Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Η Κύπρος σαν «σκοτεινό κενό της Ιστορίας»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Οι πόλεις που διεκδικούσαν στην αρχαιότητα τον επίζηλο τίτλο της γενέτειρας του Ομήρου δεν ήταν ούτε εφτά ούτε εννιά. Καμιά εικοσαριά ήταν. Αυτό προκύπτει αν αθροίσουμε όσες διεκδικήτριες της ύψιστης τιμής αναφέρονται στους αρχαίους «Βίους» του γενάρχη της ποίησης και σε επιγράμματα της «Παλατινής Ανθολογίας». Και η εθνικότητά του επίσης, «αμφίβολη» παραδίδεται από ορισμένες πηγές.
«Οι μεν γαρ έφασαν γενέσθαι Σμυρναίον», διαβάζουμε στη «Σούδα», εγκυκλοπαιδικό λεξικό του 10ου αιώνα μ.Χ., «οι δε Χίον, οι δε εκ Τροίης από χωρίου Κεγχρεών, οι δε Λυδόν, οι δε Αιγύπτιον…». Αλλά και Κύπριον. Και συγκεκριμένα Σαλαμίνιον. «Οι δ’ εβόασαν εύκλαρον Σαλαμίνα» («η Σαλαμίνα η καλότυχη είναι πατρίδα του φωνάζουν μερικοί»), λέει ένα επίγραμμα του Αντίπατρου, άγνωστο όμως αν πρόκειται για τον Σιδώνιο ποιητή ή τον Θεσσαλονικέα.
Τη Σαλαμίνα της Κύπρου ως «μητρίδα» του Ομήρου την υποστηρίζει και μια προφητεία με την υπογραφή του Εύκλου. Κύπριος χρησμολόγος και ποιητής ο Εύκλους ή Εύκλος, πιθανολογείται ότι έζησε στη Σαλαμίνα στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., ή στις αρχές του 7ου, και πάντως μετά τον Όμηρο. Η προφητεία του λοιπόν, αποθησαυρισμένη από τον Παυσανία, έχει ένα εγγενές πρόβλημα: είναι αναδρομική. Γίνεται εκ των υστέρων, περίπου σαν προβολή μιας επιθυμίας προσωπικής αλλά και συλλογικής. Αντλώ τη μετάφρασή της από το βιβλίο «Από τον Ομηρο στην αρχαϊκή επική ποίηση της Κύπρου και στην “Ελένη” του Ευριπίδη» που εξέδωσε το 2018 το κυπριακό Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για τους μαθητές του Γυμνασίου, με εποπτεία της Ειρήνης Ροδοσθένους και επιστημονική εποπτεία του Ιωάννη Καζάζη:
«Και τότε στη θαλασσόβρεχτη την Κύπρο μεγάλος θά ‘βγει αοιδός, / που θεία γυναίκα η Θεμιστώ σ’ αγρό θα τον γεννήσει / έξω από τη Σαλαμίνα τη βαθύπλουτη, με πλέρια φήμη. / Κι αφήνοντας την Κύπρο, κλυδωνισμένος και λουσμένος απ’ τα κύματα, / της Ελλάδας της ευρύχωρης ανεπανάληπτα τις συμφορές [κακά Ελλάδος] πρώτος άδοντας / θα μείνει αθάνατος κι αγέραστος παντοτινά». Ναι, δεν ήταν μόνο δόξα τα Τρωικά. Ήταν και πόνος, και θλίψη, για τους Τρώες βέβαια αλλά και για τους Έλληνες· δεν μετριούνται δα πολλοί οι ήρωες που γλίτωσαν τον θάνατο είτε στην Τροία, στη μάχη πάνω ή από αδερφοφάγα μπαμπεσιά, όπως συνέβη με τον Παλαμήδη, θύμα του σκευωρού Οδυσσέα, είτε στο ταξίδι της επιστροφής είτε στον τόπο τους, όταν γύρισαν.
Τους ποιητές μας, παλιούς και νέους, είχα στο μυαλό μου όταν πρωτοταξίδεψα στην Κύπρο, ότι είχε κλείσει η πρώτη δεκαετία από το πραξικόπημα των χουντικών, την εισβολή του Αττίλα και τη βαθιά πληγή που έκοψε το νησί στη μέση και από τότε ολοένα βαθαίνει. Τους ποιητές μας, καθώς και ορισμένα έτοιμα σχήματα-δόγματα, από αυτά που μοιραζόταν η μεταπολιτευτική γενιά μου. Ας πούμε τα δόγματα ενός μέχρις αφελείας καλοπροαίρετου διεθνισμού, που ομνύει στην «αδελφοσύνη των λαών», αν και οι ίδιοι οι λαοί, φενακισμένοι ίσως από τις ηγεσίες τους, σπανίως δείχνουν πρόθυμοι να πάρουν τον ίδιο όρκο.
Μολαταύτα, ανάμεσα στα σχήματα αυτά είχε τρυπώσει και η ανάμνηση από τον πικρότατο (αυτο)σαρκασμό μιας προκήρυξης που είχε μοιραστεί στο νησί το καλοκαίρι του 1980, στην έκτη επέτειο της εισβολής, με την υπογραφή «Οπαδοί της αυτοδιάθεσης της Κύπρου». Ξανάρθε στη μνήμη μου και την αναζήτησα στο περιοδικό «Σύμπτωμα» που εκδίδαμε τότε ως Ομάδα Φοιτητών Οδοντιατρικής. Σαν αναδρομική προφητεία ακούγεται τώρα που από τα έξι χρόνια μπήκαμε στην έκτη δεκαετία κατοχής. Ή σαν επικήδειος.
«Στη μεγάλη Κύπρο», σχολίαζε πικρόχολα η προκήρυξη τις επετειακές εκδηλώσεις, «όπου ζουν οι αδούλωτοι, αδάμαστοι, ηρωικοί, αγωνιστικοί, ανυπόταχτοι, χίλιοι Μακάριοι στο θρονί Κύπριοι, τα κόμματα οργάνωσαν αγωνιστικές λαοθάλασσες, όπου λαός, κομάντος των ΜΑΑΔ [οι μηχανοκίνητοι ασφαλίτες], ΚΥΠ, ξενοδόχοι, βιομήχανοι και ηγεσία της εργατιάς, ενωμένοι βροντοφώναξαν για έκτη κατά σειρά χρονιά, με πνεύμα ευθύνης, σοβαρότητας και αγωνιστικότητας, τη θέλησή τους να ζήσουν λεύτεροι, σε μια Κύπρο λεύτερη, ανεξάρτητη, αποστρατιωτικοποιημένη, ενιαία, αδιαίρετη, ακέραιη, διζωνική, διπεριφερειακή, ομόσπονδη δημοκρατική, σοσιαλδημοκρατική, σοσιαλιστική, αδέσμευτη, δίχως ξένους στρατούς, βάσεις και ραντάρ, όπου όλοι οι κάτοικοι γυναίκες και άντρες, γέροι και παιδιά, προλετάριοι και κεφαλαιοκράτες, Έλληνες (συγγνώμη που χρησιμοποιούμε τη λέξη, αλλά πια δεν γίνεται διαφορετικά), Τούρκοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και 80 Λατίνοι, θα ζουν μαζί ειρηνικά, αδερφωμένα και ευτυχισμένα, ανεξάρτητα από θρησκεία, φυλή, εθνική προέλευση, φύλο, ράτσα ή χρώμα και κυρίως ανεξάρτητα από το αν η Κύπρος θα υπάρχει ή όχι».
Η Κύπρος βέβαια υπάρχει ακόμα. Με πλήρως εκτουρκισμένο το κατακτημένο 37% του εδάφους της. Και με το ελεύθερο 63% να μην προσδοκά τίποτε από την εξακολουθητικά υποχωρητική πολιτική του ηγεσία, απόδειξη και το ευρωεκλογικό 19,3% του γιουτιούμπερ Φειδία. Από το 2004 μάλιστα η χώρα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ ου και η υποχρέωση που ένιωσε η επανεκλεγείσα πρόεδρος της Ευρωβουλής Ρομπέρτα Μέτσολα να αφιερώσει πέντε λέξεις στο Κυπριακό, στην εναρκτήρια ομιλία της: «Πρέπει να είμαστε η γενιά που θα μπορέσει να βρει έναν δρόμο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, γιατί δεν νοείται ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με ένα κράτος-μέλος υπό κατοχή. Πρέπει επιτέλους να καλυφθεί αυτό το σκοτεινό κενό στην ιστορία της Ευρώπης με μια βιώσιμη λύση σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις ευρωπαϊκές μας αξίες».
Πρέπει… Πάντα έπρεπε. Και για τον ΟΗΕ, που δεν κουράστηκε να βλέπει τα ψηφίσματά του για την Κύπρο να πατιούνται από τις αρβύλες των Τούρκων στρατιωτών με τον ίδιο σεβασμό που πατιούνται τα ψηφίσματά του για το Παλαιστινιακό από τις αρβύλες των Ισραηλινών στρατιωτών. Και για την Ε.Ε., που δεν ενοχλείται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η Λευκωσία είναι η τελευταία διχοτομημένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Και για τους φοβερούς συμμάχους, πάντα «φιλέλληνες» και «φιλοκύπριους»· νά, όπως οι τόσο ευαίσθητοι στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αμερικανοί, οι πάντα δόλιοι Βρετανοί, που ακόμα πατάνε με το αποικιοκρατικό ποδάρι τους ένα τμήμα της μεγαλονήσου, και βέβαια οι Ρώσοι, ομόδοξοι αυτοί, που καν τα κέρματα που ρίχνουν στο παγκάρι των κυπριακών μοναστηριών δεν πρέπει να είναι καθαρά.
Η Ελλάδα; Η «μητέρα Ελλάδα» για ορισμένους, η κακιά μητριά για άλλους; Έπειτα από μισόν αιώνα συνήθισε, χώνεψε, αποδέχτηκε, απώθησε τη βαριά ενοχή της για το πραξικόπημα, βολεύτηκε με το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», λησμόνησε ακόμα και το «Δεν ξεχνώ». Κι έτσι όπως λιγόστεψε η επιστολογραφία στην ψηφιακή εποχή μας, σπάνια βλέπουμε πια το «προσφυγόσημο», το κατάπικρο συρματοπλεγμένο Κυπριωτάκι του Τάσσου που επικολλούν απαραιτήτως τα κυπριακά ταχυδρομεία σε κάθε φάκελο. Μια ξεθυμασμένη εθιμοτυπία υπόμνησης ενός αγώνα που χάθηκε νωρίς. Ίσως επειδή δεν δόθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου