Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Βροχερή Kαλοκαιρινή Βραδυά!

 

Ποια είναι τα γωρίσματα του καλού δασκάλου;


ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2024). «Μύηση στον κοινό κόσμο των ανθρώπων», στο: 800 μετ’ εμποδίων. Μικρά δοκίμια. Αθήνα: Πόλις, σσ. 185-187.

Του καλού συναδέλφου και φίλου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΔΑΒΑ

Πολλοί, σήμερα, διερωτώνται: ποιος είναι καλός δάσκαλος; Η άποψη που κυριαρχεί -και είναι «αφιλοσόφητη», όπως σωστά σημειώνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης- θεωρεί ως καλούς δασκάλους εκείνους που είναι «χειριστές εργαλείων και τεχνικών», εκείνους που έχουν τα γνωστά «τυπικά προσόντα». Δεν χρειάζεται να τα αναφέρω, είναι γνωστά· τεχνοκρατικό το κύριο χαρακτηριστικό τους. 
Η συζήτηση που, για πάνω από τρεις δεκαετίες γίνεται, για το ποιους δασκάλους θέλουμε, περιορίζεται μόνο στην παραπάνω διαπίστωση. Ζητάμε δασκάλους «χειριστές εργαλείων και τεχνικών», δασκάλους «τυπικών προσόντων», τυπικού και όχι ουσιαστικού κύρους. Το γεγονός αυτό αυτομάτως συνιστά κρίσης της παιδαγωγικής και διδακτικής αυθεντίας, για την οποία ο εκ Γέρας της Λέσβου παιδαγωγός και ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ Παναγιώτης Ξωχέλλης, στα βιβλία του αρκετές φορές κάνει λόγο. Η κρίση αυτή, βέβαια, δεν είναι τωρινή. Ξεκινά από τη δεκαετία του 1960, με την κριτική που ασκήθηκε στην παραδοσιακή δομή του «παιδαγωγικού ζεύγους», της σχέσης δηλαδή, δασκάλου και μαθητή.
Στο ερώτημα, λοιπόν, για το ποιος είναι καλός δάσκαλος, μια από τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σχετίζεται και με το κύρος του δασκάλου. Δια γυμνού οφθαλμού, σήμερα, είναι φανερό πως, σε μεγάλο ποσοστό, επικρατεί το τυπικό κύρος έναντι του ουσιαστικού. Εξού και η αγωνία πολλών εκπαιδευτικών να αποκτούν όλο και περισσότερα τυπικά προσόντα, τα οποία βέβαια, δεν τα αρνούμαι· έχουν την αξία τους και είναι απαραίτητα. Όμως, δεν είναι μόνο αυτά και ούτε μόνο το τυπικό κύρος που κάνουν καλό τον δάσκαλο. Το τυπικό κύρος είναι δεδομένο λόγω της θέσης που έχει στο σχολείο. Σχετίζεται με την καλή γνώση θεμάτων αγωγής και μάθησης, με την διδακτική πείρα του μέσα στην σχολική αίθουσα, αλλά και με τη συνέπεια στις υποχρεώσεις του στο σχολείο. Ταυτόχρονα, όμως, ο καλός δάσκαλος οφείλει να έχει και ουσιαστικό κύρος, κι αυτό εξαρτάται από την προσωπικότητά του, που είναι συνάρτηση της παρουσίας του στο σχολικό περιβάλλον και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Κι αυτή η προσωπικότητα άμεσα εξαρτάται από το γεγονός ότι, «καλός δάσκαλος είναι ή, ακριβέστερα, μπορεί να γίνει εκείνος που έχει παιδεία, που αγαπάει το αντικείμενο που διδάσκει και θέλει να το παραδώσει στα παιδιά που έχει απέναντί του, να τα πείσει και εκείνα να το αγαπήσουν». Α.Ι.Κ.

O George Steiner για το Ολοκαύτωμα

«Όταν ο χριστιανισμός και ο δυτικός πολιτισμός στράφηκε κατά των Εβραίων, στην ουσία στράφηκε κατά της ενσάρκωσης –έστω συχνά αλλόκοτης και ανύποπτης- των καλύτερων ελπίδων του. Κάτι σαν αυτό εννοούσε ο Κάφκα όταν ισχυριζόταν, με αλαζονική ταπεινότητα, πως “όποιος χτυπάει έναν Εβραίο ταπεινώνει τον άνθρωπο/την ανθρωπότητα” (den Menschen). Στο ολοκαύτωμα υπήρχε αφενός μια παρανοϊκή τιμωρία, ένα τυφλό λάκτισμα εναντίον την ανυπόφορης καταπίεσης του οράματος, και αφετέρου ένα μεγάλο ποσοστό αυτοακρωτηριασμού. Η κοσμική, υλιστική, φιλοπόλεμη κοινότητα της σύγχρονης Ευρώπης ήθελε να ξεριζώσει από μέσα της , από την κληρονομιά της, τους αρχαϊκούς και τώρα πια γελοιωδώς ξεπερασμένους, αλλά κατά κάποιον τρόπο ακατάβλητους, φορείς του ιδεώδους. Στο ναζιστικό ιδίωμα, οι όροι παράσιτο και εξυγίανση απηχούν μια τραχιά αντίληψη για τη μεταδοτική φύση της ηθικής. Σκοτώστε τον εισπράκτορα οφειλών, τον οχληρό δοσατζή, και καταργήστε το μακροχρόνιο κέδρος».



GEORGE STEINER. (2002). Στον πύργο του Κυανοπώγωνα. Μετάφραση – Εισαγωγή Σεραφείμ Βελέτζας. Αθήνα: Scripta, σ. 67

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ: «Για μια φορά τουλάχιστον ας σταθούμε αντιμέτωποι με αυτό που είμαστε»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Έρμαν Έσσε (Calw Γερμανίας 02 Ιουλίου 1877 – Μοντανιόλα, Collin d’Oro Ελβετίας 09 Αυγούστου 1962). Ολάκερο το συγγραφικό έργο του αγαπήθηκε πάρα πολύ από το ελληνικό βιβλιόφιλο κοινό. Αφήνω στην άκρη την αναγνώρισή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή είναι αδιαμφισβήτητη. 
Ας μου επιτραπούν δυο - τρεις προσωπικές σκέψεις για τη σημερινή μέρα των γενεθλίων του Έσσε. Η πρώτη ανάγνωση λογοτεχνήματός του ήταν προς το τέλος των εφηβικών μου χρόνων, το καλοκαίρι του 1983, όταν τελείωνα το Λύκειο και ετοιμαζόμουν για πανεπιστημιακές σπουδές. Ακόμα θυμάμαι τον φιλόλογο καθηγητή μου, τον μέντορά μου Νίκο Αναγνωστόπουλο, στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Λαμίας, που πάντοτε μου ‘λεγε πόσο σημαντικό είναι το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων. Το ευγνωμονώ ακόμα, τόσα χρόνια μετά, κι όταν κάποιες φορές μιλάμε στο τηλέφωνο, δακρύζοντας φέρνω στη μνήμη μου πανάκριβες στιγμές άπειρων συζητήσεων μέσα στη σχολική τάξη για καίρια ζητήματα γύρω από τη Λογοτεχνία, ελληνική και ξένη. 
Τότε, λοιπόν, τόλμησα και διάβασα τον Ντέμιαν, στην ιστορική για μένα έκδοση του Γαλαξία, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα. Ομολογώ πως, ήταν ένα ιδιαίτερα δύσκολο βιβλίο, αλλά κατάφερα να το διαβάσω. Διαπίστωσα γιατί όταν καταρρέει ο παλαιός κόσμος ένας καινούργιος δημιουργείται. Ύστερα από λίγους μήνες αναζήτησα κι άλλα βιβλία του Έσσε, τα οποία, ως φοιτητής στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, αγόρασα από το ιστορικό βιβλιοπωλείο του Ραγιά, επί της οδού Τσιμισκή.
Όλα τα βιβλία του Έσσε κατέχουν ξεχωριστή θέση στη βιβλιοθήκη μου. Τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω. Ανατρέχω συχνά σε αυτά, τα θεωρώ λογοτεχνικά αριστουργήματα, ψηλαφώ άλλοτε το φως κι άλλοτε το σκοτάδι. Δεν διστάζω να τα χρησιμοποιώ και στη διδασκαλία μου, στο μάθημα των Θρησκευτικών. Πολλές φορές μάλιστα τα δίνω σε μαθητές και μαθητριές μου να τα διαβάζουν, κι όταν μού τα επιστρέφουν, δεν τα παίρνω πίσω, τους τα χαρίζω. Τον Σιντάρντα, λόγου χάριν, τον έχω χαρίσει πάνω από δέκα φορές και νιώθω χαρά γι’ αυτό, γιατί ο σπόρος της ανάγνωσης έργων του Έσσε πρέπει να έχει διάρκεια, από γενιά σε γενιά. 
Έχει απόλυτο δίκιο ο βιογράφος του Έσσε, ο Αλόις Πρινς που στο βιβλίο του Η ζωή του Έσσε. Κάθε αρχή και μια μαγεία, μτφρ. Γρηγόρης Αθανασίου & επιμέλεια μετάφρασης Ελεάνα Λαμπάκη. Αθήνα 2005: Καστανιώτης, «αφηγείται τους λόγους για τους οποίους ο Έσσε προέτρεπε τους νέους να μην τον έχουν ως πρότυπο, αλλά και με τόση διακριτικότητα, ώστε να αφήνει τον αναγνώστη να τους ανακαλύπτει από μόνος του».