Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

50 χρόνια Diamond Dogs: Ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι προφήτης;

Του ΓΙΩΡΓΗ - ΒΥΡΩΝΑ ΔΑΒΟΥ


Μοιάζει τόσο παράδοξο, όμως 50 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το άλμπουμ Diamond Dogs του Ντέιβιντ Μπόουι (1947-2016) εάν κυκλοφορούσε πάλι σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να παρομοιασθεί ως ένα ευαίσθητο αντηχείο της εποχής μας.
Ο πιο δημοφιλής δίσκος εκείνου του καλοκαιριού του 1974 κι ένα από τα πιο γνωστά άλμπουμ του αξεπέραστου αυτού καλλιτέχνη, εξακολουθεί, επιχειρώντας μία τολμηρή τομή, να μας δίνει -πέρα από τις εκλεπτυσμένες και πρωτοποριακές, ακόμη και τώρα, μουσικές του δημιουργίες- μία αδρή κοινωνιολογική εικόνα του καιρού του, των προβλημάτων του κόσμου της εποχής.
Προβλήματα, συγκρούσεις, αδιέξοδα, μεροληψίες και «ταξικό μίσος» (κάθε είδους), που δυστυχώς, φαίνονται να είναι τα ίδια και στις μέρες μας -έστω και εάν σήμερα τα φαινόμενα τούτα αναδύονται μπροστά μας σάμπως μέσα από ένα ανεστραμμένο είδωλο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα είναι οι σχετικές ομοιότητες, που ένας εμμονικός της θεωρίας των κύκλων στην Ιστορία και θαυμαστής του Μπόουι θα διατεινόταν ότι ο αείμνηστος μεγαλοφυής καλλιτέχνης ήταν και μένει ένας μεγάλος προφήτης. Και ίσως αυτή η ερμηνεία της προσωπικότητας και του έργου του Μπόουι να μην ήταν και απόλυτα αδικαιολόγητη.
Ακούγοντας το άλμπουμ, που έφθασε στην κορυφή των βρετανικών charts και ήταν και το πρώτο που έφτασε στο Top 5 των ΗΠΑ, που συγκερνά το σκοτεινό και το σαρκαστικό, την παρακμή και τον τρόμο, το υπερφυσικό και το εμπειρικό, το σνομπ και το περιθωριακό, σε ένα αξεπέραστο μείγμα από μουσικές που συνδυάζουν διαφορετικά μουσικά στοιχεία με πρωτοποριακό τρόπο, είναι σα να διαβάζεις εκείνες τις αλληγορικές, αλλόκοτες, προφητείες των μυστικών και των πεσιμιστών στοχαστών του μέλλοντος. Εξάλλου και η αρχική ιδέα για τη σύνθεση του τρίτου άλμπουμ του Μπόουι διαπνέεται από αυτό το πνεύμα της μεταιχμιακής αμφιβολίας που γεννά τέτοιου είδους στοχασμούς και έργα. Σχεδιασμένο σε μια περίοδο που ο ίδιος ο Μπόουι μετά την επιτυχία του κύκλου του Ziggy Stardust, διάνυε μία μετέωρη φάση, γεμάτη αβεβαιότητα ως προς την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η καριέρα του. Το Diamond Dogs είναι ο καρπός της συγχώνευσης διαφόρων ατέλειωτων έργων και ανεκπλήρωτων ιδεών του Μπόουι: ένα μιούζικαλ για τον χαρακτήρα του Ziggy Stardust, μια προσαρμογή του μυθιστορήματος «1984» του Τζορτζ Όργουελ και μια αστική αποκαλυπτική ιστορία βασισμένη στα γραπτά του Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ. Δηλαδή ένα κράμα από δυστοπικές μελλοντολογίες, που βασίζονταν στα γραπτά δύο από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς του είδους, οι οποίοι εντούτοις ήσαν παράλληλα κι από τους πλέον διαπρύσιους υποστηρικτές της προσωπικής ελευθερίας, της απελευθέρωσης από τα ιδεολογικά δεσμά και την ηθικολογία που διαιωνίζει την υποτέλεια του καθημερινού ανθρώπου και του πολίτη στις σκοτεινές επιδιώξεις μίας εξουσίας, που βασίζεται στην ψυχική και διανοητική υποδούλωση της μάζας. Το Diamond Dogs είναι ένας δίσκος που είναι φανερό πως αντλεί την έμπνευσή του από ένα πολύ καλλιεργημένο λογοτεχνικό υπόστρωμα, με συνεκτική γραμμή την ελευθερία της σκέψης και της δράσης του υποκειμένου.
Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο φαίνεται να εμπνέει και μέσα στο οποίο κινείται το Diamond Dogs έχει πολλά από τα μεταιχμιακά και παρακμιακά χαρακτηριστικά που και σήμερα θα το έκαναν δημοφιλές. Το 1974 είναι η εποχή όπου η Βρετανία, (και σε ευρύτερο πλαίσιο η Ευρώπη) έχοντας περάσει μία πολύ σύντομη εποχή ευμάρειας, των ουτοπικών 30 Glorieuses, των πρώτων ένδοξων, μεταπολεμικών χρόνων, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, βιώνει μια φάση βίαιης ριζοσπαστικοποίησης εκείνων των φαινομένων που στην προηγούμενη 10ετία φάνταζαν ελπιδοφόρα και τώρα παράδερναν μέσα στα αδιέξοδα που είχαν δημιουργήσει ο εξιδανικευμένος αυθορμητισμός και ο υποκειμενισμός, που τα εμπόδιζε να συγκροτήσουν μία καθολικευμένη εναλλακτική κοινωνική λύση. Τα κοινωνικά κινήματα, που ναι μεν πρόσφεραν νέα πνοή, αρχικά, με την αλυσιτελή τους αυτοαναφορικότητα και γενικότητα, ενίσχυαν ταυτόχρονα και την αντιδραστικότητα, προαναγγέλλοντας στα μέσα του ‘70 εκείνη τη μετατόπιση που θα χαρακτήριζε την τελευταία περίοδο των κοινωνικών δεσμεύσεων στην ισοπέδωση της δεκαετίας του ‘80.

1974, μια δύσκολη χρονιά

Ιδιαίτερα για την Αγγλία, το 1974 ήταν δύσκολη χρονιά. Η οικονομία παρέπαιε λόγω της ενεργειακής κρίσης, που είχε οδηγήσει την συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χιθ να θεσπίσει την εργασιακή εβδομάδα των 3 ημερών, για να εξοικονομηθεί θέρμανση και ενέργεια. Η ανεργία και η μείωση των μισθών, η κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων έπλητταν τον πληθυσμό, ενώ τα πράγματα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η παρατεταμένη απεργία των ανθρακωρύχων. Αλλά το κύριο πρόβλημα την εποχή εκείνη ήταν η γενικευμένη ανασφάλεια, που η κλιμάκωση των βομβιστικών επιθέσεων του IRA και η εξέγερση στη Βόρειο Ιρλανδία, καλλιεργούσε σε όλο το μήκος και πλάτος της κοινωνίας με τα τυφλά της χτυπήματα. Από τις βομβιστικές επιθέσεις δεν είχε γλιτώσει ούτε καν το Γουεστμίνστερ (Βουλή των Κοινοτήτων), που τον Ιούνιο του ‘74 βίωσε μία έκρηξη βόμβας στη βόρειο πτέρυγά του. Η έκρυθμη κατάσταση αναβίωσε τότε και τη συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Ήταν επίσης η χρονιά που ο θάνατος του φοιτητή Κέβιν Γκέιτλι στη διάρκεια διαδήλωσης στο Λονδίνο, στην πλατεία Red Lion, προκάλεσε επίσης μεγάλο σάλο, καθώς ήταν το πρώτο θύμα σε διαδήλωση στο βρετανικό έδαφος από το 1939. Ήταν η χρονιά που, έστω και με μόλις 3 έδρες πλειοψηφία οι Εργατικοί του Χάουαρντ Γουίλσον, που είχε να αντιμετωπίσει -όπως κι ο επίγονός του Στάρμερ σήμερα- το πρόβλημα με την Ευρώπη, αποδεχόμενος να μεθοδεύσει το δημοψήφισμα για την παραμονή στην τότε ΕΟΚ, που μόλις στο προηγούμενο έτος είχε ενταχθεί η Βρετανία και ήδη πολλοί συντηρητικοί διέδιδαν ψευδώς πως σε εκείνη οφειλόταν η απώλεια 500.000 θέσεων εργασίας. Στο δημοψήφισμα τότε είχε επικρατήσει το «ναι» και η Βρετανία παρέτεινε την ταραχώδη σχέση της με την Ενωμένη Ευρώπη μέχρι την τελική έξοδό της μία εικοσαετία αργότερα.
Η βαθιά απαισιοδοξία και ο γενικευμένος μηδενισμός που ρίζωσε βαθιά στην κοινωνία το ‘74, θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος στην ανέλπιδη παθητική και αυτοκαταστροφική έξαρση του πανκ λίγα χρόνια αργότερα. Όμως το 1974 είναι η χρονιά του Glam Rock και της φανταχτερής φαντασμαγορίας της παγιέτας στα κοστούμια των Abba, που θα κέρδιζαν τη Eurovision με το Waterloo, την ώρα που το χίπικο κίνημα με τι δική του καλειδοσκοπική φαντασμαγορία ουσιαστικά ξεψυχούσε. Ο Μπόουι με την κριτική του ματιά ήδη από το 1974 είχε συλλάβει τις αντινομίες της βρετανικής κοινωνίας εν κρίσει και σκιαγράφησε εύγλωττα τις κακουχίες και την απόγνωση της αστικής ζωής που ο ιδεαλισμός των χίπις του ‘60 είχε στηλιτεύσει, αλλά δεν κατόρθωσε να αλλάξει. Το Diamond Dogs είναι ένα μουσικό και στιχουργικό, υποβλητικό, ταξίδι σε υποβαθμισμένες βιομηχανικές περιοχές, μισοάδεια βικτωριανά κτίρια, προαστιακά δωμάτια γεμάτα αμφεταμίνες και γυμνά σώματα, πεζοδρόμια γεμάτα με ανθρώπους που αναζητούν ταυτότητα -ακόμα και σεξουαλική- και κυρίως κίνητρο για να ζήσουν ζωντανά συναισθήματα.
Ο Μπόουι, το έχει αποδείξει άλλωστε, θέλοντας να καθορίσει τους όρους και τις συναρτήσεις των ανθρώπινων παθών και πεποιθήσεων, όχι απλά μόνο μέσα στην καθορισμένη ιστορική στιγμή ,αλλά και μέσα στην εξέλιξη της κοινωνίας στα διάφορα στάδιά της, απαγγέλλει την κρίση του πάνω ακριβώς στην εσωτερική τους αξία. Σμιλεύει τα «προπλάσματα», που θα έλεγε και ο μεγάλος ιστορικός Πάουλσεν, της ιστορικής και κοινωνικής της εικόνας και με τις διάφορες περσόνες που επινοούσε συμπύκνωνε τα χαρακτηριστικά της, τις ιδιαιτερότητες, τις αιχμές της κρίσης της, της αποσύνθεσής της και την ελπίδα μίας υπέρβασης ακριβώς τη στιγμή της αυτο-συνείδησης της παρακμής.
Το ίδιο το άλμπουμ είναι άλλωστε ενδεικτικό αυτής της παρακμιακής παράνοιας, του κιτς και του εκλεκτικισμού της. Ξεκινώντας από το ίδιο το εξώφυλλο του άλμπουμ, εμπνευσμένο από τις εικόνες των τσίρκων του Coney Island και τις εικόνες των ανθρώπων-φρικιών. Είναι μάλιστα έργο του Βέλγου καλλιτέχνη Guy Peellaert (που είχε σχεδιάσει επίσης το εξώφυλλο του It’s Only Rock ‘n’ Roll των Rolling Stones). Εκεί ο Μπόουι ποζάρει σαν ένα απόκοσμο πλάσμα στα μισά του δρόμου μεταξύ ανθρώπου και σκύλου, μια «βλάσφημη» επανερμηνεία των κενταύρων της ελληνικής μυθολογίας, που στην επανερμηνεία της του 1974 η πάλη με τους θεούς του Ολύμπου είναι μία πάλη για επιβίωση μέσα στους κάδους των σκουπιδιών. Οι άνθρωποι φρικιά του Μπόουι είναι όλοι εκείνοι οι «διαφορετικοί» κάθε είδους, όσοι αποζητούν μία ‘ταυτότητα’ και που η κοινωνία -ακόμη και σήμερα- απορρίπτει, είτε πρόκειται για ξένους, νέους, ΛΟΑΤΚΙ+ ή «ταξικούς αντιπάλους».


«Θα έλθει μία μέρα που οι άνθρωποι ‘φρικιά’ θα βρουν δικαίωση στον κόσμο;».

Ωστόσο, η έμπνευση του εξωφύλλου από τον κόσμο του τσίρκου δεν αποτελεί μια πρωτοτυπία του Μπόουι. Είχε ξαναχρησιμοποιηθεί το 1972, με το εύγλωττο φωτογραφικό κολάζ του Exile on Main Street των Rolling Stones. Ένα άλμπουμ αφιερωμένο και αυτό στη «διαφορετικότητα», που έδινε φωνή σε εκείνους που η κοινωνία περιθωριοποιούσε, περιέπαιζε ή εκμεταλλευόταν γιατί ακριβώς επέκλιναν από τη σαθρή και επιφανειακή κανονικότητά της. Δύο χρόνια αργότερα ο Μπόουι ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, εμβαθύνοντας στη δύσκολη κοινωνική κατάσταση των ομοφυλόφιλων, των τρανσέξουαλ και όσων γενικότερα δεν ταιριάζουν στην κρατούσα αντίληψη για τα φύλα ή την κοινωνική συμπεριφορά. Εξάλλου, η σεξουαλική μεταφορά βρίσκεται ακριβώς στη φιγούρα ανθρώπου-σκύλου στο εξώφυλλο, την πόζα του οποίου ο Μπόουι εμπνεύσθηκε από μία παρόμοια φωτογραφία του 1926 της Ζοζεφίν Μπέικερ (άλλης μίας καλλιτέχνιδας που με ειρωνικό τρόπο διέρρηξε τα στεγανά και σόκαρε τη δεκαετία του ‘20 και ‘30).
Το ερώτημα που διέπει το άλμπουμ είναι «θα έλθει μία μέρα που οι άνθρωποι ‘φρικιά’ θα βρουν δικαίωση στον κόσμο τούτο;». Η δυσοίωνη και ασφυκτική ατμόσφαιρα του άλμπουμ γίνεται αμέσως αντιληπτή από το εναρκτήριο κομμάτι, το Future Legend, που βυθίζει τον ακροατή σε ένα δυσοίωνο πέπλο, αυτό της Πεινασμένης Πόλης, όπου η επιβίωση γίνεται πόλεμος στη Χρονιά των Diamond Dogs, όπου «αυτό δεν είναι Ροκ ν’ Ρολ, είναι Γενοκτονία». Μία δυστοπία, όπου ο χομπσιανός bellum omnium contra omnes έχει αποκατασταθεί χωρίς έλεος για τον αδύναμο, χωρίς ένα κοινωνικό συμβόλαιο και υπόσχεση ασφάλειας. Η ίδια ατμόσφαιρα διαχέεται από το φασματικό τρίπτυχο των εννέα λεπτών που αποτελείται από τα τραγούδια Sweet Thing, Candidate, Sweet Thing (Reprise), όπου αφηγούνται συναισθηματικά φορτισμένες περιπέτειες ανδρικής πορνείας. Είναι τα τραγούδια τούτα μία διακειμενική παρατήρηση, που η αφήγησή της παραπέμπει και συναισθηματικά και εικονολογικά σε ορισμένους πίνακες του Jean-Michel Basquiat (πολύ περισσότερο από τις εξυμνητικές φωτογραφίες του R. Mapplethorpe ή τη συμβατική ποπίστικη απεικόνιση του K. Haring), που προέρχονται από τις ίδιες, τραυματικές στην αρχική τους βίωση, εμπειρίες. Αλλά και στη συνέχεια, το 1984 και το Big Brother στιγματίζουν μια κοινωνία που καταπιέζει την ελεύθερη σκέψη με την επιβολή της τεχνολογίας σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και τον ηθικολογικό αυτο-ευνουχισμό της πολιτικής ορθότητας. Ο Μπόουϊ θέτει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων σε ένα απάνθρωπο και ισοπεδωτικό τεχνολογικό μέλλον, το οποίο υποβιβάζει το υποκείμενο είτε σε ανδρείκελο, είτε σε μια κανιβαλική και λιμπιντινική μηχανή, που θα έλεγε και ο Ζυλ Ντελέζ. Είναι ίσως το τραγούδι που συνοψίζει το βαθύτερο περιεχόμενο κι αποτελεί τη χεγκελιανή υπέρβαση και σύμβαση όλων των αρνητικοτήτων στο Diamond Dogs είναι αναμφισβήτητα το Rebel Rebel: ένα τραγούδι που είναι ένας φόρος τιμής στην παραφορά της υποστασιακής (κι υπαρξιακής) περιδίνισης και τον μηδενισμό της λιμπιντινικής ελευθερίας. Αλλά και εξάρτησης της στιγμιαίας απόλαυσης (του «θέλεις περισσότερα, αλλά τα θέλεις τώρα»), που σε κάνει να αποζητείς την ένταση και τη διάρκεια που ουδέποτε θα κορέσεις. Είναι ένας ύμνος στην επιδειξιμανία μίας εποχής, που εκφράζεται ακόμη και με την επιτηδευμένη αυτοκαταστροφή (του ‘your face is a mess’), η οποία υποτίθεται πως εμβολίζει τον καθωσπρεπισμό, αλλά που στην ουσία -αφήνει να διαφανεί ο Μπόουι- τροφοδοτεί την εμπορευματοποιημένη, εκτεχνικευμένη, «κοινωνία του θεάματος» και δημιουργεί (ας στοχασθεί κάποιος τους επιγόνους του Glam κινήματος, από τον Φρέντι Μέρκιουρι και τους Queen ίσαμε τη Lady Gaga) μια καλά οργανωμένη παγκόσμια αγορά, που εκμεταλλεύεται την εικόνα της «διαφορετικότητας» σε όλες τις εκφάνσεις της.
Το Diamond Dogs σε κάθε περίπτωση είναι ένα πειραματικό άλμπουμ, με κύριο στοιχείο την εκλεκτικιστική συναρμογή πολλών μουσικών στυλ: ίσως ένας προάγγελος των σημερινών samplings από διάφορα τραγούδια. Με τη διαφορά πως η φανκ και η σόουλ, η ροκ όπερα, τα τραγούδια στυλ Frank Sinatra και μιούζικαλ, έως συνθέσεις που θυμίζουν τις concrete δημιουργίες του Karlheinz Stockhausen, στο άλμπουμ του Μπόουι δεν είναι ένα συγκριτικό αποτέλεσμα από γνωστές, επιτυχημένες κι αναγνωρίσιμες μελωδίες, αλλά αποτελούν αυτοτελείς συνθέσεις που απλά το ύφος τους ενισχύει την εννοιολογική τους στόχευση. Πάντως ως τέκνο της εποχής του, το Diamond Dogs αποτελεί ένα δεινό δείγμα του glam rock: κάποιος το αντιμετωπίζει σάμπως μία θεατρική παράσταση, φαντάζεται τούτο το μείγμα λόγου, μουσικής, κίνησης πάνω στη σκηνή και κυρίως, γιατί το άλμπουμ αναπαράγει την εξερεύνηση του Μπόουι σε εκείνο το δαντο-παζολινικό transumanar (e organizzar), το ξεπέρασμα της ανθρώπινης υπόστασης σε μία νέα μορφή. Αυτό που μεταφέρει και υπονοεί ο Μπόουι, σαν σημερινή αναβίωση του μύθου του Γλαύκου, που ακριβώς βρίσκοντας τον επίγειο παράδεισο μακριά από την ανθρώπινη τεχνική διαστροφή, ερωτεύεται τη Σκύλλα, που αποκρούοντας τον (κανονικό) έρωτά του μεταμορφώνεται στο πλάσμα εκείνο που μοιάζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης στο εξώφυλλό του, με το κάτω μέρος του σώματός της σε μία αγέλη σκύλων. Transumanata η Σκύλλα από την Κίρκη, από την ίδια μάγισσα που μετέτρεπε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια, αναδεικνύει τη διττή ουσία της επιθυμίας: συνάμα συναρπαστικής και τερατώδους, αλλά πάντα συνταρακτικής, ακόμη κι όταν είναι αποτρόπαια (ως διαστροφή).
Είναι το όραμα του Μπόουι, που ήδη είχε ξεκινήσει με τον Ziggy, σκόπιμα διφορούμενο, ανδρόγυνο, μηδενιστικό, παρανοϊκό, για να εξερευνήσει περίπλοκα ζητήματα ταυτότητας και εξουσίας. Σαν τον παχινιδιάρη σκύλο Diamond του Νεύτωνα, που ρίχνοντας το κερί έκαψε τις σημειώσεις από τα πειράματα 20 χρόνων, ο Μπόουι καίει τα προηγούμενα προσωπεία του, καυτηριάζει την κοινωνική πραγματικότητα και τις φενάκες ή τις αυταπάτες της, καταγγέλλει τις πλαστές εξαγγελίες της «απόλαυσης», που Σαρτρικά είναι «ο θάνατος της επιθυμίας». Αυτή τη θανατερή, επίκαιρη απόλαυση, σαν λίμπιντο και θάνατο, διαρκή πόλεμο και δυστοπική «βούληση για δύναμη» καταγγέλλει στο Diamond Dogs ο Μπόουι κι εάν κάτι κάνει το άλμπουμ τούτο επίκαιρο στη Βρετανία, αλλά και στον κόσμο του σήμερα, είναι το αδιάψευστο ιστορικό γεγονός πως παρά την τεχνική εξέλιξη, η ψυχική και συναισθηματική πρόοδος του ανθρώπου, όσο και εάν το όραμα των μεγάλων στοχαστών πίστευε στην ορθολογική του βελτίωση ή στο υπαρξιακό transumanar, έχει παραμείνει στην προλογική επικράτεια του homus hominis lupus (ή στην περίπτωσή μας canis).


Ο Γιώργης - Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο του… γράφει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου