Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

†Ἀναστάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024: «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»


†Ἀναστάσιος
Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας

«Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3:16 )
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε·
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Κεντρική αλήθεια και σταθερός άξονας σκέψεως και ζωής όλων των πιστών Χριστιανών παραμένει η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ότι: «…ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ιω. 1:14). Ὁπως σταθερἀ ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, πιστεύουμε στον Ιησού Χριστό «τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·… Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Κατά την υπέροχη σύνοψη του Μ. Αθανασίου «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Τα Χριστούγεννα φανερώνουν δύο φάσεις της Θείας Οικονομίας: πρώτον την έλευση του Υιού και Λόγου του Θεού στην ιστορία της ανθρωπότητος, δεύτερον τον σκοπό της, που είναι η κατά χάριν θέωση του ανθρώπου∙ επίσης ότι ο μόνος τρόπος της πραγματοποιήσεως αυτού του σκοπού είναι ο δρόμος της αγάπης.
Ο σαρκωθείς Χριστός, ο αληθής «ἄρχων εἰρήνης», δεν «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» ως εξουσιαστής με ανθρώπινη δύναμη, γνώση και ισχύ. Ο άπειρος και απρόσιτος Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην πληρότητά της, επισημαίνοντας την απέραντη αξία του ανθρώπου. Αυτό που καταξιώνει το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι η καταγωγή, η φυλή, οι γνώσεις, οι ικανότητές του, αλλά το γεγονός ότι είναι άνθρωπος.
Ο προσδιορισμός «ἐν σαρκί» περιλαμβάνει οτιδήποτε υλικό και πνευματικό, το οποίο συνιστά τον άνθρωπο. Στο πρόσωπο του Χριστού περιχωρείται η θεία και η ανθρώπινη φύση ατρέπτως. Πρόκειται για ένα Γεγονός που αποτελεί τη βάση της χριστιανικής αποκαλύψεως, που στηρίζει κάθε χριστιανική αξία και πρόταση.

***

Τα Χριστούγεννα διαλαλούν πασίχαρα ότι «Οὕτως (τόσο πολύ, με αυτόν τον τρόπο) γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω.3:16). Και ακόμη ότι ο Υιός του Θεού σαρκούμενος φανερώνει το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Η κορυφαία αυτή δεσποτική εορτή της του Θεού Γεννήσεως φωτίζει την καρδιά με γαλήνη, παρηγοριά, αισιοδοξία, διάθεση γενναιοδωρίας. Κυρίως, όμως, αποκαλύπτει ότι ο Θεός είναι αγάπη. Η χριστιανική αγάπη δεν είναι μια αόριστη συναισθηματική έξαρση, αλλά μια στάση ζωής με εκφράσεις στην καθημερινότητα. Πρόκειται για ένα θείο φως που λάμπει στην όλη ύπαρξη. Τις ακτίνες του εκφραστικά τις προσδιορίζει ο Απόστολος Παύλος: «Η αγάπη μακροθυμεί, επιζητεί το καλό. H αγάπη δεν φθονεί. H αγάπη δεν κομπάζει, δεν επαίρεται, δεν φέρεται άπρεπα, δεν επιδιώκει το δικό της συμφέρον, δεν παροξύνεται, δεν μνησικακεί, δεν χαίρεται με την αδικία, αλλά συγχαίρει με την αλήθεια. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». (Α΄Κορ. 13:4-7).
Ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος, δεν είναι μια απρόσωπη ενέργεια, σοφία, δύναμη, που προσεγγίζεται με διανοητικές ικανότητες του εγκεφάλου. Είναι Θεός προσωπικός που αγαπά και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή σχέση μαζί του. Μια σχέση που εξυψώνει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Θεός, στον οποίο έχουμε στηρίξει τη ζωή μας, δεν εγκατέλειψε την ανθρωπότητα, που ταλαιπωρείται από τον εγωισμό και την εχθρότητα. Παραμένει ο Εμμανουήλ, «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν», χαρίζοντας νόημα και πληρότητα στη ζωή. Με την ταπείνωση, η οποία συνυφαίνεται πάντα με την αγάπη, αντιτάσσεται στην αλαζονεία, στην παντοτινή ρίζα κάθε κακού, στην πλεονεξία, επιθετικότητα, φονικές συγκρούσεις, ολέθριες συρράξεις. Στην ιδιότυπη σκληρή εποχή μας, που σε πολλές περιοχές λυσσομανά το μίσος και η βία, οι χριστιανοί, πιστοί στον φανερωθέντα εν σαρκί Άρχοντα της ειρήνης, πάντοτε να αντιστεκόμαστε, με όλες μας τις δυνάμεις ψυχικές και σωματικές, όπου και όσο μπορούμε.
Η Εκκλησία δεν περιορίζεται σε απλούς συλλογισμούς∙ εορτάζει με τρόπο δοξαστικό αυτά τα γεγονότα και με ύμνους τα υπομνηματίζει. «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε». Όσοι πιστοί οφείλουμε αυτές τις εορταστικές ημέρες να υψωθούμε σε μια ζωή δοξολογίας και αγάπης.
Αδελφοί μου, υπενθυμίζω: Ό,τι πιο ωραίο είναι να αγαπάς, έστω κι αν κουράστηκες, όσο κι αν πονάς. Ό,τι πιο υπέροχο είναι ν’ αγαπάς, να αγαπάς αληθινά «ἐν Χριστῷ». «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει, καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄Ιω. 4:16).
Ευλογημένα Χριστούγεννα, με ειρήνη και ελπίδα το νέο έτος 2025.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Το αντάμωμα της Θεολογίας με τη σημερινή κοινωνική παγκόσμια πραγματικότητα είναι γεγονός. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»; Βάζω ερωτηματικό στο ευαγγελικό χωρίο. Και απαντώ: αμφιβάλλω. Σ’ ένα κόσμο σφαγείο, βαρβαρότητας, πολέμων και ανελευθερίας, όπου κυρίαρχο είναι το κακό, το μήνυμα της Γέννας του Χριστού παραμένει ανολοκλήρωτο. Ο αγώνας για ειρήνη, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόνον αγώνας πολιτικός - οικονομικός, είναι και πνευματικός, είναι δώρο πνευματικό: συνδέεται άμεσα με τον αγώνα κατά της αποχριστιανοποίησης του Δυτικού πολιτισμού.
Για το θέμα αυτό, από το ωραίο βιβλίο Όταν ο Θεός πεθαίνει. Μια συζήτηση,  του Αλέξανδρου Κατσιάρα και της Μάρως Βαμβουνάκη. εκδ. Αρμός, Αθήνα 2008, σσ. 545-546 αντλώ τα παρακάτω:
Μάρω Βαμβουνάκη: [Ο άνθρωπος]. «Ψάχνει δώρο για ένα Χριστό που γεννιέται, που γεννήθηκε ως αθώο μωρό για να μεγαλώσει, να βασανιστεί, να σταυρωθεί. Κι ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει τούτο το δρόμο, όμως όταν ο άνθρωπος υποφέρει, όταν λυγίζει, θεωρεί ότι ο Θεός τον ξέχασε ή πως ο Θεός είναι ένας βασανιστής».
Αλέξανδρος Κατσιάρας: «"Τότε είναι που μας κρατά στην αγκαλιά του". Ο Χριστός όχι μόνο δεν μας εγκατέλειψε, αλλά δέχθηκε να πεθάνει για χάρη μας. Τώρα όλα αυτά περί αθώου βρέφους πάνε αντάμα και μ’ ένα Θεό βασανιστή. Είναι οι δύο όψεις του νομίσματος. Δεν είναι τυχαία η σύμπτωση ότι η αντίληψη περί ενός Χριστούλη πάνω στα άχυρα με τα ζώα να τον ζεσταίνουν υπερτονίστηκε στη Δύση, όπως και η εικόνα ενός Θεού αυστηρού και τιμωρού. Όλα αυτά τα περί γλυκού Χριστούλη και των Χριστουγέννων ως εορτής αποκλειστικά των παιδιών, είναι γλυκερά και ψεύτικα. Είναι τραγικός ο νεστοριανισμός που εκφράζεται και με την αφορμή της εορτής των Χριστουγέννων. Οι κούκλες που κυκλοφορούν με τον στρουμπουλό και ροδοκόκκινο Χριστούλη, τα ευτραφή ζώα και η περίτεχνη φάτνη, είναι όλα εξεζητημένα και ρομαντικά και δεν διασώζουν ούτε ένα φυσικό ρεαλισμό. Μπορεί να προκαλούν συγκίνηση, αλλά όχι κοινωνία. Παρατήρησε τις αυθεντικές βυζαντινές εικόνες και θα δεις ύφος και μάτια, όχι βρέφους, αλλά προσώπου μεγάλου ανδρός και με το σύμβολο του Πάθους στο φωτοστέφανό του. Και πάντως αυτό το Βρέφος στην εικονογραφία παρουσιάζεται να κρατεί με φροντίδα στο χέρι του τη γη, και καθόλου δεν φαίνεται να νιώθει στεναχωρημένο για τις συνθήκες της γεννήσεώς του, ώστε να χρειάζεται να εξωραϊστεί το σκηνικό από τις βιομηχανίες των εμποροπανηγύρεων, μη τυχόν και στεναχωρηθεί κανείς μας και κυρίως τα μικρά παιδάκια! Δυστυχώς, αν μια εορτή έχει εντελώς χάσει το νόημά της, αυτή είναι των Χριστουγέννων. Σήμερα η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται με εξαιρετική λαμπρότητα στα σπίτια, στις αίθουσες των σχολείων ή στα πνευματικά κέντρα των ναών, όπως και στα καζίνα ή στα σαλέ της όποιας Ευρώπης. Θα ήταν προτιμότερη μια άμεση άρνηση του Χριστού, ακόμα και ένας άμεσος διωγμός όπως του Ηρώδη, παρά αυτό που παρατηρείται σήμερα, όπου πολλοί τον διώκουν έμμεσα αντικαθιστώντας τη συμμετοχή τους στην Ευχαριστία- όπου μόνο εκεί μπορεί κάποιος να συναντήσει τον γεννηθέντα Χριστό- με τη συμμετοχή τους σε “ρεβεγιόν” ή και σε θεατρικές παραστάσεις που αναπαριστούν τη γέννησή του. Η καθήλωση στην ιστορία είναι εμφανής. Ο νεστοριανισμός κραυγάζει συχνά με ορθόδοξο περιτύλιγμα».

Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου... ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του φίλου γιατρού, ιστοριοδίφη και σκιτσογράφου Μάκη Αξιώτη. Τον ευχαριστώ για την άδεια δημοσίευσης.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Από τα Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής...

Χριστούγεννα στʼ Άγραφα

Είχε πεθάνει εκείνο το χρόνο ο παπάς του χωριού. Ενός από τα πιο απομακρυσμένα αγραφιώτικα θεσσαλικά χωριά του ορεινού Δήμου Αργιθέας. Ήτανε γέρος περίπου 90 χρονών και δύσκολα τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια εκτελούσε τα ιερατικά του έργα. Το χειμώνα, όταν οι βροχές δυνάμωναν το ρέμα που χώριζε τους δυο ξέχωρους μαχαλάδες κι ο δρόμος πνίγονταν στη λασπούρα, ο παπα-Στέργιος ‒αυτό ήτανε τʼ όνομά του‒ δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησιά, που έμενε έτσι αλειτούργητη. Οι γριούλες του πέρα μαχαλά και μερικοί γέροι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία και χτύπαγαν την καμπάνα. Άναβαν τα κεριά τους και έπιαναν τις σκοτεινές γωνιές της εκκλησιάς κι αποκεί κοιτάζοντας τις θλιμμένες μορφές του Χριστού και της Παναγιάς έκαναν ώρα πολλή το σταυρό τους άδικα προσμένοντας να φανεί κάποτε ο παπα-Στέργιος. Αγνάντευαν από την πόρτα ή το μικρό φεγγίτη του ναού προς τη διπλανή πλαγιά του βουνού που είχε χαθεί στους πυκνούς καπνούς της ομίχλης ή την είχαν κατακλύσει οι άγριες μπόρες της βροχής κι ανεστέναζαν δίχως να σταματήσουν το σταυροκόπημα.
«Αχ, Θιούλη μʼ, κατακλυσμό έφιρις σήμερα! Δουξασμένου τʼ όνομά σʼ, Μιγαλοδύναμι μʼ! Πού να ξιμʼτίσει ου δόλιους ου παπάς σήμερα ... Πάλι αλειτούργητη η ικκλησίτσα μας. Δόξα να ʼχʼς ...». Οι άγριες βροντές των κεραυνών και το δυνάμωμα της κατεβασιάς έφερναν δέος κι ανατριχίλα και διέκοπταν τη σιγανή προσευχή των μαύρων κούτσουρων που απάγκιαζαν στο ναό.
Εκείνο όμως το χρόνο αναπαύθηκε για πάντα από το σκληρό βάρος των γηρατειών του ο παπα-Στέργιος. Ο δεσπότης δεν είχε διαθέσιμο παπά που να πήγαινε πρόθυμα να υπηρετήσει στο απόμερο και μακρινό εκείνο χωριαδάκι. Γιʼ αυτό έδωσε εντολή στον παπά ενός γειτονικού χωριού που απείχε τρεις ώρες κακοστρατιάς, έναν πολύ καλό παπά, να λειτουργήσει με την αράδα στα δυο χωριά, το δικό του και του μακαρίτη παπα-Στέργιου, μια Κυριακή στο δικό του και την άλλη στο άλλο.
Τα δωδεκαήμερα κανόνισε πάλι να κάνει μερασιά ο παπάς στα δυο χωριά της ενορίας του. Τα Χριστούγεννα που έπεφταν Σάββατο και τη δεύτερη μέρα την Κυριακή, που είναι γιορτή της Παναγιάς, θα λειτουργούσε στην πρόσθετη ενορία του, ενώ την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα θα λειτουργούσε στο χωριό του.
Ειδοποίησε από πριν ο παπάς στο χωριό πως θα ʼρχότανε αποβραδίς για να λειτουργήσει στο χωριό τους τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε μάλιστα κανονίσει να τραβήξει στο σπίτι του παπα-Στέργιου που είχε βάλει σώγαμπρο στη θυγατέρα του κι είχε τώρα κι αυτή αγγόνια από το γιο της. Εκεί θα ʼμενε και τις δυο ημέρες ως την Κυριακή το μεσημέρι, οπότε θα ξεκίναγε για να γυρίσει στο χωριό του.
Η Παρασκευή της παραμονής ξημέρωσε πολύ άγρια μέρα. Ένα μουντό, κρύο και επίμονο νερόχιονο είχε κατακλύσει τα πάντα. Ο παπάς ετοίμαζε τον καινούργιο τροβά του, όπου θα τοποθετούσε διπλώνοντας με προσοχή ένα ένα τα ιερά του άμφια. Το πετραχήλι του, το στιχάρι, το φαιλόνι, τη ζώνη και τα επιμανίκια. Ενώ συγύριζε και ετοίμαζε τα πράγματά του, εσιγόψελνε τα γιορταστικά τροπάρια της παραμονής. «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου, Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα».
Η παπαδιά κοίταζε ανήσυχη κατά το βουνό που θα ταξίδευε ο παπάς, ενώ εκείνος με την ίδια του ησυχία συνέχιζε να ψάλλει τα προεόρτια.
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως...».
Κάποια στιγμή η παπαδιά, η οποία ησθάνετο πάντοτε μεγάλο σεβασμό προς τον άνδρα της και το ιερατικό του σχήμα, τόλμησε να τον παρατηρήσει δειλά. «Δεν πρέπει, παπά μου, και να με συμπαθάς γιʼ αυτό που λέω, να ξεκινήσεις μʼ αυτόν τον καιρό. Είναι μεγάλος κίνδυνος». Ο παπάς, για να μην τη στενοχωρήσει, την καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα περιμένω να περάσει αυτό το δορλάπι. Περαστικό είναι. Ύστερα, δεν θα είμαι μόνος. Θα ʼρθει μαζί μου κι ο Ρέπας ο αναγνώστης. Προσφέρθηκε μόνος του να με συνοδέψει και να κάνομε μαζί Χριστούγεννα στο χωριό...».
Το δορλάπι όμως με τʼ άγριο νερόχιονο δεν έλεγε να κρατήσει. Η αντάρα κι η συγνεφιά έφερε πρόωρα το σουρούπωμα. Τότε αποφάσισε ο παπάς να ξεκινήσει. Η παπαδιά τώρα ανησυχούσε πιο πολύ. «Πού θα πας τώρα όλη τη νύχτα; Και μʼ αυτό τον καιρό; Εγώ λέω να κάνεις εδώ Χριστούγεννα και πας τʼ Αϊ-Βασιλιού στο χωριό. Το ίδιο είναι. Η μεγάλη χάρη Του παντού η ίδια είναι ...!».
Ο παπάς όμως είχε πάρει την απόφασή του.
«Μην επιμένεις, παπαδιά, θα πάμε. Ο κόσμος ετοιμάστηκε και μας καρτερεί. Έχουν φτιάσει λειτουργιές, κεριά. Ενώ εδώ τώρα ζήτημα είναι να βρεθεί πρόσφορο για τη λειτουργία. Ύστερα, δεν είμαστε ζάχαρη να λιώσουμε. Μαθημένα είναι τα βουνά από χιόνια...».
Αποχαιρέτησε την παπαδιά του και τις δύο κόρες του, τις ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και ξεκίνησε με το Ρέπα για το χωριό.
Ύστερα από μισή ώρα ο καιρός ξέκοψε. Τραβήχτηκε από την πλαγιά η αντάρα κι ο ουρανός φάνηκε καταγάλανος ανάμεσα από τα σκόρπια σύγνεφα. Το ηλιοβασίλεμα έλαμψε επάνω στην ασπρίλα της ξέφωτης χιονισμένης βουνοπλαγιάς και τα κρούσταλλα που κρέμονταν στα κλώνια των έλατων άστραψαν σαν διαμάντια. Εκείνη την ώρα ζύγωναν στο διάσελο ο παπάς με το σύντροφό του βαδίζοντας άναργα άναργα στο δρόμο, που ήτανε χωμένος σε μισό μέτρο χιόνι. Η παπαδιά αγνάντεψε από το μπαλκόνι κι όταν τους είδε δάκρυσε από χαρά.
«Δόξα να ʼχεις, Χριστούλη μου, για το θάμα σου αυτό», έκανε προσκυνώντας. «Εσύ να τους οδηγάς την αποψινή νύχτα ...».
Την ίδια συγκίνηση ένιωσαν κι οι δυο οδοιπόροι στην άξαφνη καλοσύνη του καιρού και λαμποκοπώντας απʼ τη χαρά τους πήραν μαζί το χριστουγεννιάτικο τροπάρι σε ήχο δεύτερο:
«Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Εὐτρεπίζου, σπήλαιον! Βηθλεὲμ Γῆ Ἰούδα, τέρπου καὶ ἀγάλλου. Ἀκούσατε ὄρη καὶ βουνὰ καὶ τὰ περίχωρα! Ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον!».
Την ώρα που εβυθίζετο ο ήλιος στη δύση του εχάνετο κι η μαύρη σιλουέτα του παπά πίσω από το βουνό, όπως επορεύετο στο ιερατικό του χρέος στο μακρινό χωριό, που περίμενε με αγωνία και κρυφή χαρά να γιορτάσει τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή, τη Γέννηση του Σωτήρα του κόσμου...
Πέρασε όμως μια ώρα νύχτα, δυο τρεις χωρίς να φανεί πουθενά ο παπάς στο χωριό. Όλοι τότε φοβήθηκαν πως εμποδίστηκε από τον καιρό και δεν θα γινότανε τα Χριστούγεννα στο χωριό τους.
Αργά αποφάσισαν να κοιμηθούν στο σπίτι του παπα-Στέργιου ...
Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν ένας ισχυρός κρότος στην πόρτα τράνταξε το σπίτι. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι από τον ύπνο κι έτρεξαν στην αυλόπορτα.
«Ποιος είναι, ωρέ;».
«Εγώ, ο παπάς είμαι, ανοίξτε...».
Έσυραν το σύρτη κι άνοιξε η πόρτα. Τίναξαν καλά τα χιόνια αποπάνω τους ο παπάς με το σύντροφό του, βρόντηξαν στο πλακόστρωτο της αυλόπορτας τα πόδια του, για να φύγουν οι πολλές λάσπες από τα παπούτσια τους και χώθηκαν ξεπαγιασμένοι στο ισόγειο καλυβόσπιτο.
Συναγερμός στο σπίτι. Άλλος κουβαλούσε ξηρές σχίζες, άλλος κλάρες για προσάναμμα, άλλος άναβε το καντήλι, αναμέραγαν τα στρώματα. Σε λίγα λεπτά μπουμπούνιζε η φωτιά κι ο παπάς με το Ρέπα χώθηκαν να ζεσταθούν και να στεγνώσουν στο τζάκι. Τους εξήγησαν γιʼ αυτή την αργοπορία τους πως από τα πολλά χιόνια εδυσκολεύετο η πορεία τους και χρειάστηκαν πολλές ώρες, για να φτάσουν. «Ας είναι, με τη βοήθεια του Χριστού φθάσαμε καλά...».
Πήρε χαμπάρι η γειτονιά την άφιξη του παπά και σε λίγο όλο το χωριό βρισκότανε στο πόδι.
Τους ειδοποίησε το χαρμόσυνο αηδόνισμα της καμπάνας που αντηχούσε ζωηρά στη σιγαλιά της χιονισμένης νύχτας.
Νταγκ, νταγκ, νταγκ! Νταγκ, νταγκ, νταγκ!
Το χωριό εκείνη τη χρονιά γιόρτασε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα.
Όλοι, νέοι και γέροι, περίμεναν με λαχτάρα τη μέρα αυτή να κοινωνήσουν. Ύστερα από τη νηστεία της Σαρακοστής γεύτηκαν ευτυχισμένοι τη θεία Μετάληψη. Το τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού στο οποίο μετουσιώθηκε ο κοινός άρτος της λειτουργιάς και το κρασί του νάματος.
Μην απορήσετε για την ατράνταχτη αυτή πίστη τους ούτε να τους ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό το θαύμα. Γιατί οι χωρικοί μας ζουν κάθε μέρα τα θαυμάσια και τα μυστήρια που συντελούνται στην εξοχή των κάμπων και των βουνών. Εκεί στους απέραντους αγρούς βλέπουν πως ο άρτος που γίνεται Σώμα ενός Θεού πέρασε πρωτύτερα από τη φάση ενός άλλου θαύματος. Από το ανόργανο χώμα του εδάφους και τον ατμοσφαιρικό αέρα επλάστηκε απάνω στα στάχια ο ζωοδότης σίτος κι από τα νεκρά άλατα του ίδιου χώματος έγινε ο ξανθός χυμός του νάματος στην κληματόβεργα. Με την ίδια θαυματουργική, μυστηριακή ενέργεια βγαίνει από το σκουλήκι η πεταλούδα και το μετάξι, από το κάρβουνο το διαμάντι, από το αγκάθι το μυρωδάτο τριαντάφυλλο. Οι χωρικοί μας νιώθουν με την εδραία και ακίβδηλη πίστη τους τόσο βαθιά τη γοητεία και την ομορφιά αυτών των θαυμάτων και γιʼ αυτό τρέχουν μʼ ευγνώμονη χαρά τέτοια επίσημη μέρα για το μυστήριο της «Θείας Ευχαριστίας».
Είναι το τίμημα της ευγνωμοσύνης των φτωχών και απλών ανθρώπων προς τις αστείρευτες πηγές των ατίμητων δώρων. Προς τις ευεργέτιδες θείες δυνάμεις του Άπειρου και του Άναρχου. «Ὅτι πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον...».


Από το βιβλίο του Σεραφείμ Κ. Τσιτσά, Ιστορίες του χωριού. Δωδεκαήμερα και Πασχαλιά, Αθήνα 1958.

[Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024: Με τον κοφτερό λόγο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΛΕΒΙΤΣΗ... 31 χρόνια μετά...





ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ. «Ο Χριστιανισμός», Ευθύνη, τχ. 264, (Δεκέμβριος 1993) 642-644.

Τι σημαίνει «συγκατάβαση;»

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Όλοι γνωρίζουμε πως τα Χριστούγεννα είναι το μυστήριο της «θείας συγκατάβασης». Της συγκατάβασης του Θεού στον άνθρωπο. Τα Χριστούγεννα είναι η «μητρόπολη των εορτών». Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος χωρίστηκε απ’ το Θεό. Άλλωστε, αυτό είναι η αμαρτία: Ο χωρισμός απ’ το Θεό. Έτσι, ήρθε στον άνθρωπο ο σκοτασμός, η σύγχυση και η άγνοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλησιάσει το Θεό.
Όμως, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος, το έκανε ο Θεός και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Γίνεται ορατός στη ζωή μας και έρχεται ανάμεσά μας. Όπως λέει ο Mέγας Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό». Ναι, χάσαμε τον παράδεισο, αλλά ο Θεός μάς δίνει έναν δεύτερο παράδεισο, καλύτερο αυτή τη φορά. Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος; Ο ίδιος του ο εαυτός.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, είναι το κέντρο των εορτών. Ο Χριστός είναι ο «θησαυρός» και το κέντρο της ζωής μας. Όπως λέει και ο Άγιος Πορφύριος: «Ο Χριστός είναι το παν». Δηλαδή, αυτό που κάνουμε στην Εκκλησία και στην πνευματική ζωή, είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Μια διαρκής αναζήτηση του Θεού. Μια προσπάθεια καθημερινή να ελκύσουμε το Θεό στη ζωή μας. Ο Χριστός προσφέρεται σ’ όλο τον κόσμο, στον καθένα μας αδιακρίτως. Αυτά που Τον εμποδίζουν, είναι τα «τείχη» και οι οχυρώσεις που έχουμε. Ο αγώνας, όμως, είναι να «γκρεμίσουμε» τα «τείχη» και να δεχθούμε τη χάρη του Θεού.
Τα στοιχεία που μπορούμε να πάρουμε απ’ τη γέννηση του Χριστού είναι δύο. Το πρώτο είναι αυτή η συγκλονιστική έννοια της «συγκατάβασης». Έρχεται ο Θεός στη δική μας κατάσταση και, μάλιστα, αυτό που είναι το δεύτερο στοιχείο, έρχεται με τον πιο ταπεινό τρόπο: Γεννάται στο σπήλαιο και στην αφάνεια. Γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο; Γιατί τα σπουδαία και σημαντικά δεν διαφημίζονται. Τα μειονεκτικά διαφημίζονται. Το αληθινό απαιτεί σιωπή, ησυχία και αφάνεια. Άρα, και εμείς χρειάζεται να ειρηνεύσουμε μέσα στη σιωπή, στην ησυχία και στην αφάνεια.
Όταν λέμε, όμως, «αφάνεια», δεν εννοούμε αφάνεια «ψυχολογική», αλλά αφάνεια «πνευματική». Τι σημαίνει αυτό; Ότι μας συντρίβει ο πόθος για το Θεό τόσο πολύ, που είμαστε ανύπαρκτοι για τον κόσμο. Μας αγνοεί ο κόσμος γιατί αγνοεί αυτό τον πόθο και αυτή την αναζήτηση που έχουμε για το Θεό. Αυτός ο πόθος μάς στρέφει στην καρδιά μας. Βλέπουμε, ταυτόχρονα, κάτι: Θέλει η καρδιά μας να πλησιάσει το Θεό, αλλά δεν μπορεί. Μας ξεπερνάει ο Θεός. Θέλει η καρδιά μας, αλλά είναι «κλειστή». Λέμε: «Πού να έρθει ο Θεός να κατοικήσει μέσα μας;». Η Εκκλησία, όμως, μας δίνει θάρρος και κουράγιο. Ακούμε να μας λέει: «Εμείς οι εξαφανισμένοι και οι ασήμαντοι παίρνουμε θάρρος, γιατί μέσα στη σπηλιά και στην αφάνεια γεννήθηκε ο Χριστός».
Σταδιακά διαπιστώνουμε και βλέπουμε πως ο Θεός είναι μια ολοκληρωτική συγκατάβαση. Όσο παύουμε να πιστεύουμε στον εαυτό μας, αλλά εξακολουθούμε, παρά τα δεδομένα του κόσμου, να ελπίζουμε στο Θεό, τόσο αποκαλύπτεται ο Θεός στην καρδιά μας ως «συγκατάβαση», «γλυκασμός» και «ανάπαυση». Αυτό φέρνει και σε μας ένα μήνυμα, αλλά και μια πρόσκληση. Σκεφτόμαστε και λέμε: «Συγκατάβαση έκανε ο Θεός σε μας, στην πτώση μας, στην αμαρτία μας και στον σκοτασμό μας. Ήρθε και μας ανέστησε για να μας πει: "Είδατε ποιος είναι ο Θεός; Ποιο είναι το ήθος του Θεού; Είδατε τι κάνει ο Θεός; Κάντε το και εσείς σε όλους τους άλλους"». Δηλαδή, μας καλεί και εμάς να κάνουμε συγκατάβαση και να επιδείξουμε επιείκεια, αποδοχή και συγχώρεση στον αδελφό μας.
Όλα αυτά ακούγονται όμορφα και ευχάριστα. Όμως, δεν είναι μόνο λόγια. Είναι πρωτίστως πράξη. «Συγκατάβαση» σημαίνει με απλά λόγια: Όπως ποθώ το Θεό και ο Θεός είναι ένα «άνοιγμα» για μένα, έτσι και εγώ ποθώ τον κάθε άνθρωπο και γίνομαι θυσία για τον καθένα. Ξεχνάω κάθε κόστος και κάθε κόπο. Το πιο σπουδαίο, με λίγα λόγια, είναι να μένουμε «ανοιχτοί» και να βλέπουμε πέρα απ’ τη δική μας ανάγκη. Την ανάγκη του άλλου πριν το πει. Να τον αναπαύουμε και να ξοδεύουμε κόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει άλλοθι στο να διακονήσουμε τον άλλον άνθρωπο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως για ένα λόγο αξίζει να ζούμε: Για να διακονούμε τον άλλον άνθρωπο. Για ποιο λόγο; Διότι πρώτος μας διακόνησε ο Θεός.
Μόνο ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε τη διακονία και τη συγκατάβαση του Θεού, μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αν δεν το κάνει, δεν σημαίνει πως είναι «κακός», απλά δεν «γεύτηκε» τη συγκατάβαση του Θεού. Αν, όμως, «γεύτηκε» το Θεό και παραμένει«κλειστός», τότε, αυτός ο άνθρωπος είναι ήδη «νεκρός». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «αναπηρία» απ’ το να δίνει ο Θεός και να παραμένουμε «κλεισμένοι» στον εαυτό μας.
Μήπως και εμείς, τελικά, στην Εκκλησία έτσι είμαστε; Μήπως συμμετέχουμε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, μάθαμε για την εξομολόγηση, για τη Θεία Κοινωνία, βρήκαμε έναν ιερέα που μας βολεύει, μια ενορία που μας αρέσει και περνάμε καλά; Έξω τι κάνουμε; Θυσιαζόμαστε για τους άλλους ή είμαστε αδιάφοροι; Ήρθε η ώρα να «ενεργοποιήσουμε» τη φράση που λέει: «Λειτουργία μετά τη λειτουργία». Δηλαδή: Ήρθες στην Εκκλησία και κοινώνησες; Μετά έχει κι άλλη «λειτουργία». Ποια; Λέει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Τη λειτουργία του αδερφού σου». Πού είναι η αγάπη μετά; Πού είναι η αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον;
Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως δεν σωθήκαμε επειδή κοινωνήσαμε απλώς. Η Θεία Κοινωνία σώζει όταν γίνει πραγματική κοινωνία. Όταν δύο πόθους έχουμε στη ζωή μας: Πώς να βρω το Θεό και πώς ν’ αναπαύσω τον αδελφό μου. Την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα τα βρούμε, όταν μπορέσουμε ν’ ακούσουμε την καρδιά μας. Να θυμόμαστε το εξής: Πως απ’ την στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει, πλέον, ο ουρανός ως τόπος συνάντησης με το Θεό, αλλά μονάχα η ανθρώπινη καρδιά.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικη μνήμη μακαριστού Μητροπολίτου Νιγηρίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Πριν δεκατρία έτη, προεόρτια των Χριστουγέννων, είχα διαβάσει το βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Χρυσόστομου Σταμούλη: Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Γι’ αυτό, μάλιστα, είχα γράψει δυό λόγια στον Ενδότοπο [Χρόνια Πολλά! Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης & εδώ]. 
Σήμερα, δύο μέρες πριν κλείσουν τα σχολειά-μας για τις διακοπές των Αγίων Ημερών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, δύο μικρά αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο, μαζί με ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο ενός άλλου αγαπητού συναδέλφου, του Θανάση Ν. Παπαθανασίου: Ο Θεός-μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι του «δρόμου», τα συζητήσαμε με μαθητές και μαθήτριές μου στο μάθημα των Θρησκευτικών, σ’ ένα από τα τρία τμήμα της Α΄ Λυκείου, το Α1. Από την πρώτη ανάγνωση των αποσπασμάτων, όλοι οι μαθητές κι όλες μαθήτριες έμειναν έκπληκτοι κι έκπληκτες από τον τρόπο γραφής και τις αλήθειες των κειμένων. Αλήθειες που και σήμερα είναι άκρως επίκαιρες. 
Το κείμενο που, κυριολεκτικά, τους άγγιξε ήταν η εισαγωγή του μακαριστού Μητροπολίτη Νιγηρίας Αλέξανδρου στο βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη. Την δημοσιεύω, ως ελάχιστη γιορτινή αναφορά των ημερών που έρχονται. Ελπιδοφόρο, πράγματι, το γεγονός πως 15ντάρηδες μαθητές και μαθήτριες, διαβάζοντάς το αντιστάθηκαν στην ανησυχητική άνθηση της ξενοφοβίας και της αντιχριστολογίας των ημερών-μας. Ελπίδα για τη νέα γενιά: η Ενσάρκωση –«ο Λόγος σαρξ εγένετο»- και μίλησε τη γλώσσα του ανθρώπου!


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2010). Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 7-12.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Αλβανίας Αναστάσιος: Ικεσία ειρήνης

«Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πατὴρ οἰκτιρμῶν,
τῆς μεγάλης βουλῆς σου τὸν Ἄγγελον,
εἰρήνην παρεχόμενον, ἀπέστειλας ἡμῖν·»
(Καταβασίες της εορτής των Χριστουγέννων)

Ο πόθος για ειρήνη έχει γίνει τον τελευταίο καιρό πόνος καθημερινός, κραυγή και ικεσία εκατομμυρίων ανθρώπων. Οδύνη ατέρμονη κυριαρχεί από τον ολέθριο, απαράδεκτο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Συγχρόνως πολεμικές συγκρούσεις εξακολουθούν στη Συρία, στην Υεμένη και γενικότερα στην Ασία και την Αφρική, ενώ συχνές είναι οι τρομοκρατικές ενέργειες σε πολυπληθή δυτικά αστικά κέντρα. Δεν έπαυσαν να ταλαιπωρούν την οικουμένη και άλλης μορφής πόλεμοι, οικονομικοί, διπλωματικοί, ιδεολογικοί. Η βία και η αυθαιρεσία έφτασαν να βεβηλώνουν ακόμη και χώρους ιερούς. Τα συμφέροντα των ποικιλώνυμων ισχυρών χρησιμοποιούν ως πολεμικό όπλο την παραπληροφόρηση, για να υποδουλώσουν τη σκέψη και τη συνείδηση πολλών.
Η εορτή των Χριστουγέννων όχι μόνο τονίζει το αίτημα και τον πόθο για ειρήνη, αλλά αποκαλύπτει και πώς μπορεί να εδραιωθεί. Η έλευση του Λυτρωτού του κόσμου, του Ιησού Χριστού, η οποία χαιρετίζεται με τον αγγελικό ύμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2:14), αποτελεί την πραγματοποίηση της προφητείας του Ησαΐου (8ος αι. π. Χ): «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, … καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος·… καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον…» (Ησ. 9:6-7).
Η ειρήνη δεν είναι απλώς ευχή, είναι θείο δώρο και επίτευγμα της συνεργίας του ανθρώπου με τον Θεό. Η ακτινοβολία της θείας χάριτος είναι δεδομένη, η ανθρώπινη προσπάθεια αναμενόμενη. Η Ορθόδοξη Χριστιανική εμπειρία αναφέρεται σε μια πολυεδρική ειρήνη με τον εαυτό μας, με τους συνανθρώπους μας, με τον Θεό, με την κτίση. Τα Χριστούγεννα συμπυκνώνουν εν σπέρματι σε πλαίσιο προφητικό τις μεγάλες αλήθειες, που ξετυλίγονται ολοκληρωτικά στη ζωή του Χριστού, κορυφώνονται στο Πάθος και την Ανάσταση και προβάλλονται από την Εκκλησία σε μεγάλες εορτές.
Εκ πρώτης όψεως το αντίθετο της ειρήνης θεωρείται ότι είναι ο πόλεμος. Είμαι πεπεισμένος ότι το αντίθετο της ειρήνης είναι κατά βάθος ο εγωκεντρισμός, με τις ποικίλες μορφές του, αλαζονεία, υπερηφάνεια, εγωπάθεια, μεγαλομανία⸱ αυτός καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών και υποδαυλίζει τις μικρές και μεγάλες συγκρούσεις. Μέσα στο φως της Γεννήσεως του Χριστού διευκρινίζεται επίσης ότι ο εγωκεντρισμός υπερνικάται με την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη, που αποτελούν θεμελιώδη προαπαιτούμενα για την εδραίωση της ειρήνης.
Η καρδιά του χριστιανικού μηνύματος είναι ότι: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. 3:16). Οι εκφράσεις της αγάπης που προσδιορίστηκαν από τη χριστιανική πίστη αδιάκοπα ακτινοβολούν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και εκείνων, που με αφοσίωση Τον ακολουθούν. Όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιμένει: «Πολλοί έχουν πει πολλά περί αγάπης, αν όμως την αναζητήσεις, θα την βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, επειδή μόνον αυτοί είχαν την αληθινή Αγάπη δάσκαλο της αγάπης» (Περί ἀγάπης Δ΄ Ἑκατοντάς, 100).
Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν έγινε άνθρωπος, για να μας δώσει μια γενική αόριστη θεωρία περί αγάπης, αλλά για να την αποκαλύψει μένοντας ανάμεσά μας. Να καταυγάσει με το φως της θεογνωσίας την αλήθεια ότι: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ιω. 4:16). Η δέσμη φωτός της αγάπης εμπεριέχει όλο το φάσμα των αρετών. Τη δικαιοσύνη, την αγαθωσύνη, τη συχωρητικότητα, την αλήθεια, βασικά προαπαιτούμενα για την στερέωση της ειρήνης.
Ο Παντοδύναμος και Απερινόητος Υιός και Λόγος του Θεού, προσλαμβάνει, κατά το άπειρο έλεός Του, την ανθρώπινη φύση, για να την εξυψώσει με τρόπο ασύλληπτο στον ανθρώπινο νου στην κατά χάριν θέωση. Ο Θεάνθρωπος ήρθε ως βρέφος, ως αθώο παιδί και με την όλη ζωή και θυσία Του, προτρέπει: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Μτ 11:29).
«…Ὅθεν θεογνωσίας, πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες…».
Με αισθήματα ευγνωμοσύνης για το εκπληκτικό φως θεογνωσίας, που μας χαρίζει με τη Γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ας Τον δοξολογήσουμε αναπτύσσοντας την ειρήνη, με τον εαυτό μας, με τους συνανθρώπους μας, με τον Θεό, και ας αγωνιζόμαστε να είμαστε συνεργοί Του, κατά την εντολή: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Μτ. 5:9).
Ευλογημένα Χριστούγεννα! Ειρηνοφόρο, με ασάλευτη υγεία, το Νέο Έτος!

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

«Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα»


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ. (1980). «Η Γέννηση του Χριστού και οι αμαρτίες των νεαρών μαθητών που παραβιάζουν τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας», στο: Τα Σχόλια του Τρίτου. Αθήνα: Εξάντας, σσ. 101-105.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

«Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας»

«Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.
Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.
Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…»
.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1995). «Τα Χριστούγεννα του σταλαγμίτη», στο: Τα Ποιήματα (1961 – 1978), τ. Α΄. Αθήνα. Ίκαρος, σσ. 90-91.

Αύριο είναι Γιορτή

1ο Στον όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον έκσταση, θαυμασμό και χαρά.

«Εν ανθρώποις ευδοκία».
Βγαίνουν οι άνθρωποι,
λαλούν οι άνθρωποι στην παγερή έναστρη νύχτα
που λάμπει ιώδης και μαύρη,
κρυστάλλινη, διαυγής, διάφανη, άυλη.

Οι άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και μιλούν, γελούν κι απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν ν’ ακούσουν και δεν ακούν
τη φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι, κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι γελαστοί.

Αύριο είναι γιορτή,
αύριο είναι διασκέδαση,
αύριο είναι ανάπαψη.
Οι άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν, περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν ό,τι έμαθαν να βλέπουν.

2ο Δάκρυα εμποδίστε μου το βλέμμα.
Δάκρυα κλείστε μου τα μάτια.
Δάκρυα σκοτίστε μου το κοίταγμα.

Ψυχή χτυπημένη,
νικημένη απ’ τον ίδιον εαυτό μου,
ψυχή μου αφανισμένη απ’ το βάρος,
του ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος,
δεν έχεις φωνή, ψυχή μου, ν’ ακουστεί,
για ν’ ακούσεις στης νύχτας το φέγγος
υπερούσια λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες
συνοδεία αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν
τοίμασες,
συνοδεία μέσ’ τη νύχτα για σένα δεν τοίμασες.
Σωπαίνεις και δεν ακούς
τη φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα,
κινούνται τάστρα, το φέγγος κινείται
ιώδες και μαύρο, γαλάζιο,
κινούνται τακίνητα πάντα ακόμα,
ψυχή μονάχη, δίχως φωνή
παραμένεις, δίχως ακοή περιμένεις ακόμα
δεν έχεις φωνή να φωνάξεις
τον εαυτό σου στους άλλους
ανάμεσα να χαθείς, να βρεθείς
να μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.

3ο Γέλια και μιλήματα,
φωνές γλυκές παιδιάτικες,
ψιλές φωνές γυναικείες
και βαρειές αντρικές.
Ακούν όλοι∙ εκκλησία
τους κλείνει η έκκληση,
καλούν το παιδί
που υπάρχει υπέροχο,
την ασώματη υπερέχουσα ύλη

που το γεννά απείραχτη,
άφθαρτη, αειπάρθενη, διαρκής
παρθένος στους αιώνες των αιώνων.

4ο Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.

Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.


ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ. (2000). «Παραμονή της Γέννησης», στο: Τα Ποιήματα (1940-1995), τ. Α΄. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, σσ. 47-49.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ο «θρησκευόμενος» άνθρωπος των Χριστουγέννων

«Ο σημερινός άνθρωπος έχει χτίσει το σπίτι-του χωρίς παράθυρα, ή μάλλον με παράθυρα που κοιτάζουν μόνο προς το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Δεν βλέπει και δεν περιμένει τίποτα έξω από τον εαυτό-του και τον ατομικό-του κόσμο. Το σπίτι-του δεν αερίζεται και γι’ αυτό βρωμάει. Δεν βλέπει φως και δεν τρέφεται από πουθενά. Η αιχμαλωσία-του είναι πιο σκληρή από την αιχμαλωσία του Ισραήλ στη Βαβυλώνα. Το σκοτάδι που τον περιβάλλει είναι πιο βαθύ από την πιο σκοτεινή παραμονή των Χριστουγέννων. Χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ένα τέτοιο σπίτι με τέτοια παράθυρα δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να διατηρεί την ελπίδα ότι κάποτε θα μπορέσει να δει τη λάμψη του Θεού μέσα στην καρδιά-του. Έτσι, “ως άνθος μαραίνεται” και αργοπεθαίνει από ασφυξία και ασιτία». 


π. ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ. (2010). Χριστουγεννιάτικη θλίψη. Αθήνα: Αρμός, σσ. 36-37.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα: με τη δύναμη της αγάπης, της ελπίδας και της ιαματικής καλοσύνης στο Άλλον

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Το κείμενο της παρακάτω φωτογραφίας είναι μία προκήρυξη που μοίρασαν στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε γειτονιές της Αθήνας, το Δεκέμβριο του 1992, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ενάντια στο Φασισμό. Δημοσιεύθηκε και στο βιβλίο του καλού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου, με το εξής τίτλο: «Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι “του δρόμου”», (εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004 και έκδοση επαυξημένη, Αθήνα 2019). Νομίζω πως είναι ένα κείμενο – προκήρυξη λίαν επίκαιρη, μιας και τα ναυάγια με πρόσφυγες και μετανάστες στη θάλασσα της Μεσογείου από τη μια μεριά και η απανθρωποποίηση των δήθεν πιστών Χριστιανών της εποχής μας από την άλλη, που επιχαίρουν με το άδικο θάνατό τους, συνιστά το ακραίο Κακό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που φορούν τη στολή του ναζισμού και του φασισμού, ενώ κοκορεύονται πως είναι Χριστιανοί και, μάλιστα, Ορθόδοξοι. Συστήνω να επαναευαγγελιστούν. Η φυγή του νεογέννητου Ιησού από τη Βηθλεέμ προς την Αίγυπτο, είναι φυγή ενός Ξένου «όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους» (τουτέστιν: Ξένου που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους), Ξένο, αθώου στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Για να διαβαστεί η προκήρυξη χρειάζεται πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλαλληλίας, μακρυά από εκείνες τις πολιτικάντικες νοοτροπίες που, ανά τον κόσμο ολάκερο, αδυνατούν να διαχειριστούν το προσφυγικό – μεταναστευτικό φαινόμενο, σίγουρα όχι το μοναδικό στη μακραίωνη ανθρώπινη Ιστορία. Αν τη διαβάσουμε με πολιτικάντικη νοοτροπία – χάρη σ’ αυτή, άλλωστε, όλο και περισσότερο στις μέρες μας θεριεύει ο ναζισμός και ο φασισμός - να είμαστε σίγουροι πως θα συνεχίσουμε να σκοντάφτουμε σε δρόμους, που κάποιοι επιθυμούν να είναι στρωμένοι με φυλετικές και εθνικιστικές διακρίσεις.


Υ.Γ. Ευχαριστώ τον αγαπητό συνάδελφο - δάσκαλο Αντώνη Παναγάκη, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει φωτογραφία της προκήρυξης.

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

«Στὸ Χριστό στὸ Κάστρο» ἐμπεριπατεῖ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς

[...]. Ἀνέβησαν εἰς τὸ Κάστρον, ὅπου συνήντησαν τὸν Ἀργύρην τῆς Μυλωνοῦς καὶ τὸν σύντροφόν του τὸν Γιάννην τὸν Νυφιώτην. Οὗτοι ἐν ὀλίγοις διηγήθησαν πῶς τοὺς εἶχε κλείσει τὸ χιόνι ἐπάνω στὸ Στοιβωτό, ὅπου ἐτρύπωσαν δύο νύκτας εἰς μίαν σπηλιάν, καὶ πῶς τὴν προχθές, ἤτοι εἰς τὰς 22 τοῦ μηνός, ἐλθόντες τοὺς ἀπηλευθέρωσαν ἐκεῖθεν, ἐκτοπίσαντες μεγάλους ὄγκους χιόνος, δύο αἰγοβοσκοί, ὁ Γιαλὴς ὁ Κόνιζας καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπάντας, οἵτινες καὶ εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ταύτην μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν των εἰς τὸ φρούριον.
Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγράψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερὸς μονοκόμματος γρανίτης ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἤριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονικοῦντες ποῦ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποῦ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ Βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ Καικίου καὶ τοῦ Ἀργέστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμέσον τῆς Χαλκιδικῆς, τοῦ Θερμαϊκοῦ, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου· μεμονωμένος ὑψιτενὴς βράχος, ἐφ᾽ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη.
Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσώζοντο ἀκόμη οἰκίαι τινὲς μὲ τὰς στέγας καὶ τὰ πατώματά των ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἀρχῶν, ὁ ὄκνος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κάστρον συχνότερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τινῶν συλαγωγῶν, πλεονεκτῶν ἢ οἰκοδόμων, εἶχε καταστήσει ἐρειπίων σωρὸν τὸ Κάστρον. Ἐντεῦθεν ἀμελήσαντες καὶ οἱ ἐφημέριοι τῆς σημερινῆς πολίχνης, ἄφηναν ἀπὸ ἐτῶν ἤδη ἀλειτούργητον τὸν ναὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς.
Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Διὰ δώρων καὶ θωπειῶν ἐζήτει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύσῃ τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦ παιδίου τὴν μητέρα. Ἀλλ᾽ ὁ παῖς καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.
Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.

* * *

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνίζωσι καθήμενοι καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλώνωνται καὶ κλέπτωσιν ἀπὸ κανένα ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς κάπες των παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δύο πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων, οἱ ἐκεῖ καταφυγόντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκείνου, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δύο ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιόνος. Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἓν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας…
Ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ᾽ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον.
Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρόν, καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως [...].

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. (1997). «Στὸ Χριστό στὸ Κάστρο», στὸ: Ἄπαντα, τ. Β΄. Κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ἀθήνα: Δόμος, σσ.292-295.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Χρόνια Πολλά! Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ο συγγραφέας, γνωστός από τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πετυχημένος σήμερα πανεπιστημιακός δάσκαλος, με σειρά εξαιρετικών και ρωμαλέων βιβλίων: ο Χρυσόστομος Σταμούλης. Στα χνάρια, βέβαια, του δασκάλου μας, του αξέχαστου Νίκου Ματσούκα. Υπό γιορτινές συνθήκες, όπως οι σημερινές των Χριστουγέννων, το διάβασμα και το ξαναδιάβασμα τέτοιων βιβλίων πράγματι ανακουφίζει τον αναγνώστη. Γεύεται ατόφιο και καθάριο θεολογικό λόγο. 
Πριν πέντε, αν θυμάμαι καλά, χρόνια όταν παραμονές των Χριστουγέννων είχα αγοράσει αυτό βιβλίο, το είχα δώσει σε μια συνάδελφο φιλόλογο για να το διαβάσει. Ακόμη και σήμερα νιώθω την έκπληξη στο πρόσωπό της. Ορθά κοφτά μου είχε πει πως είναι «βιβλίο αναφοράς για κάθε κατατρεγμένο του κόσμου». Όπως θα ‘λεγε κι ο πολύς Ν. Μπερδιάγιεφ: «ο άνθρωπος δεν ζει για το ψωμί, αλλά ζει με το ψωμί και πρέπει όλοι να ‘χουν ψωμί. Μόνο όταν η κοινωνία αναδομηθεί έτσι που ο καθένας θα ‘χει ψωμί, τότε πια θα τεθεί το πνευματικό πρόβλημα ενώπιον του ανθρώπου με τη μεγαλύτερη οξύτητά του». Αν κι από τότε έχουν περάσει λίγα χρόνια, έχω τη γνώμη πως το βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Προτάσσει αυτό που σήμερα διακυβεύεται και είναι πολύ απλό: έχει πολλές φορές επισημανθεί το γεγονός ότι, στον «σύνθετο πλανήτη» που ζούμε, αυτόν των πολλών πολιτισμών, των πληροφοριών, των αντίρροπων δυνάμεων, για να «γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας», απαιτείται πάνω απ’ όλα να «διευρύνουμε την ύπαρξή μας», να ανοιχθούμε προς τον άλλο, όσο κι αν αυτός είναι διαφορετικός από εμάς. Η χριστιανική αγάπη, για να έχει αληθινό περιεχόμενο, δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά να συνδέεται με τον πλησίον, τον οποιοδήποτε πλησίον, τον άλλο, είτε αυτός είναι αλλόφυλος κι αλλόθρησκος, είτε ετερόδοξος, είτε εχθρός. Κι αυτό διότι η αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί έκφραση αγάπης και προς τον Θεό· αγάπη προς τον πλησίον εχθρό, όχι υπό τον χαρακτήρα του αλτρουισμού αλλά στην «προοπτική της οικονομίας του δώρου», κατά Πωλ Ρικαίρ. 
Κατά τρόπο παρόμοιο και ο Χρυσόστομος Σταμούλης διαπιστώνει – διαπίστωση πέρα για πέρα αληθινή - πως: «εάν είναι αλήθεια ότι η Χριστιανική Εκκλησία σήμερα αδυνατεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της, τον τρόπο παρουσίας της στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει με παρρησία να ομολογηθεί ότι η ασθένεια αυτή σχετίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Σχετίζεται, δηλαδή, με την αδυναμία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος να κατανοήσουν και συνεπώς να βιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της σαρκώσεως». Και εξηγείται ο συγγραφέας, κι ας προκαλεί αμηχανία σε πάμπολλα ευσεβιστικά περιβάλλοντα που, δυστυχώς, συνεχίζουν να αρέσκονται σ’ ένα χριστιανισμό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Γράφει: «η επί γης πορεία του Χριστού δεν ήταν εύκολη, υπήρξε τραγική». Παντού, τότε και σήμερα ξένος ήταν και είναι ο Χριστούς. Ξένος, πάροικος και μετανάστης για τους ομόφυλους· ξένος, πάροικος και μετανάστης για τους μαθητές του· ξένος, πάροικος και μετανάστης για την ίδια τη Μητέρα του, «της οποίας λάβωσε την ασφάλεια της μητρικής οικειότητας», δημιουργώντας ρωγμές «στη βεβαιότητα της πολλαπλά προσφερόμενης αποκάλυψης»· ξένος, πάροικος και μετανάστης για ολάκερη την κτίση· ξένος για τη ζωή και για το θάνατο, που τον «ξάφνιασε», τον «ξένισε» και τον «νίκησε για πάντα». Και όλα αυτά «δια της σάρκωσης. Όλα αυτά μέσα από τη μετανάστευση της αγάπης». 
Ο μελετητής του εν λόγω βιβλίου έχει, τελικά, να εκπληρώσει ένα διπλό σκοπό. Από τη μια μεριά να γνωρίζει ατόφια τη θεολογία της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού: «ο Λόγος μεταναστεύει αγαπητικά προς το ποθούμενο», τον άνθρωπο. «Ενώνεται μαζί του πραγματικά και αληθινά. Προσλαμβάνει όλη του τη φύση και γίνεται γι’ αυτό ένδυμα και στολή, μετανάστης και ξενοδόχος, παρηγοριά και παραμυθία. Ντύνει τη γύμνια του και ξεδιψά τη δίψα του. Και όλα αυτά με τρόπο μοναδικό». Κι από την άλλη, ο ίδιος ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί το σαρκωμένο Θεό, να γίνει «αλήτης της αγάπης του Χριστού», ανοίγοντας τις σχέσεις του «πέρα από τα όρια που θέτουν κριτήρια έθνους, φυλής ή φύλων, ακόμη και θρησκείας». 
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν αυτή δεν στρεβλώνεται από λογιώ - λογιώ εθνικισμούς, πολλαπλούς «χριστιανισμούς» κι άλλους -ισμούς, ο άλλος είναι φίλος. Οι συνήθεις κραυγές που αυτάρεσκα οικειοποιούνται τον εθνικοθρησκευτικό μύθο καθαρότητας φυλής και θρησκείας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πρωταρχική έγνοια των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας που, στην προσπάθειά τους να νοηματοδοτήσουν την έννοια του πλησίον, ρητά και απερίφραστα λέγουν πως κάθε άρνηση προσφοράς προς αυτόν, αποτελεί άρνηση προσφοράς προς τον ίδιο το Χριστό. 
Το βιβλίο προλογίζει ο Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος, με άκρως ρηξικέλευθο λόγο: «γνωρίζουμε το Θεό καλλιεργώντας μια σχέση, όχι εμμένοντας σε μια εικονική πραγματικότητα, σε μια άρχουσα ιδεολογία. Αν η Εκκλησία μένει φανατικά Ορθόδοξη, όταν δεν υποκύπτει στο φανατισμό και στη μισαλλοδοξία, γιατί ορισμένοι αδελφοί επιμένουμε να βλέπουμε τον άλλο ως την “κόλασή” μας, συμβιβασμένοι σε μια κρούστα ζωής ξενόφοβης, εγκλωβισμένοι σε μια τάση αφιλόξενη; Εντάσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα μεταξύ Ευαγγελίου και πολιτισμού, αλλά το ζητούμενο είναι πως η όποια πτωτική προκατάληψη υποχωρεί μπροστά στη σχέση μας με τον “ξένο” συνάνθρωπο, τον “ξένο” αδελφό, τον “ξένο” πλησίον. Κοντολογίς, πως δεν θα αρκεστούμε στην εικόνας που προβάλλεται για τον “άλλο”, αλλά θα αναζητήσουμε εν Χριστώ τον ίδιο τον “άλλο”, πως θα προχωρήσουμε στο μυστήριο του αδελφού, πως θα τον δούμε αναστάσιμα, ως εν δυνάμει άγιο και ως ευκαιρία να δώσουμε και να δίνουμε σάρκα και οστά στην αγάπη μας για να κερδίσουμε. Εν τέλει, το ζητούμενο είναι να βρούμε τον εαυτό μας, όταν τον δωρίσουμε στον άλλο. 
»Αλήθεια, μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματικό ήθος, χωρίς να μπαίνει στη σκηνή ο “άλλος”, ο “ξένος”, ο διαφορετικός; Πως θα περάσουμε από το να κραδαίνουμε μια άγονη καύχηση “φωνασκούσας” και αφιλόξενης “φιλοξενίας στον έμπρακτο σεβασμό μας στον κάθε άνθρωπο, από την ιθαγένεια στην αλήθεια; Πως τη θέση της σχετικότητας θα πάρει η σχεσιακότητα, τη θέση της ύπαρξης, η συνύπαρξη, τη θέση του μονολόγου, ο διάλογος, τη θέση του εγώ, το εσύ; Η συζήτηση δεν αφορά μια ακόμα δραστηριότητας της Εκκλησίας, αλλά την ίδια την παράδοξη” ουσία. Και το “παράδοξο” του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ανοχή αλλά με αγάπη, να γίνει αγάπη, να έρθει σε ρήξη με καθετί που δεν είναι αγάπη, με καθετί που δεν είναι για τον άνθρωπο, με καθετί που δεν είναι υπέρ του ανθρώπου. Γιατί ο Χριστός περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από χρώμα, φύλο, φυλή, ηλικία, γιατί “δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας, αλλά όλοι είμαστε ένας…”»
Το Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης, μετά από δέκα χρόνια έκδοσης του, παραμένει επίκαιρο. Διατίθεται από τις πάντα φροντισμένες εκδόσεις Ακρίτας και διαβάζεται απνευστί!


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2010). Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Αθήνα: Ακρίτας.

Υ.Γ. Όπως επίκαιρο παραμένει και το βιβλίο του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2002). Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι «του δρόμου». Αθήνα: Ακρίτας. 

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αν κανείς ανατρέξει στα λαογραφικά του Δωδεκαημέρου για να αναζητήσει πληροφορίες για το δέντρο των Χριστουγέννων θα διαπιστώσει ότι όλοι σχεδόν οι λαογράφοι, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών των κορυφαίων Ν. Πολίτη και Γ. Μέγα, θεωρούν το έθιμο στολισμού του κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ως έχοντα τις ρίζες του στη Δυτική Ευρώπη του 19ου αιώνα, τουτέστιν ότι είναι φράγκικο έθιμο. 
Η άποψη αυτή έχει περάσει στη νεότερη παράδοσή μας, συνιστά πια παγιωμένη αντίληψη και πολλές φορές προκαλεί, κυρίως εκ μέρους της Εκκλησίας, αρκετές αντιδράσεις και εκστρατείες για κατάργησή του, με παράλληλη αντικατάστασή του με το στολισμό καραβιών. 
Η πραγματικότητα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, του αειμνήστου Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη, με τίτλο: «Τα ιερά δένδρα και το εξ Ανατολής δένδρον των Χριστουγέννων»· δημοσιεύτηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1973, (το ίδιο άρθρο περιλαμβάνεται και στον τόμο: Μελετήματα Χριστιανικής Ορθοδόξου Θεολογίας και Τέχνης, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 391-423), ανατρέπει την άκριτη επανάληψη απόψεων για την καταγωγή του χριστουγεννιάτικου δέντρου από τη Δύση. Ο αείμνηστος Καθηγητής αποκαλύπτει ότι το έθιμο του στολισμού του προέρχεται από την Ανατολή. Το ταυτίζει και το αναγάγει σε λατρευτικούς σκοπούς της ελληνικής αρχαιότητας. Μάλιστα επικαλείται πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων κι ένα σημαντικότατο συριακό χειρόγραφο (ADD 17265) που απόκειται στο Βρετανικό Μουσείο, μεταφρασμένο το 1956 από τον J. Leroy και σχολιασμένο από τον γνωστό ιστορικό της βυζαντινής τέχνης A. Grabar, στο οποίο γίνεται μνεία ενός ναού, που στα 512 έκτισε ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ στη Β. Συρία, όπου μεταξύ των αφιερωμάτων του, υπήρχαν και δύο ορειχάλκινα δέντρα ταυτόσημα με τα σημερινά των Χριστουγέννων. Η αυτούσια παράθεση του κειμένου, νομίζω, πως είναι άκρως σημαντική κι ενδιαφέρουσα: «δύο μεγάλα ορειχάλκινα δένδρα, τα οποία ήσαν στημένα εις τας δύο πλευράς της (Ωραίας) Πύλης και του Ι. Βήματος… Επί των φύλλων των δένδρων υπάρχει θέσις δια φώτα που τρεμοσβήνουν. Εκατόν ογδοήκοντα (λάμπαι) δια κάθε δένδρον και πεντήκοντα αργυροί αλύσεις (υπάρχουν κατερχόμεναι) από άνωθεν έως κάτω. Εις αυτάς ήσαν τοποθετημένα (μικρά) αντικείμενα από χαλκόν, όπως κόκκινα αυγά, κρατήρες, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κωδωνίσκοι (ή σταφύλια), αντικείμενα σκαλιστά, δίσκοι (ή δακτύλιοι). Εν γένει (τα αντικείμενα αυτά) ήσαν, τα μεν από χρυσόν, τα δε από άργυρον, ενώ άλλα ήσαν από χαλκόν» (σ. 394). 


Μαζί με το παραπάνω κείμενο ο αείμνηστος Κ. Δ. Καλοκύρης παραθέτει δύο ακόμη μαρτυρίες προερχόμενες από τον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αιώνας), που σχετίζονται με την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Πρόκειται για δύο κείμενα (τις πασίγνωστες: «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως» και «Έκφρασις του Άμβωνος της Αγίας Σοφίας»), στις οποίες γίνεται η περιγραφή του τέμπλου και του άμβωνα του ναού· σ’ αυτά βρίσκονταν μεταλλικά δέντρα όμοια με τα λεπτόφυλλα κυπαρίσσια: «δένδρεά τις καλέσειεν ή αβροκόμοις κυπαρισσίοις», που αντί καρπών είχαν φώτα σε κωνοειδές σχήμα: «κώνοισιν, ομοία»
Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι, το δέντρο των Χριστουγέννων πρέπει να θεωρείται εξέλιξη στη Δύση ανατολικού εθίμου, το οποίο εισήχθη στην παράδοση της Εκκλησίας, προσλαμβάνοντας σαφώς άλλο νόημα, αυτό του «συμβόλου του Χριστού και της εν Χριστώ αθανασίας (Χριστός = Δένδρον της ζωής)» κατά τον αείμνηστο Κ. Δ. Καλοκύρη (σ. 397). 
Ως εκ τούτου καλόν είναι να μην υποτιμούμε το έθιμο στολισμού του, μιας και η «αμάθεια θα εξακολουθεί να το μάχεται ως τάχα ξένον έθιμον» (σ. 410).