Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Ο Αραβικός κόσμος μέσα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ 


Εκδήλωση με θέμα: «Ο Αραβικός κόσμος μέσα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» και ανάγνωση αποσπασμάτων από την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη οργανώνει η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Η εκδήλωση θα γίνει στο πλαίσιο της 20ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Ομιλήτρια θα είναι η κα Δρ Αικατερίνη Ζωγραφιστού, Πρόεδρος του Παραρτήματος Ελλάδας της ΔΕΦΝΚ και αναγνώστες /αναγνώστριες της Οδύσσειας θα είναι οι: κα Έλενα Αβραμίδου (στ. Α 74-123), κα Αγγελική Ταλιγκάρου (στ. Γ 1-22), κα Βίκυ Κατσαρού (στ. Η 781-807), κ. Νίκος Σκεντέρης (στ. Μ 1-25), κ. Νίκος Χρυσός (στ. Π 1209-1246) και κα Αικατερίνη Ζωγραφιστού (στ. Ψ 1-38). 
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024. Ώρα: 13.00
Η εκδήλωση θα είναι ταυτόχρονα σε Live Streaming· περισσότερες πληροφορίες στο Link https://www.thessalonikibookfair.gr/event/1170 και το κανάλι μετάδοσης στο Youtube θα είναι https://www.youtube.com/@cosmos-stage-gr

Η Μονή της Χώρας και η ιστορία μιας λέξης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΚΛΗΡΗΣ· Δρ Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.


Ο πρώτος ναός βρισκόταν έξω από τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εξ ου και το όνομα. Η ονομασία της Μονής της Χώρας, που πρόσφατα μετατράπηκε σε τζαμί, συνοψίζει τη δραματική ιστορία της: «Χώρα» ονόμαζαν στο Βυζάντιο την πεδιάδα έξω από τα τείχη της πόλεως. Ο πρώτος ναός βρισκόταν έξω από τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εξ ου και το όνομα. Οι μεταγενέστεροι ναοί βρίσκονταν εντός των τειχών του Θεοδοσίου Β΄ και αποτελούσαν μέρος του περιβόλου των οχυρώσεων. Η «χώρα» είχε συμπέσει με το τείχος, που έσωζε την Πόλη μέχρι την ανακάλυψη της πυρίτιδας.
Ο σωζόμενος ναός έχει κτιστεί το 1077-1081 από τη Μαρία Δούκαινα, συγγενή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, και ανακαινίστηκε το 1310-1317 περίπου από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος τον διακόσμησε με τα διάσημα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332), αστρονόμος, φιλόσοφος και «μεσάζων», δηλαδή πρωθυπουργός επί αυτοκρατορίας Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), έδωσε στον όρο «χώρα» συμβολικό περιεχόμενο: Ο Χριστός εικονίστηκε ως η «Χώρα των Ζώντων» και η Θεοτόκος ως η «Χώρα του Αχωρήτου». Ο Πλάτων είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «χώρα» για να περιγράψει την ύλη ως έναν «χώρο» όπου προβάλλονται οι ιδέες.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, γνώστης του Πλάτωνος και υπομνηματιστής του Αριστοτέλους, ονόμασε την εικονιζόμενη Παναγία «Χώρα του Αχωρήτου», επειδή, κατά τη βυζαντινή θεολογία, προσφέρει τον «χώρο» για να ενσαρκωθεί ο καθ’ εαυτόν «αχώρητος» Θεός. Πρόκειται για μια χριστιανική ερμηνεία του πλατωνισμού, που ανατιμά την ύλη: Στον πλατωνισμό, η «χώρα» είναι μια φιλοσοφική εκδοχή του χάους του Ησιόδου, μια οθόνη όπου προβάλλονται οι ιδέες, χάνοντας την ενάργειά τους και υφιστάμενες διάθλαση και ποικίλες στρεβλώσεις. Στον χριστιανισμό, ο Λόγος γίνεται ο ίδιος ύλη με τη συνδρομή μιας γυναίκας. Ο Χριστός ονομάζεται εσχατολογικώς «Χώρα των Ζώντων», επειδή, κατά τη χριστιανική πίστη, μετά την κοινή ανάσταση στο τέλος της Ιστορίας θα χωρέσει στην καθολική ανθρώπινη φύση του όσους θα ζουν αιώνια.
Ο στόχος είναι η «περι-χώρησις», ένας αστρονομικός όρος που αρχικά σήμαινε την κυκλική τροχιά γύρω από ένα σώμα, κατέληξε, όμως, διά μέσου των στωικών, να σημαίνει έναν υπαρξιακό «εναγκαλισμό» και εν τέλει τη δυνατότητα συμβίωσης και συνύπαρξης διαφορετικών προσώπων που μπορούν να μοιραστούν τον ίδιο χώρο, αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «ενσυναίσθηση». Η φιλόσοφος Τζούλια Κρίστεβα εισήγαγε τον όρο «χώρα» στις φεμινιστικές σπουδές, προκειμένου να δηλώσει ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, όπου το νεογνό δεν έχει αίσθηση ορίων, συγχεόμενο με το μητρικό σώμα. Πρόκειται για μια εμβίωση της γυμνής υλικότητας της ύπαρξης, κοντά στο κατά Λακάν «Πραγματικό». Η Κρίστεβα επανερμηνεύει με μεταμοντέρνο τρόπο τη χριστιανική καταξίωση της ύλης: Θεωρεί τη «χώρα» ως μια «θηλυκή» και γόνιμη υπονόμευση των ορίων του λόγου στην κατεύθυνση της δημιουργικής αμφισημίας.
Η «περι-χώρηση» υπήρξε διηνεκές πολιτικό διακύβευμα. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης έπεσε σε δυσμένεια μετά τον εμφύλιο ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β΄ και τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και πέθανε ως μοναχός της Μονής που προίκισε με τη βιβλιοθήκη του. Οι εμφύλιοι των Παλαιολόγων εξασθένησαν το Βυζάντιο με αποτέλεσμα την επικράτηση της οθωμανικής δυναστείας. Η Μονή μετατράπηκε το 1511 σε «Καριγιέ» τζαμί επί Βαγιαζίτ Β΄. Το 1945 έγινε μουσείο σύμφωνα με την πολιτική του κεμαλικού εκσυγχρονισμού, ενώ τις εργασίες επανεύρεσης των ψηφιδωτών ανέλαβε ως το 1958 το αμερικανικό Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών Dumbarton Oaks.
Επί των ημερών του προέδρου Ρετζέπ Ερντογάν εφαρμόζεται μια αντικεμαλική πολιτική «ανακατάκτησης» βυζαντινών ναών, που λειτουργούσαν ως μουσεία. Η χρονική συγκυρία της συγκεκριμένης υλοποίησης απόφασης του τουρκικού Συμβουλίου Επικρατείας απευθύνεται σε τρεις αποδέκτες:
α) Στο εσωτερικό της Τουρκίας, σημαίνει κατάργηση του δυτικού εκσυγχρονισμού του Κεμάλ Ατατούρκ και επικράτηση του νεο-οθωμανισμού. Η έννοια του μουσείου αποτελεί μία εμβληματική εφεύρεση της νεωτερικότητας, συνδεόμενη με τον Μέγα Ναπολέοντα, που εισήγαγε θρησκευτική τέχνη σε εθνικά μουσεία από κοινού με την κοσμική. Στην Τουρκία, ήταν ο εκσυγχρονιστικός κεμαλισμός που προώθησε την εκκοσμίκευση και την προσφορά μιας συνολικής πολιτισμικής κληρονομιάς στο εξωτερικό βλέμμα. Ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως νέος Μωάμεθ Πορθητής, που «αλώνει» ξανά την Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά ως κέντρο ευρωπαϊκού και διεθνούς κοσμοπολιτισμού που παραδίδεται στη βαθιά μουσουλμανική Τουρκία της Ανατολίας.
β) Προς την Ελλάδα, ο Ερντογάν λειτουργεί ως διαπραγματευτής-«μποξέρ», που αποσταθεροποιεί τον αντίπαλο συνομιλητή, με ταυτόχρονη επίδειξη πυγμής και πρόταση φιλίας.
γ) Προς τη Δύση, δεδομένου ότι η αναστήλωση της Μονής της Χώρας υπήρξε αμερικανικό εγχείρημα, η κίνηση εντάσσεται σε θεαματικό «πολιτισμικό πόλεμο» στη Μέση Ανατολή, όπου ο τούρκος πρόεδρος προβάλλεται ως υπέρμαχος των μουσουλμάνων.
Η ίδια η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε εξόχως πολυπολιτισμική, καθώς βασιζόταν στον διαχωρισμό ανάμεσα σε μουσουλμάνους που πολεμούσαν και σε ραγιάδες-φορολογικά υποκείμενα. Οι αλλόθρησκοι έπρεπε οπωσδήποτε να διασωθούν ως ενθυλακωμένες ετερότητες, για να πληρώνουν φόρους. Το Βυζάντιο, αντιθέτως, απαιτούσε ιδεολογική ομοιογένεια και για αυτό ηττήθηκε από το Ισλάμ. Κατά την πρώιμη νεωτερικότητα, οι δυτικοί περιηγητές σκανδαλίζονταν από την ανεκτική πολυπολιτισμικότητα των Οθωμανών έναντι της ομοιογένειας του νεωτερικού κράτους. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η οθωμανική «πολυπολιτισμικότητα» είχε ως συνέπεια το να αποτελούν ξένες μειονότητες την αστική τάξη, γεγονός που οδήγησε με τη σειρά του στις γενοκτονικές πολιτικές των αρχών του 20ού αιώνα, προκειμένου να αναδυθεί τουρκική αστική τάξη. Ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν στερείται την πολυπολιτισμικότητα του οθωμανικού προτύπου, βασιζόμενος σε εντόπια αστική τάξη. Αποτελεί μια πολυσυλλεκτική ιδεολογία, με την οποία ο Ερντογάν προβάλλεται ως εκπρόσωπος άλλοτε του σουνιτικού Ισλάμ (βλ. Παλαιστίνη), άλλοτε του παντουρανισμού (Κεντρική Ασία), και άλλοτε ως αναβιωτής της οθωμανικής σφαίρας (Βαλκάνια, Αφρική ως Σομαλία).
Η μετατροπή ενός μουσείου ξανά σε θρησκευτικό χώρο αποτελεί μία συμβολική άρση της εκκοσμίκευσης που έχει συνδυαστεί με τη μουσειοποίηση των πολιτισμικών κληρονομιών. Πρόκειται για μια επιθετική πολιτική τουρκικής ομογενοποίησης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα αδυναμίας ενός καθεστώτος που αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσκολίες, τις οποίες υπεραναπληρώνει με θεαματικές κινήσεις, αλλά ταυτοχρόνως παράγει επιτελεστικώς αλλαγές τις οποίες το όποιο διάδοχο καθεστώς θα δυσκολευτεί πολύ να αναιρέσει.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ: Σταθερή Αξία!


Ο κοινός λόγος «κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις» ισχύει, πιστεύω, και για το κορυφαίο των θαυμασίων: την ανάσταση. Είτε για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου πρόκειται ή του Λαζάρου είτε του ίδιου του Ιησού, η ιστορία των εμπειριών του ανθρώπου τον φέρνει αντιμέτωπο της πίστης του. Θέλει να πιστέψει πως η ανάσταση τον συμπεριλαμβάνει, πρωτίστως για να ξανανταμώσει τους αγαπημένους του. Συνειδητοποιεί, όμως, ότι το μερίδιο του Θωμά μέσα του παραμένει μεγάλο, ανεξάλειπτο, ακόμα κι αν τηρεί την παράδοση και επί σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα αντικαθιστά με το «Χριστός ανέστη» όλους τους χαιρετισμούς, το καλημέρα, το καλησπέρα, το καληνύχτα, προσδοκώντας ν’ ακούσει το επικυρωτικό «Αληθώς ο Κύριος». Αν πίστευαν περισσότεροι στην ανάσταση, δηλαδή στην Κρίση, ίσως οι κακοί να ήταν λιγότεροι. Ή λιγότερο κακοί.
Τη ζωή μας την πλημμυρίζουν οι απώλειες. Και την οργανώνει ή τη διαλύει η λύπη. Πάνω μας δεσπόζει ο θάνατος. Ο «άφευκτος» θάνατος, όπως συμφωνούν οι αρχαίοι ποιητές, που δοκίμασαν, με τον κοινότοπο χαρακτηρισμό του ως αναπόφευκτου και αναπόδραστου, να μετριάσουν τον τρόμο που προκαλεί ως απειλή και να οριοθετήσουν τη θλίψη ή και κατάθλιψη που τον ακολουθεί. Κατάθλιψη που έχει τα γνωρίσματα του εξισωτή θανάτου. Πλήττει ταπεινούς και ηγεμόνες. Παράδειγμα ο Αλέξανδρος ο Μέγας.
Το 328 π.Χ., ο στρατηλάτης βρίσκεται στη Σαμαρκάνδη. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε διατάξει να εκτελεστεί, ως αρχισυνωμότης, ο Φιλώτας, τελευταίος επιζών γιος του Παρμενίωνα. Ο θανάσιμος κολασμός αφορούσε και τον πατέρα, μολονότι ο Παρμενίων, συμπολεμιστής επί τριάντα χρόνια του Φιλίππου και του γιου του, ήταν αμέτοχος.
Στο στόχαστρο του Αλέξανδρου είναι πια ο σωματοφύλακάς του Κλείτος, παρότι το 334 π.Χ. τού είχε σώσει τη ζωή, στη μάχη του Γρανικού, όταν ο βασιλιάς κινδύνευσε ανάμεσα σε δύο Πέρσες μαχητές, τα αδέλφια Ροισάκη και Σπιθριδάτη. Ο Πλούταρχος γράφει στον «Βίο» του Μακεδόνα ότι «ήταν λιγότερο παραδομένος στο κρασί απ’ ό,τι πιστευόταν», ο θυμός και η μέθη πάντως τού πρόσφεραν την αναγκαία πρόφαση για να σκοτώσει τον Κλείτο, εξαπολύοντας καταπάνω του μια λόγχη. Προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει με το ίδιο όπλο, αλλά τον πρόλαβαν. Τον κυρίεψε όμως η θλίψη της ενοχής και της συντελεσμένης βαρύτατης αδικίας και πέρασε άσχημα όλη τη νύχτα, κλαίγοντας: «Την τε νύκτα κακώς κλαίων διήνεγκε».
Όταν ξημέρωσε, οι φίλοι του τρόμαξαν ακούγοντας από τη σκηνή του μόνο «βαρείς στεναγμούς» και λέξη καμία. Οι θρήνοι και τα κλάματα είχαν εξαντλήσει τον βασιλιά. Πιστεύοντας πως η αντικαταθλιπτική συμπαράστασή τους δεν αρκεί, κατέφυγαν στη συνδρομή δύο φιλοσόφων, του Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη, και του Αβδηρίτη Ανάξαρχου, συμμεριζόμενοι τη διάχυτη στους Έλληνες αντίληψη ότι το καλύτερο φάρμακο για τον ψυχικό πόνο είναι ο λόγος. «Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος», συμπεραίνει αλλού ο Πλούταρχος.
Θα μπορούσαν, βέβαια, να προσφύγουν και στην «τέχνη της ποιήσεως, που «κάπως ξέρει από φάρμακα», κατά το μετριοπαθές πόρισμα του Κ. Π. Καβάφη, που σαν να συμμερίζεται εδώ την έμπειρη γνώμη του λαϊκού ποιητή-τραγουδιστή: «Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι, τα λεν οι πικραμένοι, / πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει». Εντούτοις, στην άγρια λογομαχία Κλείτου και Αλέξανδρου η ποίηση έδρασε πυροδοτικά, όχι κατευναστικά.
Στο συμπόσιο, «οι νεαρής ηλικίας συνδαιτυμόνες ήπιαν πολύ και τραγούδησαν ποιήματα κάποιου Πρανίχου, ή, όπως υποστηρίζουν άλλοι, του Πιερίωνος, γραμμένα (προς ντροπή και κοροϊδία) για τους στρατηγούς που πρόσφατα είχαν ηττηθεί από τους βαρβάρους. Και ενώ οι πλέον ηλικιωμένοι δυσαρεστήθηκαν και ονείδιζαν και τον ποιητή κι εκείνον που τραγουδούσε, ο Αλέξανδρος και όσοι ήταν γύρω του τα άκουγαν με ευχαρίστηση και τον παρακινούσαν να συνεχίσει» (στη μετάφραση του Θανάση Γεωργιάδη, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2005).
Ο Κλείτος δεν άντεξε την προσβολή. Λίγο πριν, με τους χαλινούς του κομμένους και από το κρασί, είχε κατειρωνευτεί τον Αλέξανδρο: «Μακαρίζουμε», του είπε, «όσους ήδη έχουν πεθάνει, πριν δουν τους Μακεδόνες να δέρνονται με μηδικά ραβδιά και να χρειαζόμαστε τους Πέρσες ώστε να έρθουμε σε επαφή με τον βασιλιά». Τώρα, επιστρέφοντας στη σκηνή, συνεχίζει την επίθεσή του, με όπλο του «ιαμβεία» από την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Ο Πλούταρχος παραθέτει έναν μόνο στίχο: «Οίμοι, καθ’ Ελλάδα ως κακώς νομίζεται». Πρόλαβε άραγε να πει και τους επόμενους ή το βασιλικό κοντάρι άσκησε ακαριαία τη θανάσιμη λογοκρισία του; Αγνωστο. Ιδού πάντως ακέραιο το ευριπιδικό πορτρέτο του σφετερισμού αλλότριας δόξας, σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου:
«Κακή είν’ αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα: / Νικά ο στρατός εχθρούς και τρόπαια στήνει; / Δε λένε “είν’ έργο αυτών που αγωνιστήκαν”, / όλη τη δόξα ο στρατηγός την παίρνει· / σαν άλλους μύριους παίζει το κοντάρι, / τίποτε πιο πολύ δεν κάνει απ’ ό,τι / κάνει ένας άλλος, μα δική του η φήμη». Ο υπέρ αγνώστου στρατιώτη λόγος εξαπολύεται από τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, κατά του Μενέλαου.
Δυστυχώς, ούτε του Καλλισθένη η προσπάθεια ωφέλησε ψυχοπνευματικά τον Αλέξανδρο ούτε του Ανάξαρχου. Για διαφορετικούς λόγους. Ο Καλλισθένης «αποπειράθηκε με πραότητα, και μιλώντας του περί ηθικής, να καταλαγιάσει το πάθος χωρίς να τον λυπήσει». Μάταια. Αλλωστε ο Αλέξανδρος αντιπαθούσε σφόδρα τον Καλλισθένη, συντάκτη των «Βασιλείων Εφημερίδων» εκτός των άλλων, γιατί «απέρριψε έντονα και με φιλοσοφικό τρόπο την προσκύνηση του βασιλιά και μόνος αυτός εξέφρασε φανερά όσα στα κρυφά έκαναν ν’ αγανακτούν όλους τους αρίστους και τους πλέον ηλικιωμένους Μακεδόνες».
Ο Ανάξαρχος πάλι, μαλαγάνας ολκής, είπε στον βασιλιά όσα ήθελε ν’ ακούσει. Ότι αυτός είναι ο νόμος, αυτός και «ο όρος που καθορίζει το δίκαιο», άρα προς τι η ενοχή και η θλίψη; «Δεν ξέρεις», κατέληξε, «ότι πλάι στον Δία κάθονται η Δίκη και η Θέμιδα, ώστε οτιδήποτε πράττει ο εξουσιαστής να είναι θεμιτό και δίκαιο;». Νόμος είναι το δίκιο του αφέντη. Τότε και τώρα.
Τότε και τώρα επίσης, ψευτοφάρμακα όπως αυτό του Ανάξαρχου ίσως βοηθούν πρόσκαιρα, σε βάθος χρόνου ωστόσο λειτουργούν σαν διαβρωτικά συνειδήσεων και διαλυτές αναστολών. Με τέτοια λόγια, λέει ο Πλούταρχος, ο Ανάξαρχος ανακούφισε το πάθος του βασιλιά, τον έκανε όμως «χαυνότερον και παρανομώτερον». Το βλέπουμε και τώρα. Παντού όπου οι κόλακες λιπαίνουν την εξουσία. Όσο για τον Καλλισθένη, έναν Θωμά, δεν πέρασε καιρός και ο Αλέξανδρος πρόσταξε να τον σκοτώσουν κι αυτόν. Δίχως να κλαίει πια.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Η αδυνατότητα των πολιτικών να συγκροτήσουν λόγο ενότητας σημαίνοντος και σημαινόμενου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Στην τηλεόραση βλέπω την εικόνα του Πρωθυπουργού της πατρίδας μας απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν. Αναδίδει αίσθηση μιζέριας. Η ήττα είναι δεδομένη: ο Τούρκος Πρόεδρος κυριαρχεί, ενώ ο της πατρίδας μας ηγέτης είναι άβολος και άβουλος. Δεν έχει τα κότσια, φοβάται να κουνηθεί παραπέρα, να διακινδυνεύσει την αποφασιστικής σημασίας ρήξη με τον αντίπαλο, με στόχο την νίκη, μέσα στο γήπεδό του. Αναρωτιέμαι, ο Πρωθυπουργός της πατρίδας μας, μιλώντας για την Μονή της Χώρας των Ζώντων, αν είχε διαβάσει όσα γι' αυτήν έχει γράψει ο Θεόδωρος Μετοχίτης -αυτός ο άρχοντας και Μέγας Λογοθέτης του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄, που απεικονίζεται στο περιώνυμο ψηφιδωτό πάνω από τη θύρα του δεύτερου νάρθηκα, όπου ο Χριστός κάθεται σε θρόνο και δεξιά του γονατιστός κάθεται ο πανεπιστήμονας και διακεκριμένος ανθρωπιστής του 14ου βυζαντινού αιώνα, προσφέροντας το εν σμικρύνσει ομοίωμα της Μονής της Χώρας στον Παντοκράτορα Χριστό- θα είχε να πει κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που ψέλλισε και που είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση;
Ο Μετοχίτης, στο ποίημά του: «Δοξολογία εις Θεόν και περί των καθαυτόν και της Μονής της Χώρας» -πλήρη έκδοσή του ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει εδώ- αναφερόμενος στην εικονογράφηση της Μονής κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης που κοσμεί το παρεκκλήσιο, την Ανάσταση του Χριστού. Στους στίχους 1094 – 1103 γράφει για τον Χριστό που «κατήλθε στον Άδη και τον κατέλυσε παίρνοντας ως λεία όλους τους νεκρούς που εκεί ήταν φυλακισμένοι και καθηλωμένοι από αρραγή δεσμά». «Άπαντες», συνεχίζει ο Μετοχίτης, «αναστήθηκαν αφού πρώτα αναστήθηκε ο Χριστός. Αυτά τα γεγονότα απεικονίστηκαν από αγιογράφους, οι οποίοι με μόχθο ιστόρησαν αυτές τις εικόνες».
Αξίζει, εδώ, να σημειώσω ότι ο Μετοχίτης ήταν και πολιτικός: Μέγας Λογοθέτης, επικεφαλής δηλαδή της πολιτικής διοίκησης τους βυζαντινού κράτους. Ο Βασίλειος Ν. Τατάκης, οξυδερκής στη φιλοσοφική κι όχι μόνο σκέψη του, στο κλασικό έργο του Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (Αθήνα 1977), γράφει για το πολιτικό αισθητήριο του Μετοχίτη τα εξής αποκαλυπτικά: «Δάσκαλος του Γρηγορά και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της βυζαντινής γραμματείας, ο Μετοχίτης έχει έντονο το αίσθημα ότι είναι Έλληνας και μια εξίσου αίσθηση των κινδύνων που απειλούν την πατρίδα του, κίνδυνοι οι οποία τον έστρεψαν στην πολιτική. Όταν η πατρίδα κινδυνεύει, μόνο οι αδιάφοροι έχουν το θάρρος να μείνουν μακριά από την πολιτική ζωή. Ο Μετοχίτης συλλαμβάνει σε βάθος την αξία του πολιτισμού της χώρας του και την αξία της συντελούμενης αναγέννησης, αλλά συγχρόνως η καθαρή ματιά του τον κάνει να βλέπει τον επερχόμενο εχθρό, που μέλλει να καταλύσει τα πάντα. Γι’ αυτό φτάνει να καταραστεί την ημέρα που παντρεύτηκε και την ημέρα που έγινε πατέρας. Το τραγικό αυτόν τόνο τον ξαναβρίσκουμε σ’ όλους τους μεγάλους ανθρωπιστές των δύο τελευταίων αιώνων».
Να γιατί και πως πρέπει να είναι ένας πολιτικός όταν η πατρίδα του κινδυνεύει από εχθρούς. Σήμερα, όμως, το θηριώδες πρόβλημα των πολιτικών μας, κάθε λογής και απόχρωσης, η έννοια πατρίδα, για όλους τους, είναι βαρίδι.


Ο Θεόδωρος Μετοχίτης προσφέρει στον Χριστό ομοίωμα της Εκκλησίας. ΠΗΓΗ: ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΤΑΛΜΠΟΤ ΡΑΪΣ. (1994). Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Ανδρέας Παππάς. Αθήνα: Υποδομή, εικ. 205.


Υ.Γ. Ο Μετοχίτης πιθανόν εικονίζεται και σε μια άλλη παράσταση της Μονής της Χώρας. Σύμφωνα με την Δρ. Μυρτάλη Αχειμάστου – Ποταμιάνου, παλαιοτέρα Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, στην καμάρα του κεντρικού διαμερίσματος του παρεκκλησίου «Η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία», στο «Θρόνο της Ετοιμασίας μπροστά προσκυνούν ο Αδάμ και η Εύα, ενώ πιο κάτω τελείται η Ψυχαστασία. Στα γωνιακά μέρη, σάμπως σε λοφία τρούλου, είναι δυτικά η έγερση των νεκρών στην ξηρά και στη θάλασσα, και άγγελος προστάτης που άγει στην κρίση την ψυχή – πιθανώς του Μετοχίτη, καθώς σε γραπτή του επίκληση στον αρχάγγελο Μιχαήλ επιζητούσε». Βλ. ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ – ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ. (1995). Βυζαντινές Τοιχογραφίες. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, εικ. 129, περιγραφή και σχολιασμός σ. 244.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Κωστής Μοσκώφ: κέντρο του χρόνου είναι το Πάσχα, η Λαμπρή…

Η τριαδικότητα της Θεότητας –αυτού του σχήματος της Ολότητας- θα τονίζεται στην Ανατολή ακριβώς για να μην τονιστεί η ενότητα της Φύσης σε βάρος της προσωπικής πληρότητας του κάθε συμβόλου. Ο ιδεολογικός συμβιβασμός θα λειτουργήσει έτσι ώστε να μη δώσει στη διατύπωση της «θείας» Φύσης το χαρακτήρα μιας ουσίας κλειστής, «εν εαυτή». Η θεότητα θα εκχέει την ουσία της με την «ενέργειά» της, με διάμεσο το τρίτο πρόσωπο αυτής της Θεότητας, το Πνεύμα, «με το οποίο είναι δυνατό να γεμίσει το σύνολο της κτιστής ζωής».
Ο λαός αντίθετα οικοδομεί μια χριστιανοκεντρική αίσθηση της Τριάδας όπου κύριο πρόσωπο είναι ο Υιός. Μέσα από αυτόν και τη μητέρα του, μέσα από τους αγίους, τους φίλους του, οικοδομεί ο ελλαδικός χριστιανός την ιδεολογία του, την αίσθησή του, συμπύκνωση του γύρω κόσμου του. «Οι χριστιανοί κατανοούν πρώτα το πρόσωπο του Χριστού… πίσω του βλέπουν την Τριάδα», θα πει ο Θεοφάνης, ο πνευματικός της Ορθοδοξίας του 19ου αιώνα. Ο Θεός καταργείται στη λαϊκή Ορθοδοξία σαν κάτι ιστάμενο ψηλότερα από τον κόσμο, την Εκκλησία· ο Πατέρας υποβιβάζεται σε δεύτερη μοίρα, ενώ ο Χριστός γίνεται το κέντρο της ιδεολογικής ζωής. Ο Χριστός, η Εκκλησία, ομοούσιος τω Πατρί, όπως επιβάλλεται από την Α΄ Οικουμενική της Νίκαιας που καταδικάζει την Αρειανή διδασκαλία για την απουσία από τον Χριστό μιας a rpiori θείας Φύσης, παραμένει ομοούσιος αλλά γίνεται και επίκεντρος. Το πρόσωπο του Πατέρα στη Θεότητα παραγκωνίζεται από τη λαϊκή ανάγνωση της ιδεολογίας. Η Αγία Σοφία μένει απλώς σαν το όνομα του παλιού καθεδρικού ναού του γένους, σύμβολο της Απελευθέρωσης, ή συγχέεται στη λαϊκή δοξασία με το όνομα μιας κάποιας αγίας. Ο Χριστός, η Εκκλησία, γίνεται τώρα το σώμα του γένους - σχηματοποίηση της εθνικής υπόστασης, ραγιάς αλλά μαζί και λεβέντης και ανυπότακτος. Είναι αυτός που πάσχει αλλά και αυτός που ανασταίνεται, προσδοκία μιας απελευθέρωσης συγκεχυμένης. Η ιδέα της Ανάστασης γίνεται κυριαρχική Ιδέα. Μέσα στη δοξαστική της λαϊκής Ορθοδοξίας ο Χριστός δεν είναι παράδειγμα μιας ενάρετης ζωής, ούτε ακόμα ο πλήρης πάθους θάνατος του γένους, αλλά κυρίως η Ανάστασή του - όχι μόνο η εθνική. Κέντρο του χρόνου είναι το Πάσχα, η Λαμπρή…
Το γένος, όπως υπάρχει και αισθάνεται μέσα στη διάρκεια της δουλείας, βρίσκει το σχήμα του μέσα στο σώμα του «ζωντανού Χριστού», αισθάνεται ότι αποτελεί ένα οργανισμό, ένα σώμα αλληλοσυνδεδεμένων ατόμων που έχει συγκεκριμένη λειτουργία μέσα στη ζωή. Συγκεκριμένη λειτουργία που αντανάκλαση, συμπύκνωση και σύμβολό της είναι το Πάθος – Ανάσταση. Το Πάθος όμως διαλεκτικά ιδωμένο. Το Πάθος δεν είναι Πάθος αν δεν επιζητεί την Κάθαρση… Η τέτοια νεοελληνική Ορθόδοξη αίσθηση δίνει όλη την έμφαση στη λειτουργία, σαν βίωση, σαν δρώμενο και όχι στη μίμηση, ακόμα λιγότερο στη διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Την αμεσότητα αυτή της λαϊκής Ορθοδοξίας, όπως γεννήθηκε και όπως την έζησε ως τις αρχές του αιώνα μας ο ακόμα αλώβητος, από τις επιδράσεις του φιλελευθερίζοντος μεταπρατικού κατεστημένου και της συλλογικής Μητρόπολης, λαός, την εκφράζει η ελλαδική αίσθηση της Τριάδας. Το γένος δεν είναι ένας οργανισμός, ένα σώμα ανθρώπων που ενώνονται από το Άγιο Πνεύμα, ένα Θεό δηλαδή της Αγάπης αλλά αφηρημένο δίχως άλλες προσωπικές ιδιότητες, απόμακρο από τον Άνθρωπο. Είναι ο συγκεκριμένος Χριστός όπως υπήρξε μέσα στους άλλους συνανθρώπους του, όπως βιώθηκε σαν τόπος της συνολικής απελευθέρωσης, τρόπος της Θέωσης.


ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ. (1979). «Τα σχήματα της ιδεολογίας της Ελλάδας», στο: Δοκίμια, Ι. Αθήνα: Εξάντας, σσ. 62-64.΄

Σ Χ Ο Λ ΙΟ

Έξοχο κείμενο. Μπορεί να λειτουργήσει ως απόπειρα κατανοήσεως του σημερινού ελλαδικού «φιλελευθερίζοντος μεταπρατικού κατεστημένου». Κείμενο απολύτως απαραίτητο και για την κατανόηση της σημερινής ελλαδικής εκκλησιαστικής, πολιτικής και κοινωνικής γύμνιας των ημερών μας. Επιπροσθέτως, το παραπάνω κείμενο, στον αναγνώστη πρέπει να λειτουργήσει ως μύηση, όπου μύηση σημαίνει το βλέπειν με κλειστά μάτια, πέρα από αυτά που φαίνονται, πέρα από τα φαινόμενα. Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ