Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Μπορεῖ να ξαναγραφεῖ ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας;

Τοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΟΣΧΟΥ

Α. Ἱστορώντας την Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Ἡ εἰκόνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συχνά καθορίζεται ἀπό τήν ἱστορική της συνέχεια καί ταυτότητα μέ τήν πρώτη καί ἀρχαία Ἐκκλησία. Κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνάπτυξης τῆς νεότερης ἱστοριογραφίας μετά τόν 17ο αἰώνα, ἕνα σοβαρό βῆμα στήν διαμόρφωση αὐτῆς τῆς εἰκόνας στόν ἑλληνόφωνο κατ’ ἀρχήν χῶρο, ἔγινε ὅταν ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἀνατολή χρησιμοποιήθηκε κι ἀπό τήν ἴδια γιά ἀπολογητικούς καί πολεμικούς λόγους σέ δύσκολες ἐποχές. Μετά τή Μεταρρύθμιση καί τούς ὁμολογιακούς πολέμους πού ἀποτελοῦν καί πόλεμο ἱστοριογραφικοῦ ἀφηγήματος γιά τό ποιός διασώζει τόν αὐθεντικό Χριστιανισμό, στήν Ἀνατολή ἀκολουθοῦν ἔργα πού στηρίζουν τήν ἀδιάσπαστη παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ἀνατολή, ὅπως ἡ Ἐπιτομή εροκοσμικῆς Ἱστορίας τοῦ Νεκταρίου Ἱεροσολύμων ἤ πού ἀντλοῦν ὑλικό καί μέθοδο ἀπό τήν πολεμική ἐκκλησιαστική ἱστοριογραφία τῆς Δύσης ὅπως τίς Μαγδεμβούργειες Ἑκατονταετηρίδες, ὅπως τοῦ φιλολατίνου μοναχοῦ Παϊσίου Λιγαρίδη καί πάνω σ’ αὐτό (ἐμπλουτίζοντάς το) θά γράψει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων τό γνωστό ἔργο του Ἱστορία τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων. Τό ἔργο αὐτό θά χρησιμοποιήσει πλέον τήν ἱστορία γιά νά ἀνασκευάσει διδασκαλίες τῶν Λατίνων ὅπως τό παπικό πρωτεῖο, λειτουργικά ζητήματα κ.λπ.). Στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰώνα συγγράφεται ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν (Μήτρου) πού εἶναι περισσότερο ἱστορία καί λιγότερο πολεμική δογματική πραγματεία, ὅμως ἡ θεματική κινεῖται περίπου στήν ἴδια κατεύθυνση.
Δεν εἶναι ὑπερβολή να ποῦμε ὅτι παρά τήν ἀνάπτυξη τῶν σημαντικῶν ἐπιστημονικῶν ἐργαλείων, ὅπως τῆς κριτικῆς τοῦ κειμένου, τῆς χρήσης τῶν ἀρχαιολογικῶν πηγῶν, δέν ἄλλαξε ριζικά ἡ γενική στοχοθεσία και ὀπτική ἀπό την πολεμική καί τήν ἀπολογητική ἀξιοποίηση τῆς θεσμικῆς καί γενικότερης συνέχειας καί τήν ἔμφαση στό πεδίο τῆς γεγονοτολογίας στά πρόσωπα, τούς θεσμούς καί τίς ἰδέες τοῦ προσκηνίου τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Σέ δεύτερη μοῖρα ἔρχονται φαινόμενα τοῦ ΠΑΡΑσκηνίου, δηλαδή λαϊκή εὐσέβεια, ἁγιολογία, ἱστορία τῆς ἄσκησης, ἐξέλιξη τῆς θείας λατρείας κ.λπ., πού στά ἐγχειρίδια τιτλοφοροῦνται «ἐσωτερικός βίος» τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι συνεπῶς εὔλογο ὅτι ἡ ἱστοριογράφηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας αὐτοῦ τοῦ εἴδους μετατρέπεται σέ μιά ἐκκλησιολογική κατηγορία: ἡ ἱστορία ταυτίζεται μέ τήν «οὐσία» τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐν χρόνῳ κατανόηση τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικής καὶ ἀποστολικής Ἐκκλησίας». Ἄρα ἀμφισβήτηση ἀκόμα καί ἐπιμέρους πτυχῶν ἤ γεγονότων θά «ξήλωνε» σιγά-σιγά σάν πουλόβερ ὅλο τό οὐσιῶδες περιεχόμενο μέ προφανεῖς σωτηριολογικές συνέπειες.

1. Ὁ πολεμικός χαρακτήρας

Τό πιό εὔκολο πρᾶγμα γιά νά κατοχυρώσεις τήν ταυτότητά σου φαίνεται νά εἶναι ἡ ἐπίθεση σέ ὅ,τι φαίνεται διαφορετικό. Ἡ πλήρης ἐπαναφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία καί πραγματικότητα μετά τή δεκαετία τοῦ 1990 ἔφερε μιά γιγαντιαία ἀναμόχλευση γιά τήν διεκδίκηση ταυτότητας σ’ ἕναν κόσμο ἀλλαγῶν. Ἡ ἐπίθεση στήν Ἀνατολή, στή Δύση, στό filioque, στό πρωτεῖο, στόν Ὀρθολογισμό, τό δικαιωματισμό, τό Ἰσλάμ, κ.ἄ.π., ἀπετέλεσαν ἕνα πολύ πειρασμικό περιβάλλον γιά τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὥστε νά συνεχίσει μιά πορεία, ἡ ὁποία βεβαίως στό παρελθόν ὡς πολεμική εἶχε ἀναμφισβήτητα γόνιμες πλευρές, ἀλλά τώρα, σ’ ἕνα γενικό bellum omnium contra omnes τά ἐλαττώματα αὐτῆς τῆς πορείας φαίνονται πιά πολύ καθαρά. Σημειώνω δύο: τό διαρκές σύνδρομο θυματοποίησης πού συνοδεύει τήν Ὀρθόδοξη νεώτερη ἐκκλησιαστική ἱστορία καί περιορίζει ὅλες τίς πλευρές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σ’ ἕνα ρομαντικά ἡρωϊκό ἄνισο διμέτωπο ἀγώνα κατά τῶν δύο Γολιάθ τῆς Λατινικῆς Δύσης καί τῆς Ἰσλαμικῆς Ἀνατολῆς. Συναφής δεύτερη παρενέργεια εἶναι ἐπιστημολογικές στρεβλώσεις. Κλασικό παράδειγμα στήν ἑλληνόφωνη ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι ἡ ὑστεροβυζαντινή περίοδος, πού ἀντιμετωπίζεται ὡς περίοδος «σάντουιτς» ἀνάμεσα στην ἔνδοξη βυζαντινή ἐποχή πού προηγήθηκε καί τήν Τουρκοκρατία πού ἀκολούθησε, καί συνοδεύεται μέ γενικευμένες κρίσεις τουλάχιστον προβληματικές: θεωρεῖται περίοδος παρακμῆς, προδοσίας, διαμάχης Ὀρθόδοξων ἑνωτικῶν και ἀντορθόδοξων ἀνθενωτικῶν κ.λπ.
Ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς αὐτομεμψίας καί τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατάκρισης εἶναι βασικά σημεῖα πρόοδου τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί αὐτό τό στοιχεῖο δέν μπορεῖ παρά νά ἀφορᾶ καί τήν συλλογική αὐτοκατανόηση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, εἶναι ἕνα πνευματικό αἴτημα πρωτίστως τό νά σπουδάσουμε τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ νηφαλιότητα, καταλλαγή καί ἀμεροληψία. Ἀπό πλευρᾶς μεθοδολογικῶν ἐργαλείων ἔχουμε ἀξιοσημείωτη πρόοδο, ὅπως ἡ μεταποικιακή προσέγγιση (postcolonial approach) πού, παρά πιθανά σημεῖα κριτικῆς, βοηθᾶ νά κατανοήσουμε π.χ., πλευρές τοῦ ἀντιδυτικοῦ μονολόγου ὡς ἱστορίας.

2. Ἡ ἀπολογητική και αὐτοδοξαστική ἔμφαση στήν ταυτότητα

Μέ τήν τάση αὐτή, ἡ ἱστορία ὡς κριτικό ἀγώνισμα καί εὕρεση τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας τείνει νά ἀκυρωθεῖ, ἀφοῦ περιεχόμενο τοῦ ἱστορικοῦ ἀφηγήματος εἶναι ἡ πλήρης ἱστορική ταυτότητα, ἄρα ἡ μή-ἱστορία! Σύμφωνα μέ τίς ἰσχύουσες ἀντιλήψεις πού ἐνισχύονται ἀπό μιά ἐκκλησιαστική ρητορική μέ προφανεῖς ποιμαντικούς καί οἰκοδομητικούς στόχους, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πλοῖο πού ταξιδεύει μέσα στό πέλαγος τῆς ἱστορίας (νοητή ναῦς). Ὅμως, στήν κλασική φρασεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα στήν Προς Ἐφεσίους Ἐπιστολή, τό σῶμα αὐτό ἐξελίσσεται καί «οἰκοδομεῖται»: «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας […] ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Χριστός». Ἀπό αὐτά συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία «αὔξει καί προοδεύει» καί δέν εἶναι ἕνα στατικό μέγεθος. Ἐπίσης, τούς προσερχομένους σέ αὐτήν τούς ἀλλάζει, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀλλάζοντας καί τήν φύση τῶν ἅγριων θηρίων σέ ἥμερα, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἱστορική Κιβωτό μέ τήν ὁποία παρομοιάζεται γενικά ἡ Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ θετική ἀξιολόγηση ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς καί ὑμνογράφους ἡ κοσμοκρατορία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πού θεωρήθηκε ἐργαλεῖο τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά νά διαδοθεῖ τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄρα καί ἡ Ἐκκλησία καί ὁ «κόσμος» μέ θεολογική ἔννοια εἶναι μεγέθη πού ἐξελίσσονται καί σέ μεγάλο βαθμό ἀλληλεπιδροῦν κι ἔτσι πρέπει καί νά ἐξιστοροῦνται.

3. Ἡ ἐπιμονή στην ἐκκλησιαστική ἱστορία τοῦ προσκηνίου

Μιά ἄλλη σημαντική παρενέργεια εἶναι ἡ ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας με τίς δομές της, τόν κλῆρο κ.λπ. ἐνῶ τό ὑπόλοιπο τμῆμα εἶναι τό ποίμνιο πού δέν παράγει ἱστορία, ἀλλά ἀκολουθεῖ τά γεγονότα ὡς ντεκόρ καί ἀποκτᾶ κάποιο ρόλο ὅταν εἴτε στηρίζει με μαζικές ἐκδηλώσεις συνόδους, χειροτονίες κ.λπ., ἤ ἀποτελεῖ πρόβλημα ὅταν ἀκολουθεῖ ἀποκλίνουσες πρακτικές καί πρέπει νά «κανονισθεῖ» κι ἔτσι μαθαίνουμε κατά λάθος σχεδόν γιά ὕπαρξη ἰουδαιοχριστιανῶν, τό ρόλο τῶν γυναικῶν, γνωστικίζουσες ἤ δυαρχικές ὁμάδες ἀσκητῶν, συγγραφεῖς κ.λπ., πού τιμῶνται ὡς ἅγιοι, θεωρώντας ὅλ’ αὐτά μιά οἰονεί ἀπόβλητη μορφή αἱρετικοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ὅμως γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα δέν θεωροῦνταν ὡς τέτοια ἤ ἀποκαταστάθηκαν ἤ ἐπανερμηνεύθηκαν ἀργότερα.
Ὅμως, καί πάλι σύμφωνα με την παύλεια εἰκόνα (Ρωμ. 12:3-5) τὀ σῶμα ἀκριβῶς ἀπό αὐτά χαρακτηρίζεται, δηλ., ἀπό ποικιλομορφία τῶν μελῶν. Ἡ δομή εἶναι νευραλγική γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά αὐτό συνεπάγεται τήν ἰσότιμη ἐκκλησιολογική ἀξία ὅλων τῶν μελῶν, τήν ἐξέλιξη στή Λατρεία κ.λπ. Ἑπομένως, ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας θα πρέπει να εἶναι μια συνδυαστική ἐξιστόρηση «ἐξωτερικοῦ» καί «ἐσωτερικοῦ» βίου. Γιά παράδειγμα, πολύ δύσκολα θά κατανοήσουμε τήν ἐξέλιξη τῶν χριστολογικῶν ἐρίδων μετά τό 451 ἄν δεν συνεξετάσουμε τίς μεγάλες ἀλλαγές στή θρησκευτικότητα, τή μετεξέλιξη τῆς ὑστεροαρχαϊκῆς πόλης, τό νέο πολιτιστικό και γεωπολιτικό ρόλο μεγάλων κοινοβίων μοναστηριῶν στήν Παλαιστίνη ἤ τή Συρία.
Μαζί μ’ αὐτά συναντοῦμε κι να ἄλλο φαινόμενο: τήν ἱστοριογράφηση τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό να κέντρο ἱεραρχικό καί σέ μεγάλο βαθμό πολιτικό. Ὁ ἱστορικός μετατρέπεται σ’ ἕνα εἶδος ἱερομνήμονα / ὑπομνηματογράφου. Ἔτσι, κρίσιμα ζητήματα ὅπως ἡ πτώση τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἀνάδειξη «ὑποκατάστατων» αὐτοῦ (Σουλτάνος, Τσάρος) περνοῦν μέσα ἀπό αὐτή τήν κατανόηση ἑνός ἱεραρχικοῦ κέντρου, μιά χρήση τῆς ἱστορίας πού βρίσκει ἰδιαίτερη ἐφαρμογή στό κανονικό δίκαιο. Ὅμως, τά πράγματα δέν ἦταν πάντα ἔτσι καί γιά νά ἀπαντήσουμε σήμερα μ’ ἕνα θετικό τρόπο πῶς μπορεῖ καί πρέπει νά γράφεται ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θά πᾶμε στήν ἀρχή τῆς κκλησιαστικῆς στορίας.

Β. Μπορεῖ να ὑπάρξει «ἄλλη ἱστορία»;

Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ὡς ἰδιαίτερο γραμματειακό εἶδος ἄνθισε τόν 4ο καί τόν 5ο αἰώνα μέ πρῶτο διδάξαντα τόν Εὐσέβιο Παμφίλου Μητροπολίτη Καισαρείας Παλαιστίνης πού μίλησε γιά ἱστορία ἐπικεντρωμένη στήν οἰκονομία τοῦ Κυρίου και Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος εἶχε ἐπίγνωση τῆς πρωτοτυπίας τοῦ ἐγχειρήματός του γράφοντας στόν πρόλογο ὅτι «πρῶτοι νῦν τῆς ὑποθέσεως ἐπιβάντες οἰὰ τινα ἐρήμην καὶ ἀτριβῆ ὁδόν ἐγχειροῦμεν» (Ἐκκλ. Ἱστ. Α΄ 1, 3).
Ὅμως, ὁ Εὐσέβιος εἶχε ἤδη ἐργασθεῖ συγκεντρώνοντας ὑλικό σέ δύο ἄλλα ἔργα, τή Χρονογραφία καί τήν Εὐαγγελική Προπαρασκευή, ὅπου συγκεντρώνει τήν ἀπαραίτητη γνώση ἱστορικῆς ὕλης πού θά τοῦ ἐπέτρεπε νά παραλληλίσει καί νά συσχετίσει τά ἐκκλησιοϊστορικά γεγονότα μέ ἐκείνα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Τί σημαίνουν ὅλα τά παραπάνω:
  • ὅτι ἡ ἀρχική ἰδέα γιά τήν δημιουργία μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δέν εἶναι τόσο ξεχωρισμένη ἀπό τήν προσπάθεια ἱστοριογραφικῆς σύλληψης τῆς παγκόσμιας ἱστορίας (δηλαδή τή Χρονογραφία) ὅσο συνήθως πιστεύουμε.
  • ὅτι κάθε προσπάθεια ἱστοριογράφησης βασίζεται στή μέθοδο καί τή συσσωρευμένη γνώση τῆς μέχρι τότε ἱστοριογραφίας (πίνακες, συγγραφεῖς, πηγές κ.λπ.) ἀλλά γίνεται ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας (μέ αὐτούσια μάλιστα παραθέματα ἀπό πηγές) γιά νά φτιαχτεῖ μιά τεκμηριωμένη ἀφήγηση τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ΜΕΣΑ στην ἱστορία τοῦ κόσμου μέ ἄξονα τό ἔργο τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ (ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας).
  • ὑπάρχουν συγκεκριμένα αἴτια καί κίνητρα γιά τήν ἱστορία πού τά παρέχει ἡ συνάντηση τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος με τίς προκλήσεις καί τά ἐρωτήματα κάθε ἐποχῆς. Αὐτά εἶναι α) πρός τά ἔξω ἡ ἀπολογητική προσπάθεια νά φανεῖ ὁ Χριστιανισμός ἀρχαιότερος ἀπό τόν Ἑλληνισμό, β) πρός τά μέσα νά φανεῖ ἡ ἱστορική συνέχεια μέ τούς φορεῖς τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος μέσω τῶν ἐπισκόπων καί γ) νά καταρριφθεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι μέ βάση χρονικούς ὑπολογισμούς ἔρχεται σύντομα ἡ Δευτέρα Παρουσία καί τό τέλος τοῦ κόσμου. Φυσικά, καθώς προχωροῦμε στόν 4ο αἰώνα, ὁ Εὐσέβιος δίνει ἕναν πιό ἠθοπλαστικό σκοπό στήν ἀφήγησή του καί ἀργότερα, ἀρχίζει νά ἀποκρυσταλλώνεται ἡ ἰδέα μιᾶς συνάφειας μέ τή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία γι’ αὐτό καί ὁ Σωκράτης έξιστορεῖ μέ χωρισμό σέ βασιλεῖες, ὅμως περιγράφει καί τόν Χριστιανισμό ἔξω ἀπό τη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ἀργότερα, καθώς ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μετατρέπεται σέ «βυζαντινή» ἱστορία, αὐτό χάνεται.
Ποιά σημασία ἔχουν τώρα αὐτές οἱ παρατηρήσεις γιά μᾶς; Συνδυάζοντάς τες μέ τίς παραπάνω ἐπικρίσεις μποροῦμε νά καταλήξουμε στίς ἑξῆς σκέψεις γιά τό πῶς μποροῦμε νά ξαναγράψουμε ἤ νά ξανασυλλάβουμε την ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτό θά γίνει μέ τό νά:
  • ἐπανακαθορίσουμε τή σχέση τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν παγκόσμια ἱστορία χωρίς θυματοποιήσεις ἤ αὐτοκρατορικά σύνδρομα, ἄρα ξαναπεριλαμβάνοντας τήν ἱστορία τῆς περιφέρειας (π.χ., τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Χριστιανῶν κατ’ ἀρχήν πού εἶναι καί οἱ πιο κοντινοί) ἀλλά καί τῶν ἄλλων Χριστιανῶν σέ διαρκῆ ἀλληλεπίδραση καί ὄχι μέ πολεμική ἤ φοβική διάσταση, καί τέλος τήν πολιτική, κοινωνική καί πολιτιστική ἱστορία ὁλόκληρου τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά πάψει νά εἶναι τό πλατωνικό «μπαλόνι» πού πλέει ἀκατάρριπτο στούς ἐχθρικούς οὐρανούς τοῦ κόσμου καί θά γίνει ἕνα ἱστορικό ὑποκείμενο πού διαρκῶς κατακτᾶ τήν ἑνότητα καί τήν ταυτότητά του, χωρίς νά χρειάζεται νά πολεμᾶ τούς «ἄλλους».
  • ἀνακτηθεῖ ὁ ἀνοικτός χαρακτήρας τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πού πορεύεται πρός τή συνάντηση μέ τήν κεφαλή καί Σωτήρα της, ἀλλά ἡ πορεία αὐτή ὑπόκειται στήν εὐθύνη κάθε ἐποχῆς καί ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος νά κατευθύνεται σωστά καί νά προετοιμάζεται πρός αὐτή τή συνάντηση, διότι μπορεῖ «πύλαι Ἄδου» νά μήν «κατισχύσουσιν αὐτῆς» (τῆς Ἐκκλησίας), πλήν «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς εὑρήσῃ ἄραγε τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;», τὴν ἴδια στιγμή πού δύναται και «ἐκ τῶν λίθων τέκνα Ἀβραάμ ἐγεῖραι». Αὐτή τήν ἀνοιχτότητα καί τήν ἀνάληψη εὐθύνης πρέπει νά διαπαιδαγωγεῖ ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μιά πρακτική ἰδέα ὁρολογικοῦ ἀναπροσανατολισμοῦ θά ἦταν ἀντί γιά Ἐκκλησιαστική Ἱστορία νά μιλήσουμε γιά Ἐκκλησία ἤ Χριστιανισμό στήν ἱστορία καί νά κρίνουμε τό Ορθόδοξο ἀπό τό μή ὀρθόδοξο ὄχι μέ βάση τό παρελθόν ἀλλά μέ κριτήριο τή δοκιμασία ἀπέναντι στίς ἱστορικές προκλήσεις.

1 σχόλιο:

  1. Ο Δημήτριος Μόσχος είναι Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Τμήμα Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α., Διευθυντής του Εργαστηρίου Μελέτης Αρχαίου Ανατολικού Χριστιανισμού του ιδίου Τμήματος και μέλος του Δ.Σ., της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη ομιλίας που δόθηκε στο πλαίσιο του κύκλου ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στις 26 Μαΐου 2021. Αναδημοσιεύταια από το Ιστολόγιο «Πολυμερώς και Πολυτρόπως» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή