Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Από τα Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής...

Χριστούγεννα στʼ Άγραφα

Είχε πεθάνει εκείνο το χρόνο ο παπάς του χωριού. Ενός από τα πιο απομακρυσμένα αγραφιώτικα θεσσαλικά χωριά του ορεινού Δήμου Αργιθέας. Ήτανε γέρος περίπου 90 χρονών και δύσκολα τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια εκτελούσε τα ιερατικά του έργα. Το χειμώνα, όταν οι βροχές δυνάμωναν το ρέμα που χώριζε τους δυο ξέχωρους μαχαλάδες κι ο δρόμος πνίγονταν στη λασπούρα, ο παπα-Στέργιος ‒αυτό ήτανε τʼ όνομά του‒ δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησιά, που έμενε έτσι αλειτούργητη. Οι γριούλες του πέρα μαχαλά και μερικοί γέροι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία και χτύπαγαν την καμπάνα. Άναβαν τα κεριά τους και έπιαναν τις σκοτεινές γωνιές της εκκλησιάς κι αποκεί κοιτάζοντας τις θλιμμένες μορφές του Χριστού και της Παναγιάς έκαναν ώρα πολλή το σταυρό τους άδικα προσμένοντας να φανεί κάποτε ο παπα-Στέργιος. Αγνάντευαν από την πόρτα ή το μικρό φεγγίτη του ναού προς τη διπλανή πλαγιά του βουνού που είχε χαθεί στους πυκνούς καπνούς της ομίχλης ή την είχαν κατακλύσει οι άγριες μπόρες της βροχής κι ανεστέναζαν δίχως να σταματήσουν το σταυροκόπημα.
«Αχ, Θιούλη μʼ, κατακλυσμό έφιρις σήμερα! Δουξασμένου τʼ όνομά σʼ, Μιγαλοδύναμι μʼ! Πού να ξιμʼτίσει ου δόλιους ου παπάς σήμερα ... Πάλι αλειτούργητη η ικκλησίτσα μας. Δόξα να ʼχʼς ...». Οι άγριες βροντές των κεραυνών και το δυνάμωμα της κατεβασιάς έφερναν δέος κι ανατριχίλα και διέκοπταν τη σιγανή προσευχή των μαύρων κούτσουρων που απάγκιαζαν στο ναό.
Εκείνο όμως το χρόνο αναπαύθηκε για πάντα από το σκληρό βάρος των γηρατειών του ο παπα-Στέργιος. Ο δεσπότης δεν είχε διαθέσιμο παπά που να πήγαινε πρόθυμα να υπηρετήσει στο απόμερο και μακρινό εκείνο χωριαδάκι. Γιʼ αυτό έδωσε εντολή στον παπά ενός γειτονικού χωριού που απείχε τρεις ώρες κακοστρατιάς, έναν πολύ καλό παπά, να λειτουργήσει με την αράδα στα δυο χωριά, το δικό του και του μακαρίτη παπα-Στέργιου, μια Κυριακή στο δικό του και την άλλη στο άλλο.
Τα δωδεκαήμερα κανόνισε πάλι να κάνει μερασιά ο παπάς στα δυο χωριά της ενορίας του. Τα Χριστούγεννα που έπεφταν Σάββατο και τη δεύτερη μέρα την Κυριακή, που είναι γιορτή της Παναγιάς, θα λειτουργούσε στην πρόσθετη ενορία του, ενώ την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα θα λειτουργούσε στο χωριό του.
Ειδοποίησε από πριν ο παπάς στο χωριό πως θα ʼρχότανε αποβραδίς για να λειτουργήσει στο χωριό τους τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε μάλιστα κανονίσει να τραβήξει στο σπίτι του παπα-Στέργιου που είχε βάλει σώγαμπρο στη θυγατέρα του κι είχε τώρα κι αυτή αγγόνια από το γιο της. Εκεί θα ʼμενε και τις δυο ημέρες ως την Κυριακή το μεσημέρι, οπότε θα ξεκίναγε για να γυρίσει στο χωριό του.
Η Παρασκευή της παραμονής ξημέρωσε πολύ άγρια μέρα. Ένα μουντό, κρύο και επίμονο νερόχιονο είχε κατακλύσει τα πάντα. Ο παπάς ετοίμαζε τον καινούργιο τροβά του, όπου θα τοποθετούσε διπλώνοντας με προσοχή ένα ένα τα ιερά του άμφια. Το πετραχήλι του, το στιχάρι, το φαιλόνι, τη ζώνη και τα επιμανίκια. Ενώ συγύριζε και ετοίμαζε τα πράγματά του, εσιγόψελνε τα γιορταστικά τροπάρια της παραμονής. «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου, Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα».
Η παπαδιά κοίταζε ανήσυχη κατά το βουνό που θα ταξίδευε ο παπάς, ενώ εκείνος με την ίδια του ησυχία συνέχιζε να ψάλλει τα προεόρτια.
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως...».
Κάποια στιγμή η παπαδιά, η οποία ησθάνετο πάντοτε μεγάλο σεβασμό προς τον άνδρα της και το ιερατικό του σχήμα, τόλμησε να τον παρατηρήσει δειλά. «Δεν πρέπει, παπά μου, και να με συμπαθάς γιʼ αυτό που λέω, να ξεκινήσεις μʼ αυτόν τον καιρό. Είναι μεγάλος κίνδυνος». Ο παπάς, για να μην τη στενοχωρήσει, την καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα περιμένω να περάσει αυτό το δορλάπι. Περαστικό είναι. Ύστερα, δεν θα είμαι μόνος. Θα ʼρθει μαζί μου κι ο Ρέπας ο αναγνώστης. Προσφέρθηκε μόνος του να με συνοδέψει και να κάνομε μαζί Χριστούγεννα στο χωριό...».
Το δορλάπι όμως με τʼ άγριο νερόχιονο δεν έλεγε να κρατήσει. Η αντάρα κι η συγνεφιά έφερε πρόωρα το σουρούπωμα. Τότε αποφάσισε ο παπάς να ξεκινήσει. Η παπαδιά τώρα ανησυχούσε πιο πολύ. «Πού θα πας τώρα όλη τη νύχτα; Και μʼ αυτό τον καιρό; Εγώ λέω να κάνεις εδώ Χριστούγεννα και πας τʼ Αϊ-Βασιλιού στο χωριό. Το ίδιο είναι. Η μεγάλη χάρη Του παντού η ίδια είναι ...!».
Ο παπάς όμως είχε πάρει την απόφασή του.
«Μην επιμένεις, παπαδιά, θα πάμε. Ο κόσμος ετοιμάστηκε και μας καρτερεί. Έχουν φτιάσει λειτουργιές, κεριά. Ενώ εδώ τώρα ζήτημα είναι να βρεθεί πρόσφορο για τη λειτουργία. Ύστερα, δεν είμαστε ζάχαρη να λιώσουμε. Μαθημένα είναι τα βουνά από χιόνια...».
Αποχαιρέτησε την παπαδιά του και τις δύο κόρες του, τις ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και ξεκίνησε με το Ρέπα για το χωριό.
Ύστερα από μισή ώρα ο καιρός ξέκοψε. Τραβήχτηκε από την πλαγιά η αντάρα κι ο ουρανός φάνηκε καταγάλανος ανάμεσα από τα σκόρπια σύγνεφα. Το ηλιοβασίλεμα έλαμψε επάνω στην ασπρίλα της ξέφωτης χιονισμένης βουνοπλαγιάς και τα κρούσταλλα που κρέμονταν στα κλώνια των έλατων άστραψαν σαν διαμάντια. Εκείνη την ώρα ζύγωναν στο διάσελο ο παπάς με το σύντροφό του βαδίζοντας άναργα άναργα στο δρόμο, που ήτανε χωμένος σε μισό μέτρο χιόνι. Η παπαδιά αγνάντεψε από το μπαλκόνι κι όταν τους είδε δάκρυσε από χαρά.
«Δόξα να ʼχεις, Χριστούλη μου, για το θάμα σου αυτό», έκανε προσκυνώντας. «Εσύ να τους οδηγάς την αποψινή νύχτα ...».
Την ίδια συγκίνηση ένιωσαν κι οι δυο οδοιπόροι στην άξαφνη καλοσύνη του καιρού και λαμποκοπώντας απʼ τη χαρά τους πήραν μαζί το χριστουγεννιάτικο τροπάρι σε ήχο δεύτερο:
«Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Εὐτρεπίζου, σπήλαιον! Βηθλεὲμ Γῆ Ἰούδα, τέρπου καὶ ἀγάλλου. Ἀκούσατε ὄρη καὶ βουνὰ καὶ τὰ περίχωρα! Ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον!».
Την ώρα που εβυθίζετο ο ήλιος στη δύση του εχάνετο κι η μαύρη σιλουέτα του παπά πίσω από το βουνό, όπως επορεύετο στο ιερατικό του χρέος στο μακρινό χωριό, που περίμενε με αγωνία και κρυφή χαρά να γιορτάσει τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή, τη Γέννηση του Σωτήρα του κόσμου...
Πέρασε όμως μια ώρα νύχτα, δυο τρεις χωρίς να φανεί πουθενά ο παπάς στο χωριό. Όλοι τότε φοβήθηκαν πως εμποδίστηκε από τον καιρό και δεν θα γινότανε τα Χριστούγεννα στο χωριό τους.
Αργά αποφάσισαν να κοιμηθούν στο σπίτι του παπα-Στέργιου ...
Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν ένας ισχυρός κρότος στην πόρτα τράνταξε το σπίτι. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι από τον ύπνο κι έτρεξαν στην αυλόπορτα.
«Ποιος είναι, ωρέ;».
«Εγώ, ο παπάς είμαι, ανοίξτε...».
Έσυραν το σύρτη κι άνοιξε η πόρτα. Τίναξαν καλά τα χιόνια αποπάνω τους ο παπάς με το σύντροφό του, βρόντηξαν στο πλακόστρωτο της αυλόπορτας τα πόδια του, για να φύγουν οι πολλές λάσπες από τα παπούτσια τους και χώθηκαν ξεπαγιασμένοι στο ισόγειο καλυβόσπιτο.
Συναγερμός στο σπίτι. Άλλος κουβαλούσε ξηρές σχίζες, άλλος κλάρες για προσάναμμα, άλλος άναβε το καντήλι, αναμέραγαν τα στρώματα. Σε λίγα λεπτά μπουμπούνιζε η φωτιά κι ο παπάς με το Ρέπα χώθηκαν να ζεσταθούν και να στεγνώσουν στο τζάκι. Τους εξήγησαν γιʼ αυτή την αργοπορία τους πως από τα πολλά χιόνια εδυσκολεύετο η πορεία τους και χρειάστηκαν πολλές ώρες, για να φτάσουν. «Ας είναι, με τη βοήθεια του Χριστού φθάσαμε καλά...».
Πήρε χαμπάρι η γειτονιά την άφιξη του παπά και σε λίγο όλο το χωριό βρισκότανε στο πόδι.
Τους ειδοποίησε το χαρμόσυνο αηδόνισμα της καμπάνας που αντηχούσε ζωηρά στη σιγαλιά της χιονισμένης νύχτας.
Νταγκ, νταγκ, νταγκ! Νταγκ, νταγκ, νταγκ!
Το χωριό εκείνη τη χρονιά γιόρτασε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα.
Όλοι, νέοι και γέροι, περίμεναν με λαχτάρα τη μέρα αυτή να κοινωνήσουν. Ύστερα από τη νηστεία της Σαρακοστής γεύτηκαν ευτυχισμένοι τη θεία Μετάληψη. Το τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού στο οποίο μετουσιώθηκε ο κοινός άρτος της λειτουργιάς και το κρασί του νάματος.
Μην απορήσετε για την ατράνταχτη αυτή πίστη τους ούτε να τους ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό το θαύμα. Γιατί οι χωρικοί μας ζουν κάθε μέρα τα θαυμάσια και τα μυστήρια που συντελούνται στην εξοχή των κάμπων και των βουνών. Εκεί στους απέραντους αγρούς βλέπουν πως ο άρτος που γίνεται Σώμα ενός Θεού πέρασε πρωτύτερα από τη φάση ενός άλλου θαύματος. Από το ανόργανο χώμα του εδάφους και τον ατμοσφαιρικό αέρα επλάστηκε απάνω στα στάχια ο ζωοδότης σίτος κι από τα νεκρά άλατα του ίδιου χώματος έγινε ο ξανθός χυμός του νάματος στην κληματόβεργα. Με την ίδια θαυματουργική, μυστηριακή ενέργεια βγαίνει από το σκουλήκι η πεταλούδα και το μετάξι, από το κάρβουνο το διαμάντι, από το αγκάθι το μυρωδάτο τριαντάφυλλο. Οι χωρικοί μας νιώθουν με την εδραία και ακίβδηλη πίστη τους τόσο βαθιά τη γοητεία και την ομορφιά αυτών των θαυμάτων και γιʼ αυτό τρέχουν μʼ ευγνώμονη χαρά τέτοια επίσημη μέρα για το μυστήριο της «Θείας Ευχαριστίας».
Είναι το τίμημα της ευγνωμοσύνης των φτωχών και απλών ανθρώπων προς τις αστείρευτες πηγές των ατίμητων δώρων. Προς τις ευεργέτιδες θείες δυνάμεις του Άπειρου και του Άναρχου. «Ὅτι πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον...».


Από το βιβλίο του Σεραφείμ Κ. Τσιτσά, Ιστορίες του χωριού. Δωδεκαήμερα και Πασχαλιά, Αθήνα 1958.

[Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστώ τον αγαπητό συνάδελφο και φίλο Βασίλη για την αντιγραφή και την άδεια δημοσίευσης ετούτης της όμορφης ιστορίας. Όσοι κι όσες έχουμε μεγαλώσει και ζήσει σε χωριά, νιώθουμε βαθιά στην ψυχή μας τη γοητεία και την ομορφιά των θαυμάτων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή