Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ


Ξεκινάει απόψε η Μεγάλη Εβδομάδα και θα αρχίσουν πάλι κάποια ευαίσθητα αυτιά να διαμαρτύρονται για την κωδωνοκρουσία, ειδικά για τη σχεδόν ολοήμερη της Μεγάλης Παρασκευής. Σε μια Αθήνα όπου κάθε είδους θόρυβοι μας κατακλύζουν από παντού, αυτοί οι ευαίσθητοι ενοχλούνται με τις καμπάνες, αποκαλώντας ενίοτε τη μουσική τους «ηχορρύπανση» – αυτή και μόνο η λέξη για τις καμπάνες αρκεί, αν θέλουμε να καταλάβουμε σε ποια κοινωνία ζούμε πολιτιστικά. Υπάρχει πάντως νομοθεσία που τα ρυθμίζει όλα αυτά και οι ναοί σχεδόν στο σύνολό τους συμμορφώνονται – και όταν δεν συμμορφώνονται καταδικάζονται στα δικαστήρια (βλ. και πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, τον Σεπτέμβριο του 2024). Πρέπει ασφαλώς όλοι οι ιερείς και οι επίσκοποι να καταλάβουν ότι σήμερα η καμπάνα δεν παίζει τον ρόλο που έπαιζε παλιά, αφού, αφενός, όλοι έχουμε ρολόγια και, αφετέρου, κανείς δεν πάει πια στην εκκλησία επειδή σήμανε η καμπάνα, αλλά ξέροντας ή μπορώντας εύκολα να μάθει το πρόγραμμα των ακολουθιών. Η καμπάνα σήμερα δεν καλεί, έχει άλλη λειτουργία, συνήθως πανηγυρική και, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, πένθιμη. Εμένα πάντως μου αρέσει πολύ ο ήχος της, χαίρομαι να τον ακούω, όπως μου αρέσει πολύ και η φωνή του μουεζίνη στις ισλαμικές πόλεις και χωριά, και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πόσο ενοχλητικά μπορεί να είναι εκείνα τα σαράντα δευτερόλεπτα, όταν η καμπάνα σημαίνει για εσπερινό σε όσους ναούς, όλο και λιγότερους, εξακολουθούν να κάνουν κάθε μέρα εσπερινό. Ειδικότερα με συγκινούν βαθιά οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, που σήμερα τις προστατεύει ακόμη ο νόμος, μα αύριο κανείς δεν ξέρει. Ας είναι. Δεν έχω επιχειρήματα έναντι τόσης ευαισθησίας, γι’ αυτό θα προσφύγω, όχι για να μεταπείσω κανέναν αλλά προς παρηγορία (δική μου), στη λογοτεχνία.
Αν κάναμε μια ανθολογία με κείμενα μεγάλων συγγραφέων, της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, που μιλούν με θέρμη και συγκίνηση για τα καμπαναριά και τις καμπάνες, θα μας χρειάζονταν πολλοί τόμοι. Θα μπορούσα να σταθώ μόνο στον Προυστ, αλλά επειδή αυτοί οι ευαίσθητοι είναι συνήθως καλλιεργημένοι αστοί, θα έχουν, φαντάζομαι, πάνω στο κομοδίνο τους μόνιμα τους τόμους του «Αναζητώντας» και μπορούν εύκολα να ανατρέξουν στις σελίδες του και να διαβάσουν όσα γράφει σε πολλά σημεία για τα καμπαναριά της χώρας του. Θα αναφέρω όμως, γιατί ίσως να μη το γνωρίζουν, ότι ο Προυστ αρθρογράφησε κιόλας στη Figaro για να υπερασπιστεί τα καμπαναριά (κατά συνέπεια και τις καμπάνες) και να συνηγορήσει υπέρ του Μωρίς Μπαρρές, που έδινε αγώνα στη Βουλή και στον Τύπο για να σωθούν οι εκκλησίες – το βιβλίο του «La grande pitié des églises de France» (1914) είναι απολύτως αξιανάγνωστο και σήμερα. Ορισμένα από τα κείμενά του αυτά τα συμπεριέλαβε στο «Pastiches et mélanges» (1919). Για να συνδεθούμε και με την Εβδομάδα που ξεκινάει, ο Προυστ στο κείμενό του «La mort des cathédrales» (Ο θάνατος των καθεδρικών ναών) εξηγεί, παραθέτοντας τον Emile Mâle, τη μεγάλη συμβολική σημασία της κωδωνοκρουσίας, στο πρώτο μέρος της ακολουθίας του Μεγάλου Σαββάτου της Καθολικής Εκκλησίας («Pastiches et mélanges», L’ Imaginaire/Gallimard, σ. 215). Το σημειώνω αυτό γιατί βιαζόμαστε συχνά να θεωρούμε μόνο αισθητική την υπεράσπιση των ναών από τον Προυστ. Για αυτή την κινητοποίηση του Προυστ, βλέπε και το βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Jean-Pierre Rioux (1939-2024), το τελευταίο του πριν πεθάνει (6 Δεκεμβρίου 2024): «Vive nos clochers. Avec Barrès, Hugo, Proust et les autres» (Ζήτω τα καμπαναριά μας. Με τον Ουγκώ, τον Μπαρρές, τον Προυστ και άλλους), Bleu autour, Απρίλιος 2024, σ. 97-116. Δεν θα αντισταθώ στον βιβλιογραφικό πειρασμό να προσθέσω και το εξαιρετικό βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Alain Corbin, «Les cloches de la terre. Paysage sonore et culture sensible dans les campagnes au XIXe siècle», Espaces Libres/Albin Michel 2023 (1η έκδοση 1994), όπου μαθαίνουμε και την ιστορικότητα της πολεμικής γύρω από τις καμπάνες, που ξεκίνησε βέβαια –πώς αλλιώς;– με τη Γαλλική Επανάσταση.
Από τους αμέτρητους συγγραφείς που υμνούν τις καμπάνες και τη φωνή τους, θα σταθώ, μένοντας σε γαλλικό έδαφος, στον μέγα Σατωβριάνδο (1768-1848). Όταν θα έρθει η στιγμή στο «Génie du christianisme» (1802) να μιλήσει για τη χριστιανική λατρεία, θα ξεκινήσει με τις καμπάνες. Αποτολμώ μια πρόχειρη μετάφραση λίγων αράδων: «Ήταν κατ’ αρχάς, νομίζουμε, πράγμα πολύ θαυμαστό που έχουμε βρει το μέσο να γεννάει, με ένα μόνο χτύπημα, την ίδια στιγμή, το ίδιο συναίσθημα σε χίλιες διαφορετικές καρδιές, και έχουμε αναγκάσει τους ανέμους και τα σύννεφα να φορτωθούν τις σκέψεις των ανθρώπων. Κατόπιν, ως μουσική αρμονία, η καμπάνα έχει αναμφίβολα μια ομορφιά πρώτης γραμμής: αυτήν που οι καλλιτέχνες αποκαλούν το μεγαλειώδες [le grand, με υπογράμμιση στη λέξη από τον συγγραφέα]. […] Τέτοια είναι περίπου τα συναισθήματα που γεννούσαν οι ήχοι των ναών μας· συναισθήματα τόσο πιο όμορφα όσο αναμειγνυόταν σε αυτά μια θύμηση του ουρανού. Αν τις καμπάνες τις είχαμε κρεμάσει σε οποιοδήποτε άλλο μνημείο εκτός από τις εκκλησίες, θα έχαναν την πνευματική μέθεξη με τις καρδιές μας […]. Ας αφήσουμε λοιπόν τις καμπάνες να συνάζουν τους πιστούς· γιατί η φωνή του ανθρώπου δεν είναι αρκετά αγνή για να καλεί στο κράσπεδο του θυσιαστηρίου τη μετάνοια, την αθωότητα και τη δυστυχία» (4ο μέρος, 1ο βιβλίο, 1ο κεφάλαιο).
Έγραψα εν απογνώσει παίζων, κατακλείω σπουδάζων: όταν ο φασίζων πολιτικός αυταρχισμός επελαύνει, σε συμμαχία με αδίστακτους τεχνοφασίστες, όταν ο κόσμος και η ζωή μας όπως τα ξέραμε αλλάζουν και γίνονται αγνώριστα, η ελπίδα για ένα ανθρώπινο μέλλον βρίσκεται κυρίως στο να περισώσουμε όσο περισσότερα μπορούμε από αυτά που καθιστούν τον κόσμο μας αναγνωρίσιμο και, παρ’ όλες τις διαφορές και τις διαιρέσεις του, ενιαίο. Ανάμεσα σε αυτά εγώ θα συγκατέλεγα, εκτός από τους Προυστ και τους Σατωβριάνδους, και τα καμπαναριά, διάσημα και άσημα, μαζί με τις καμπάνες τους, ιδίως εκείνες της Μεγάλης Παρασκευής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου