Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Σε διαρκή κρίση ο σύγχρονος Έλληνας

«Ο σύγχρονος Έλληνας διέρχεται μια τραγική κρίση ταυτότητας. […] ...αποκομμένος από τις ρίζες του […] είναι ένα θλιβερό νόθο παιδί χωρίς γενιά, χωρίς αυτογνωσία, χωρίς ταυτότητα.
»Τα δυτικά πολιτιστικά ρεύματα που τον εντυπωσιάζουν έχουν στόχο τους την ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του ανθρώπου. Οι καπιταλιστές διδάσκουν τον άνθρωπο πώς να ικανοποιήσει τις δικές του επιθυμίες εκμεταλλευόμενος τον συνάνθρωπό του. Οι μαρξιστές και οι σοσιαλιστές του λένε πως θα μπορέσει να ικανοποιήσει όλες του τις επιθυμίες μην αφήνοντας τους άλλους να τον εκμεταλλευτούν. Και οι καπιταλιστές και οι σοσιαλμαρξιστές θεωρούν εχθρούς θανάσιμους, εκείνους που στέκονται εμπόδιο στην ικανοποίηση των επιθυμιών τους.
»Ο δυτικός πολιτισμός είτε εκφράζεται με τη μια είτε με την άλλη κατεύθυνση εκπαιδεύει τον άνθρωπο να ζητά και όχι να προσφέρει, να παίρνει και όχι να δίνει».


Από τον πρόλογο του παπα-ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ, στο βιβλίο του ΤΙΤΟ ΚΟΛΙΑΝΤΕΡ. (1983). Ο δρόμος ο ασκητών, μτφρ. Αρχιμ. Ευσέβιος Βίττης. Αθήνα. Ακρίτας, σσ. 10-11.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Η βασιλεία του κακού στον κόσμο ή η κυριαρχία της βίας

Του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ


Όση αισιοδοξία και αν έχει κανείς ή, αν θέλετε, και όση άγνοια, καταλαβαίνει ότι το κακό έχει πλεονάσει με πλείστες μορφές στον ανοήτως θεωρούμενο προηγμένο σημερινό κόσμο. Η παρουσία του με χίλιες αφορμές ολοένα διογκώνεται και συνδυάζεται με τον γενικότερο εκβαρβαρισμό. Στο παρελθόν ο Νίτσε περιγράφοντας τον επερχόμενο μηδενισμό τον ονόμασε «αποβαρβάρωση»,  και την κατάσταση αυτή την έβλεπε στην εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ωστόσο, το ζήτημα της παρουσίας του κακού έχει τεθεί μια κι έξω στο Ευαγγέλιο με τη ρήση: «ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται» και φυσικά υπάρχει μια ολόκληρη θεολογία στη χριστιανική παράδοση που αναφέρεται στην αρχέγονη πτώση, το προπατορικό αμάρτημα, τον πνευματικό θάνατο που γεννά πλήθος άλλων θανάτων. Μεταξύ μυθολογίας και ιστορίας οι λαοί, τα έθνη, οι ηγεμόνες, οι άγιοι όλων των εποχών, των τόπων και των παραδόσεων γνώρισαν την τραγικότητα της ζωής, τον στρόβιλο των παθών, την παρέλαση των εγκλημάτων, τους δαίμονες που μάχονται τη ζωή και το φως. Υπάρχει στη σκοτεινή όψη της ζωής, μια μορφή μοχθηρίας, ένας μόνιμος φθόνος που διαπερνά τις ψυχές, πολλές φορές εγκαθίσταται μέσαθέ τους, δρα υποχθόνια, ενώ η μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα και κύρια τον άνθρωπο που την εκπέμπει. Μα δεν είναι μονάχα αυτές οι όψεις του κακού. Ειδικά σήμερα βλέπουμε να κατακυριεύουν τον κόσμο σε Ανατολή και Δύση: πείνα, φτώχεια, πόλεμοι, εμφύλιες συρράξεις, προσφυγιά, αρρώστιες, θάνατοι. Η χειρότερη βέβαια όψη του κακού είναι αυτή που καθιστά τον άνθρωπο ενεργούμενο μιας δαιμονικής δύναμης και τέτοια παραδείγματα έχουμε αρκετά στα Ευαγγέλια, όπου ο Χριστός θεραπεύει τους προσβεβλημένους.
Το ζήτημα είναι ένα: «η δύναμη που διαβάλλει» μισεί τον κόσμο, ως δημιουργία Θεού, ως θείο δώρο, γυρεύει τρόπους να καταστρέψει και να εκμηδενίσει. Όμως, στις μαζικές αυτές κοινωνίες (τα τελευταία χρόνια έγινε τέτοια και η Ελλάδα), όλα τα ζητήματα παρουσιάζονται σε κοινωνικές διαστάσεις: μιλούν για αθρόα προσέλευση μεταναστών, για αύξηση της εγκληματικότητας, για αύξηση επιδημιών, για εξάπλωση της πορνείας, για αύξηση ναρκομανών. Με μια λέξη για πολλαπλασιαζόμενη κόλαση, την οποία στις περισσότερες περιπτώσεις τα κράτη φροντίζουν να την αντιμετωπίζουν με νομικά μέτρα, με αστυνόμευση, με επιβολή ποινών, με εγκλεισμό σε φυλακές, σε χώρους που απ’ ό, τι φαίνεται γίνεται κανείς χειρότερος από ό, τι είναι.
Φυσικά υπάρχουν πάντα οι πιο ευαίσθητοι ή άλλες φορές οι πιο αφελείς, που διαφωνούν με αυτή την αντιμετώπιση και προσδοκούν την εφαρμογή πιο ήπιων ή ανθρωπιστικών μέτρων, για να διορθωθεί η κατάσταση. Ωστόσο, η κατάσταση δεν πρόκειται να διορθωθεί γιατί δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η εσωτερική διάσταση του ανθρώπου, «ο έσω άνθρωπος», ο οποίος εάν δεν έρθει στο προσκήνιο, εάν ο κάθε άνθρωπος δεν αναλάβει να τον αναζητήσει και να τον βρει, μέσα του και μέσα από τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους, δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά αντιμετώπιση του κακού και καμιά μείωση του εκβαρβαρισμού. Γι’ αυτό, εξάλλου, στο Ευαγγέλιο ακούγεται (αλλά ποιός ακούει) η ρήση για «τα εκπορευόμενα εκ της καρδίας»: «εκ γαρ της καρδίας, λέει, εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ.15, 19-20). Αυτά λέει ο Χριστός μολύνουν τον άνθρωπο και σκοτεινιάζει η αληθινή του εικόνα. Προτού δηλαδή το κακό κυκλοφορήσει στους δρόμους, προτού γίνει κοινωνική μάστιγα, προτού εξαπλωθεί και πολλαπλασιαστεί, αφορά τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, αφορά το καρδιακό υπαρξιακό πεδίο, και συνακόλουθα απαιτεί τη θεραπεία και τον καθαρισμό από τη σηπεδόνα. Όσο τα ζητήματα αυτά θα αντιμετωπίζονται με ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές, και άλλες θεωρίες, η κατάσταση θα επιδεινώνεται, ο άνθρωπος θα παραμένει έξω από αυτόν τον ίδιο, θα αγνοεί την προσωπική του ύπαρξη, θα είναι προσκολλημένος στις ατομοκεντρικές του επιθυμίες και θα φορτώνει τις ευθύνες στους άλλους, επιζητώντας μέσα από μια μόνιμη εξωστρέφεια να δώσει λύσεις.
Και βέβαια σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για βία που σχετίζεται με το είδος των ανθρώπων που κατοικεί στις συγκεκριμένες περιοχές. Φυλές ή λαοί που έζησαν χρόνια εκτεθειμένοι σε λογής λογής κινδύνους, έχουν αναπτύξει ένα, θα έλεγα, επιθετικό ένστικτο. Φυλές η λαοί που σφραγίστηκαν από θρησκευτικές καταστάσεις, ένα είδος αιρέσεων ή υπο-αιρέσεων που διεκδικούν την αλήθεια της πίστης εξίσου με το πιο ορθόδοξο δόγμα, έχουν μάθει να λύνουν τις διαφορές τους εξαπολύοντας βία εναντίον των υποτιθέμενων αντιπάλων, τις περισσότερες φορές σκορπώντας θάνατο.
Όμως, η βία που κυριαρχεί στο σημερινό κόσμο και που τα τελευταία χρόνια ενέσκηψε και στη χώρα μας, δεν φαίνεται να έχει θρησκευτική προέλευση. Ωστόσο, πρέπει να τη διακρίνουμε σε ένα είδος φυσικής βίας, και σε μια βία που θα την πω καλλιεργούμενη. Η πρώτη είναι η βία που υπάρχει στον άνθρωπο, που συνδυάζεται με τα ζωικά του χαρακτηριστικά, τα οποία όταν ερεθιστούν κατάλληλα ξεσπούν με βιαιότητα. Η δεύτερη φαίνεται να συνδυάζεται θαυμάσια με την άλλη. Αυτή η δεύτερη μοιάζει να έχει από χρόνια κατακτήσει μια πρωτοκαθεδρία στις ψυχές των ανθρώπων και μάλιστα στην νεολαία. Καθώς τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι μεγαλώνουν σε απρόσωπες πόλεις και μεγαλουπόλεις, όπου έφτασε η καθήλωση μπροστά σε μια οθόνη να είναι σπουδαία διέξοδος, βιώνουν μια βαθιά πλήξη, βιώνουν, είτε το ομολογούν είτε όχι ένα κενό ζωής, που προσπαθούν να το καλύψουν είτε παρακολουθώντας έντονες κινηματογραφικές ταινίες, είτε διασκεδάζοντας με εκκωφαντικό τρόπο. Για το είδος της γενικότερης διασκέδασης δεν θα μιλήσουμε. Όμως το άλλο, η παρακολούθηση ταινιών ραγδαίας δράσης, ή τα λεγόμενα θρίλερ, ή άλλα σχετικά μοιάζει να συνυπάρχει και να συμπορεύεται με την εξέλιξη των κοινωνιών και μάλιστα της ελληνικής.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική τηλεόραση κατακλύζεται από σειρές τις λεγόμενες αστυνομικές, που μόνιμα και σταθερά μεταδίδονται σε καθημερινή βάση, οι οποίες σε κάθε επεισόδιο περιγράφουν απεχθή εγκλήματα. Ορισμένες από αυτές παρουσιάζουν τα τελειότερα τεχνολογικά συστήματα και όργανα αναλύσεων, τους επιστήμονες-αστυνομικούς, την αποθέωση της τεχνολογίας να συνδυάζεται με τη δίωξη του εγκλήματος από υπέρτατης υποτίθεται ευθύνης και ηθικής διακόνους και από αβυσσαλέα εφευρετικότητα και επινόηση από μέρους των θυτών. Κανένας σχεδόν δεν προσέχει ή δεν τονίζει ότι όλες αυτές οι σκηνές που κατακλύζουν την οθόνη αφορούν άλλες κοινωνίες και προπαντός την Αμερική, τη ζωή των αστυνομικών της, τα συστήματά της, θαρρείς και γίνεται μια συστηματική πλύση εγκεφάλου, που από τη μία δείχνει τα μέτρα και τις μεθόδους καταστολής και από την άλλη τους εγκληματούντες και τα έργα τους. Εκατομμύρια χιλιόμετρα ταινιών, με αυτό το περιεχόμενο εισάγονται σε μόνιμη βάση, για να εξοικειώσουν τον έλληνα ή οποιονδήποτε άλλον ζει στην Ελλάδα με το έγκλημα και την νομική - αστυνομική καταδίωξή του.
Εδώ και πολλά χρόνια προωθήθηκε σιωπηλά και σχεδόν ύπουλα ένα πρότυπο ζωής, ένα παράδειγμα θα τολμούσα να πω, που ήρθε να αντιταχθεί στα παραδείγματα που είχαν προηγηθεί: είτε του ήρωα, είτε του αγίου, είτε του ιδεολόγου επαναστάτη, είτε του καταραμένου ποιητή ή καλλιτέχνη. Το πρότυπο αυτό αφορά κάθε είδους περιθωριακό τύπο ανθρώπου, και συχνά ανήκοντα στον λεγόμενο υπόκοσμο. Ο υπόκοσμος αυτός σήμερα, μετά από τόσες και τόσες αμφισβητήσεις των παραδοσιακών αντιλήψεων και αξιών, αλλά και των εμπειριών που απέρρεαν από αυτές, τείνει να παρουσιαστεί ‘μεταμορφωμένος’, τείνει να έχει τη δική του ταυτότητα, να διεκδικεί και αυτός μερίδιο στην όλη κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα της ισότητας και της δικαιότερης κοινωνίας. Καθώς οι επικρατούσες αστικές αξίες, με την ευρύτερη σημασία του όρου, αμφισβητούνται αγρίως, καθώς υπάρχει άμβλυνση ιδεολογιών, καθώς ζούμε την εποχή των αντιηρώων, καθώς υπάρχει απώλεια κριτηρίων λόγω κυρίως ελλειμματικής παιδείας, (ειδικά στη χώρα μας, αλλά καθώς φαίνεται σύντομα και στις άλλες υποτιθέμενες προηγμένες χώρες), κυκλοφορεί ανάμεσα στις νεώτερες γενιές κυρίως μια ασύδοτη αίσθηση ζωής μαζί με μια ευτέλεια απαιτήσεων. Μια ισοπεδωτική τάση σκουπίζει κάθε προσπάθεια απαίτησης για ποιότητα ζωής, για ανόρθωση του επιπέδου, για αναζήτηση μιας ορισμένης καθαρότητας, ειλικρίνειας και τιμιότητας στις σχέσεις. Δεν απαξιώνεται ο κυνισμός, η εύκολη αντιπαλότητα, η φτηνή συναισθηματικότητα, το ατομικό συμφέρον. Και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι συζητήσεις αφορούν οικονομικά ενδιαφέροντα και μάλιστα με αφόρητα τυποποιημένο, μικροαστικό και μίζερο τρόπο, φανερώνει την κρίση της εποχής, όχι την οικονομική, αλλά την βαθύτερη ΚΡΙΣΗ και κατάπτωση του ανθρώπου και βεβαίως των ανθρώπινων σχέσεων.
Η χώρα μας, εδώ και όχι πολλά χρόνια, απολάμβανε μιας ειρηνικής ατμόσφαιρας, και από εκεί που μπορούσες να κοιμάσαι με την πόρτα και τα παράθυρα ανοιχτά, βρεθήκαμε κλειδαμπαρωμένοι, πολλοί από μας με ειδικά συστήματα ασφαλείας και ορισμένοι κάτοικοι μακρινών ή ερημικών περιοχών με κυνηγητικά ή άλλα όπλα σε πρώτη ζήτηση. Οι διαπιστώσεις δεν αρκούν, ούτε τα πολιτικά συνθήματα, όπου υποτίθεται ότι διάφορα κόμματα συναγωνίζονται ποιό θα πρωτοπροτατεύσει τους πολίτες. Οι γενικές εξαγγελίες δεν φτούρησαν εδώ και χρόνια. Η παθητικότητα εξάλλου από κυβερνητικής πλευράς για να μη τροφοδοτηθεί η έξαρση της βίας, θα έλεγε κανείς, ότι μάλλον έκανε την κατάσταση χειρότερη. Το ζήτημα είναι να θελήσουμε να δούμε πίσω από τις επιφάνειες, πίσω από τους βάνδαλους και τους βανδαλισμούς, πίσω από την υποκρισία, πίσω από την απαράδεκτη ανοχή αυτής της κοινωνίας και των ιθυνόντων της. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η εποχή των ήσυχων πολιτών που αναζητούσαν την ευτυχία σε μια μέτρια ζωή, χωρίς εξάψεις και χωρίς κορυφώσεις διάνοιας ή αισθήματος έχει περάσει. Σήμερα τις σχέσεις διέπει μια αντιπαλότητα, μια επιθετικότητα, ένας θυμός, μια διασταύρωση παθών. Σειρά απωθημένων, για να χρησιμοποιήσω μοντέρνα λέξη, φαίνεται να έρχονται στο προσκήνιο και να διεκδικούν παρουσία, να διεκδικούν έκφραση.
Η θεραπεία τις πιο πολλές φορές επιδιώκεται μέσω αυτοσυνειδησίας. Να αντιληφτώ τί συμβαίνει μέσα μου και να θεραπευτώ. Μα το μέσα αυτό είναι απύθμενο, όταν ο άνθρωπος αντιληφτεί όντως τις διαστάσεις του, τις οποίες, εξάλλου, τις πιο πολλές φορές αγνοεί. Γι’ αυτό και παραμένει ανικανοποίητος. Και είναι σταθερά ανικανοποίητοι όσοι αγνοούν την πνευματική τους υπόσταση, όσοι νομίζουν πώς ο άνθρωπος είναι μια φυσικοχημική πραγματικότητα-πήγα να πω εξίσωση- όσοι νοιάζονται μονάχα για την καλοπέρασή τους εδώ και τώρα, όπως λέγεται τα τελευταία χρόνια σε πάμπολλες ευκαιρίες ή αφορμές.
Αυτά όλα έλαβαν τέλος. Από εδώ και πέρα ο κόσμος και ειδικά εδώ στην Ελλάδα περνά σε περίοδο σφοδρής δοκιμασίας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επίθεση είναι δύο ειδών: εξωτερική, από ισχυρούς οι οποίοι μάλιστα παρουσιάζονται ως αλληλέγγυοι. Εσωτερική, είτε μέσα από τα πάθη μας, είτε μέσα από τα πλέγματα αντιπαραθέσεων πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα. Το παγκόσμιο οικονομοκρατικό σύστημα είναι αδηφάγο, δεν τρώει μονάχα υλικά κτίσματα, εταιρείες, δραστηριότητες, ακίνητα και κινητά αγαθά, καταβροχθίζει ψυχές, φθείρει σώματα, αδιαφορεί παντελώς για τον προσωπικό άνθρωπο, για την ανθρώπινη ύπαρξη στη μοναδικότητά της. Δουλεύει με αφαιρέσεις, δουλεύει με αριθμούς. Εάν παρακολουθήσει κανείς τις τραγωδίες που ξεσπούν στον πλανήτη γη σήμερα, τα τελευταία χρόνια, θα φρίξει. Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι ο κόσμος εξελίσσεται σχεδόν αυτομάτως και προοδεύει, επικρατεί ένας ανθρωπογιγαντισμός, περηφανεύονται για κάθε λογής τεχνολογική ανακάλυψη ακόμη κι αν αυτή τους κλέβει το ψωμί, διογκώνει την ανεργία, μηχανοποιεί τη ζωή στο έπακρο. Οι περισσότεροι ζουν με την αυταπάτη της ‘παγκοσμιοποίησης’, ότι η γη ολόκληρη τους ανήκει, ότι έγινε ‘ένα χωριό’, και πως όλοι τα μπορούν όλα, πως όλοι μπορούν να πάνε παντού, πως όλοι μπορούν να επικοινωνούν με όλους οπουδήποτε (σε λίγο θα θέλουν να πάνε σε άλλους πλανήτες, όπως άλλωστε παρήγγειλε ο Χώκινγκ). Και δεν αναρωτιέται κανένας πώς γίνεται και με την πρώτη φυσική ανωμαλία, ένα σεισμό, ένα ηφαίστειο, μια θεομηνία, μια πυρηνική έκρηξη ή βλάβη, οι ζημιές να είναι ανεπανόρθωτες; Πού πάει τότε η κυριαρχία του ανθρώπου; Δεν αναρωτιέται για το μέγεθος της αποξένωσης που μας κατοικεί και τη μοναξιά που άρχισε να εξαπλώνεται ακόμη και σε τούτη εδώ τη χώρα- σαν να βρισκόμαστε σε βόρεια εδάφη- σαν να ζει ο καθένας μόνος του μέσα στον αφώτιστο ατομοκεντρισμό του, χωρίς όραμα ζωής, χωρίς αναζήτηση νοήματος, εν τέλει χωρίς αγάπη;
Εάν στα παραπάνω προστεθεί η περιβόητη ρήση του Μαρξ «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» είναι σαν να θεσμοθετείται η βία ως γονιμοποιό στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν προχωρεί η ιστορία ούτε η κοινωνία. Εννοείται πως βία σημαίνει «πάλη των τάξεων», βία σημαίνει πόλεμοι, βία σημαίνει συρράξεις, σημαίνει επαναστάσεις κλπ. Επενδύστε στη βία, λέει ο Μαρξ, για να προχωρήσει μπροστά ο κόσμος. Εξάλλου, Χέγκελ και Μαρξ θεωρούν ότι ο άνθρωπος υπάρχει και δημιουργείται μέσω της εργασίας (και μάλιστα της βιομηχανοποιημένης), πράγμα που σημαίνει χωρίς τρομερή φιλοσοφική διερεύνηση ότι ο άνθρωπος είναι ένα αυτοδημιούργητο είδος και πως η βασική του διαφορά από τα άλλα ζώα δεν είναι, όπως τουλάχιστον έλεγε ο Μεσαίωνας, το λογικό αλλά η εργασία. Αυτή λοιπόν τον κάνει να διαφέρει από τα άλλα ζώα. Συνδυάστε τώρα την βία, την εργασία, την πρωτοκαθεδρία του Χρήματος που μοιράζεται εξίσου κεφαλαιοκρατία και μαρξισμός, τον «θάνατο του Θεού» που μοιράζονται εξίσου τούτη τη φορά Μαρξ, Νίτσε, Φρόυντ και θα έχετε ανάγλυφη την σημερινή παγκόσμια κατάσταση. Όταν ξεγυμνώσεις τον άνθρωπο από κάθε μεταφυσική, από κάθε αναγωγή σε πραγματικότητα που τον υπερβαίνει και που μάλιστα στην χριστιανική Πρόταση, η πραγματικότητα αυτή είναι σαρκωμένη σε Πρόσωπο, τί είναι αυτό που θα κινήσει τους ανθρώπους να απαιτήσουν άλλο επίπεδο ζωής, αντίσταση στη βία, νίκη καταπάνω σε όλα τα φθοροποιά και στρεβλωτικά στοιχεία της ψυχής και του σώματος, αναζήτηση οράματος και ουσιαστική συνύπαρξη με τον άλλο;
Μα πέρα ή πλάι σε όλα αυτά μπαίνει το ερώτημα: πόση άραγε βία ασκούμε στον εαυτό μας για να ζήσουμε μέσα σ’ αυτές τις μαζικές και απρόσωπες κοινωνίες;

Aπό το περιοδικό: Νέα Ευθύνη, τχ. 40-41 (2018).

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα -Ο Κολοσσός, 1810-1882- είναι έργο του Ισπανού Φρανσίσκο Γκόγια.

ΠΗΓΗ: Αντίφωνο

Καλό Σαββατοκύριακο!



Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Διαδικτυακή Διάλεξη· Θανάσης Ν. Παπαθανασίου: Φως από τη Βασιλεία του Θεού, στο σήμερα: Το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στους Πατέρες της Εκκλησίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου και ώρα Ελλάδας 8 μ.μ. πραγματοποιείται η δεύτερη εκδήλωση του κύκλου «Η λειτουργία μετά τη λειτουργία», που διοργανώνεται από την Ιερά Μητρόπολη Γαλλίας (Οικουμενικό Πατριαρχείο) σε συνεργασία με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Πρόκειται για την ομιλία του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Αναπληρωτή Καθηγητή Ιεραποστολικής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και Αρχισυντάκτη του περιοδικού «Σύναξη», με τίτλο «Φως από τη Βασιλεία του Θεού, στο σήμερα: Το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στους Πατέρες της Εκκλησίας». Η εκδήλωση θα είναι προσβάσιμη διαδικτυακά είτε μέσω της πλατφόρμας Zoom (στη διεύθυνση https://us02web.zoom.us/j/84913433453, με δυνατότητα δωρεάν εγγραφής στη διεύθυνση https://vicariatorthodoxe.fr/inscription-catechese/ ) είτε μέσω του καναλιού της Μητρόπολης Γαλλίας στο YouTube στη διεύθυνση https://www.youtube.com/c/lalettreduvicariat. Η γλώσσα της εκδήλωσης θα είναι τα ελληνικά με μετάφραση στα γαλλικά. Η εκδήλωση αυτή αποτελεί και την πρώτη εκδήλωση του τέταρτου κύκλου διαλέξεων «Καιρός του Ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, που θα υλοποιηθεί μέσα στο εαρινό εξάμηνο του 2024.
Η εισήγηση θα επιχειρήσει να εντοπίσει τα κριτήρια τα οποία μας δίνουν οι Πατέρες, και τα οποία έχουν καίρια σημασία και για την εποχή μας. Θα εξετάσει πρώτα απ’ όλα την σχέση της κοινωνικής δικαιοσύνης με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Θα υποστηρίξει ότι η έμπρακτη αγάπη, η αλληλεγγύη προς τους αδύναμους και το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας δεν είναι το αντίθετο των μυστηρίων ή κάτι δευτερεύον στην πνευματική ζωή, αλλά –αντιθέτως– ότι αποτελεί όρο των μυστηρίων και βασική παράμετρο της πνευματικής ζωής. Στη συνέχεια θα εξετάσει πώς συγκεκριμένοι Πατέρες της Εκκλησίας προσεγγίζουν την θεσμική κοινωνική αδικία (δηλαδή την δημιουργία αδικίας και αποκλεισμών από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα), πώς αξιολογούν την ελεημοσύνη, πώς απαντούν στην πεποίθηση ότι οι ταξικές διαφορές είναι θέλημα Θεού, πώς προσεγγίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και τι έχουν να πουν για την διεκδίκηση αυτών των δικαιωμάτων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο αγώνας των χριστιανών για κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί και μαρτυρία για την Βασιλεία την οποία προσδοκούν και στην οποία προσκαλούν τον κόσμο.
O Θανάσης Ν. Παπαθανασίου γεννήθηκε το 1959. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιεραποστολικής, Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Αθήνας. Διδάσκει στο θεολογικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι αρχισυντάκτης του θεολογικού περιοδικού «Σύναξη» και μέλος της European Society for Intercultural Theologyand Interreligious Studies. Το έργο του επικεντρώνει στην Ιεραποστολική, τις Διαπολιτισμικές Σπουδές και την Πολιτική Θεολογία. Ζει στην Αθήνα με την σύζυγό του Ελένη και τον γιο τους Αρέθα - Αλέξανδρο.

Τρεις Ιεράρχες: πνοή αύρας λεπτής


Ο λαϊκισμός της μετανεωτερικής αφήγησης με αφορμή την ομοφυλοφιλία και τα παρεπόμενα της

Του ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΡΔΗ


Το ζήτημα του νέου νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια έχει σηκώσει πολλή συζήτηση και έχει διχάσει σε σημαντικό βαθμό. Μία διάσταση αυτού του προβληματισμού την οποία δεν θα συναντήσει κανείς εύκολα είναι αυτή της μετανεωτερικής έννοιας του έρωτα και της οικογένειας, κάτι που αναπόφευκτα συμπαρασύρει και τα φύλα. Το έσχατο επιχείρημα των «συγκρατημένων» της υπεράσπισης των ομοφυλοφιλικών πρακτικών οικογενειακού βίου και των συμβάσεων που ακολουθούν είναι ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, η οικογένεια έχει μεταβληθεί στη σημερινή εποχή και η πολιτειακή παρέμβαση θα πρέπει να «επικαιροποιήσει» θεσμικά και τυπικά αυτή τη μεταβολή. Αν προσέξει κανείς θα δει ότι ακόμα και η κυβερνητική νομοθετική επιχειρηματολογία εστιάζει στη συμπόρευση νομικού πλαισίου και κοινωνικής πραγματικότητας. Η εύκολη ένσταση σε αυτό είναι ότι εκλαμβάνει (και θέλει να μας πείσει) τους ανεμόμυλους ως γίγαντες. Πώς και από πότε η ανάγκη «τακτοποίησης» των ομόφυλων ζευγαριών είναι ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, δεν καταλαβαίνει κανείς. Μάλιστα, αυτός ο πολιτικός σουρρεαλισμός οδηγεί αναπόφευκτα σε σκέψεις περί συνωμοσιών κάποιων φιλελεύθερων καταναλωτικών ελίτ, οι οποίες κάτι επιδιώκουν και θα το αποκαλύψει η Ιστορία.
Ας δούμε λίγο λοιπόν τη σημερινή συνθήκη. «Η διαστροφή (perversion) κατέχει σημαντική θέση τόσο για τον Φουκώ όσο και για τον Ντελέζ, καθώς την βλέπουν ως έναν τρόπο ριζικής αμφισβήτησης της αστικής κοινωνικής τάξης που χαρακτηριζόταν από την "Οιδιπόδεια οικογένεια" της φροϋδικής ερμηνείας. Αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του Λακάν και του Φουκώ: ο πρώτος έκανε τη διαστροφή μια καθολική δομή προσωπικότητας, όπου η ομοφυλοφιλία ήταν η πιο αγνή ενσάρκωση, ενώ ο δεύτερος ευνόησε τη μελέτη συγκεκριμένων πρακτικών διεστραμμένης σεξουαλικότητας χωρίς να ανησυχεί μήπως τις εντάξει σε κάποια συγκεκριμένη δομή. ή κατηγορία. Για τον Λακάν, ο ομοφυλόφιλος είναι ένα παράδειγμα εξαιρετικής διαστροφής στον πολιτισμό, ενώ για τον Φουκώ ο ομοφυλόφιλος είναι μια φιγούρα που πρέπει να ξεφύγει, με μια ανατρεπτική ή εφευρετική πρακτική, από την εξευτελιστική ταμπέλα που του έχει βάλει ο κανονιστικός λόγος. Βλέπει κανείς πώς η θέση του Λακάν διαφέρει ριζικά από αυτή των ομοφοβικών γιατρών και ερευνητών. Ο Λακάν συνδέει την ομοφυλοφιλία (τόσο γυναικεία όσο και ανδρική) με τη διαστροφή, αλλά απορρίπτει κάθε είδους μεροληπτική στάση. Στη συζήτησή του, η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως διαστροφής δεν οδηγεί ούτε σε μισαλλοδοξία ούτε σε διαχωρισμό. Και ο Λακάν, για τους ίδιους λόγους, δεν καταδίκασε τους ομοφοβικούς […] Επειδή ο Λακάν θεωρούσε την ομοφυλοφιλία διαστροφή, πίστευε ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν ήταν "θεραπεύσιμοι". Διακρίνει τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, την οποία τοποθετεί κοντά στην υστερία και τη σεξουαλική αντιπαλότητα, από την ανδρική ομοφυλοφιλία, στην οποία βρίσκει τις βάσεις του κοινωνικού δεσμού» (Roudinesco & Pommier, 2001).
Η διαστροφή, ας μείνουμε στον Λακάν, δεν έχει την απαξιωτική- επιτιμητική σημασία που συνήθως έχουμε όλοι μας. H διαστροφή δεν είναι μία παράβαση των νόμων ή της τάξης του καλού, αλλά συνιστά τη βασική δομή σύστασης του ανθρώπινου πολιτισμού. Το διεστραμμένο υποκείμενο έχει υποστεί αλλοτρίωση (alienation) αλλά αποκηρύσσει τον ευνουχισμό (castration), υποφέρει από υπερβολική χαρά (jouissance) και έχει τη μια βασική πεποίθηση ότι ο νόμος και οι κοινωνικοί κανόνες είναι δόλιοι στη χειρότερη περίπτωση και αδύναμοι στην καλύτερη. Θα έλεγε κανείς ότι το διεστραμμένο υποκείμενο είναι στην πρωτοκαθεδρία της ουσιαστικής κριτικής του κατεστημένου πολιτισμού και μάλιστα θέλει να τον υπερβεί. Λακανική «αποθέωση» της ομοφυλοφιλίας ως δομής;
Η ψυχανάλυση του Λακάν σκοπεύει στο «επέκεινα» της φαλλικής απόλαυσης που ανοίγει την οδό της «Αγνωσίας» για την απόλαυση του Άλλου. Προσπαθεί (μέσα από μία δυτική οπτική) να υπερβεί τα στενά, ορθολογιστικά, ωφελιμιστικά και υποκριτικά όρια της κοινωνικής σύμβασης. Είμαστε στα αξιολογικά κατάλοιπα της αμφισβήτησης του δυτικού παραδείγματος. Δεν είναι τυχαίο που οι λακανιανοί αρέσκονται στην ερωτική λογοτεχνία των τροβαδούρων του 12ου αιώνα, που τους βλέπουν και ερμηνεύουν ως ουσιαστικά (όχι τυπικά) ομοφυλόφιλους, διότι απορρίπτουν μέσα από την τέχνη τους τη συγκεκριμένη γυναίκα για μία ιδεατή εικόνα της, η οποία δεν υπάρχει πουθενά (Julien, 1993). Τους αρέσουν επίσης οι μυστικοί του ύστερου Μεσαίωνα και κυρίως οι γυναίκες (όπως για παράδειγμα η Hildegard von Bingen) που ανοίγονται στην απόλαυση του Όντως Άλλου. Πίσω από αυτά λανθάνει ο πόθος του δυτικού ανθρώπου να υπερβεί την κατάρα του διαχωρισμού των φύλων μέσω του ανοίγματος σε μία εντελώς άλλη απόλαυση. Η οντολογία πονηρά μπαίνει στη συζήτηση και τον προβληματισμό. Αφήνω τον αναγνώστη, στ5ο σημείο αυτό, να διερωτηθεί για τη διαφορά της Ορθόδοξης αντίληψης περί φύλων (πως η Παναγία υπερβαίνει την ανθρώπινη φθαρτότητα χωρίς να εγκαταλείπει την αφετηρία του φύλου και χωρίς να γίνεται μία ιδεατή Κυρία των Ουρανών)
Αυτή η ψυχαναλυτική θεώρηση των πραγμάτων θα εκ-χυδαϊστεί. Ό ίδιος ο Λακάν θα σχολιάσει αρνητικά την τάση των ομοφυλόφιλων να θέλουν να ακολουθούν πιστά τις συμβάσεις των ετεροφυλόφιλων, τις συμβάσεις μίας αστικής υποκριτικής κοινωνικής ηθικής. Προέβλεπε τη μαζική άλωση αυτής της αγωνίας που εκείνος εξέφρασε. Ο λαϊκισμός της μετανεοτερικής πώλησης και ο φονταμενταλισμός της παίρνει επιλεκτικά σημεία και όψεις αυτών των προβληματισμών και, ως κολάζ, τα εκθέτει, επικαλούμενος την επιστήμη και την αλήθεια της εποχής. Ανάγει το ζήτημα της ψυχικής υπέρβασης των φύλων σε μία ακόμη διεκδίκηση δικαιώματος και έτσι ευνουχίζει πολιτικά και κοινωνικά την ίδια την ομοφυλοφιλία.

ΠΗΓΕΣ

Elisabeth Roudinesco & François Pommier, (2001). “OTHER” SEXUALITIES – I”. Psychoanalysis and Homosexuality: Reflections on the Perverse Desire, Insult and the Paternal function. https://www.journal-psychoanalysis.eu/articles/other-sexualities-i-psychoanalysis-and-homosexuality-reflections-on-the-perverse-desire-insult-and-the-paternal-function/ 
Philippe Julien. (1993). Για την Πατρότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κυριάκου Κατζουράκη.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

«Μαύρο Δέρμα, Άσπρη Μάσκα»: Κοινωνικο-ψυχολογικές αίτιες της βίας στην Ελλάδα σήμερα

Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ· MSc. Αναπτυξιακός και Κοινωνικός Ψυχολόγος


Ο δανεισμένος τίτλος, από το έργο του κορυφαίου ψυχιάτρου και αγωνιστή ενάντια στην αποικιοκρατία Frantz Fanon, υποδηλώνει την κατεύθυνση που κινείται το άρθρο αυτό στη διερεύνηση των αιτιών αύξησης της επιθετικότητας και της βίας στην ελληνική κοινωνία σήμερα.

Μερικά κρίσιμα στατιστικά στοιχεία

Στην αναζήτηση αυτή, μπορεί να είναι ενδεικτικά κάποια κρίσιμα στατιστικά στοιχεία για την ψυχική υγεία των Ελλήνων σήμερα, ιδιαίτερα μάλιστα σε σύγκριση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό/δυτικό κόσμο.
α) Στην 20ετία 2000 - 2020 η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 248%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 6η θέση των χωρών της Ευρώπης, ενώ προηγούνται μόνο η Τσεχία, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Πορτογαλία και το Η.Β. (Πηγή: OECD).
β) Η Ελλάδα είναι πιο καταθλιπτική χώρα στον κόσμο (!), με το ποσοστό επιπολασμού της κατάθλιψης να υπολογίζεται στο 6,52% (Πηγή: Wisevoter).
γ) Η Ελλάδα είναι στην πρώτη θέση των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει στρες (72%) (Πηγή: Gallup Global Emotions Report ).
Πολύ περισσότερο δραματικά είναι βέβαια τα σχετικά στοιχεία όσον αφορά τους νέους και τις νέες της χώρας μας που πλήττονται από αγχώδεις διαταραχές, απονοηματοδότηση, κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό και λοιπά.
Για όσους ασχολούνται, με επιστημονική εντιμότητα, με τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δυτικός κόσμος είναι ένας κόσμος βαρύτατα τραυματισμένος ψυχικά, ακριβώς λόγω της τοξικής καπιταλιστικής κουλτούρας μέσα στην οποία ο δυτικός άνθρωπος ζει και η οποία είναι εντελώς ασύμβατη με τις πυρηνικές υπαρξιακές ανθρώπινες ανάγκες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένα στα τρία (1/3) νοικοκυριά αντιμετωπίζουν προβλήματα ενδοοικογενειακής βίας, ένα στα πέντε (1/5) κορίτσια είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, ένα στα τρία (1/3) κορίτσια έχουν σκεφτεί την αυτοκτονία, ενώ κάθε χρόνο πεθαίνουν από χρήση ουσιών περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι Αμερικανοί σκοτώθηκαν αθροιστικά στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ μαζί.
Παρά την έκτασή τους όμως τα ζητήματα αυτά, αλλά και όλα όσα συναρτώνται με το ψυχικό τραύμα, αντιμετωπίζονται, τόσο στη Δύση γενικά όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα, συνήθως ως ατομικές περιπτώσεις άσχετες και ξεκομμένες από το κοινωνικό πλαίσιο που τις προκαλεί.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως κάποιος που υποφέρει, για παράδειγμα, από υψηλό στρες ή κατάθλιψη του είναι αδιανόητο να συμπεριλάβει –τουλάχιστον– στους αιτιώδεις παράγοντες της κατάστασής του και το πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, την κυβέρνησή του, την αντιπολίτευση, τα Μνημόνια, τη νεοαποικιοκρατία ή την εξάρτηση της χώρας από τον ξένο παράγοντα.
Όπως λέει ο ψυχίατρος Bessel van der Kolk, το ψυχικό τραύμα συναρτάται πολύ περισσότερο με τον ταχυδρομικό κώδικα, παρά με τον γενετικό κώδικα.
Το πού κατοικεί κανείς επηρεάζει σημαντικά τον βαθμό έκθεσής του στην ψυχοπαθολογία.

Το συλλογικό ελληνικό τραύμα

Επομένως το να κατοικεί κανείς στην Ελλάδα σήμερα είναι πολύ περισσότερο τραυματικό από το να ζει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου. Γιατί το συλλογικό ελληνικό τραύμα είναι ένα τραύμα «εις το τετράγωνο» του δυτικού τραύματος.
Ως εκ τούτου ίσως έχει έρθει να ομολογήσουμε ότι η κοινωνία μας υποφέρει από μια μορφή Εθνικού Στρες, ορολογία που εμφανίστηκε στη σχετική βιβλιογραφία το 1986 από τους Antone, Miller [Hill] and Myers, σύμφωνα με τους οποίους «το εθνο-στρες αποτελεί την απάντηση στο αποικιακό τραύμα και είναι σύμφωνο με την αντίληψη ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν τραυματιστεί, καταπιεστεί και απο-ανθρωποποιηθεί από τον αποικιοκρατικό καπιταλισμό. Οι αντιδράσεις των λαών, που έρχονται στην επιφάνεια ως ανταποκρίσεις στο αποικιακό τραύμα, αφορούν σε αισθήματα αδυναμίας/αβοηθησίας και απελπισίας που διαταράσσει τη ζωή του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και του Έθνους. Το Εθνοστρές εμφανίζεται όταν διαταράσσεται η πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού».
Πιο συγκεκριμένα το Ελληνικό Τραύμα εκδηλώνεται σε επτά αόρατες πληγές, που επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων μας:
  • Εσωτερικευμένη υποτίμηση.
  • Προσβεβλημένη αίσθηση εαυτού.
  • Αίσθηση ψυχικού ελλείμματος/απελπισία.
  • Αφωνία/περιστολή της αυτοέκφρασης/παθητικοποίηση
  • Αίσθημα απώλειας και συλλογικής θλίψης.
  • Μανιώδης προσανατολισμός προς την επιβίωση.
  • Οργή.
Όσο αυτές οι εκδραματίσεις του συλλογικού μας τραύματος μένουν ανεπίγνωστες, κάνουμε πάντα τη ίδια λάθος ερώτηση: «Τι πάει λάθος με μας τους Έλληνες;», ενώ η σωστή ερώτηση είναι: «Τι έχει συμβεί σε μας τους Έλληνες;».
Αυτό λοιπόν που μας έχει συμβεί είναι ότι είμαστε ένας Λαός σε χειρότερη ίσως κατάσταση απ’ ό,τι οι αυτόχθονες ινδιάνοι στις ΗΠΑ. Μας έκλεψαν τον τόπο μας, τα μικρά χωριά και τις κοινότητες μας, μας έκλεψαν ολόκληρο τον αρχαίο και μεσαιωνικό πολιτισμό μας, οικειοποιήθηκαν και διαστρέβλωσαν ολόκληρη τη γραμματεία μας, λοιδόρησαν τον Τρόπο μας, ακρωτηρίασαν τη δημιουργική μας ικανότητα, αλλά πάνω απ’ όλα μας έκλεψαν τον τρόπο μας να συνδεόμαστε, να συν-υπάρχουμε, και μας πέταξαν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, απομονωμένους επαίτες των δήθεν φώτων τους, να πλακωνόμαστε μεταξύ μας για το πόσο άθλιος λαός είμαστε.
Δεν μας επέτρεψαν, δηλαδή, ούτε καν να νοιώσουμε μια σταλιά συμπόνια για τον λεηλατημένο συλλογικό εαυτό μας, όπως εύκολα μπορούμε να νοιώθουμε για τον κάθε άλλο απόκληρο. Γιατί μας έπεισαν πως όλα αυτά τα δεινά μας αξίζουν.
Όπως γράφει ο Fanon: «Στην αποικιακή κατάσταση οι ντόπιοι βρίσκονται “μεταξύ τους”. Έχουν την τάση να χρησιμεύουν ο ένας στον άλλο σαν προπέτασμα. Ο καθένας κρύβει από τον άλλο τόν αντίπαλο κι εχθρό αποικιοκράτη.
Κι όταν κουρασμένος μετά από μια σκληρή μέρα δεκαεξάωρης δουλειάς ο αποικιοκρατούμενος πέφτει στο στρωσίδι του κι ένα παιδί μέσα από το χώρισμα από πανί κλαίει και τον εμποδίζει να κοιμηθεί, συμπτωματικά το παιδί αυτό είναι ένας μικρός Αλγερινός. Όταν πάει να πάρει λίγο λάδι ή λίγο σιμιγδάλι από τον μπακάλη που του χρωστάει ήδη μερικές εκατοντάδες φράγκα, και βλέπει να του αρνιούνται αυτή τη χάρη, τον κυριεύει μεγάλο μίσος και μεγάλη όρεξη να σκοτώσει, κι ο μπακάλης είναι Αλγερινός. Όταν αφού τον απόφυγε βδομάδες ολόκληρες βρίσκεται μια μέρα αντιμέτωπος με τον εισπράχτορα που του ζητάει το φόρο, δεν του δίνεται καν η δυνατότητα να μισήσει τον Ευρωπαίο κυβερνήτη, ο εισπράχτορας είναι αυτός που βρίσκεται μπροστά του και ξυπνάει το μίσος του, κι είναι Αλγερινός.
Εκτεθειμένος σε καθημερινές απόπειρες δολοφονίας: από πείνα, από έξωση από το απλήρωτο ενοίκιο, από τον ξεραμένο μητρικό μαστό, τα σκελετωμένα παιδιά, το κλειστό εργοτάξιο, τους άνεργους που περιφέρονται γύρω από τον εργολάβο σαν τα κοράκια, ο ιθαγενής καταλήγει να βλέπει τον όμοιό του σαν άσπονδο εχθρό. Αν χτυπήσει τα γυμνά του πόδια πάνω σε μια μεγάλη πέτρα στη μέση του δρόμου, ένας ιθαγενής θα την έχει βάλει εκεί, και τις λίγες ελιές που υπολόγιζε πως θα κόψει, να που τα παιδιά του X… τις φάγανε τη νύχτα».
Με άλλα λόγια, η εσωτερικευμένη βία που υφίσταται και συσσωρεύει ο αποικιοκρατούμενος /εξουσιαζόμενος σκάει, ανακουφιστικά, στα μούτρα του διπλανού του. Θύτες, Θύματα και Σωτήρες περιστρεφόμαστε εναλλάξ, από τη μια θέση του «Δραματικού Τριγώνου» στην άλλη, παριστάνοντας την κοινωνία. Συνεπώς η βία, η κάθε μορφής βία, δεν είναι σύμπτωση. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα! Γιατί «ένα άλλο αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της βίας και της καταπίεσης εξαιτίας της αποικιοκρατίας, οδηγούν σε παράπλευρη βία. Κοινωνίες ανθρώπων που έχουν καταπιεστεί διαγενεακά, μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται στον καταπιεστικό τρόπο ζωής και να γίνονται καταπιεστές του εαυτού τους και των άλλων» (Mussell, 2005, σελ. 39).

Τραυματισμένη η βαθιά ουσία της συλλογικής ψυχής

Η ελληνική κοινωνία, ήδη από την ίδρυση του «Κρατιδίου των Αθηνών» στάθηκε πάντα ανελέητη απέναντι στους δικούς της «τραυματίες», τους οποίους αντιμετώπισε ως πλάσματα κατώτερα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πώς φέρθηκε η κοινωνία αυτή, όχι μόνο μέσω της πολιτειακής της έκφρασης, στους αγωνιστές του ’21, στους πρόσφυγες του ’22, στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στους αόρατους πολεμιστές του ’74 ή στους αδύναμους Έλληνες και ξένους (μετανάστες / πρόσφυγες) των μνημονιακών χρόνων ή στη διάρκεια της Πανδημίας. Αυτή η ανελέητη στάση της κοινωνίας απέναντι στον αδύναμο Άλλο, διαπιστώνεται όχι μόνο στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία όλων, αλλά και στη συνεχή υποστήριξη εκείνων των πολιτικών επιλογών που στάθηκαν ανελέητες απέναντι στον «τραυματισμένο αδύναμο».
Ναι, το Ελληνικό Τραύμα έχει τέτοιο βάθος Ιστορίας και υπόκειται σε τέτοια διαγενεακή μεταβίβαση. Και όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1930, η άρνηση της γερμανικής κοινωνίας να αναγνωρίσει τις βλάβες που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. και η μη ανοχή απέναντι στην «αδυναμία» υπήρξαν καταλύτες για την άνοδο του φασισμού και της μιλιταριστικής νοοτροπίας, έτσι κι εδώ.
Οπότε, ο «νεοέλληνας χρυσαυγίτης» είναι ακόμη μια συνέπεια του διαγενεακού ιστορικού τραύματος. Όπως και η υποστήριξη των πολιτικών επιλογών που ευαγγελίζονται σταθερότητα, τάξη, ασφάλεια και υγεία, με κάθε κόστος.
Αλλά πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η χρόνια απόρριψη των επιπτώσεων του συλλογικού τραύματος που, όπως αποφαίνεται και ο ψυχίατρος Bessel van der Kolk, διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Είναι το συλλογικό ιστορικό πολιτικό τραύμα που «παράγει» πολίτες εύκολα χειραγωγούμενους, ευάλωτους στην εξαπάτηση, αλλά και φασίστες – έτοιμους να εξοντώσουν τον αδύναμο Άλλο.
Αυτό ακριβώς έχει συντελεστεί αλλά και καθημερινά συντελείται στην «έρμη» χώρα. Το Τραύμα διαλύει το συλλογικό πεδίο. Και δεν υπάρχει σωτηρία αν δεν υπάρξει, πριν απ’ όλα, η αναγνώριση του Συλλογικού Τραύματος και η (πολιτική) θεραπεία του.
Το ψυχικό τραύμα συνέβη στον πυρήνα της επίγνωσης του λαού μας. Αυτός ο πυρήνας είναι η βαθιά ουσία της συλλογικής ψυχής, από την οποία αναδύονται η μυθολογία, τα όνειρα, ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα κάθε λαού.
Ο πυρήνας αυτός του «ποιοι είμαστε» τραυματίστηκε βαρύτατα από την κυρίαρχη αποικιοκρατική αφήγηση, που λεηλάτησε όχι μόνο τους πόρους μας, αλλά και την ίδια την ψυχή μας.
Η αποικιοκρατία μας έπεισε ότι είμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, εμβολιάζοντάς μας με μιαν πυρηνική αίσθηση αναξιότητας, ανεπάρκειας και αβοηθησίας. Η αίσθηση αυτή εσωτερικεύτηκε ως πεποίθηση και από τις κυρίαρχες ντόπιες μεταπρατικές ελίτ της πολιτικής, της οικονομίας, της διανόησης και του πολιτισμού. Ως εκ τούτου βέβαια, η αποδοχή της ξένης εξάρτησης προέβαλλε ως η μοναδική λύση επιβίωσης, διαιωνίζοντας το συλλογικό τραύμα. Όταν ο ψυχικός πυρήνας τραυματιστεί, τότε όλη η μυθολογία, τα όνειρα, ο πολιτισμός και η δημιουργία του λαού αντανακλούν αυτή τη συλλογική πληγή. Συνεπώς, ό,τι αντιλαμβανόμαστε σήμερα σαν νεοελληνικό πολιτισμό –με την έννοια του τρόπου να υπάρχει κανείς– δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις αντανακλάσεις του συλλογικού μας τραύματος, που προκάλεσε η μακροχρόνια αποικιοκρατία.
Σ’ έναν τέτοιο «πολιτισμό» γενικευμένου άγχους και αβεβαιότητας, οι άνθρωποι πηγαίνουμε πολύ εύκολα στις πρωταρχικές αμυντικές μας κατασκευές/ρυθμίσεις, παλινδρομούμε εύκολα στην τραυματική παιδική ηλικία μας, στην αποφυγή δηλαδή ή στην επίθεση, εκεί δηλαδή όπου ο μεσομετωπιαίος φλοιός όπου διαμορφώνεται η συμπόνια και η ενσυναίσθηση, η ενόραση και η αυτεπίγνωση, «σβήνει».
Ό,τι βιώνουμε γύρω μας ως μίσος, επιθετικότητα, πόλωση, διαχωρισμό και αποκλεισμό είναι συνέπεια αυτού του μηχανισμού που αποσιωπά, αδρανοποιεί, κλείνει τις εγκεφαλικές συνάψεις της ανθρωπιάς και της σύνδεσης. Και η επίγνωση αυτού του μηχανισμού μας οδηγεί, όχι στην ενοχοποίηση, αλλά στην ανάληψη της υπευθυνότητας, στην ανάληψη της ενήλικης ευθύνης, να το αλλάξουμε αυτό.
Να μας επιτρέψουμε να συν-πονέσουμε για ό,τι φρικτό συμβαίνει στον κόσμο μας… και τότε ο κόσμος αλλάζει.
Με άλλα λόγια, ο τρόπος που τα μέλη μιας κοινωνίας φέρονται στον ανυπεράσπιστο / αδύναμο Άλλο είναι ξεκάθαρο σημάδι / σύμπτωμα του συλλογικού της τραύματος. Πνιγμένοι μέσα σ’ ένα αίσθημα ασημαντότητας –που το αποικιοκρατικό Σύστημα με δεκάδες τρόπους καλλιεργεί– πληγώνουμε τους κοντινούς ή μακρινούς μας Άλλους, μπας και καταφέρουμε με τον τρόπο αυτό να αποδείξουμε ότι έχουμε ακόμη γι’ αυτούς μια κάποια σημασία. Το να μπορώ να σε πληγώσω είναι η τελευταία μου ελπίδα πως είμαι ακόμη για σένα σημαντικός.

Το να είσαι Έλληνας σήμερα

Χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι πολλοί Έλληνες, όπως και αρκετοί πρόγονοι τους, υποφέρουν από την, συναρτημένη με το συλλογικό τραύμα, πληγή της οργής.
Κι αυτό γιατί είναι πρακτικά αδύνατον να είσαι για χρόνια ένα δοχείο, μια αποθήκη από συνεχή αρνητικά και εξουθενωτικά μηνύματα, να έχεις μια αίσθηση προσβεβλημένου Εαυτού, και να μην βιώνεις οργή. Στα σχολεία, στο δρόμο, στη δημόσια υπηρεσία, στο νοσοκομείο, στη δουλειά ή στην πολυκατοικία, σχεδόν σε κάθε δημόσιο χώρο, ο Έλληνας εκτίθεται διαρκώς σε όλα αυτά. Και δεν χρειαζόμαστε άλλη επιβεβαίωση από τις βιωμένες εμπειρίες όλων μας. Η οργή είναι, μ’ αυτήν την έννοια, μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση στις συνεχείς εμπειρίες του υποβιβασμού και της απαξίωσης, και χτίζεται με τον καιρό σαν αποτέλεσμα των σωρευτικά καταπιεσμένων συναισθημάτων, σαν ένα ίζημα της αφωνίας και της περισταλμένης αυτοέκφρασης. Η οργή είναι η φυλακή στην οποία εκτίεται η ποινή της πολύχρονης καταδίκης στη σιωπή.
Γι’ αυτό και η οργή διακρίνεται από τον θυμό, ο οποίος είναι ένα συναίσθημα συναρτημένο με τις άμεσες-παροντικές εμπειρίες. Η οργή είναι ένα πολύπλοκο συναίσθημα που μπορεί να εμφανίζεται σαν θυμός, εκρηκτικότητα, ευερεθιστότητα, θλίψη ή και κατάθλιψη. Γι’ αυτό και όταν οι νεο-Έλληνες περιγράφονται συχνά σαν εριστικοί, αγενείς και «φωνακλάδες», που χρειάζονται εκπαίδευση στη διαχείριση του θυμού τους, είναι αναγκαίο να πούμε πως η πραγματική πραγματικότητα είναι ότι πληγή της οργής –από το κρυμμένο συλλογικό τραύμα που την προκαλεί– παραμένει ανεπίγνωστη. Άλλωστε, ο κακοποιητής εμφανίζεται πάντα εκεί όπου «μαντεύει» το ανυπεράσπιστο του θύματος.
Το να είσαι Έλληνας σήμερα, σημαίνει να ζεις σε μια συνθήκη καταπιεσμένης οργής κάθε δευτερόλεπτο, και αυτό είναι μια συνθήκη που απαιτεί υψηλή ψυχική ανθεκτικότητα. Γιατί, όπως ένα παιδί που κακοποιείται από τους γονείς του δεν σταματά να αγαπά τους γονείς του, αλλά σταματά να αγαπά τον εαυτό του, έτσι και μια κοινωνία που κακοποιείται κατ’ επανάληψιν από τους κυβερνώντες της, μαθαίνει στο τέλος, όχι να μισεί τους κυβερνώντες-κακοποιητές της, αλλά τον ίδιο τον συλλογικό της εαυτό. Είναι αυτή η οργή που εκρήγνυται κάθε στιγμή σε κάθε πεδίο του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων.
Ο F. Fanon λέει πως ο άποικος χτυπάει με το γουδοχέρι το μυαλό του αποικιοκρατούμενου διανοούμενου για να τον αναγκάσει να δεχτεί τις ιδέες της Μητρόπολης. Και κάπως έτσι, όταν αφαιρεθεί από την εξίσωση η αποικιοκρατία, το μόνο που απομένει για να εκτονωθεί η «μυϊκή ένταση» που βιώνει ο αποικιοκρατούμενος, είναι να στραφεί ενάντια στον διπλανό αδύναμο συμπατριώτη του. Πόλεμος όλων εναντίον όλων, δηλαδή.
Όλη ετούτη η συσσωρευμένη αποικιοκρατική βία και η βία των επαναλαμβανόμενων καταστροφών που τη συνοδεύουν εσωτερικεύεται στον ανθρώπινο ψυχισμό και θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα την εκτόνωσή της, ως συνήθως, σε βάρος του διπλανού αδύναμου. Άλλωστε, όπως γράφει και πάλι ο F. Fanon, «τo τελευταίο καταφύγιο του αποικιοκρατούμενου είναι να υπερασπίζεται την προσωπικότητά του απέναντι στον συμπατριώτη του… Η μαζική αυτοκαταστροφή είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους απελευθερώνεται η μυϊκή ένταση του αποικιοκρατούμενου».
Συμπερασματικά, αν θέλουμε να μιλήσουμε για μείωση της βίας και της επιθετικότητας ή της οργής και της ματαίωσης που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, χρειάζεται να μιλήσουμε για θεραπεία του συλλογικού τραύματος, που πάει να πει με τη σειρά του απο-αποικιοποίηση, δηλαδή Πολιτική Θεραπεία. Διαφορετικά θα φοράμε απέξω τις ευρωπαϊκές (λευκές) μάσκες μας, ενώ μέσα μας θα υποφέρει το μαύρο-ελληνικό δέρμα μας.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ξεφυλλίζοντας βιβλία για τον χρόνο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

«…Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς…»
Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα.

Κάθε τέλος της χρονιάς και αρχή της νέας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναζητούν απάντηση στο ερώτημα: τι είναι χρόνος; Φιλόσοφοι, θεολόγοι, θετικοί επιστήμονες και ποιητές, ο καθένας από δική του σκοπιά, εδώ και αιώνες, προσπαθούν να δώσουν σαφή απάντηση. Πριν λίγα χρόνια, όταν εκδόθηκε η συλλογή 1210 καταγραφών ενός από τους κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, ομιλώ για τα Collectanea –τις «χαμάδες» όπως ο ίδιος τις έλεγε- (εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009), διαβάζοντάς τες έπεσα πάνω σε μια που αναφέρονταν στο χρόνο κι έμεινα έκπληκτος με τη σαφήνεια με την οποία ο εμβριθής κριτικός της λογοτεχνίας και συγγραφέας μιλά για τον χρόνο· διαπίστωσα μάλιστα πόσο κοντά είναι η σκέψη του στη βιβλική και πατερική παράδοση, η οποία θεωρεί ότι «δεν υφίσταται χρόνος ανεξάρτητος, αλλά οργανικά συνημμένως – συμφύεται τω κόσμω- με κάθε τρόπο, χώρο, κίνηση, συμβάντα και όλα τα συμπαρομαρτυρούντα», κατά Νίκο Ματσούκα, (Δογματική και Συμβολική θεολογία. Ανακεφαλαίωση και αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας. Θεσσαλονίκη 1997: Πουρναράς, σ. 182). Δια του λόγου το αληθές αντιγράφω όσα γράφει ο Λορεντζάτος: «Ο χρόνος είναι αχώριστος. Εμείς τον χωρίζομε σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όπως και ο χώρος. Εμείς τον χωρίζομε ή τον μετράμε. Ψευδαισθήσεις αυτά όλα δικές μας. Αλλά και ο χωροχρόνος είναι αχώριστος. Εμείς τον χωρίζομε σε χώρο και χρόνο. Ακόμα μια – τρίτη – ψευδαίσθηση. Αυτά είναι συμπεράσματα της φυσικής (όχι δικές μου ή δικές σου αποκαλύψεις). Και όμως ζούμε υποταγμένοι στις ψευδαισθήσεις αυτές, που για εμάς δεν είναι ψευδαισθήσεις (όπως η φυσική), αλλά σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα με τιμές πραγματικές και για το χρόνο (ο χρόνος είναι χρήμα) και για το χώρο (ο χώρος πουλιέται και αγοράζεται, γίνεται σύνορα με συνθήκες να τα κατοχυρώνουν, ή στρατούς να τα υπερασπίζουν και άλλους στρατούς να τα παραβιάζουν ή να τα διεκδικούν). Τελικά μεγάλες αμφισβητήσεις, γύρω από τα δύο αυτά μεγέθη, μπορούν να οδηγήσουν σε ατομικές, οικογενειακές ή ομαδικές διεκδικήσεις και αναστατώσεις, ακόμα και σε πολέμους, παγκόσμιους και τοπικούς – η ιστορία είναι γεμάτη – δίχως να παύουν οι ψευδαισθήσεις αυτές (που για εμάς δεν είναι) να είναι ψευδαισθήσεις. Αϊ να βρεις άκρη, λοιπόν, με τέτοια διάσταση ανάμεσα πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, ανάμεσα ψέμα και αλήθεια. Ταυτόχρονα, όμως, η διάσταση αυτή μηδενίζεται με μια ανεπαίσθητη διόρθωση στην οπτική γωνιά μας. Παράξενος κόσμος», (σ. 591, καταγραφή 1007).
Ο δρόμος, όμως, για όποιον ψάχνει την έννοια του χρόνου, τόσο στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία όσο και στην Ποίηση είναι ατέλειωτος. Διαβάζοντας σχετικά βιβλία, όσο και να θέλει να καταλήξει σε μια τελική απάντηση για το τι είναι χρόνος, δεν παύει να αναζητά.
Ευθύς αμέσως παραθέτω κάποια βιβλία που έχω κατά νου, οφειλή σε φιλομαθείς αναγνώστριες και αναγνώστες. Ομολογώ ότι το διάβασμά τους δεν είναι εύκολο εγχείρημα, μιας και διαπερνά δύσκολες φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές και ποιητικές  θεωρήσεις για το χρόνο.
  • Giorgio Agamben. (2003). Χρόνος και Ιστορία: Κριτική του στιγμιαίου και του συνεχούς, μτφρ. Δημήτριος Αρμάος. Αθήνα: Ίνδικτος· εξαιρετικό βιβλίο με αναφορές στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Πλωτίνο, τη Βίβλο, το Άγιο Αυγουστίνο, τον Καρτέσιο, τον Καντ, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ.
  • Martin Heidegger. (2009). Η έννοια του χρόνου, μτφρ. Δημήτριος Υφαντής. Αθήνα: Ροές· μια διάλεξη και μια πραγματεία. Ιδιαιτέρα αξιόλογο έργο.
  • Martin Heidegger. (1978-1985). Είναι και Χρόνος. Πρόλογος – Μετάφραση - Σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, ττ. 2. Αθήνα: Δωδώνη· μνημειώδες έργο.
  • Στέλιος Ράμφος. (2012). Time out: Η ελληνική αίσθησι του χρόνου. Αθήνα: Μούσες· ευσύνοπτη έκθεση από έναν κορυφαίο γνώστη του θέματος.
  • Φίλιππος Δρακονταειδής. (2018). Εκτός πλαισίου. Αθήνα: Εκκρεμές· πολύ καλή ανάλυση για το χρόνο στη σύγχρονη επιστήμη και την τεχνολογία.
  • Jean – Francois Lyotard. (2019). Το απάνθρωπο. Κουβέντες για το χρόνο, μτφ. Βασίλειος Πατσογιάννης. Αθήνα: Πλέθρον· βιβλίο άκρως σημαντικό.
Η βιβλιογραφική σοδειά για τον χρόνο δεν είναι μόνο η παραπάνω. Κατέγραψα ό,τι βρίσκεται στην προσωπική βιβλιοθήκη μου. Στα θεολογικά έργα ξεχωρίζει το κλασικό βιβλίο του Oscar Cullmann. (1997). Χριστός και Χρόνος. Αθήνα: Κέντρο Βιβλικών Μελετών Άρτος Ζωής, με γενική φροντίδα του Σάββα Αγουρίδη, σε αρχική μετάφραση Αρχιμ. Παλ. Κουμάντου και σε επιμέλεια κειμένου της Καίτης Χιωτέλη. Γι’ αυτό ο αξέχαστος Νίκος Ματσούκας, στον τρίτο τόμο της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, (Θεσσαλονίκη1997: Πουρναράς) γράφει ότι οι σύγχρονοι βιβλικοί θεολόγοι –μεταξύ αυτών και ο Culmann- «έχοντας a priori κατά νου το φιλοσοφικό σχήμα της δυαδικότητας άχρονης, νοητής αιωνιότητας και χρόνου, και θέλοντας να πουν ότι αυτό το πρότυπο δεν ισχύει στη βιβλική αποκάλυψη, δημιουργούν την εντύπωση ότι η Αγία Γραφή και τον ίδιο το Θεό τον θεωρεί χρονικό, όπως και την αιωνιότητά του, μια και φοβούνται τη δυαδικότητα άχρονης αιωνιότητας και χρονικής ιστορίας. Όμως κανένας τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, ενώ η ασάφεια αυτή των βιβλικών θεολόγων αδικεί κατάφωρα την πατερική θεολογία, την οποία εύκολα μπορούν να θεωρήσουν ως εξελληνισμένη! Απλούστατα, μύριες όσες εικονικές παραστάσεις της Αγίας Γραφής προβάλλουν πρώτα τον απόλυτα απρόσιτο Θεό (επομένως άχρονο και ριζικά διαφορετικό από την κτίση, και έπειτα τον ίδιο παρόντα μέσω της δόξας του στην κτίση και την ιστορία. Άλλη είναι η αιωνιότητα του Θεού, ως απόλυτη και άλλη η αιωνιότητα της κτίσης και του ανθρώπου ως εξαρτώμενη κι σχετική. Χρονική είναι η αιωνιότητα ολάκερης της κτίσης, αισθητής και νοητής, σε μια άπαυστη πορεία –εξού η ριζική διαφορά από τη δυαδικότητα της φιλοσοφίας-, ενώ η αιωνιότητα του Θεού είναι ριζικά διαφορετική από την αιωνιότητα της χρονικής της δημιουργίας. Καμιά σχέση, λοιπόν, προς το πρότυπο της δυαρχικής φιλοσοφίας έτσι κι αλλιώς, τόσο του βιβλικού κόσμου, όσο και της ερμηνεία των θεολόγων πατέρων», (σ. 342).
Για να καταλάβει κανείς τι είναι ο χρόνος, από θεολογική βέβαια σκοπιά, οφείλει να αναμετρηθεί όχι μόνο με τα έργα των θετικών επιστημών αλλά και με τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας. Παραπάνω ανέφερα τον Νίκο Ματσούκα, κορυφαίο δάσκαλο θεολόγο στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, που στο μνημονευθέν έργο του αφιερώνει κάμποσες σελίδες για τον χρόνο και την αιωνιότητα, αντιπαραβάλλοντας τη θεολογία των Πατέρων, κυρίως του Μεγάλου Βασιλείου, με φιλοσοφικές σκέψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Εκείνο, ωστόσο, το έργο του που κάνει εκτενή λόγο για το χρόνο είναι το: Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου (2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1990: Πουρναράς), όπου και η διαπίστωση για «άχρονο (ή υπέρχρονο) Τριαδικό Θεό», σε σαφή αντιδιαστολή με την «παροδικότητα και τη χρονικότητα κάθε κτιστής πραγματικότητας», (σ. 148). Η έγνοια του σοφού πανεπιστημιακού δασκάλου να δείξει πόσο σημαντική είναι η προσφορά της θεολογικής σκέψης στον πολιτισμό και την επιστήμη, φαίνεται και σ’ ένα άλλο βιβλίο του, το: Νεοελληνικός πολιτισμός και διανόηση, (Θεσσαλονίκη 2006: Πουρναράς). Και σ’ αυτό, δεν χάνει την ευκαιρία, με εξαιρετική μαστοριά λόγου και πειθώ να αναφέρει τα εξής αποκαλυπτικά, σε ειλικρινή πάντοτε διάλογο της θεολογίας με την επιστήμη, στον οποίο πίστευε ακράδαντα: «Ενώ , λοιπόν, από τον Αριστοτέλη ως τον Νεύτωνα ο χρόνος θεωρείται ως μια ανεξάρτητη διάσταση, κατά τη θεολογία χρόνος και κόσμος, χρόνος και δημιουργία με άλλα λόγια, συμφύονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Θεολογικά είναι εσφαλμένη κατά πάντα η άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εν χρόνω· τα πάντα δημιουργήθηκαν με το χρόνο. Επομένως κόσμος και χρόνος είναι πραγματικές διαστάσεις, αδιαχώριστες εξολοκλήρου. Εν προκειμένω ο Μ. Βασίλειος με χαρκατηριστικές εκφράσεις έχει επισημάνει τούτη την ολοκληρωτική συμφυία κόσμου και χρόνου αφενός, και το ασύλληπτο του χρόνου αφετέρου. Μαζί με τον κόσμο και όλα τα συνυπάρχοντα με αυτόν ο χρόνος ρέει ακατάπαυστα. Έτσι είναι άπιαστος εξολοκλήρου, αφού το παρελθόν είναι άφαντο, τα μέλλον αναμένεται και το παρόν πριν καν γίνει γνωστό, δραπετεύει από την αίσθησή μας. "Συμφυής άρα τω κόσμω και τοις εν αυτώ ζώοις τε και φυτοίς η του χρόνου διέξοδος υπέστη, επειγομένη αεί και παραρρέουσα μηδαμού παυομένη του δρόμου. Ή ουχί τοιούτος ο χρόνος, ου το με παρλεθός ηφανίσθη, το δε μέλλον ούπω πάρεστι, το δε παρόν πριν γνωσθήναι διαδιδράσκει την αίσθησιν;"», (Εις την Εξαήμερον PG. 29, 13B). Ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλος δεν παραλείπει μάλιστα να αναφέρει και την εξάρτηση του Αυγουστίνου από τον Μ. Βασίλειο, γεγονός που αγνοούν μερικοί διανοούμενοι της νεοελληνικής κοινωνίας μας, αφού με την πεισματική εμπάθειά τους προς τη Θεολογία δείχνουν την επιστημονική αλαζονεία τους, (σσ. 99-102).
Στις θεολογικές μελέτες για τον χρόνο συγκαταλέγεται και εκείνη του επίσης πανεπιστημιακού δασκάλου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, του αείμνηστου Δημητρίου Γ. Τσιάμη. Όσοι είχαμε την τύχη να τη διαβάσουμε στα φοιτητικά μας χρόνια κατά τη δεκαετία του 1980, θα θυμόμαστε τις σημειώσεις σε δύο τόμους του βιβλίου του: Εισαγωγική στην πατερική σκέψη. Ενώ ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει μελέτες για την χριστιανική ανθρωπολογία, τη βίωση της εν Χριστώ ζωής κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο, την ειρωνεία στα αντιαιρετικά συγγράμματα του Μ. Βασιλείου, την έννοια της μεσότητας κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, την παράδοση και την ανανέωση, την πίστη και τη γνώση κατά το Γρηγόριο Θεολόγο και τη θέωση κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά –όλες ανεξαιρέτως είναι αξιόλογες-, στον δεύτερο τόμο, οι μελέτες του Δημητρίου Τσιάμη αναφέρονται στην ορθόδοξη κοσμολογία, με ειδική αναφορά στη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου και του Μ. Αθανασίου, καθώς και στις έννοιες ογδόη ημέρα, άγγελοι - δαίμονες. Σ’ αυτές, ο συγγραφέας εκκινώντας από τη θεώρηση του χρόνου κατά την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, οικοδομεί μια ορθόδοξη θεώρηση, με ερμηνευτικά κλειδιά «εκχριστιανισμού φιλοσοφικών ιδεών», τα οποία θα ζήλευαν οι θετικοί επιστήμονες.
Φιλοσοφία και Θεολογία άλλοτε σε σύνθεση κι άλλοτε σε αντίθεση, για την έννοια του χρόνου, ουδέποτε έπαψαν η καθεμιά να καταθέτει την άποψή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος και ο βυζαντινός φιλόσοφος και θεολόγος Νικόλαος Μεθώνης. Για τις αντιθετικές θέσεις τους έχει γράψει δύο άρθρα ο Χρήστος Τερέζης, Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Το πρώτο είναι δημοσιευμένο στο περ. Δωδώνη, τ. ΚΑ΄ (1992), της Επιστημονικής Επετηρίδας του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τίτλο: «Η έννοια του “χρόνου” κατά τον Νικόλαο Μεθώνης». Το δεύτερο άρθρο δημοσιεύθηκε στην Φιλοσοφία, την Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, τ. 23-24 (1993-1994), με τίτλο: «Η έννοια του χρόνου στο έργο “Στοιχείωσις Θεολογική” του νεοπλατωνικού Πρόκλου». Και στα δύο άρθρα οι έννοιες χρόνος και αιών διερευνούνται στο πλαίσιο της διαφοροποίησης ανάμεσα στη φιλοσοφική και τη θεολογική θεώρησή τους, εξού και τα διαφορετικά συμπεράσματα· για τον μεν Πρόκλο α) ο χρόνος αποτελεί «αντικειμενική πραγματικότητα με αυτόνομους όρους ανάπτυξης, είναι προϋποθετικός και οριοθετικός διαδικασιών και εκφράζει μια ανεξάρτητη από τις εξ υποκειμενικές μορφές εποπτείας κατάσταση», β) «λειτουργεί ως μια δυναμική μεταβολών», αποκλείοντας «τα στατικά κοσμικά συστήματα», μεταφέροντας «στον κόσμο της εμπειρίας ό,τι διατηρεί από το μεταφυσικό αρχέτυπό του, τον αιώνα» και γ) «εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για μια αέναη κοσμική αρμονία, είναι ο όρος υπέρβασης του χάους και της αταξίας και εισάγει στην περιοχή των αισθητών όντων αριθμητικές αναλογίες τέτοιες που αρθρώνουν ένα συνεκτικό σύστημα νόμων», (σσ. 211-212)· για τον δε Νικόλαο Μεθώνης, με τις θέσεις του να είναι ευρύτερα ενταγμένες στην διδασκαλίας της ορθόδοξης παράδοσης. Στο έργο του: «Ανάπτυξις της Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού Φιλοσόφου», α) «αποκλείει οποιαδήποτε εκδοχή του χρόνου ως a priori μορφή εποπτείας του νοούντος αντικειμένου» και β) «η χρονική διαδοχή είναι αντικειμενικό γεγονός οντικής αιτιολόγησης και καθίσταται εμπειρικά διαπιστώσιμη στο πλαίσιο του κοσμικού γίγνεσθαι και των κινητικών μεταβολών», (σ. 109).
Στη Φιλοσοφία της Ιστορίας τα ερωτήματα «για ποιο λόγο συνδέουμε γεγονότα καλύπτοντας χάσματα αιώνων ή χιλιετηρίδων;» και «τι εκφράζει αυτή η ανάγκη μας για ανάγνωση συνέχειας, συγγένειας, συνδέσεως;», φέρνουν στο προσκήνιο την έννοια της χρονικής κλίμακας, η οποία είναι καθοριστική για τη σπουδή της Ιστορίας και βασική προϋπόθεση για τη φιλοσοφική ανάγνωσή της. Χάρη σ’ αυτή την χρονική κλίμακα διακρίνουμε σημαντικές περιόδους της Ιστορίας· γι’ αυτό και είναι απαραίτητη, στη γραμμική διάσταση όπου το παρελθόν είναι ό,τι προηγείται του παρόντος και το μέλλον ό,τι έπεται. Ο Παναγιώτης Δρακόπουλος, στο εξαιρετικό βιβλίο του: Μεσαίωνας. Ελληνικός και Δυτικός, (Αθήνα 1985: Εποπτεία) που, επί τέσσερεις δεκαετίες από τη χρονιά που εκδόθηκε, παραμένει αξεπέραστο, για να τονίσει τη σημασία της χρονικής κλίμακας χρησιμοποιεί «λέξεις αγιασμένες από τον Ηράκλειτο» (τωρινός, περασμένος, αναμενόμενος, σύγχρονος), υποστηρίζοντας πως το μεγαλύτερο μέσο της κοσμολογίας του Εφέσιου φιλοσόφου είναι «φιλοσοφία για τη ροϊκή κίνηση του ανθρώπου», (σσ. 15-20).
Το πόση σημασία δίνει η επιστήμη στην έννοια του χρόνου αποδεικνύεται από τη βιβλιογραφία η οποία, κυρίως, προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες. Οι περιπτώσεις του Stephen Hawking και του Γιώργου Γραμματικάκη είναι χαρακτηριστικές για τον τρόπο που μιλούν για τον χρόνο. Ο Hawking, στην αντίληψη πολλών ειδικών και μη ειδικών, θεωρείται άθεος. Η άρνηση της ύπαρξης του Θεού, στη Δύση, δεκαετίες τώρα, δεν χωρά αμφιβολία πως προέρχεται από την άγνοια κορυφαίων επιστημόνων -όπως άλλωστε ήταν ο Hawking- φιλοσοφικών και θεολογικών έργων της Ανατολής. Έχω τη γνώμη ότι ο Hawking αν διάβαζε έργα των N. Μπερντιάγιεφ, George Steiner, Χρήστου Μαλεβίτση, Χρήστου Γιανναρά, Νίκου Ματσούκα –ενδεικτικές εδώ οι αναφορές των ονομάτων- θα απαντούσε με διαφορετικό τρόπο στια ερωτήματα που του τέθηκαν στο τελευταίο, για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα βιβλίο του, το: Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα, (μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, Αθήνα 2018). Παρότι άθεος, όπως δηλώνει, ο Hawking στο βιβλίο του: Το χρονικό του χρόνου, (Αθήνα 1997: Κάτοπτρο), σε κάποια σημεία κάνει έναν «ιδιότυπο λόγο» περί Θεού. Γράφει: «Μέσα σ’ ένα αμετάβλητο Σύμπαν μια αρχή στο χρόνο είναι κάτι που πρέπει να έχει επιβληθεί από κάποιο ον έξω από το Σύμπαν· δεν υπάρχει μια φυσική αναγκαιότητα που να επιβάλλει την ύπαρξή της. Θα μπορούσε λοιπόν να φανταστεί κανείς ένα παντοδύναμο Θεό που να δημιούργησε το Σύμπαν σε οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος το θέλησε. Αντίθετα, αν το Σύμπαν διαστέλλεται, μπορούν να υπάρχουν φυσικοί λόγοι που να επιβάλλουν μια αρχή του χρόνου. Θα μπορούσε λοιπόν και τώρα να φανταστεί κανείς ένας Θεό που δημιούργησε το Σύμπαν τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης, ή ακόμη και μετά, με ένα ακριβώς τρόπο που να φαίνεται σαν να είχε υπάρχει κάποτε μια Μεγάλη Έκρηξη. Δεν θα είχε όμως νόημα να υποθέσει κανείς ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε πριν τη Μεγάλη Έκρηξη. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ένα διαστελλόμενο Σύμπαν δεν αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης του Θεού, βάζει όμως χρονικούς προσδιορισμούς στην παντοδυναμία του! […]
[…] Ο τελικός αντικειμενικός σκοπός της φυσικής είναι μία μοναδική θεωρία που να περιγράφει ολόκληρο το Σύμπαν. Η προσέγγιση όμως που σήμερα ακολουθούν οι περισσότεροι επιστήμονες συνίσταται στο διαχωρισμό του προβλήματος σε δύο μέρη. Κατά πρώτον, υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι· αυτοί καθορίζουν την εξέλιξη του Σύμπαντος, το πώς αλλάζει το Σύμπαν με τν πάροδο του χρόνου. (Αν γνωρίζουμε πως φαίνεται το Σύμπαν σε κάποια χρονική στιγμή, οι φυσικοί νόμοι περιγράφουν πω θα φαίνεται σε κάποια επόμενη). Κατά δεύτερον, υπάρχει το ερώτημα για την αρχική κατάσταση του Σύμπαντος. Μερικοί νομίζουν πως η επιστήμη της φυσικής πρέπει να ασχολείται μόνο με το πρώτο μέρος του προβλήματος. Θεωρούν ότι το ερώτημα για την αρχική κατάσταση του Σύμπαντος ανήκει στο χώρο της μεταφυσικής ή της θεολογίας. Φαντάζονται ένα Θεό που, επειδή είναι παντοδύναμος, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα Σύμπαν σε οποιαδήποτε αρχική κατάσταση ήθελε. Αν είναι έτσι, τότε θα μπορούσε επίσης να το δημιουργήσει έτσι που να αναπτύσσεται με εντελώς τυχαίο τρόπο. Φαίνεται, όμως, ότι το Σύμπαν εξελίσσεται με πολύ κανονικό τρόπο, σύμφωνα με κάποιους νόμους. Είναι λοιπόν εξίσου λογικό να υποθέσουμε ότι υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν την αρχική κατάσταση του Σύμπαντος, όπως ακριβώς υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν την εξέλιξή του», (σσ. 30, 32-33)[*].
Σε αντίθεση με τον Χόκινγκ, η συμβολή του Γιώργου Γραμματικάκη είναι πολύ κοντά στην ελληνική φιλοσοφική και θεολογική παράδοση. Στα δύο βιβλία του: Η Κόμη της Βερενίκης, (Ηράκλειο: 1998, με πάρα πολλές επανεκδόσεις) και: Η Αυτοβιογραφία του Φωτός, (Ηράκλειο: 2006, κι αυτό με πολλές επανεκδόσεις· και τα δύο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο συγγραφέας κάνει πλείστες αναφορές στο πως ελληνική φιλοσοφία και θεολογία μιλούν για τη γένεση του κόσμου και την εμφάνιση της ζωής. Στην προκειμένη περίπτωση, σημαντικές είναι και οι επισημάνσεις στο βιβλίο του: Ένας Αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, (Ηράκλειο 2013: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Γράφει: «Αξίζει […] να φανταστούμε κι εδώ μιαν επανάσταση. Μια επανάσταση όμως αλλιώτικη από τις άλλες: την πειρατεία του χρόνου! Ας υποθέσουμε ότι μια επαναστατική οργάνωση, που έχει στον πυρήνα της παιδιά και ποιητές, καταλαμβάνει το Γραφείο Μέτρων και Σταθμών στο Παρίσι. Δεν θα είναι άλλωστε δύσκολο: ένας φύλακας και εξειδικευμένοι επιστήμονες αποτελούν το προσωπικό τού Γραφείου. Καθώς λοιπόν η Επαναστατική Επιτροπή κηρύσσει την απελευθέρωσή μας από το χρόνο και τον καταπιεστικό του μηχανισμό, μια νέα – άχρονη – εποχή αρχίζει για την ανθρωπότητα. Στο σχετικό διάγγελμά της η Επιτροπή, που αποτελείται από ποιητές και παιδιά, αναφέρει ότι για να αποφευχθούν η σύγχυση και ο πανικός, όπως και άλλες δυσάρεστες συνέπειες, ο παγκόσμιος χρόνος θα σιγήσει οριστικά με την έλευση του Νέου Έτους, ώρα 12 τα μεσάνυχτα ακριβώς. Το διάγγελμα καταλήγει με μια έκκληση στους “προλετάριους όλου του χρόνου” να ενωθούν.
»Χαράς ευαγγέλια από εκείνη την ιστορική στιγμή που ο παγκόσμιος ιστός τού χρόνου θα παύσει να υπάρχει! Καθώς στο εξής κανένα κρατικό ή ανθρώπινο ρολόι δεν θα μπορεί να πείσει ότι εκείνο έχει το σωστό χρόνο, η απορρύθμιση διαρκώς θα αυξάνεται. Η απελευθέρωση από τον χρόνο θα γίνει παγκόσμια τάξη, πολύ πιο ευεργετική από αυτήν που έχει επιβληθεί σήμερα. Ας φαντασθεί κανείς την καθημερινότητα: οι υπάλληλοι δεν θα υπακούουν σε ωράριο, αλλά στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους πολίτες· στα σχολεία ή τα πανεπιστήμια οι καθηγητές θα διδάσκουν μόνον όταν εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τους φοιτητές· οι φιλίες και οι κοινωνικές συναντήσεις θα αποκτήσουν εκ νέου χαλαρότητα και νόημα· ενώ ο έρωτας, που από μόνος του αρέσκεται να καταργεί τον χρόνο, θα ανακτήσει και τυπικά τον ελεύθερό του εαυτό.
»Στον χώρο της δημιουργίας, άλλωστε, μια πραγματική έκρηξη θα αντικαταστήσει το σημερινό τέλμα: συγγραφείς και σκηνοθέτες, καλλιτέχνες ή ποιητές, ζωγράφοι και φιλόσοφοι, απελευθερωμένοι από την απειλή τού χρόνου και τις πολλαπλές δεσμεύσεις που εκείνη επιβάλλει, θα αφεθούν απερίσπαστοι στα κύματα της φαντασίας και της πραγματικής εμπνεύσεως.
»Εκτός όμως από την αποκατάσταση ευγενέστερων αξιών, που δεν θα υπακούουν στην τυραννία τού χρόνου αλλά στη φυσική ροή του, μια ξεχασμένη εμπειρία θα αρχίσει πάλι να συντροφεύει την ανθρώπινη ζωή: εκείνη της επαφής με τη φύση και τον ουράνιο κόσμο. Η διαδρομή τού χρόνου θα συνοδεύεται ξανά από αλλαγές και θαύματα, όπως καλά εγνώριζαν οι παλιοί ναυτικοί και οι γεωργοί. Η κίνηση των πλανητών και η θέση των αστερισμών, τα καιρικά φαινόμενα και η διαδοχή των εποχών θα ανακτήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στη νέα τάξη πραγμάτων.
»Καθώς τότε τα ρολόγια θα είναι σταματημένα και σε αχρηστία, οι κυβερνήσεις δεν θα αναλώνονται σε στείρους ανταγωνισμούς. Νηφάλιος ο άνθρωπος, θα ανακαλύψει πάλι ότι ο Ήλιος ανατέλλει καθημερινά και το φως του εισχωρεί ανεπαίσθητα στα σπίτια, ενώ οι κινήσεις των άστρων και των πλανητών συνδέονται με τις εποχές και τη μαγεία τους. Στη νέα αυτή παγκόσμια τάξη, ένα πλοίο θα ορίζει τη ράθυμη αναχώρησή του με τη δύση τού Ήλιου· ή μια σπουδαία συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών, που έχει ορισθεί να γίνει στην Ελλάδα, θα διαρκέσει όσο η Αφροδίτη διακρίνεται στον ουρανό», (σσ. 329-330).
Το παραπάνω ξεφύλλισμα βιβλίων για τον χρόνο δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός την ποίηση. Ποιητές όπως ο Κ. Π. Καβάφης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Νίκος Καρούζος, ο Κλείτος Κύρου, για να αναφέρω μερικούς, στα ποιήματά τους καταδεικνύουν την αγωνιώδη προσπάθειά τους να ορίσουν τι είναι χρόνος. Ο Κ. Π. Καβάφης, στα Κεριά, γράφει στίχους για την αναπόφευκτη φθορά του ανθρώπου από το παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον: «Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα. / Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα εικάζει· / Είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. / Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει», και ο Τάσος Λειβαδίτης, στην 25η Ραψωδία της Οδύσσειας, για «όσα δεν ζήσαμε / αυτά μας ανήκουν»: «Αηδίες – ο χρόνος έγινε για να κυλάει, / οι έρωτες τελειώνουν, / η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο / κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο δρασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού». Ο Νίκος Καρούζος, στη συλλογή Πενθήματα, στο ποίημα Θεραπευτική αγωγή, θεωρεί τον χρόνο γενικό και κοροϊδευτικό: «Ο χρόνος είναι γενικός. / Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τα οράματα. / Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές / απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις. / Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα / η πιο μεγάλη ώρα της ζωής, υπάρχει σαν τις άλλες… / Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα / δυο μουλάρια στην ύπαιθρο / να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους. / Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. / Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση». Τέλος, ο Κλείτος Κύρου, στη συλλογή Εν όλω συγκομιδή, γράφει: «Πέρα από τον χρόνο / Ακόμα κι όταν οι αγάπες τελειώνουν / ο χρόνος προχωρεί. / Στη στιλπνή επιφάνεια αφήνεις αποτυπώματα διαμπερή / πάντα ευανάγνωστα για τους ειδικούς που αποτιμούν το κόστος».


Επίγραμμα, κάτι σαν επίλογος

Ομολογώ ότι το παρόν αρθράκι μου άρχισα να το γράφω τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, στο γύρισμα από τον παλιό προς τον νέο χρόνο. Είχα σκοπό να είναι σύντομο, για να το στείλω ως ευχές σε πρόσωπα αγαπημένα και φιλικά. Τελικά εξελίχθηκε σ’ ένα άρθρο όπου εκθέτω βασικές θέσεις για την έννοια του χρόνου διακεκριμένων θεολόγων, φιλοσόφων, επιστημόνων και ποιητών. Ωστόσο, όσο και αν οι θέσεις και οι απόψεις των παραπάνω παρουσιαζόμενων προσωπικοτήτων είναι διαφορετικές, πιστεύω ότι μπορούν να έχουν την καθολικότητά τους και τη σύνθεσή τους. Κι αυτό το στηρίζω στα γραφόμενα του αλησμόνητου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που στο πεζογράφημά του: «Η Πορεία και το Σταμάτημα», στο βιβλίο του: Συνοδεία. Πεζογραφήματα 1936-1968, (Θεσσαλονίκη 1984: Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, σ. 18), γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «Αυτά όμως τα πράγματα, όταν πρόκειται μάλιστα να χάσουν κάθε χαρακτήρα γενικότητας, μένοντας στο συγκεκριμένο για να το εξαντλήσουν, ώστε να φτάσουν από άλλη μεριά στην καθολικότητα, απαιτούν άπειρες γνώσεις που θα μ’ έβαζαν σε φασαρίες με τους ειδικούς επιστήμονες ή επαγγελματίες, πραχτικούς και θεωρητικούς. 
»Η Γεωλογία, η Πετρογραφία, η Εδαφολογία, η Μετεωρολογία, η Βοτανική, η Ζωολογία θα χρειαζόταν για τη συστηματική μελέτη από τα διάφορα και ποικίλα πράγματα που θα ήταν δυνατόν να παρατηρήσουμε. Η Αστρονομία, η Φυσική, η Χημεία, η Μηχανική, τα Μαθηματικά εν γένει θα ήταν απαραίτητα για τον καθορισμό από τις σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα πράγματα ή στα τμήματά τους προς το σύνολο. Η Παλαιοντολογία, η Παλαιογραφία, η Επιγραφολογία, η Αρχαιολογία, η Ιστορία θα ‘διναν στα πράγματα του τοπίου την προοπτική του χρόνου. Η Φιλολογία, η Νομική, η Κοινωνιολογία θα εξηγούσαν τη σημασία που αυτά τα πράγματα πήραν και έχουν για κάθε άνθρωπο και στις σχέσεις ανάμεσα σ’ άνθρωπο με άνθρωπο. Η Θρησκειολογία και η Θεολογία θα μας έλεγε, τέλος, τις ενότητες που ο άνθρωπος αποτέλεσε ενούμενος με τα πράγματα του κόσμου, κάνοντας με μυστικό γάμο από τα δύο, ένα σώμα και μια ψυχή».

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

[*] Ένα λίαν ενδιαφέρον άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη, διακεκριμένου δημοσιογράφου στην εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με τίτλο: «Είχε και ο Στίβεν Χόκινγκ τα τρωτά του σημεία…», κάνει αναφορά σ’ ένα βιβλίο του Τσαρλς Σάιφ (Charles Seife), συγγραφέα πολλών αξιόλογων βιβλίων επιστημονικής θεματολογίας που έγραψε για τον Χόκονγκ. Σ’ αυτό, ο συγκεκριμένος συγγραφέας, «δίχως να μειώνει στο παραμικρό το μεγαλείο του επιστήμονα» Χόκινγκ «σκιαγραφεί ένα εξαιρετικά γειωμένο πορτραίτο ανθρώπου που “ξεπουλήθηκε”, σιγά σιγά αλλά σταθερά». Με κριτικό τρόπο δεν παραλείπει μάλιστα να αναφέρει ότι προς το τέλος της ζωής του, ο Χόκινγκ «προβαίνει σε δηλώσεις και αποφάνσεις πάνω σε θέματα και ζητήματα για τα οποία δεν είχε επαρκή εποπτεία, όπως, π.χ., τους κινδύνους της εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης». Για τον Σάιφ, Το χρονικό του χρόνου ήταν το βιβλίο που έκανε τον Χόκινγκ «κάτι σαν γκουρού». Σε καμιά περίπτωση, βέβαια, το βιβλίο του Σάιφ δεν επιδιώκει να μειώσει τη κορυφαίο επιστήμονα Χόκινγκ. Απλούστατα αυτό που πετυχαίνει είναι να «αναδείξει τις αντιφάσεις που φωλιάζουν όχι μόνο στους κοινούς θνητούς αλλά και σε ζωντανούς θρύλους όπως ήταν ο Χόκονγκ», (βλ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή 23 Μαΐου 2021).

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: Θεοφάνεια

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη έχουν γραφτεί δύο πολύ καλές διδακτορικές διατριβές. Η μια υποστηρίχθηκε από τον Παναγιώτη Θωμά στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ και έχει τίτλο: «Τόπος χρονοποιός και αγαθοτοποιός: Πραγμάτευση της έννοια του τόπου στα έργα των Νίκου Γαβριήλ Παντζίκη και του Wandell Berry», εκδόθηκε από τον Αρμό το 2017, υπό τον τίτλο: Κοινότητα, φιλοπατρία, ετεροτοπία και ο τόπος των εσχάτων στα κείμενα του Νίκου Πεντζίκη και Wendell Berry)· η δεύτερη, υποστηρίχθηκε από τον Δημήτριο Βλαχοδήμου στη Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ και έχει τίτλο: «Ο “Αντρέας Δημακούδης” (1935) και η λογοτεχνική παρουσία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1929-1977)». Πρόκειται για δύο εξαιρετικές διδακτορικές διατριβές, κι όποιος τις διαβάσει θα έρθει κοντύτερα στο έργο του, το οποίο είναι ενταγμένο στην ευρυχωρία της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Πέραν τούτων υπάρχουν και άλλες μελέτες για τον Πεντζίκη. Η καθεμιά θέτει τη δική της ψηφίδα στον «ψηφαριθμητή των συναξαρίων και των ιερών κειμένων». Αναφέρω ενδεικτικά τα δύο αφιερώματα του περιοδικού Σύναξη (τεύχη 27 [1988] και 52 [1994]), τη μελέτη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού (Χαρκιανάκη), Ο Πεντζίκης του επέκεινα και του ενθάδε, Αθήνα 1994, στις εκδόσεις Δόμος, τις δύο μελέτες του Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, «Περί Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη» & «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Από τη γενιά του ’30 στις γενιές του Συναξαριστή, στον τόμο: Από τον Παπαδιαμάντη στον Πεντζίκη, Θεσσαλονίκη 2003, στις εκδόσεις: Το Παλίμψηστον. Δεν παραλείπω να αναφέρω δύο ακόμα μελέτες του Χρυσόστομου Σταμούλη, «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Περίπατος “παρ’ θιν αλός” και τα όρια της Εκκλησίας», στον τόμο: Κάλλος το Άγιον, Αθήνα 2010, στις εκδόσεις Ακρίτας, και «”Αισθητήρια γεγυμνασμένα” (Εβρ. 5, 14). Ο Αποκαλυπτικός λόγος του Απόστολου Παύλου στα κείμενα του Ν. Γ. Πεντζίκη», στον τόμο: Άσκηση αυτοσυνειδησίας, Θεσσαλονίκη: 2004, στις εκδόσεις: Το Παλίμψηστον. Δύο ακόμα βιβλία έχουν κι αυτά την αξίας. Τα αναφέρω ευθύς αμέσως: του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Περίτριμμ’ αγοράς Θεσσαλονίκιον. Κείμενα παιδιόφραστα περί του παιζω-γράφου Ν. Γ. Πεντζίκη, Αθήνα 1993, στις εκδόσεις Άγρα, και του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, Λόγος εις Νίκον Γαβριήλ Νίκος Πεντζίκη, Θεσσαλονίκη 2007, στις εκδόσεις Μηγδονία. Από την παραπάνω ελάχιστη βιβλιογραφική έκθεση, είναι φανερό πόσο σημαντική για τα νεοελληνικά γράμματα ήταν η προσωπικότητα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
Περιδιαβαίνοντας χθες σε παλιά βιβλία της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης, τυχαία έπεσα πάνω στην πρώτη έκδοση της Πραγματογνωσίας του Πεντζίκη, η οποία περιλαμβάνει 24 κείμενα σε συνέχεια, δημοσιευμένα στο περιοδικό Μορφές, μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε από 1936 έως το 1953, σε τρεις διαδοχικές περιόδους. Το αντίτυπο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης είναι σε πολύ καλή κατάσταση, έχει αφιέρωση του ίδιου του Πεντζίκη προς τον Κωνσταντίνο Καβαρνό, Μυτιληνιό Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διανοούμενο και συγγραφέα αξιόλογων θεολογικών και φιλοσοφικών βιβλίων και φίλο του Φώτη Κόντογλου.


Από την Πραγματογνωσία παρακάτω παραθέτω το κείμενο του Πεντζίκη, αφιερωμένο στα Θεοφάνεια, (σσ. 68-72). Αξίζει κανείς να το διαβάσει όχι μόνο γιατί σήμερα γιορτάζουμε τα Φώτα, αλλά και γιατί καταγράφει το διάλογο ενός ορθολογιστή γιατρού με ένα νεαρό, τον Μανώλη. Ο Πεντζίκης εδώ, με λογοτεχνική και θεολογική μαστοριά παρουσιάζει δύο όψεις προσέγγισης της γιορτής των Θεοφανείων. Από τη μια η ορθολογική και από την άλλη η ομορφιά της αληθινής σοφίας, της νηστείας και της προσευχής.


Η Πραγματογνωσία εκδόθηκε το 1950, στη Θεσσαλονίκη. Στη Βιβλιογραφία Ν. Γ. Πεντζίκη που εξέδωσε η Σοφία Σκοπετέα το 1971, στις εκδόσεις Ερμής, γίνεται εκτενής αναφορά τόσο στην έκδοση του 1950 όσο και στις διαδοχικές δημοσιεύσεις των κειμένων στο περιοδικό Μορφές.