Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς καί ἡ Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μέ ἀφορμή την 48η ἐπέτειο τῆς ἀποκαταστασης τῆς Δημοκρατίας

Γράφει ὁ ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Στά τέλη τοῦ 1969, ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐξελίσσεται ἐμφαντικῶς ἡ προπαγάνδα τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῶν Συνταγματαρχῶν, ὁ αὐτοεξόριστος τότε στό Παρίσι Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, σέ συνέντευξή του στήν ἑλβετική ἐφημερίδα “Journal de Geneve” (1η Ὀκτωβρίου 1969), διακωμωδῶντας τήν «ἑλληνοχριστιανική» ἐκδοχή τῆς πολιτικῆς της δικτατορίας θά δηλώσει: «Τό καθεστώς τῶν Ἀθηνῶν στερούμενον ἰδιαιτέρου ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ εἰς οὐδεμίαν μορφήν πολιτεύματος – οὔτε κἄν τῆς κλασσικῆς δικτατορίας – ἀνταποκρίνεται. Καί τό ἐν λόγῳ κενόν δέν δύναται νά πληρωθεῖ οὔτε μέ μεσαιωνικάς θεοκρατικάς ἐννοίας, οὔτε μέ συνθήματα ὡς το “Ἑλλάς Ἑλλήνων Χριστιανῶν”, ἐνῶ αἱ μέθοδοι τοῦ καθεστῶτος εἶναι ἐλάχιστα χριστιανικαί…»
Εἶναι σαφές ὅτι μέ τίς δηλώσεις του αὐτές ὁ Καραμανλῆς ἐπιχειρεῖ νά ἀποκόψει τόν ὀμφάλιο λῶρο τῆς δικτατορίας μέ τόν χῶρο τῆς συντηρητικῆς δημοκρατικῆς παρατάξεως πού θά μποροῦσε θεωρητικῶς νά παράσχει στό στρατιωτικό καθεστώς μιά ὑποτυπώδη ἀποδοχή. Ἀπό τίς δηλώσεις τοῦ Καραμανλῆ δέν λείπει καί ἡ καυστική εἰρωνεία γιά τήν πολιτική ἐκμετάλλευση τῆς θρησκείας καί μάλιστα, ὅπως σημειώνει, μιά ἐκμετάλλευση «μέ μεθόδους ἐλάχιστα χριστιανικάς». Πρόκειται γιά αἰχμηρή κριτική ἀναφορά στίς καθεστωτικές πρακτικές στό χῶρο τῆς θρησκείας τίς ὁποῖες ὁ Καραμανλῆς διακωμωδεῖ θεωρῶντας τες ὡς μιά παρωδία θρησκευτικότητας μέ τήν ὁποία ἡ αὐθεντική θρησκεύουσα συντηρητική δημοκρατική παράταξη οὐδεμία μπορεῖ νά ἔχει σχέση.
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1973 ὁ Καραμανλῆς μέ βαρυσήμαντες δηλώσεις του (23.04.1973) στίς ἐφημερίδες «Βραδυνή» καί τή «Θεσσαλονίκη», θά ἀπευθύνει σκληρή κριτική κατηγορῶντας τήν στρατιωτική Κυβέρνηση ὅτι μέ τήν ἀνερμάτιστη πολιτική της ἀποσυνθέτει κρίσιμους θεσμούς τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αὐτούς τούς «δεινοπαθοῦντες» θεσμούς καί τήν Ἐκκλησία. «Ἡ Κυβέρνησις πειραματιζομένη διαρκῶς ἀποδιοργάνωσε τή Διοίκηση, τήν Ἐκκλησία καί τήν Παιδείαν, κατά τρόπον ὥστε νά παρουσιάζουν τήν εἰκόνα ἐπικινδύνου ἀποσυνθέσεως», θά τονίσει ὁ αὐτοεξόριστος τότε Ἕλληνας πολιτικός, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται, ἐνδιαφέρεται καί παρακολουθεῖ στενά τό «μαρτύριο» πού βιώνει τήν περίοδο αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Καραμανλῆς ἀντιλαμβάνεται τήν Ἐκκλησία ὡς ἠθικοποιητικό καί φρονηματιστικό φορέα τῆς κοινωνίας πού ἔχει ὡς ἀποστολή νά συνδράμει στό ἔργο τῆς Πολιτείας, ἐντός πάντα ἑνός πλαισίου ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τόν ὁποῖο, πάντως, ὁ ἴδιος, ὡς φιλελεύθερο πνεῦμα, ἐννοιολογικά καί σημασιολογικά προσλαμβάνει ὡς ἀναφορά στό δίπολο τοῦ κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνα «ἰδεῶδες» πολιτισμοῦ καί ὄχι ὡς πολιτικοθρησκευτικό ἰδεολόγημα. Θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς φορέα κοινωνικοποιήσεως μέ πολύ σημαντική ἀποστολή καθώς τό ἔργο της ἅπτεται θεμελιωδῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν – τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ – πού ταυτοχρόνως ἀποτελοῦν βασικούς πυλῶνες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οἰκοδομήματος, τμῆμα τοῦ ὁποίου σκοπεύει νά καταστήσει καί τήν Ἑλλάδα. Ὁ Καραμανλῆς τῆς μεταπολιτεύσεως, ἔχοντας ὡς στόχο νά κάνει τήν Ἑλλάδα Εὐρώπη, νά ἐγκαταστήσει σ’ αὐτή μιά Δημοκρατία τύπου δυτικοευρωπαϊκοῦ, ἐντάσσει σ’ αὐτή τήν προσπάθεια τοῦ δυναμικοῦ ἀνοίγματος πρός τόν πολιτικό φιλελευθερισμό καί τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία θέλει ἐλεύθερη ἀπό τόν κρατικό ἐναγκαλισμό καί κινουμένη ἐντός τοῦ δικοῦ της φύσει δημοκρατικοῦ -τοῦ συνοδικοῦ – πολιτεύματος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκπληρώνει αὐτή τήν «ἠθικήν καί ἐθνικήν ἀποστολήν της». Σ’ αὐτή τή κρίσιμη γιά τή χώρα φάση ὁ Καραμανλῆς αὐτό πού ἐπιδιώκει εἶναι νά ἔχει δίπλα του τήν Ἐκκλησία ὡς στήριγμα γιά τήν ἀποκατάσταση στή χώρα τῆς δημοκρατικῆς ὁμαλότητας. Καί τό ἐπιτυγχάνει.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ὅταν ὁ Κων. Καραμανλῆς μετά τήν πτώση τῆς δικτατορίας ἔφθανε στήν Ἀθήνα γιά ν’ ἀναλάβει τίς τύχες τῆς χώρας καί γινόταν δεκτός περίπου ὡς «Μεσσίας», στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχε νέος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ὁποῖος λίγες ὧρες μετά τήν ἄφιξη τοῦ Καραμανλῆ, τά ξημερώματα τῆς 24ης Ἰουλίου 1974 τόν ὅρκισε Πρωθυπουργό. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας), ἄν καί εἶχε ἀνέλθει στό ὕπατο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα στή διάρκεια τῆς δεύτερης φάσεως τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος (στίς 12.01.1974, ἐπί Δημ. Ἰωαννίδη), δέν εἶχε ταυτισθεῖ μέ τή δικτατορία, ὅπως ὁ προκάτοχός του Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος (Κοτσώνης, 1967-1973). Τοῦτο ἐξηγεῖται λόγῳ τόσο τοῦ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος πού εἶχε μέχρι τότε (12.01.1974-23.07.1974) διανύσει ὁ Σεραφείμ, ὅσο καί -κυρίως- ἐπειδή συμβόλιζε τήν ἐκκλησιαστική παράταξη πού ἀνέλαβε τά ἡνία τῆς Ἱεραρχίας ἔχοντας ἔλθει σέ «μετωπική» ρήξη μέ τόν Ἱερώνυμο καί εὐρύτερα τή μερίδα ἐκείνη τῆς Ἱεραρχίας πού ἀντιπροσώπευε τό σύστημα πού εἶχε ἐπιβάλει ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐγκαθιδρύσεώς του καί γιά μιά ὁλόκληρη ἑξαετία (1967-1973) τό (ἐπί Γ. Παπαδοπούλου, σ΄ αὐτή τή πρώτη φάση του) δικτατορικό καθεστώς τῆς ”21ης Ἀπριλίου”. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διεσφάλιζε στόν Καραμανλῆ τήν κρίσιμη περίοδο 1974-1975 ἡσυχία καί τάξη στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού ἐπηρέασε θετικά καί ἔδρασε ἀποτελεσματικά στήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἀγαστῆς συνεργασίας στίς σχέσεις μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν καί κατά συνέπεια στίς σχέσεις Πολιτείας – Ἐκκλησίας ἀφ’ ἑνός, ἀλλά καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν σχέσεων μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφ’ ἑτέρου. Στήν ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ θετικοῦ κλίματος συνετέλεσε καί τό γεγονός ὅτι ὁ Σεραφείμ ἀμέσως μετά τήν ἀνάρρησή του στήν Ἀρχιεπισκοπή (12.01.1974) ἐπεδίωξε καί ἐπέτυχε τήν ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Πατριαρχεῖο. Οἱ σχέσεις αὐτές εἶχαν σοβαρά κλονισθεῖ κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου Ἀ΄ (1967-1973) ἐξ αἰτίας τῆς καταστρατηγήσεως κατά τήν περίοδο ἐκείνη τῶν θεμελιωδῶν κειμένων (τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου [ΠΣΤ] τοῦ 1850 καί τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως [ΠΣΠ] τοῦ 1928) πού καθορίζουν τό νομοκανονικό πλαίσιο τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Φανάρι, πρακτική πού ἀποσκοποῦσε στή βαθμιαία ἀποδυνάμωση τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Πατριαρχείου στήν ἑλληνική ἐπικράτεια καί εἰδικότερα στίς ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» (Μακεδονίας, Θράκης, Ἠπείρου, Αἰγαίου) τῶν ὁποίων ἡ “ἐπιτροπική διοίκηση”, διά τῆς ΠΣΠ τοῦ 1928, εἶχε παραχωρηθεῖ στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διατηρηθείσης, ὡστόσο, τῆς πνευματικῆς ὑπαγωγῆς τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἡ ἀποκατάσταση αὐτῶν τῶν σχέσεων μέ τό Φανάρι ἐπέδρασε πολύ θετικά στόν Μακεδόνα πολιτικό καθώς ὁ Κων. Καραμανλῆς, ὡς γεννηθείς τό 1907, εἶχε γαλουχηθεῖ μέ τίς ἀξίες τῆς Μακεδονικῆς περιφερείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνα, τίς ἀξίες τῶν γηγενῶν οἰκογενειῶν πού ὑπῆρξαν πιστές στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τόν Ἑλληνισμό, ἀντιπαλεύοντας τή βουλγαρική ἐπιρροή πού ἐπιχειροῦσε τότε ἡ κηρυχθεῖσα σχισματική ἀπό τό Πατριαρχεῖο βουλγαρική (ἐκκλησιαστική) «Ἐξαρχία». Ἀκριβῶς, λοιπόν, λόγῳ καταγωγῆς – ἀπό τήν ἐπαρχία Σερρῶν πού ἀνῆκε ἐκκλησιαστικά στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου – ὁ Καραμανλῆς ἔτρεφε ἰδιαίτερο σεβασμό στή Μητέρα Ἐκκλησία, αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στήν ἰδιαίτερα κρίσιμη αὐτή περίοδο αὐτό πού πρωτίστως ἐνδιέφερε τόν Κων. Καραμανλῆ ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς δημοκρατικῆς σταθερότητας στή χώρα, μιά σταθερότητα πού συνδεόταν ἄμεσα μέ τή διασφάλιση τῆς ἠρεμίας σέ κρίσιμους θεσμούς, μέ ἐπιρροή στήν κοινωνία, ὅπως ἡ Ἐκκλησία. Ἀπό τή δικτατορία τῶν Συνταγματαρχῶν καί μ’ ὅ,τι στή συλλογική μνήμη ταυτίσθηκε μαζί της, ὅπως π.χ., ἡ περίοδος τῆς ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου (1967-1973), ὁ Καραμανλῆς, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶχε ἔγκαιρα ἀποστασιοποιηθεῖ καί ἀσκήσει δριμεῖα κριτική, ἐνεργῶντας ὄχι ὡς πρόσωπο μόνο, ἀλλά, κυρίως καί πρωτίστως, ὡς βασικός ἐκφραστής τῆς πιστῆς στό δημοκρατικό πολίτευμα καί τόν κοινοβουλευτισμό εὐρύτερης συντηρητικῆς παρατάξεως γιά τήν ὁποία δέν ἤθελε σέ καμιά περίπτωση νά θεωρηθεῖ ὅτι παρέχει τά ἐλάχιστα ἔστω ἐρείσματα στό δικτατορικό καθεστώς.
Γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δύο εἶναι οἱ μεγάλες καί σπουδαῖες θεσμικές τομές πού ἐπιχειρεῖ καί προωθεῖ ὁ Καραμανλῆς κατά τήν περίοδο τῆς πρωθυπουργίας τοῦ (1974-1980) στή μεταπολίτευση: πρῶτον, ἡ ψήφιση τόν Ἰούνιο τοῦ 1975 του νέου Συντάγματος μέ τά ἄρθρα 3, 13, 18 § 8, 28 § 1, 72, § 1 καί 105 τοῦ ὁποίου καθορίζονται οἱ θεμελιώδεις διατάξεις οἱ ὁποῖες διέπουν μέχρι καί σήμερα τίς σχέσεις Πολιτείας – Ἐκκλησίας (ἐπί τό ἀκριβέστερον δέ τίς σχέσεις τοῦ κράτους καί τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στή χώρα μας). Μέ τό ἀρθ. 3 γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς νομοθεσίας κατοχυρώνεται ὁ ΠΣΤ τοῦ 1850 καί ἡ ΠΣΠ τοῦ 1928, δηλ., θωρακίζεται τό κανονικό θεσμικό πλαίσιο ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (ἤτοι ἡ συγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, συμφώνως πρός τίς σχετικές πατριαρχικές [ΠΣΤ 1850 / ΠΣΠ 1928] διατάξεις), τό ὁποῖο εἶχε διασαλευθεῖ κατά τή περίοδο τῆς ἑπτάχρονης δικτατορίας (μέ τήν συγκρότηση τῆς ὅλως ἀντικανονικῆς “Ἀριστίνδην” Συνόδου, μέ τά ἔκτακτα “Ἰεροδικεία” ἡ σύσταση καί λειτουργία τῶν ὁποίων ἀποδοκιμάσθηκε ὡς κατάλυση τοῦ ὅλου συστήματος τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, κλπ.). Δεύτερον, ἡ ψήφιση (ἐπι ὑπουργίας – στό Παιδείας – τοῦ Γεωργίου Ράλλη) τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590) μέ τόν ὁποῖο κατοχυρώθηκαν (καί) νομοθετικά οἱ πατριαρχικές πράξεις (1850/1928), χειραφετήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν σφιχτό ἐναγκαλισμό τῆς Πολιτείας καί ἐτέθησαν οἱ βάσεις τῆς ἁρμονικῆς σχέσεώς τους στό πλαίσιο τῶν διακριτῶν (τους) ρόλων.
Ἐν συμπεράσματι: Στή διάρκεια τῶν πρώτων καί κρισίμων χρόνων τῆς μεταπολιτεύσεως ἡ συνετή ἐκκλησιαστική πολιτική πού χάραξε ὁ τότε Πρωθυπουργός Κων. Καραμανλῆς ὄχι μόνο ἔφερε τήν ποθουμένη γαλήνη καί ἠρεμία στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχε σοβαρά κλυδωνισθεῖ στή διάρκεια τῆς προηγηθείσης Ἑπταετίας, ἀλλά θεμελίωσε τόν ἐκδημοκρατισμό της μέ σειρά συνταγματικῶν ρυθμίσεων (κατοχύρωση τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 στό Σ. 1975), καί νομοθετημάτων (Καταστατικός Χάρτης: N. 590/1977) πού ρύθμισαν θετικά τόσο τήν ἐσωτερική της λειτουργία, ὅσο καί τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία. Μέ τίς θεσμικές τομές τοῦ Κων. Καραμανλῆ ἐτέθησαν οἱ βάσεις γιά τήν αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί χαράχθηκε ὁ δρόμος τῆς ἀγαστῆς συνεργασίας της μέ τό Κράτος, στό συνταγματικό πλαίσιο μιᾶς πολιτειοκρατικής μέν πάντα σχέσεως, ἀλλ’ ἐφεξῆς ἠπιότερης μορφῆς καί σαφῶς χαλαρότερης ἐξαρτήσεως, μέσῳ τῆς ὁποίας διαμορφώθηκε ἕνα καθεστώς ἁρμονικῆς συναλληλίας, ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καί διακριτῶν ρόλων τό ὁποῖο σέ γενικές γραμμές διατηρεῖται καί στίς μέρες μας.

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἀνδρεόπουλος, Χαράλαμπος, Ἡ Ἐκκλησία κατά τή δικτατορία 1967-1974. Ἱστορική καί νομοκανονική προσέγγιση, ἐκδ. Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, Μέρος Δ΄: Ἡ Ἐκκλησία στή Μεταπολίτευση, σσ. 353-372.
Ριζάς, Σωτήριος, “Στίς ἀπαρχές τῆς μεταπολίτευσης”, Στό Ἡ στιγμή τοῦ 1974. Τό χρονικό τῆς μετάβασης στή Δημοκρατίας. Νέα Ἑστία, Ἀθήνα, 2014, τχ. 1862, σσ. 398-424.
Χατζηβασιλείου, Εὐάνθης, “Ἡ σύσταση καί ἑδραίωση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος 1974-1981”, Στό στορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, 2000, τ. ΙΣΤ’, σσ. 294-295.

ΠΗΓΗ: ORTHODOXIA INFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου