Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φρίντριχ Νίτσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φρίντριχ Νίτσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας

«Ο Θεός πέθανε, μας διαβεβαιώνει ο Νίτσε. Ναι, απαντά ο καθολικός ποιητής Παύλος Κλωντέλ. Πέθανε, όπως λένε και οι Γραφές. Το πρόβλημα είναι ότι την τρίτη μέρα ανασταίνεται. Γιατί αν πέθανε ο Θεός, δεν πέθανε η πίστη. Και όσο ζει η πίστη, με οποιαδήποτε μορφή, δεν πεθαίνει ο μύθος. Ο μύθος είναι ακριβώς το παράλογο, η αντικοινωνική δύναμη, η κρισιμότερη αντίδραση προς τον πολιτισμό, ο οποίος τον οικειοποιείται και τον εξουδετερώνει. Ο ίδιος ο Νίτσε θα διευκρινίσει τη ριζική αυτή διαβεβαιώση, λέγοντας ότι πέθανε ο Θεός της ηθικής, ο Θεός του καλού και του κακού. Αντί του κλασικού ερωτήματος τι είναι καλό, ο Νίτσε έθεσε το ερώτημα ποιος κρίνει το καλό. Γενεαλογώντας το υποκείμενο, έδειξε πως αναπτύσσεται η μνησικακία που είναι συγκεκαλυμμένο μίσος και ηδονισμός του αδύναμου. Και έτσι πέθανε ο Θεός της μορφής και της καταδίκης. Ο Θεός που δεν πεθαίνει είναι ο Λόγος ως τελείωση του ανθρώπου, ως ενότητα, ως ολοκλήρωση της επιθυμίας, με λίγα λόγια ως τέλος της ιστορίας. Όλοι ζούμε κάτω από τη σκιά της αλήθειας αυτής, όλοι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της μοναδικής αυτής στιγμής. Είτε στην προοπτική της αυτοσυνειδησίας, οπότε εργαζόμαστε για την εκλογίκευση του κόσμου, και τότε η μόνη δυνατή πνευματικότητα είναι η τεχνολογία ως απόλυτη γνώση ή εκκαθολίκευση του πνεύματος και άρα ως απόλυτη ελευθερία. Είτε στην προοπτική του θεολογικού μύθου, επαναλαμβάνοντας με ευλάβεια την εορτή της Αναστάσεως που είναι η πρόγευση της Δευτέρας Παρουσίας και της αποκατάστασης των πάντων. Με άλλα λόγια, είτε εκτός κόσμου τεθεί το αίτημα της ολότητας είτε εντός, το νόημά της παραμένει το ίδιο. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ολότητα ή τελείωση του ανθρώπου, αν όχι το τέλος της απόστασης ανάμεσα στο εγώ και στο συ, στο εγώ και στο αντικείμενο, στη συνείδηση και στο ασυνείδητο; Ώστε ζούμε κατά τρόπον εσχατολογικό, έστω κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ο Έγελος μάλιστα θα πει: Ο χριστιανισμός είναι το γίγνεσθαι της αθεΐας. Η θεολογία ανακαλύπτει την καθολική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός θυσιάζει τη μερικότητά του ως Ιησού για να επιτευχθεί η καθολικότητα του Λόγου. Ταυτοχρόνως, η καθολικότης ως Θεός αναγνωρίζει τη μερικότητα του Ανθρώπου που είναι ο ίδιος ο Θεός ως Χριστός. Τέλειος άνθρωπος είναι ο πλήρως και οριστικώς ικανοποιημένος από αυτό που είναι. Ώστε η χριστιανική ιδέα της ατομικότητας καθιστά δυνατή την εκκοσμίκευση. Από την άποψη αυτή, η θεολογία με Θεό ή χωρίς Θεό είναι κλειδί της πληρότητας».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ. «Ο άγνωστος θεός της λογοτεχνίας», Νέα Εστία, τ. 155ος, τχ. 1765, Μάρτιος 2004), σσ. 379-380.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Φάγαμε ήττα στην Εκκλησία. Η πανδημία μας την έφερε

Γράφει ο π. ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ· Θεολόγος - Βαλκανιολόγος

Δεν είναι ότι η πανδημία έχει ταλαιπωρήσει πολύ την ανθρωπότητα και την έχει φέρει σε αντιπαράθεση με τα όρια της, αναδεικνύοντας την ίδια στιγμή τις υπαρξιακές αντοχές της. Αυτό είναι πράγματι μία θλιβερή πραγματικότητα που μας φέρνει σε διάλογο με τον θάνατο. Το θέμα είναι πως η πανδημία έχει ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρεί την Εκκλησία, αναδεικνύοντας την πνευματική ένδεια όσων δίνουν μεταφυσική νότα στο ζήτημα της πανδημίας, της μάσκας κ.ο.κ.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος σωστά επισημαίνει πως βρίσκονται «εκτός πραγματικότητας όσοι δίνουν μεταφυσικές προεκτάσεις». Πράγματι, το ζήτημα της πανδημία,ς στη βάση του πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους υγειονομικούς. Εφόσον είναι ένα ζήτημα που αφορά την υγεία του ανθρώπου, χρειάζεται η συμβολή της επιστήμης. Έρχεται όμως μία μοναδική και ανεπανάληπτη αντίληψη που σφετερίζεται τα επιστημονικά επιτεύγματα και θέλοντας να μειώσει τη σημασία της επιστήμης και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην πανδημία, δίνει άκρως μεταφυσική αντίληψη στο ζήτημα αυτό.
Όταν ο Μ. Βασίλειος σε Επιστολή του (235) έθετε το ερώτημα «τί πρότερον, η γνώσις ή η πίστις;» δεν δεχόταν μόνο ότι προηγείται η πίστη της γνώσεως, αλλά και η γνώση της πίστης. Με μία διαφορετική σημασία, δηλαδή την καταληπτική ικανότητα του ανθρώπου πάνω σε ένα γεγονός, θέμα, πρόσωπο, που βεβαιώνει πως υπάρχει, πως υφίσταται. Η γνώση, σε μία τέτοια περίπτωση βεβαιώνει και ακολουθεί η πίστη. Στην περίπτωση της πανδημίας προηγείται η γνώση και ακολουθεί η πίστη. Η πίστη συμβάλει στην ελπίδα του ανθρώπου, στη βεβαιωμένη συγκατάβαση της «πάλιν και πολλάκις» αποκαλύψεως του θελήματος του Θεού, το οποίο γνωρίζει με την πίστη ο άνθρωπος. Δεν αρκεί όμως η πίστη για να σώσει, εάν δεν γνωρίσει ο άνθρωπος τις δωρεές του Θεού, την ιατρική, τις μεθόδους, τους τρόπους ίασης κ.ο.κ. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».
Η πανδημία ανέδειξε την ένδεια μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Προσέξετε, όχι την ένδεια της Εκκλησίας, αλλά την ανικανότητα ορισμένων φωνών εντός των τειχών της να συνδράμουν στο εκκλησιαστικό γεγονός. Και ποιο είναι αυτό το γεγονός; Είναι η μεγάλη αρετή της υπακοής, ως ελεύθερης συγκατάνευσης στο συνοδικό σώμα (το σύστημα ακούγεται και εκλαμβάνεται ως ταξικό) και όχι ως υποδούλωσης. Με άλλα λόγια, τη στιγμή που η φωνή του σώματος της Ιεραρχίας, που εκφράζεται με συνοδικό και σύνολο τρόπο, διακήρυττε πως η μάσκα σώζει ζωές και πρέπει να φοράνε τη μάσκα οι πιστοί μέσα στην Εκκλησία, αυτόκλητοι σωτήρες εγωπαθών φαντασιώσεων διακηρύττουν πως μέσα στην Εκκλησία δεν κολλάει ο πιστός τον ιό. Η ανθρώπινη ανοησία στο μεγαλείο της. Τότε, γιατί ένας συμπολίτης μας στην Καλαμπάκα έφυγε από τη ζωή μέσα στον ναό; Για εκείνον δεν προνόησε ο Θεός; Πώς του συνέβη αυτό το κακό (γιατί και ο ιός κακό είναι) μέσα στο ναό του Θεού; Και γιατί έπεσε ο ναός στους σεισμούς στην Κρήτη πάνω σ’ έναν που βρισκόταν μέσα στο ναό εκείνη τη στιγμή; Εδώ, ο Θεός πού είναι; Μήπως «κρύφτηκε» όπως θα ’λεγε ο Νίτσε;
Η πανδημία ανέδειξε έναν ισχυρό και αμετανόητο φανατισμό στους κόλπους της Εκκλησίας. Πολλά ανέδειξε, δυστυχώς. Ακόμη και το γεγονός πως η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια. Ο φανατισμός πάντοτε αποτελούσε καρκίνωμα σε κάθε αποκαλυπτόμενη ενέργεια του Θεού προς τον κόσμο, την κτίση, την ίδια την ιστορία. Φανατικές φωνές που δημιουργούν μία ανέραστη θεολογία της ανυπακοής στον Επίσκοπο, στο σώμα της Συνόδου, στη θεολογική παράδοση της Εκκλησίας. Φωνές αλαζονικές.
Όπως σημειώνει ο Olivier Clement: «Ο φανατικός ριζώνει στο άγχος και την αλαζονεία. Διακατέχεται από την ψύχωση της συνωμοσίας και οποιοσδήποτε δεν συμφωνεί μαζί του είναι όργανο των δαιμονικών δυνάμεων. Είναι ένα αβέβαιο ον, αποδιοργανωμένο, ανίκανο να περάσει μέσα στην ετερότητα του άλλου, έτοιμο να σας κολλήσει την ετικέτα του αιρετικού, του αποκλίνοντα, του νεωτεριστή ή του αντιδραστικού».
Όλες αυτές οι φωνές, χαρακτηρίζοντας ως υποκρισία και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος τη χρήση της μάσκας μέσα στο ναό, ενδύονται την βαρβαρότερη μορφή φαρισαϊκής υποκρισίας, αφού ο συνάνθρωπος τους δεν υπάρχει πουθενά. Ακόμη και από αδυναμία του συνανθρώπου τους αδυνατούν να αντιληφθούν και να χωρέσουν υπαρξιακά το γεγονός της αγάπης προς τους άλλους και της κένωσης του Θεού, που εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτωλότητας και αδυναμίας, πρώτος κινήθηκε με αγάπη στο δημιούργημα του, θεραπεύοντας με τον τρόπο αυτό την ανθρώπινη αδυναμία.
Φάγαμε ήττα στην Εκκλησία. Η πανδημία μας την έφερε. Θεωρήσαμε πως η Εκκλησία σώζει με μαγικό τρόπο, πως ο Θεός είναι υποχρεωμένος να σώσει την ανθρώπινη ανοησία, αρνούμενοι την ελεύθερη βούληση, επιλογή της θελήσεως αυτής και συνεπειών ταυτόχρονα.
Εκείνοι οι γεροντάδες που μεταμορφώνονται σε προφητολόγους ας αναλογιστούν τις συνέπειες των λόγων τους. Κι εμάς τους ιερείς δεν μας ταιριάζει να δημιουργούμε κλίκες υποστηρικτών κατά της μάσκας μέσα στο ναό. Κι όλα αυτά έως ότου δοκιμαστούμε στα όρια του έρωτα και του θανάτου. Τελικά, υποκρισία τι είναι;

ΠΗΓΗ: HUFFPOST

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

«Γιατί νοσεί η Πόλις;»

ΓΙΑΤΙ ΝΟΣΕΙ Η ΠΟΛΙΣ; Το κεντρικό ερώτημα στην αρχαία τραγωδία ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρο απ’ όσο σήμερα, καθώς η πάσχουσα ανθρωπότητα ζει, αγωνιά, νοσεί, επιζεί ή πεθαίνει στις συνθήκες της πανδημίας.
Το ξεδίπλωμα της οιδιπόδειας τραγωδίας είχε δείξει ότι η Νόσος που αφανίζει την Πόλη δεν είναι απλώς μια παράλογη κατάρα των θεών ή μια φυσική καταστροφή χωρίς ανθρώπινη παρεμβολή, μια συνωμοσία ή κάποια πολιτική κατασκευή των κρατούντων. Πηγάζει από τις αντιφάσεις της φυσικής και κοινωνικής ιστορικής τάξης πραγμάτων, πυροδοτώντας τη μέχρι θανάτου σύγκρουση των ανθρώπων με ανεξέλεγκτες δυνάμεις που συνηθίζει να τις ονομάζει «μοίρα».
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή, σημείο αντιλεγόμενο μέσα στους αιώνες, συνεχίζει να βαδίζει και να μας συναντά εράσμια, αποφασιστική και με νου καθαρό, «καθώς η διάνοια του ανθρώπου περιπλανιέται υπό τη σκέπη του αδιανόητου» (Χαίλντερλιν). 
Τη συναντούμε κι εμείς, ακολουθώντας τις ατραπούς της διαλεκτικής που άνοιξαν ο Χαίλντερλιν και ο Μαρξ. Η αμφισημία της πρόθεσης αντί στο όνομά της της δίνει ένα νήμα. 
Πρόκειται για την Αντι-γόνη, τον αντ-άξιο γόνο των Λαβδακιδών, αλλά και το αντίθετο, εκείνη που σπάζει τον αιματηρό κύκλο, διεκδικώντας τη ζωή μιας κοινωνίας του συμφιλείν.
Είναι Αντί-θεος, με την έννοια που έχει η ομηρική λέξη, του ισόθεου αλλά και του αντίπαλου του θεού, όπως τη χρησιμοποιεί ο Χαίλντερλιν: «Πριν ο ενάντιος θεός την αρπάξει πραγματικά, στέκεται αντιμέτωπή του με λόγο θαρραλέο, συχνά ακόμα και βλάσφημο, κι έτσι διατηρεί ζωντανή την άγια δυνατότητα του Πνεύματος».
Αλλά είναι και Αντι-Tύραννος. Δεν συγκρούεται απλώς με τον κρατικό αυταρχισμό του Κρέοντα αλλά με το Κράτος καθεαυτό εν τη γενέσει του. 
Γιατί νοσεί η Πόλη; Η Αντιγόνη, «δρώντας ενάντια στην εποχή, επί της εποχής και είθε υπέρ μιας μελλοντικής εποχής» (Νίτσε), έδειξε ότι τα «πρωτεία» του Κράτους δεν είναι η απάντηση στο ερώτημα και η λύση, αλλά μέρος του προβλήματος και φονική νόσος· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

«Η εξόντωση της Αντιγόνης παίρνει το χαρακτήρα γυναικοκτονίας σαν τον πατριαρχικό όρο της διάσωσης της συνέχειας του Κράτους, ήδη από τη γέννησή του, μέσα από τους ασυμφιλίωτους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τις αγεφύρωτες ταξικές διαιρέσεις [...]
[...] Η Αντιγόνη καταδικάστηκε ως παραβάτης νόμου του Κράτους και στάλθηκε από τον Τύραννο ζωντανή στον Άδη. Αλλά κι ο Τύραννος κουρελιάστηκε και τον σύρανε ερείπιο μακριά οι δούλοι. Μπορείς να πεις ότι και οι δύο, Αντιγόνη και Κρέων, βγήκαν νικημένοι και νικητές, ότι υπήρξε ζοφερή ισορροπία. Στο κεντρικό ερώτημα – πρόβλημα: Γιατί νοσεί η Πόλις; Η Αντιγόνη απέδειξε “δρώντας ενάντια στην εποχή, επί της εποχής και είθε υπέρ μιας μελλοντικής εποχής” ότι η τυραννίς και τα πολιτικά “πρωτεία” του Κράτους δεν είναι η απάντηση στο ερώτημα και η λύση αλλά μέρος του προβλήματος και φονική νόσος:

και νυν, ως βιαίας έχεται
πάνδαμος πόλις επί νόσου…

τώρα που πάνδημη η πόλη
καταλύεται από βίαιη νόσο…»[1].

ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ. (2020). Αντι-γόνη – Αντί-θεος, Αντι-Τύραννος. Αθήνα: Άγρα, σσ. 48-49.

[1] Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 1139-1140, στη μετάφραση του Δ. Δημητριάδη, που έγινε ειδικά για την παράσταση από την Ομάδα Σημείο Μηδέν σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2019, σ. 39.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Αντιχάρισμα στον Νίτσε!

«Ο Νίτσε εξεγέρθηκε βίαια ενάντια στον θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό της ρωμαιοκαθολικής και προτεσταντικής Ευρώπης (αγνοούσε τον μεταγενέστερο θρησκειοποιημένο “ορθοδοξισμό” της Ανατολής). Έπρεπε να φτάσει η Ευρώπη στα μέσα σχεδόν του 20ού αιώνα, για να αρχίσει να ανακαλύπτει την καίρια και αντιθετική διαφορά του “σώματος” της Εκκλησίας από την ατομοκεντρική θρησκεία. Η προοπτική αυτής της διαφοράς απαντάει ακριβώς στη στόχευση του Νίτσε “πέρα από το καλό και το κακό” (Jenseits von Gut und Bose, 1885), στόχευση “ανατροπής όλων των αξιών” (Umvertung Werte, 1887)».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (2020). Αντιχάρισμα στον Νίτσε. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 35-36.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Ο «τρώγων» και «πίνων» τα ζωοποιά, άχραντα και πάναγνα μυστήρια ζωοποιείται και θεοποιείται

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Να λοιπόν ακόμη ένα εντυπωσιακό σύμπτωμα, πασίδηλο της σημερινής εικόνας της Εκκλησίας, στα τόσα άλλα, βέβαια, που την κάμουν σταδιακά να απομακρύνεται από τον άνθρωπο, πιστό και μη πιστό: κι αυτή ενεπλάκη στον πανικό που παγκοσμίως έχει σπείρει ο κορονοϊός. Να μεταλαμβάνουν ή να μη μεταλαμβάνουν οι πιστοί Σώμα και Αίμα Χριστού; Ιδού το «κορυφαίο» δίλημμα των ημερών. Τώρα τί απάντηση να δώσει κανείς στον αγώνα για μετοχή στη Ζωή που είναι ο Χριστός; Αλλά και στο ανερμήνευτο φαινόμενο του ζην; Μπροστά στην πραγματικότητα – και για τις δύο πλευρές, του χριστιανού που είναι και διαρκώς οφείλει να γίνεται συνεπής με τον εαυτό του, αλλά και του αδιάφορου για την χριστιανική πίστη, καθώς φαίνεται και οι δύο πλευρές, ξεπέφτουν σε απλουστευτικές θεωρήσεις και συμβάσεις. Αυτές με ιδιαίτερα καυστικό λόγο – και καλά κάμει - τις κρίνει και δεν τις ανακρίνει, αγαπητός φίλος και συνάδελφος θεολόγος στο ιστολόγιό του [εδώ] και [εδώ]. 
Κατ’ εμέ, η Εκκλησία έκαμε λάθος που ενεπλάκη στο παραπάνω δίλημμα. Κι αυτό για δύο λόγους. Εν συντομία τους καταγράφω: 
Πρώτον, για πολλοστή φορά, στους κόλπους της άνοιξε το δρόμο σε αρκετούς ευσεβιστές εκπροσώπους της για αφοριστικά κηρύγματα εναντίον στρατευμένων μηδενιστών και χριστιανομάχων. Αν ζούσε ο Φρίντριχ Νίτσε και τους άκουγε, θα ξανάγραφε τον Αντίχριστο. Ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. Παρεμπιπτόντως, εδώ, να σημειώσω ότι πριν έξι χρόνια το εν λόγω έργο επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, με πρόλογο, μετάφραση και σχόλια του Βαγγέλη Δουβαλέρη και εισαγωγή, φιλολογική επιμέλεια και σχόλια του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη. Πρόκειται για μια φροντισμένη έκδοση. Προσοχή όμως: διαβάζοντάς το κανείς χρειάζεται ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και ταυτόχρονα πνευματική νηφαλιότητα για να μη δούμε το βιβλίο στην πυρά. Κατά πως λέει κι Άγγελος Τερζάκης: «Σάμπως να είταν ο Νίτσε που έφταιξε την ανθρωπότητα τέτοια που είναι…»· (διατηρώ την ορθογραφία του συγγραφέα). 
Ο δεύτερος λόγος που, κατ’ εμέ, η Εκκλησία έκαμε λάθος κι ενεπλάκη στην περί κορονοϊού και Θείας Κοινωνίας συζήτηση είναι ο εξής: κι εδώ, δυστυχώς, άφησε ανοιχτό το πεδίο σε κάθε άσχετο (ο χαρακτηρισμός μου είναι επιεικής), αλλά και σε εκπροσώπους της για υπονόμευση και κατάκριση θεμελιωδών διδασκαλιών της για τη Θεία Ευχαριστία. Με αποτέλεσμα να ακούγονται και να γράφονται «θεολογικές» απόψεις βαθιά ριζωμένες στο σχολαστικισμό της Δυτικής Θεολογίας. Εξού και τα «θεολογικά – εκκλησιαστικά μαργαριτάρια» των ημερών: «μετουσίωση» του άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κι αυτά λέγονται όχι από απλούς πιστούς, αλλά από κληρικούς στα κηρύγματά τους. Ας είναι, θα πει κανείς. Μικρόβιο είναι ο κορονοϊός και Θεού θέλοντος θα περάσει, κι όλα θα ξεχαστούν όπως, άλλωστε, παλαιότερα ξεχάστηκε και η συζήτηση για το AIDS vs Θείας Κοινωνίας. Έχω τη γνώμη πως τέτοια ζητήματα φέρνουν την Εκκλησία αντιμέτωπη με το ίδιο τον εαυτό της, με τον ίδιο τον Χριστό. Κατηγορεί τον Ιούδα ότι τον πρόδωσε, αλλά τον προδίδει και η ίδια με τα διλήμματα που θέτει για τη Θεία Ευχαριστία. 
Κι επειδή φορτικός λόγος γίνεται αιώνες τώρα για τη «μετουσίωση», ας θυμηθούμε τι λέγει ο αξέχαστος πανεπιστημιακός δάσκαλος Νίκος Ματσούκας: «Η ορθόδοξη παράδοση, κατά την κοινή γραμμή της διπλής μεθοδολογίας, δεν εξήγησε ποτέ τον τρόπο της μεταβολής ή της μεταποίησης του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Η επιστήμη […] ήταν για την περιγραφή των κτιστών πραγμάτων […] ενώ η χαρισματική θεολογία γεύεται και βλέπει εμπειρικά τα μυστηριακά γεγονότα. Το έργο της άκτιστης ενέργειας δεν εξετάζεται ως προς τον τρόπο τέλεσης επιστημονικά. Αρκεί μονάχα η γνώση του πράγματος ως μετοχή σ’ αυτό. Και τούτη είναι η μοναδική οδός θεογνωσίας κατά την ορθόδοξη θεολογία. Η σχολαστική θεολογία εντούτοις, σύμφωνα με τη διαλεκτική, και όχι την αποδεικτική μέθοδο, όπως την ονόμαζε ο Γρηγόριος Παλαμάς, επιχείρησε έρευνα και του τρόπου μεταβολής του άρτου και του οίνου. Έτσι επινόησε τη λεγόμενη μετουσίωση (transubstantiatio). […] Κατά τη μεταβολή λοιπόν λένε οι σχολαστικοί, “μεταποιείται” το είδος, δηλαδή η αόρατη ουσία, ενώ η ύλη μένει ως έχει. Έτσι έχουμε κατά την ύλη ψωμί και κρασί, ενώ κατά την ουσία το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η εξήγηση αυτή, όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, ενώ είναι ευφυής και επιστημονικά ικανοποιητική, σήμερα δεν ισχύει, μια και η επιστήμη δεν έχει ως δικό της πόρισμα την αριστοτελική φιλοσοφία. Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορική απλώς αναφορά σε τούτο τον όρο, και μόνο φιλολογικό ενδιαφέρον προξενεί. Απεναντίας η διπλή μεθοδολογία των ορθόδοξων πατέρων, με τον αντίστοιχο αποφατισμό, ξέφυγε από τέτοιες παγίδες. Ρητά και κατηγορηματικά ο Ιωάννης Δαμασκηνός κάνοντας λόγο για τη μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού μας λέει πως, αν ζητούμε και τον τρόπο της μεταβολής, μας αρκεί μονάχα η πληροφορία ότι γίνεται διαμέσου των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος». 
Συνεπώς, το ερώτημα για την Εκκλησία πάντοτε θα είναι καίριο: έως πότε εκπρόσωποί της θα λειτουργούν ενάντια στην εκκλησιαστική και θεολογική αυτοσυνειδησία;