Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Το μαρμάρινο «θύμα» της Σμύρνης. Στο φως έναν αιώνα μετά

Του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΧΑΡΜΠΗ

Η κεφαλή που φέρει σημάδια φωτιάς εκτίθεται για πρώτη φορά στο Αρχαιολογικό Μουσείο.


Η μαρμάρινη κεφαλή παιδιού, προερχόμενη «από τις στάχτες της Σμύρνης», έπειτα από σχεδόν έναν αιώνα βγαίνει από τις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να διηγηθεί τη συγκινητική ιστορία της, μαζί με εκείνες των Ελλήνων αρχαιολόγων που υπηρέτησαν στη Μικρά Ασία.

Όπως είναι ευρέως γνωστό, τα αρχαιολογικά μουσεία ανά τον κόσμο πρέπει να διαθέτουν μεγάλες… αποθήκες. Κι αυτό διότι ένα μικρό μόνο τμήμα του πλήθους των αντικειμένων που στεγάζουν βρίσκει συνήθως θέση στις προθήκες που βλέπει το κοινό· τα υπόλοιπα, ίσως όχι τόσο εντυπωσιακά ή μοναδικά, έχουν αξία κυρίως για τους επιστήμονες που τα μελετούν. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως πίσω τους δεν κουβαλούν συναρπαστικές, πολλές φορές και δραματικές ιστορίες. Το μαρμάρινο κεφάλι παιδιού που έφθασε τον Αύγουστο του 1926 στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έφερε πάνω του σημάδια μεγάλης ταλαιπωρίας. Η «επιδερμίδα» του μαρμάρου ήταν άγρια καμένη, οι άλλοτε λαμπεροί κρύσταλλοι είχαν ανά μέρη μετατραπεί σε γύψο και οι ρηγματώσεις πάνω του μαρτυρούσαν βαριά κακοποίηση. Ήταν δωρεά του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα, ο οποίος είπε ότι προέρχεται «από τις στάχτες της Σμύρνης». Ο τότε διευθυντής του μουσείου, Παναγιώτης Καστριώτης, έγραψε ευχαριστήρια επιστολή προς τη βρετανική πρεσβεία, υποσχόμενος η κεφαλή να εκτεθεί όπως της πρέπει.
«Πέρασαν 96 χρόνια αλλά επιτέλους είμαστε έτοιμοι να τηρήσουμε εκείνη την παλιά υπόσχεση», μου λέει στο τηλέφωνο ο δρ Κώστας Πασχαλίδης, ο οποίος αυτές τις μέρες προετοιμάζει τις σχετικές ξεναγήσεις –η πρώτη γίνεται σήμερα στη 1 μ.μ.– που εντάσσονται στο πρόγραμμα «Αθέατο Μουσείο». Η φετινή σειρά εκθεμάτων, που προέρχονται από τις αποθήκες του ΕΑΜ, είναι αφιερωμένη στη Μικρασιατική Καταστροφή και ο ίδιος, μαζί με την επιμελήτρια δρα Χρυσάνθη Τσούλη, θα αναλάβουν να μεταφέρουν στους επισκέπτες όχι μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου ή την (αμφίβολη) χρονολόγησή του, αλλά κυρίως τη συμβολική του φόρτιση.


Επιστολή του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη προς το υπουργείο Παιδείας στις 8 Μαρτίου 1923, όπου αναφέρεται πως το «παγκοσμίως γνωστόν διά τον πλούτον των σπουδαιοτάτων μικρασιατικών αρχαιοτήτων Μουσείον της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης δυστυχώς εκάη».

Ευαγγελική Σχολή

«Το κεφάλι ήταν έκθεμα του Μουσείου της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, το οποίο κάηκε ολοσχερώς μαζί με την πόλη. Η χρονολόγησή του είναι όντως κάπως προβληματική· συμφωνούμε όλοι πως μιμείται ελληνιστικό πρότυπο και σύμφωνα με τη δική μας εκτίμηση φιλοτεχνήθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια. Αυτό όμως που προσωπικά με συγκινεί περισσότερο είναι ότι το συγκεκριμένο έργο εικονοποιεί τη βία και τα θύματα. Λέμε “προσφυγάκι” το άγαλμα παιδιού που έφερε μαζί του ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης από τη Νύσα, ωστόσο εκείνο είναι ένα διασωθέν παιδί. Αυτό εδώ είναι ένα θύμα. Φέρει πάνω του τα σημάδια της καύσης και της βίας, αντιπροσωπεύει με έναν τρόπο όλα τα παιδιά που αναζητούσε ο Ερυθρός Σταυρός για δεκαετίες», σημειώνει ο κ. Πασχαλίδης. Η ξενάγηση πάντως, εκτός της κεφαλής που κατέχει πια κεντρική θέση στην καρδιά του μουσείου, θα μιλήσει και για το έργο των Ελλήνων αρχαιολόγων, οι οποίοι έφθασαν στην περιοχή της Σμύρνης το 1919 με την αποστολή να συστήσουν Τμήμα Αρχαιοτήτων ουσιαστικά εκ του μηδενός. Πρώτος τμηματάρχης ορίστηκε ο Γεώργιος Π. Οικονόμος, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε ο Κουρουνιώτης. Η υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφές στις Κλαζομενές, στη Νύσα και στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Ο δε Οικονόμος έφερε μαζί του στην Ελλάδα περίπου 100 πήλινα θραύσματα (όστρακα) για μελέτη, τα οποία ήταν και τα μόνα ευρήματα που μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία εκείνη την περίοδο.

Ενσωμάτωση

Παρ’ όλα αυτά, όπως μας λέει ο κ. Πασχαλίδης, υπάρχει και σήμερα η αιτίαση περί αποικιακής τακτικής από την πλευρά της Ελλάδας, κατά την τριετία της Ύπατης Αρμοστείας στη Σμύρνη. «Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος, παρά τις απαιτήσεις του πολέμου, χρηματοδότησε με μεγάλα ποσά την αρχαιολογική δραστηριότητα. Μέσα στην τριετία δημιουργήθηκε αρχαιολογική βιβλιοθήκη στη Σμύρνη, ενώ με άδεια του ύπατου αρμοστή Στεργιάδη επανέρχονται στην περιοχή οι ξένες αρχαιολογικές σχολές. Γενικότερα αυτό που προκύπτει από τη μελέτη των αρχείων είναι ότι έγινε επένδυση και όχι απομύζηση. Καμία αρχαιότητα δεν μεταφέρθηκε στη μητρόπολη, κατά την αποικιακή τακτική. Αντιθέτως υπήρχε η λογική της ενσωμάτωσης, κάτι σαν αυτό που έκαναν, π.χ., οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου