Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
«Η Ιστορία πρέπει να μελετάται με την πρόθεση και το σκοπό ενός βαθύτερου αντικρίσματος της ζωής και με την ευσυνείδητη σοβαρότητα για την αποστολή και τη συμβολή της στη βελτίωση του πολιτισμού της ανθρωπότητας», γράφει ο αξέχαστος ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, σ’ ένα βιβλίο του· (πρόκειται για ένα από τα εκατοντάδες έργα του που δεν έχει προσεχθεί και τόσο πολύ: Ο χαρακτήρας των Ελλήνων. Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα. Θεσσαλονίκη 1983, σ. 363). Γιατί παραθέτω αυτούσια αυτή την ιστορική θέση του Βακαλόπουλου, ίσως, ρωτήσει κανείς. Απαντώ: η διδακτική της Ιστορίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εδώ και δεκαετίες είναι άκρως προβληματική τόσο ως προς τη διδακτική μεθοδολογία όσο και ως προς τους γενικούς και ειδικούς σκοπούς της, παρότι έχουν γραφτεί πάρα πολλά, με πολλές επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών. Το αποτέλεσμα είναι ορατό. Η αποσπασματική διδασκαλία, η παπαγαλία ιστορικών γεγονότων και ημερομηνιών από μαθητές/τριες, με την απαίτηση μάλιστα να απαντώνται κατά γράμμα σε τεστ κα διαγωνίσματα, οδηγεί μαθητές και μαθήτριες στη βαρεμάρα του μαθήματος και στην άρνηση ή άγνοια συμβολής της Ιστορίας στη βελτίωση του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Αλλά... η βαρεμάρα, όταν τη διαβλέπει ένας εκπαιδευτικός σε μαθητές και μαθήτριες, οφείλει να την κάνει δημιουργική. Παράξενη θα μου πείτε αυτή η άποψη. Νομίζω πως όχι. «Η βαρεμάρα» γράφει ο Lars Svendesen, «δεν συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες αλλά με την επιθυμία. Και αυτή η επιθυμία είναι μια επιθυμία για αισθητηριακά ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα είναι το μόνο πράγμα που έχει ενδιαφέρον. […]. Η λέξη βαρετό συνδέεται άμεσα με τη λέξη ενδιαφέρον»· [το απόσπασμα από το εξαιρετικό έργο του: Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2006, σ. 37].
Πριν λίγες μέρες, μητέρα μιας μαθήτριας μού μετέφερε την αγωνία της κόρης της, που είναι μαθήτρια Γυμνασίου, πως θα μάθει το μάθημά της για να γράψει διαγώνισμα στη διδακτική ενότητα για την Εικονομαχία. Η μικρούλα, καθώς φαίνεται, για να γίνει πιο αποτελεσματικό και δημιουργικό το διάβασμά της, αντί της ξερής παπαγαλίας, αφιέρωσε χρόνο και δημιούργησε ένα σχεδιάγραμμα κάτι σαν «κόμικς» με γεγονότα και πρόσωπα γύρω από την Εικονομαχία. Η αρχική αγωνία της μικρούλας, που στη μητέρα της έλεγε «μαμά δε γίνεται να διαβάσω τίποτα, δεν μπορώ, όλη μέρα προσπαθώ. Αυτά τα πράγματα δεν διαβάζονται», μετατράπηκε σε ένα δημιουργικό παιχνίδι γνώσεων, το οποίο προς τιμήν της, μετέδωσε (μπράβο της!) και σε συμμαθητές/τριές της, όπου όλοι κι όλες, την επόμενη μέρα έγραψαν το διαγώνισμα με μεγάλη άνεση. «Η απόγνωση, η αγανάκτηση και η προσπάθεια ενός παιδιού 13ετών», όπως μου είπε η μητέρα της, «να βρει μόνο του τον τρόπο να εκφραστεί και να δημιουργήσει σε έναν λευκό πίνακα, τον δικό του κόσμο, για να μπορέσει να κατανοήσει όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, που είναι γραμμένα τόσο δυσνόητα και "άγαρμπα" στα σχολικά βιβλία της ιστορίας», μετατράπηκε σε «γραμματική της φαντασίας», για να θυμηθώ τον Τζιάννι Ροντάρι. Ευθύς αμέσως αναρτώ το έργο της μαθήτριας.
Όμως, πέραν όλων τούτων, ας μου επιτραπεί εδώ να πω και τα εξής. Για την Εικονομαχία, στα σχολικά βιβλία ουδέποτε έχω συναντήσει ένα παράθεμα από το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, τα περιστατικά της οποίας επιμελώς καταγράφει στον τρίτο τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους που εκδόθηκε στα 1867. Ο κορυφαίος ιστορικός προβαίνει σε καταγραφή και ερμηνεία των γεγονότων που κατασταίνει τον αιώνα της εικονομαχικής διαμάχης, αιώνα κυριολεκτικά καυτής ιστορικής λάβας, που καθόρισε τη μετέπειτα ιστορική πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν και σε προγενέστερο ιστορικό του εγχειρίδιο, ο ίδιος είχε αφιερώσει κάποιες σελίδες για την εικονομαχία, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ως αίρεση, την οποία ασπάστηκαν οι ικανότεροι των βυζαντινών αυτοκρατόρων, στο δέκατο βιβλίο του τρίτου τόμου της μετέπειτα πεντάτομης Ιστορίας του, ένα μεγάλο μέρος είναι αφιερωμένο σ’ αυτή. Αποτελούμενο από επτά κεφάλαια με το απαραίτητο επιστημονικό και κραταιό ιστοριογραφικό ύφος, διατρέχει όλα τα γεγονότα ολοκλήρου του 8ου και του πρώτου μισού του 9ου αιώνα. Οι προσωπικότητες των αυτοκρατόρων: Λέοντα Γ΄, Κωνσταντίνου Ε΄, Λέοντα Ε΄ του Αρμένιου, Μιχαήλ και Θεοφίλου, του Πάπα Γρηγορίου Γ΄· των Οικουμενικών Πατριαρχών: Γερμανού, Αναστασίου, Ταρασίου, Νικηφόρου Α΄, Ιωάννη Ζ΄ του Γραμματικού, Μεγάλου Φωτίου, της Ειρήνης της Αθηναίας, της αυτοκράτειρας Θεοδώρας· των αγίων: Ιωάννη Δαμασκηνού και Θεοδώρου Στουδίτη· των βασικών χρονογράφων της περιόδου αυτής: Θεοφάνη του Ομολογητή και Πατριάρχη Νικηφόρου, καθώς και της αίρεσης των Παυλικανών, της εικονομαχικής συνόδου της Ιέρειας (754), της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787) και της Συνόδου 843, αλλά και του καταστροφικού σεισμού της Θήρας το 726, είναι για τον Παπαρρηγόπουλο οι αποφασιστικοί εκείνοι παράγοντες που συνέθεσαν το δράμα της εικονομαχικής περιόδου.
Ο ίδιος, εξάλλου, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τα γεγονότα, δεν διστάζει να αναζητήσει τα αίτια της εικονομαχίας και πέραν αυτών που, στη μέχρι και σήμερα ιστορική έρευνα, έχουν έχουν γίνει αποδεκτά. Στο κορυφαίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των Ισαύρων, ο Παπαρρηγόπουλος διαβλέπει την προσπάθειά τους να εξουσιάσουν την Εκκλησία και να επωφεληθούν την περιουσία των μοναστηριών, αναγνωρίζοντας παράλληλα σ’ αυτούς και, κυρίως, στον Λέοντα Γ΄ την τεράστια επιτυχία απόκρουσης των Βουλγάρων και των Αράβων και την ταυτόχρονη οικονομική και διοικητική ισχυροποίηση της αυτοκρατορίας. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της μεταρρύθμισης υπήρξε ο νομικός κώδικας, ο επονομαζόμενος Εκλογή, όπου ο Παπαρρηγόπουλος αναγνωρίζει τη μεγάλη νομοθετική αξία της.
Εδώ πρόκειται για εκείνη την ιστοριογραφική θεώρηση που θέτει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας του εθνικού μας ιστορικού. Και αυτή η πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι κείμενα από την εικονομαχική πλευρά, από τα ελάχιστα που διασώθηκαν, όπως ήταν η Εκλογή, μαζί βέβαια με τα πρακτικά της εικονομαχικής Συνόδου της Ιέρειας που συγκάλεσε ο Κωνσταντίνος Ε΄ – «πολύ αποτομώτερο του πατρός» τον χαρακτηρίζει - στα 754, της οποίας όρους καταγράφει και κρίνει ο Παπαρρηγόπουλος, δίνουν στον ίδιο τη δυνατότητα να αποτιμήσει την εικονομαχία ως κίνημα που δεν ξέσπασε εξαιτίας των εικονόφιλων θεολόγων, όπως ήταν ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Και το εξηγεί και το ερμηνεύει αυτό, βέβαια, ξανά ο ίδιος στα επόμενα κεφάλαια του τρίτου τόμου της Ιστορίας του, αλλά και στο εναρκτήριο μάθημά του, στις 14 Ιανουαρίου του 1888, που τιτλοφόρησε: Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα την ίδια ημέρα, και ξαναδημοσιεύθηκε ένα χρόνο αργότερα στο βιβλίο του Ιστορικαί Πραγματίαι, επισημαίνοντας με καίριο τρόπο ότι, η θρησκευτική και κοινωνική αυτή Μεταρρύθμιση ενέταξε το Βυζάντιο στο «κυρίαρχο αφήγημα της Δύσης», μιας και οι προσπάθειες και διεργασίες για εκκοσμίκευση της βυζαντινής πολιτείας έλαβαν χώρα στην Ανατολή επτά αιώνες πριν την Μεταρρύθμιση στη Δυτική Ευρώπη, με τον Προτεσταντισμό.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ορθά έχει τονιστεί πως, ο Παπαρρηγόπουλος ακολούθησε τη γιββωνική αντίληψη, ότι δηλαδή οι γενναίες μεταρρυθμίσεις των εικονομάχων αυτοκρατόρων γινόταν για να βγει το Βυζάντιο από τη «μακρά νύχτα της δεισιδαιμονίας». Δεν χάνει μάλιστα την ευκαιρία να κάνει μια βαθιά επίθεση στα «ατοπήματα» του βυζαντινού μοναχισμού και στις παρεκτροπές του προς το θρησκευτικό φανατισμό. Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για μια στάση που, για τον σημερινό ιστορικό αποτίμησης του συνολικού έργου του Παπαρρηγόπουλου, είναι πράγματι «ανερμήνευτη», προκαλώντας έκπληξη, αναγνωρίζοντάς του όμως το ρόλο του πρώτου βασικού εκπροσώπου του Ιστορισμού.
Αυτές οι επισημάνσεις μου, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να ενδιαφέρουν έναν μαθητή ή μια μαθήτρια. Ωστόσο, η έλλειψη τέτοιων ιστορικών αναφορών και προβληματισμών για την Εικονομαχία, η οποία υπάρχει στα διδασκόμενα μαθήματα της Ιστορίας και των Θρησκευτικών, κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι ένα πρόβλημα που καταδεικνύει τις «φοβίες» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να προκαλέσει ζωηρές συζητήσεις στη σχολική τάξη, για γεγονότα που σημάδεψαν τη μακρόσυρτη Ιστορία του Ελληνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου