Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

«Όσοι Έλληνες αγαπούν την πατρίδα των, ύπνον γαλήνιον σήμερα δεν απολαμβάνουν»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί έφερε στο νου μου τον «προφητικό» λόγο του αειμνήστου συγγραφέα και φιλολόγου καθηγητή στο πάλαι ποτέ Γυμνάσιο Μυτιλήνης Αθανασίου Γ. Τσερνόγλου. Ολίγα τινά περί αυτού είναι απαραίτητο να καταγράψω ευθύς αμέσως. Ο Τσερνόγλου γεννήθηκε το 1927 και ήταν γόνος προσφυγικής οικογένειας, με διπλή Μικρασιατική καταγωγή, του πατέρα από την Πέργαμο και της μητέρας από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί). Σ’ όλη του ζωή διατήρησε ακμαία την αγάπη και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον για τις δυο αυτές πατρίδες και τη γενέθλια πόλη του, τη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη Αθήνα και εργάστηκε ως φιλόλογος καθηγητής στη Μυτιλήνη, στην Εύβοια και στην Αθήνα. Το κατ’ εξοχήν καύχημά του ήταν η διετής διδασκαλία του στο γυμνασιακό τμήμα της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στην Κωνσταντινούπολη και, ιδιαίτερα, ότι σ’ αυτή ευτύχησε να έχει μαθητή τον νυν Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, ημέρα της ζωής του ήταν η 17η Ιουνίου 2001, κατά την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης, χωρίς να τον προειδοποιήσει, τον χειροθέτησε Άρχοντα Προστάτην των Γραμμάτων, κατά τη Θεία Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης. Το ‘λεγε συχνά και με παιδική απλότητα, το χαιρόταν ότι είναι «ο διδάσκαλος του Πατριάρχου». Σεμνότατος και μετρημένος στις σχέσεις και στις εκδηλώσεις του, ζούσε ασκητικά και σε εκούσια πτωχεία, σαν αρχαίος φιλόσοφος ή σαν χριστιανός αναχωρητής, αρνούμενος όλες τις ευκολίες που παρέχει ο πολιτισμός και η τεχνική πρόοδος, χωμένος μέσα στον κόσμο των σπάνιων βιβλίων και των παράξενων συλλογών του, αντιμετωπίζοντας με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής και τις συχνές ασθένειές του. Έτσι σεμνά και αθόρυβα έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. Όλες τις οικονομίες της ασκητικής ζωής του διένειμε κατά ισομοιρία μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη, της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Μυτιλήνης, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών και του εν Αθήναις Ελληνικού Λαογραφικού Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), όπου και κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του. Προικισμένος με μια σπάνια και απεριόριστη μνήμη, με διαρκή μελέτη και επιμέλεια, κατείχε θησαυρούς φιλολογικών και ιστορικών γνώσεων, που αφορούσαν κυρίως στην Αιολική και Λεσβιακή Ιστορία και Τοπογραφία, την εκκλησιαστική και πολιτική προσωπογραφία, ακόμα και τη σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα. Διακριτικός και ταπεινόφρων, έδινε μετά από πολλές παρακλήσεις και παροτρύνσεις, το παρόν στην πνευματική ζωή του τόπου, σε διαλέξεις, στην τηλεόραση και, κυρίως, με τη συγγραφή μικρών, αλλά ιδιαιτέρως αξιόλογων μελετών, που κατά καιρούς δημοσιευτήκαν στο περιοδικό της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, τα Λεσβιακά, κυρίως, και σε πολλά Μικρασιατικά περιοδικά.


Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ταπεινό φιλόλογο έλαχε ο κλήρος να ανασυγκροτήσει την Ιστορική Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Μυτιλήνης. Επί τρία έτη (1960-1963) ταξινόμησε και κατέγραψε χειρόγραφα και έντυπα, τα οποία σήμερα κάθε ερευνητής και φιλίστωρ έχει τη δυνατότητα να μελετήσει. Πρόκειται για χειρόγραφα που χρονολογικά εκτείνονται από τον 10ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, και για σπανιότατα έντυπα, που κι αυτά χρονολογικά εκτείνονται από τα μέσα του 15ου μέχρι και τον 19ο αιώνα. 


Εκείνο, όμως, που εδώ έχει σημασία είναι το γεγονός ότι, ο αλησμόνητος Αθανάσιος Γ. Τσερνόγλου ωσάν «προφήτης» σε μια σημείωση του Συμπληρωματικού καταλόγου χειρογράφων της παλαιάς Γυμνασιακής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης, τον οποίο εξέδωσε στον 13ο (1991) τόμο του περιοδικού Λεσβιακά της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, εκτός του παράπονου που εκφράζει για τους κόπους που κατέβαλε για την ανασυγκρότηση της βιβλιοθήκης, εκφράζει και την αγωνία του για τις μελλοντικές τύχες του Ελληνισμού και των απειλών που αυτός δέχεται εξ Ανατολών. Γράφει, λοιπόν, τα εξής: ««εννοείται ότι δια τους υπετριετείς κόπους, που κατέβαλα ολομόναχος προς ανασυγκρότησιν της από 50ετίας εγκαταλελειμμένης και καταληστευμένης Βιβλιοθήκης και για τη σκόνη δύο αιώνων που κατέπια, ουδεμίαν ουδαμόθεν ηθικήν ικανοποίησιν έλαβα, εκτός της πληροφορίας της συνειδήσεώς μου ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι της ιστορικής παραδόσεως του προσφιλούς τόπου της γεννήσεώς μου, δια την μελλοντικήν τύχην του οποίου ένεκα της συνεχώς αυξανόμενης εξ Ανατολών απειλής, τρέμω και αγωνιώ. Ο Ελληνισμός αδιακόπως συρρικνώνεται. Αυτά πρέπει να γράφωνται, για να φρονηματίζουν τους μεταγενεστέρους. Όσοι Έλληνες αγαπούν την πατρίδα των, ύπνον γαλήνιον σήμερα δεν απολαμβάνουν». Έχω τη γνώμη πως οι δύο τελευταίες φράσεις, καλό είναι να μας προβληματίζουν και, κυρίως, να κάμουν σώφρονες τους πολιτικούς ταγούς της πατρίδας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου