Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν

Στο παλιό καλό περιοδικό Το Τέταρτο, του Μάνου Χατζηδάκη -ως κόρην οφθαλμού διασώζω κάποια τεύχη του σ’ ένα ντουλάπι της βιβλιοθήκης μου- στα 1986, ο Συμεών Γρηγοριάτης, κατά κόσμον Juan de la Jara ο Περουβιανός, σε μια συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, μιλώντας για πράγματα ασήμαντα και σημαντικά που του αρέσουν, απάντησε:
Βαδίζοντας από Δυσμάς προς Ανατολάς χαιρετώ το ιλαρό φως κουβαλώντας μνήμες και αρέσκειες. Ω! Μέσα στα πράγματα που μου αρέσουν είναι το χαβιάρι, ο καπνιστός σολομός, ένα περουβιάνικο φαγητό πού το λένε σεβίτσε (ψιλοκομμένο ψάρι μαγειρευμένο χωρίς φωτιά με λεμόνι κι αλάτι), τα ποτά- το μπας αρμανιάκ (ένα είδος κονιάκ) μου αρέσουν τα μάνγκος, οι φράουλες, το παγωτό, τα στρείδια, όλα γενικώς τα θαλασσινά, εκτός από τα καλαμάρια. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που με κάνουν να ονειροπολώ, οι γυναίκες που μοιάζουν με νεράιδες κι είναι πάρα πολύ όμορφες – όχι όμως για να τις καταναλώνω, αλλά έτσι, προς παραμυθίαν. Μου αρέσουν βιβλία, η ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι στρυφνοί και μίζεροι άνθρωποι. Μ' αρέσει πολύ η γενναιοδωρία κι η αρχοντιά, η αθωότητα επίσης. Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν. Δεν μ΄ αρέσουν τα νομικά κείμενα κι οι πρακτικές δουλειές. Δεν μου αρέσουν ο συμβιβασμός και το χιόνι – συμφωνώ πως είναι «η λέπρα της γης». Μ' αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος, οι ζεστές χώρες, το καλό άσπρο κρασί, η σαμπάνια κι οι σοκολάτες πλην της άσπρης. Μ' αρέσουν τα κογχύλια, ο ξάδελφός μου ο Φερνάντο και τα μικρά κουτάκια. Μου αρέσει ακόμα ο Μπάστερ Κίτον, ο Κόναν Ντόιλ, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, ο Τζέιμς Μπόντ, η μυρωδιά του νεφτιού, τα ωραία χαρτιά, οι εκδόσεις Άγρα, ο ζωγράφος Θεόφιλος, οι ραπιδογράφοι, το δημιουργικό γράψιμο (το άλλο τo βαριέμαι), ο Ανδαλουσιάνικος Σκύλος, η Θεία Κοινωνία, τα ελληνικά παραμύθια, υπεραγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες (με όλα τα χάλια τους). Δεν μου αρέσουν τα υπουργεία, το τσιγάρο, οι φυλακές. Απεχθάνομαι τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Μ' αρέσει η προσευχή, αυτό το κέντημα του χρόνου που καταφέρνει ώστε ο χρόνος που γεννάει το θάνατό μας να παύει να είναι ο εχθρός και να πλημμυρίζει την καρδιά μας η αγάπη για να μη στεγνώσουμε… Αχ, πρέπει ν' αγαπάμε, να ποτίσουμε τις πέτρες κεντώντας το χρόνο, να μεταβάλουμε τα πάθη μας σαν ακροβάτες της πίστεως. Να αρνηθούμε τα συναισθήματα μας μέσα στο θείο πυρ. Γι' αυτό κόβει τα μαλλιά του ο μοναχός στην κουρά – κόβει δηλαδή τα συναισθήματα κι είναι η φλόγα που αναγκάζει τις γυναίκες να τυλίγουν τα μαλλιά τους σε μαντίλι όταν πηγαίνουν στην εκκλησία – από σέβας να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους.


Έργο του Συμεών Περουβιανού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου