Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
«Το Στρατόπεδο των Αγίων», του γηραιού Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ρασπάιγ έχει χαρακτηριστεί ως προφητικό για τη σημερινή μεταναστευτική κρίση που περνά η Ελλάδα και η Ευρώπη. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Ρασπάιγ όταν έγραφε αυτό το βιβλίο (1973), -δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα- ήταν μπροστά από την εποχή του, αποδεικνύοντας ότι ο δυτικός πολιτισμός είχε χάσει από τότε την αίσθηση του σκοπού και της ιστορίας – την “ιδιαιτερότητά” του. Από την άλλη πλευρά, «Το Στρατόπεδο των Αγίων» θεωρείται πως είναι η βίβλος της ξενοφοβίας και ευαγγέλιο του alt-right κινήματος. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Διάβασα, όμως, τα δύο παραπάνω άρθρα, τα οποία κάνουν διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος της μετανάστευσης λαών. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί τη βασική παρατήρηση που κάμει ένας από τους σημαντικότερους σήμερα μελετητές της μετανεωτερικότητας, ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν· στο πλαίσιο, βέβαια, που η μετανεωτερικότητα συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και τους τρόπους συσσώρευσης οικονομικού κεφαλαίου. Στο καταιγιστικό βιβλίο του Ρευστοί καιροί, ο κορυφαίος Πολωνός κοινωνιολόγος, αναφερόμενος στους πρόσφυγες γράφει ότι, «αποτελούν την ενσάρκωση των “ανθρώπινων αποβλήτων”, χωρίς να έχουν κάποια χρήσιμη λειτουργία να επιτελέσουν στη χώρα άφιξης και προσωρινής παραμονής και χωρίς να υπάρχει ούτε η πρόθεση ούτε η ρεαλιστική προοπτική για αφομοίωση και ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα». Και συνεχίζει: «οι πρόσφυγες βρίσκονται μεταξύ διασταυρούμενων πυρών ή, για μεγαλύτερη ακρίβεια, είναι δέκτες αντιφατικών μηνυμάτων. Εκδιώκονται με τη βία ή εκφοβίζονται για να φύγουν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά τους αρνούνται την είσοδο σε κάποια άλλη. Δεν αλλάζουν χώρους. Χάνουν το χώρο τους πάνω στη γη και πετιούνται στο πουθενά […] Τα στρατόπεδα των προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο είναι έξυπνα επινοήματα προσωρινών εγκαταστάσεων που καθίστανται μόνιμα μέσω του αποκλεισμού των εξόδων τους. Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω. Οι τρόφιμοι των στρατοπέδων προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο δεν μπορούν να επιστρέψουν “εκεί απ’ όπου ήρθαν”, αφού οι χώρες αυτές δεν τους θέλουν πίσω. Οι ζωές τους έχουν καταστραφεί, τα σπίτια τους έχουν υποστεί ζημιές, ισοπεδωθεί ή κλαπεί. Επιπλέον δεν υπάρχει διέξοδος, γιατί καμιά κυβέρνηση δεν θα δει με ευχαρίστηση την εισροή εκατομμυρίων αστέγων και θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει την εγκατάσταση των νεοφερμένων»[1].
Και σ’ άλλο βιβλίο του, έχοντας ως παράδειγμα το Σαν Πάολο της Βραζιλίας, μιας πόλης συνεχώς αναπτυσσόμενης, με τείχη και φυσικούς φράχτες που υπάρχουν παντού (γύρω από σπίτια, πάρκα, πλατείες και σχολεία), «μια αισθητική που επιβάλλει μια νέα λογική επιτήρησης και απόστασης», κατά την Teraza Caldeira, ο Πολωνός κοινωνιολόγος γράφει: «όπως όλοι γνωρίζουμε, οι φράχτες έχουν δύο πλευρές… Οι φράχτες διαιρούν έναν κατά τα άλλα συνεχόμενο χώρο σε ένα “μέσα” και ένα “έξω”, αλλά εκείνο που είναι “μέσα” γι’ αυτούς που βρίσκονται στη μία πλευρά του φράχτη είναι “έξω” για εκείνους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Οι κάτοικοι αυτών των συγκροτημάτων περιφράσσουν τον εαυτό τους έξω από τη θορυβώδη και σκληρή ζωής της πόλης, μέσα σε μια όαση ηρεμίας κι ασφάλεια. Ταυτόχρονα όμως περιτειχίζουν όλους τους άλλους έξω από τα ευπρεπή και αρεστά, ασφαλή μέρη, στους δικούς τους, ομολογουμένως άθλιους και βρομερούς δρόμους. Ο φράχτης διαχωρίζει το “οικειοθελές γκέτο” των ισχυρών και τρανών από τα επιβεβλημένα γκέτο των ταπεινών και δύσμοιρων. Για όσους βρίσκονται στο οικειοθελές γκέτο, το μη οικιοθελή γκέτο είναι χώροι όπου “δεν μπαίνουμε”. Για όσους βρίσκονται στα μη οικειοθελή γκέτο, η περιοχή στην οποία έχουν περιοριστεί είναι ο χώρος από τον οποίο “δεν μπορούμε να βγούμε”»[2].
Ένα τέτοιος φράχτης, εδώ και δύο χρόνια, κατασκευάζεται εδώ στη Λέσβο. Είναι η Βάστρια, ένα υπερσύγχρονο γκέτο…
[1] ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ. (2008), Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 77, 82-83.
[2] ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ. (2012). Παράπλευρες απώλειες. Κοινωνικές ανισότητες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μτφρ. Εύα Παραδέλλη. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, σ. 101.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου