«Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σκοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικίσια φωνή απ’ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ’ όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία:
- Θέ μου. Κρεμούν τον πατριάρχη!
Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι.
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν’ αρχίσουν. Ένας πέρασε τη θηλιά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σκοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μια, δύο, τρεις φορές. Σταμάτησε. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός.
Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρέμονταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ’ το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους.
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολλοί σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν’ ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ’ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης».
ΓΙΩΡΓΗΣ Θ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ. (2000). Η αγχόνη. Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 172-173.
«Ο αδικοχαμένος Γρηγόριος, τρεις φορές Πατριάρχης, υπήρξε λιτός, σεμνός, φιλάνθρωπος και αχρημάτιστος. Δεν απέκτησε ποτέ του περιουσία κι αυτό φαίνεται στη διαθήκη του:
“Ό,τι βρεθεί εις το κιβώτιό μου να μοιραστεί στους ιερείς του Όρους και τους φτωχούς, αμέσως με το θάνατό μου.
”Άλλη χρηματική περιουσία δεν έχω, παρά μόνο τα φορέματά μου, παλαιόγουνες και αντεροκάβαδα. Να μοιραστούν σε όσους βρεθούν εις την υπηρεσία μου.
”Εξ αυτών ο αρχιδιάκονος ανεψιός μου θέλει λάβει τα τιμιώτερα. Ράσο, γούνα και αντεροκάβαδα. Τα στρώματα του οντά και τα παπλώματα να δοθούν εις το νοσοκομείο των Ιβήρων”
Είχε συντάξει αυτή τη διαθήκη στα 1813, όταν βρισκότανε εξόριστος στο Άγιον Όρος.
Ενώ ο Πατριάρχης των Γραικών κηδευόταν στην Οδησσό, οι όμηροι Μητροπολίτες Συνοδικοί ταξίδευαν προς το δικό τους μαρτύριο. Ο Ιθακήσιος Αγχιάλου Ευγένιος, που τον είχανε φέρει σιδηροδέσμιο από την επαρχία του, απαγχονίστηκε από τους πρώτους δείχνοντας καρτερία και στωικότητα. Ο υπέργηρος Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε στο δρόμο, καθώς τον μεταφέρανε στην αγχόνη. Ο δήμιος τον κρέμασε νεκρό. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με πλοιάριο σε διάφορα μέρη. Έψαλαν μέσα στο σκάφος οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία τους: “Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον”. Στην πρώτη σκάλα, στο Αρναούτκιοϊ, κατέβηκε ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος κι αποχαιρέτησε ηρωικά τους άλλους αρχιερείς:
- Καλή αντάμωση, αδελφοί, στην άλλη ζωή.
Τον κρέμασαν μπροστά στην πόρτα του κουρείου. Η μαρτυρική συντροφιά συνέχισε την πορεία της. Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος απαγχονίστηκε στο Μέγα Ρεύμα. Κληρικός σπουδαγμένος στην Ευρώπη και σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ο Δημητσανίτης Θεσσαλονίκης Ιωσήφ είχε την ίδια τύχη στο Νιοχώρι. Ο Δέρκων Γρηγόριος μεταφέρθηκε στη Μητρόπολή του, στα Θεραπειά. Πριν τον κρεμάσουν έξω από την πύλη της, ζήτησε να προσευχηθεί και να μην του δέσουνε τα χέρια. Δεχτήκανε το αίτημα οι δήμιοι και κατόπιν ο Δέρκων ευλόγησε τη θηλιά του σκοινιού. Την πέρασε στο λαιμό του και διέταξε εκείνος το δήμιο:
-Εκτέλεσε τώρα την εντολή του ασεβούς κυρίου σου.
Μ’ αυτό τον τρόπο μαρτυρήσανε οι όμηροι Συνοδικοί. Η Εκκλησία πρόσφερε στον Αγώνα τους πρώτους ιερούς νεκρούς».
ΜΑΝΟΣ ΒΕΝΙΕΡΗΣ. (2011). Η Μεγάλη Θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία. Αθήνα: Ακρίτας: σσ. 202-203.