Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Γράμμα στον Γιώργο Ιωάννου


«Όπο­τε συλ­λο­γί­ζο­μαι την πό­λη μας, όλο την Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου και την Εγνα­τία φέρ­νω στο μυα­λό μου». Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, Η πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων.

Αγα­πη­τέ μου Γιώρ­γο.
Βρή­κα το θάρ­ρος να σου γρά­ψω πα­ρα­βλέ­πο­ντας τα σύ­νο­ρα των δύο κό­σμων μιας κι εσύ κα­τοι­κείς πια σε τό­πους αχαρ­το­γρά­φη­τους, ενώ εγώ δια­μέ­νω ακό­μη στην οδό του πο­λιού­χου Αγί­ου, αυ­τή που οι Οθω­μα­νοί ονό­μα­ζαν οδό Μι­δάτ Πα­σά.
Δεν με θυ­μά­σαι ή μάλ­λον δεν με συ­νά­ντη­σες πο­τέ. Ίσως κά­πο­τε όταν ανέ­βαι­νες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για να επι­σκε­φτείς την αδελ­φή σου με την οποία μέ­να­με δί­πλα και τα πα­ρά­θυ­ρά μας άνοι­γαν το ένα απέ­να­ντι στο άλ­λο, να κοι­τα­χτή­κα­με τυ­χαία κά­που στον με­γά­λο δρό­μο. Πιο πο­λύ γι’ αυ­τόν τον δρό­μο θέ­λω να σου πω, την Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου και για την Εγνα­τία βέ­βαια και τα με­τα­ξύ τους κά­θε­τα δρο­μά­κια, που στα χρό­νια σου μύ­ρι­ζαν σι­νά­πια και ζο­χιά, ενώ τώ­ρα ανα­δύ­ε­ται η μυ­ρω­διά του κά­του­ρου απ’ τους δύ­σμοι­ρους σκύ­λους συ­ντρο­φιάς, που αξιώ­νο­νται μια ολι­γό­λε­πτη βόλ­τα στο πε­ζο­δρό­μιο αφού όλη μέ­ρα στρι­φο­γυρ­νά­νε σε στε­νό­χω­ρα δια­με­ρί­σμα­τα. Τα νέα της Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου ίσως να μη φτά­νουν εκεί που εί­σαι, μπο­ρεί τα σύν­νε­φα εκεί πά­νω να εί­ναι στε­γα­νά ή οι άγ­γε­λοι να κα­τά­γο­νται από την Αθή­να και να μη πο­λυ­νοιά­ζο­νται.
Σου γρά­φω, λοι­πόν, για να σου πω τα νέα μας τριά­ντα έξι χρό­νια από τό­τε που έφυ­γες, που μας άφη­σες σύ­ξυ­λους, βό­ρειους και νό­τιους, εξαι­τί­ας εκεί­νης της εγ­χεί­ρι­σης του προ­στά­τη, που διό­λου δεν σε προ­στά­τε­ψε. Όπως θυ­μά­σαι, τα μπαλ­κό­νια του με­γά­λου δρό­μου ήταν και τό­τε στε­νά και μί­ζε­ρα, όμως ολό­κλη­ρη η ζωή πια έχει γί­νει στε­νό­χω­ρη και μό­νο τα κά­γκε­λα ψή­λω­σαν. Φα­ντά­ζο­μαι βέ­βαια την έκ­φρα­ση στο πρό­σω­πό σου, όταν θα δια­βά­ζεις αυ­τό το γράμ­μα, έτοι­μος εί­σαι να μου πεις: Πλα­νά­σαι, αυ­τή η πό­λη πο­τέ δεν ήταν ευρύχω­ρη.
Αγα­πη­τέ μου Γιώρ­γο. Γεν­νή­θη­κες τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα από τον πα­τέ­ρα μου. Πα­ρ’ όλη τη δια­φο­ρά της ηλι­κί­ας μας πή­γα­με στο ίδιο γυ­μνά­σιο, στο 3ο Αρ­ρέ­νων, σε άλ­λο όμως κτή­ριο. εγώ σε εκεί­νο το άχα­ρο νέο κτί­σμα που όταν το εί­δες, φρό­ντι­σες να εκ­φρά­σεις γρα­πτώς τον απο­τρο­πια­σμό σου. Για­τί γκρί­νια­ξες αλή­θεια; Ένα βιο­μη­χα­νι­κό κή­τος αντί­κρι­σες, μια μο­νά­δα πα­ρα­γω­γής απο­φοί­των. Ποιος νοια­ζό­ταν στα τέ­λη της δι­κτα­το­ρί­ας για την κα­λαι­σθη­σία; Κι όμως αυ­τό το κτή­ριο, ύστε­ρα από κά­ποιες απέλ­πι­δες προ­σπά­θειες εξω­ραϊ­σμού του, έχει προ­σθέ­σει στην πι­να­κί­δα του το όνο­μά σου. Υπάρ­χουν ακό­μη άν­θρω­ποι με μνή­μη στα σχο­λεία.
Περ­πα­τή­σα­με στα ίδια πε­ζο­δρό­μια της Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου με αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες δια­φο­ρά. Θα θυ­μά­σαι το κα­τά­στη­μα με τις κορ­νί­ζες και τους αφε­λείς πί­να­κες λί­γο πριν φτά­σου­με στον με­γά­λο ναό ή το μα­γα­ζί του Μπα­κα­λιού με τα σι­δε­ρι­κά, αυ­τό υπάρ­χει ακό­μα. Πολ­λές φο­ρές προ­φα­σί­ζο­μαι πως χρειά­ζο­μαι κά­τι και μπαί­νω μέ­σα για να ψω­νί­σω, για μια συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή δό­ση νο­σταλ­γί­ας πάω – σε σέ­να μό­νο το εξο­μο­λο­γού­μαι.
Εί­χες γρά­ψει: Η μέ­ση μου, το πα­νω­κόρ­μι μου, όπου και οι μα­στι­γώ­σεις, αντι­στοι­χεί απο­δώ με­ριά μάλ­λον με το Διοι­κη­τή­ριο.
Το με­γά­λο μπου­ρί στη γω­νία απέ­να­ντι από το Διοι­κη­τή­ριο το θυ­μά­σαι; Ήταν από τον φούρ­νο του Ηρα­κλή που έψη­νε ξη­ρούς καρ­πούς και μο­σχο­βο­λού­σε όλη η γει­το­νιά, υπάρ­χουν ακό­μα αυ­τοί οι ξη­ροί καρ­ποί σε άλ­λο κο­ντι­νό κτή­ριο. Πιο δί­πλα η μαρ­μα­ρο­στρω­μέ­νη πλα­τεία, που κομ­μα­τιά­στη­κε στις αρ­χές του ενε­νή­ντα για να γί­νει παρ­κινγκ κι από τό­τε χαί­νει μια με­γά­λη τρύ­πα με πα­ρα­με­λη­μέ­να αρ­χαία. Λέ­νε θα την ξα­να­φτιά­ξουν εκεί­νη την πλα­τεία, με­τα­χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ομο­λο­γία μιας αδια­νό­η­της γκά­φας και πε­ρισ­σής ενο­χής. Πολ­λα­πλά κα­τάγ­μα­τα, πό­σους γύ­ψους μπο­ρεί να αντέ­ξει το κα­κο­ποι­η­μέ­νο σώ­μα αυ­τής της πό­λης;
Πριν αρ­χί­σω αυ­τό το γράμ­μα, ξα­νά­πια­σα στα χέ­ρια μου τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα βι­βλία σου όχι σε ανα­ζή­τη­ση του δι­κού σου ύφους και της αί­σθη­σης που τα δια­τρέ­χει, αυ­τά μέ­νουν ακό­μη μέ­σα μου ζω­ντα­νά, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο σε ανα­ζή­τη­ση λε­πτο­με­ρειών όπως αυ­τή για το δρο­μά­κι με το όνο­μα του πα­λιού σου λυ­κειάρ­χη, του Βα­σί­λη Χα­τζηαν­δρέ­ου. Για σέ­να ήταν ένα στε­νο­σό­κα­κο νυ­χτε­ρι­νών ερώ­των, για τη δι­κή μου τη γε­νιά ήταν ο δρό­μος για το ασφα­λέ­στε­ρο δί­τερ­μα. Μό­νο εκεί μας άφη­ναν οι μα­νά­δες μας να παί­ξου­με μπά­λα, αφού όλοι οι γύ­ρω δρό­μοι ήταν πια πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι από αυ­το­κί­νη­τα και γι’ αυ­τό επι­κίν­δυ­νοι. Μό­νο εκεί παί­ζα­με και στο Χη­μείο στο πα­νε­πι­στή­μιο απέ­να­ντι, όταν έλει­πε ο βλο­συ­ρός φύ­λα­κας που μας έπαιρ­νε στο κυ­νή­γι.
Στους γύ­ρω δρό­μους, στη Με­λε­νί­κου και στα πα­ρα­κεί­με­να στε­νά έμε­ναν πά­ντα φοι­τη­τές. Τους θυ­μά­μαι, άν­δρες ήταν τό­τε οι πιο πολ­λοί, ανά­με­σά τους αρ­κε­τοί Κύ­πριοι και Λί­βυοι, να φλερ­τά­ρουν όλοι με νε­α­ρές στα δι­πλα­νά μπαλ­κό­νια, και να στή­νουν φάρ­σες. Από τις ανοι­χτές μπαλ­κο­νό­πορ­τες ακού­γο­νταν Ξυ­λού­ρης και Βιο­λά­ρης και στα κά­γκε­λα λιά­ζο­νταν βε­λέν­τζες απλω­μέ­νες, υφα­σμέ­νες οι πιο πολ­λές στα σπί­τια της ελ­λη­νι­κής επαρ­χί­ας. Κά­τω, στα ανή­λια­γα στε­νά, τους έχω ακό­μα ει­κό­να να σέρ­νουν αρ­γά τα πό­δια και να κου­βα­λούν στο ένα χέ­ρι κά­τι θη­ριώ­δη συγ­γράμ­μα­τα και στο άλ­λο να κρα­τούν απ’ τον λαι­μό ένα γυά­λι­νο μπου­κά­λι γά­λα.
Σή­με­ρα περ­πα­τώ­ντας στις ίδιες φοι­τη­τι­κές γει­το­νιές αμέ­σως ανα­γνω­ρί­ζεις όλη την εντα­φια­στι­κή ομοιο­μορ­φία των τε­λευ­ταί­ων χρό­νων. Φω­το­τυ­πί­ες, πιο δί­πλα πλα­στι­κο­ποι­ή­σεις, βι­βλιο­δε­σί­ες και πά­λι φω­το­τυ­πί­ες. Το φα­γη­τό εί­ναι πί­τσα κομ­μά­τι με 0,90 ευ­ρώ ενώ τα τα­βερ­νεία ίδια με­τα­ξύ τους κι απα­ράλ­λα­χτα, με ξι­δό­κρα­σο ενώ ακού­γο­νται σου­ξέ και νε­ο­σκυ­λά­δι­κα. Στις κο­λώ­νες ανα­κοι­νώ­σεις για εκ­δρο­μές - ξε­φα­ντώ­μα­τα στη Μύ­κο­νο και υπαι­νι­κτι­κές αγ­γε­λί­ες για πα­νε­πι­στη­μια­κές ερ­γα­σί­ες, που κά­ποιοι άλ­λοι μπο­ρούν να γρά­ψουν για τον κα­θέ­να ένα­ντι αδράς πλη­ρω­μής... Στα κα­φε­νεία, που έγι­ναν cafe, βλέ­πεις αντι­κρι­στές με­γά­λες οθό­νες για τα ματς, για να μη μπο­ρεί να ξε­φύ­γει το βλέμ­μα από που­θε­νά. Δεν εί­ναι σαν εκεί­νες τις πα­λιές τη­λε­ο­ρά­σεις που ήξε­ρες, που τις έλε­γες χο­ντρο­κώ­λες, τού­τες εί­ναι fit.
Γιώρ­γο μου, να γι­νό­ταν να ’βγαι­νες και σή­με­ρα μια βόλ­τα κα­τά μή­κος του με­γά­λου δρό­μου, απ’ την Ευαγ­γε­λί­στρια ως πέ­ρα δυ­τι­κά στου Κα­φα­ντά­ρη. Θα ένιω­θες μια πρώ­τη δυ­σφο­ρία από τα λερ­ναία τρα­πε­ζο­κα­θί­σμα­τα κι ύστε­ρα θα κο­ντο­στε­κό­σουν με πε­ριέρ­γεια σ’ εκεί­να τα μα­γα­ζιά με τα στοι­χή­μα­τα, πο­λύ­χρω­μα, με πολ­λές οθό­νες κι αυ­τά, που ολο­έ­να πα­ρα­θέ­τουν αριθ­μούς και οι πε­λά­τες σε ψη­λά σκα­μνιά με μο­λύ­βι στο χέ­ρι να πα­ρα­κο­λου­θούν απορ­ρο­φη­μέ­νοι της τύ­χης τα γυ­ρί­σμα­τα. Χαρ­τί, μο­λύ­βι και φρέ­ντο κα­που­τσί­νο. Εί­ναι αμέ­τρη­τοι πραγ­μα­τι­κά σή­με­ρα οι Φρε­ντο­κα­που­τσί­νοι, τάγ­μα ολό­κλη­ρο. Θα τους βρεις εκτός από τα κα­φέ στα στοι­χη­μα­τά­δι­κα, ακό­μη και στα μπου­γα­τσα­τζί­δι­κα για­τί κι αυ­τά βγά­ζουν κα­ρέ­κλες στο πε­ζο­δρό­μιο. Ψη­λά σκα­μνιά κι αυ­τοί σκαρ­φα­λω­μέ­νοι να ακου­μπά­νε επά­νω σε άβο­λα τρα­πέ­ζια φο­ρώ­ντας βερ­μού­δες και σα­γιο­νά­ρες έτοι­μες να εγκα­τα­λεί­ψουν τα τε­λευ­ταία δά­χτυ­λα. Δεν εί­ναι εκεί­νη η πα­λιά φτώ­χεια, που την ήξε­ρες, Γιώρ­γο, κά­τι άλ­λο χει­ρό­τε­ρο εί­ναι…
Μας φα­ντά­ζο­μαι να περ­πα­τά­με κα­τά μή­κος του με­γά­λου δρό­μου. Εί­χες γρά­ψει κά­πο­τε: Θεέ μου – στεί­λε μια βα­ριά αρ­ρώ­στια για τα αυ­το­κί­νη­τα Δεν έπια­σε κα­μιά σου κα­τά­ρα, ζουν και βα­σι­λεύ­ουν και κα­τα­κυ­ριεύ­ουν τη γη. Η Αγί­ου Δη­μη­τρί­ου εί­ναι ένας πο­τα­μός οχη­μά­των, όχι πια δι­πλής κα­τεύ­θυν­σης, μό­νο αυ­τό άλ­λα­ξε, ένας εί­ναι πια ο ρους που εκ­βάλ­λει με­τά το Καυ­ταν­τζό­γλειο. Τα δέ­ντρα, τα πε­ζο­δρό­μια, ακό­μη και ο με­γά­λος να­ός εί­ναι οι φτω­χοί συγ­γε­νείς των αυ­το­κι­νή­των. Περ­πα­τά­με τώ­ρα στις όχθες αυ­τού του μο­λυ­σμέ­νου πο­τα­μού που βουί­ζει σα να σχη­μα­τί­ζει κά­θε τό­σο κα­ταρ­ρά­χτες.
Θέ­λεις μή­πως να στρί­ψου­με κά­τω αρι­στε­ρά να βγού­με στην πλα­τεία Δι­κα­στη­ρί­ων; Να πε­ρά­σου­με κά­τω απ’ το σπί­τι σας στην Ιου­στι­νια­νού για να δού­με το μπαλ­κό­νι σας; Εκεί απ’ όπου έβλε­πες τα κα­ρα­βά­νια των Εβραί­ων της πό­λης μας να οδεύ­ουν με έναν μπό­γο στην πλά­τη κα­τά το Χιρς κι ύστε­ρα για τα κλει­στά βα­γό­νια του θα­νά­του.
«Τερ­μα­τι­κός σταθ­μός Κρα­κο­βία. Πα­ρα­κα­λεί­σθε πριν αφή­σε­τε την αμα­ξο­στοι­χία να βε­βαιω­θεί­τε πως δεν έχε­τε ξε­χά­σει τις προ­σω­πι­κές σας ενο­χές, αφού γεν­νη­θή­κα­τε σ’ αυ­τή τη φυ­λή κι όχι στην άλ­λη την ανώ­τε­ρη»... Επι­λο­γή πά­νω στην απο­βά­θρα, selection, ομί­χλη, άγρια λυ­κό­σκυ­λα κρα­τη­μέ­να με λου­ρί απ’ τους αν­θρω­πο­φύ­λα­κες κι ύστε­ρα σιω­πή.
Γιώρ­γο, να γυ­ρί­σου­με τώ­ρα την πλά­τη στον Βαρ­δά­ρη που αγά­πη­σες και να πά­με προς την Αγία Σο­φία; Εκεί που έτρω­γες στα κα­το­χι­κά συσ­σί­τια. Θα με ρω­τή­σεις, και με το δί­κιο σου, τι εί­ναι όλες αυ­τές οι λα­μα­ρί­νες πά­νω στην Εγνα­τία. Για το με­τρό εί­ναι, Γιώρ­γο, για ένα που­κά­μι­σο αδεια­νό… Μπο­ρείς να βγά­λεις και μια φω­το­γρα­φία, εστα­ντα­νέ. Δε χρειά­ζε­ται να βια­στείς και του χρό­νου που θα πε­ρά­σου­με εδώ θα τις βρεις, εί­ναι από την επο­χή της αχρη­στο­κρα­τί­ας, κά­ποιες απ’ αυ­τές θα κη­ρυ­χτούν δια­τη­ρη­τέ­ες. Να προ­χω­ρή­σου­με όμως…
Τι, δε θέ­λεις; Εντά­ξει Γιώρ­γο, να στα­μα­τή­σου­με. Κι εγώ να σου πω κου­ρά­στη­κα. Ξέ­ρω, μην απο­φεύ­γεις να με κοι­τά­ξεις, κα­τα­λα­βαί­νω… Πιο πο­λύ από την ίδια τη Σα­λο­νί­κη τις πλη­γές της αγα­πή­σα­με. Γι’ αυ­τό πο­τέ δεν αφή­σα­με να γί­νει μέ­σα μας η απο­κα­θή­λω­ση, δε φο­βό­μα­στε να βλέ­που­με το πλη­για­σμέ­νο σώ­μα.
Κα­λή αντά­μω­ση, Γιώρ­γο. Να μου φι­λή­σεις τους συγ­γρα­φείς μας που εί­ναι μα­ζί σου εκεί πά­νω. Να τους πεις πως αν κά­πο­τε η δη­μο­τι­κή αρ­χή δώ­σει τα ονό­μα­τά τους σε κά­ποιον δρό­μο, εγώ θα σου ξα­να­γρά­ψω. Μάλ­λον αυ­τό θα αρ­γή­σει και ίσως το πι­θα­νό­τε­ρο να μη σου γρά­ψω πο­τέ πια.

Ο γεί­το­νάς σου, Ισί­δω­ρος Ζουρ­γός.

ΠΗΓΗ: χάρτης, 41

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου