«Ο Άγιος πριν κατεβεί στο Μοναστήρι ασκήτευε ψηλά στους βράχους, στα Καρούλια, σε μια σπηλιά που για να τη φθάσεις, αν δεν ήσουν αητός ή κιρκινέζι, έπρεπε από παιδί να είσαι μαθημένος στα απόκρημνα ψηλώματα και στις καταραχιές. Εκεί κάθε δέκα, κάθε δεκαπέντε, πήγαινε ένα καλογεράκι να δει αν ζει ο γέρος και να του αφήσει πότε λίγο λαδάκι, πότε λίγο κρασί, ο κόσμος όμως πίστευε πως δεν τα είχε ανάγκη ούτε αυτά, και πως μονάχα ως ένδειξη αγάπης τα δεχότανε. Έμενε μέσα στη σπηλιά ακούνητος και είχε τα μάτια καρφωμένα εμπρός, σε ένα σημείο μυστικό που μόνο εκείνος ήξερε, και έβλεπε το “φως”. Στα παλαιά χρόνια το “άκτιστον φως” το έβλεπαν πολλοί άνθρωποι του Θεού, ήσαν όμως άλλα χρόνια εκείνα· η αμαρτία δεν βασίλευε στον κόσμο όπως στις μέρες μας, οι άνθρωποι ήσαν πιο κοντά τον Πλάστη τους και δεν ήταν παράξενο που μοναστήρια ολόκληρα ήσαν γεμάτα από μοναχούς που έβλεπαν το ”φως”».
ΙΣΜΗΝΗ Β. ΚΑΠΑΝΤΑΗ. (1996). Που πια καιρός… Αθήνα: Εστία, σ. 16.
Η Μεταμόρφωση, τέλος 14ου αιώνα· Θεοφάνης ο Έλληνας. Πινακοθήκη Τρετιακώφ (Μόσχα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου