Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Μάθημα Πολιτικής

«Με άλλα λόγια, όταν ένας πολιτικός λόγος σπεύδει με άνεση σε όλο και υψηλότερα επίπεδα αφαίρεσης, μπερδεύοντας τις αναλυτικές του κατηγορίες με μια μαξιμαλιστική ηθική ρητορεία, αυτοκαταστρέφεται. Γνωρίζουμε, από την άλλη, πόσο μεγάλη έλξη ασκούν οι λυρικές γενικεύσεις και η κοινωνιολογίζουσα σπουδαιοφάνεια ενώπιον των ακροατηρίων της κρίσης. Οι άνθρωποι ζητούν λύσεις και ταυτίζονται με το μείγμα επιστημονισμού και προφητείας το οποίο καλλιεργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Από εδώ, ας πούμε, περνάμε εύκολα στην περιοχή του πολιτικού εξπρεσιονισμού. Σύμφωνα με τους οπαδούς του, αν σε κάθε μας βήμα δεν αφορίζουμε το έσχατο φιλελεύθερο κακό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σοβαρό για το ένα ή το άλλο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Ενώ, με μια έννοια, ισχύει το αντίθετο: η στασιμότητα που πλήττει ένα πολιτικό σύστημα μεγαλώνει όσο περισσότερο, σε μια δεδομένη συγκυρία, διαχέονται αφοριστικές και δαιμονολογικές αναφορές σε παγκόσμιες οντότητες οι οποίες βρίσκονται παντού και καλούνται κάθε φορά να εξηγήσουν τα πάντα. Η πολιτική καθίσταται, έτσι, όμηρος μιας τιτανομαχίας κοσμο-μεταφυσικών διαστάσεων, χωρίς να παράγει αποτελέσματα στον χρόνο και τον χώρο της συγκεκριμένης πολιτικής κοινότητας και των προβλημάτων της. Αυτό επιβεβαιώνεται κάθε φορά που ριζοσπαστικοί σχηματισμοί της Δεξιάς ή της Αριστεράς αναλαμβάνουν να διευθετήσουν μια οικονομική και κοινωνική κρίση ή να προτείνουν τα πρωτόκολλα θεραπείας της: η κριτική εμφανίζεται στη σκηνή ως μαγική σκέψη, εξάψαλμος και τελετουργικό εξορκισμού. Αυτό που χρειαζόταν όμως η ταραγμένη ελληνική δημοκρατία της κρίσης ήταν μια κριτική διορθωτική, και όχι μια κριτική που θα είχε σκοπό την καταστροφή / αποδόμηση του αντικειμένου της. Με άλλα λόγια, χρειαζόμασταν αναλυτική διαύγεια, που θα σεβόταν τη μεγάλη ευπάθεια των θεσμών και θα υπολόγιζε τις βλαπτικές συνέπειες που έχει η ρητορική βία. Λέγοντας αναλυτική ή κριτική διαύγεια δεν εννοώ εδώ έναν λόγο γενικώς εχθρικό προς τα δημόσια πάθη, έναν χλιαρό μεταρρυθμιστικό διδακτισμό, ούτε, φυσικά το είδος του ορθολογισμού που δεν βλέπει τις μεγάλες ανισότητες και τις κοινωνικής οδύνες. Για να είμαστε δίκαιοι, οδοδείκτες μιας ακριβοδίκαιης κριτικής υπήρξαν και έδωσαν το παρών ανάμεσά μας και στον δημόσιο λόγο: δεν μπόρεσαν όμως να εμπνεύσουν ισχυρές πολιτικές ταυτίσεις και να αντιμετωπίσουν τον εξπρεσιονισμό της αγανάκτησης και τις υβριδικές εθνικιστικές του εκφράσεις. Και αυτό το τελευταίο δείχνει ότι χρειαζόμαστε συγχρόνως μια κριτική στις μορφές ισχνού ορθολογικού λόγου που βρέθηκαν απέναντι στην κουλτούρα της Αγανάκτησης».


ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ. (2016). Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, Κριτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία. Αθήνα: Πόλις, σσ. 36-37.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Ορθοδοξία και Πολιτική

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για τις πολλές μετριότητες, κυρίως τους υποψήφιους και τις υποψήφιες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που καθημερινά μας βομβαρδίζουν με το ανακάτεμα του «πολιτικού» - «κομματικού» τους λόγου με την Ορθόδοξη πίστη, δύο αποδεικτικά κείμενα είναι λίαν ενδιαφέροντα. Το πρόβλημα, όμως, είναι αν θα καταλάβουν το νόημά τους… 

«Είναι αυτόχρημα γελοίο το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει κάτι. Ξεμοιάζει εντελώς με την ποικιλία των διαφόρων εκείνων, που ξεκινώντας από άριστα στα μαθηματικά του γυμνασίου, καταγίνονται να αποδείξουν τον τετραγωνισμό του κύκλου. Τους αφόρητα εγωκεντρικούς αποτυχημένους, που θέλουν μ’ ένα λόγο δικό τους, να υποκαταστήσουν την αλήθεια των πολλών αναπνοών». ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. (1972). Ομιλήματα. Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων, σ. 122.

«Υπήρξε περίοδος όπου ο Χριστιανισμός χρησιμοποιήθηκε από το κράτος ως κυρίαρχη ιδεολογία, πάντα όμως διατηρήθηκε η ευαγγελική και ευχαριστιακή διάστασή του, εκατομμύρια άνθρωποι σώθηκαν από την απόγνωση και έγιναν ικανοί για την καλοσύνη. Σήμερα, αν τα πάντα μας αφαιρεθούν, αν κάθε εξουσία μάς αφαιρεθεί, αν κάθε δυνατότητα ανοιχτής δράσης μέσα στην κοινωνία μάς αφαιρεθεί – και διαρκώς προς τα εκεί πάνε τα πράγματα- δεν πρέπει να δίνουμε επιβραδυντικές μάχες. Θα έλεγα ότι αν έτσι είναι τα πράγματα, τόσο το καλύτερο». ΟΛΙΒΙΕ ΚΛΕΜΑΑΝ. (1985). Ορθοδοξία και Πολιτική. Αθήνα: μήνυμα, σσ. 13-14. 

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Αντίδοτο στη χαυνότητα των «εκλογικών» ημερών

«Τη σχέση τού Ταρκόφσκι με την ποίηση τη διαβάσαμε στα έργα του. Στο βιβλίο του όμως Σμιλεύοντας το χρόνο, δουλεύοντας με το λόγο κι όχι τόσο με την εικόνα, καταφέρνει να μιλήσει για τα ποιητικά πράγματα, για την τέχνη γενικότερα, όπως σπάνια έχουν μιλήσει καλλιτέχνες: εννοώ, κυρίως, καλλιτέχνες του λόγου, ποιητές βέβαια, συγγραφείς και άλλοι. Και πρώτα-πρώτα, ο άνθρωπος μιλάει με σαφήνεια. Ούτε ψελλίζει ούτε παραληρεί. Δεν χάνεται σε συναισθηματισμούς. Δεν νιώθεις άρρωστα σπλάχνα να μιλάνε ούτε διακρίνεις πουθενά το χρώμα της εμπάθειας. Ταυτόχρονα, κι ενώ δεν ρητορεύει για την ελευθερία τού καλλιτέχνη, για την περιβόητη “ελεύθερη έκφραση” και άλλα τέτοια, νιώθεις να τον κατοικεί μια υγιής ελευθερία, απέραντη, πράγμα βέβαια που φαίνεται και στα έργα του. Από την άλλη μεριά, με τα γραφτά του τινάζει στον αέρα όλες τις σύγχρονες φλυαρίες καλλιτεχνών και κριτικών για την τέχνη, όλα τα παρατράγουδα και την ξιπασιά που δέρνει σήμερα τον καλλιτεχνικό κόσμο, όλη τη ψυχική μιζέρια που στις μέρες μας αποτελεί αντανάκλαση των “προηγμένων” κοινωνιών μας. Και τούτο γιατί, είπαμε και σε άλλο σημείο, τις αλήθειες του τις αντλεί από πηγή ακένωτη, ουράνια και ουχί χθόνια, που δεν τον αφήνει να περπατήσει μέσα στις κακοτοπιές, τα λασπόνερα και τα θρύψαλα του αιώνα. Σκοπεύει στη διάρκεια, σε όσα αντέχουν στο χρόνο και το θάνατο, τα οικειώνεται, τα αγκαλιάζει και τραβάει το δρόμο του. Διαλέγει τα υλικά του προσεκτικά και οικοδομεί πάνω στην απεραντοσύνη, στον καθαρό αέρα των ανοιχτών κάμπων – όχι του δωματίου -, δουλεύει με ανοιχτά παράθυρα, μακριά από την κλεισούρα της κάμαρας και τη φοβία του ανθρώπου της πόλης. Δεν παραλείπει να πετάξει φράσεις σαν την ακόλουθη: “για να έχει κανείς αληθινή πίστη στο Θεό, ή ακόμα και για να νιώσει την ανάγκη γι’ αυτή την πίστη, πρέπει να διαθέτει ορισμένο `καλούπι` ψυχής, ειδικό πνευματικό δυναμικό” (σ. 57). Δεν είναι εκλεκτισμός αυτό. Είναι αναγνώριση μεγεθών. Το μεγάλο απαιτεί μεγάλα. Ο αχώρητος δεν μπαίνει στο χώρο. Πρέπει να τον προϋπαντήσεις στα πρόθυρα, να τον δεχτείς ανοίγοντας τον εαυτό σου όσο γίνεται. Γι’ αυτό λέει στην Αποκάλυψη: “εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι” (Γ΄ 20). Το “ακούση” και “ανοίξη” είναι το “ορισμένο `καλούπι`”, που λέει ο Ταρκόφσκι. Η ρήση της Αποκάλυψης και η κουβέντα του Ρώσου προϋποθέτουν προσωπική συνάντηση». 


ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ. (1989). Ταρκόφσκι: Ένας νοσταλγός του Παραδείσου. Αθήνα: Διάττων, σσ. 27-29.

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Εις μνήμην του αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και ποιητή Στυλιανού (Χαρκιανάκη)

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Έχει περάσει πάνω από ένας μήνας από την κοίμηση του Στυλιανού (Χαρκιανάκη), αρχιεπισκόπου Αυστραλίας. Στον εκκλησιαστικό και μη εκκλησιαστικό χώρο η απώλεια του Στυλιανού πέρασε δίχως τον θόρυβο που συνήθως γίνεται για προσωπικότητες, οι οποίες προέρχονται από εκκλησιαστικό περιβάλλον. Έτσι, νομίζω, θα το ήθελε και ο ίδιος, καθότι ταπεινός ο Στυλιανός, δεν θα επιθυμούσε πομπώδη λογίδρια και επικήδειους. Ολίγοι εγνώριζαν ότι ο Στυλιανός, εκτός από ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου, ήταν ποιητής και συγγραφέας. Από την πρώτη του ποιητική συλλογή: Η οικειότητα των πραγμάτων μέχρι και την τελευταία: Η χαμένη πανοπλία - η πρώτη κυκλοφόρησε του 1983 και η δεύτερη το 2011 - ο αμητός του συγγραφικού έργου του ξεπερνά τα τριάντα βιβλία. Όλα ανεξαιρέτως, υποδεικνύουν στον αναγνώστη την οικουμενικότητα και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας αλλά και την ομορφιά ετούτου του κόσμου. Η ποίησή του λαλεί την εσωτερική μιλιά του ποιητή Στυλιανού. Με ουράνια έμπνευση αναζητά την καθολική αγάπη προς τον κόσμο και τον άνθρωπο. Πρόκειται για ποιητικό έργο ενός ιεράρχη που δεν μετατοπίζει το περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος σε απλή δικανική ηθικολογία, και δεν το εγκλωβίζει σε αντιθεολογικά ιδεολογήματα, γνωρίσματα άλλωστε πολλών ιεραρχών, εντός του ελλαδικού χώρου. 
Εν κατακλείδι, και μετά το θάνατο του Στυλιανού, το έργο του πάντοτε θα είναι μαθητεία κοντά του. Και μιας σε λίγο δύει ο ήλιος, έντονη θα ‘λεγα ότι είναι η αίσθηση μιας «θεολογίας του χρόνου»: «Νομίζαμε πως φεύγοντας ο ήλιος / θα ‘παιρνε μαζί του τις σκιές. / Μα κείνες ενώθηκαν σαν βασίλεψε / Και κάμανε τη νύχτα…», [Sydney - Ashfield, 11.12.1987], Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ. (2001). «Διαψεύσεις», στο: Ο βαθμός της εκπλήξεως. Αθήνα: Καστανιώτη, σ. 165.

Ο Claude Levi Strauss για τον ρατσισμό

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Σε μια αναδημοσιευμένη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ / Νέες Εποχές (07-12-1997) ο Claude Levi Strauss, κορυφαίος Γάλλος ανθρωπολόγος, από τους μεγαλύτερους διανοητές του 20ου αιώνα, σε διαπίστωση του δημοσιογράφου ότι πολλά έχουμε να μάθουμε μελετώντας τις φυλετικές διαφορές, είχε πει τα εξής αποκαλυπτικά: «Έχουν διαπραχθεί τόσο φοβερά εγκλήματα στο όνομα του ρατσισμού, ώστε δικαίως ο κόσμος σήμερα τοποθετείται στο αντίθετο στρατόπεδο. Όμως ο απλοϊκός αντιρατσισμός το μόνο που κατορθώνει είναι να δίνει όπλα στον ρατσισμό, γιατί είναι παράλογο να αρνείται κανείς διαφορές που όντως υπάρχουν ανάμεσα στις φυλές. Οι ανθρωπολόγοι και οι γενετιστές συμφωνούν απόλυτα στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ξεχωριστή μοίρα για κάθε ομάδα ανθρώπων, και καμία φυλή δεν είναι καταδικασμένη να διαιωνίζει λόγω γονιδίων τα ίδια χαρακτηριστικά ή τα ίδια μειονεκτήματα, επειδή με τον καιρό όλα αλλάζουν. Είναι όμως παράλογο να καταλήξει κάποιος βιαστικά στο συμπέρασμα ότι όλες οι ομάδες των ανθρώπων είναι πανομοιότυπες. Είναι αναγκαίο λοιπόν να διευκρινίσουμε ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε έναν μαύρο της Αφρικής, έναν Ινδιάνο της Αμερικής και έναν Ασιάτη. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να απορρίψουμε τον ρατσισμό ως βιολογική θεωρία που υποστηρίζει ότι οι γενετικές καταβολές κάθε ανθρώπινης ομάδας είναι καθορισμένες και με συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο προσδιορίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαιωνίζονται στη συγκεκριμένη φυλή. Οι διάφορες ομάδες που κατοικούν στον πλανήτη μας έχουν η καθεμία την ιστορία της, τις συνθήκες διαβίωσης, τις ιδέες και ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία ωστόσο δεν είναι αυτά που είχαν πριν από έναν αιώνα ή αυτά που θα έχουν ύστερα από έναν αιώνα». Το παράθεμα άντλησα από το βιβλίο καθηγητή, του διδακτικού εγχειριδίου της Β΄ Λυκείου: Αρχές Φιλοσοφίας, Αθήνα 2012, σ. 127, ετοιμάζοντας διδακτικές σημειώσεις για την ενότητα που αναφέρεται στον πολιτισμό και τις αξίες, και ειδικότερα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες και τις κοινές αξίες τους. Αξιοσημείωτο είναι εδώ το γεγονός ότι στους διδακτικούς στόχους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα οι μαθητές/τριες να κατανοήσουν ότι: α) δεν υπάρχει πολιτιστική «καθαρότητα» και παρθενογένεση, β) στην εποχή μας επιτακτική είναι η ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης όλων των λαών, αφού παγκοσμίως είναι οξυμένα πολλά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, και γ) χωρίς τις αξίες τις ισονομίας και της διαλεκτικής σύνθεσης δεν μπορούν να οικοδομηθούν οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, της συγκεκριμένης θεματικής ενότητας, πέραν του διδακτικού εγχειριδίου: Αρχές Φιλοσοφίας, απαραίτητο είναι να χρησιμοποιηθούν και αποσπάσματα από το βιβλίο του Claude Levi Strauss. (1991). Φυλή και Ιστορία, μτφρ. Ευρυδίκη Παπάζογλου, Αθήνα: Γνώση, ιδιαίτερα από τα κεφάλαια: «Ποικιλομορφία των πολιτισμών» και «Συνεργασία των πολιτισμών»· [βλ., εδώ].

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Αληθινή επισκοπική ευθύνη

«Υποστηρίζοντας τα παραπάνω δεν θεωρούμε πως από την πλευρά μας όλα έγιναν ή γίνονται χωρίς προβλήματα και προφανώς δεν επιθυμούμε να αποφύγουμε την αυτοκριτική, καθώς ως ποιμένουσα Εκκλησία δεν σταθήκαμε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων. Το να μην αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας όχι μόνο θα έδειχνε άρνηση της πραγματικότητας, αλλά και απουσία του εκκλησιαστικού ήθους της αυτομεμψίας και της αυτοκριτικής. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν είναι μόνο τα φαινόμενα πολυτελούς διαβίωσης ή ο στενός εναγκαλισμός με την κρατική εξουσία και τα συνακόλουθα φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και επαγγελματοποίησης μερίδας του κλήρου και των λειτουργών της Εκκλησίας που υποδηλώνουν απώλεια των γνήσιων θεολογικών κριτηρίων. Είναι και το ότι η γειτνίαση αυτή με την εξουσία δεν μας επέτρεψε να πάρουμε εγκαίρως τις αποστάσεις μας από την πελατειακή νοοτροπία, το λαϊκισμό και τη διαφθορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή να προειδοποιήσουμε το λαό για το που θα οδηγούσε ο βαθύτερος παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και ο καταναλωτικός παραλογισμός, χρηματοδοτούμενος από τον υπερδανεισμό και την μακροπρόθεσμη υποθήκευση (και καταστροφή) του μέλλοντος της χώρας. [Πρβλ. Παναγιώτη Κονδύλη, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σσ. 43-45· του ιδίου, Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σσ. 158-162]. Αν και ευρισκόμενοι σε προνομιακή σχέση με το κράτος και έχοντας για χρόνια τη δυνατότητα περιορισμένων έστω προσλήψεων, δεν φροντίσαμε με αξιοκρατικές διαδικασίες να αναδείξουμε ικανά στελέχη που να μπορούν να διαχειριστούν τα ιδιαιτέρως πολύπλοκα και σύνθετα σύγχρονα ζητήματα και να βοηθήσουμε έτσι την Εκκλησία μας στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από ένα παραδοσιακό κλειστό μοντέλο στις απαιτήσεις της πλουραλιστικής κοινωνίας. Επιτρέψαμε έτσι από ολιγωρία ή από συμβιβασμό με το πνεύμα της μετριοκρατίας να αλωθεί ο εκκλησιαστικός οργανισμός από εκείνους που διαθέτουν “ισχυρούς προστάτας” (Γρηγόριος ο Θεολόγος, PG 36, 488CD), δηλαδή καλύτερες προσβάσεις στην πολιτική ή την εκκλησιαστική εξουσία. Όταν, όμως, απαιτούμε από τη νέα γενιά αξιοκρατία και σεβασμό, τότε οφείλουμε εμείς πρώτοι να διαχειριζόμαστε την ευθύνη που μας ανατέθηκε με τρόπο που να αποτελεί παράδειγμα φωτεινό που θα εμπνεύσει το λαό. Τέτοια παραδείγματα χρειαζόμαστε προκειμένου να βγούμε οριστικά από την κρίση. Ίσως εδώ δεν θα ήταν άνευ σημασίας να υπομνησθεί ότι η ηγεσία και οι επίσκοποι της Εκκλησίας μας προέρχονται κατά τεκμήριο από τις φτωχές και λαϊκές τάξεις και έχουν συνήθως άμεση επαφή με το λαό. Τούτο αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ορθόδοξης παράδοσής μας»


Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου. (2017). Η Εκκλησία και η οικονομική κρίση, πρόλογος Καθηγητής Kevin Featherstone London School of Economics (LSE). Βόλος: Εκδοτική Δημητριάδος, σσ. 56-59.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

«Απορία ψάλτου, βηξ» ή... tablet...

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Σκοτώσαμε το Θεό κι ορφανέψαμε» λέγει ο παπα-Φιλόθεος Φάρος σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Κι έχει απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρχει θλιβερότερο πράγμα από το να βλέπει και να ακούει κανείς ιεροψάλτες να ψάλλουν, έχοντας μπροστά τους αντί των λειτουργικών βιβλίων τα περιβόητα tablet. Κι ενώ ρητώς αυτά έχουν απαγορευτεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, η κατάσταση αντί να λαμβάνει τέλος, φευ συνεχίζεται! Δεν λέγω ότι είναι κακό να ακούγεται ο λόγος του Θεού και μέσω της τεχνολογίας, αλλά όσοι από τους ιεροψάλτες τη χρησιμοποιούν, θα πρέπει να κατανοήσουν ό,τι αυτή επιβάλλει τους δικούς της κανόνες, που σημαίνει ό,τι δεν υπακούει στα πνευματικά αιτήματα, στα οποία ασκείται κάθε πιστός όταν συμμετέχει σε κάθε ιερή Ακολουθία της Εκκλησίας. Αυτό είναι ένα ζήτημα που, δυστυχώς, πολλοί από τους ιεροψάλτες δείχνουν να μην καταλαβαίνουν. Ιερωμένοι, ιεροψάλτες και λαός του Θεού, καθώς φαίνεται, έχουν επιλέξει τον δρόμο της συμπεριφοράς και της επίδειξης. Γι’ αυτό και είναι χαλαροί εκεί που οφείλουν να είναι αυστηροί. Η χριστιανική λατρεία δεν είναι τρόπος επίδειξης καλλίφωνων ιερέων και ιεροψαλτών, τους οποίους ο εκκλησιαζόμενος λαός τούς επιβραβεύει. Απεναντίας, η χριστιανική λατρεία είναι τρόπος υπάρξεως και αποκάλυψης του Θεού. Αυτά που αποκαλύπτονται εντός του ναού δεν είναι ηθικοπλαστικά κηρύγματα για μετάνοια και αγάπη, αλλά η ακτινοβολία της πίστης με εκείνον το λόγο του Απόστολου Παύλου: «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών», (Α΄ Κορ. 15,17), μακριά από εκτροπές ευσεβισμού και τυπολατρίας. 
Προς Θεού, λοιπόν. Τα αποστολικά, ευαγγελικά κι όλα τα κείμενα της υμνολογίας γράφτηκαν για να διαβάζονται εμμελώς στις εκκλησιές μας, μέσα από τα λειτουργικά βιβλία, κι όχι μέσα από τη φτιαχτή μουσική γλώσσα της οθόνης ενός tablet. Στο οδυνηρό αυτό πρόβλημα, που λαμβάνει διαστάσεις απείρου κωμικοτραγικού «κάλλους», πρέπει να υπάρξουν επίσκοποι ικανοί να αντιταχθούν με σθένος σε ετούτες τις επικοινωνιακές επιπολαιότητες. 
Εκκοσμίκευση ή η Εκκλησία είναι Μυστήριο; Την απάντηση, νομίζω, πως με τόνο τη δίνει ο Τόμας Έλιοτ, στα «Δέκα Χορικά από το “Βράχο”»: «Γιατί θα λάτρευαν οι άνθρωποι την Εκκλησία; / Γιατί θα λάτρευαν τους νόμους της; / Αυτή τους λέει για Ζωή και Θάνατο / Κι όλα που θέλουν να ξεχάσουν. / Αυτή ‘ναι στοργική όπου αυτοί σκληροί, / σκληρή όπου αυτοί ‘ναι μαλακοί. / Αυτή τους λέγει για Κακό και Αμαρτία / κι άλλα δυσάρεστα. / Εκείνοι αδιάκοπα ζητούν να δραπετεύσουν / από το έξω σκότος και το εντός / ονειρευόμενοι συστήματα τόσο καλά / ώστε κανείς δεν χρειάζεται να ‘ναι καλός».

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Η Πρωτομαγιά του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ


Ο «χαιρετισμός του Μάι»· 1910. Συλλογή Λαογραφικού Κέντρου Κίτσου Μακρή. 

ΣΧΟΛΙΟ: Ο πίνακας, διαστάσεων (0,58Χ0,84εκ.), ζωγραφισμένος σε χαρτόνι απεικονίζει το λαογραφικό έθιμο των Μάηδων, το οποίο ανάγεται στην Τουρκοκρατία. Το ενδιαφέρον στον πίνακα είναι ό,τι το φόντο αντί να εικονίζει κάποιο Πηλιορείτικο τοπίο, εικονίζει Κάστρα της Κέρκυρας.