Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Ανασκοπώντας τη μνημοσύνη (μνήμη) για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

2021, το πατήσαμε όπως έλεγε η μακαρίτισσα γιαγιά μου. Αφιερώμενο στη μνήμη κι όχι στη γιορτή όπως λαθεμένα μάς επέβαλαν όσοι ελέγχουν τον πνευματικό μας βίο, έφτασε στο τέλος του. Πολλά σπείραμε σε αυτήν την μνήμη: συνέδρια, ημερίδες, μουσικές εκδηλώσεις, εκθέσεις, εκδόσεις βιβλίων και λευκωμάτων, εκπομπές στην κρατική και ιδιωτική τηλεόραση, διαγωνισμούς στα σχολειά και τα πανεπιστήμιά μας, κι άλλα πολλά. Το καίριο, όμως, ερώτημα είναι τι τελικά θερίζουμε; Έχω τη γνώμη πως θερίζουμε ολίγα, ελάχιστα. Η Επανάσταση του 1821, δυστυχώς δεν συγκινεί το λαό μας. Συγκινεί μόνο λίγους, όσους καταγίνονται με την ιστορική επιστήμη, τους ειδικούς όπως συνηθίζουμε να λέμε αλλά και τους φιλίστωρες, ελάχιστοι καθώς είναι.
Από τη μνημοσύνη των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, από το 2021 προς το 2022, ο χρόνος έρχεται να μας θυμίσει άκομη ένα συνταρακτικό ιστορικό γεγονός, ιδιαίτερα τραυματικό κι αυτό, τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 2022, λοιπόν, θα είναι αφιερωμένο στο τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η οποία θάφτηκε μέσα σε φωτιά και αίμα με τη Μικρασιατική Καταστροφή του ‘22. Και το 2022 θα γίνουν πάρα πολλά. Έχουν σχεδιαστεί κι ετοιμάζονται. Του χρόνου, τέτοια ημερομηνία 31η Δεκεμβρίου 2022, «να μας έχει ο Θεός γερούς / πάντα ν’ ανταμώνουμε / και να ξεφαντώνουμε βρε / με χορούς κυκλωτικούς / κι άλλο τόσο ελύθερους σαν ποταμούς», όπως τραγουδά ο Νιόνιος, θα είμαστε ξανά εδώ για να κάνουμε τον απολογισμό μας. Ελπίζω να μην είναι ένας απολογισμός που θα αφορά μόνο τους ειδικούς, τους ιστορικούς. Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι πιο κοντά μας. Είναι οι γονείς και οι παππούδες μας. Αναπνεύουμε και ζούμε με τον τρόπο που έζησαν στις πατρογονικές τους Μικρασιατικές εστίες, τις αλησμόνητες και γιατί όχι αλύτρωτες πατρίδες, πριν την Καταστροφή, πριν τη φυγή και την προσφυγιά τους σε τόπους αφιλόξενους, όπως λέει η ιστορική έρευνα, της μητροπολιτικής Ελλάδας, τόπους που, όμως, ρίζωσαν και μεγαλούργησαν. Θυμάμαι τον παππού μου, αν και Στερεολλαδίτης, γεννημένος στα 1895, να μου διηγείται ιστορίες, σαν παραμύθι, από τη συμμετοχή του στον Ελληνοτουρκικό Πολέμο του 1919-1922.
Κλείνοντας τις παραπάνω σύντομες σκέψεις μου, στον απλό φιλίστωρα θα συνιστούσα, έστω και τώρα, στη μετάβαση από τη μνημοσύνη του 1821 προς τη μνημοσύνη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, το διάβασμα τεσσάρων από τους πιό σημαντικούς κατ’ εμέ τόμους που αφορούν στην Εθνική μας Παλιγγενεσία. Ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κάποιος πως προέκυψε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Νεοελληνικό Κράτος, στο οποίο πλουσιοπάροχα απολαμβάνουμε την ελευθερία μας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, αυτό που λέει ο Σωκράτης στον Φαίδρο: η μάθηση είναι ανάμνηση, ότι είναι «αναγκαίο να έχουμε μάθει σε κάποιο προηγούμενο χρόνο αυτά που τώρα ανακαλούμε στη μνήμη μας».


Ας μου επιτραπεί εδώ η εξομολόγηση: από την 1η Ιανουρίου του 2021 μέχρι και σήμερα 31η Δεκεμβρίου 2021, αφιέρωσα αρκετό χρόνο και διάβασα σελίδα - σελίδα και τους τέσσερεις τόμους της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, που έχει γράψει ο αξέχαστος Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στον ιστορικό τομέα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ. Για το ποιος ήταν ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, παραπέμπω τον αναγνώστη εδώ: 25η Μαρτίου 1821. Ημέρα μνήμης και λήθης Οι τέσσερεις τελευταίοι τόμοι της οκτάτομης Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού είναι αφιερωμένοι στη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821, μέχρι και τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στα 1831. Εφέτος, λοιπόν, μέρα με τη μέρα, όταν έβρισκα το χρόνο, ερχόμουν αντιμέτωπος με τη γλαφυρότατη γραφή του «παππού», όπως συνηθίσω να τον χαρακτηρίζω, της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Από τα μάτια και την ψυχή μου πέρασαν 3.654 σελίδες. Αν και παλαιότερα, για τις ανάγκες κάποιων ερευνών μου, ανέντρεχα στα γραπτά του «παππού» Βακαλόπουλου, ομολογώ ότι η εφετινή τριβή μου, το εφετινό διάβασμα, μακρόσυρτο στη διάρκεια ενός χρόνου μνημοσύνης για το 1821, επίπονο μιας και είχα να αντιπαλέψω με αμέτρητες βιβλιογραφικές παραπομπές, φωτογραφικό υλικό και χάρτες μαχών, υπήρξε διαφορετικό: νιώθω πως ξανάγινα μαθητής κοντά του. Κι αυτό για τον εξής λόγο, το γράφει πεντακάθαρα ο «παππούς» Βακαλόπουλος στην εισαγωγή του 7ου τόμου της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού: «Στην εξεταζόμενη περίοδο, περισσότερο από κάθε άλλη, απεικονίζονται τα κύρια χαρακτηριστικά ελαττώματα των Ελλήνων, ο εγωισμός, η έπαρση, τα προσωπικά ή ταξικά συμφέροντα, τα πάθη, ιδίως τα πολιτικά ή καλύτερα τα κομματικά, ο αιώνιος ελληνικός φατριασμός, η τάση τους προς τη διαφωνία και προς τις διενέξεις, που οδηγούν στη διχόνοια, ελαττώματα που δυσκολεύεται να τα κατανικήσει και αυτή ακόμα η απειλούμενη καταστροφή του έθνους. Απέφυγα δηλαδή να ωραιοποιήσω και ηρωοποιήσω την Ιστορία μας, παρασιωπόντας τα σκοτεινά της σημεία γιατί η ιστορική επιστήμη διδάσκει όχι μόνο με τα θετικά, αλλά και με τα αρνητικά της στοιχεία. Επιδίωξα, με επίμονη αναζήτηση και έρευνα, τη συγκέντρωση και εκμετάλευση περισσότερων νέων στοιχείων, για να καταλήξω σε ακριβείς, όσο το δυνατόν, πληροφορίες και κρίσεις. Απέφυγα ακόμη τις εύκολες γενικεύσεις που παρουσιάζονται δήθεν ως κοινωνιολογικές θεωρήσεις και οι οποίες έχουν κατακλύσει τελευταία την παιδεία μας. Οι γενικεύσεις αυτές απλουστεύουν συνεχώς και περιορίζουν ως τον έσχατο βαθμό την ιστορική ακρίβεια με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν ή να εκτοπίζουν την απέριττη και σκληρή γλώσσα της Ιστορίας εισάγοντας ένα ασαφή και σκοτεινό βερμπαλισμό». Πόσο σημαντικά όλα αυτά, μάθημα Ιστορίας για τους πολιτικούς μας, τόσο του Ελληνικού Κοινοβουλίου όσο και τους αυτοδοιηκητικούς, τους μετά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Και λέω μετά τον Καποδίστρια, γιατί πιστεύω πως, ειδικά οι τελευταίοι, δεν έχουν διαβάσει έστω κι ένα βιβλίο γι’ αυτόν, ούτε μια επιστολή του.
Ναι, αγαπητοί μου αναγνώστες, ναι, ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, ακόμη και μετά το θάνατό του, 21 χρόνια μετά (πέθανε στις 10 Ιουλίου 2000), συνεχίζει να με διδάσκει, συνεχίζει να μας διδάσκει. Καλή Χρονιά.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΗΘΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. Το παράδειγμα της παρθενίας της Θεοτόκου

Γράφει ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Α. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ

Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο,
όμως εκείνη τη νύχτα βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα,
«τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μου λέει –στην
ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή.
Τάσος Λειβαδίτης, Ευαγγελισμός

Στην εξαιρετική μελέτη του, Orthodoxe Theologie, ο Karl Christian Felmy, αναφερόμενος στο θέμα της περί Θεοτόκου διδασκαλίας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, παρατηρεί, ότι ο Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος, στην τρίτη από τις τρεις χριστολογικές ενότητες της Δογματικής του, εντός των οποίων ασχολείται με το θέμα της Παναγίας, χρησιμοποιεί περισσότερες φορές τον τίτλο «Παρθένος» από τον τίτλο «Θεοτόκος», γεγονός που θεωρεί ασυνήθιστο, καθώς, όπως υποστηρίζει, ο όρος «Θεοτόκος» είναι ο σημαντικότερος «μαριολογικός» τίτλος[1].
Δεν χωρά καμία αμφιβολία, ότι η παρατήρηση του Felmy είναι άκρως ενδιαφέρουσα και απόλυτα σημαντική, καθώς αποκαλύπτει μια ουσιαστική πλευρά της Ορθοδοξίας, που προτιμά σε πολλές περιπτώσεις να κινείται στα όρια ενός πολύμορφου και συνεχώς υποτροπιάζοντος ηθικισμού, στη γη, δηλαδή, μιας καθεστωτικής παθολογίας, αγνοώντας προκλητικά ή στην καλύτερη περίπτωση αποκαλύπτοντας την αδυναμία της να αντλήσει από τον οντολογικό πυρήνα της αποκάλυψης, που τροφοδοτεί την καρδιά της θεολογίας. Και το λέγω τούτο, διότι η περίπτωση του Μακαρίου δεν είναι η πρώτη, μα μήτε και η μοναδική. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε, ότι αποτελεί κλασική έκφραση μιας νοοτροπίας, που δημιούργησε συγκεκριμένο κλίμα εντός της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όπου κυριαρχεί πλέον, σχεδόν ολοκληρωτικά, και ως εκ τούτου καταθλιπτικά, η συνήθεια, προκειμένου να μιλήσει κανείς για τη μητέρα του Θεού, να χρησιμοποιεί τον όρο «Παρθένος». Με τούτο σε καμία περίπτωση δεν θέλω να υποτιμήσω την παρθενία της Θεοτόκου, αλλά πρέπει σήμερα να υπενθυμίσουμε, ότι τον αγώνα ο άγιος Κύριλλος και η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου, απέναντι στον Νεστόριο, δεν τον έδωσε για την παρθενία της Παναγίας, αλλά για τη θεομητρότητά της[2]. Και τούτο διότι το όντως μυστήριο, το μέγα μυστήριο δεν είναι η παρθενία, αλλά η θεομητρότητα. Μια πραγματικότητα και μια αλήθεια, που ανθίζει από το γεγονός της υποστατικής ένωσης του κτιστού με το άκτιστο, από την κατ’ αλήθειαν ένωση της θεϊκής φύσης του Λόγου με την ανθρώπινη φύση στο ένα και μόνο πρόσωπο του Χριστού, που δεν είναι άλλο από το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Η παρθενία είναι μια δευτερεύουσα πραγματικότητα, που αληθεύει οντολογικά μόνο όταν δείχνει τη θεομητρότητα και συνεπώς τη θεοπρέπεια της σάρκωσης, από την οποία αποκτά και το οποιοδήποτε νόημά της. Θα τολμούσα, έτσι να πω, ότι η παρθενία είναι ένα εργαλείο, όπως άλλωστε και η θεολογία των ωδίνων της Μαρίας[3], προκειμένου να αποδειχθεί, απέναντι στην κάθε δόκηση που αρνιόνταν τη θεότητα του Ιησού, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι ο Χριστός δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο σαρκωμένος Υιός του Θεού Πατέρα[4]. Εκείνο το πρόσωπο που λογώνει τόσο την παρθενία, όσο και τη θεομητρότητα και αποδεικνύει πως η Μαρία είναι αυτό που είναι, επειδή εκείνος την κάνει να είναι αυτό που είναι. Η δική της συμβολή περιορίζεται στην ελεύθερη κατάφασή της, στην αποδοχή της, δηλαδή, να εκχωρήσει το σύνολο της υπάρξεώς της, προκειμένου να γίνει ο τόπος, η χώρα του αχωρήτου, εξάπαντος όχι ένα απλό κανάλι, όπου θα σαρκωθεί ο Θεός. Και νομίζω, ότι μια τέτοια εξήγηση, μας επιτρέπει να πούμε και το κατά τα άλλα «αιρετικό», πως εάν δεν υπήρχε η ανάγκη ενός εξωτερικού «σήματος», ενός εξωτερικού «συμβόλου», που θα απεδείκνυε την θεοπρέπεια του μυστηρίου –την ανθρωποπρέπεια έτσι κι αλλιώς απεδείκνυε η παρουσία της Μαρίας-, ο Χριστός θα μπορούσε να γεννηθεί και από μια έγγαμη γυναίκα.
Βέβαια, στην ιστορία της θεολογίας, για όλους τους λόγους που ανέπτυξα στις σελίδες που έχουν προηγηθεί και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο για τον έρωτα, η ερμηνεία της παρθενίας υπήρξε διαφορετική. Θα έλεγα, έτσι, ότι φτάσαμε στο σημείο να οντολογικοποιήσουμε την παρθενία, πράγμα που σημαίνει ότι τη βγάλαμε από τη φυσική της μήτρα, την απολυτοποιήσαμε και την καταστήσαμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, υπεύθυνη για την άρση της αναγκαιότητας του θανάτου στον Χριστό, από τη μια –γεγονός που εισάγει μια ιδιόρρυθμη «μεσιτεία»[5]-, αλλά και εργαλείο για την απόλυτη ενοχοποίηση της σεξουαλικής ερωτικότητας από την άλλη. Με τον τρόπο όμως αυτό, με τούτη την οντολογικοποίηση, που δίχως άλλο γιγάντωσε τον ηθικισμό εντός της Εκκλησίας και της θεολογίας, χάσαμε από τα μάτια μας το κατεξοχήν θαύμα· τουτέστιν το μυστήριο της υποστατικής ένωσης, το οποίο, εάν δεν κάνω λάθος, είναι το μόνο υπεύθυνο για την άρση της αναγκαιότητας του θανάτου στον Χριστό[6]. Ως εκ τούτου νομίζω πως βρισκόμαστε ενώπιον ενός ουσιαστικού θεολογικού και συνάμα ανθρωπολογικού επείγοντος. Ενώπιον της ανάγκης να επιστρέψουμε στην καρδιά της Χριστολογίας μας, όπου λυτρωμένοι από την αμαρτία της ιδεολογικοποίησης θα ξαναανακαλύψουμε το πρόσωπο του Χριστού.
Μια τέτοια προοπτική αποοντολογικοποίησης της παρθενίας της Θεοτόκου –γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στην άρνηση του θαύματος της παρθενικής σύλληψης και γέννησης του Χριστού[7]– και της συνακόλουθης επιστροφής στην οντολογία του μυστηρίου της σαρκώσεως, έχω την αίσθηση πως προοδοποιεί το θαυμάσιο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου που ακολουθεί: «“Και εγερθείς παρέλαβε την γυναίκα αυτού”. Και διαθέσει, και στοργή, και πάση τη επιβαλλούση τοις συνοικούσιν επιμελεία γυναίκα ηγούμενος, των γαμικών έργων απείχετο. “Ουκ εγίνωσκε γαρ αυτήν, φησίν, έως ου έτεκε τον υιόν αυτής των πρωτότοκον”. Τούτο δε ήδη υπόνοιαν παρέχει, ότι μετά το καθαρώς υπηρετήσασθαι τη γεννήσει του Κυρίου τη επιτελεσθείση δια του Πνεύματος του αγίου, τα νενομισμένα του γάμου έργα μη απαρνησαμένης της Μαρίας. Ημείς δε, ει και μηδέν τω της ευσεβείας παραλυμαίνεται λόγω (μέχρι γαρ της κατά την οικονομίαν υπηρεσίας αναγκαία η παρθενία, το δ’ εφεξής απολυπραγμόνητον τω λόγω του μυστηρίου), όμως δια το μη καταδέχεσθαι των φιλοχρίστων την ακοήν, ότι ποτέ επαύσατο είναι παρθένος η Θεοτόκος, εκείνας ηγούμεθα τας μαρτυρίας αυτάρκεις»[8].

[1] K.C. Felmy, Ortodoxe Theologie. Der Gegenwart. Eine Einführung, εκδ. Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 1990, σσ. 85-86.
[2] Βλ. σχετικά, τη μελέτη μου, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003.
[3] Βλ. Χ.Α. Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σσ. 108-111.
[4] Τούτο το σκοπό είμαι της γνώμης πως διακονεί και η δογματική κατοχύρωση του όρου «αειπάρθενος», μόλις το 553, από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως. Περισσότερα για το θέμα, αλλά και για τη στάση του προτεσταντισμού απέναντι στο θέμα της παρθενίας και της αειπαρθενίας, βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σσ. 96-98· Μελετίου Νικοπόλεως, Μητρ., Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος (Εισαγωγή - Πρακτικά Σχόλια), εκδ. Ι. Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, Αθήνα 1985, σσ. 587. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, «Η Θεοτόκος κατά την υμνογραφία των Θεομητορικών εορτών», Γρηγόριος Παλαμάς, τχ. 709 (1986), σ. 25.
[5] Για το θέμα της μεσιτείας, βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Ο Προτεσταντισμός, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σσ. 225-227.
[6] Για μια τέτοια «λανθάνουσα» μετακίνηση από την Χριστολογία στο χώρο της ηθικής, που έχει τις ρίζες της, βέβαια, στο χώρο της πατερικής θεολογίας, όπου η έμφαση δεν βρίσκεται στο πρόσωπο του Χριστού αλλά στην παρθενία της Παναγίας και ως εκ τούτου στην απουσία του ενόχου, για την είσοδο του θανάτου στον άνθρωπο, ανδρικού σπέρματος, βλ. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, σ. 83: «Η δια πνεύματος Αγίου και Παρθένου Μαρίας γέννησις του Χριστού έχει ουσιαστικήν σημασίαν δια την εκ του θανάτου και εκ της αμαρτίας σωτηρίαν της ανθρωπότητος∙ όχι όμως υπό την έννοιαν της κληρονομικότητος της ενοχής, αλλ’ υπό την έννοιαν ότι άλλως και ο Κύριος θα ευρίσκετο, όπως όλοι, υπό το κράτος του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, ήτοι υπό την κληρονομικήν κατάστασιν της αμαρτίας». Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της εν πνεύματι και αληθεία προσκυνήσεως και λατρείας 16, PG 68, 1005B-1008A: «Ιόντος γαρ του νόμου κατά γυναικός απάσης τικτούσης άρσεν ή θήλυ, και γενικωτάτην ημών ποιουμένου την κατάρρησιν εξήρηται η Παρθένος, ης εκφύναί φαμεν τον κατά σάρκα Χριστόν…Κατηγορείται δε νόμω (εν. η ανθρώπου φύσις), και μολυσμοίς ένοχος ονομάζεται, δια το τίκτειν εις φθοράν, και ουκ είναι μεν εν οις ην ευθύς το είναι λαχούσα παρά Θεώ (γέγονε γαρ επί αφθαρσία)· παρηνέχθαι δε μάλλον εις το καταφθείρεσθαι δειν, κετεγνωσμένη δια την παράβασιν, και την εκ θείας αράς ανατλάσα δίκην παρά φύσιν η φύσις…Καταμολύνει δη ουν την φύσιν η επείσακτος φθορά, και ο φθόνω διαβολικώ κατακρατήσας θάνατος, ρίζαν έχων την αμαρτίαν. Καταμιαίνει δε και ετέρως, το ως εν φιληδονία σαρκική σπείρεσθαι τα γεννώμενα. Και δη τι τοιούτον υποδηλούν έοικεν ο θεσπέσιος Δαβίδ ψάλλων τε και λέγων· “Ιδούγαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου”. Ακάθαρτος ουν η φύσις, ως εκ παραβάσεώς τε και εξ αράς υπομένουσα την φθοράν, παρά γε τω Θεώ δοκούν. Έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, το αληθής ο λόγος»· Χ.Α. Σταμούλη, Χ. Α. Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σσ. 65-69.
[7] Θέσεις άκρως ενδιαφέρουσες, για την ανάπτυξη ενός δημιουργικού προβληματισμού πάνω στο θέμα, διατυπώνει ο σπουδαίος γερμανός θεολόγος Paul Tillich, στο βιβλίο του Theology of Culture, εκδ. Oxford University Press 1964, σσ. 65-67. Με αφορμή τη λειτουργία του συμβόλου, παρατηρεί , ότι «τα σύμβολα είναι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρική κριτική. Γι’ αυτό και δεν μπορείς να σκοτώσεις ένα σύμβολο με μια κριτική, η οποία στηρίζεται σε όρους που θέτουν οι φυσικές επιστήμες ή η ιστορική έρευνα. Όπως έχουμε σημειώσει, τα σύμβολα μπορούν μόνο να πεθάνουν, εάν οι συνθήκες που τα γέννησαν έχουν παρέλθει. Δεν ανήκουν σε εκείνο το επίπεδο όπου η εμπειρική κριτική μπορεί να τα αναιρέσει». Μάλιστα, αναφερόμενος στην παρθενική γέννηση του Ιησού, την οποία, όπως λέγει, θεωρεί μια μυθική ιστορία, άγνωστη στον Παύλο και τον Ιωάννη, σημειώνει, πως πρόκειται για: «μεταγενέστερη δημιουργία, η οποία προσπαθεί να κάνει κατανοητή, να αποκαλύψει την πλήρη κατοχή από το Άγιο Πνεύμα του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Αλλά και πάλι ο μυθικός χαρακτήρας της παρθενικής γέννησης δεν αποτελεί τον λόγο για τον οποίο το σύμβολο θα πεθάνει ή τον λόγο για τον οποίο το σύμβολο πέθανε, εντός ενός μεγάλου τμήματος του προτεσταντισμού […] ο λόγος είναι διαφορετικός. Ο λόγος είναι ότι είναι θεολογικά μισο-αιρετικό. Και τούτο διότι αρνείται μία από τις βασικές διδασκαλίες της Χαλκηδόνας, δηλαδή, την κλασική χριστιανική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία μια πλήρης ανθρώπινη φύση θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην πλήρη φύση της θεότητας. Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει άνθρωπο πατέρα δεν είναι πλήρης άνθρωπος». Βέβαια, όπως τονίζει, στη συνέχεια, και εδώ, όπως και στο κάθε σύμβολο, η ιστορία αδυνατεί να κρίνει την αλήθεια του. Κριτική η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εντός του εσωτερικού συμβολικού επιπέδου. Και αυτή, κατά το δυτικό θεολόγο, ως εκ τούτου είναι μια αρνητική πλευρά-διάσταση της αλήθειας των θρησκευτικών συμβόλων. Με αφορμή τούτη την προβληματική του Tillich, οφείλω να κάνω κάποιες πρώτες επισημάνσεις. Είναι σαφές πως το θαύμα -και η συζήτηση της παρθενικής γέννησης του Χριστού είναι συζήτηση για ένα θαύμα- δεν μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος σε καμία επιστήμη, παρά μόνο στην εμπειρία της πίστης. Διαπίστωση την οποία παρότι αποδέχεται ο Tillich, αδυνατεί να προεκτείνει στο χώρο του μυστηρίου της υποστατικής ένωσης. Γι’ αυτό και θεωρεί πως η εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννηση του Χριστού αποκαλύπτει μια λειψή ανθρώπινη φύση, «προδίδοντας» έτσι, με τον τρόπο αυτό, τον ίδιο τον πυρήνα του χριστολογικού δόγματος της Χαλκηδόνας. Είμαι της γνώμης ότι το πρόβλημα λύνεται, εάν αναλογισθούμε ότι ο Θεός της αγάπης, που δημιούργησε τον άνθρωπο εκ του μη όντος, δεν θα είχε καμιά δυσκολία να δημιουργήσει πλήρη άνθρωπο και χωρίς σπερματική καταβολή. Και τούτο κατά την Ορθόδοξη Θεολογία έκανε. Αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό, όπως και στην περίπτωση της θεραπευτικής επέμβασης της στειρότητας της γυναίκας του Αβραάμ, της Σάρρας, ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι «έργο, θέλημα και ευλογία του Θεού». Βλ. σχετικά, Ν. Α. Ματσούκα, Γένεσις και ουσία του Ορθοδόξου Δόγματος, σσ. 92-93.
[8] Βασιλείου Καισαρείας, Ομιλία εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν, PG 31, 1468AB. Μια μερίδα ερευνητών υποστηρίζει, ότι η Ομιλία δεν ανήκει στον Βασίλειο. Βλ. ενδεικτικά, Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Δ΄, σ. 53. Αντίθετα, τη γνησιότητά της υποστηρίζουν οι J. B. Carol (εκδ.), Mariology, τ. Β΄, εκδ. Bruce, Milwaukee 1955, σσ. 276-277· J. Quasten, Patrology, τ. Γ΄, εκδ. Christian Classics, Westminster, Maryland 1983, σ. 219.

Το απόσπασμα έχει αντληθεί από το βιβλίο μου, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019, σσ. 373-379 (έκδοση δεύτερη) https://armosbooks.gr/shop/theologia/eros-kai-thanatos/.



Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι από τα πρώτα θρησκευτικά θέματα που εμφανίζονται στη ζωγραφική του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967). Ο κορυφαίος Έλληνας καλλιτέχνης, εισηγητής του μοντερνισμού στη νεοελληνική ζωγραφική με μεγάλη επιρροή στα εικαστικά της Ελλάδας, ζωγράφισε αρκετές φορές το θέμα σε παραλλαγές από την εποχή που ήταν ακόμα στο Παρίσι.
Ο Παρθένης τοποθετεί την αναγεννησιακή σκηνή του Ευαγγελισμού στην αυλή ενός νησιώτικου σπιτιού λέγεται ότι η σκηνή του έργου, έχει ως ντεκόρ την αυλή της μονής της Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου. Η Παναγία υποκλίνεται σε σεβασμό στον Άγγελο και δέχεται ταπεινά την καλή είδηση. Δίπλα της διακρίνουμε ένα βάζο με κρίνο και μία γλάστρα με βασιλικό. Η ατμόσφαιρα είναι ονειρική και ο χώρος φαίνεται εξωπραγματικός. Διαγράφονται αχνές ελεύθερες γραμμές και απαλά γαλαζοπράσινα και ροζ χρώματα δημιουργούν αίσθηση πνευματικότητας και υπερβατικότητας.
Η νεαρή Μαρία και μελλοντική Θεοτόκος περιβάλλεται από ροζ χρώμα που αποδίδει ποιητική διάσταση στην εικόνα. Ο άγγελος φέρει την ευχάριστη είδηση με τη μουσική μίας λύρας που κρατά.
Βαθυπράσινο μελωδικό όνειρο… Το έργο ανήκει στη συλλογή του Μουσείου της Πόλεως από δωρεά ιδιώτη το 2008. Στην απεικόνιση της σκηνής είναι εμφανείς οι επιδράσεις του ιμπρεσιονισμού, του συμβολισμού και της βυζαντινής τέχνης.

Χριστούγεννα: με τη δύναμη της αγάπης, της ελπίδας και της ιαματικής καλοσύνης στο Άλλον

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Το κείμενο της παρακάτω φωτογραφίας είναι μία προκήρυξη που μοίρασαν στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε γειτονιές της Αθήνας, το Δεκέμβριο του 1992, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ενάντια στο Φασισμό. Δημοσιεύθηκε και στο βιβλίο του καλού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου, με το εξής τίτλο: «Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι “του δρόμου”», (εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004 και έκδοση επαυξημένη, Αθήνα 2019). Νομίζω πως είναι ένα κείμενο – προκήρυξη λίαν επίκαιρη, μιας και τα ναυάγια με πρόσφυγες και μετανάστες στη θάλασσα της Μεσογείου από τη μια μεριά και η απανθρωποποίηση των δήθεν πιστών Χριστιανών της εποχής μας από την άλλη, που επιχαίρουν με το άδικο θάνατό τους, συνιστά το ακραίο Κακό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που φορούν τη στολή του ναζισμού και του φασισμού, ενώ κοκορεύονται πως είναι Χριστιανοί και, μάλιστα, Ορθόδοξοι. Συστήνω να επαναευαγγελιστούν. Η φυγή του νεογέννητου Ιησού από τη Βηθλεέμ προς την Αίγυπτο, είναι φυγή ενός Ξένου «όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους» (τουτέστιν: Ξένου που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους), Ξένο, αθώου στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Για να διαβαστεί η προκήρυξη χρειάζεται πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλαλληλίας, μακρυά από εκείνες τις πολιτικάντικες νοοτροπίες που, ανά τον κόσμο ολάκερο, αδυνατούν να διαχειριστούν το προσφυγικό – μεταναστευτικό φαινόμενο, σίγουρα όχι το μοναδικό στη μακραίωνη ανθρώπινη Ιστορία. Αν τη διαβάσουμε με πολιτικάντικη νοοτροπία – χάρη σ’ αυτή, άλλωστε, όλο και περισσότερο στις μέρες μας θεριεύει ο ναζισμός και ο φασισμός - να είμαστε σίγουροι πως θα συνεχίσουμε να σκοντάφτουμε σε δρόμους, που κάποιοι επιθυμούν να είναι στρωμένοι με φυλετικές και εθνικιστικές διακρίσεις.


Υ.Γ. Ευχαριστώ τον αγαπητό συνάδελφο - δάσκαλο Αντώνη Παναγάκη, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει φωτογραφία της προκήρυξης.

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

«Στὸ Χριστό στὸ Κάστρο» ἐμπεριπατεῖ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς

[...]. Ἀνέβησαν εἰς τὸ Κάστρον, ὅπου συνήντησαν τὸν Ἀργύρην τῆς Μυλωνοῦς καὶ τὸν σύντροφόν του τὸν Γιάννην τὸν Νυφιώτην. Οὗτοι ἐν ὀλίγοις διηγήθησαν πῶς τοὺς εἶχε κλείσει τὸ χιόνι ἐπάνω στὸ Στοιβωτό, ὅπου ἐτρύπωσαν δύο νύκτας εἰς μίαν σπηλιάν, καὶ πῶς τὴν προχθές, ἤτοι εἰς τὰς 22 τοῦ μηνός, ἐλθόντες τοὺς ἀπηλευθέρωσαν ἐκεῖθεν, ἐκτοπίσαντες μεγάλους ὄγκους χιόνος, δύο αἰγοβοσκοί, ὁ Γιαλὴς ὁ Κόνιζας καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπάντας, οἵτινες καὶ εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ταύτην μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν των εἰς τὸ φρούριον.
Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγράψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερὸς μονοκόμματος γρανίτης ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἤριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονικοῦντες ποῦ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποῦ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ Βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ Καικίου καὶ τοῦ Ἀργέστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμέσον τῆς Χαλκιδικῆς, τοῦ Θερμαϊκοῦ, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου· μεμονωμένος ὑψιτενὴς βράχος, ἐφ᾽ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη.
Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσώζοντο ἀκόμη οἰκίαι τινὲς μὲ τὰς στέγας καὶ τὰ πατώματά των ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἀρχῶν, ὁ ὄκνος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κάστρον συχνότερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τινῶν συλαγωγῶν, πλεονεκτῶν ἢ οἰκοδόμων, εἶχε καταστήσει ἐρειπίων σωρὸν τὸ Κάστρον. Ἐντεῦθεν ἀμελήσαντες καὶ οἱ ἐφημέριοι τῆς σημερινῆς πολίχνης, ἄφηναν ἀπὸ ἐτῶν ἤδη ἀλειτούργητον τὸν ναὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς.
Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Διὰ δώρων καὶ θωπειῶν ἐζήτει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύσῃ τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦ παιδίου τὴν μητέρα. Ἀλλ᾽ ὁ παῖς καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.
Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.

* * *

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνίζωσι καθήμενοι καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλώνωνται καὶ κλέπτωσιν ἀπὸ κανένα ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς κάπες των παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δύο πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων, οἱ ἐκεῖ καταφυγόντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκείνου, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δύο ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιόνος. Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἓν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας…
Ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ᾽ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον.
Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρόν, καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως [...].

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. (1997). «Στὸ Χριστό στὸ Κάστρο», στὸ: Ἄπαντα, τ. Β΄. Κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ἀθήνα: Δόμος, σσ.292-295.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Καλά Χριστούγεννα, με βιβλία... με βιβλία... με βιβλία...

Το Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο αποτελεί συνέχεια του βιβλίου Υπό το φως του μυθιστορήματος. Περιέχει κι αυτό δοκίμια ενός αναγνώστη, που πιστεύει ότι το μυθιστόρημα σκέφτεται τη ζωή και τον κόσμο και, εκτός από αισθητική χαρά, χαράζει τον δρόμο για μια ηθική της κατανόησης, της αμφιβολίας, της απόχρωσης, του δισταγμού. Με αυτή την πεποίθηση, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επιστρέφει, επί παραδείγματι, στην Πανούκλα του Καμύ για να κατανοήσει καλύτερα αυτό που μας συνέβη τον καιρό της πανδημίας, συνομιλεί απευθείας, σε ένα από τα πιο προσωπικά κείμενα του τόμου, με τον αστυνόμο Σκόμπι, τον ήρωα της Καρδιάς των πραγμάτων του Γκράχαμ Γκρην, αναλύει την έννοια της γκρίζας ζώνης του Πρίμο Λέβι, συζητάει την καθοριστική σχέση πατέρα και γιου, κάτω από διάφορες συνθήκες, ήτοι στο πλαίσιο μιας ασφυκτικά θρησκευόμενης οικογένειας (Έντμουντ Γκος), όταν ζυγώνει ο θάνατος (Φίλιπ Ροθ) ή μέσα στο Άουσβιτς (Ελί Βιζέλ), αναρωτιέται για τη διφορούμενη σημασία του μυστικού στη ζωή μας, διαβάζοντας μια νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, αναζητάει παντού την ιαματική δύναμη της καλοσύνης. Τα έργα για τα οποία γίνεται λόγος δεν είναι όλα αριστουργήματα, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία για τον αναγνώστη μυθιστορημάτων, αρκεί βεβαίως να έχει συνείδηση των μεγεθών.
Οι συγγραφείς των βιβλίων που συζητιούνται, σε συντομότερα ή εκτενέστερα κείμενα, είναι οι εξής: Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Ααρών Άππελφελντ, Χάινριχ Μπελ, Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Αλμπέρ Καμύ, Χάουαρντ Φαστ, Χόρχε Γκαλάν, Έντμουντ Γκος, Γκράχαμ Γκρην, Μισέλ Ουελμπέκ, Μαξίμ Λέο, Πρίμο Λέβι, Κλαρίσε Λισπέκτορ, Σόμερσετ Μωμ, Ίαν ΜακΓιούαν, Άμος Οζ, Μέριλιν Ρόμπινσον, Φίλιπ Ροθ, Γιόζεφ Ροτ, Λέων Τρότσκι, Ελί Βιζέλ, Στέφαν Τσβάιχ. [Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].


Τα μυθιστορήματα «τα διαβάζω τυπωμένα στο χαρτί πάντα, σε πιο άνετες και ευχάριστες συνθήκες: στον καναπέ ή και ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στο τραίνο, στο καφενείο – πολύ στο καφενείο -, παρ’ αθίν αλός, στη σκιά ενός δέντρου, γενικά όπου σταθώ κι όπου βρεθώ θα βγάλω το βιβλίο που κουβαλάω πάντα μαζί μου και θα αρχίσω με απόλαυση το διάβασμα, εναλλάξ, όταν βρίσκομαι κάπου έξω, με το χάζεμα τριγύρω».

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2021). Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο. Αθήνα: Πόλις, σ. 11.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Η υφαρπαγή της εθνικής ταυτότητας από τους ταλιμπάν του εθνομηδενισμού

Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ

Σε μερικές ημέρες το 2021 θα ρίξει αυλαία και μαζί του η 200η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης. Δύο αιώνες δεν είναι και λίγο! Πολλά έγιναν αυτή τη χρονιά ορόσημο, αλλά μία προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι επίσημες εκδηλώσεις είχαν κατά κανόνα ένα ιδεολογικό πρόσημο που περισσότερο ή λιγότερο παραπέμπει σε εθνομηδενισμό ή σε κάτι που τον θυμίζει.
Παραδοσιακά στην Ελλάδα οι άρχουσες ελίτ, λόγω του μεταπρατικού χαρακτήρα τους και κατ’ επέκτασιν του ισχυρού συνδρόμου εξάρτησης από τη Δύση, αντιλαμβάνονταν την έννοια του εθνικού συμφέροντος συχνά με διαφορετικό τρόπο από το λαϊκό σώμα, δηλαδή από τον κορμό της κοινωνίας. Αυτή η απόκλιση εμφανιζόταν κυρίως στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, η απόκλιση αυτή εμφανίσθηκε και στον χώρο της εκπαίδευσης.
Για την ακρίβεια μία ομάδα ιστορικών, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο, προσπαθούν μέσω της αποδόμησης να υφαρπάξουν την εθνική ταυτότητα. Η επιχείρηση αυτή εκδηλώθηκε όταν άρχισαν να επικρατούν μεταμοντέρνες αποδομητικές αντιλήψεις αφενός σε νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ανώτερα και μεσαία αστικά στρώματα, αφετέρου στον χώρο της Αριστεράς. Η διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της Ρεπούση το 2007 ήταν σημείο καμπής αυτής της επιχείρησης, η οποία ακολουθεί παρασκηνιακές διαδρομές και οχυρώνεται πίσω από τον ισχυρισμό της επιστημονικής αυθεντίας.
Ο πυρήνας εκείνης της διαμάχης ήταν βαθύτατα ιδεολογικός και αφορούσε ακριβώς τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίον γίνεται αντιληπτή στις σημερινές συνθήκες η έννοια του ίδιου του έθνους και τελικώς η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Στη μία πλευρά ήταν οι δυνάμεις της αποδόμησης στο όνομα της καταπολέμησης του εθνικισμού. Στην άλλη οι δυνάμεις που θεωρούν τον πατριωτισμό θεμελιώδη ορίζουσα ενός εθνικού κράτους, όπως η Ελλάδα.
Πέρα από την κάθετη ιδεολογική διάκριση σε Αριστερά-Δεξιά, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στον κομματικό χάρτη, έχει διαμορφωθεί και μία δεύτερη, η οποία τέμνει οριζοντίως και τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελίτ. Όπως συμβαίνει πάντα δε σε τέτοιες αντιπαραθέσεις, και στη μία και στην άλλη πλευρά στοιχίζονται διαφορετικές μεταξύ τους δυνάμεις. Μακάρι στη μία να υπήρχαν μόνο κάποιοι γραφικοί εθνικιστές, ή στην άλλη μόνο κάποια αντεθνικά στοιχεία. Έχουμε, όμως, να κάνουμε με δύο ρεύματα, στους κόλπους των οποίων υπάρχουν και σοβαρές και γελοιογραφικές εκδοχές, και συντηρητικοί και προοδευτικοί, και ιδεολόγοι και ωφελιμιστές.

Εθνομηδενισμός και εθνική ταυτότητα

Κάθε λογικός Έλληνας συμφωνεί ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι εξωστρεφής, πρέπει να συμμετέχει δυναμικά και δημιουργικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα το κάνει, κουβαλώντας τις εθνικές της αποσκευές, ή ως εθνικά πολτοποιημένη κοινωνία, προσαρμοσμένη στις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το βασικό πρόβλημα με το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού τότε ήταν ότι υπηρετούσε το δεύτερο.
Στο όνομα της κατά τα άλλα σωστής θέσης ότι πρέπει να μην καλλιεργούμε τη μισαλλοδοξία στους μαθητές, πήγε στο άλλο άκρο: απονεύρωσε την ιστορία, πολτοποίησε την αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος και εάν τελικώς εγκρινόταν ως σχολικό εγχειρίδιο θα τροφοδοτούσε μία ιδεολογική διαδικασία που οδηγεί στον εθνομηδενισμό. Αν και ανήκει οριστικά στο παρελθόν, εστιάζω σε εκείνο το βιβλίο, επειδή είναι εμβληματική περίπτωση.
Οι αριστεροί και νεοφιλελεύθεροι που αποδομούν το έθνος, έχοντας υψώσει τη σημαία του αντι-εθνικισμού, θα έπρεπε να γνωρίζουν πως μόνο αυτός που έχει ιθαγένεια μπορεί να την αναγνωρίσει ειλικρινώς και στον άλλο. Διαφορετικά, η στάση έναντι του άλλου εκφυλίζεται στις επιταγές της “πολιτικής ορθότητας”. Δηλαδή, σε μία τυπική αναγνώριση που ενίοτε κρύβει βαθειά περιφρόνηση. Θα έπρεπε, επίσης, να γνωρίζουν πως η πολτοποίηση των εθνών είναι η άλλη όψη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ιστορία και εθνική συνείδηση

Σε κάθε χώρα, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία εκ των πραγμάτων είναι από τις βασικές λειτουργίες διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης. Ως εκ τούτου, τα σχολικά εγχειρίδια οφείλουν να υπηρετούν ταυτοχρόνως και ισορροπημένα δύο αποστολές: αφενός να διδάσκουν την ιστορική αλήθεια, αφετέρου να καλλιεργούν το εθνικό αίσθημα. Είναι αληθές πως σε κάποιες περιπτώσεις αυτό είναι αντιφατικό και για να γίνει υπέρβαση αυτής της αντίφασης χρειάζεται να γίνουν κάποιες εκπτώσεις.
Ένας μαθητής Γυμνασίου και πολύ περισσότερο Δημοτικού έχει ανάγκη από μία ιστορική αφήγηση, η οποία θα τον βοηθήσει, χωρίς ψεύδη και ακρότητες, να συγκροτήσει την εθνική του ταυτότητα. Όταν θα ενηλικιωθεί και θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει και να κατανοήσει τους σκληρούς νόμους της Ιστορίας, τότε θα μπορεί να σταθεί κριτικά απέναντι και στις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας του δικού του έθνους.
Το επίμαχο βιβλίο απευθυνόταν στους μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ξέφευγε απλώς από μία στείρα ελληνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας. Αυτό θα ήταν θετικό. Η Ρεπούση με εκείνο το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, όπως και όλη αυτή η ομάδα ιστορικών, έχει αναθέσει στον εαυτό της την αποστολή να ξεριζώσει τον εθνικισμό! Στην πραγματικότητα πρόκειται περισσότερο για ζηλωτές παρά για νηφάλιους ιστορικούς.

Οι ταλιμπάν του εθνομηδενισμού

Ο χαρακτηρισμός ζηλωτές δεν είναι υπερβολικός. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κάποιος όσους υποβάλλουν την ιστορία στην δική τους ιδεοληπτική προκρούστεια κλίνη; Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι εξωραΐζουν την οθωμανική κατοχή, ενώ αντιστρόφως σχεδόν ισοπεδώνουν το αντιστασιακό πνεύμα και τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες του Ελληνισμού. Στην πραγματικότητα, προσπαθούν να περάσουν από το παράθυρο μία δογματική αντίστροφη “εθνική ιδεολογία”, πολύ πιο επικίνδυνη από τους –μάλλον αγαθούς– εθνικούς μύθους, που με φανατισμό προσπαθούν να αποδομήσουν.
Προφανώς, ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει και να εκδίδει τις όποιες ιδεοληψίες του. Για τα σχολικά εγχειρίδια, όμως, την ευθύνη έχουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές και άποψη επί του θέματος δικαιούται να έχει ο κάθε πολίτης, όπως για κάθε άλλο ζήτημα που αφορά τον δημόσιο βίο. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω δεν υπάρχει το δικαίωμα της επιστημονικής αυθεντίας που επικαλείται αυτή η ομάδα ιστορικών, η οποία έχει διεισδύσει και κυριαρχήσει όχι μόνο στα πανεπιστήμια, αλλά και στους σχετικούς κρατικούς θεσμούς. Είναι εξόφθαλμο ότι πίσω από την προβαλλόμενη “επιστημονική αυθεντία” στην πραγματικότητα κρύβεται μία ακραία ιδεοληψία.
Δεν θα άξιζε ίσως να θυμηθούμε το επεισόδιο με το βιβλίο της Ρεπούση, αν από τότε δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρωτοβουλίες των υπουργών Παιδείας της κυβέρνησης Τσίπρα, οι οποίες απέπνεαν τον ίδιο εθνομηδενισμό. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ένα προς 15ετίας επεισόδιο. Το πρόβλημα είναι εδώ και σήμερα. Μπορεί να μην έχει την οξύτητα που έχουν τα οικονομικά προβλήματα, αλλά αφορά τον πυρήνα της συλλογικής μας ύπαρξης. Στην πραγματικότητα, όπως προανέφερα, πρόκειται για επιχείρηση υφαρπαγής της εθνικής ταυτότητας από κάποιους ταλιμπάν του εθνομηδενισμού που φορούν μανδύα ιστορικού.

ΠΗΓΗ: SLpress.GR

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Φασίστες και αντιφασίστες

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε το 1922 και δολοφονήθηκε το 1975. Γνωστότερες ταινίες του: «Μάμα Ρόμα», «Θεώρημα», «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», «Το Δεκαήμερο», «Οι μύθοι του Καντέρμπουρι».
Ένα μικρό βιβλίο του, «Ο φασισμός των αντιφασιστών», παρουσιάζει και το σχολιάζει στα ελληνικά ο Θεόδωρος Παντούλας, συγγραφέας και Εκδότης, χαρισματική γραφίδα στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Αντιγράφω από τον Παντούλα: «Ο αντιφασισμός του σήμερα, όπως εκείνος του τότε, στην εποχή του Παζολίνι, αντί να εναντιώνεται στις νέες μορφές ολοκληρωτισμού, τα βάζει αποκλειστικά με έναν ιστορικά ξεπερασμένο φασισμό (θυμηθείτε στα καθ’ ημάς τον γελοίο φορμαλισμό της “πορείας”, κάθε χρόνο στις 17 του Νοέμβρη, από το Πολυτεχνείο στην Αμερικανική Πρεσβεία – η παρένθεση δική μου). Είναι εξόχως ανόητη αυτή η πλειοδοσία σε αντιφασιστικές δηλώσεις φρονημάτων, έχουν τόση αξιοπιστία όση και εκείνων που, χωρίς να ερωτώνται, δηλώνουν “δεν είμαι και βλάκας”!
…Ο Παζολίνι, χωρίς μισόλογα, εντοπίζει στον καταναλωτισμό τη νέα κυρίαρχη Εξουσία που ξεπατώνει την κοινωνία και ομογενοποιεί τους ανθρώπους, όχι πια με απαγορεύσεις, αλλά με υπαγορεύσεις περισσότερο υποβολιμαίες και καταπιεστικές από αυτές του παλιού φασισμού… Πιστεύω, το πιστεύω βαθιά, ότι ο αληθινός φασισμός είναι αυτό που οι κοινωνιολόγοι έχουν, πολύ καλοπροαίρετα, αποκαλέσει “καταναλωτική κοινωνία” – ορισμός που μοιάζει ακίνδυνος, καθαρά ενδεικτικός. Αλλά δεν είναι. Αν κάποιος παρατηρήσει καλά την πραγματικότητα, βλέπει ότι τα αποτελέσματα αυτής της ανέμελης καταναλωτικής κοινωνίας είναι αποτελέσματα μιας δικτατορίας, ενός κυριολεκτικά αληθινού φασισμού.
…Πρόκειται για μια ανεπαίσθητη ανθρωπολογική μετάλλαξη που αφορά τους πάντες. Και αυτούς που προσδιορίζονται σαν φασίστες και αυτούς που προσδιορίζονται σαν αντιφασίστες… Ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός αποστερεί τους ανθρώπους από την ανθρωπιά τους, αφήνοντάς τους μόνους, χωρίς αναφορές, με παραλυμένους τους συγγενικούς και τους φιλικούς δεσμούς, χωρίς κοινότητα, χωρίς ιστορική συνείδηση και χωρίς μεταφυσικό κέντρο. Τους αφήνει μόνους, κατάμονους τους ανθρώπους… Όσο στρατεύεται ο άνθρωπος στο αντιφασιστικό μέτωπο, τόσο παραβλέπει ότι από την πίσω πόρτα έχει εισβάλει η προσχηματική δημοκρατία, η περιστολή ελευθεριών, η λογοκρισία και αυτολογοκρισία – νέες μορφές εξουσίας που ελέγχουν την καθημερινότητα, χωρίς να επιτρέπουν εναλλακτικές προτάσεις.
…Και το μέγα νεωτερικό κατόρθωμα: Όσο οι άνθρωποι ομνύουν στη διαφορετικότητα και στην προστασία της, τόσο οι διαφορές τους υποχωρούν μέχρι εξαφανίσεως και γίνονται όλοι ίδιοι (φτιάχνουν νόμους που αναγνωρίζουν στον άνδρα να γίνεται μητέρα και στη γυναίκα να ασκεί πατρότητα, να επιλέγει ο καθείς το φύλο του σαν ιδίωμα χρήσης με υπερφίαλη άρνηση της φύσης). Η νέα κουλτούρα του καταναλωτικού πολιτισμού, του πιο κατασταλτικού ολοκληρωτισμού που εμφανίστηκε ποτέ, έχει πολύ μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα και επηρεάζει τα σώψυχα των ανθρώπων, ακόμα και τον τρόπο σκέψης εξαπατώντας τους ότι αποφασίζουν μόνοι τους και ελεύθερα…
…Ο παλιός φασισμός, ακόμα και μέσα από τον πομπώδη εκφυλισμό του, ξεχώριζε, ενώ ο νέος φασισμός δεν ξεχωρίζει πια, δεν είναι ανθρωπιστικά πομπώδης, είναι αμερικανικά πραγματιστικός. Σκοπός του είναι η βάναυσα ολοκληρωτική αναδιοργάνωση και βίαιη προσαρμογή του κόσμου στο κυρίαρχο μοντέλο…
…Δεν είμαστε πλέον πολίτες, αλλά ικανοποιημένοι χρήστες. Αμαχητί παραδοθήκαμε στην αντικατάσταση της ζωής από τη σκηνοθεσία της. Η απανθρωπία της εικονικότητας έχει εξορίσει την εικόνα, κι ένας τεχνοκρατικός έλεγχος μάς υποβάλλει να θεωρούμε τους χαλκάδες μας σαν σύμβολα και συμβόλαια ελευθερίας!…
…Κοντολογίς, ο φασισμός δεν είναι απλώς σύμπτωμα, αλλά χαρακτηριστικό της Νεωτερικότητας. Αν δεν αλλάξουμε περπατησιά, εκεί θα καταλήγουμε, όπως κι αν τον ονομάζουμε τον φασισμό. Αφού δεν πάμε στα βαθιά, θα μείνουμε στην παραλία να πετροβολάμε τη θάλασσα.
Και δηλαδή, τι κάνουμε;
Όσοι μου κάνουν αυτή την ερώτηση, έχω την υποψία ότι βαριούνται περισσότερο από εμένα. Να κάνετε ό,τι σας φωτίσει ο καλός σας σέρβερ. Αλλά μέχρι τότε να θυμόσαστε, αν δεν σας κουράζει πολύ, βέβαια, ότι πολλές φορές έρχονται οι εχθροί “ντυμένοι φίλοι” κι ότι οι φασίστες είναι δύο λογιών: οι φασίστες και οι αντιφασίστες.
Και ότι το θέμα δεν είναι με ποιους να πας και ποιους να αφήσεις. Το θέμα είναι να μην καταντήσεις σαν αυτούς».

Μνήμη πρωτοπρ. Αλεξάνδρου Σμέμαν (13 Δεκεμβρίου 1983)



Από τη Σύναξη, τχ. 9 (Χειμώνας 1984) 51.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

«Ότι η φιλοσοφία είναι μάθηση θανάτου»

«Ο Κικέρων λέει πως η φιλοσοφία δεν είναι άλλο από προετοιμασία θανάτου. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η μελέτη κι ο ρεμβασμός αποσπούν κατά κάποιο τρόπο την ψυχή μας έξω από τον εαυτό μας και την απασχολούν ξεχωριστά από το σώμα, πράγμα που είναι σαν μάθηση κι ομοίωση του θανάτου ή ακόμα, επειδή η σοφία κι η λογική στον κόσμο συμπυκνώνονται τελικά σε αυτό το σημείο: να μας μαθαίνουν να μη φοβόμαστε διόλου το θάνατο. Αληθινά, είτε η λογική είναι κοροϊδία, είτε έχει για μόνο στόχο της την ικανοποίησή μας, κι όλη η προσπάθειά της πρέπει να τείνει με λίγα λόγια να μας κάνει να ζήσουμε καλά και κατά την άνεσή μας, όπως λέει η Αγία Γραφή. Όλες οι γνώμες στον κόσμο συμφωνούν σε αυτό, ότι η ηδονή είναι ο σκοπός μας, αν και, για να φτάσουν εκεί, επιλέγουν ποικίλα μέσα. Διαφορετικά θ’ απορρίπτονταν εξαρχής, γιατί ποιος θ’ άκουγε εκείνον που θα καθόριζε για σκοπό του τον πόνο και τη δυσφορία μας;»


ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ. (1999). Δοκίμια. Βιβλίο Πρώτο. Εισαγωγή – Μετάφραση - Σημειώσεις Φίλιππος Δρακονταειδής. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σ. 129.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Για την Χάννα Άρεντ

Η ημερομηνία η οποία καθόρισε τη στροφή τής Χάνα Άρεντ από τη φιλοσοφική θεωρία στο στοχασμό πάνω στα συμβάντα τού κόσμου, υπήρξε, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η «27η Φεβρουαρίου, 1933, η πυρπόληση τού Reichstag και οι παράνομες συλλήψεις που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας».
Η ανάλυση του ολοκληρωτισμού και το εγχείρημα ανασυγκρότησης του πολιτικού σκέπτεσθαι είναι οι δύο κύριες διαστάσεις του έργου της, οι οποίες, όπως επισήμανε ο Καστοριάδης, το καθιστούν συνεχώς επίκαιρο, αλλά και δυσκολεύουν την κατηγοριοποίηση αυτής της στοχάστριας, που παρέμεινε μεταξύ αρχαιότητας και νεωτερικότητας, Αριστοτέλη και Καντ, Κικέρωνα και Μακιαβέλι, Αυγουστίνου και Γιάσπερς, και σκέφθηκε πάντα «χωρίς προστατευτικά κιγκλιδώματα».
Τα βασικά ερωτήματα αυτού του βιβλίου περιστρέφονται γύρω από τη θεμελιώδη θέση της Άρεντ ότι η πολιτική βασίζεται στο γεγονός της πληθύος, η οποία είναι ο «νόμος της γης». Ο τρόπος που μας έχει δοθεί η ζωή στη γη αποτέλεσε γι’ αυτήν τη μόνη πυξίδα, προκειμένου ο ανθρώπινος κόσμος να διασωθεί από την εντελή απουσία νοήματος στην οποία τον έχει καταδικάσει η ιστορική εμπειρία της απανθρωποποίησης: αυτής που επιδιώχθηκε συστηματικά από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και απειλεί θανάσιμα την μετα-ολοκληρωτική εποχή· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].


«Μια νέα πολιτική φιλοσοφία, για να υπάρξει, οφείλει […] να αναγνωρίσει ότι “οι ανθρώπινες υποθέσεις θέτουν αυθεντικά φιλοσοφικά προβλήματα και ότι η πολιτική είναι ένα πεδίο εντός του οποίου εγείρονται αυθεντικά φιλοσοφικά ερωτήματα”. Με άλλα λόγια, οφείλει να εγκαταλείψει τη θεώρηση της επίγειας πραγματικότητας από ένα αρχιμήδειο σημείο, δηλαδή τη στάση που της κληροδότησε η παράδοσή της. Αυτό σημαίνει ότι οφείλει να έρθει αντιμέτωπη με την “ατόφια φρίκη των σύγχρονων πολιτικών συμβάντων, μαζί με τα ακόμη πιο φρικώδη ενδεχόμενα του μέλλοντος”, προκειμένου να αναλύσει με “φιλοσοφικούς όρους αυτό το βιωματικό υπόβαθρο”».

ΒΑΝΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ – ΚΥΡΙΑΝΙΔΟΥ. (2021). Hannah Arendt. Ο νόμος της γης και η λησμονημένη παράδοση. Αθήνα: Αελεξάνδρεια, σ. 22.