Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Στον Μόλυβο σήμερα... ψιθυρίζοντας... Γιάννη Κωνσταντέλ(λ)η


«Ποίηση είναι η μεταφυσική του σώματος 
Μια πικραμένη ηχώ 
Με ειρωνεία και θλίψη»


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛ(Λ)ΗΣ. (1988). «Ποίηση», στο: Υπέρ της τυχαίας αντιστροφής. Αθήνα: Νεφέλη, σ. 19.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Όραμα και παλινωδίες για το μάθημα των Θρησκευτικών

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Σε νέες περιπέτειες φαίνεται να μπαίνει το μάθημα των Θρησκευτικών. Η επιμονή όσων αρνούνται την εφαρμογή των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΝΠΣ), επικαλούμενοι μόνο νομικές αποφάσεις, δεν προέρχεται μόνο από τη γνωστή για τις θεολογικές και παιδαγωγικές αγκυλώσεις της Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), αλλά κι από εξέχοντες ιεράρχες της Εκκλησίας, οι οποίοι για τους δικούς του λόγους ο καθένας – πολλά «παίζονται» όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο εκκλησιαστικό πεδίο, με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ) - υιοθετούν την αδικαιολόγητη κι ανελέητη πολεμική των ΝΠΣ της ΠΕΘ. Η παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, στην εφημερίδα (Έθνος) δείχνει τις παλινωδίες που υπάρχουν εντός της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας[1], αφού ο εν λόγω μητροπολίτης προτείνει διάλογο της Εκκλησίας με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, στη βάση των προηγούμενων Προγραμμάτων Σπουδών που ίσχυαν πριν το 2016, δηλαδή των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών, αρνούμενος καθώς γράφει η Εκκλησία να ασχοληθεί ξανά με τα ΝΠΣ, αφού θεωρεί ότι αυτά από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έχουν κριθεί αντισυνταγματικά (βλ., αποφάσεις 660/2018 και 926/2018)· προτείνοντας αόριστα βελτίωση του «προηγουμένου Αναλυτικού Προγράμματος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό» - επισημαίνω ιδιαίτερα, πόσο αόριστο είναι αυτό το «πιο ελκυστικό» - τονίζοντας παράλληλα και την εφαρμογή της ομόφωνης απόφασης της «Ιεραρχίας της 9η Μαρτίου 2016», της οποίας ήταν εισηγητής, «διότι φαίνεται καθαρά ότι η πρόταση και η απόφαση εκείνη ήταν η πιο ρεαλιστική και σύμφωνη με τις αποφάσεις του ΣτΕ, και τους στόχους της νέας κυβέρνησης». Δυστυχώς, και λυπάμαι βαθύτατα που το λέγω αυτό, θεωρούσα τον Σεβασμιώτατο Ναυπάκτου της μέσης οδού ιεράρχη. Είναι δυνατόν να μην έχει καταλάβει ότι από το 2016 μέχρι και σήμερα, τα ΝΠΣ έχουν αναθεωρηθεί, ύστερα από σχετικές παρεμβάσεις της ίδιας της Εκκλησίας; Εν πάση περιπτώσει, τέτοιες πρακτικές ύστερα από τρία χρόνια εφαρμογής των ΝΠΣ στα σχολεία, με τα όποια προβλήματά τους στη διδακτική πράξη, περίτρανα δείχνουν τις παλινωδίες της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας για το μτΘ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το μτΘ, με την παραπληροφόρηση που ουκ ολίγοι ιεράρχες, εδώ και μια δεκαετία, δέχονται από ακραίες ομάδες, εντός και εκτός της Εκκλησίας, μπαίνει σε νέες περιπέτειες, τις οποίες υφίστανται κυρίως οι θεολόγοι καθηγητές, οι «καθ’ ύλην αρμόδιοι», όπως σωστά επισημαίνει ο καλός συνάδελφος και φίλος Γ. Βαρδαβάς [Ερώτημα ρητορικόν περί Θρησκευτικών]. 
Απεναντίας, η παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας στον τηλεοπτικό σταθμό [ΣΚΑΪ] (μετά το 1.58΄), θεωρώ πως ξεκαθαρίζει κάπως τη σημερινή κατάσταση: για την Εκκλησία και τον διάλογο που η ίδια επιθυμεί με την Πολιτεία, για να διαβουλευτεί σε ζητήματα των σχέσεων μαζί της, και για το μτΘ, αναμένει τη νέα απόφαση του ΣτΕ και βάση αυτής, κατά τον ίδιο ιεράρχη, θα αποφασιστεί ο τρόπος που (μόνο;) η Ιεραρχία θα συζητήσει με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Κι όπως κανείς καταλαβαίνει, για πολλοστή φορά, οι «καθ’ ύλην» αρμόδιοι για το μτΘ, είτε αυτοί είναι οι σχολικοί σύμβουλοι θεολόγων, είτε οι θεολόγοι των σχολικών τάξεων, μένουν απ’ έξω. Γνωστή αυτή η τακτική της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, χρόνια τώρα. Έρχεται στη σκέψη μου η άποψη του Μάριου Μπέγζου, που σ’ ένα άρθρο του σε αφιερωματικό τεύχος του παλαιού καλού περιοδικού Διαβάζω στη «Θεολογία» [τχ. 251 (1990), σ. 54], σχολιάζοντας την κρίσιμη καμπή της νεοελληνικής θεολογίας σήμερα, έγραφε πως «όταν η θεολογία δεν εκκλησιάζεται, τότε κι εκκλησία δεν θεολογεί. Ανάμεσα στη μάνα εκκλησία και την κόρη – θεολογία εμφιλοχωρεί κατιτί που τις αποξενώνει κάνοντάς τες αγνώριστες μεταξύ τους». Λίγα χρόνια μετά, στα 1994, παρόμοια ήταν και η άποψη του μακαριστού π. Μιχαήλ Καρδαμάκη. Στο βιβλίο του για την εκκλησιαστική παιδεία κι αυτός έγραφε τα εξής αποκαλυπτικά: «έχουμε αναρίθμητους Θεολόγους, που διατηρούν ατομικές και αφ’ υψηλού σχέσεις με την Εκκλησία, σχέσεις απόλυτα τυπικές και ευσεβιστικές. Αλλά έχουμε και την Εκκλησία, που, δια των Κληρικών της, διατηρεί σχέσεις αντιπαλότητος και διαστάσεως με τους Θεολόγους (εμείς η Εκκλησία – εσείς οι Θεολόγοι)»[2]. 
Νηφάλιες φωνές - όπως αυτή του κ. Δημήτριου Ν. Μόσχου, Αναπληρωτή Καθηγητή στη Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, που σε άρθρο του στον ημερήσιο Τύπο (Επανεκκίνηση και μεγάλη σύνεση), τονίζει ότι το μτΘ επί μια δεκαετία τώρα, «υφίσταται μια εκτεταμένη αναμόρφωση», με στόχο να «απευθύνεται σε όλους τους μαθητές», αποτρέποντας παλαιές κακές πρακτικές κατακερματισμού των μαθητών, εντός των σχολικών τάξεων, σε Ορθοδόξους και μη Ορθοδόξους - μπαίνουν στο στόχαστρο με βάρβαρο και κίβδηλο τρόπο. Συγκεκριμένα, μετριότητες και κιβδηλοποιοί, χωρίς θεολογικό αλλά ούτε και παιδαγωγικό ήθος, που έχουν χάσει το μέτρο, τη γεύση και την αγωνία της αλήθειας, με σχόλια κι άλλα φληναφήματα, με τη «ναρκωτική θρησκοληψία» που τους διακρίνει, προσπαθούν να ρίξουν στον κάλαθο των αχρήστων[3] τον με αυταπάρνηση αγώνα που κάμουν εκατοντάδες θεολόγοι καθηγητές, να στεριώσουν στο πολύπαθο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα μτΘ ανοικτό, με βάση την εν Χριστώ εμπειρία, οικουμενική πέρα για πέρα, εμπειρία που βάζει στην άκρη ιδεολογήματα - δεκανίκια ομάδων περίκλειστων στον εγωκεντρικό εαυτό τους. 
Εφαρμόζοντας το ΝΠΣ στο Λύκειο, συχνά μαθητές και γονείς με ρωτούν: ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κάμει το μτΘ με αυτόν τον ομαδοσυνεργατικό – βιωματικό τρόπο διδασκαλίας ενδιαφέρον[4]; Και τους απαντώ: Πρώτον, οι μαθητές μαθαίνουν να σκέφτονται, μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν. Δεύτερον, η «θεολογική ταυτότητα»[5] των ΝΠΣ δεν στερεί από τους μαθητές την ελευθερία της γνώμης, της γνώσης, την ομορφιά στο να αναζητούν πολυτροπικά οι ίδιοι το θρησκευτικό φαινόμενο. Τρίτον, και το σπουδαιότερο, η γνώση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, προφέρεται όχι με τον γνωστό για δεκαετίες κατηχητισμό. Ακόμη κι αν κάποιοι μαθητές δηλώνουν άθρησκοι, άθεοι, αδιάφοροι, με το ΝΠΣ έχουν την ευκαιρία με ελεύθερο τρόπο, να γνωρίσουν ό,τι όπως η Αρχαία Τραγωδία και Φιλοσοφία που διδάσκονται στα Αρχαία Ελληνικά και την Ιστορία, είναι μορφωτικά αγαθά που ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά και παράδοσή μας, έτσι και Επιτάφιος Θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής κι ο Ακάθιστος Ύμνος είναι μορφωτικά αγαθά, αφού ως κορυφαίες και αριστουργηματικές ποιητικές συνθέσεις κι αυτές νοηματοδοτούν τη μακραίωνη πολιτιστική κληρονομιά μας· κάποιες φορές μάλιστα μπορούν να λειτουργήσουν και ως μια αγωνιώδη ατραπό προς την πίστη, φτάνει αυτή η πίστη να μην τους δίνεται ως ένας εύχρηστος τυφλοσούρτης, για να λένε ότι κάπου πιστεύουν. 
Κοντά σ’ όλα τα παραπάνω, που κάμουν το μτΘ ενδιαφέρον, είναι και μια σειρά ζητημάτων τα οποία αφορούν του ίδιους τους νέους, ειδικότερα τους εφήβους[6]. Είναι ζητήματα που ο θεολόγος καθηγητής, μέσω του διαλόγου με τους μαθητές, αγωνιά για το αν θα τους προσφέρει ερεθίσματα μιας παιδείας ωφελιμιστικής ή μιας παιδείας όπου η ζωή, ως το τελευταίο κύτταρό της έχει αξία[7], όταν λόγου χάριν λαμβάνονται υπ’ όψιν η ειρήνη, τα επιτεύγματα των επιστημών και ο διάλογο της θεολογίας με αυτές, η διάσωση του πλανήτη μας από την οικολογική καταστροφή, η αλληλεγγύη και η συνύπαρξη με κάθε άνθρωπο, τον πολιτισμικά «άλλον», όποιος κι αν είναι αυτός, ο έρωτας και η αγάπη, η δικαιοσύνη κ.ά. 
Προς τι, λοιπόν, το μένος και η στείρα πολεμική που δέχονται τα ΝΠΣ από τους «ακραίους οπαδούς της θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής»; Γιατί οι κατήγοροι τους δεν ξεβολεύονται από τη χρόνια βόλεψη του ενός και μοναδικού διδακτικού εγχειριδίου, το οποίο ως τυφλοσούρτη πολλές φορές χρησιμοποιούν στη σχολική τάξη κάνοντας το μάθημά τους; Γιατί τίμια και θαρραλέα, δίχως αγκυλώσεις και αναστολές, δεν αναμετριούνται με το πλουσιότατο διδακτικό υλικό που προσφέρουν σε διδάσκοντες και διδασκόμενους οι Φάκελοι των Μαθημάτων[8], ούτως ώστε να δημιουργήσουν δικά τους μαθήματα, βασιζόμενοι σε οδηγίες διδακτικής μεθοδολογίας, με την αντίστοιχη ακόμη βιβλιογραφία, που προσφέρουν οι Οδηγοί Εκπαιδευτικών, οι οποίοι αναθεωρήθηκαν τα τρία τελευταία σχολικά έτη, ύστερα από διάλογο με την Εκκλησία; Γιατί όπως σωστά έχει υποστηριχθεί, σοβαρά δεν συζητείται η επιτακτική ανάγκη, η θρησκευτική εκπαίδευση στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο να γίνει «μετασχηματιστική» και «μεταμορφωτική;»[9] λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’ όψιν την εμπειρία δεκαετιών γύρω από το διάλογο που γίνεται για το μτΘ[10]; Γιατί η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, δεν μπήκε στον κόπο να μελετήσει τα ΝΠΣ[11], αλλά βασίστηκε μόνο στην παραπληροφόρηση που της παρείχε η παραπάνω ομάδα των «ακραίων οπαδών της θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής;» Μήπως ήρθε η ώρα, μετά από αυτόν τον χρόνιο εμφύλιο θεολογικό πόλεμο, η Ιεραρχία και γενικότερα οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας να πάρουν ξεκάθαρη θέση και να δώσουν τέλος στις παλινωδίες τους; Ή στηρίζουν ή δεν στηρίζουν τις αλλαγές στο μτΘ. Λογοκρισία ή διαβούλευση επιζητούν; Αν επιζητούν λογοκρισία [Τρικυμία, σαν μάθημα θρησκευτικών], λυπάμαι αλλά με αυτόν τον τρόπο μάλλον έχουν ξεχάσει την αποστολή τους [Μια χούφτα ξεθυμασμένο αλάτι]. Αν, όμως, επιζητούν διαβούλευση, αυτή είναι αποδεκτή κι ωφέλιμη· οι απόψεις τους όμως οφείλουν να είναι ξεκάθαρες στον διάλογο με τους «καθ’ ύλην αρμόδιους» (θεολόγους καθηγητές), το Υπουργείο Παιδεία και Θρησκευμάτων, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, και ειδικότερα ο διάλογος με την εκάστοτε κυβέρνηση να γίνεται στη βάση των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας. 
Με βάση τα παραπάνω, με καλοπροαίρετη διάθεση, οφείλουμε να ανταποκριθούμε στις αλλαγές που γίνονται στη θρησκευτική εκπαίδευση. Κατά συνέπεια, λοιπόν, τα ΝΠΣ του μτΘ συντάχθηκαν στην παιδαγωγική αρχή της πολυπρισματικής εκπαίδευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το αναφαίρετο δικαίωμα των Ελλήνων μαθητών να διδαχθούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη αφαιρείται και αλλοιώνεται, όπως συχνά λένε οι επικριτές των ΝΠΣ. Ο μύθος ότι αυτά μετατρέπουν σε θρησκειολογικό το χαρακτήρα του μτΘ, είναι παραπλανητικός και κάλπικος. Και συνεχώς αναπαράγεται από δαύτους, διότι ο μόνος ρόλος που επιθυμούν στο σχολείο είναι αυτός του απολογητή και κατηχητή μαθητών. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, «σε ποιες πλάτες παράγεται σήμερα θεολογία και σε ποια χέρια ξεψυχά;»[12] καθώς ορθότατα διερωτάται ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου. 

[1] Και δεν είναι καινούργιες. Θυμίζω τον αντίλογο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου για το μτΘ κατά τη δεκαετία του ’90: «Σας ερωτώ, είναι μάθημα Θρησκευτικών αυτό που κάνουν τα παιδιά μας στα σχολεία; Είναι μάθημα όπως το ονειρεύονται αυτοί οι δήθεν ευρωπαϊστές, οι ευρωλιγούρηδες»
[2] π. ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΡΔΑΜΑΚΗΣ. (1994). Εκκλησιαστική Παιδεία. Η περιπέτεια ενός οράματος. Αθήνα: Ακρίτας, σ. 50. 
[3] Κυριολεκτώ εδώ, αφού σχόλιο τέτοιου αναγνώστη σε σχετικό με το μτΘ blog, δείχνει πόσο η «ναρκωτική θρησκοληψία» ζει και βασιλεύει στον θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο. 
[4] Απαραίτητη εδώ είναι η υποσημείωση ότι το μτΘ πάντοτε ήταν ελκυστικό, χάρη σε πολλούς θεολόγους καθηγητές, των οποίων η διδασκαλία δεν εξαντλούνταν μόνο στην έκθεση θεολογικών αξιωμάτων και αρχών, ούτε στο δασκαλοκεντρικό μονόλογο, ούτε στην τυφλή εξέταση, ούτε στον απλό βαθμό τριμήνου παλαιότερα, τετραμήνου σήμερα, ούτε στην προβολή θρησκευτικών ιστοριών με βιντεάκια. Απεναντίας, ήταν και συνεχίζει να είναι μάθημα ζωής, αληθινής συνάντησης των θεολόγων με τους μαθητές τους. Πλειάδα τέτοιων θεολόγων έχουν περάσει από τις σχολικές τάξεις και συνεχίζουν, πιστεύω, να περνούν. Αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο το π. Αλέξανδρου Καριώτογλου, (22013). Μαθητικό Συναξάρι. Ιστορίες παιδείας οδυνηρές και ωφέλιμες. Αθήνα: Γρηγόρη, για να επαληθεύσει την παραπάνω άποψή μου. 
[5] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ. (2013). «Η θεολογική ταυτότητα του Νέου Προγράμματος Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών στην υποχρεωτική εκπαίδευση», στο: http://religiouseduthraki.web.auth.gr/sites/default/files/k_Yfantis_Theologiki_taftotita.pdf [τελευταία ανάκτηση: 22 / 07 / 2019]. 
[6] Γι’ αυτό το θέμα ανεπιφύλακτα, εδώ, συνιστώ για διάβασμα το τελευταίο βιβλίο του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου. (2019). Ο Θεός οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες. Αθήνα: Αρμός. 
[7] Αξίζει να διαβάσει κανείς ένα παλαιότερο άρθρο για λύτρωσή του μτΘ από τους γνωστούς και τότε άκρατους ευσεβισμούς. Βλ. ΑΛΕΞΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ. (1995). «Ώρα (και πρόταση) κοινωνικής εξόδου από την ένδεια της παιδείας προς τον αληθινό της λόγο και αιτία», στο: Έξοδος, 15(19): 19-26. 
[8] Πρόκειται για «διδακτικά εγχειρίδια» που δίνονται στους μαθητές, πραγματικές «βιβλιοθήκες», με δεκάδες αποσπάσματα από τη θεολογική κι όχι μόνο βιβλιογραφία, τα οποία όμως δεν αποτελούν κείμενα για αποστήθιση. 
[9] ΜΑΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑΣ – ΛΙΑΓΚΗΣ. (2017). «Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στην Ελλάδα αλλάζει: η παιδαγωγική και διδακτική καινοτομία των νέων ΠΣ», στο: Ζητήματα Διδακτικής των Θρησκευτικών. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Θεολόγων, Θεσσαλονίκη, σ. 12· και: https://kmaked.pde.sch.gr/site/attachments/article/1650/praktikaSYNEDRIOU-THEOLOGIAS%20%2018-5-18.pdf [τελευταία πρόσβαση 22 / 07 / 2019]. 
[10] Ενδεικτικά αναφέρω: «Μάθημα των Θρησκευτικών. Αίτημα παιδείας ή συντεχνίας», στη: Σύναξη, τχ. 66 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1998). «Γιατί “Θρησκευτικά σήμερα;» στο: Το μάθημα των Θρησκευτικών στο Ενιαίο Λύκειο. Πρακτικά Διημερίδας, εποπτεία – συντονισμός ύλης Παντελής Καλαϊτζίδης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2000. 
[11] Η βιβλιογραφία για τα ΝΠΣ είναι εκτεταμένη. Θεολογικά και παιδαγωγικά είναι εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη. Μακάρι οι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδας να τη μελετούσαν και θετικά να την χρησιμοποίησαν στα όσα λένε και γράφουν γι’ αυτά. Ενδεικτικά σημειώνω τον συλλογικό τόμο: (2013). Τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Ο διάλογος και η κριτική για το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού Γυμνασίου, επιμέλεια Σταύρος Γιαγκάζογλου – Αθανάσιος Νευροκοπλής – Γεώργιος Στριλιγκάς. Αθήνα: Αρμός. Από το 2015 μέχρι σήμερα, η βιβλιογραφία εστιάζεται σε νέες παραμέτρους των ΝΠΣ όπως οι έννοιες: θρησκευτικότητα, θρησκευτική αγωγή, θρησκευτική εκπαίδευση, πολυπολιτισμικότητα, πλουραλισμός, σύγχρονο σχολείο, διδακτική μεθοδολογία, βιωματική μάθηση, οικουμενικότητα, θρησκευτική ετερότητα και, βέβαια, νέες διαστάσεις της Ορθόδοξης θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο. 
[12] ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2005). «Προλογικό. Παιδείας παιδέματα», στη: Σύναξη, τχ. 93 (Ιανουάριος – Μάρτιος) 8.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Δενδρίτες!!! Δώρο... Διακοπών!!!


Κάμντεν, Νιου Τζέρσεϊ, 1980. Ερημωμένα σπίτια, κλειστές βιομηχανίες, φτωχές συνοικίες. Ένας έφηβος, ο Πητ, εξαφανίζεται, και η μάνα του η Λουίσα πεθαίνει το επόμενο πρωί από στεναχώρια. Η αδερφή του, η δωδεκάχρονη Μίνι, ορφανή από γονείς, εισβάλλει άθελά της στη ζωή της συμμαθήτριάς της Λητώς και ανατρέπει τις βεβαιότητες της οικογένειάς της. Ανοίγει ρωγμές που δύσκολα θα κλείσουν· έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στο αμερικανικό όνειρο, σε δεύτερες και τρίτες γενιές μεταναστών, στην παρακμή και τη φθορά της πόλης, σε χαμένες ευκαιρίες και σε επιλογές που λάθεψαν. Κι όσο ο θετός πατέρας της Λητώς, ο Μπέιζελ Καμπάνης, ψάχνει να βρει τι στράβωσε στη διαδρομή, τόσο αναμετριέται με τα φαντάσματα και τους φόβους της παιδικής του ηλικίας· κι όσο η γυναίκα του η Σούζαν απομακρύνεται από κοντά του κι από την κοινή κι ανέμπνευστη ζωή τους, τόσο η Μίνι και η Λητώ μοιάζουν να ενηλικιώνονται σε έναν κόσμο σκληρά κι άδικα καμωμένο. Ο χρόνος, σαν τις νιφάδες του χιονιού, τους ξεγελά, ξεγλιστρά και χάνεται. Μαζί του κι αυτοί.

ΚΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ. (2015). Δενδρίτες. Αθήνα: Πόλις.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Στην πυρά τα «νέα Θρησκευτικά» των «Φίλη και Γαβρόγλου»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Μπορούμε να φανταστούμε τους γραμματείς και Φαρισσαίους να κραυγάζουν και να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, σαν δημαγωγοί που προσπαθούν να διεγείρουν το πλήθος λαού και να το μεταμορφώσουν στην πλέον κατάπτυστη ανά τους αιώνες ανθρώπινη έκφανση, τον όχλο, την ανθρώπινη μάζα δίχως πρόσωπο. Ο Θεάνθρωπος απαντά με την γνωστή φράση, και παρευθύς βαβούρα κι αναταραχή κοπάζουν, σαν να γαληνεύει το πέλαγος μετά από τρικυμία λογισμών· οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, που έφτασαν σύσσωμοι εν χορώ, αποχωρούν ένας – ένας».

ΓΑΒΡΙΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. (2013). Το Βυζάντιο έχει ρεπό. Τρίοδος – Βιβλίο Πρώτο. Αθήνα: Αρμός, σ. 103. 


Ακόμη δεν έχουμε ακούσει τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, στις οποίες, ελπίζω θα συμπεριλαμβάνονται και ζητήματα της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και, δυστυχώς, οι καθ’ έξιν επαγγελματίες παραπληροφορητές και κλακαδόροι μιας θεολογίας των γραμματέων και Φαρισσαίων, όπως παραπάνω γράφει κι ο Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, περίκλειστης στο εαυτό της, έχουν επιδοθεί σ’ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα και νυχθημερόν χέουν το δηλητήριό τους για κατάργηση των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΝΠΣ) του μαθήματος των Θρησκευτικών (μτΘ)· εκμεταλλευόμενοι τις δύο αποφάσεις (660/2018 και 926/2018) του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι οποίες ακύρωσαν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών επί Υπουργού κ. Νίκου Φίλη, μη περιμένοντας, βέβαια, την έκδοση της νέας απόφασης του ΣτΕ για τις υπουργικές αποφάσεις του απελθόντος Υπουργού Παιδείας κ. Κ. Γαβρόγλου. 
Το θλιβερότερο, όμως, γεγονός είναι ότι ετούτοι οι κλακαδόροι, εξακολουθούν να ψεύδονται και να παραπλανούν. Λένε και γράφουν συνεχώς ότι τα ΝΠΣ, καθ’ ολοκληρίαν τα εμπνεύστηκε και τα εφάρμοσε μόνο η προηγούμενη κυβέρνηση, αποσιωπώντας με ανοίκειο και κουτοπόνηρο θα ΄λεγα τρόπο: α) την πιλοτική εφαρμογή τους από το 2011 και εξής, επί κυβερνήσεων κ. Γ. Παπανδρέου και κ. Α. Σαμαρά – σ’ αυτή μάλιστα και στην επιμόρφωση που τότε έγινε, συμμετείχε ηγετικό στέλεχος της σημερινής κλάκας κρούσης εναντίον των ΝΠΣ, και ω! του θαύματος, εκείνη τη σχολική χρονιά, εκθείαζε τις αλλαγές που γίνονταν στο μτΘ, β) τις αναγκαίες αναθεωρήσεις που όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει στα ΝΠΣ, σε διάλογο πάντα με την Εκκλησία, και γ) την επίκριση που οι ίδιοι πάντα κύκλοι έκαμαν στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ) του μτΘ, κατά τη δεκαετία 2000-2010, τα οποία σήμερα θεωρούν ότι είναι κατάλληλα, ενώ πριν μια εικοσαετία περίπου με το ίδιο μένος τα πολεμούσαν. Τέτοια υποκρισία! 
Ετούτες οι θλιβερές, πράγματι, πρακτικές για ακόμη μια φορά επαναλαμβάνονται τις τελευταίες ημέρες. Ο σκοπός είναι ένας: το στενό μαρκάρισμα της νέας Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων να απαλλάξει τα ελληνόπουλα από τα «νέα Θρησκευτικά» των «Φίλη και Γαβρόγλου», να στείλει στην πυρά τους «Φακέλους Μαθημάτων» και την επιστροφή στα «παλαιά βιβλία», μέχρις ότου συγγραφούν νέα, όπως υποστηρίζουν, στων οποίων τη συγγραφή διεκδικούν μερίδιο. Ουδείς, ωστόσο, μπορεί να αρνηθεί τη συμμετοχή τους στο διάλογο, ούτε στη συγγραφή των βιβλίων. Φτάνει να πρυτανεύσει η νηφαλιότητα και να ληφθούν υπ’ όψιν βασικά δεδομένα της θεολογικής, παιδαγωγικής και διδακτικής επιστήμης, τα οποία, δυστυχώς, φαίνεται να μην έχουν διάθεση να προσφέρουν. Κι αυτό το λέγω διότι αυτά που γράφονται εναντίον των ΝΠΣ είναι μόνον κραυγές και τσιτάτα. Ένα σεργιάνι κανείς να κάνει σε κείμενα και σχόλια αναγνωστών τους σε blogs και ιστοσελίδες της παραπάνω κλάκας κρούσης, θα διαπιστώσει: μισαλλοδοξία, λογοκρισία, «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», στείρο νομικισμό, μονομέρεια, κλειστότητα, αφορισμούς και πολλά άλλα γραφικά. 
Τώρα, στο ερώτημα που εναγωνίως τίθεται τις τελευταίες ημέρες: τι θα πράξει η νέα Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων για το μτΘ; Έχω την ταπεινή γνώμη και ελπίδα ότι με τη δέουσα προσοχή θα μελετήσει τα ΝΠΣ, θα εκτιμήσει και θα ακούσει νηφάλιες θεολογικές και εκκλησιαστικές φωνές. Ί δ ω μ ε ν.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Μετά από κάποια χρόνια... ακόμη μια απαιτητική ανάγνωση

«Έπρεπε να γίνω εβδομήντα χρονών για να καταλάβω ότι κανένα μυθιστόρημα δεν τελειώνει ούτε τελειώνεται, δεν τελειούται, ρέει σαν αίμα κι αφήνει πίσω την όποια γραφή του, καλή ή κακή, ανεξίτηλη ή ξέθωρη. Έτσι, η ελπίδα για να τελειώσει ίσως, κάποτε, αυτό το μυθιστόρημα είναι να το συνεχίσει κάποιος άξιος επίγονος, κάποια επίγονη, μακάρι ή μικρή εγγονή Ελένη, στις αρχές πλέον της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας, ούτως ή άλλως. Το μέχρις εδώ γραφέν τής το χαρίζω με αγάπη»


ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΛΑΣ. (1996). Η ατέλειωτη γραφή του αίματος. Αθήνα: Κέδρος, [αφιέρωση].

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Αν... οι πολιτικοί μας διάβαζαν Παναγιώτη Κονδύλη...

«Στο ιδεολογικό φάσμα ένας πολιτικός καταλαμβάνει ορισμένη θέση γιατί όλες οι υπόλοιπες είναι κατειλημμένες, και είναι πρόθυμος, αν το κρίνει συμφέρον, να εγκαταλείψει τη θέση που κατέλαβε αρχικά, αν κενωθεί κάποια άλλη. Μονάχα σ’ αυτήν την προοπτική μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά το χαρακτηριστικό, για τη νεοελληνική πολιτική, φαινόμενο της συνεχούς μετατόπισης πολιτικών σε διάφορες θέσεις του παραπάνω φάσματος. Πολύ λιγότερο μετατοπίσθηκε η συγκεκριμένη πολιτική πράξη, δηλαδή η άσκηση της πολιτικής ως πελατειακής σχέσης. Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους υπήρξε εξίσου έργο των “δεξιών” όσο και των “φιλελεύθερων” ή “δημοκρατικών” κομμάτων, όλα τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν δηλαδή, μ’ αυτήν την πολύ χειροπιαστή έννοια, κόμματα κρατιστικά, ανεξάρτητα απ’ το πώς αντιμετώπιζαν το κράτος στο επίπεδο των προγραμματικών τους αρχών»

«Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών γενικά ενίσχυσαν τον χαρακτήρα της χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών. Όμως η ενίσχυση αυτή συντελέσθηκε στη βάση ολότελα νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Ακριβώς επειδή η ευημερία ήταν, με την ουσιαστική αυτήν έννοια, επισφαλής, το πελατειακό σύστημα επιτάθηκε αντί να συρρικνωθεί σε κοινωνικό επίπεδο. Ήτοι: ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας πρωταρχικά από μια κομματική παράταξη ότι θα του διασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε βραχυπρόθεσμα, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα»

«Στις συνθήκες της διαμορφούμενης εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας δεν αρκούσε πια ο διορισμός των “ημετέρων”, των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από τον διορισμό, εκτός από τη δανειοδότηση, εκτός από τη μεσολάβηση, το πελατειακό παιχνίδι έπρεπε τώρα να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο “κλάδων”, αλλά και “μαζών”, στο επίπεδο ψευδιϊδεολογικής δημαγωγίας με την αρωγή των νεοφανών μέσων ενημέρωσης. Ο λαϊκισμός, ο οποίος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία, συγχωνεύτηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος, και έτσι προέκυψε μια κατάσταση, στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση. Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο απ’ τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξαρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου»


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ. (2011). Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία. Αθήνα: Θεμέλιο, σσ. 30, 60, 61-62.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Ο θεολόγος – παιδαγωγός της ελπίδας Γιάννης Καλδέλλης· υμνητής του Κίρκεγκωρ και του Ντοστογιέφσκι

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Κύμα στο μνήμα / κοντά στον ασφόδελο / καρδερίνα τι κλαίεις;», Ιερομονάχου Συμεών. (1994). Συμεών Μνήμα. Αθήνα: Άγρα, χ.α.σ. 

Το πρωινό τηλεφώνημα από τον αγαπητό Στρατή Μπαλάσκα δεν ήταν ευχάριστο. Μηνούσε το θλιβερό μαντάτο θανάτου του κυρ Γιάννη Καλδέλλη, στα 86 χρόνια του. Η πρώτη-μου σκέψη: ο Θεός να αναπαύει την ψυχή-του. Όσο, όμως, περνά η μέρα, η σκέψη μου γι’ αυτόν τον τόσο αξιόλογο θεολόγο – παιδαγωγό και ΔΑΣΚΑΛΟ κινείται γύρω από την προσφορά-του τόσο στα θεολογικά όσο και στα εκπαιδευτικά πράγματα του μικρού τόπου-μας, της Μυτιλήνης και της Λέσβου εν γένει. 


Γνώριζα προσωπικά τον κυρ Γιάννη, περίπου μια εικοσαετία, από τότε που μόνιμα εγκαταστάθηκα εδώ στη Μυτιλήνη. Δύο – τρία στιγμιότυπα αυτής της γνωριμίας αξίζει να τα αναφέρω, έχουν την αξία-τους, νομίζω. Είναι η πρώτη οφειλή-μου στη μνημόνευσή του, εκεί στην αγκαλιά του Θεού που, από σήμερα, αιώνια πια θα αναπαύεται και θα μεθά από την αγάπη-Του, στην αγκαλιά του Σωτήρος της «κτίσεως, της αισθητής και νοουμένης»
Ευτύχησα να έχω τα δύο εγγόνια του μαθητές-μου, τον Γιαννάκο και τη Μαριώ, χαρισματικά παιδιά, με ήθος – τώρα σπουδάζουν τις επιστήμες που αγαπούν. Συχνά τους έλεγα να είναι υπερήφανα για τον παππού-τους και, μάλιστα, επίμονα πολλές φορές τα παρότρυνα να διαβάσουν ένα από τα βιβλία που έγραψε ο κυρ Γιάννης, εκείνο το βιβλίο, που για τα δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης αποτελεί ένα άριστο βιβλιογραφικό δεδομένο, για το πώς το σχολείο οφείλει να μην είναι φως που τυφλώνει – ο πλήρης τίτλος: Σχολείο: Φως που τυφλώνει; - εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1991, εξαντλημένο σήμερα, αλλά δυστυχώς άγνωστο σε πολλούς ντόπιους και μη ντόπιους δασκάλους και καθηγητές. Ευτύχησα, επίσης, να κοσμούν τη βιβλιοθήκη-μου και τα τρία βιβλία-του. Ήδη ανέφερα το ένα. Τα άλλα δύο που, εξ ολοκλήρου ανήκουν στη θεολογική επιστήμη, τολμώ να πω ότι για την εποχή που γράφτηκαν, καίρια την εμπλούτισαν. Κι εξηγούμε τι εννοώ: για έναν θεολόγο καθηγητή, που ζούσε σε μια περιφερειακή πόλη, τη Μυτιλήνη, και δίδασκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ήταν παράτολμο κι επικίνδυνο θα ‘λεγα - αφού τότε για τα καλά στην εκκλησιαστική ζωή κυριαρχούσαν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις - να γράφει για έναν από τους σπουδαιότερους ήρωες της Θεολογίας του τέλους του 2ου και του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, τον Ωριγένη. Όπως, επίσης, ήταν πρωτοποριακό ένας θεολόγος καθηγητής να συγγράφει ένα βιβλίο για την αγωνία και τον φόβο, σύμφωνα με την Ορθόδοξη σκέψη και να διδάσκει ταυτόχρονα στις σχολικές τάξεις γι’ αυτά τα δύο, χρησιμοποιώντας κείμενα όχι μόνον της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά, και των Καζαντζάκη, Καρμίρη, Μακράκη, Μπερδιάγιεφ, Ντοστογιέφσκι, Κίρκεγκωρ, Καμύ, Ράσσελ, Σαρτρ, Φρομ, Νίτσε, Κλεμάν. Ευτύχησα, τέλος, να τον συναντώ συχνά, στην είσοδο του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης, όπου κατά τη δεκαετία του ’80 υπηρέτησε και ως καθηγητής και ως διευθυντής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μειλίχιο βλέμμα-του και την επωδό - ερώτησή του «πως πάει η νεότερη θεολογία;». Με την απάντησή μου, βέβαια, πάντα συγκεκριμένη: «προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια-σας κυρ Γιάννη». Αυτό το λέγω γιατί όσους έχω συναντήσει και είχαν καθηγητή τον κυρ Γιάννη, η εικόνα που εισπράττω είναι πάντα η ίδια: «ξεχωριστός δάσκαλος, μας έμαθε να σκεφτόμαστε, συζητούσε μαζί-μας». Κατά το κοινώς λεγόμενο, ως ΔΑΣΚΑΛΟΣ ο κυρ Γιάννης Καλδέλλης «άφησε εποχή», θα μείνει αλησμόνητος για το χαμόγελο και το πρωτοποριακό διδακτικό-του έργο. 
Κλείνω ετούτη τη μνημόνευση του κυρ Γιάννη με την εξής επισήμανση: ξεκάθαρα φαίνεται πως το πέρασμά του από τις σχολικές τάξεις, ωφέλησε τη θρησκευτική εκπαίδευση. Θεωρούσε ότι αυτή όφειλε να διέπεται από θεμελιώδεις παραμέτρους, όπως η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου, η ιστορικότητα και η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, η φιλανθρωπία, η αγάπη, η ελευθερία και η ελπίδα που πλουσιοπάροχα προσφέρει η χριστιανική πίστη, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της εσωστρέφειας, διατηρώντας ζωντανή, δυναμική και ενσαρκούμενη τη μαρτυρία της Εκκλησίας προς κάθε άνθρωπο, που άλλη δεν είναι από την εν Χριστώ αγάπη, (Α΄ Κορ. 13, 8-9). 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ 


«Η ελευθερία του ανθρώπου κατά τον Ωριγένη διατηρείται μέσα στον κόσμο της αναγκαιότητας. Πάντοτε στην ιστορία του ανθρώπου συγκρούονται “τα έξωθεν” με τα “εφ’ ημίν” του Ωριγένη, ο άνθρωπος, ο φαινομενικά δούλος των εξωτερικών παρωθήσεων, με την ελευθερία μπορεί να αντιστέκεται στην αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει απόλυτος καταναγκασμός ως προς την εκλογή του καλού ή του κακού. Ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος και οφείλει να αποδεχθεί ως κλήρο το φως της αλήθειας· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 361). Γι’ αυτό τιμωρούμαστε “εφ οις αμαρτάνομεν, τιμώμεθα δε εφ’ οις ευ πράττομεν”· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 309) […] Η ελευθερία ερμηνεύει και εξηγεί την πτώση του ανθρώπου. Γιατί η αμαρτία, επειδή δεν είναι κάτι το υλικό, δεν έχει τις ρίζες-της στην ύλη, αλλά στην ελεύθερη θέληση της ψυχής, η οποία παραδίνεται στον υλικό κόσμο. Και κατά τον Μπερδιάγιεφ “η ελευθερία γενικώς καθίσταται υπεύθυνος του κακού, η ελευθερία, την οποίαν το πλάσμα έλαβε παρά του Πλάστου, και της οποίας έκαμε κατάχρησιν”· (Ν. Μπερδιάγιεφ, Περί του προορισμού του ανθρώπου, μτφρ. Ειρηναίου μητροπολίτου Σάμου, Αθήναι 1950, σ. 58)»

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1978). Το θεολογικό και φιλοσοφικό σύστημα του Ωριγένη. Μυτιλήνη, σσ. 188, 189. 


«Λέγει ο πατήρ Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκυ: “τι είναι η κόλαση; Και λέω πως είναι το μαρτύριο να μην αγαπά κανείς”». 
«Άνθρωπος και θρησκεία δεν μπορούν να χωρισθούν χωρίς δάκρυα. Η αγωνία τού ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου είναι βαθιά και γνήσια». 
«Πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά των εφήβων, τη χυδαιότητα και τη σκληρότητα κρύβεται πόνος πολύς, πόθος για πληρότητα και για ομορφιά, καλοσύνη, αγάπη, τρυφερότητα, αναγνώριση, εμπιστοσύνη, αφοσίωση, ανάγκη να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους και να την βαθύνουν». 
«Είναι ζωτικός παράγοντας η πίστη. Όχι η ψεύτικη, η τυπική, η με αποχρώσεις φανατισμού… Η πίστη είναι εμπιστοσύνη, εσωτερικό βίωμα ελεύθερο, είναι ενέργημα ολόκληρης της προσωπικότητας του ανθρώπου. Συμμετέχουν σ’ αυτή η βούληση, η γνώση και η συγκίνηση». 
«Η φοβερότερη μορφή αθεΐας είναι η αθεΐα στην πρακτική ζωή. Αυτή τη μορφή αθεΐας συχνά τη συναντάμε ανάμεσα στους κατ’ όνομα χριστιανούς». 
«Άθεοι όπως ο Νίτσε, νιώθουν φρίκη, παγωνιά, αγωνία στο άκουσμα του αγγέλματος του θανάτου». 
«Υπάρχουν και οι γελοιώδεις άθεοι. Είναι εκείνοι οι τύποι που τάχα στο όνομα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, δεν θέλουν να σκύβουν μπροστά σε θεούς και σταυρούς, κι όμως άνετα, όπως παρατηρεί ένας ψυχολόγος, στέκονται προσοχή με κοντό παντελονάκι σε μια προσκοπική τελετή, όπου ένα παιδάκι με γυμνά γόνατα περνάει φέρνοντας ένα λύκο πάνω σε ένα κοντάρι. Ή που πρόθυμα υποκλίνονται μπροστά σε όποιο δικτατορίσκο και γενικότερα στην κρατική εξουσία». 
«Ο έρωτας είναι η συνάντηση του ανεπανάληπτου, του μοναδικού. Αγαπώντας αρχίζει ο άνθρωπος να βλέπει τους συνανθρώπους-του ως πρόσωπα, όχι ως ωφέλιμα ή χρηστικά αντικείμενα. Και βοηθά και τους άλλους να νιώθουν έτσι. Γράφει ο Σολζενίτσιν: “Δεν είναι το βιοτικό επίπεδο που κάνει την ευτυχία των ανθρώπων, αλλά οι δεσμοί της καρδιάς”. Ας θυμηθούμε τον “Φάουστ” του Γκαίτε. Η αγάπη της Μαργαρίτας αναγκάζει τον Φάουστ να νιώσει το κακό που της έκανε και να αναφωνήσει “αχ, να μην είχα γεννηθεί”». 
«Η πίστη είναι δρόμος για το Θεό που είναι Αγάπη. Άρα η πίστη είναι το μέσο, ενώ η αγάπη ο σκοπός. Και είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε πως η αγάπη είναι αρχή πνευματική και ουσία της ελευθερίας. Πάντα κάνει αίσθηση, όπως ιδιαίτερα τονίσθηκε στην ενότητα “στραγγαλισμός της αλήθεια και της ελευθερίας”, στους νέους η συνάφεια ελευθερίας και αγάπης. Η αγάπη είναι δώρο της ελευθερίας αλλά και η ελευθερία είναι προσφορά της αγάπης, της αγάπης του Θεού , όπως διδάσκει η Ορθοδοξία». 
«Η πίστη στο Θεό είναι μια εσωτερική εμπειρία, μια διαίσθηση, ένα βίωμα, σαν την αγάπη». 

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1991). Σχολείο: φως που τυφλώνει; Αθήνα: Βιβλιογονία, σσ., passim. 


«Η εσωτερική ειρήνη είναι απαραίτητη για μια ζωή χωρίς άγχη και φοβίες. Την ζητούμε, αλλά δεν τη βρίσκουμε, λέγει ο Χρυσόστομος, γιατί έχει εκδιωχθεί κι αφού άφησε τη γη αναχώρησε για τον ουρανό. Μπορούμε όμως και πάλι να την επαναφέρουμε, αν θέλουμε, αφού διώξουμε την ανοησία και την αλαζονεία και με το να επιλέξουμε μια ζωή σώφρονα και λιτή. Για να είναι όμως ο άνθρωπος ουσιαστικά ευτυχής, απαλλαγμένος από άγχη και φοβίες, οφείλει να έχει σκοπούς. Γράφει ο Antony Bloom: “Ξαφνικά ανακάλυψα ότι η ευτυχία, αν δε έχει ένα σκοπό, γίνεται ανυπόφορη”». 

ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1998). Η υπέρβαση της αγωνίας, του άγχους και του φόβου κατά την Ορθόδοξη σκέψη. Μυτιλήνη: Πορεία, σ. 180.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για τον Δ. Πικιώνη

«Όταν ο Πικιώνης λέει εδώ: “της ουσίας της ελληνικής” εννοεί κάτι σχετικό με τις Μεγάλες Ουσίες του Σολωμού, le Grandi Sostanze, και όχι τίποτα που έχει να κάνει, έστω από μακριά, με τις διάφορες “ελληνικότητες “ και άλλα τέτοια με τα οποία εμείς σπαταλάμε κάθε τόσο τη σοφία μας. Και όταν λέει: “απαίδευτοι”, εννοεί όχι πως δεν έχομε μόρφωση, αλλά πως δεν έχομε την καλλιέργεια εκείνη που πολλές φορές ανταμώνομε και σε αγράμματους, το στοιχείο το αστάθμητο που ονομάζομε στη γλώσσα μας αρχοντιά. Και όταν λέει: “μιμούμαστε τα ξένα” – αμέσως ύστερα από το “απαίδευτοι” και σαν επεξήγηση – δεν εννοεί πως πρέπει να περιμαζέψομε τα τέσσερα ποδάρια και το κεφάλι της χελώνας μέσα στο νεοελληνικό καβούκι μην τύχει και νοθέψομε την γνησιότητά μας, αλλά πως πρέπει να παίρνομε, να διαλέγομε, να κάνομε δικά μας και να καλυτερεύομε ακόμα, γιατί όχι, όσα βλέπομε πως δεν απομένουν με τον καιρό αναφομοίωτα ή όσα δεν είναι ολότελα άσχετα για μας και τελικά δεν μας αναγκάζουν, όπως άλλα, να “πηγαίνουμε ενάντια στο πνεύμα του τόπου μας”. Και να θέλαμε άλλωστε να κλειστούμε στο καβούκι μας δεν το μπορούμε, σε τούτο το πολυσύχναστο σταυροδρόμι που βρεθήκαμε. Αφήνω που γενικά η κλεισούρα είναι πράμα και επικίνδυνο και ανθυγιεινό. Από τα παλιά τα χρόνια, αντίθετα, μαθαίνομε πως όσοι κατοίκησαν εδώ βρέθηκαν πάντα ανοιχτοί σε όλα τα ρεύματα και πως ότιπερ αν Έλληνες βαρβάρων (δηλαδή· από μη Έλληνες) παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται (Επινομίς 987d). Τούτο γράφτηκε για τους αρχαίους. Για εμάς, ας πάρομε τουλάχιστο την κατάληξη της φράσης για μια ευχή. Όμως, αν δεν παραλάβεις από τους άλλους τίποτα, εσύ δεν μπορείς μήτε να υπάρξεις. Για τούτο υποψιάζομαι πως η λέξη ελληνοκεντρισμός στα χρόνια μας θα πρέπει να τη χρησιμοποιήσαμε αποκλειστικά για να κάνομε εντύπωση – προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα τη σημασία της λέξης αυτής – και για να λιθοβολήσομε μπορεί τελικά όσους δεν προσκυνούσαν την κοσμοθεωρία μας ή όσους διαφωνούσαν μαζί μας. Όταν, τέλος, ο Πικιώνης λέει: “τις δυνάμεις μας τις αρνητικές” εννοεί όσους, στο πείσμα των όσων παρατηρήσαμε, κρατούν σε όλα αγκαλιά την αμπάρα – ή βγάζουν τον τόπο τους στο ξεπούλημα (το ίδιο κάνει) – μάχονται τις γόνιμες διασταυρώσεις ή τις επιδράσεις και δε σηκώνουν σε τίποτα αντίρρηση – με ένα λόγο, φοβούνται τη ζωή. Αυτές “τις αρνητικές δυνάμεις” ο Πικιώνης θα τις μνημονέψει και παρακάτω»


ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2010). «Πρόλογος», στο: Δ. Πικιώνη. Κείμενα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 8-9 . 

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

«Οι ασκοί του Αιόλου... είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα»

«Οι ασκοί του Αιόλου, καθώς ξεφουσκώνουν, σπάζουν
τα χαλινάρια των ανέμων. Αμολιούνται οι θύελλες,
με λευκούς καλπασμούς, πάνω στο φουσκωμένο κύμα.

Τα σύννεφα με τη θάλασσα σμίγουν, τα καράβια
συμπλέκονται με τα συντρίμματα των αεροπλάνων.
Κι οι καπετάνιοι, στων πλοίων τα εικονοστάσια,
μαζί με του αϊ-Νικόλα τη λευκή γενειάδα,
και του Αιόλου προσκυνούν τα φουσκωμένα μάγουλα.

Ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν
να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους.
Επιβίωσαν και τούτοι στων χωριών τις πίπιζες,
απ’ των αρχαίων σατύρων τα ωδικά σχολεία.

Καθώς των αυλητών η ανάσα μεταγγίζεται
στο δερμάτινο κοίλωμά τους, αναδίνονται
λυγρές μελωδίες απ’ τα κανάλια των αυλών.
Έτσι η πίπιζα ξαναλέει του ασκαύλου το παράπονο.

Είναι και κάτι άλλοι ασκοί, φουσκωμένοι
όχι με θύελλες και λυγρές μελωδίες του μύθου.
Μοιάζουν πρησμένες κοιλιές, που στα κελάρια μέσα
εναβρύνονται για το παχύ τουλουμοτύρι τους.

Τούτοι οι ασκοί, αυτά τα λιπαρά χοντρά τουλούμια,
δεν αναδύθηκαν από καμιά μυθολογία.
Είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα,
έξω από κάθε χρόνο κι από κάθε τόπο.

Αλλά, μέσα σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο,
κυκλοφορούνε, πάνω στα λιγνά τους ποδαράκια,
κάτι άδειοι ασκοί, που λέγονται "πεφυσιωμένοι'.

Φορούσαν άλλοτε φανταχτερές χλαμύδες,
αντιγνωμούσαν στα πλατωνικά συμπόσια,
δίναν με στόμφο συμβουλές στα γυμναστήρια.

Τώρα διασχίζουν την Πλατεία του Συντάγματος,
κούφιοι κι αγέρωχοι, ανεμίζοντας την τήβεννό τους,
μ’ έπαρση σείοντας το κοκορόφτερο λοφίο τους,
αποφαινόμενοι, με γνώμη τελεσίδικη,
για την ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο.

Συμβαίνουν κάποτε όμως κι ατυχήματα:
Αναπάντεχα πέφτουν στα κεντριά κάποιου σκαντζόχοιρου
—φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν ακανθόχοιροι—
και διάτρητοι ξεφουσκώνουν στα λιγνά τους ποδαράκια,
απορρίμματα θλιβερά στην άσφαλτο των δρόμων.

Με συμπάθεια βλέπουμε και κάποιους άλλους ασκούς,
ξεφουσκωμένους κι αδειανούς απ’ το κρασί τους,
ανήμπορους να δεχθούν το νέο κρασί, γιατί είναι ακόμα
μεθυσμένοι απ’ το παλιό δικό τους. Τους κλωτσούνε τώρα
κι όσοι είχανε άλλοτε μεθύσει απ’ το κρασί τους,
απελπισμένοι που δε βρίσκουν νέα ασκιά για το δικό τους.

Όμως τούτοι οι συμπαθείς ασκοί είχαν κάποτε
τη γλυκιά κι αβλαβή τους μέθη μεταγγίσει
στις καρδιές και στο πνεύμα των απλών ανθρώπων»
.

Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ. (1977). «Οι ασκοί», στο: Τα Επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη, σσ. 23-24.



Γιώργος Βαφόπουλος, 1942· λάδι σε ξύλο, 91χ75 εκ., στο: Προσωπογραφίες Πολύκλειτου Ρέγκου (1925 – 1984). Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης - Δημοτική Πινακοθήκη, σ. 112.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

«Χαμηλωμένα βλέμματα, ανολοκλήρωτα νεύματα και κομπιάσματα στους αντίποδες της εκλογικής θρασύτητας των ημερών»


«Καμιά φορά επιτρέπουμε στους ποιητές να πουν και καμιά κουβέντα παραπάνω. Και καλά κάνουμε. Έτσι έρχεται, νομίζω, η ζωή στα ίσα της και υποψιαζόμαστε τότε ότι έχουμε μπατάρει από την μεριά που υπάρχει φασαρία αλλά τραγούδια δεν ακούγονται. 
Διότι ξένος, παντάξενος κι ολούθε ξένος, δεν είναι μόνο αυτός που στενεύεται, είναι κυρίως αυτός που δεν βρίσκει ανθρώπους να πουν ένα τραγούδι. Και φοβάται πάντοτε ο ξένος μην λησμονήσει τα λόγια των τραγουδιών, γι' αυτό και συνεχώς τα ψιθυρίζει και τα κάνει φυλαχτό της ερημίας του - σπανιότερα τα κάνει και βιβλίο αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Όπως άλλη κουβέντα είναι ότι όσα γλυκαντικά κι αν καταπιεί ο ξένος θα πικρίζουν κι οι μέρες κι οι νύχτες του. 
"Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου τίποτα δεν είναι πιο πικρό". Λένε πως η νοσταλγία είναι ίδιον των ανθρώπων που γερνούν. Πιθανόν αλλά δεν με αφορά η διαπίστωση. Όχι επειδή νεάζω αλλά επειδή γρατζουνισμένα τα έχω τα γόνατα και κανένα -δόξα τω Θεώ- δεν μου λείπει. Μ' άλλα λόγια όσο κι αν μπαρμπερίζω το κεφάλι μου, τ' όνειρο μένει ακούρευτο σ' αυτές τις περιπτώσεις»

«Ποτέ δεν έχω καυχηθεί για γραφτό μου – όχι από σεμνοτυφία αλλά επειδή, ειλικρινώς, δεν έβρισκα κανέναν λόγο. Για το ολούθε ξένος όμως είμαι περήφανος. Περήφανος που αξιώθηκα να δώσω φωνή σε δικούς μου ξένους, από αυτούς που το πολύ-πολύ να χωρέσουν στα ψιλά των εφημερίδων. Και κομματάκι πιο ήσυχος. Δεν θ’ αφήσω σπουδαία πράγματα στα παιδιά μου αλλά κάτι αναπαλλοτρίωτα δικό μας, εντέλει, θα τους το αφήσω. 
Το βιβλίο πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάιο στην Διεθνή Έκθεση βιβλίου της Θεσσαλονίκης από τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά και τον ποιητή Αντώνη Παπαβασιλείου και δεν είχα πού να να κρύψω την αμηχανία μου και την χαρά μου. 
Το σούρουπο της Παρασκευής 5/7 (στις 20.00) είναι η ώρα της Αθήνας. Θα το παρουσιάσουν ο ποιητής Βασίλης Ζηλάκος, ο πολυπράγμων Θανάσης Ν. Παπαθανασίου κι ο λόγιος γιατρός Κωνσταντίνος Τσιώλης στις 8 μ.μ. στην άΠΕΙΡΟ χΩΡΑ (Σισμανογλείου 10, Βριλήσσια, τηλ. 21 1410 9989). Φίλοι αγαπημένοι όλοι τους, που ελπίζω –χωρίς να μου χαριστούν– να συνομολογήσουν ότι και τα βιβλία «λόγια είναι τα λεν οι πικραμένοι, πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει». 
Χαμηλωμένα βλέμματα, ανολοκλήρωτα νεύματα και κομπιάσματα στους αντίποδες της εκλογικής θρασύτητας των ημερών. 
Θα είναι χαρά μας να σας καλοδεχτούμε!» 

Θεόδωρος Ε. Παντούλας

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Με το χιούμορ του αλησμόνητου Γιώργου Ιωάννου

«Αγαπητοί φίλοι, 

Πριν από μήνες είχα μιλήσει από τις στήλες καθημερινής εφημερίδας για μια ευρεσιτεχνία μου, που την εμπνεύστηκα μέσα σε λεωφορείο. Η ιδέα μου αφορούσε το αντίτιμο, που εδώ και μερικά χρόνια ρίχνουμε μόνοι μας στο κουτί. Λένε οι αρμόδιοι πως μερικοί ανάγωγοι αντί για δεκάρικο ρίχνουν κουμπιά, ροδέλες και διάφορα άλλα απίθανα μεταλλικά αντικείμενα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει κάπως ο αξιοπρεπής αυτός τρόπος πληρωμής. 
»Βέβαια, ελπίδα επανόδου στους συμπαθείς εισπράκτορες δεν υπάρχει, κοστίζουν πολύ περισσότερο από οποιεσδήποτε ζημιές με κουμπιά και ροδέλες, γι’ αυτό και επιδιώκονται μηχανικές λύσεις. Σε μερικές γραμμές λ.χ., έχουν τοποθετηθεί μες στα λεωφορεία κάτι αυτόματα εκδοτήρια, που είναι δράμα δραμάτων με τους συνδυασμούς των κερμάτων που απαιτούν, τα κουμπιά που πρέπει ή δεν πρέπει να πατήσεις, τις εμπλοκές που μπορούν να πάθουν, και όλα αυτά ενώ το λεωφορείο είναι σε κίνηση. 
»Ξέρω και καλοξέρω τα εκδοτήρια αυτά εδώ και χρόνια από τη Θεσσαλονίκη, η οποία, ως γνωστόν, είναι πεδίον δοκιμής παντός νεωτερισμού, προτού τον οικειοποιηθεί η Αθήνα. Τα είχαν πρωτοβάλει σε μια γραμμή, που είχε ανηφοριά. Καθώς εσύ ψαχνόσουν στον εξώστη του λεωφορείου να βρεις τα κατάλληλα κέρματα και να τα περάσεις από τη σχισμή, το λεωφορείο έπιανε την ανηφοριά, οπότε έχανες την ισορροπία σου και πήγαινες να πέσεις ή και έπεφτες. Κάθε τόσο έπεφτε κι από ένας και όχι μόνο γέροι. Οι άλλοι, πιο μέσα, το περίμεναν και γελούσαν. 
»Αυτό ακριβώς έπαθα κι εγώ, γι’ αυτό ίσως τόσο δεν χωνεύω τα αυτόματα εκδοτήρια. Έπεσα φαρδύς πλατύς κάτω υπό τους καγχασμούς μιας συμμορίας μαθητών, που ούτε το χέρι τους άπλωσαν να με βοηθήσουν. Κι εγώ που εδώ στην Αθήνα είχα εξιδανικεύσει τους Σαλονικιούς, βλέποντας κι ακούγοντας τα τέρατα εκείνα, ορκίστηκα αφ’ ενός να μην ξανανέβω σ’ αυτά τα λεωφορεία και αφ’ ετέρου να τελειοποιήσω την εφεύρεσή μου, που είχα εμπνευστεί όταν ήμουν στα σχολεία. 
»Η νέα αυτή εφεύρεσή μου μπορεί επιτυχώς να ονομασθεί “Ξεπάστρεμα των ατάκτων μαθητών”, ΞΕ.Τ.Α.Μ., την εμπνεύσθηκα όταν ήμουν εις τα σχολεία και είχα και εγώ τα προβλήματα των διδασκόντων. Έχει δε ως εξής: 
»Τα θρανία της τάξεως – πάντοτε ατομικά – είναι συνδεδεμένα με ηλεκτρικά καλώδια που καταλήγουν σε ηλεκτρόδια εφαπτόμενα του σώματος του μαθητού. Έκαστος μαθητής φέρει επί του στήθους ταμπέλαν κατάλληλον, ένθα αναγράφεται ευκρινώς και εκ του μακρόθεν διακεκρινόμενον το νούμερόν του. Εάν φωσφορίζη τόσον το καλύτερον. Όνομα δεν χρειάζεται δι’ αυτό το μηχάνημα ή το σχολείον. 
»Ο διδάσκων έχει ενώπιόν του, επί της έδρας, ένα ταμπλώ. Εις το ηλεκτρικόν αυτό ταμπλώ υπάρχουν φωτεινοί αριθμοί, αντιστοιχούντες, βεβαίως, προς τα νούμερα των μαθητών. Υπάρχουν ακόμη τρία κομβία: Πράσινον, κόκκινον, μαύρον. 
»Ο διδάσκων, καθώς διδάσκει επί της έδρας, επισκοπεί τους διδασκομένους. Εάν κάποιος εξ αυτών δεν προσέχει ή ατακτεί, δεν είναι ανάγκη να ανακληθεί εις την τάξιν με φωνάς, χειρονομίας, συγχύσεις και άλλας πρωτογόνους κουράσεις. Όχι! Τώρα υπάρχει το ΞΕ.Τ.Α.Μ., δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. ΞΕ.Κ.Α.Μ., ή μάλλον ΞΕ.Τ.Α.Μ., και καθάρισες! 
»Με συγχωρείτε δια τα αγοραίας εκφράσεις μου, αλλά κάπου έχω ακούσει αυτή τη φράση, που μου ταιριάζει ως διαφήμησις: “ΞΕ.Τ.Α.Μ., και καθάρισες!”. Πρέπει να απευθυνθώ σε παιδαγωγικά περιοδικά, εκεί θα την καταχωρίσω. “ΞΕ.Τ.Α.Μ, και καθάρισες, μάγκα”. Ω, και πάλι με συγχωρείτε. 
»Υπολογίζω πάντως ότι αυτό το ΞΕ.Τ.Α.Μ., θα γίνει στο μυαλό των διδασκάλων του Γένους ΞΕ.Κ.Α.Μ., οπότε “ου φροντίς Ιπποκλείδη. “ΞΕ.Κ.Α.Μ., και καθάρισες (μάγκα)!”. 
»Θα γίνει αστείο μέσα στα γραφεία των σχολείων. Αλλά, τι λέγαμε; Έχασα τον ειρμόν των σκέψεών μου. Α, ναι… Ο διδάσκων δεν έχει παρά να πατήσει εις το ταμπλώ το νούμερον του ατακτούντος και ένα των σχετικών κομβίων, αναλόγων προς την αταξίαν του μαθητού. Το πράσινον λ.χ., είναι μία ελαφρά πλην αρκετά οδυνηρά εκκένωσις εις τα μαλακά τού ατακτούντος. Ενδείκνυται δια τα περιπτώσεις εκείνας κατά τα οποίας ο διδασκόμενος εκοίταξε προς το παράθυρον ή την οροφήν. Το κόκκινον προσφέρει εκκένωσιν μακροτέρας διαρκείας και σπαρτάρισμα δίκην ιχθύος. Συνίσταται ιδιαιτέρως δια τας περιπτώσεις καθ’ ας ο διδασκόμενος εψιθύρισεν εις τον πλησιέστερόν του ή δεν ήτο έτοιμος πάραυτα να απαντήση. Το μαύρον κομβίον του ΞΕ.Κ.Α.Μ., – τώρα άρχισα κι εγώ να το λέγω ΞΕ.Κ.Α.Μ., – το μαύρον κομβίον είναι συνήθως άχρηστον, αλλά χάριν λόγου και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως ας τα περιγράψωμεν και αυτό. 
»Προσφέρει, βεβαίως, την εσχάτην λύσιν και την αιωνίαν γαλήνην της τάξεως. Είναι το κυρίως ΞΕ.Κ.Α.Μ., και χάριν αυτού έλαβον και τα άλλα κομβία κάτι από αυτήν την ονομασίαν. Και μόνον η ύπαρξις του μαύρου κομβίου είναι αρκετή. Δια να εμπνεύσει σεβασμόν. Αλλά δια να γίνει γνωστή, πρέπει, βεβαίως, κάποτε να αποδώσει. Και δρα ακαριαίως. Όταν αποδώσει άπαξ, οι πάντες πείθονται περί της δραστικότητός του. “ΞΕ.Κ.Α.Μ.! αιώνια παγωμένα βουνά”. 
»Δεν λέγω αλλά δια το μέλαν κομβίον, θα με εννοήσετε καλώς. Προσφέρεται ιδιαιτέρως εις περιστάσεις αποδοκιμασιών, ουρλιαχτών, μουγκρητών και προπαντός γελώτων δια τα λεγόμενα υπό του διδάσκοντος. Τέλος, μίαν και μόνην παρατήρησιν επιθυμώ να κάμω: Ο διδάσκων να διαπιστώνει σωστά τον αριθμόν του ατακτούντος, καθώς και το ανάλογον κομβίον, δια να μην θρηνήσωμεν αθώα θύματα. Εννοείται, ότι διδάσκοντες οίτινες πάσχουν από αχρωματοψίαν είναι ακατάλληλοι δια τον χειρισμόν του ΞΕ.Κ.Α.Μ. 

Πάντοτε πρόθυμος».


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. (1982). «Το πανίσχυρο ΞΕ.Κ.Α.Μ.», στο: Εφήβων και μη. Αθήνα: Κέδρος, σσ. 152-154.