Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιη΄ 35-43) ο Χριστός στον δρόμο προς την Ιεριχώ συνάντησε κάποιον τυφλό, ο οποίος καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη. Ξαφνικά, ο τυφλός άκουσε πολλή φασαρία και ρώτησε: «Τι συμβαίνει;». Το πλήθος του απάντησε πως περνάει ο Χριστός. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αναπτερώνονται οι ελπίδες του και με όλη του τη δύναμη φωνάζει: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Όμως, ο όχλος τον επιτιμά και του λέει να σωπάσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος πιο πολύ ζητούσε τον Χριστό. Τελικά, ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς;». Ο τυφλός απάντησε: «Το φως». Τότε, εξαιτίας της πίστης του, ο Κύριος θαυματούργησε και τον θεράπευσε.
Αρχικά, αξίζει να τονιστεί πως ο τυφλός δεν ζητούσε απλώς το φως των οφθαλμών του, αλλά ζητούσε το φως το αληθινό, το φως του Χριστού. Έτσι, τι έκανε; Ζήτησε. Δεν έμεινε «κλεισμένος» στον εαυτό του. Ζητούσε την ικανοποίηση του πόθου του. Μάλιστα, συμβαίνει κάτι που μας εντυπωσιάζει. Αν και ήταν τυφλός, είχε εξασκήσει μια άλλη αίσθηση που διατηρούσε: Την ακοή. Η ακοή τον έσωσε, αφού του επέτρεπε ν’ ακούει την καρδιά του και τον βαθύτερο πόθο του. Άκουγε ότι είχε ανάγκη το φως. Όμως, άκουγε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό: Την ελπίδα που αναδυόταν μέσα απ’ τον όχλο. Την παρουσία του Χριστού.
Ο τυφλός μάς αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος που ζητάει το φως και την αλήθεια, σέβεται την καρδιά του, την ακούει, αλλά, παράλληλα, είναι «ανοιχτός» και στην ελπίδα. Περιμένει την ευλογημένη στιγμή που θα περάσει ο Χριστός από μπροστά του. Ο Κύριος σίγουρα στον καθένα μας θα δώσει την ευκαιρία να συναντηθούμε μαζί Του. Το πρόβλημα του ανθρώπου, όμως, είναι ότι είναι απολύτως «νεκρές» οι αισθήσεις του. Πότε είναι «νεκρές»; Όταν ο άνθρωπος απελπίζεται.
Ο τυφλός αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Όταν καταλαβαίνει ότι περνά ο Χριστός από κοντά του, αδιαφορεί για τον όχλο και για τη φασαρία των λογισμών του. Οι λογισμοί του τι του λέγανε; «Άσε ρε καημένε τώρα. Σιγά μη γυρίσει ν’ ασχοληθεί μαζί σου ο Χριστός». Αυτός, όμως, επιμένει στον πόθο της καρδιάς του και λέει: «Τώρα είναι η ευκαιρία της ζωής μου. Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτό το περιστατικό μάς δείχνει πως η ζωή μας είναι τόσο σημαντική. Δεν αξίζει να την αφήνουμε να περνάει με μια επιπολαιότητα. Η κάθε στιγμή που αφήνουμε να περάσει μπορεί να είναι η «γόνιμη» στιγμή της συνάντησής μας με τον Χριστό.
Μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που «μετανοεί» και στον άνθρωπο που «δεν μετανοεί». Ο άνθρωπος που «δεν μετανοεί» είναι ο άνθρωπος που ακούει τον όχλο που τον επιτιμά και, μάλιστα, υπακούει σ’ αυτή τη φωνή. Δηλαδή, υπακούει στην απελπισία, υπακούει στο λογισμό του, που είναι μια προβολή του εγωισμού του και του λέει: «Μα είναι δυνατόν να βρω το φως; Αφού είμαι τυφλός. Μα είναι δυνατόν να με συγχωρέσει ο Θεός; Αφού είμαι αμαρτωλός. Είναι δυνατόν να με αγαπήσει ο Θεός; Εγώ είμαι ανάξιος αγάπης». Στην αντίπερα όχθη, ο ταπεινός άνθρωπος τι κάνει; Κατ’ αρχάς, βρίσκεται μέσα στον όχλο. Δεν κρύβεται στο δωμάτιό του για να «ηδονίζεται» στα σκοτάδια του. Βγαίνει σε αναζήτηση του Χριστού μέσα στον όχλο. Γίνεται ρεζίλι. Του διαμαρτύρεται ο όχλος, τού λέει σταμάτα, αλλά αυτός επιμένει, αγνοεί τον όχλο, αγνοεί τους λογισμούς, γιατί έχει καθαρή και άσβεστη μέσα του την επιθυμία για το φως.
Αυτό είναι που μας σώζει. Εμείς λέμε: «Θέλουμε τον Χριστό». Ψέματα είναι. Αν Τον ζητούμε, το δείχνει η στάση ζωής μας και πού είμαστε στραμμένοι. Ο άνθρωπος που αληθινά προσδοκεί τον Χριστό, αναγνωρίζει τα σκοτάδια του, είναι τυφλός, αλλά έχει την ακοή. Ακούει, δηλαδή, τους αναστεναγμούς της καρδιάς του και την ελπίδα που περνά από μπροστά του. Πώς μπορεί και ακούει την καρδιά του; Αγνοεί τις φωνές του όχλου που του λένε: «Σταμάτα. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να έρθει στη ζωή σου. Είναι παραμύθι ο Θεός, δεν σε ακούει ο Θεός, είσαι αμαρτωλός και είναι ανύπαρκτος ο Θεός για σένα».
Αυτός είναι ο άνθρωπος της μετάνοιας και της αρετής. Η αρετή δεν είναι ένα ψυχολογικό γεγονός του τύπου «έγινα καλύτερος άνθρωπος». Αρετή σημαίνει ότι «έχω καρδιά, ακούω τους πόθους της και επιμένω εκεί». Αν δεν περάσουμε απ’ αυτή την εσωτερική κατάσταση, αν δε, ζήσουμε αυτή την εσωτερική «ρωγμή», δεν μπορεί ο άνθρωπος να «γεννηθεί πνευματικά». Θα είναι, ίσως, ένας καλός άνθρωπος, ένα «καλό παιδάκι του κατηχητικού», θα το θαυμάζουν, θα περνάει η ζωή του και μετά το τέλος. Το θέμα είναι να βρούμε το φως του Χριστού. Αυτό και τίποτα άλλο.
Αξίζει, όμως, να σταθούμε και στη συμπεριφορά του Χριστού. Τον βλέπουμε να διδάσκει τον κόσμο που ήταν εκεί. Δεν έκανε βόλτα. Τι κάνει μόλις αντικρίζει τον τυφλό; Αφήνει αυτό που κάνει και ασχολείται με το πρόβλημα του τυφλού. Μας δείχνει, δηλαδή, ο Κύριος πως δεν υπάρχει πνευματική ζωή χωρίς το ενδιαφέρον για την ανάγκη του αδελφού μας. Δεν υπάρχει πνευματικότητα χωρίς τη διακονία του δυσκολεμένου ανθρώπου. Εμείς σήμερα μπορεί να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση όπου λέμε: «Εγώ είμαι πνευματικός άνθρωπος και δεν ασχολούμαι με τις ανάγκες των ανθρώπων. Είμαι πνευματικός άνθρωπος και είμαι στο κελάκι μου και προσεύχομαι. Αδιαφορώ, όμως, για τον τυφλό που είναι δίπλα μου και περνάει».
Ο Χριστός, αντιθέτως, αφήνει τη διδασκαλία και ασχολείται με την ανάγκη του ανθρώπου. Λέει σ’ εμάς: «Άσε τις ψεύτικες πνευματικότητές σου. Αν είναι αληθινή η πνευματικότητά σου, τότε, γίνε ελπίδα και φως στον άλλον». Γράφει ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος σ’ ένα βιβλίο του: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων». O Χριστός, επομένως, δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του απ’ τους ανθρώπους που υπέφεραν για να μην Του χαλάσουν την ατομική ηρεμία και τη θετική Του διάθεση.
Αυτός, επομένως, είναι ο σκοπός της ζωής μας. Η πνευματική ζωή είναι το να ακούω την καρδιά μου, τους πόθους της και να ελπίζω στο «ανέλπιστο». Όλη η ύπαρξή μου να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που περνά από μπροστά της και να φωνάζω: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου