ΠΗΓΗ: SLpress
Συνθλίβω ανάμεσα στις ευγενικές μου παλάμες το ρόδι της χαράς. Ανοίγω το κλουβί των πουλιών να πετάξουν, ελεύθερα, μέσα στη νύχτα· ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Και ξαφνικά, κατιτί με τράβηξε σ’ έναν θορυβώδη και ταραγμένο κόσμο. Στους δρόμους έτρεχαν αυτοκίνητα, μερικά ήταν τεθωρακισμένα και κυνηγούσαν πεζούς, τους έλιωναν κάτω απ’ τις ρόδες τους, τους κόλλαγαν πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Κατάλαβα αμέσως: ήταν ο αγώνας ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές, που τον προετοίμαζαν και τον περίμεναν για πολύ καιρό, που τον φοβούνταν για πολύ καιρό και τώρα, επιτέλους είχε ξεσπάσει. Παντού κείτονταν νεκροί και κομματιασμένοι, παντού τρακαρισμένα, ρημαγμένα και μισοκαμένα αυτοκίνητα, πάνω απ’ το φρικτό συνονθύλευμα πετούσαν αεροπλάνα, που ακόμα κι αυτά τα πυροβολούσαν απ’ τα παράθυρα και τις στέγες με τουφέκια και πολυβόλα. Άγρια και επαναστατικά πλακάτ κρέμονταν σ’ όλους τους τοίχους και ξεσήκωναν με τα τεράστια γράμματά τους, που έλαμπαν σαν φωτιές, το έθνος να σηκωθεί επιτέλους και να αγωνιστεί για τους ανθρώπους κι ενάντια στις μηχανές, να αγωνιστεί επιτέλους ενάντια στους χοντρούς, καλοντυμένους κι αρωματισμένους πλούσιους που ξεζούμιζαν τους άλλους με τη βοήθεια των μηχανών τους, να καταστρέψει τα τεράστια διαβολικά αυτοκίνητά τους, να βάλει φωτιά στα εργοστάσια και να συμμαζέψει λίγο την ντροπιασμένη γη, να την αδειάσει και να μειώσει τον πληθυσμό της, για να μπορέσει να φυτρώσει πάλι το χορτάρι, να ξαναφυτρώσει μέσα απ’ τον σκονισμένο τσιμεντένιο κόσμο κάτι σαν δάσος, σαν λιβάδι, σαν αγρός, σαν ρυάκι και σαν βάλτος. Αντίθετα, υπήρχαν άλλα πλακάτ, θαυμάσια ζωγραφισμένα και στυλιζαρισμένα, με πιο απαλά, λιγότερο παιδικά χρώματα, ιδιαίτερα έξυπνα και πνευματώδη, που προειδοποιούσαν όλους τους ιδιοκτήτες και τους λογικούς για το απειλητικό χάος της αναρχίας, μιλούσαν πολύ συγκινητικά για την ευλογία της τάξης, της εργασίας, της ιδιοκτησίας, του πολιτισμού και του δικαίου, και υμνούσαν τις μηχανές σαν την ανώτερη και τελευταία εφεύρεση των ανθρώπων, με τη βοήθεια των οποίων θα γίνονταν θεοί. Συλλογισμένος και γεμάτος θαυμασμό, διάβαζα τα πλακάτ, τα κόκκινα και τα πράσινα· παράξενα επιδρούσε πάνω μου η θαυμαστή ευγλωττία τους, η εξαναγκαστική λογική τους, είχαν δίκιο και βαθιά πεπεισμένος, στεκόμουν μια μπροστά στο ένα και μια μπροστά στο άλλο, ενοχλημένος παράλληλα απ’ τους σκοτωμούς που γίνονταν γύρω μου. Βέβαια, το πιο σημαντικό φαινόταν καθαρά: γινόταν πόλεμος, ένας έντονος, φανατικός κι άκρως συμπαθητικός πόλεμος, που δεν γίνονταν για κάποιον αυτοκράτορα, δημοκρατία, όρια συνόρων, για σημαίες και χρώματα κι άλλα τέτοια συναφή διακοσμητικά και θεατρινίστικα πράγματα, στην ουσία δηλαδή για κουρέλια. Αυτός όμως ο πόλεμος ήταν διαφορετικός. Ο καθένας που δεν του άρεσε πια η ζωή του και δεν του ‘φτανε ο αέρας ν’ αναπνέει, άφηνε τη δυσαρέσκειά του να εκφραστεί μ’ ενεργητικό τρόπο κι έβαζε μπροστά για την ολοκληρωματική καταστροφή αυτού του τσίγκινου, πολιτισμένου κόσμου. Έβλεπα αυτή την καταστρεπτική και δολοφονική μανία να λάμπει φωτεινά κι ειλικρινά στα μάτια τους κι άρχισαν μέσα μου να ανθίζουν αυτά τα άγρια κόκκινα λουλούδια της οργής και να γελάνε. Γεμάτος χαρά ενώθηκα μαζί τους στον αγώνα». ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. (1998). Ο Λύκος της Στέπας, μτφρ. Ελένη Φαφούτη. Αθήνα: Νεφέλη, σσ. 211-213.
Κάποτε σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο σερ Τζορτζ Ντάρβιν, η Σελήνη βρισκόταν πολύ κοντά στη Γη. Οι παλίρροιες ήταν αυτές που την έσπρωξαν σιγά σιγά μακριά: οι παλίρροιες που η ίδια η Σελήνη προκαλεί στα γήινα νερά και στη διάρκεια των οποίων η Γη χάνει αργά αλλά σταθερά ενέργεια.
ΠΗΓΗ: MalcolmMclarenMusic
«Στην Αίγυπτο είναι διαφορετικά. Δηλαδή δε μου δίνεται η ευκαιρία να βοηθήσω όσο θέλω. Προσπαθείς να διοχετεύσεις, να γνωρίσεις τον αιγυπτιακό κόσμο, που είναι ένας κόσμος που έχει αναπτύξει επίσης μεγάλο πολιτισμό. Ποια είναι η δυνατότητα του ελληνικού πολιτισμού; Κι αυτοί έχουν αναπτύξει πολιτισμό, είπαμε. Ο ελληνικός όμως είναι ότι τις δομές που γνωρίζουμε, που βρίσκουμε, δεν τις δεχόμαστε. Τις αλλάζουμε. Πολεμάμε να τις αλλάξουμε. Κάποτε πετυχαίνουμε, κάποτε αποτυχαίνουμε. Κι όταν δεν τα καταφέρουμε, την αποτυχία μας την κάνουμε υψηλού επιπέδου λόγο, το οποίο σημαίνει τραγωδία. Η τραγωδία έτσι γεννιέται. Τραγωδία είναι η έκφραση της αποτυχίας του ανθρώπου στη ζωή. Έκφραση με πολύ υψηλό τρόπο. Λοιπόν, αυτό για μένα είναι η ουσία του ελληνισμού, η αγωνιστική στάση της ζωής και αυτό προσπαθώ να διοχετεύσω. Δηλαδή, μέσα από τον ελληνικό πολιτισμό, πως θα κάνουμε ελληνική ποίηση, βασικά, ελληνική λογοτεχνία, τα γράμματα τα ελληνικά, τα μαθήματα, αρχαιολογία. Αυτός είναι ο κρυμμένος και ο απώτερος στόχος. Αυτό το λέω βέβαια χωρίς καμία διάθεση ηγεμονική. Δηλαδή δε νομίζω ότι είμαστε οι καλύτεροι, απλώς είναι η ιδιαιτερότητά μας. Κι εκείνοι έχουν να μας δώσουν. Τι έχει να μας δώσει ο αραβικός κόσμος, το Ισλάμ; Το να ξέρομε ότι οι δομές δεν νικιούνται πάντα. Ότι κάποτε είναι πιο δυνατές απ’ τον άνθρωπο και να ξέρουμε ν’ αποδεχόμαστε την αποτυχία μας με το κεφάλι ψηλά και με χαμόγελο. Αυτό δεν το κάνει ο Αιγύπτιος; Μεσ’ στη φτώχεια είναι. Η φτώχεια δεν γίνεται ποτέ δυστυχία, χαμογελάνε. Έχω κάτι ελληνοκεντρικό από την άποψη ότι ανακαλύπτω ότι, αυτό το τελευταίο είναι η ουσία του ελληνισμού. Είναι η ουσία μας. Το βλέπω ως προσφορά προς τον άλλον γενικά».
«Γνώρισμα της Βίβλου —τούτο, μάλιστα, θα σημείωνα ως το κύριο χαρακτηριστικό της— είναι ότι εφαρμόζεται κατά γράμμα σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Η χρυσή στάχτη του χωνευτού μόσχου του Σινά, που τον ήπιε ο λαός του Ισραήλ, κατά διαταγή του προφήτη Μωυσή, στη σημερινή μας γλώσσα λέγεται επένδυση κεφαλαίων».
«πως ο κόσμος έχει ανάγκη από μια πίστη πέρα από το λογικό, για να κατορθώσει να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του και, μάλιστα, για να την κάμει καλύτερη. Θα μπορούσε να είτανε μια θρησκεία ή και μια άλλη βαθιά ριζωμένη, αισιόδοξη, συλλογική βεβαιότητα, λόγου χάρη η πίστη στην αξία του ανθρώπου ή σε μια θεωρία της εξέλιξης ή ό,τι άλλο».
Πολυδιαβασμένος ποιητής ο Γιάννης Βερβέρης! Ποιητής της αμφισβήτησης, της απώλειας, της μοναξιάς, του θανάτου, έφυγε από τη ζωή το 2011 σε ηλικία μόλις 56 χρονών. Το αρθράκι Ο Γ. Β. στη Μυτιλήνη της καλής συναδέλφου Σάρας Θηλυκού, την οποία γνώρισα το 2009 όταν βρέθηκε στη Λέσβο διδάσκοντας το μάθημα των Θρησκευτικών, μας μεταφέρει στο ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Βερβέρη, αλλά και της ίδιας της Σάρας που, εκτός από εξαιρετική θεολόγος, είναι και ποιήτρια! Α.Ι.Κ.