Του πατρός ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ· εφημέριου του Ιερού Ναού Αγίου Παντελεήμονος Χαλανδρίου.
Η συζήτηση για τη σχέση εκκλησίας και κράτους στη Μεταπολίτευση θυμίζει τις δύο εμβληματικές φιγούρες της εποχής, τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και τον γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη. Συντοπίτες, αντάρτες στο βουνό επί Κατοχής, ο ένας στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Ο πρώτος, μετά την αντιστασιακή και κοινωνική του δράση, γίνεται μητροπολίτης Άρτας, προάγεται σε μητροπολίτη Ιωαννίνων, και με την παρέμβαση του Ιωαννίδη εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1973. Ο καπετάν Γιώτης, μετά τη συντριβή του ΔΣΕ, πέρασε στην εξορία και στην παράνομη δράση του ΚΚΕ. Εκλέγεται αργότερα γενικός γραμματέας του, και με αυτή την ιδιότητα επιστρέφει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ο πρώτος ανέρχεται από τις δομές του αυταρχικού και κατασταλτικού μετεμφυλιακού κράτους και ο άλλος από τους σκληρούς κομματικούς μηχανισμούς τού εκτός νόμου κόμματος. Με τη θυμοσοφία τους, τον αφοριστικό λόγο και τη διαλλακτικότητα, απολάμβαναν τον γενικό σεβασμό και την αναγνώριση ως «Νέστορες» της Μεταπολίτευσης. Η αναγνώριση ήταν ταυτόχρονα συνενοχή, που φαινόταν στο κλείσιμο του ματιού και τη θυμηδία που προκαλούσαν οι δημόσιες παρεμβάσεις τους. Ταυτόχρονα, όμως, θύμιζαν και θυμίζουν την πραγματική πλευρά της δημόσιας ζωής του τόπου μας, εκείνης που αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια θεώρησης του παρελθόντος, του παρόντος και –γιατί όχι;– του μέλλοντος στις καθαρές λύσεις, στις μεγάλες τομές και στις ασυνέχειες.
Αντίθετα με το καθεστώς της Μεταπολίτευσης, στο οποίο την πρώτη θέση είχαν οι πολιτικές ελευθερίες, στην εκκλησία έχουμε νομιμοποίηση της παλινόρθωσης του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης, μέσα από το οποίο εξαλείφτηκε ό,τι είχε απομείνει από την παράδοση της συμμετοχής σ’ αυτήν του κλήρου και του λαού. Το σύστημα εισήχθη στον Μεσοπόλεμο και είναι ένα είδος δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αν και η παλινόρθωση συνέβη στη δεύτερη φάση της Δικτατορίας, το κράτος τη στήριξε με το να μην επιτρέψει τον κανονικό και νόμιμο έλεγχό της και τον καταλογισμό ευθυνών για συνεργασία με τη Δικτατορία. Στον νέο καταστατικό χάρτη (1977) ολοκληρώθηκε και θεσμικά η παραπάνω πολιτική. Στο σύνταγμα του 1975 διατηρήθηκαν οι υπέρ της εκκλησίας πρόνοιες των προηγούμενων συνταγμάτων. Με αυτό τον τρόπο, αντικαταστάθηκε η ρητορική της «συναλληλίας» με εκείνη των «διακριτών ρόλων».
Εκβιασμοί και παρεμβάσεις
Τον περασμένο Μάρτιο, η Ιερά Σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος δεν αποδέχτηκε τη συνήθη πρόσκληση της προέδρου της Δημοκρατίας για τον κοινό εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας, επειδή η κυβέρνηση θεσμοθέτησε τον γάμο των ομόφυλων χωρίς τη συμφωνία της. Το ίδιο συνέβη και το 1987, με αφορμή τον νόμο Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία και τη θεσμοθέτηση εκλογής των μελών των μητροπολιτικών και ενοριακών συμβουλίων μέσα σε μια ασύγκριτα πιο συγκρουσιακή ατμόσφαιρα. Ο τότε υπουργός Παιδείας αναγκάστηκε να παραιτηθεί, με τον νόμο του να παγώνει μετά τη συμφωνία κορυφής εκκλησίας και κράτους το 1988. Μόλις το 2016, ο υπουργός Παιδείας παραιτήθηκε μετά τη διαμαρτυρία της εκκλησίας ότι με τις πρωτοβουλίες του αυξανόταν ο κίνδυνος αφελληνισμού και αποχριστιανισμού του έθνους. Οι δύο παραιτήσεις πιστώνονται υπέρ της εκκλησίας στον πεντηκονταετή πόλεμο με το κράτος.
Η περίπτωση Τρίτση έδειξε τις συνέπειες της μη αποχουντοποίησης της εκκλησίας, με την άκριτη στήριξη της παλινόρθωσης και τα όρια της αντιδημοκρατικής κρατικής παρέμβασης στα της εκκλησίας που θύμισαν τη βαυαροκρατία. Η περίπτωση Φίλη προκάλεσε την αντίθεση της εκκλησίας για λόγους ιδεολογικούς. Και οι δύο περιπτώσεις είναι εξαιρέσεις και ως εξαιρέσεις φωτίζουν τη σχέση των δύο θεσμών. Η πρώτη χρωματίζεται από την «επαναστατικότητα» της Μεταπολίτευσης, ενώ η δεύτερη από τις συνθήκες της «πρώτης φοράς Αριστερά». Η εκκλησία χάνει συνεχώς από το 1974 όταν αντιτίθεται στο κράτος, που νομοθετεί τον πολιτικό γάμο, το αυτόματο διαζύγιο, την αποποινικοποίηση της μοιχείας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, την απάλειψη του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτότητας κ.λπ. Η αντίδρασή της κλιμακώθηκε από διαμαρτυρίες και παραστάσεις μέχρι τις μεγάλες λαοσυνάξεις του 2000. Το 2001, ο αρχιεπίσκοπος παρέδωσε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας λίστα τριών εκατομμυρίων υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο χωρισμός
Ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους ήταν πάντοτε στο πρόγραμμα των προοδευτικών κομμάτων, αλλά, παρότι αυτά κυβέρνησαν για πολλά χρόνια και το σύνταγμα αναθεωρήθηκε με ευθύνη τους, ο χωρισμός δεν πραγματοποιήθηκε. Προτάθηκε και από ομάδα πολιτικών και συνταγματολόγων με διαφορετικές αφετηρίες (Αλιβιζάτος, Βουρλούμης, Γεραπετρίτης, Κτιστάκις, Μάνος, Σπυρόπουλος) σε σχέδιο συντάγματος που δημοσιεύθηκε το 2016. Πώς γίνεται το κράτος να νομοθετεί με επιτυχία χωρίς τη συμφωνία της εκκλησίας στον τομέα της ηθικής, αλλά να μην μπορεί να προχωρήσει σε πλήρη χωρισμό; Αυτό συμβαίνει επειδή η ένταση της θρησκευτικότητας του ελληνικού λαού για πολλούς λόγους –και πολύ πριν το 1974– βαίνει μειούμενη. Στην πλειονότητά τους, οι Έλληνες αποδέχονται τον θεσμό της εκκλησίας και είναι βαπτισμένοι. Από τη άλλη, όμως, ο βαθμός της θρησκευτικότητάς τους δεν επιτρέπει τη δημιουργία λεπτής ηθικής συνείδησης που απαιτεί το ευαγγέλιο και κηρύττει η εκκλησία. Αυτό συμβαίνει σε πολύ μικρά ποσοστά, στα οποία και έχει εκτόπισμα η στάση της εκκλησίας. Η πλειονότητα κατανοεί τις ρυθμίσεις του κράτους που ανταποκρίνονται στον μέσο όρο και τις κοινές παραδοχές ηθικής, αλλά δεν μειώνει τη θέση της εκκλησίας στο φαντασιακό της, εκεί απ’ όπου πηγάζει κάθε θέσμιση. Το φαντασιακό, παράγοντας μη ελέγξιμος αλλά καθοριστικός, ανθίσταται στους προγραμματικούς σχεδιασμούς και τις ιδεολογικές θέσεις των κομμάτων. Οι κυβερνώντες το αισθάνονται την κρίσιμη στιγμή και υποχωρούν.
Η νομιμοποίηση της παλινόρθωσης δεν υποχρέωσε την ιεραρχία της εκκλησίας να διαχειριστεί το τραύμα της «συνεργασίας» με τη Δικτατορία και να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εσωτερική ανανέωσή της. Οι πολιτικές ελευθερίες δεν μεταφράστηκαν στο εσωτερικό της εκκλησίας σε συμμετοχή του λαού και του κλήρου στη διοίκησή της, σύμφωνα με τις αρχές της συνοδικότητας. Αντίθετα, η παλινόρθωση διατήρησε την ιεραρχία αυτοανανεούμενη, με συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη αυτονόμησή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Από την άλλη, ο χωρισμός της από το κράτος στον τομέα της ηθικής την έφερε στη θέση του συνεχώς διαμαρτυρόμενου, συντηρητικού και οπισθοδρομικού κοινωνικού εταίρου, που με τις παρεμβάσεις του δημιουργεί περισσότερο γραφικές εντυπώσεις γύρω από «συμφέροντα» και λιγότερο πείθει για την ευθύνη της μαρτυρίας και της αποστολής της στον κόσμο. Η Μεταπολίτευση κλείνει, αλλά η σχέση εκκλησίας και κράτους παραμένει ανοικτή και πολλά θέματα αναμένουν τη ρύθμισή τους. Η λύση τους προϋποθέτει όχι μόνο την πολιτική βούληση και τον δημοκρατικό διάλογο, αλλά και την προσέγγιση που απαιτούν θεσμοί με μεγάλη ιστορία όπως η εκκλησία.
Fernardo Botero, «Το πορτέρτο της Χούντας», 1971.
ΠΗΓΗ: Η ΕΠΟΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου