Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Ο Γιώργος Ιωάννου για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης

«[...] Δεν είναι, άλλωστε, πολλά, ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί ήμουν τότε μικρό παιδί —φτωχός και περίκλειστος έφηβος— με βάσανα και προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει.
[…] Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
[…] Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. Τα τρένα τότε σπανίως ήταν επιβατικά. Συνήθως ήταν στρατιωτικά, για το στρατό κατοχής. Σύνορα τότε στη βαλκανική δεν υπήρχαν. Ήταν παντού γερμανική στρατοκρατορία. Ιδίως με τη Σερβία ήμασταν ενωμένοι σιδηροδρομικώς. Τα ελληνικά τρένα δε σταματούσαν, όπως τώρα στην Ειδομένη. Αλλά, εάν χρειαζόταν, μέχρι Βελιγράδι ανέβαιναν. Έφευγε ο πατέρας μου και δεν ξέραμε πότε θα γυρίσει. Γυρνούσε ξαφνικά. Κατάκοπος καταλερωμένος με σαπισμένες τις κάλτσες στα πόδια του. Φοβερή κατάσταση.
Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις. "Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους" έλεγε. "Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματούμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν το Λάκη μας", είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ' αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. "Οι Γερμανοί δεν μπορούν να περπατήσουν από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ". Ήταν κάτι άχρηστα ρολόγια, που δε δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.
[…] Έγραψα εδώ, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για το διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς. Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους εκείνους και για κανέναν άλλο…».


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. (1984). «Εν ταις ημέραις εκείναις...», στο: Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Αθήνα: Κέδρος, σσ. 58, 63, 68-69, 70.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου