Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Ένα ακόμη Γλωσσάριο στο έργο δύο μεγάλων Κρητικών συγγραφέων, του Νίκου Καζαντζάκη και του Παντελή Πρεβελάκη

Οι δύο κορυφαίοι κρητικοί συγγραφείς του τίτλου, “γέροντας” και “υποτακτικός”, συναποτελούν, όπως είναι γνωστό,  αχώριστη ξυνωρίδα της νεοελληνικής γραμματείας. Συνεπώς δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί η ασφαλώς αλληλοβοηθητική συνεξέταση του λεξιλογίου τους στο παρόν Γλωσσάριο. Αυτό  απευθύνεται κατά πρώτο λόγο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και κατά δεύτερο σε φιλολόγους, ειδικότερα γλωσσολόγους και λεξικογράφους, από τους οποίους και αναμένονται ευπρόσδεκτες συμπληρώσεις και διορθώσεις.
Το έργο αφορά τα γνωστότερα μεγάλα και μικρά κείμενα των δύο συγγραφέων, πρωτότυπα και μεταφράσεις (λογοτεχνικά και μη, δοκίμια, επιστολές, λόγους και άρθρα). Για οικονομία χρόνου και δυνάμεων αγνοήθηκαν γραπτά τους, όταν ύστερα από έναν πρώτο έλεγχο προέκυψε ότι απουσιάζουν ή σπανίζουν ενδιαφέρουσες λέξεις. Το λημματολόγιο κατά την πρώτη φάση της αποδελτιώσεως περιλάμβανε λέξεις οι οποίες θα μπορούσαν εμπειρικά να χαρακτηριστούν ως “δυσνόητες” για τον σύγχρονο μέσο αναγνώστη ή “άγνωστες” κατά τη σχολική ορολογία. Αυτό στη συνέχεια περιορίστηκε συμβατικά μόνο σε λέξεις και χρήσεις που δεν καταχωρίζονται σε κάποιο από τα δύο νεότερα λεξικά της γλώσσας μας, το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Ι. Ε. Στεφανής είναι Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.


Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Γλώσσα και Γλωσσική Ποικιλία

Με αφορμή την Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο[*]

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Κυρίες και κύριοι.

Ευχαριστώ την κα Ράλλη για την τιμητική πρόσκληση να συντονίσω την αποψινή Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο. Δεν θα σας κουράσω. Δεν είμαι γλωσσολόγος. Τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα κινούνται σ’ άλλον άξονα, τον θεολογικό και τον ιστορικό. Ωστόσο, στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, θα επιχειρήσω να σας καταθέσω κάποιες σκέψεις μου για τη γλώσσα μας, την ελληνική πάντοτε, και τη Λεσβιακή διάλεκτο, μιας και το κεντρικό θέμα της αποψινής μας εδώ έκθεσης βιβλίου αφορά αυτήν.
Στα 1885 ο Ουώλτ Ουίτμαν, ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές, ο δημιουργός της ποιητικής συλλογής Φύλλα Χλόης, έλεγε πως «η γλώσσα δεν είναι μια αφηρημένη κατασκευή των μορφωμένων ή των λεξικογράφων, αλλά είναι κάτι που βγαίνει από τη δουλειά, τις ανάγκες, τους δεσμούς, τις χαρές, τις συγκινήσεις, τα γούστα μακρών γενεών της ανθρωπότητας και έχει τις βάσεις της πλατιά και χαμηλά, κοντά στο έδαφος». Αυτή η θέση του Ουίτμαν σήμερα, είναι νομίζω, άκρως επίκαιρη. Για τον εξής λόγο: η ανθρώπινη ιστορία όπως διαδραματίζεται στις κρίσιμες και δραματικές στιγμές της, με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, είναι αδύνατον και παράδοξο αν δεν την επηρέαζε το κατεξοχήν φαινόμενο που είναι η γλωσσικές συμπεριφορές των ανθρώπων.
Πέραν τούτων, ως εκπαιδευτικός δεν είναι λίγες οι φορές που αναρωτιέμαι πόσο επίκαιρος, επίσης, είναι κι ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη, που αισθανότανε πως ήταν ο τελευταίος Έλληνας που μιλούσε ελληνικά.

Κυρίες και κύριοι.

Είναι γνωστό ότι η μελέτη των γλωσσών του κόσμου, με τη τεράστια ποικιλία των διαλέκτων, στην εδώ περίπτωσή μας της ελληνικής, διανύει μία ιστορία αιώνων, με διαφορετικές μορφές της ελληνικής οι οποίες είναι κατανεμημένες σε διάφορες χρονικές περιόδους. Ετούτη η περιοδολόγηση, κατά τους γλωσσολόγους και ιστορικούς πάντοτε, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι, η γλώσσα δεν είναι ένας «ενιαίος κορμός», στατικός στη μακρά ανθρώπινη ιστορία, αλλά έχει μια δυναμική που εκφράζεται μέσω της συνύπαρξης νέων γλωσσικών τύπων με πιο παλιούς.
Η ποικιλία των γλωσσικών διαλέκτων καθορίζει και τις γλωσσικές επιλογές μας, συνειδητές ή ασυνείδητες εξίσου, ωστόσο, σημαντικές που διαμορφώνουν τα κοινωνικά πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, την καταγωγή, τη θρησκεία, το επάγγελμα, την εκπαίδευση. Έχοντας ως δεδομένα τα παραπάνω κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφτεί κανείς το εξής: κάθε ζωντανή γλώσσα διακρίνεται από ποικιλία διαλέκτων, οι οποίες έχουν ένα «εσωτερικό σύστημα δομής και κανόνων», που τις κάνουν να είναι ζωντανές μέσα στο χρόνο. Από λειτουργική άποψη οι διάλεκτοι είναι οι μη κωδικοποιημένες και μη γραπτές μορφές γλώσσας, όπου κύριο πεδίο όσων τις μιλούν είναι η καθημερινή ζωή τους. Πρόκειται δηλαδή για τη μητρική τους γλώσσα. Βέβαια, ουκ ολίγες φορές οι ντοπιολαλιές θεωρούνται γλωσσικά φτωχές και υποτιμημένες, θεωρούμενες ως κατώτερες, από τους δήθεν «πολιτισμένους» σε μεγαλουπόλεις ανθρώπους. Φέρνω ένα παράδειγμα. Απέναντι σ’ ένα Αγιασιώτη βάλτε έναν Αθηναίο και δες τε πως η γλωσσική «αθηναϊκότητα» του δεύτερου θα υποτιμήσει την αυθεντικότητα του γλωσσικού πλούτο του πρώτου. Εδώ, γι’ αυτό ακριβώς το γεγονός, της υποτίμησης δηλαδή των διαλέκτων, των ντοπιολαλιών, αξίζει να σημειώσω την Βαβυλωνία του Δημητρίου Βυζάντιου, όπου ο συγγραφέας βάζει σ’ ένα πανδοχείο ταξιδιώτες φερμένους από τις τέσσερις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου, την εποχή που τελειώνει νικηφόρα η Επανάσταση του 21, και εκμεταλλεύεται το άφθονο γέλιο που προκύπτει από τις παρεξηγήσεις, με τις διαλέκτους που μιλούν.
Η αποψινή έκθεση βιβλίου, με ένα πλούσιο αμητό έργων για τη Λεσβιακή διάλεκτο, έχω τη γνώμη ότι είναι εξαιρετικά σημαντική. Για δύο λόγους, και ευθύς αμέσως θα δώσω το λόγο στην κα Ράλλη. Πρώτον, τέτοιες εκθέσεις βιβλίου, με ένα εύρος συγγραμμάτων αρκετά μεγάλο, σπάει το στερεότυπο του μύθου περί γλωσσικής ομοιογένειας. Και δεύτερον, σ ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον όπου ζούμε, η τεράστια γεωγραφική ποικιλότητα γλωσσικών διαλέκτων προσφέρει κάτι που, δυστυχώς, μένει αθέατο. Ποιο είναι αυτό; Από τη μια πλευρά, η απόρριψη του γλωσσικά Άλλου να είναι παρελθόν. Και από την άλλη πλευρά, η γλωσσική ετερότητα να είναι πλούτος. Αναφέρω προσωπικό παράδειγμα. Αφγανάκι πρόσφυγας, μαθητής μου στο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης, όταν του έδωσα απόσπασμα από τον Ανήφορο του Νίκου Καζαντζάκη για να το μεταφράσει στη δική του γλώσσα, έκανε το εξής: το μετέφρασε σε γλώσσα Φαρσί και μας το διάβασε σε μια ημερίδα με τέτοια ικανοποίηση, που συγκίνησε όσους βρίσκονταν σ’ αυτή.

[*] Εισαγωγική σύντομη εισήγηση στην Έκθεση Βιβλίου για τη Λεσβιακή Διάλεκτο που έγινε στο Παλαιό Χαμάμ Μυτιλήνης (05 Ιουλίου 2025)· Διεθνές Συνέδριο για τη Λεσβιακή Διάλεκτο (04- 06 Ιουλίου 2025: Κάστρο Μυτιλήνης, Αίθουσα Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Λέσβου.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

09 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Ο αξέχαστος Μανόλης Ανδρόνικος, στις 11 Νοεμβρίου 1983, σ’ ένα άρθρο του δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, με τίτλο: «Γλωσσική αφασία», κάνοντας λόγο για την αρχαιολόγο Σέμνη Καρούζου, σύντροφο του επίσης μεγάλου αρχαιολόγου και ακαδημαϊκού Χρήστου Καρούζου, έγραφε πως η αείμνηστη Καρούζου, προτού αρχίσει το γράψιμο μιας αρχαιολογικής μελέτης «φρεσκάριζε» το γλωσσικό της αισθητήριο διαβάζοντας καλούς πεζογράφους. Για τον Μανόλη Ανδρόνικο «η γλώσσα, από την εποχή του Σολωμού ως τα πρόσφατα χρόνια του Σεφέρη, ήταν ο καημός και η λαχτάρα των πνευματικών ανθρώπων αυτού του τόπου. Το γλωσσικό μας ζήτημα στάθηκε το κέντρο ενός μακρόχρονου, σκληρού και ουσιαστικού αγώνα όχι για τον τύπο μιας λέξης αλλά για την ουσία της νεοελληνικής παιδείας». 
Καυτηριάζοντας τη σημερινή γλωσσική αφασία των Ελλήνων γράφει και τα εξής εκπληκτικά: «Πολλοί προοδευτικοί νεανίσκοι και χειραφετημένες νεανίδες εννοούν να αυθαιρετούν ακατάσχετα, πιστεύοντας πως, όσο πιο πολύ απομακρύνονται από τους τύπους της παλαιάς καθαρεύουσας, τόσο πιο δημοτικιστές και πιο λαϊκοί γίνονται. Δείγματος χάρη αναφέρω την κακοποίηση της γενικής: “Του συμβούλιου”, “του Πανεπιστήμιου”, “του άνθρωπου” είναι μια κακοτονισμένη μορφή των ουσιαστικών που τείνει να γίνει κανόνας, προπάντων από πολλούς εκφωνητές του ραδιοφώνου (ή και “ραδιόφωνου”) και της τηλεόρασης […] Φοβούμαι πως όλα αυτά τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της αμορφωσιάς μας, της προχειρότητας, της ανευθυνότητας και της τσαπατσουλιάς μας. Η γλώσσα ενός λαού αποτελεί το πιο πολύτιμο πολιτιστικό του στοιχείο και η προστασία της είναι πολύ πιο σημαντική από όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που ανέλαβαν οι Νεοέλληνες απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής γης».


ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ. (1994). «Γλωσσική αφασία», στο: Ελληνική Κιβωτός. Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 55, 56, 57.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης για την ελληνική γλώσσα

«… Ἄν δέν θέλετε, κύριοι τοῦ ὑπουργείου, νά κάνετε φωνητική ὀρθογραφία, τότε πρέπει νά ἀφήσετε τούς τόνους καί τά πνεύματα, γιατί αὐτοί πού τούς βάλανε ξέρανε τί κάνανε.
Δέν ὑπῆρχαν στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατί ἀπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στίς ἵδιες τίς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καί οἱ ἄλλοι, τά κτήνη τά τετράποδα πού ἔκαναν αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις -αὐτό παρακαλῶ νά γραφεῖ στίς ἐφημερίδες δέν ξέρουν τί εἶναι γλῶσσα.
Δέν ξέρουν αὐτό πού γνώριζε ἡ κόρη μου στά τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη καί μετά έψαχνε γιά τίς συγγενεῖς της. Αὐτό εἶναι μὶα γλῶσσα. Ἕνα μάγμα, ἕνα πλέγμα ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μέν ἀπό τίς δέ, ὅπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπό τή μία στήν ἄλλη, εἶναι μία ὀργανική ἐνότητα ἀπό τήν ὀποία δέν μπορεῖς νά βγάλεις καί νά κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μίας ψευτοκυβερνήσεως, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στό ὑπουργεῖο Παιδείας.
Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, πού εἶναι τελικά ἡ κατάργηση τῆς συνέχειας. Ἤδη, τά παιδιά δέν μποροῦν νά καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη, γιατί αὐτοί εἶναι γεμάτοι ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νά καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτή εἶναι ἡ δραματική μοῖρα τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ».

Βόλος, 16/02/1989


Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Καζαντζάκης και Γλώσσα

Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑ· Φιλολόγου – Συγγραφέα του βιβλίου Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη [*]

«Ποιος να παραβγεί μαζί του στη γνώση της νεοελληνικής, στη γλωσσοπλαστική δύναμη, στην ποιητική ευαισθησία;» διερωτάται με ρητορικό ύφος ο ομηριστής καθηγητής Ιωάννης Κακριδής στον πρόλογο της μετάφρασης της ομηρικής Οδύσσειας από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη [Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα: 1996].
Το 1913 ο τριαντάχρονος Καζαντζάκης μεταφράζει το έργο «Συνομιλίες με τον Γκέτε» του Γερμανού ποιητή Johann Eckermann (1792 ‒ 1854) και παραθέτει ένα απόσπασμα που φαίνεται να ασπάζεται πλήρως και ο ίδιος ο μεταφραστής: «Όταν ανώτερον πνεύμα προαισθανθεί ή διακρίνει με το οξύ του βλέμμα την ενδόμυχη εργασία της φύσεως, τότε η γλώσσα που του μετεβιβάσθη δεν του αρκεί πια να εκφράσει τόσο ανώτερες από την ανθρωπότητα ιδέες. Θα του εχρειάζετο η γλώσσα των πνευμάτων. Αλλʼ επειδή δεν την γνωρίζει, πρέπει να αρκεσθεί στις ανθρώπινες εκφράσεις, που είναι όμως ανεπαρκείς και κατεβάζουν ή αλλοιώνουν τις ιδέες του για τις νέες σχέσεις που αυτός ανεκάλυψεν».
Ο Καζαντζάκης ένιωθε «ανώτερον πνεύμα» και ως τέτοιο θέλησε να είναι «μόνος» και «ο μόνος» σε όλο του το έργο. Η φλογερή ιδιοσυγκρασία του, η πολυσύνθετη προσωπικότητά του, δεν ικανοποιόταν με τη λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του, την οποία θεωρούσε κοινή και τετριμμένη από την καθημερινή χρήση. Με κάθε ευκαιρία εκδήλωνε τον γλωσσικό «σκεπτικισμό» του, τη δυσαρέσκειά του για την αδυναμία, την ανεπάρκεια της ανθρώπινης γλώσσας να εκφράσει τα εσωτερικά βιώματα του ανθρώπου.
Για τον Καζαντζάκη οι υπάρχουσες λέξεις ήταν λίγες, οι εκφράσεις φτωχές, ο συνειρμός των ιδεών νωθρός. Θέλησε να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει με τα ίδια δομικά υλικά ένα νέο εκφραστικό μέσο ‒ μια άλλη γλώσσα πιο δυνατή και πιο ικανή να αποδώσει τις ιδέες του. Προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα της έκφρασης των ιδεών του, κατέφυγε «σε ό,τι καλύτερο, βαθύτερο έχει η ράτσα μας, στη δημοτική γλώσσα, τη μεγάλη αρχόντισσά μας και δροσερή συνάμα παρθένα χωριατοπούλα μας», αναφέρει, «γλώσσα μορφωτική της καρδιάς και του νου, τη γλώσσα της μητέρας, που είναι μέσα στο αίμα και στην ψυχή μας και που μόνη μπορεί να μας συγκινήσει και να ξυπνήσει μέσα μας τις μεγάλες ορμές της φυλής μας».
Δίνοντας διέξοδο στην εσωτερική του ανάγκη να διατυπώσει τις σκέψεις, τις ιδέες, τις αγωνίες, τις ανάγκες, τα συναισθήματα και το όραμά του για τον κόσμο, καταδύθηκε σε όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα και προπάντων στο απαράμιλλο σε πλούτο και λογοτεχνική καλλιέργεια ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κρήτης, καθώς επίσης και σε ό,τι λαμπρότερο έχει αποθησαυρίσει η λογοτεχνική μας κοινή γλώσσα, αλλά και πέρα από αυτά σε ολόκληρο τον άπλαστο ακόμη κόσμο των γλωσσοπλαστικών δυνατοτήτων της νεοελληνικής.
Ο Ιωάννης Κακριδής, στη μελέτη του Η μετάφραση της Ιλιάδας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το 1956, αναφέρεται στην ξεχωριστή γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη κατά τη μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας˙ η άποψη που εκφράζει μας ενδιαφέρει, διότι εν πολλοίς ερμηνεύει τη συνολική στάση του Καζαντζάκη απέναντι στη γλώσσα˙ σημειώνει ο Κακριδής: «Όταν γυρεύεις νʼ αποφύγεις τη γλώσσα της αγοράς και φυσικά δεν μπορείς να πλάσεις μια δική σου αποξαρχής γλώσσα ικανή να σε εκφράσει, πού αλλού θα καταφύγεις, αν όχι στον παλαιότερο γλωσσικό θησαυρό του λαού σου, στα διαλεχτικά στοιχεία και στους ‒κατανοητούς κατά κάποιον τρόπο‒ νεολογισμούς; Σε κάθε γλώσσα τα αρχαϊκά και τα ιδιωματικά δάνεια και οι νεολογισμοί εκπληρώνουν όλα τα αιτήματα της ποιητικής λέξης: είναι στοιχεία άτριφτα, ασυνήθιστα, όχι με το πρώτο άκουσμα κατανοητά και γιʼ αυτό φορτισμένα συναισθηματικά. Πρόσθετο συναισθηματικό βάρος παίρνουν τα αρχαϊκά στοιχεία, όταν είναι δανεισμένα από πιο παλιά, ποιητικά πάλι κείμενα».
Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης ο Κακριδής κάνει αναφορά στις ασυνήθιστες λέξεις ενός κειμένου (ασυνήθιστες είτε στον σχηματισμό τους είτε στη σημασία τους), τις λέξεις που ο αναγνώστης δεν τις καταλαβαίνει αμέσως, γιατί δεν τις χρησιμοποιεί στην ομιλία του. Ο Κακριδής υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης, στην προσπάθειά του να κατανοήσει καθεμία από αυτές τις ασυνήθιστες λέξεις, εντείνει την προσοχή και τη φαντασία του, με αποτέλεσμα πιο πολύ να ευχαριστιέται παρά να δυσαρεστείται˙ κι αυτό γιατί όσο ευκολότερα κατανοητή είναι μια λέξη, όσο κανονικότερος ο σχηματισμός της, τόσο λιγότερο κατάλληλη είναι να ερεθίσει τη φαντασία του, τόσο πιο απογυμνωμένη είναι από συναισθηματικό χρώμα. Αντίθετα, η ασυνήθιστη λέξη θα του κινήσει περισσότερο τη φαντασία, θα του αναστήσει το νόημα εντονότερα, θα προκαλέσει στην ψυχή του βαθύτερη χαρά και αν είναι «εραστής» του ελληνικού λόγου, θα σταθεί ώρα πολλή με θαυμασμό σε καθεμιά φράση και θα γυρέψει να ξαναζωντανέψει όλα τα κινήματα της λαϊκής ψυχής που οδήγησαν στη δημιουργία της, καταλήγει ο Κακριδής.
Ο Καζαντζάκης εξαρχής απέφυγε τη χρήση της κοινής χιλιοειπωμένης λέξης και συστηματικά προτίμησε γλωσσικούς τύπους σπάνιους και απροσδόκητους ως πιο έντονα εκφραστικούς με σκοπό να επιτύχει μεγαλύτερη έμφαση αλλά και να δώσει ξεχωριστή φωνή στη σκέψη του. Από άπειρη αγάπη για τη νεοελληνική γλώσσα διέσωσε δεκάδες σπάνιες, άγνωστες ελληνικές λέξεις και μας τις προσέφερε θερμές, ζωντανές, όπως έζησαν στο στόμα του λαού. «Σε μια τόσο βιαστική και άναντρη εποχή όπου αφήνουν και τα πρωτοπαλλήκαρα ακόμη αδιαφέντευτη την εξαίσια γλώσσα μας, προσπάθησα όσο μπορούσα με έρωτα κι αγώνα και μεγάλη προσοχή να περιμαζέψω τα σκορπισμένα μέλη της και να της δώσω όση πνοή μπορούσα», ομολογεί στην Καθημερινή το 1939.
Πρόθεσή του ήταν να σοδιάσει όλο τον πλούτο της δημοτικής, γιʼ αυτό στα διαλείμματα της δημιουργικής του πράξης θησαύριζε λέξεις, γνώσεις, εκφραστικούς τρόπους από τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα. Ο πλούσιος γλωσσικός θησαυρός που είναι συσσωρευμένος στα έργα του προέρχεται από όλες τις ελληνικές γωνιές, από πολυάριθμα λαϊκά κείμενα, από τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, παραδόσεις του Μοριά, της Κύπρου, του Πόντου, της Ρούμελης, από βυζαντινά κείμενα και τραγούδια, από την κρητική προφορική παράδοση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Πίσω από κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης ζει και αναπνέει ένας κόσμος ζεστός, αισθητός, χειροπιαστός, ένας κόσμος ελληνικός.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και σε πολλά νησιά της και με μεγάλη αγάπη και φροντίδα συγκέντρωσε σημειωματάρια ολόκληρα γεμάτα λέξεις από κάθε περιοχή, ώσπου ετοίμασε ένα ογκώδες λεξικό της δημοτικής, που όμως κανένας εκδότης δεν τόλμησε να το εκδώσει, τονίζει ο μεταφραστής του στην αγγλική γλώσσα Kimon Friar.
«Να γυρίζεις την Ελλάδα με τεντωμένο το αφτί, νʼ ακούς από το στόμα του λαού τη λέξη την παρθένα ακόμα, χιλιάδες χρόνια αμουντζάλωτη από το μελάνι, και να την παίρνεις μαζί σου, όπως κλέφτουμε τη γυναίκα που αγαπούμε, με κουρσάρικη αναγάλλια! Να σκαρφαλώνεις βουνά, να πεινάς, να διψάς, να ʼσαι κατάκοπος, και ξαφνικά να τα ξεχνάς όλα, γιατί αντάμωσες ένα βοσκό και σε φίλεψε μιαν άγνωστη «περίλαμπρη» λέξη! Μονάχα όποιος αγαπάει τη δημοτική μας γλώσσα με τόσο πάθος νιώθει πως δεν πειράζει που γεννήθηκε, δεν πειράζει πως παλεύει χωρίς βοήθεια μέσα στην αμάθεια, την τεμπελιά και την αδιαφορία της ράτσας του. "Οὐ νέμεσις τοιῇδε ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν"». (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία)
Η εποχή που ζει και δημιουργεί ο Καζαντζάκης είναι περίοδος έντονων γλωσσικών αγώνων, η δημοτική δέχεται οξύτατη επίθεση και ο δημιουργός μας την υπερασπίζεται με πάθος και αδιαλλαξία. Σε κείμενό του το 1914 που δημοσιεύεται στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» αναπτύσσει την άποψή του για το γλωσσικό ζήτημα της εποχής παίρνοντας θέση υπέρ της δημοτικής γλώσσας˙ παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Οι δασκάλοι λένε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Ό,τι έχομε εμείς σήμερα, γλώσσα, φιλολογία, τέχνη, είναι χυδαίο και βάρβαρο. Και πρέπει να πετάξομε πέρα και να γυρίσομε πίσω αντιγράφοντας τους προγόνους". Εμείς λέμε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Κι έχομε μεγάλο καθήκον, γιατί φέρνομε μεγάλο όνομα και πρέπει διπλά από τους άλλους λαούς να εργαστούμε, για να κάμομε κάτι τι αντάξιο των προγόνων. Γιατί η ζωή πηγαίνει μπροστά και ποτέ δε γυρίζει πίσω. Και γιʼ αυτό να τους αντιγράψομε και να τους παπαγαλίζομε, ούτε δυνατόν είναι, ούτε και πρέπει. Δεν είναι δυνατό, γιατί νόμος φυσικός είναι όλα νʼ αλλάζουν με τον καιρό και κάθε εποχή να ʼχει δική της εξέλιξη και στη γλώσσα και στη φιλολογία και στην τέχνη. Ούτε και πρέπει, γιατί αν έχομε φιλοτιμία, πρέπει κάτι κι εμείς δικό μας να κάμομε συνεχίζοντας κι όχι αντιγράφοντας το έργο των προγόνων". Συγκρίνετε τώρα. Και πέστε ποιος καλύτερα αντιλαμβάνεται, εμείς ή οι δασκάλοι, τα καθήκοντα που μας επιβάλλει το μεγάλο όνομα που φέρνομε;».
Ο Καζαντζάκης μεθάει από τη γλώσσα του λαού, η οποία ερεθίζει και τέρπει τη φαντασία του με την παραστατική της δύναμη, κάνει φανερή την ενιαία φύση του Έλληνα και αποκαλύπτει την ψυχή του λαϊκού πολιτισμού. «Να μιλάς τη γλώσσα της μάνας σου μπορεί να ʼχει ανυπολόγιστη επίδραση στο φωτισμό και στο ξεσκλάβωμα της ψυχής σου. Γιατί νιώθοντας με ακρίβεια τη σημασία που έχουν τα λόγια, προσπαθείς να χρησιμοποιείς εκείνα μονάχα που ταιριάζουν. Κι έτσι ξεσκαλίζεις βαθύτερα την ψυχή σου και ξεσκαλίζοντάς την τη φωτίζεις και δίνεις νόημα και στις πιο δυσκολοξεδιάλυτες κρυφές σου επιθυμίες. Τι θα πει: τους δίνεις νόημα; Τις ανεβάζεις από το σκοτεινό ανώνυμο πλήθος, τις ξεχωρίζεις από τις παρόμοιές τους, τους δίνεις σώμα, δεν μπορούν πια να χαθούν στην αοριστία, τις σώζεις. Και σώζοντάς τις, σώζεις σιγά σιγά και λευτερώνεις την ψυχή σου» (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία).
Στην Αναφορά στον Γκρέκο κάνει λόγο για λέξεις - σύμβολα που συνειρμικά πυροδοτούν τη φαντασία του και ανακινούν από το παρελθόν μνήμες και βιώματα που έχουν στιγματίσει τη ζωή του ανεξίτηλα: «Έγραψα τη λέξη σφαγή και σηκώθηκε η τρίχα μου˙ γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φριχτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι˙ κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες γονατιστοί γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυο κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός˙ οι λέξες: ελευτερία, Άι-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση...». «Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει˙ γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξες, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη˙ για να βρεις τι θέλει να πει, πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει».
Αυτή, ακριβώς, η εξομοίωση της λέξης με οβίδα, που μόνον όταν εκρήγνυται απελευθερώνει τη φυλακισμένη μέσα της ψυχή (του δημιουργού), καταδεικνύει την ιδεολογική θέση του Καζαντζάκη και κατά συνέπεια την ενσυνείδητη στάση του απέναντι στη γλώσσα ως εκφραστικό όργανο της τέχνης του.
Από ένα ταξίδι του στη Σπάρτη μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό που έχει ως θέμα την ανεπανόρθωτη απώλεια μιας λέξης: «Είχαμε σταματήσει με το Σικελιανό απέξω από τη Σπάρτη. Είχε πάρει το μάτι μας ένα παράξενο λουλούδι απάνω σʼ ένα φράχτη και καθίσαμε να το κόψουμε. Τα παιδιά μαζώχτηκαν γύρα μας.
-Πώς το λεν αυτό το λουλούδι; ρωτούμε.
Κανένας δεν ήξερε. Τότε πετιέται ένα μελαχρινό αγοράκι:
-Η θεια το Λενιό θα ξέρει! είπε.
-Πήγαινε να τη φωνάξεις! του λέμε.
Το αγοράκι έτρεξε προς την πολιτεία κι εμείς περιμέναμε κρατώντας το λουλούδι. Το καμαρώναμε, το μυρίζαμε, μα ήμαστε ανυπόμονοι, λαχταρίζαμε τη λέξη. Και να, σε λίγο το παιδί έφτασε.
-Η θεια το Λενιό, είπε, πέθανε προχτές.
Η καρδιά μας σφίχτηκε. Νιώσαμε πως είχε πεθάνει μια λέξη˙ πέθανε και δεν μπορεί κανένας πια να την τοποθετήσει σʼ ένα στίχο και να την κάμει αθάνατη. Τρομάξαμε. Ποτέ θάνατος δε μας φάνηκε τόσο ανεπανόρθωτος. Κι αφήκαμε το λουλούδι απάνω στο φράχτη, απλωτά, σαν πτώμα» (από το Ταξιδεύοντας - Ο Μοριάς).
Το 1945 σε επιστολή του στον Ιωάννη Κακριδή ομολογεί: «Τρελαίνουμαι για κάθε ζωντανή λέξη της δημοτικής, τη λυπούμαι, θέλω να την τοποθετήσω σʼ ένα κείμενο να μη χαθεί».
Ακριβώς έτσι λειτούργησε γλωσσικά ο Καζαντζάκης:
- Από απεριόριστη αγάπη για τη δημοτική, από ερωτική λατρεία για τη ζωντανή, άδολη γλώσσα της μάνας μας, τη γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας, όπως τη χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς, χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα του το πολύ πλούσιο γλωσσικό υλικό που έκανε κτήμα του από την ανάγνωση και μελέτη παλαιότερων μνημείων της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από καταγραφές του λαϊκού προφορικού λόγου στις οποίες προέβαινε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του από άκρη σε άκρη της ελληνικής υπαίθρου (απευθείας από το στόμα χωρικών, βοσκών, ψαράδων, χειροτεχνών), αλλά και από υλικό που συγκέντρωναν για χάρη του φίλοι και γνωστοί του.
- Προέβη σε ανασύνθεση, αναδημιουργία και συχνά απρόβλεπτη χρήση κοινών ή λιγότερο κοινών λέξεων. Για τον Καζαντζάκη η λέξη ήταν ταυτόχρονα κυριολεξία, εικόνα και μεταφορά˙ μάλιστα, κυριολεκτούσε ακριβώς τη στιγμή που μετέφερε. Λέξεις που τις είχαμε συνηθίσει σε ορισμένους κύκλους σημασιών ξαφνικά μεταφέρονταν από τον Κρητικό διανοητή σε εντελώς διαφορετικούς και απροσδόκητους κύκλους με αποτέλεσμα η έκφραση να κερδίζει έτσι μιαν απίστευτη ζωντάνια.
- Επέδειξε σπάνια γλωσσοπλαστική ικανότητα, λεξιλογικό δημιουργικό οίστρο, ικανότητα να ανακαλύπτει και να δημιουργεί νέες λέξεις, νέες σημασίες, νέες εκφραστικές δυνατότητες.
Όλος αυτός ο ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» χωρίς προηγούμενο και φυσικά χωρίς συνέχεια που χρησιμοποίησε στα έργα του ο Καζαντζάκης εμπλούτισε από γλωσσική άποψη τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενίσχυσε την κοινή δημοτική, απέδειξε τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου λεπτής νοηματικής απόχρωσης και θαυμαστής παραστατικής δύναμης. Χάρη σε αυτή τη στάση του Καζαντζάκη μάς δίνεται η ευκαιρία να γευτούμε τη γοητεία της «κιβωτού», θα μπορούσαμε να πούμε, της νεοελληνικής λαϊκής γλώσσας, μας παρέχεται η δυνατότητα να απολαύσουμε το σφρίγος και την αρετή του ανεκτίμητου γλωσσικού θησαυρού της παλαιότερης προφορικής και γραπτής λαϊκής μας παράδοσης, που διέσωσε από την αφάνεια θηρεύοντάς τον από το στόμα απλών, αγνών ανθρώπων και στη συνέχεια διοχετεύοντάς τον με αγάπη και καλαισθησία στα λογοτεχνικά έργα του ο συγκεκριμένος πνευματικός δημιουργός.
Επιλογικά: Ο Καζαντζάκης επιδίωξε τη γλωσσική τελειότητα, επέμεινε χωρίς φειδώ κόπου στην εκφραστική αρτιότητα των έργων του, βασάνισε όσο λίγοι το πνεύμα και το σώμα του, με σκοπό να επιτύχει το πιο κατάλληλο ένδυμα με το οποίο θα έντυνε τα δημιουργήματά του˙ υπήρξε πολύ προσεκτικός στη χρήση της γλώσσας των έργων του και από τους ελάχιστους δημιουργούς που αναζήτησαν τη λέξη με τόσο φανατική προσήλωση και επιμονή, προκειμένου να της δώσει «αυθύπαρκτο νόημα και ολοκληρωμένη ζωή»˙ με τρόπο αξιοθαύμαστο σμίλεψε τη γλώσσα και το ύφος σε όλα τα λογοτεχνήματά του κι αυτό είναι που τον κατατάσσει στους ευάριθμους χαρισματικούς αριστοτέχνες του ωραίου λόγου διεθνώς. Το πνευματικό αποτύπωμά του είναι ιδιαίτερο, ενδιαφέρον, σημαντικό και μοναδικό˙ χάρη σε αυτόν και ύστερα από αυτόν πιστεύω ακράδαντα ότι η δημοτική γλώσσα, ο ελληνικός Λόγος και ο παγκόσμιος πνευματικός πολιτισμός έχουν κερδίσει σε ομορφιά, σε δύναμη και σε αρετή, όπως θα σημείωνε ο Ιωάννης Κακριδής.


[*] Εισήγηση στην εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου για τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, στις 18 Φεβρουαρίου 2023, στην Αίθουσα Τελετών του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Γλωσσάρι στο έργο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. Ένα κατατοπιστικό και λίαν χρήσιμο λεξικό στο έργο του Μεγάλου Κρητικού

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σ’ ένα άρθρο της, στο περιοδικό Νέα Εστία (τ. 157ος, τχ. 1776), η συνάδελφος Εύη Βουλγαράκη – Πισίνα, γράφοντας για τη «“Xριστολογία” του Νίκου Καζαντζάκη», αναφερόμενη στο έργο του Ο τελευταίος πειρασμός, έργο που μέχρι σήμερα αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου για το πρόσωπο του Χριστού, με έμφαση σημειώνει για τη γλώσσα του μεγάλου Κρητικού: «όλο το έργο, ιδίως το πρώτο μέρος, κινείται με ρυθμό λαχανιαστό, παροξυσμικό. Ιδρωμένες νύχτες, τρεχάτες μέρες, στροβιλιζόμενες ψυχές, ταραχώδεις καιροί. Η γλώσσα μοιάζει αναπάντεχα βραδύγλωσση για να εκφράσει τούτο τον ίλιγγο. Γίνεται κραυγή, πλήρης λέξεων ηχοποίητων, τέτοιων που δεν βρήκα σε κανένα λεξικό (και όπως φαίνεται και τα μεταγενέστερα λεξικά του Καζαντζάκη τις λέξεις απαξίωσαν να τις αποδελτιώσουν)» (σ. 406), με την εξής υποσημείωση: «χαρακτηριστικό παράδειγμα: “κλουκλουτώ”, σ. 69· [στις τρέχουσες εκδόσεις με την ομώνυμη επωνυμία]». Πράγματι, δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες και μελετητές που δυσκολεύονται με τη γλώσσα του Καζαντζάκη. Διαβάζοντας κανείς τα έργα του θα διαπιστώσει ότι είναι ένας «γλωσσοπλάστης», «γλωσσοποιός», «λεξιδημιουργός». Εξού και για τον απαιτητικό κι επαρκή αναγνώστη των πολύμορφων λογοτεχνημάτων του είναι απαραίτητο ένα λεξικό - γλωσσάρι κατανόησης λέξεων, ανθρωπωνυμίων, τοπωνυμίων και ονομάτων χαρακτήρων που χρησιμοποιεί αυτός ο πλάνης σε Ανατολή και Δύση ελληνοβυζαντινός συγγραφέας.
Έχω τη γνώμη ότι, για να διαβάσει κανείς ολάκερο το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και για να αναζήσει σ’ αυτό εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να του φωτίσουν υπαρξιακά ερωτήματα (γύρω από το Θεό, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, τον αγώνα για ελευθερία κ.ά.), αλλά και τις επιδράσεις που δέχθηκε από κορυφαίους φιλοσόφους και συγγραφείς, όπως ο Φρίντριχ Νίτσε, ο Ανρί Μπερξόν, ο Γουίλιαμ Τζέις, είναι απαραίτητο ένα λεξικό στο οποίο, συχνά φρονώ, θα καταφεύγει για να βρει την κατάλληλη ετυμολογία λέξεων και όρων που χρησιμοποιεί στο συγγραφικό έργο του.
Το γνωστό σε πολλούς μελετητές πρόβλημα ερμηνείας των εκφραστικών μέσων και σχημάτων της καζαντζακικής γλώσσας, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και επιλύθηκε, εφέτος, το 2022, εξήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του κοσμοπολίτη Κρητικού. Ο συνάδελφος Βασίλειος Γεώργας, φιλόλογος, βαθύς γνώστης, διεισδυτικός επί του θέματος του «καζαντζακικού γλωσσικού θησαυρού», εξέδωσε το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και το οποίο ο ίδιος είχε την ευγενική καλοσύνη, τιμής ένεκεν, να μου χαρίσει. Ογκωδέστατο σύγγραμμα 920 σελίδων είναι άκρως σημαντικό. Καταπλήσσει η φιλοπονία και η επιμονή του συγγραφέα – λεξικογράφου να φέρει εις πέρας ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Χρειάζεται κανείς να έχει την αντοχή, τις πνευματικές ικανότητες αλλά και σωματικές δυνάμεις για να μπορέσει να καταδυθεί σε βάθος στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και ο Βασίλειος Γεώργας τα κατάφερε.
Το Γλωσσάρι είναι συναρθρωμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο περιλαμβάνονται: ο Πρόλογος του Μιχαήλ Πασχάλη, Ομότιμου Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, γνωστού συγγραφέα του βιβλίου: Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ (εκδ. Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Ηράκλειο 2015)· το Προλογικό Σημείωμα· η Εισαγωγή: Νίκος Καζαντζάκης, ένας αξεδίψαστος της γλώσσας· Κείμενα του Καζαντζάκη που αποδελτιώθηκαν – Βραχυγραφίες· Γενικές Βραχυγραφίες· Σύμβολα – Συμβατικά Στοιχεία (κατατοπιστικά και βοηθητικά για τον αναγνώστη που θα διατρέξει τις σελίδες του Γλωσσαρίου)· και Βιβλιογραφία (Λεξικά – Γλωσσάρια – Μελετήματα – Εγκυκλοπαίδειες – Πηγές Κειμένων – Λοιπά). Θα σταθώ για λίγο στην Εισαγωγή. Είναι σημαντική και διαφωτιστική για πλοήγηση και μελέτη του Γλωσσαρίου για τον εξής λόγο: επί τάπητος θέτει την αναγκαιότητα διερεύνησης και μελέτης της γλώσσας του καζαντζακικού έργου – εδώ, ας μου επιτραπεί η εξής παρατήρηση: στους φιλολόγους συναδέλφους που διδάσκουν κείμενα του Καζαντζάκη στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δίνει τον απαραίτητο οπλισμό για πολύ καλή γνώση της «γλωσσικής ταυτότητάς» του, την οποία χρέος τους είναι να κάνουν μετόχους τους μαθητές τους· εξού και η καίρια διαπίστωση του συγγραφέα: «με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο [ο Καζαντζάκης] σμίλεψε τη γλώσσα και το ύφος σε όλα τα λογοτεχνήματά του και για αυτόν τον λόγο δικαίως ανήκει στη χορεία των ελάχιστων χαρισματικών αριστοτεχνών του λόγου, του “ωραίου λόγου”, διεθνώς» (σσ. xxiii-xxiv). Το δεύτερο μέρος του Γλωσσαρίου εξ ολοκλήρου είναι αφιερωμένο στο καζαντζακικό Λημματολόγιο (ελληνόγλωσσο από το Α ως το Ω και ξενόγλωσσο από το A ως το Z). Επιπλέον, ο αναγνώστης του καζαντζακικιού Γλωσσαρίου έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και τον Ευρετηριακό Κατάλογο Ορθογραφικής Εξομάλυνσης, σημαντική κι αυτή συνεισφορά του συγγραφέα για νέους, κυρίως, αναγνώστες του Καζαντζάκη.
Το Γλωσσάρι είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά (1906-2014), στον οποίο πιστά ως φιλόλογος και λεξικογράφος θήτευσε ο συγγραφέας. Κι όχι μόνο θήτευσε αλλά και διδάχθηκε τον τρόπο συγγραφής λεξικών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, ο ίδιος ως συντάκτης, συμμετείχε στην συγγραφή του πολύτομου Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1110-1669 (κατά το διάστημα 1985-1988) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό. Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας (κατά το διάστημα 1987-1991) που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών το 1995, λεξικό που κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη, το καλύτερο κατά την άποψή μου.


Κλείνω την παρουσίαση του Γλωσσαρίου με κάποιες σύντομες προσωπικές σκέψεις. Αξίζει, νομίζω, να αναρωτηθούμε πόσοι σήμερα διαβάζουν λεξικά. Και μάλιστα εξιδεικευμένα, που αναφέρονται σε συγγραφείς και σε διάφορους επιστημονικούς χώρους. Πιστεύω πως είναι ελάχιστοι· δυστυχώς λεξικά διαβάζουν μόνο οι ειδικοί, εκείνοι που θηρεύουν περισσότερες γνώσεις σε θέματα του επιστημονικού πεδίου που υπηρετούν. Βέβαια, πέρα από όλα αυτά, συνεχίζει να υπάρχει ζωντανό ολόγυρά μας το έργο του Καζαντζάκη, με το γλωσσάρι του όμως τώρα. Ιδού, λοιπόν, ένα κατατοπιστικό για τους αμύητους στο έργο του, αλλά και ένα λίαν επισημαντικό για τους απαιτητικούς αναγνώστες του Γλωσσάρι, υπό την άγρυπνη εποπτεία του καλού συναδέλφου Βασίλειου Γεώργα, δουλειά κοπιώδης και ουσιώδης, υψηλού πνευματικού μεγέθους.
Ο Καζαντζάκης δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Απεναντίας είναι δύσκολος. Ο απαιτητικός αναγνώστης των έργων του διαβάζοντάς τον και ξαναδιαβάζοντάς τον εμβιώνει κρίσιμες υπαρξιακές καταστάσεις. Τον διαβάζει με λογοτεχνικές, φιλοσοφικές και θεολογικές αναβάσεις. Με τη «γλωσσική ταυτότητά του» να είναι δύσκολη, «δύστροπη», να επιζητεί την ερμηνεία της. Πολύτιμος οδηγός το παρουσιαζόμενο εδώ Γλωσσάρι, που δεν είναι απλά ένα λεξικό, το οποίο παραθέτει λεκτικούς τύπους με την ερμηνευτική τους απόδοση. Απεναντίας είναι ένα Γλωσσάρι που «προτάσσει αυτούσιο τον ίδιο τον λόγο του Κρητικού δημιουργού μέσα από επιλεγμένα – κατά λέξη και σημασία - χαρακτηριστικά αποσπάσματα από όλα τα έργα του ώστε να τεκμηριώνεται άμεσα η συγκεκριμένη χρήση της μελετώμενης κάθε φορά λέξης». Άθλος μεγάλος του συγγραφέα; Αναμφισβήτητα ναι! Άθλος που, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, θα συνεχιστεί με τρία ακόμα Γλωσσάρια στο λογοτεχνικό έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη, τα οποία εν ευθέτω χρόνω θα έχουμε στα χέρια μας.
Είναι μεγάλη η χαρά ενός συγγραφέα να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα αναγνωστών του. Στην αρχή της παρουσίασης του Γλωσσαρίου στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη αναφέρθηκα στη δυσκολία της συναδέλφου Εύης Βουλγαράκη – Πισίνα να βρει ένα λεξικό που να εξηγεί την «ηχοποίητη» λέξη «κλουκλουτώ», λέξη που διάβασε στο βιβλίο Ο τελευταίος πειρασμός: «Στέκουνταν όρθια στη μέση του σπιτιού και αφουγκράζονταν τον άντρα της που κλουκλουτούσε απελπισμένος, και το γιό της, σωριασμένο χάμω, ν’ ανασαίνει με τρόμο, σα να πνίγουνταν· σα να τον έπνιγαν· ποίος τον έπνιγε;» (σ. 69. Το απόσπασμα από την τελευταία έκδοση του έργου (2008), με προσθήκη επιμέτρου και ενημερωτικού σημειώματος του εκδότη – επιμελητή Πάτροκλου Σταύρου). Το Γλωσσάρι δίνει εμπεριστατωμένη ερμηνεία: «κλουκλουτώ και κλουκλουτίζω· 1. (για υγρό που αναταράσσεται) παράγω τον χαρακτηριστικό ήχο κλου… κλου… 2α. (για γλώσσα που παράγει χαρακτηριστικό ήχο με την κίνησή της) πλαταγίζω· β. (μτφ. για λόγο που εκφράζεται ακατάληπτα) ψελλίζω» (σ. 361).
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως ο συγγραφέας, με το ωραίο βιβλίο του, στους αναγνώστες του Νίκου Καζαντζάκη επιλύει το δισεπίλυτο πρόβλημα, αυτό της βαθύτερης κατανόησης του έργου του. Το Γλωσσάρι δεν είναι μόνο λέξεις, όροι, τοπωνύμια της καζαντζακικής γλώσσας, είναι και ένα μικρό βιογραφικό λεξικό σημαντικών ονομάτων που συναντάμε στο συγγραφικό έργο του μεγάλου Κρητικού. Ενδεικτικά αναφέρω τον Παναΐτ Ιστράτι (σ. 311), την Κνιδία (σ. 361) και τη Λου Σαλομέ (σ. 437). Ο πρώτος είναι ο γνωστός από Έλληνα πατέρα και Ρουμάνα μητέρα Ελληνορουμάνος λογοτέχνης, με τον οποίο ο Καζαντζάκης είχε ισχυρή φιλία. Ο όρος Κνιδία είναι επίθετο της θεάς Αφροδίτης, από την αρχαία δωρική πόλη Κνίδο της Νοτιοδυτικής Μικρασίας, (στην περιοχή της Καρίας απέναντι από τη Νίσυρο). Και η Λου Σαλομέ είναι η διάσημη Ρωσίδα συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ψυχαναλύτρια Lou Andreas - Salome, την οποία παράφορα ερωτεύτηκε ο Φρίντριχ Νίτσε.
Εύχομαι πολύ σύντομα να έχουμε στα χέρια μας και τα άλλα τρία Γλωσσάρια που, με κόπο και αγάπη, ετοιμάζει ο συγγραφέας, γιατί τόσο ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Κωστής Παλαμάς, όσο και οι λογοτέχνες της Λεσβιακής Άνοιξης Στράτης Μυριβήλης και Αργύρης Εφταλιώτης, αξίζουν τη γλωσσική ανασύσταση του έργου τους.

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΓΕΩΡΓΑΣ. (2022). Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.


Ο Βασίλειος Α. Γεώργας γεννήθηκε το 1961 στην Αγγελώνα της Νοτιοανατολικής Λακωνίας. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές. Συνεργάστηκε με τον καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά στο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών ως συντάκτης στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 (το διάστημα 1985-1988) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό. Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (το διάστημα 1987-1991), που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών το 1995. Τον Σεπτέμβριο του 1988 διορίστηκε μόνιμος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δίδαξε σε σχολικές μονάδες του Κιλκίς για πέντε χρόνια. Από το 1993 ζει μόνιμα στη Λέσβο, διδάσκει σε σχολεία του νησιού και είναι μέλος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, ένας εντυπωσιακός τόμος 976 σελίδων, καρπός πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς, με πρόλογο του Μιχαήλ Πασχάλη. Για το βιβλίο αυτό συζητάμε με τον συγγραφέα.

Τι ακριβώς είναι το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη;

Το Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι ερμηνευτικός γλωσσικός οδηγός, που επιχειρεί να διευκολύνει τον μέσο αναγνώστη στην προσέγγιση της συχνά δυσπρόσιτης γλώσσας του συγκεκριμένου δημιουργού και στην κατανόηση του έργου του. Επιπλέον, αναμένεται να καταστεί χρήσιμο και σε φιλολόγους, ειδικούς ερευνητές, νεοελληνιστές μελετητές αλλά και μεταφραστές του Καζαντζάκη, μιας και παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος νεοέλληνας δημιουργός. Αν και είναι λογοτέχνης με πολύ ασυνήθιστη γλώσσα, εντούτοις δεν υπήρχε έως τώρα το ερμηνευτικό βοήθημα που χρειαζόταν, προκειμένου να γίνουν ευκολότερα προσπελάσιμες δεκάδες ακατανόητες ή δυσνόητες λέξεις και φράσεις, που κατά κόρον χρησιμοποιούσε με σκοπό να προσδώσει πρωτοτυπία στα έργα του. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ο Καζαντζάκης να αποκτήσει το γλωσσάρι του, προϊόν πολυετούς και πολύμοχθης ερευνητικής προσπάθειας, που καλύπτει το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του περιλαμβάνοντας κατά προσέγγιση δεκαπέντε χιλιάδες λήμματα, των οποίων η ερμηνεία βασίστηκε σε έγκριτα, παλαιά και σύγχρονα, Λεξικά της Νεοελληνικής, καθώς και σε ποικίλα έγκυρα μελετήματα, γλωσσάρια και πηγές.

Δώστε μας δύο - τρία αντιπροσωπευτικά λήμματα.

άβιος, επίθ. Που δεν τεκνοποιεί, στείρος, άτεκνος: ό,τι δεν αγγίξεις απομένει χέρσο, καταραμένο κι ασπόριστο σαν την κοιλιά της μαρμάρας γυναίκας και της άβιας κατσίκας (Συμπ. 18).
αγερίνα η. Πολύ ψιλή (σαν σκόνη) άμμος της ακρογιαλιάς: όλο αγερίνα, φύκια κι αλυχιά στις πουρπουριές ξαπλώθη (Οδ. Φ 196). [λατιν. (h)arena (= άμμος) και κατάλ. -ίνα με παρετυμολογία προς το ουσ. αγέρας].
βελαόρα η. Τμήμα χέρσας γης με πετρώδη σύσταση που είναι κατάλληλο για βοσκή, βουνίσιο (εκλεκτό) βοσκοτόπι: απʼ τα ψηλά τσουγκριά ροβόλησαν οι τσελιγκάδες κάτω / το βασιλιά τους να δεχτούν στις δροσερές τους βελαόρες (Οδ. Δ 316). [κουτσοβλαχικό valaora ή vilaora (= πλαγιά για βοσκή)].
έγιοτας ο. Σκουριά μετάλλων εξαιτίας υγρασίας, οξείδωση: στο γιαλό ξεκρίνει (ενν. ο δοξαράς) ... προύντζινα άρματα που του έγιοτα (γρ. έγιωτα) τα ʼφαγε η μπλάβη αρρώστια (Οδ. Χ 196). [ουσ. ιός > ίγιοτας > έγιοτας].
κούρος ο. Κούρεμα ζώων (ιδίως αιγοπροβάτων), κουρά: είχαν σφίξει κιόλα οι κάψες, ο κούρος είχε αρχίσει (Κ-Μ 197).
{Διευκρίνιση: Συμπ. = Το Συμπόσιον, Οδ. = Η Οδύσ(σ)εια , Κ-Μ = Ο Καπετάν Μιχάλης}.

Πότε και πώς ξεκίνησε η αγάπη σας και η ενασχόλησή σας με την ελληνική γλώσσα;

Από την εφηβική ηλικία πρόσεχα το λεξιλόγιο των λογοτεχνημάτων που διάβαζα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω άγνωστές μου λέξεις με τη βοήθεια διαθέσιμων λεξικών. Το διάστημα που ακολούθησε μετά τις ακαδημαϊκές σπουδές στη Θεσσαλονίκη, είχα την ευτυχία να θητεύσω στα Λεξικά του αείμνηστου Εμμανουήλ Κριαρά (το διάστημα 1985-1991). Εκεί η ενασχόλησή μου με την ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της υπήρξε ό,τι πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο για μένα και η συστηματική επαφή μου με το γλωσσικό υλικό που ερευνούσαμε και επεξεργαζόμαστε μου πρόσφερε τα γνωστικά εφόδια και την απαιτούμενη λεξικογραφική εμπειρία.

Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε επισταμένως με τη γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη;

Η πρώτη επαφή μου με τη γλώσσα και το έργο του Καζαντζάκη ανάγεται στην πρώιμη εφηβεία μου, όταν μου δωρήθηκε από τον φιλόλογο νονό μου Ο Φτωχούλης του Θεού, μέσα από τον οποίο πρωτογνώρισα τον κόσμο του Καζαντζάκη και το ιδιότυπο λεξιλόγιό του, διαπίστωσα όμως και τις δυσκολίες κατανόησης της ξεχωριστής γλώσσας του. Η γνωριμία μου με άλλα έργα του τα επόμενα χρόνια με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τον πλούτο των λαϊκών γλωσσικών στοιχείων που αξιοποίησε αισθητικά η γραφίδα του, τη ζωντάνια των ασυνήθιστων ή άγνωστων λέξεων της υπαίθρου που διέσωσε από την αφάνεια αθανατίζοντάς τες στα έργα του και μου έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστώ μαζί του την αγάπη και τη λατρεία για τη δημοτική γλώσσα. Κατά συνέπεια, η συστηματική ενασχόλησή μου με τη γλώσσα του Καζαντζάκη προέκυψε εντελώς αβίαστα, με τρόπο φυσικό και νομοτελειακό, αφού η γραφή και η «ελληνική λαλιά» του ασκούσαν παράξενη γοητεία στην ψυχή μου και έδιναν διέξοδο στη φιλέρευνη διάθεσή μου. Ο Καζαντζάκης θέλησε να αφήσει το δικό του, μοναδικό, στίγμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία επιλέγοντας να εκφραστεί όχι διαμέσου της κοινής και τετριμμένης από την καθημερινή χρήση λογοτεχνικής γλώσσας της εποχής του, αλλά διαμέσου της δημοτικής, της προφορικής και γραπτής λαϊκής παράδοσης. Από πολύ νωρίς άρχισε να θησαυρίζει ασυνήθιστους λεκτικούς τύπους από κάθε περιοχή της ελληνικής υπαίθρου και τους ενσωμάτωσε στα έργα του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» που εμπλούτισε από πολλές απόψεις τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, παράλληλα όμως δημιούργησε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα κατανόησης του περιεχομένου των έργων του, το οποίο ανέλαβε να επιλύσει, στο μέτρο του δυνατού, το παρόν πόνημα.

Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και η μελέτη σας και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντήσατε σ’ αυτό το «ταξίδι»;

Από το 1987 που εργαζόμουν στα Λεξικά του Κριαρά άρχισα να επεξεργάζομαι το γλωσσικό υλικό που αποδελτίωνα και συγκέντρωνα σταδιακά από τα έργα του Καζαντζάκη αξιοποιώντας την πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχειακό υλικό που πρόθυμα έθεσε στη διάθεσή μου ο σεβαστός καθηγητής. Ο μόνιμος διορισμός μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1988 και η μετάθεσή μου το 1993 στη Λέσβο μείωσαν δραστικά τον διαθέσιμο χρόνο που απαιτούσε η ολοκλήρωση του έργου, δεδομένου ότι ήμουν αναγκασμένος να καταπιάνομαι με το Γλωσσάρι στο περιθώριο των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων αξιοποιώντας προσωπικό ελεύθερο χρόνο· αυτός ήταν ένας από τους λόγους καθυστέρησης της ολοκλήρωσής του. Ένας άλλος ήταν το ίδιο το περιεχόμενό του: δεκάδες λέξεις ήταν «αχαρτογράφητες» ‒αμουντζάλωτες από το μελάνι, όπως τις χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης‒, και απαιτήθηκε κόπος, αρκετή έρευνα, επίμονη αναζήτηση, τύχη και υπομονή, προκειμένου να επιτευχθεί η ερμηνεία ή και η ετυμολογία τους. Τρίτος λόγος ήταν η δυσχέρεια να εξασφαλιστούν δυσεύρετες αρχικές ή παλαιές αξιόπιστες εκδόσεις των καζαντζακικών έργων.

Η εντυπωσιακή αυτή φιλολογική δουλειά σας απευθύνεται και στον απλό αναγνώστη των βιβλίων του Καζαντζάκη;

Αποδέκτης του Γλωσσαρίου ασφαλώς είναι και ο απλός αναγνώστης του, ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, καθώς εκτιμώ ότι θα τον βοηθήσει να πλησιάσει ευκολότερα και να κατανοήσει καλύτερα το έργο του εν λόγω λογοτέχνη. Συναντώντας λέξεις που δεν κατανοεί, ο αναγνώστης συνήθως απογοητεύεται, παραιτείται και εγκαταλείπει. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει το Γλωσσάρι, που θα του προσφέρει συγκεντρωμένους και ερμηνευμένους αυτούς τους δυσνόητους γλωσσικούς τύπους, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανάγνωση των έργων του Κρητικού στοχαστή. Παράλληλα, θα του επιτρέψει να διαπιστώσει τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση (από τον Καζαντζάκη) του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου ενδιαφέρουσας νοηματικής απόχρωσης και αξιοπρόσεκτης παραστατικής δύναμης. Το Γλωσσάρι θέλω να πιστεύω ότι θα αποδειχθεί χρήσιμο και για έναν πρόσθετο λόγο, που το διαφοροποιεί από άλλα: δεν περιορίζεται σε απλή παράθεση λέξεων με την ερμηνεία και την ετυμολογία τους, αλλά προτάσσει αυτούσιο τον ίδιο τον λόγο του Καζαντζάκη μέσα από επιλεγμένα ‒κατά λέξη και σημασία‒ χαρακτηριστικά αποσπάσματα από όλα τα έργα του, ώστε να τεκμηριώνεται άμεσα η χρήση των μελετώμενων γλωσσικών τύπων.

Με το έργο ποιων άλλων λογοτεχνών έχετε ασχοληθεί;

Στο παρασκήνιο της επεξεργασίας του πολυπληθούς καζαντζακικού γλωσσικού υλικού ασχολήθηκα με τη γλώσσα και άλλων λογοτεχνών που χρησιμοποίησαν ιδιαίτερο λεξιλόγιο. Συγκεκριμένα, αποδελτίωσα και ερμήνευσα δυσνόητες λέξεις από το λογοτεχνικό έργο του Κωστή Παλαμά, του Στράτη Μυριβήλη και του Αργύρη Εφταλιώτη, καταρτίζοντας αντίστοιχα γλωσσάρια που παραμένουν αδημοσίευτα προς το παρόν. Τώρα που το magnum opus μου βρήκε τρόπο να δοθεί στο αναγνωστικό κοινό, ελπίζω και αυτά τα ερευνητικά πονήματα κάποια στιγμή να πάρουν σειρά.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ποια Ελληνικά θέλουμε να μιλάμε;

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η Τετάρτη που μας πέρασε κηρύχθηκε «Ημέρα των Ελληνικών». Για κάποιον, όπως ο υπογράφων, που βιοπορίζεται γράφοντας ένα χρονογράφημα την ημέρα, κάθε ημέρα είναι ημέρα των ελληνικών. Δεν είναι ένα απλό εργαλείο της δουλειάς του. Τα «ελληνικά» είναι κεφάλαιο της υπαρξιακής του συνθήκης, της δικής μου υπαρξιακής συνθήκης. Τα ελληνικά μου είναι η συνθήκη που μου επιτρέπει να μεταφέρω κάτι περισσότερο απ’ την επικοινωνία. Τα ελληνικά είναι το οικοδομικό υλικό της συνύπαρξής μας, της κοινής μας συνείδησης. Είμαστε Ελληνες επειδή όταν αναφερόμαστε στον φορέα της ταυτότητάς μας, στην Ελλάδα σκεφτόμαστε την εικόνα της στον χάρτη στα ελληνικά.
Ποια είναι τα ελληνικά που υποστηρίζουν την ταυτότητά μας; Είναι η γλώσσα της βαθιάς αρχαιότητας; Αυτήν μπορούμε να μάθουμε να την διαβάσουμε, όμως δεν μπορούμε να την μιλήσουμε. Δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε στη γλώσσα του Πλάτωνα και του Ευριπίδη. Μπορούμε όμως να αισθανθούμε την οικειότητα μέσα απ’ τις λέξεις ή τη σύνταξη. Κι αν έχει κάποιο νόημα να τους διδάσκουμε στα παιδιά μας είναι η εξοικείωση. Εδώ εντοπίζεται το πρώτο πρόβλημα της εκπαίδευσής μας. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής αντί για την εξοικείωση οδηγεί στην αποξένωση. Όσο διδασκόταν η καθαρεύουσα λειτουργούσε κάποια γέφυρα. Όταν λογοκρίθηκε η διδασκαλία της καθαρευούσης –επί Γ. Ράλλη– η γέφυρα γκρεμίστηκε. Ήρθε και η κατάργηση του ιστορικού τονισμού από το πρωτο-Πασόκ για να αναδειχθεί το μέγεθος της απόστασης που χώριζε τη γλώσσα που μιλάμε και διδάσκουμε στα παιδιά μας από τη βαθιά προοπτική των ελληνικών.
Κι έτσι φτάσαμε στην «τεχνική της εξουσίας», που λέει κι ο Σαββόπουλος. Το ενδιαφέρον μας για τη γλώσσα μας εντοπίζεται στη διαφωνία αν το κτίριο γράφεται «κτήριο», όπως μας λέει ο Μπαμπινιώτης, ή κτίριο όπως το γράφει ο Παπαδιαμάντης. Διαλέγετε και παίρνετε. Απλώς σκεφθείτε τη διαφορά της γλώσσας που μιλάμε από την ανατομία των βατραχοειδών. Η γλώσσα που μιλάμε είναι το κεφάλαιο της συλλογικής μας ευαισθησίας. Κι αυτό το κεφάλαιο το έχουν αποταμιεύσει με το έργο τους δημιουργοί όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός ή ο Ροΐδης.
Πώς συνομιλούν οι νεότερες γενιές με όλους αυτούς; Πώς καλλιεργούν τη γλωσσική τους ευαισθησία; Και μέσω της γλωσσικής ευαισθησίας την αντίληψη για τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Θέλεις να εκπαιδεύσεις Ελληνόπουλα με ευρωπαϊκή συνείδηση; Ας τους δώσεις να διαβάσουν Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Ροΐδη. Η συνείδηση δεν είναι οικοδόμημα αρχών και κανόνων. Είναι πριν απ’ όλα αίσθημα. Αίσθημα που σου δίνουν οι λέξεις. Η γλώσσα που μιλάς είναι πριν απ’ όλα η δύναμη του αισθήματός τους.
Η γενιά μου συνομιλούσε με άνεση με τον Παπαδιαμάντη. Δεν μιλούσαμε σαν κι αυτόν στην καθημερινότητά μας. Όμως δεν μας ξένιζε. Όπως δεν μας ξένιζε η γλώσσα του Ξενοφώντα. Χρειαζόταν προσπάθεια να τον κατανοήσουμε, όμως δεν μας ήταν ξένη.
Και εδώ εμφανίζεται το σημερινό πρόβλημα. Ποια ελληνικά παραδίδουμε στα παιδιά μας; Την αβαθή γλώσσα των τελευταίων δεκαετιών που αγνοεί τις καταβολές της; Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα της παιδείας μας. Από τη μια η ανικανότητά της να βρει έναν τρόπο για να συμφιλιώσει τη σημερινή γλώσσα με την αρχαιότητά της. Από την άλλη να μην μπορεί να τη συμφιλιώσει ούτε καν με τον εαυτό της. Αν ο Βιζυηνός ξενίζει τον σημερινό μαθητή, αυτό σημαίνει ότι τον ξενίζει ο εαυτός του. Ο Βιζυηνός δεν έγραφε αρχαία ελληνικά. Κατέθεσε μερικά από τα ανεξίτηλα μνημεία των ελληνικών που μιλάμε.
Ας αφήσουν τις γλωσσολογικές μπούρδες. Ας ψάξουν το γλωσσικό αίσθημα εκεί που πραγματικά υπάρχει. Σημασία δεν έχουν οι κανόνες. Σημασία έχει το γλωσσικό αίσθημα. Το ζητούμενο δεν είναι τα «σωστά ελληνικά». Το ζητούμενο είναι τα «ζωντανά ελληνικά». Ποια ελληνικά θέλουμε να μιλάνε τα παιδιά μας; Τα ελληνικά του Ελύτη; «Όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Πάντως αυτά τα ελληνικά μάς κράτησαν ζωντανούς, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές. Είναι τα ελληνικά της λογοτεχνίας μας. Κι αυτά τα ελληνικά θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Λογοτεχνία και πάλι λογοτεχνία.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Ένα πλησίασμα στην ελλληνική γλώσσα

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

«Η βάση, πάντως, του ύφους είναι το να μιλάει κανείς σωστά ελληνικά» - «έστι δ’ αρχή της λέξεως το ελληνίζειν» γράφει στη Ρητορική του ο Αριστοτέλης. Επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε ετούτο το απόφθεγμα του Σταγειρίτη φιλοσόφου μπορεί κανείς να το αφουγκραστεί, να το δει, να το νιώσει στην αγωνία πολλών συναδέλφων φιλολόγων, οι οποίοι κάθε μέρα, μέσα στις σχολικές τάξεις, κάνουν τιτάνιο αγώνα για να διασωθεί η σωστή χρήση (γραφή και ομιλία) της γλώσσας μας. Το να μιλάει και να γράφει κανείς σωστά ελληνικά μπορεί να βοηθηθεί διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρίας Ζαφειρίου, συναδέλφισσας στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με λίαν πρωτότυπο τίτλο: «Οι λέξεις στο διάβα τους…» και με υπότιτλο: «Η σημασιολογική τους μεταβολή από το απώτερο χθες στο σήμερα». Αν και λεξικό ετούτο το βιβλίο, έχω την ταπεινή γνώμη ότι στοχεύει σε τέσσερεις βασικούς άξονες (έναν γενικότερο για τη γλώσσα και τρεις ειδικότερους για την ελληνική γλώσσα), τους οποίους ευθύς αμέσως καταγράφω.
1ος) Η γλώσσα, από το «απώτερο χθές στο σήμερα», είναι ο διαμορφωτής της ανθρώπινης σκέψης. Με σαφήνεια το διατυπώνει η συγγραφέας στο προλογικό της σημείωμα. Γράφει για λέξεις, με τη «φυγόκεντρο φορά τους», με τον αντίστοιχο «μορφολογικό τους τύπο», που στον «επικοινωνικό περίγυρο» των ανθρώπων δείχνει αν σωστά κατέχουν τη γλώσσα που ομιλούν, αν εν τέλει, εκφράζονται με ακρίβεια και βαθιά γνώση της γλώσσας τους. Η παραπομπή της στον πατέρα της σύγχρονης γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure (Φερντινάν ντε Σωσσύρ 1857-1913), που θέλει τη γλώσσα σαν ένα φύλλο χαρτιού πάνω στο οποίο ως ήχοι με λέξεις καταγράφονται οι σκέψεις των ανθρώπων, φέρνει στο προσκήνιο τη διαχρονία της γλώσσας, στη μακρά διάρκεια του χρόνου· τον «εγγράμματο νου» μέσα από το «προφορικό παρελθόν», όπως επισημαίνει ο Walter J. Ong στο κλασικό πια βιβλίο του «Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη». Εξού και μόχθος πολλών σήμερα φιλολόγων, εδώ και της συγγραφέως - κι αυτό την τιμά ιδιαίτερα -, να συμβιβάσουν θα ‘λεγα το παραδοσιακό μοντέλο γραμματισμού με το σύγχρονο.
2ος) Η καλή γνώση της γλωσσικής διαχρονίας της ελληνικής, από την αρχαιότητα δια μέσου του Βυζαντίου και του Νέου Ελληνισμού στο σήμερα, για τη συγγραφέα φαίνεται να προσφέρει ισχυρή βοήθεια, στο σχολείο ειδικότερα, στην προσπάθεια να οργανώσουν οι μαθητές μας σωστά τη συνάντησή τους με αυτή.
3ος) Ετούτη η διαχρονία, η μεγαλύτερη άλλωστε από κάθε άλλη γλώσσα, προσφέρει στους μαθητές μας πλουσιότατο γλωσσικό υλικό, «πολιτισμικό φορτίο», στον «άξονα του χρόνου». Και αυτό γιατί η ελληνική γλώσσα ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι εκείνο το φίλτρο που υποδέχεται και διυλίζει πάμπολλα στοιχεία της ιδιοσυστασίας του ελληνικού πολιτισμού.
4ος) Στο σημερινό γλωσσικό μας αισθητήριο, βιβλία – λεξικά όπως αυτό της κας Ζαφειρίου, μπορούν να λειτουργήσουν ως γόνιμη συνεισφορά στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο μέσα από τις χρόνιες αντιμαχόμενες παρατάξεις του, στοχεύει να βγάλει από το αδιέξοδο τη γνωστή αντιπαράθεση: καθαρεύουσα ή δημοτική, αρχαία ή κοινή νεοελληνική. Για να είναι και να παραμείνει ζωντανή η ελληνική γλώσσα, νομίζω πως οφείλoυμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τη συνάντηση καθαρεύουσας και δημοτικής, αρχαίας και κοινής νεοελληνικής μακριά, βέβαια, από τις γνωστές υπερβολές και γλωσσικές ατασθαλίες.
Στο βιβλίο ανθολογούνται – ευρετηριάζονται πάνω από 500 λέξεις. Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το κριτήριο της συγγραφέως για την επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων. Εκείνο, πάντως, που το κάνει ενδιαφέρον είναι η γνωριμία του αναγνώστη με λέξεις από την αρχαία ελληνική στη νέα ελληνική γλώσσα, με τις απαραίτητες ενδεικτικές φράσεις, αντλημένες από την αρχαιοελληνική και μεσαιωνική γραμματεία.
Στην εποχή της εικόνας, η οποία κυριαρχεί στην εκπαίδευση, εύλογα είναι δύο ερωτήματα. Σε τι μπορεί να οφεληθεί ένας μαθητής διαβάζοντας το βιβλίο της κας Ζαφειρίου; Πως γίνεται να αρνηθεί την εικόνα και στα χέρια του να πιάσει ένα «λεξικοβιβλίο» - ας μου επιτραπεί αυτός ο νεολογισμός –, μέσω του οποίου θα κάνει ένα μεγάλο άλμα και από την εικόνα ριάλιτι, ο μαθητής των ριάλιτι, θα αποδείξει ότι γύρω του δεν υπάρχουν η τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής; Η απάντηση, νομίζω, πως δεν είναι και τόσο δύσκολη. Θα αναφέρω αυτό που έλεγε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, γράφοντας πως στην εποχή μας, καμιά εικόνα δεν μπορεί να εξαλείψει την αυτοκρατορία των λέξεων. Οι λέξεις, για τον νομπελίστα λογοτέχνη, θα συνεχίσουν τη θριαμβευτική τους πορεία στο μέλλον. Ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος με τις λέξεις και τανάπαλιν οι λέξεις με τον άνθρωπο. Είναι αδύνατον να υπάρξει επικοινωνία δίχως λέξεις, δίχως προφορικό και γραπτό λόγο.
Δύο εισαγωγικά σημειώματα, ένα της κας Μαρίας Χ. Παπαδανιήλ, Περιφερειακής Διευθύντριας Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου, κι ένα της Ροζαλίας Χατζηλάμπρου, Επίκουρης Καθηγήτριας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Ε.Κ.Π.Α., δίνουν τον τόνο γιατί το βιβλίο της κας Ζαφειρίου είναι σημαντικό, διότι η δύναμη των λέξεων στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι αναντίρρητη. Είναι ρυάκι που ποτίζει τον λόγο του ανθρώπου, είναι «πουλιά που δεν ξέρουν από σύνορα», αν κρίνουμε από τις τόσο όμορφες ζωγραφιές που η κόρη της συγγραφέως Αργυρούλα φρόντισε να κοσμίζει το βιβλίο της μητέρας της. 
Σε μελλοντική επανέκδοση του βιβλίου χρήσιμο θα ήταν η συγγραφέας να προσθέσει αναλυτικό και χρηστικό συνάμα πίνακα συντομογραφιών, για τα α.ε., που σημαίνει αρχαία ελληνική, φρ., που σημαίνει φράση, ν.ε., που σημαίνει νέα ελληνική, αλλά και πίνακα παραπομπών συγγραφέων από την αρχαιοελληνική και μεσαιωνική γραμματεία, όπως Ξεν. Ιπ., που σημαίνει Ξενοφώντος, Περί Ιππικής.


Θα τελειώσω με την ευχή καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο της κας Ζαφειρίου. Πρόκειται για μια ευχή που την ακούμε συχνά σε παρουσιάσεις βιβλίων. Όμως, το μέλλον κάθε βιβλίου είναι άγνωστο. Όταν θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία και μετά από καιρό θα κοσμεί τα ράφια βιβλιοθηκών, θα έχει την αξία του, αν τα κύτταρά του - εδώ οι λέξεις -, θα είναι αποτυπωμένα/ες στους αναγνώστες του. Εύχομαι οι αναγνώστες του να είναι πολλοί. Καλοτάξιδο, λοιπόν...

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Οι εθνικοί γλωσσικοί μας μύθοι καλά κρατούν

Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Με την Επανάσταση του ’21 ήταν να ασχοληθώ και σήμερα, το αναβάλλω όμως, για να σταθώ σε δύο κείμενα για τα Ελληνικά, νέα και αρχαία. Το πρώτο, της δημοσιογράφου Νεφέλης Λυγερού («Πρώτο Θέμα», 7.2), είχε τίτλο «Καμπανάκι από τους γλωσσολόγους: η ελληνική γλώσσα βομβαρδίζεται από αγγλικούς όρους»· παρά την υπόσχεση όμως, μόνο έναν γλωσσολόγο κατονόμαζε: τον Γ. Μπαμπινιώτη. Το δεύτερο, «Η ανθρωποκεντρική υποστασιοποίηση της ελληνικής γλώσσας» («Κ», 9.2), το υπέγραφε η Πολυβία Παραρά, που διδάσκει στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ.
Διαφέρουν η αφετηρία και η σκόπευση των δύο άρθρων, συγκλίνουν ωστόσο στο εξής: αναπαράγουν δημοφιλή μυθεύματα για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η νεοελληνική ή για τον αμύθητο πλούτο της αρχαίας και τις μαγικές ιδιότητές της. Μυθεύματα που αντέχουν στον χρόνο, παρότι η επιστήμη τα έχει καταρρίψει προ πολλού. Οι εθνικοί μας μύθοι καλά κρατούν. «Τα ελληνικά είναι αφετηρία της ιστορίας και του πολιτισμού», τόνισε, λ.χ., στο μήνυμά του για την «Παγκόσμια Ημέρα» ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης. Αφετηρία της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, ναι. Γενικά και αόριστα «της ιστορίας και του πολιτισμού», όχι βέβαια.
Η ανθρώπινη ιστορία δεν ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα. Και υπήρξαν σπουδαίοι πολιτισμοί πολύ πριν από τον αρχαιοελληνικό, που δεν δίστασε να δανειστεί κρίσιμα στοιχεία γεννημένα σε άλλα εδάφη – θεότητες, γράμματα, ποιητικά μοτίβα.
Ιδού και η συμβολή του υφυπουργού Εξωτερικών Κ. Βλάσση, αρμόδιου για τον Απόδημο Ελληνισμό: «Η 9η Φεβρουαρίου είναι η ημέρα που τιμούμε τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, τον άνθρωπο που “έντυσε” με λέξεις τον Εθνικό μας Υμνο». Τι καταλαβαίνει κανείς; Ότι ο Σολωμός πήρε τη μουσική του Ν. Μάντζαρου και την έντυσε με λέξεις. Αλλά ο Ζακύνθιος συνέθεσε τον «Υμνο εις την Ελευθερία». Δεν έντυσε τον «Εθνικό Υμνο».
Να τον μνημονεύουμε, λοιπόν, τον ποιητή. Πλην με σέβας και γνώση. Τον πολύτιμο λόγο του «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», π.χ., τον θυμόμαστε πολύ συχνά. Θα λέγαμε όμως ψέματα εάν ισχυριζόμασταν ότι τον μνημονεύουμε έχοντας όλοι μας κοινές ιδέες για την ελευθερία και τη γλώσσα. Πολλοί άλλωστε χρησιμοποιούν τη φράση αποσπώντας την ετσιθελικά από το κειμενικό περιβάλλον της. Για να της κόψουν βίαια τις ρίζες της στην Ιστορία και στις ιδέες του Σολωμού, όχι μόνο τις γλωσσικές. Και να τη μετατρέψουν σε αφορισμό μεταφυσικής τάξης.
Λέει λοιπόν στον «Διάλογο» ο Ποιητής (διαυγής περσόνα του Σολωμού) στον Φίλο του: «Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο».
Τη γλώσσα του λαού έχει στον νου του ο Σολωμός, το λέει πεντακάθαρα σε άλλα χωρία του «Διαλόγου». Αυτήν συνάπτει αχώριστα με την ελευθερία. Εικάζω ότι η γνώση των σολωμικών γλωσσικών απόψεων καθόρισε το 2017 την κυβερνητική απόφαση να επιλεγεί η 9η Φεβρουαρίου, ημέρα θανάτου του Σολωμού, το 1857, ως «Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας». Συνέβαλε όμως η θεσμοθέτηση αυτή στην ψυχραιμότερη προσέγγιση του γλωσσικού ζητήματός μας, που μοιάζει απέθαντο; Μάλλον όχι. Πολλά γλωσσομυθεύματα φαίνονται επίσης απέθαντα. Αίφνης, στο «Πρώτο Θέμα» ξαναδιαβάσαμε ότι «οι σύγχρονοι Ελληνες χρησιμοποιούν μόλις 300 λέξεις στην καθημερινότητά τους από τον θησαυρό των 7 εκατομμυρίων που έχει η ελληνική γλώσσα». Δύο αριθμοί – δύο μύθοι. Και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στα τηλεριάλιτι, εάν μετρηθούν, θα βρεθούν πολύ περισσότερες από 300. Όσο για τα εκατομμύρια, ξεκίνησαν από έξι (σε άρθρο του χουνταίου Γεωργίου Γεωργαλά, το 1996), διογκώθηκαν ήδη σε εφτά και το 2030 θα έχουν γίνει αισίως οχτώ. Έτσι γίνεται όταν μετράμε τους υπερεκατό λεκτικούς τύπους κάθε ρήματος σαν υπερεκατό ξεχωριστές λέξεις. Αρκούν αυτά εδώ. Μια πλήρη αποδόμηση του άρθρου του «Π.Θ.» θα βρει ο ενδιαφερόμενος στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, με τίτλο «Οι γλωσσολόγοι που χτυπάνε καμπανάκια και άλλες λερναιότητες». Εκεί και η υπόμνηση ότι οι σωζόμενες αρχαιοελληνικές λέξεις είναι περίπου 200.000, «ενώ για την “όλη” ελληνική ο καθηγητής Χ. Χαραλαμπάκης έχει κάνει την εκτίμηση των 700.000 λέξεων».
Στο άρθρο της Πολυβίας Παραρά αναπτύσσεται ο θρύλος της γλωσσικής μας μοναδικότητας: «Η ανθρωποκεντρική υποστασιοποίηση της ελληνικής γλώσσας την καθιστά μοναδική και απαράμιλλη. Η μοναδικότητα της Ελληνικής τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι το σημαίνον (τα φωνήματα της λέξης) και το σημαινόμενο (το νόημα της λέξης) ταυτίζονται στον μέγιστο βαθμό στην ελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα, η λέξη “δημοκρατία” είναι το κράτος του δήμου, δηλαδή η πολιτεία που η πολιτική αρμοδιότητα ασκείται από τους ίδιους τους πολίτες. Η εκφορά της λέξης διαυγάζει και το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου».
Τον «Κρατύλο» του Πλάτωνα ακούμε εδώ, αλλά χωρίς την προειδοποίηση του είρωνος Σωκράτη προς τον Ερμογένη να είναι προσεχτικός με όσα θα ακούσει του λοιπού, για να μην παραπλανηθεί: «Φύλαττε γαρ με, μη πη παρακρούσωμαί σε». Ο Ερμογένης σπεύδει στον Σωκράτη αιφνιδιασμένος απ’ όσα λέει ο Κρατύλος, πως η ορθότητα του ονόματος υπάρχει εκ φύσεως μέσα σε κάθε ον· ότι δηλαδή τα ονόματα που δίνουν στα πράγματα «Έλληνες και βάρβαροι» (προσοχή: «και βάρβαροι») δεν προκύπτουν κατόπιν συμφωνίας των ανθρώπων, αλλά αποτυπώνουν την ουσία των πραγμάτων, των πλασμάτων γενικά. Παίζοντας λοιπόν ο Σωκράτης ετυμολογεί τον «άνθρωπο» σαν το ον που, αντίθετα με τα θηρία, «αναθρεί α όπωπε», δηλαδή παρατηρεί προσεχτικά και συλλογίζεται όσα βλέπει. Σήμερα ξέρουμε ότι πιθανότατα ο «άνθρωπος» κατάγεται από τον «άνδρ-ωπο», αυτόν που έχει όψη άνδρα. Δεν είναι, πάντως, μόνο η ελληνική αρρενογεννημένη: η σημασιολογική ταυτότητα του «άνδρα» με τον «άνθρωπο» απαντά και στην αγγλική, τη γαλλική, την ιταλική κ.ά.
Η Παραρά, παραβλέποντας όσα κωδικοποίησε ο Σωσύρ, για την αυθαιρεσία σύνδεσης σημαίνοντος και σημαινομένου, διατείνεται ότι μόνο στην ελληνική (διαγράφονται λοιπόν οι «βάρβαροι») τα φωνήματα μιας λέξης ταυτίζονται με το νόημά της. Φέρνοντας σαν παράδειγμα τη λ. «δημοκρατία», συγχέει την ετυμολογική διαφάνεια με την ταύτιση μορφής και περιεχομένου. Μα αν η ελληνική είναι (εκ θεών; εκ πανσόφων λογοθετών) σοφή θα φανεί στα συνθετικά, στον δήμο και στο κράτος. Πόθεν ο «δήμος»; Πιθανόν από το αμάρτυρο ινδοευρωπαϊκό da(i) = μοιράζω, είναι δε ομόρριζος του ιρλανδικού dam = πλήθος. Το κράτος, επίσης από αμάρτυρη ινδοευρωπαϊκή ρίζα, παραβάλλεται με το αρχαίο ινδικό kratu-, το αγγλοσαξονικό craeft κ.ά. Οπότε, πού η μοναδικότητα; Και πού η ταύτιση μορφής και ουσίας;


«Café Paris». Έργο του ζωγράφου και καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Παύλου Σάμιου, που πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου. Το έργο της φωτογραφίας προέρχεται από την τελευταία του ατομική έκθεση που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο του 2020 στην γκαλερί Σκουφά, με τίτλο «Καφέ Παράδεισος».

ΠΗΓΗ

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Για το πολυτονικό σύστημα γραφής

«Ναι, γράφω στο πολυτονικό. Ακόμη και το σημείωμα για ψώνια στον μπακάλη το γράφω σε πολυτονικό, με βαρείες. Και η Νέα Εστία επί των ημερών μου έβγαινε πολυτονική· μονοτονική έγινε μετά την αποχώρησή μου. Και σήμερα, όπου μπορώ, εκδοτικά το προτιμώ και το υπερασπίζομαι. Αναγνωρίζω ωστόσο ότι το πολυτονικό δεν έχει γλωσσολογικά επιχειρήματα υπέρ του. Ένα επιχείρημα έχει υπέρ του, ένα αλλά μέγα: το πολιτιστικό επιχείρημα, το επιχείρημα της γλωσσικής συνέχειας, της ευκολότερης πρόσβασης στα κείμενα του γλωσσικού παρελθόντος. Κανένα άλλο. Κάποιοι προσπάθησαν να επινοήσουν επιχειρήματα. Δεν στέκουν. Αν θες, το μονοτονικό είναι και επιστημονικά ορθότερο. Το επιχείρημα πάντων των οπαδών του ότι, απαλλαγμένοι οι μαθητές από τους πολύπλοκους κανόνες τονισμού, θα γίνουν ορθογράφοι και θα αποκτήσουν ουσιαστικότερη έκφραση, αποδείχθηκε αέρας κοπανιστός. Οι μαθητές γράφουν σε ατονικό – και τους πέντε κανόνες του μονοτονικού αδυνατούν να τους μάθουν. Όσο για την ακρίβεια και τον πλούτο της έκφρασής τους, ας μη το συζητάμε καλύτερα. Η εισαγωγή του μονοτονικού ήταν, πιστεύω, μεγάλο λάθος, για λόγους ιστορικούς και πολιτιστικούς».


ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2020). Έντεκα συζητήσεις. Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρζάνο. Αθήνα: Πόλις, σσ. 266-267.