μας τρομάζει η ησυχία και η σιωπή. Έτσι, δυσκολευόμαστε να μπούμε στην «περιπέτεια του αγνώστου», ώστε ο Θεός να γίνει «Θεός μου». Ο Θεός, που είναι στα «ράφια του βιβλίου», να μπει μέσα στην καρδιά μου και να γίνει βίωμα. Αυτό σημαίνει «αγαπώ τον εαυτό μου»: Σεβάστηκα το λόγο που υπάρχω.
Αν μπούμε σ’ αυτή την διαδικασία, επομένως, καταλαβαίνουμε πως είναι «αστείο» να μιλάμε για νόμους. Ο προορισμός μας είναι κάτι άλλο: Η αίσθηση της αγάπης του Θεού. Έτσι μπορούμε και ξεπερνούμε τα σχήματα και ελευθερωνόμαστε. Ο Χριστός ήρθε για ν’ ανατρέψει όλα αυτά τα σχήματα. Μάλιστα, αυτή η ελευθερία δεν κερδίζεται, αλλά δωρίζεται. Πότε; Όταν «γευτούμε» την αγάπη του Θεού. Πότε την «γευόμαστε»; Όταν τη ζητούμε. Πότε τη ζητούμε; Όταν ξεπεράσουμε τις θρησκευτικές οχυρώσεις μας και σεβαστούμε την καρδιά μας. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο εκτιμούμε κάθε άνθρωπο, εχθρό και φίλο. Δεν πιέζω τον εαυτό μου ν’ αγαπήσει, αλλά είναι μια αυτόματη κίνηση της ύπαρξής μου.
Μην πέσουμε στην «παγίδα» και θεωρήσουμε πως ο Χριστός ήρθε να καταλύσει το νόμο για να μας δώσει μια προοπτική «αφασίας», αλλά ο Χριστός μάς καλεί πρώτα να σεβαστούμε την καρδιά μας. Αυτό είναι το γεγονός που εκπορεύεται μέσα απ’ το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο. Ο Χριστός κάνει μια ανατροπή, μας φωτίζει και μας δίνει την αγάπη Του. Εμείς θα είμαστε ικανοί να γίνουμε δεκτικοί αυτών των δωρεών, όταν κοιτάξουμε μέσα μας και σεβαστούμε τα βάθη της καρδιάς μας.
Αυτό σημαίνει να ζητήσουμε την προσωπική μας συνάντηση με τον Χριστό. Τότε, όταν επιτρέψει ο Θεός, ελευθερώνεται ο άνθρωπος και ζει με μια άνεση, έξω απ’ τα «δεσμά» του κόσμου και του νόμου. Θέλει το καλό όλων των ανθρώπων και δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς». Υπάρχει μια άλλη προοπτική: Ο ελεύθερος άνθρωπος φέρει τη δυνατότητα θεραπείας του άλλου ανθρώπου, μιας και εκπέμπει παρηγοριά και ελπίδα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Η επιθυμία για φως

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιη΄ 35-43) ο Χριστός στον δρόμο προς την Ιεριχώ συνάντησε κάποιον τυφλό, ο οποίος καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη. Ξαφνικά, ο τυφλός άκουσε πολλή φασαρία και ρώτησε: «Τι συμβαίνει;». Το πλήθος του απάντησε πως περνάει ο Χριστός. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αναπτερώνονται οι ελπίδες του και με όλη του τη δύναμη φωνάζει: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Όμως, ο όχλος τον επιτιμά και του λέει να σωπάσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος πιο πολύ ζητούσε τον Χριστό. Τελικά, ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς;». Ο τυφλός απάντησε: «Το φως». Τότε, εξαιτίας της πίστης του, ο Κύριος θαυματούργησε και τον θεράπευσε.
Αρχικά, αξίζει να τονιστεί πως ο τυφλός δεν ζητούσε απλώς το φως των οφθαλμών του, αλλά ζητούσε το φως το αληθινό, το φως του Χριστού. Έτσι, τι έκανε; Ζήτησε. Δεν έμεινε «κλεισμένος» στον εαυτό του. Ζητούσε την ικανοποίηση του πόθου του. Μάλιστα, συμβαίνει κάτι που μας εντυπωσιάζει. Αν και ήταν τυφλός, είχε εξασκήσει μια άλλη αίσθηση που διατηρούσε: Την ακοή. Η ακοή τον έσωσε, αφού του επέτρεπε ν’ ακούει την καρδιά του και τον βαθύτερο πόθο του. Άκουγε ότι είχε ανάγκη το φως. Όμως, άκουγε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό: Την ελπίδα που αναδυόταν μέσα απ’ τον όχλο. Την παρουσία του Χριστού.
Ο τυφλός μάς αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος που ζητάει το φως και την αλήθεια, σέβεται την καρδιά του, την ακούει, αλλά, παράλληλα, είναι «ανοιχτός» και στην ελπίδα. Περιμένει την ευλογημένη στιγμή που θα περάσει ο Χριστός από μπροστά του. Ο Κύριος σίγουρα στον καθένα μας θα δώσει την ευκαιρία να συναντηθούμε μαζί Του. Το πρόβλημα του ανθρώπου, όμως, είναι ότι είναι απολύτως «νεκρές» οι αισθήσεις του. Πότε είναι «νεκρές»; Όταν ο άνθρωπος απελπίζεται.
Ο τυφλός αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Όταν καταλαβαίνει ότι περνά ο Χριστός από κοντά του, αδιαφορεί για τον όχλο και για τη φασαρία των λογισμών του. Οι λογισμοί του τι του λέγανε; «Άσε ρε καημένε τώρα. Σιγά μη γυρίσει ν’ ασχοληθεί μαζί σου ο Χριστός». Αυτός, όμως, επιμένει στον πόθο της καρδιάς του και λέει: «Τώρα είναι η ευκαιρία της ζωής μου. Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτό το περιστατικό μάς δείχνει πως η ζωή μας είναι τόσο σημαντική. Δεν αξίζει να την αφήνουμε να περνάει με μια επιπολαιότητα. Η κάθε στιγμή που αφήνουμε να περάσει μπορεί να είναι η «γόνιμη» στιγμή της συνάντησής μας με τον Χριστό.
Μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που «μετανοεί» και στον άνθρωπο που «δεν μετανοεί». Ο άνθρωπος που «δεν μετανοεί» είναι ο άνθρωπος που ακούει τον όχλο που τον επιτιμά και, μάλιστα, υπακούει σ’ αυτή τη φωνή. Δηλαδή, υπακούει στην απελπισία, υπακούει στο λογισμό του, που είναι μια προβολή του εγωισμού του και του λέει: «Μα είναι δυνατόν να βρω το φως; Αφού είμαι τυφλός. Μα είναι δυνατόν να με συγχωρέσει ο Θεός; Αφού είμαι αμαρτωλός. Είναι δυνατόν να με αγαπήσει ο Θεός; Εγώ είμαι ανάξιος αγάπης». Στην αντίπερα όχθη, ο ταπεινός άνθρωπος τι κάνει; Κατ’ αρχάς, βρίσκεται μέσα στον όχλο. Δεν κρύβεται στο δωμάτιό του για να «ηδονίζεται» στα σκοτάδια του. Βγαίνει σε αναζήτηση του Χριστού μέσα στον όχλο. Γίνεται ρεζίλι. Του διαμαρτύρεται ο όχλος, τού λέει σταμάτα, αλλά αυτός επιμένει, αγνοεί τον όχλο, αγνοεί τους λογισμούς, γιατί έχει καθαρή και άσβεστη μέσα του την επιθυμία για το φως.
Αυτό είναι που μας σώζει. Εμείς λέμε: «Θέλουμε τον Χριστό». Ψέματα είναι. Αν Τον ζητούμε, το δείχνει η στάση ζωής μας και πού είμαστε στραμμένοι. Ο άνθρωπος που αληθινά προσδοκεί τον Χριστό, αναγνωρίζει τα σκοτάδια του, είναι τυφλός, αλλά έχει την ακοή. Ακούει, δηλαδή, τους αναστεναγμούς της καρδιάς του και την ελπίδα που περνά από μπροστά του. Πώς μπορεί και ακούει την καρδιά του; Αγνοεί τις φωνές του όχλου που του λένε: «Σταμάτα. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να έρθει στη ζωή σου. Είναι παραμύθι ο Θεός, δεν σε ακούει ο Θεός, είσαι αμαρτωλός και είναι ανύπαρκτος ο Θεός για σένα».
Αυτός είναι ο άνθρωπος της μετάνοιας και της αρετής. Η αρετή δεν είναι ένα ψυχολογικό γεγονός του τύπου «έγινα καλύτερος άνθρωπος». Αρετή σημαίνει ότι «έχω καρδιά, ακούω τους πόθους της και επιμένω εκεί». Αν δεν περάσουμε απ’ αυτή την εσωτερική κατάσταση, αν δε, ζήσουμε αυτή την εσωτερική «ρωγμή», δεν μπορεί ο άνθρωπος να «γεννηθεί πνευματικά». Θα είναι, ίσως, ένας καλός άνθρωπος, ένα «καλό παιδάκι του κατηχητικού», θα το θαυμάζουν, θα περνάει η ζωή του και μετά το τέλος. Το θέμα είναι να βρούμε το φως του Χριστού. Αυτό και τίποτα άλλο.
Αξίζει, όμως, να σταθούμε και στη συμπεριφορά του Χριστού. Τον βλέπουμε να διδάσκει τον κόσμο που ήταν εκεί. Δεν έκανε βόλτα. Τι κάνει μόλις αντικρίζει τον τυφλό; Αφήνει αυτό που κάνει και ασχολείται με το πρόβλημα του τυφλού. Μας δείχνει, δηλαδή, ο Κύριος πως δεν υπάρχει πνευματική ζωή χωρίς το ενδιαφέρον για την ανάγκη του αδελφού μας. Δεν υπάρχει πνευματικότητα χωρίς τη διακονία του δυσκολεμένου ανθρώπου. Εμείς σήμερα μπορεί να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση όπου λέμε: «Εγώ είμαι πνευματικός άνθρωπος και δεν ασχολούμαι με τις ανάγκες των ανθρώπων. Είμαι πνευματικός άνθρωπος και είμαι στο κελάκι μου και προσεύχομαι. Αδιαφορώ, όμως, για τον τυφλό που είναι δίπλα μου και περνάει».
Ο Χριστός, αντιθέτως, αφήνει τη διδασκαλία και ασχολείται με την ανάγκη του ανθρώπου. Λέει σ’ εμάς: «Άσε τις ψεύτικες πνευματικότητές σου. Αν είναι αληθινή η πνευματικότητά σου, τότε, γίνε ελπίδα και φως στον άλλον». Γράφει ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος σ’ ένα βιβλίο του: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων». O Χριστός, επομένως, δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του απ’ τους ανθρώπους που υπέφεραν για να μην Του χαλάσουν την ατομική ηρεμία και τη θετική Του διάθεση.
Αυτός, επομένως, είναι ο σκοπός της ζωής μας. Η πνευματική ζωή είναι το να ακούω την καρδιά μου, τους πόθους της και να ελπίζω στο «ανέλπιστο». Όλη η ύπαρξή μου να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που περνά από μπροστά της και να φωνάζω: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ο πραγματικός πλουτισμός

Του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΥΜΟΥΖΗ – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιστ΄ 19-31) ο Κύριος αναφέρει την ιστορία του «πλούσιου και φτωχού Λαζάρου». Την γνωρίζουμε όλοι. Κάποια στιγμή έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο και οι δύο. Ο πλούσιος, όμως, βασανιζόταν και δεν μπορούσε ν’ απολαύσει τα «δώρα» και τον «πλούτο» της αγάπης του Θεού, ενώ ο φτωχός Λάζαρος απολάμβανε την ειρήνη και το έλεός Του.
Είναι γεγονός πως ο πλούσιος ζητούσε κάποια παρηγοριά, αλλά δεν μπορούσε να βρει αυτή τη δυνατότητα, γιατί υπήρχε μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτού και του φτωχού Λαζάρου. Παρακάλεσε και ζήτησε, τουλάχιστον, να δοθεί η μαρτυρία - ενημέρωση στους οικείους του, οι οποίοι ζούσαν ακόμα, αυτής της καταστάσεως που βίωνε, ώστε ν’ αλλάξουν στάση ζωής. Λέει, όμως, ο Κύριος: «Εάν δεν ακούν τους προφήτες που τους μίλησαν, και το λόγο του Θεού, ούτε και αν αναστηθεί κάποιος και τους περιγράψει την κατάσταση, θα πεισθούν».
Χωρίς αμφιβολία, είναι ένας σκληρός λόγος. Για πολλούς ένας λόγος δυσβάστακτος, περίεργος και μυστικός. Δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε. Αξίζει να σταθούμε σε μερικά σημεία, για ν’ αντιληφθούμε τι θέλει να πει ο Κύριος. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι ο «φτωχός» έχει όνομα. Είναι ο Λάζαρος. Ο «πλούσιος» είναι ανώνυμος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αυτό που ορίζει τ’ όνομά μας, εξαρτάται απ’ το πού είναι στραμμένη η ελευθερία μας, πού είναι ο θησαυρός της καρδιάς μας και πού είναι στραμμένη η αγάπη μας.
Ο πλούσιος ήταν στραμμένος στα πράγματα. Δηλαδή, στην ικανοποίηση του εαυτού του. Ζούσε με μια ιδιοτέλεια και ήταν ανίκανος να οικοδομήσει σχέσεις. Γι’ αυτό, δεν είχε όνομα. Ο φτωχός Λάζαρος είχε όνομα, μιας και αναζητούσε βαθύτερα πράγματα. Μέσα απ’ την πτωχεία του ανέπτυσσε σχέσεις και με το Θεό και με τους ανθρώπους. Ουσιαστικά, όταν ο άνθρωπος είναι «κλεισμένος» στην ιδιοτέλειά του και στις επιθυμίες του, δεν «οικοδομεί» σχέσεις. «Σχέση» σημαίνει διάθεση να σηκώσω τον σταυρό μου. Σημαίνει δόσιμο. Δόσιμο όχι αυτού που μπορώ, αλλά αυτού που δεν μπορώ και με ξεπερνάει. Αυτού που έχει προσωπικό κόστος.
Εμείς οι χριστιανοί σήμερα ζούμε σε μια μακαριότητα της «αδράνειας» και της «αφασίας». Είμαστε τόσο μακάριοι όσο τα φυτά και είμαστε βολεμένοι σ’ αυτό. Δεν θέλουμε να εξελιχθούμε, δεν πιστεύουμε πως αυτό που αναφέρει η ιστορία έχει βαθύτερο νόημα. Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, διότι αδυνατεί να «γεννήσει» νέα ερωτήματα. Ένα ερώτημα όταν εκφράζεται αποκαλύπτει πόθο για νόημα και «δίψα» για ένα λόγο ύπαρξης.
Ταυτόχρονα, ο φτωχός Λάζαρος είχε πληγές. Ποιες ήταν οι πληγές; Οι οδύνες του ανθρώπου που αναζητεί το Θεό και που επιζητά τη φανέρωση της Βασιλείας των Ουρανών. Ο πλούσιος δεν ήταν αυτός που είχε χρήματα και ήταν βολεμένος, αλλά ήταν αυτός που δεν αναζητούσε το Θεό και έψαχνε κάπου να «κοιμίσει - νεκρώσει» αυτή την αναζήτηση. Έτσι, ήταν βολεμένος στα πράγματα. Είναι σαν αυτούς τους ανθρώπους της Εκκλησίας που λένε: «Όλα μια χαρά είναι». Δεν είναι, όμως, όλα μια χαρά, διότι δεν έχουμε το Θεό ακόμα, δεν μας αποκαλύφθηκε ο Θεός. Απλώς παίρνουμε τα «ναρκωτικά» μας ο καθένας, για να κοιμηθούμε και να ζήσουμε αυτή τη ψεύτικη μακαριότητα.
Οι άνθρωποι του Θεού είναι αυτοί που πέφτουν και σηκώνονται. Δεν μένουν στην πτώση, αλλά εξελίσσονται ακόμα και εκεί.Το τρομερό που δείχνει την πτωχεία μας και τον ψεύτικο «πλούτο» μας, είναι ότι δεν εξελισσόμαστε. Ο άνθρωπος που αναζητεί ζωντανή και αληθινή σχέση με το Θεό, συνεχώς εξελίσσεται. Δεν καθηλώνεται πνευματικά. Έχει διαρκείς «πνευματικές γεννήσεις» μέσα του. Περνάει απ’ τον πόνο, ζητώντας να γίνει ορατός ο Θεός στη ζωή του. Φεύγει ο Θεός και έρχεται. Αυτό μας «ενεργοποιεί». Ο πλούσιος της παραβολής δεν ψάχνει σχέση, αλλά ψάχνει την ικανοποίησή του και είναι ένας «νεκρός» άνθρωπος.
Αντιθέτως, ποιος είναι ο γεμάτος «πληγές» άνθρωπος; Είναι ο ανήσυχος άνθρωπος, που αναγνωρίζει την πτωχεία της απουσίας του Θεού και ζητεί το Θεό στη ζωή του. Ο Θεός δίνει και επιτρέπει πράγματα. Μια ζωντανή σχέση έχει τα σκότη της, αλλά έχει και το φως. Αυτή η διαδικασία είναι που μας αναπτύσσει, γιατί ζητούμε το φως διαρκώς. Η πνευματική ζωή είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Υπάρχει ένα φοβερό περιστατικό στο βίο του Αγίου Σιλουανού: «Παρακαλούσε τον Χριστό να του φανερωθεί. Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος (δεν έχεις έλεος)».
Σήμερα οι χριστιανοί, κατά κύριο λόγο, «πλουτίζουμε» απ’ τις φαντασιώσεις μας, απ’ τις προσδοκίες να περάσουμε μια ευχάριστη και ήσυχη ζωή και να είμαστε μια χαρά. Αυτό που λέει ο Κύριος είναι κάτι άλλο. Βλέπουμε τον πλούσιο. Ζούσε σ’ αυτή την κατάσταση και δεν μπορούσε να αναπτύξει σχέσεις με κανέναν. Γιατί; Διότι μόνο ο πονεμένος άνθρωπος μπορεί να κάνει σχέσεις. Αυτός, δηλαδή, που δεν ησυχάζει αν δεν βρει το Θεό. Αυτός που συνεχώς χάνει το Θεό και αναζητεί το Θεό. Αυτή η εμπειρία του Θεού τον καθιστά πρόσωπο και μπορεί να σχετίζεται με κάθε άνθρωπο.
Αυτός, επομένως, είναι ο πραγματικός πλουτισμός και η πραγματική πτωχεία. Όταν είσαι τέτοιος άνθρωπος, που παλεύεις με τον εαυτό σου και με το Θεό, γίνεσαι μια λεπτή και ευαίσθητη ύπαρξη. Μπορείς και αντιλαμβάνεσαι βαθιά πράγματα και συμπονάς κάθε άνθρωπο. Γίνεσαι ένας άνθρωπος «δοσίματος». Όταν είσαι άνθρωπος πραγματικά του Θεού, είναι αδύνατον να κρατήσεις πράγματα για σένα. Θέλεις μόνο να δίνεις. Ό,τι έχουμε είναι της χάριτος του Θεού.
Όμως, ας προσέξουμε το εξής: Η χάρις του Θεού δίδεται σ’ αυτούς που είναι «ανοικτοί» στη χάρη, που την ποθούν και την αναζητούν. Ποιος την αναζητεί; Ο πονεμένος άνθρωπος. Επαναλαμβάνουμε: Άλλος ο πόνος του εγωισμού, που δεν έγινε αυτό που ήθελα και πληγώνομαι, και άλλος ο πόνος της καθημερινής άσκησης να «μαλακώσει» ο εγωισμός μέσα μου.Το όλο ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αποβάλουμε αυτόν τον εγωισμό και ν’ αφεθούμε σαν «μικρά παιδιά» στα χέρια του Θεού να μας πλάσει Αυτός όπως θέλει.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Η ευεργεσία του Χριστού

Tου Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Μελετώντας κανείς το Eυαγγέλιο, γρήγορα καταλαβαίνει πως ο Χριστός είναι μια «ευεργεσία» και ένα «θαύμα». Όλη η ζωή Του ήταν μια προσφορά προς τον άνθρωπο. Έδινε τη δυνατότητα σ’ όλους και σ’ όλες να βρουν τη ζωή. Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. η΄ 41-56) διαβάζουμε δύο θαύματα που κάνει ο Κύριος: Την ανάσταση της κόρης του άρχοντα της συναγωγής, Ιάειρου, και τη θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας.
Αρχικά, βλέπουμε τον «άρχοντα της συναγωγής» να πηγαίνει στον «Άρχοντα της Ζωής». Τι έκανε τον Ιάειρο να ψάξει και ν’ αναζητήσει τον Κύριο; Ο πόνος και η αγάπη για την κόρη του. Αυτό το ζεύγος «αγάπη-πόνος» είναι που μας οδηγεί στη ζωή. Χωρίς πόνο και αγάπη δεν μπορούμε να «γευτούμε» την πραγματική ζωή. Είναι αναγκαίο αυτά τα δύο να πηγαίνουν μαζί. Δεν φτάνει μόνο ο πόνος. Ο πόνος από μόνος του μας «κλείνει» στον εαυτό μας. Ο πόνος από μόνος του είναι μια εγωιστική διαδικασία που μας οδηγεί στην απελπισία. Αν εμπλουτίσουμε, όμως, τον πόνο με την αγάπη, τότε, θα μας οδηγήσει στην αναζήτηση της ζωής, στην ελπίδα για τη ζωή, που είναι ο Χριστός.
Στη συνέχεια, μας λέει το Eυαγγέλιο πως στον δρόμο ακούμπησε μια γυναίκα τα ιμάτια του Κυρίου και θεραπεύτηκε από την πληγή του σώματος που είχε. Μέσα στο συνωστισμό του πλήθους ένιωσε ο Χριστός μια δύναμη να εξέρχεται απ’ Αυτόν. Ως Θεάνθρωπος καταλάβαινε τι γίνεται. Ο Πέτρος, όμως, νευρίασε και Του λέει: «Τι μας λες τώρα; Τόσος κόσμος είναι εδώ και ρωτάς ποιος σε ακούμπησε;». «Όχι», λέει ο Κύριος, «κάποια δύναμη εξήλθε από μέσα μου».
Μετά απ’ αυτό, λέει στη θεραπευμένη: «Η πίστη σου σε έσωσε. Πορεύσου με ειρήνη». Η θεραπεία είναι χάρις απ’ το Θεό και μπορούμε να μετέχουμε όλοι όσοι με πίστη επενδύουμε τη ζωή μας σ’ Εκείνον. Όλα τα μυστήρια αυτό είναι: «Ενέργειες» της αγάπης του Θεού. Η σχέση μας με το Θεό δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι προσωπική σχέση μαζί του. Σ’ αυτήν την σχέση είναι προσκεκλημένοι όλοι. Πώς γινόμαστε δεκτικοί αυτής της σχέσης; Με την πίστη. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει «η πίστη σου σε έσωσε». Ο Χριστός δίνει την αγάπη του σε όλους, αλλά χρειάζεται και η κατάθεση της δικής μας ελευθερίας. Όλη μας η ύπαρξη ν’ αποφασίσει να στραφεί στον Κύριο.
Πιθανότατα δημιουργείται σε πολλούς το ερώτημα: «Ποιος μπορεί να έχει τέτοια πίστη;». Κατ’ αρχάς, η πίστη είναι «δώρο» του Θεού. Εφόσον είναι «δώρο» του Θεού, εμείς τι ευθύνη φέρουμε; Από εμάς απαιτείται η διάθεση να πιστέψουμε, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και να παραδεχτούμε ότι δεν είναι γεμάτη η ζωή μας χωρίς τον Χριστό. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να δεχτούμε το «δώρο» της πίστης. Αυτό το «δώρο» οδηγεί στη θεραπεία. Μετά απ’ αυτό, λέει το ευαγγέλιο: «Πορεύσου με ειρήνη». Δηλαδή, ο άνθρωπος οδηγείται στην «ειρήνη του Θεού». Ο σκοπός δεν είναι μόνο η θεραπεία, αλλά, κυρίως, η ειρήνη. Όχι η ψυχική ειρήνη και η αίσθηση πως νιώθω καλά, αλλά η υπαρξιακή ειρήνη, που σημαίνει ότι ο Θεός είναι παρών στη ζωή μου.
Τα «δώρα»της πίστης και της ειρήνης, επομένως,τα χαρίζει ο Χριστός στον άνθρωπο που είναι «χρεωκοπημένος» και «ασθενής». Προσοχή: Όχι στον άνθρωπο τον πονεμένο που τα βάζει κάτω και τα παρατάει, αλλά σ’ εκείνον που μέσα απ’ τον πόνο επιμένει να ψάχνει το Θεό. Αυτόν που ψάχνει τρόπο «ν’ αγγίξει» το Θεό και να δεχθεί τη χάρη Του.
Μέσα απ’ αυτό το περιστατικό «γεννάται» ένας προβληματισμός: Αν αυτή η γυναίκα «άγγιξε» απλώς τα ιμάτια του Κυρίου, εμείς τι βιώνουμε, άραγε, όταν ολόκληρο τον Χριστό κοινωνούμε; Αν η γυναίκα θεραπεύτηκε μ’ αυτή την απλή κίνηση, γιατί σ’ εμάς δεν αλλάζει η ζωή μας όταν κοινωνούμε τον Χριστό; Ο λόγος; Διότι το θαύμα δεν λειτουργεί «μαγικά». Χρειάζεται τη δική μας συγκατάθεση. Τη δική μας πίστη και εμπιστοσύνη ότι Αυτός είναι η ζωή και τίποτα άλλο.
Υπάρχει και κάτι άλλο: Διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο: «Δύναμη εξήλθε απ’ τον Κύριο και θεραπεύτηκε». Η προσευχή μας είναι «γέμισμα» απ’ τη δύναμη του Θεού και ένωση μαζί Του. Ο αληθινά πιστός φαίνεται απ’ το αν είναι γεμάτος από ζωή, χαρά και ειρήνη. Αν δεν έχουμε αυτά, κάτι πάει στραβά. Κάποιος θα πει: «Μπορεί η χάρις του Θεού να έχει φύγει απ’ τη ζωή μας». Η αλήθεια είναι πως, ακόμη και αν μας έχει εγκαταλείψει η χάρις, όταν εμείς την ποθούμε είναι σαν να την έχουμε μ’ άλλο τρόπο. Οι άγιοί μας που τα έζησαν όλα αυτά, κατάλαβαν πως οι πιο σημαντικές στιγμές ήταν όταν ο Θεός τους είχε εγκαταλείψει και Τον αναζητούσαν. Αυτός ο πόνος της απουσίας του Θεού είναι που αναπτύσσει τον άνθρωπο.
Το πρόβλημα είναι πως, όταν έχουμε εμείς αυτό το κενό, στρεφόμαστε εγωιστικά στον εαυτό μας και «τρωγόμαστε». Ξεχνάμε πως αυτές οι στιγμές της απουσίας του Θεού είναι οι πιο ευλογημένες, γιατί ταπεινωνόμαστε και ποθούμε το Θεό. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Υπάρχουν άνθρωποι που διδάσκουν με τις αρετές τους. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που διδάσκουν με τις πτώσεις τους και πώς τις διαχειριστήκανε». Έτσι, ξεκινάει η «πνευματική μας γέννα». Όταν αρχίσει αυτή η διαδικασία, μπορούμε και αναπαύουμε τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας. Όπως ο Κύριος με τη δύναμη που εξέπεμπε, θεράπευε τους ανθρώπους, έτσι και εμείς, εάν έχουμε τον Χριστό, μπορούμε ν’ αναπαύουμε τους ανθρώπους. Άρα, έχουμε ευθύνη για το αν οι άνθρωποι γύρω μας έχουν χαρά.
Ποιος μεταδίδει χαρά; Αυτός που είναι «ανοιχτός» στην αναζήτηση του Θεού. Αυτός που «βγαίνει απ’ τον εαυτό του» και δεν κατακρίνει τους άλλους. Ο Θεός και η Εκκλησία μάς δίνουν τα εφόδια, αλλά είναι προσωπική ευθύνη το αν θα μπορέσουμε να «γευτούμε» το Θεό. Όταν είναι γεμάτος ο άνθρωπος απ’ τη χαρά, μπορεί και τη μεταδίδει και θεραπεύει τους ανθρώπους. Τι σημαίνει «θεραπεία»; Να τους αναπαύει. Αν αναπαύονται οι άνθρωποι γύρω μας, είμαστε καλά πνευματικά. Αν όχι, κάποιο πρόβλημα έχουμε.
Τα πράγματα, επομένως, είναι πολύ απλά. Εμείς τα κάνουμε σύνθετα. Αν έχουμε ένα λόγο ζωής και υπάρξεως, όλα φωτίζονται και απλοποιούνται. Δεν κατηγορούμε κανέναν, απολαμβάνουμε τη ζωή και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να είμαστε γεμάτοι, ώστε ν’ αναπαύουμε τους ανθρώπους γύρω μας.