Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Ανεξάντλητη η δημιουργικότητα του Δάσκαλου και συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού


Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού σε μια ερημική ακτή της Προποντίδας ο Σταυράκιος Κλαδάς αναθυμάται τη μακρόχρονη ζωή του. Νοτάριος και αντιγραφέας ο ίδιος όλα του τα χρόνια, έχοντας αντιγράψει εκατοντάδες συγγράμματα αγίων και ελλόγιμων ανδρών, αποφασίζει, ελεύθερος πια, να συντάξει τη δική του χρονογραφία. Η γραφίδα του αφηγείται τη ζωή του, μια ιστορία εφηβικής μοναξιάς και χειρογράφων. μια περιδίνηση σε διανοητικά διλλήματα, διωγμούς, έρωτες και αγωνίες στην αυγή της δυναστείας των Κομνηνών στα τέλη του 11ου αιώνα. Η ζωή των απλών ανθρώπων κατά τη βασιλεία των Ρωμαίων, ο πολιτισμός του λόγου και της εικόνας, μα πάνω απ’ όλα η αφή της μνήμης. Όλη η αγωνία του ανθρώπου σε ένα βιβλίο, που δεν αφηγείται μόνο την αναζήτηση της ουράνιας βασιλείας, αλλά μνημονεύει την επίγεια ζωή και τη χοϊκή ψυχή.
Μέσα από τις σελίδες του κατοπτρίζεται η βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή που πληθαίνουν οι απειλητικές σκιές από Ανατολή και Δύση. Στο μυθιστόρημα τον πρώτο λόγο δεν έχουν οι αυλικές συνομωσίες και οι πολύνεκρες μάχες, αλλά το φως απ’ τα λυχνάρια των αντιγραφέων, που σκύβουν πάνω από τα συναξάρια των αγίων και τις διατριβές των γραμμάτων. Μέσα από τις σελίδες του αναδύονται ο ύπατος των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός, ο όσιος Νικήτας Στηθάτος, επώνυμοι δάσκαλοι, λόγιοι, μοναχοί, αγιογράφοι… Όμως στο κέντρο όλων βρίσκεται ο στίχος ενός αινιγματικού ποιήματος και μια γυναίκα, το εσώτερο ρούχο της ψυχής του ήρωα, το ένδυμα που υποκαθιστά το βασανιστικό ράσο.
Το Περί της εαυτού ψυχής είναι ένα εσωτερικό χρονικό για τον τρόπο που ένας αντιγραφέας γίνεται συγγραφέας, ένα μυθιστόρημα οικογένειας, περιπέτειας και ελευθερίας για το άλλο Βυζάντιο. Ένα σύγγραμμα για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης, ένα βιβλίο για αυτήν την ορμή που απαιτεί να αγιογραφήσουμε τα όνειρα με την ανάσα μας, να ονοματίσουμε τα πράγματα του κόσμου εξ αρχής με ανάδοχο τη δική μας ψυχή· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

«Όλα αυτά ξεχαρβαλώθηκαν και ρήμαξαν απ’ τη στιγμή που ο εν Χριστώ βασιλιάς Ρωμανός ταπεινώθηκε στο Μάτζικερτ κι άρχισε η μεγάλη υποχώρηση. Σε κείνον τον πόλεμο, όπως κατάλαβα μετά, δε νίκησαν οι Σελτζούκοι παρά το χάος», σ. 25.
«Ποια τύχη ή συγκυρία, ή ποιος του Θεού δάκτυλος έσπρωξε τον Νικήτα Στηθάτο να διαλέξει εμένα από όλους τους αντιγραφείς; Δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά, παρά μόνο η ακολουθία ενός λογικού συλλογισμού. Πως θα ήταν ο Ψελλός ευχαριστημένος; Έχοντας ένα ακούραστο νέο γραφιά. Πως δε θα αντιλαμβανόταν ο αντιγραφέας τις αιρετικές κακοδοξίες του; Αν ήταν μικρός και άπειρος στις λεπτές φιλοσοφικές αποχρώσεις, τότε και μόνο τότε δε θα καταλάβαινε», σ. 152.
«Κύριε, βοήθει να στήσω τις λέξεις, για μένα είναι δύσκολο πολύ, καθώς γέρασα κι αυτές γλιστράνε μέσα απ’ τα δάχτυλά μου, άμμος είναι πια οι λέξεις. Χάρισέ μου εσύ τα λόγια, κι εγώ θα τα γράφω. Αν δε μου μιλήσεις εσύ, πω να τα καταφέρω; Η ζωή είναι ένα θαύμα, πώς να τη χωρέσεις σε μια περγαμηνή, πως να κάνεις τα γράμματα σπίτια να την καλοδεχτούν;», σ. 429.
«Κύριε, βοήθει να περισώσω τα σκύβαλα από την ερημάμπελο του βίου μου. Αναρωτιέμαι πάντως για τον τρόπο που η μνήμη και η γραφή καταφέρνουν να τα στριμώχνουν όλα στα δισέλιδα (δηλαδή τα δίστηλα, καθώς στα χειρόγραφα η στήλη ονομάζεται σελίδα) των χειρογράφων. Πως γίνεται οι περιπέτειες των ανθρώπων να μετουσιώνονται σε λέξεις, τι είδους αλχημεία είναι αυτή;», 626.
«Την άνοιξη στη πόλη του Κωνσταντίνου αναμειγνύεται η εαρινή αύρα των θαλασσών της με την αψάδα του νεαρού χόρτου. Κάτω απ’ τη ζέστη του ήλιου οι στέγες αχνίζουν τα μεσημέρια, η υγραμένη γη σχηματίζει την πρώτη κρούστα και οι πέτρες ξαναμυρίζουν πυρίτιο και ασβέστη. Παντού στην πόλη η μούχλα εξαϋλώνεται από το ζεστό φως. Τα παιδιά σκάβουν με μυτερά ξύλα το χώμα στους λαχανόκηπους γυρεύοντας φωλιές από ασπάλακες, ενώ οι γέροι κάθονται στα κατώφλια φορώντας καπέλα από λυγαριά ή ψάθα. Υπάρχουν όμως και γέροι που δεν έχουν αναπαμό», σ. 708.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου