Με αφορμή την Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο[*]
Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Κυρίες και κύριοι.
Ευχαριστώ την κα Ράλλη για την τιμητική πρόσκληση να συντονίσω την αποψινή Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο. Δεν θα σας κουράσω. Δεν είμαι γλωσσολόγος. Τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα κινούνται σ’ άλλον άξονα, τον θεολογικό και τον ιστορικό. Ωστόσο, στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, θα επιχειρήσω να σας καταθέσω κάποιες σκέψεις μου για τη γλώσσα μας, την ελληνική πάντοτε, και τη Λεσβιακή διάλεκτο, μιας και το κεντρικό θέμα της αποψινής μας εδώ έκθεσης βιβλίου αφορά αυτήν.
Στα 1885 ο Ουώλτ Ουίτμαν, ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές, ο δημιουργός της ποιητικής συλλογής Φύλλα Χλόης, έλεγε πως «η γλώσσα δεν είναι μια αφηρημένη κατασκευή των μορφωμένων ή των λεξικογράφων, αλλά είναι κάτι που βγαίνει από τη δουλειά, τις ανάγκες, τους δεσμούς, τις χαρές, τις συγκινήσεις, τα γούστα μακρών γενεών της ανθρωπότητας και έχει τις βάσεις της πλατιά και χαμηλά, κοντά στο έδαφος». Αυτή η θέση του Ουίτμαν σήμερα, είναι νομίζω, άκρως επίκαιρη. Για τον εξής λόγο: η ανθρώπινη ιστορία όπως διαδραματίζεται στις κρίσιμες και δραματικές στιγμές της, με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, είναι αδύνατον και παράδοξο αν δεν την επηρέαζε το κατεξοχήν φαινόμενο που είναι η γλωσσικές συμπεριφορές των ανθρώπων.
Πέραν τούτων, ως εκπαιδευτικός δεν είναι λίγες οι φορές που αναρωτιέμαι πόσο επίκαιρος, επίσης, είναι κι ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη, που αισθανότανε πως ήταν ο τελευταίος Έλληνας που μιλούσε ελληνικά.
Κυρίες και κύριοι.
Είναι γνωστό ότι η μελέτη των γλωσσών του κόσμου, με τη τεράστια ποικιλία των διαλέκτων, στην εδώ περίπτωσή μας της ελληνικής, διανύει μία ιστορία αιώνων, με διαφορετικές μορφές της ελληνικής οι οποίες είναι κατανεμημένες σε διάφορες χρονικές περιόδους. Ετούτη η περιοδολόγηση, κατά τους γλωσσολόγους και ιστορικούς πάντοτε, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι, η γλώσσα δεν είναι ένας «ενιαίος κορμός», στατικός στη μακρά ανθρώπινη ιστορία, αλλά έχει μια δυναμική που εκφράζεται μέσω της συνύπαρξης νέων γλωσσικών τύπων με πιο παλιούς.
Η ποικιλία των γλωσσικών διαλέκτων καθορίζει και τις γλωσσικές επιλογές μας, συνειδητές ή ασυνείδητες εξίσου, ωστόσο, σημαντικές που διαμορφώνουν τα κοινωνικά πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, την καταγωγή, τη θρησκεία, το επάγγελμα, την εκπαίδευση. Έχοντας ως δεδομένα τα παραπάνω κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφτεί κανείς το εξής: κάθε ζωντανή γλώσσα διακρίνεται από ποικιλία διαλέκτων, οι οποίες έχουν ένα «εσωτερικό σύστημα δομής και κανόνων», που τις κάνουν να είναι ζωντανές μέσα στο χρόνο. Από λειτουργική άποψη οι διάλεκτοι είναι οι μη κωδικοποιημένες και μη γραπτές μορφές γλώσσας, όπου κύριο πεδίο όσων τις μιλούν είναι η καθημερινή ζωή τους. Πρόκειται δηλαδή για τη μητρική τους γλώσσα. Βέβαια, ουκ ολίγες φορές οι ντοπιολαλιές θεωρούνται γλωσσικά φτωχές και υποτιμημένες, θεωρούμενες ως κατώτερες, από τους δήθεν «πολιτισμένους» σε μεγαλουπόλεις ανθρώπους. Φέρνω ένα παράδειγμα. Απέναντι σ’ ένα Αγιασιώτη βάλτε έναν Αθηναίο και δες τε πως η γλωσσική «αθηναϊκότητα» του δεύτερου θα υποτιμήσει την αυθεντικότητα του γλωσσικού πλούτο του πρώτου. Εδώ, γι’ αυτό ακριβώς το γεγονός, της υποτίμησης δηλαδή των διαλέκτων, των ντοπιολαλιών, αξίζει να σημειώσω την Βαβυλωνία του Δημητρίου Βυζάντιου, όπου ο συγγραφέας βάζει σ’ ένα πανδοχείο ταξιδιώτες φερμένους από τις τέσσερις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου, την εποχή που τελειώνει νικηφόρα η Επανάσταση του 21, και εκμεταλλεύεται το άφθονο γέλιο που προκύπτει από τις παρεξηγήσεις, με τις διαλέκτους που μιλούν.
Η αποψινή έκθεση βιβλίου, με ένα πλούσιο αμητό έργων για τη Λεσβιακή διάλεκτο, έχω τη γνώμη ότι είναι εξαιρετικά σημαντική. Για δύο λόγους, και ευθύς αμέσως θα δώσω το λόγο στην κα Ράλλη. Πρώτον, τέτοιες εκθέσεις βιβλίου, με ένα εύρος συγγραμμάτων αρκετά μεγάλο, σπάει το στερεότυπο του μύθου περί γλωσσικής ομοιογένειας. Και δεύτερον, σ ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον όπου ζούμε, η τεράστια γεωγραφική ποικιλότητα γλωσσικών διαλέκτων προσφέρει κάτι που, δυστυχώς, μένει αθέατο. Ποιο είναι αυτό; Από τη μια πλευρά, η απόρριψη του γλωσσικά Άλλου να είναι παρελθόν. Και από την άλλη πλευρά, η γλωσσική ετερότητα να είναι πλούτος. Αναφέρω προσωπικό παράδειγμα. Αφγανάκι πρόσφυγας, μαθητής μου στο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης, όταν του έδωσα απόσπασμα από τον Ανήφορο του Νίκου Καζαντζάκη για να το μεταφράσει στη δική του γλώσσα, έκανε το εξής: το μετέφρασε σε γλώσσα Φαρσί και μας το διάβασε σε μια ημερίδα με τέτοια ικανοποίηση, που συγκίνησε όσους βρίσκονταν σ’ αυτή.
[*] Εισαγωγική σύντομη εισήγηση στην Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο που έγινε στο Παλαιό Χαμάμ Μυτιλήνης (05 Ιουλίου 2025)· Διεθνές Συνέδριο για τη Λεσβιακή Διάλεκτο (04- 06 Ιουλίου 2025: Κάστρο Μυτιλήνης, Αίθουσα Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Λέσβου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου