Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Με αφορμή τα επτά μέτρα άμεσης δράσης για το μεταναστευτικό φαινόμενο

«Οι παραμεθόριοι ήταν γνωστές ανά τους αιώνες ως εργοστάσια εκτοπισμού και ταυτόχρονα σταθμοί ανακύκλωσης των εκτοπισμένων. Τίποτε διαφορετικό δεν πρέπει να αναμένεται από τη νέα, παγκόσμια εκδοχή τους – πλην ασφαλώς, της νέας, πλανητικής κλίμακας των προβλημάτων παραγωγής και ανακύκλωσης. Ας επαναλάβω: δεν υπάρχουν τοπικές λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα»


ZYGMOUNT BAUMAN. (2006), Ρευστή Αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, επιμέλεια σειράς Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 233.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

«Η μετάνοια πραγματοποιείται μέσα σ’ ένα βάθος οντολογικό και πνευματικό»

«Σ’ εκείνο το πολύ παράξενο βιβλίο, “Ο Ποιμήν του Ερμά”, η ανάπτυξη της Εκκλησίας παρουσιάζεται με την εικόνα ενός πύργου που χτίζεται. Υπήρχαν λίθοι πολύ διαφορετικοί. Άλλοι ήταν οι τετράγωνοι λίθοι και άλλοι οι στρογγυλοί. “Και ελατομίθησαν οι τετράγωνοι λίθοι και ετέθησαν εις τον τόπον των ηρμένων (= τέθηκαν στη θέση εκείνων που είχαν αφαιρεθεί). Οι δε στρογγυλοί ου ετέθησαν εις την οικοδομήν, ότι σκληροί ήσαν και βραδέως εγένοντο εις το λατομηθήναι αυτούς (= διότι ήταν πολύ σκληροί και χρειάζονταν πολύς χρόνος για να πελεκηθούν). Ετέθησαν δε παρά τον πύργο, ως μελλόντων αυτών λατομείσθαι και τίθεσθαι εις την οικοδομήν, λίαν γαρ λαμπροί ήσαν”, [Ποιμήν του Ερμά, Παραβολή IX, 6, 8]. Δεν είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσουμε το συμβολισμό: η στρογγυλότητα ακόμη και σε λίθους κατά τα άλλα λαμπρούς, δεν είναι εύγλωττο σύμβολο της αυτάρκειας και της απομόνωσης; Οι στρογγυλοί αυτοί λίθοι δεν ήταν δυνατόν να προσαρμοσθούν ο ένας κοντά στον άλλον, όπως συμβαίνει με τους τετράγωνους. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι η αυτάρκεια πρέπει να έχει λαξευτεί, πριν μπει κανείς στο οικοδόμημα της Εκκλησίας· [Η ερμηνεία που δόθηκε μέσα στο ίδιο κείμενο είναι στενότερη. Η στρογγυλότητα εκεί θεωρείται σημείο μάταιου πλούτου και απολαύσεων αυτού του κόσμου (Παραβολή ΙΧ, 31, 2) και Όρασις ΙΙΙ, 6, 5-6). Αναμφίβολα όμως, τέτοια απόλαυση μάταιου πλούτου του κόσμου τούτου συνεπάγεται ακριβώς αυτήν την εγωκεντρική στενότητα, που εμποδίζει το πρόσωπο να μπει στην αλληλεγγύη ενός οργανικού όλου]. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η αμοιβαία προσαρμογή δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο μέσα στην Εκκλησία, μόνον εκεί όπου δίνεται από το Πνεύμα αποτελεσματική δύναμη. Εντούτοις η ενέργεια του Πνεύματος προϋποθέτει ψυχή ανοιχτή και ταπεινωμένη, δηλαδή ψυχή εν μετανοία. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε αυτή τη “μετάνοια” με κατηγορίες καθαρά ψυχολογικές ή και ηθικές. Η μετάνοια πραγματοποιείται μέσα σ’ ένα βάθος οντολογικό και πνευματικό. Η ίδια η προσωπικότητα πρέπει ν’ αλλάξει βαθιά. Αλλά η αυταπάρνηση δεν εξαλείφει ούτε καταστρέφει την προσωπικότητα. Αντίθετα μάλιστα, η προσωπικότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αληθινά παρά μέσα σ’ ένα καθολικό διάλογο με τους άλλους. Όταν απαρνούμαστε τον εαυτό μας, διευρύνουμε την ύπαρξή μας, ανοιγόμαστε προς τους άλλους, τους φέρνουμε στο νου και στην καρδιά μας. Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας. Υπόδειγμα γι’ αυτό είναι η ύψιστη ενότητα της Τριάδος».


Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ. (1999). Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μια ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 66-68.

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη στον Γιώργο Σεφέρη

«Χάσαμε, αλήθεια, πολύ καιρό. Είναι περίεργο πόσο σπαταλούμε κάποτε τα υπάρχοντά μας. Και η γλώσσα μας χάνει ολοένα ευκαιρίες για να γίνει μια γλώσσα εύρωστη, γυμνασμένη και αποτελεσματική. Θα είχε τόσα πολλά να ωφεληθεί αν αποφάσιζε ν΄ ασκηθεί πάνω σ’ αυτά τα κείμενα. Συλλογίζομαι άλλους λαούς. Δε θέλω φυσικά να τους παραβάλω με τη δική μας περίπτωση, που είναι ολωσδιόλου ιδιόμορφη, και χρειάζεται ιδιαίτερη, αφανάτιστη και σοβαρή μελέτη, γιατί αυτά τα κείμενα ήταν δικά μας ή έγιναν δικά μας από την αρχή του Χριστιανισμού. Όμως κοιτάζοντας την πρόσφατη ζωή μας, στα χρόνια της Παλιγγενεσίας, όπως τα ονομάζουμε, δεν μπορώ να βγάλω από το νου μου πόσο οι Γραφές τους έπλασαν αυτούς τους λαούς, τους ανέπτυξαν και τους βοήθησαν ν’ αρθρώσουν καλύτερα τη δική τους γλώσσα. Είναι γνωστή η κολοσσιαία επίδραση που άσκησε στους Αγγλοσάξονες η μετάφραση της Βίβλου. Και πόσο μεγάλο γεγονός ήταν για την ιστορία του κόσμου η αποστολή από το Βυζάντιο, των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου (Αγ. Κωνσταντίνου) και Μεθοδίου. Αυτοί έκαμαν και την πρώτη σλαβική μετάφραση των Γραφών και δημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο. Με συγκίνηση διάβασα τελευταία το στιχουργημένο πρόλογο[*] που έγραψε ο πρώτος για τη μετάφραση των Ευαγγελίων ένα αξιόλογο ποίημα»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1993). Η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 17-18, [και: Ο ΙΔΙΟΣ. (1974). «Προλόγισμα στη μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη», στο: Δοκιμές, τ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 290, 374 υποσ. 1]. 

[*] Στον Roman Jacobson, “St Konstantine’s Prologue to the Gospel”, St Vladimir’s Quarterly, vol. 2 (old series), 1959 N. Y.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Ψήγμα υπερρεαλιστικής ποίησης

Ικέτευε στην πρώτη ντουφεκιά να φύγουνε τα πράγματα
οι αγριόχηνες
οι παρενέργειες της λογικής,
εκείνα τα συνηρτημένα της: ισορροπίες,
ισορροπιστές
ο αμφιθεατρικός εγκέφαλος κορυφαία
φάλαινα ολολύζοντας,
ξοπίσω άτροχος κινέζος η ευθύτης
άσπρο κερί το πρώτο μου αμάρτημα
η διαχρονική σημασία του οχτώ μέθοδος
πολιορκίας
τρία καρφιά σκουντώντας τη φωνή μου
η Αθηναϊκή ημιολία Άγιος Θεράπος
κ' εσείς το ψητοπωλείον η Λέσβος
ω εφηβεία κίτρινο λεωφορείο μου στις δέκα
ω αγία Τριάς των καταγμάτων
κ' η επόμενη τριάς:
οπλίσατε
πυροβολήσατε
πάλι οπλίσατε.
-Οιακιστή, γραμμή: Ίος, Οία, Σίκινος
βοήθεια...

Ξάφνου διαστρικόν ποδήλατον ή λαιμός
γεμάτος φλέβες οι πρωτόπλαστοι
ανέβαιναν τη μπόχα του μεσημεριού.
Ορεινός πριονιστής απ' το υπόγειο εσάλπιζε
λεηλασία
τα κουδούνια τότε
τα εξάγωνα
ο ξερός νότιος άνεμος
το πολυώνυμον τότε
ίσον μηδέν.
Γονατιστή εκλιπαρούσε η νύχτα: Μη, μη τον
Ιούλιο, το ματωμένο μου πουκάμισο.

Περνώ με χρώμιο τα πόδια μου
καννίβαλος απέναντι θερίζει το περίπτερο
χύνονται κάλυκες τα πεζοκεφαλαία στην
άσφαλτο
τα ευθέως επινεφρίδια μολύνονται.
Ίσως να 'ναι τούτο η εξέγερση που επίκειται

Ω Ιούνη αδέρφι από το πέλαγο
εσύ ο πρωραίος Αλεξανδρεύς
ο άλλοτε χρυσόχαρτο, ο κύλινδρος, γελάς.
Πότε να χτυπηθούμε να τελειώνουμε
μην προλάβει η αντιβίωση και λυώσει τους πυρήνες;
Μέρες του ορθού λόγου σακατεμμένου
από την κριτική του
παίρνει φωτιά το αερωθούμενο
περνώντας μέσα από την λύπη μου.



ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ. (1981). «Μέρες του Ορθού Λόγου», στο: Διήγηση. Αθήνα: Κείμενα, σσ. 42-43.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Ο διαφωτιστής κι ο Άγιος


Έμοιαζε ένα συνηθισμένο πρωινό, η νύχτα είχε μόλις δώσει τη θέση της στη μέρα, κι όλα φαίνονταν να κυλούν σύμφωνα με την προκαθορισμένη ρουτίνα μου. Ήπια τον καφέ μου και, όπως απαιτούσε η καθημερινότητα μου, κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη μου για να επιλέξω με ποιο βιβλίο θα συνέχιζα τη μέρα μου. Ψάχνοντας, το χέρι μου έπεσε πάνω σε ένα χοντρό ημερολόγιο, που δεν είχε ούτε συγγραφέα, μα ούτε και τίτλο. Μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον, το άρπαξα και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήταν χοντρό, από μαλακό δέρμα και για κούμπωμα είχε ένα δερμάτινο καφέ λουρί. Άρχισα να γυρνάω τις σελίδες με μανία, να δω όλο και πιο πολλά· ένιωθα ότι ανακάλυπτα έναν άλλο κόσμο. 
Κάποια στιγμή σταμάτησα, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια σελίδα με την ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου του 1779. Η σελίδα ήταν μισοσκισμένη και στη μια γωνιά της λίγες σταγόνες κεριού είχαν χυθεί. Το ημερολόγιο έγραφε τα παρακάτω συγκλονιστικά και σας τα μεταφέρω όπως ακριβώς τα διάβασα κι εγώ: 
«Εκείνος; Όχι, εκείνος δεν ήταν Άγιος, για να τον καταλάβεις δεν αρκούν μερικές λέξεις, ούτε γράμματα στη σειρά, μα μήτε και βιβλία. Για να τον φτάσεις πρέπει να τον ζήσεις, να τον ακολουθήσεις. Μα πρόσεχε, μη προσπαθήσεις με τα χέρια, τα μάτια ή τα αυτιά σου, βάλε την ψυχή σου να κρυφοκοιτάξει λίγο, για μια στιγμή στο πνεύμα, στη σκέψη, στη θέληση αυτού του ανθρώπου. Και τότε όλα άξαφνα θα τα καταλάβεις, πως δεν έκανε απλώς θαύματα, μα ήταν ο ίδιος ένα θαύμα, θαύμα αγιότητας κι ανθρωπισμού, που χαρίστηκε στο σκλαβωμένο Γένος, όταν εκείνο σιωπηλά κραύγαζε για λίγη ελπίδα λευτεριάς. 
Όλα ξεκίνησαν τότε, ένα πρωινό που ο ήλιος είχε μόλις ξυπνήσει, χαϊδεύοντας με τις σιταρένιες ακτίνες του, τα γύρω σύννεφα. Τότε ξεκίνησαν σιγά -σιγά να φαίνονται τέσσερις άνδρες κρατώντας, άλλος δύο κομμάτια ξύλο, άλλος λίγα καρφιά και άλλος κάτι εργαλεία. Τα πρόσωπα τους περίεργα, έβλεπες σ’ αυτά μια κούραση, μα όχι απτή. Η ψυχή τους, η ψυχή τους σιγογελούσε, ένα γέλιο τόσο γλυκό και απαλό που σε έκανε να ζηλεύεις, να το αναζητάς και εσύ ο ίδιος. Πως; Θα ’θελες να μάθεις για εμένα; Ας σου πω, για να καταλάβεις καλύτερα. 
Στη Ρουμανία βρέθηκα, από μικρό παιδί κιόλας. Σαν με ρωτούσες, Έλληνας σου έλεγα πως είμαι, έτσι το ένοιωθα. Στο Βουκουρέστι μάλιστα μεγάλωσα, πόλη απ’ τις πιο όμορφες, κάθε γωνιά της τη γέμιζαν θάμνοι, δέντρα και ξεθωριασμένα παγκάκια. Και οι άνθρωποι της; Το πιο όμορφο στόλισμα της, οι άνθρωποι, πάντα θα σε κοιτούν με ένα υγρό χαμόγελο στην άκρη του οποίου λέξεις βαστιούνται με το ζόρι, να μη ξεπηδήσουν και σου αρχίσουν τη κουβέντα. Εκεί, λοιπόν, πέρασα πολλά χρόνια, μέχρι που πήρα και το τελευταίο πτυχίο μου στη Φιλοσοφία και θα άρχιζα το δικό μου ταξίδι, ώσπου ένα γράμμα έφτασε σπίτι, λέγοντας πως οι Τούρκοι, αυτοί οι βάρβαροι, ξεκίνησαν σφαγές σ’ όποιον δε πίστευε στον εγωιστή θεό τους, τον Αλλάχ. Έτσι έπρεπε το όνειρο να περιμένει και να πάω πίσω στης καρδιάς μου το χώμα, την πατρίδα μου, να βοηθήσω την υπόλοιπη οικογένειά μου. 
Έτσι, λοιπόν, χωρίς πολλά - πολλά πήρα δύο τρεις αλλαξιές, λίγο ψωμί και την ανασφάλειά μου και ξεκίνησα για την Ήπειρο. Ύστερα από μέρες έφτασα στο χωριό μου. Έμοιαζε αλλιώτικο, σα ξένο, το είχαν απογυμνώσει το έρμο, μα όχι από πλούτη και στολίσματα, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους του. Κάθε κέφι, κάθε σταλιά όρεξης για ζωή την είχαν ρουφήξει κείνοι οι αχόρταγοι! Έσπρωξα τη βαριά κυπαρισσένια πόρτα για να μπω στο πατρικό μου. Μεγαλοπρεπές έμοιαζε, μα η σκόνη του αναζητούσε τον οικοδεσπότη. Τα έπιπλα βαριά και ξύλινα, σα τα θυμόμουνα, και οι τοίχοι κιτρινισμένοι κι αυτοί, έκρυβαν τη κατάντια τους, πίσω από λίγα κάδρα με κεντητά τριαντάφυλλα. Μα ήταν ακόμα ωραίο το σπιτάκι μου, και τώρα στα γεράματά του. 
Έτσι, λοιπόν, κυλούσε η ζωή μου, για να μη στα πολυλογώ, πολλή δουλειά στα χωράφια για να ‘χουμε να ζήσουμε σαν οικογένεια και καμιά κουβέντα γοργή και σύντομη, μη μας βάλει στο μάτι κάνας από δαύτους, τους ξένους, τους τυράννους. Περνούσε έτσι η ζωή, με το φόβο της επόμενης μέρας, ώσπου μια μέρα, σα σου είπα, πολύ νωρίς το πρωί άρχισαν κάτι άνδρες να καλοσχηματίζουν τα ξύλα και όλοι μαζί να καρφώνουν τα χοντρά καρφιά. Κάθε φορά ρωτούσα: «Γιατί τον βάζετε ετούτον τον σταυρό καημένοι;» Κι όλο περηφάνια μ’ απαντούσαν: «Έρχεται ο Πατροκοσμάς, αυτός θα μας σώσει!» Και κάθε φορά εγώ σιγογελούσα, σκεφτόμουν πόσο ανόητοι και μικροί είναι που ψάχνουν για θαύματα. Αφού η μέρα άφησε πέντε ώρες να περάσουν, έφτασε εκείνος στο χωριό, ο περιβόητος. Μικρός στο ανάστημα, με γένια καστανά και γκρίζες τρίχες να ξεπροβαίνουν, τα ρούχα του απλά, μαύρα, ριχτά, μου φάνηκε ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, αλλά με έκανε να απορήσω, γιατί καθώς έμπαινε στο χωριό πλήθος τον συνόδευε. Τί το σπουδαίο είχε κάνει; Αναρωτήθηκα. 
Τα βήματα του ήταν βαριά και έμοιαζε κουρασμένος. Ξάφνου κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλά, η βραχνή φωνή του πάλευε να μοιραστεί, να φτάσει στα αυτιά του καθενός. Κείνος μιλούσε για την Ανάσταση του Χριστού και για τα σχολειά. Για λίγο σκέφτηκα να προσφερθώ εγώ, μήπως και μάθω ποιος πραγματικά είναι και ποια η σπουδαιότητα του, μα όλα αυτά έμειναν σκέψεις, αφού μες στο πλήθος δεν ήξερε ποιος να τον πρωτοβοηθήσει. Ύστερα είπε πως θα επέστρεφε για να τους πει για το Θεό, για τους Αγίους και πως θα τους διδάξει να ζουν καλύτερα. Αχ, και να ‘βλεπες πως λαμπύριζαν τα μάτια τους, σαν μικρού παιδιού για την ελπίδα που τόσο περιμένανε. Και εγώ εκεί, τίποτα, συνέχιζα να γελάω απογοητευμένος από δαύτους. 
Τέλειωσε η μέρα κι ήρθε η επόμενη, έμοιαζε συνηθισμένη, που να ‘ξερα πως θα άλλαζε εμένα και τη ζωή μου. Ξύπνησα λοιπόν νωρίς το πρωί, έβαλα βιαστικά το κεραμιδί παντελόνι μου, ένα καρό σακάκι και κάτι παλιοπάπουτσα και ξεκίνησα για τα χωράφια. Εκεί που περπατούσα βλέπω απέναντι μια φιγούρα να με πλησιάζει αργά. Ήταν εκείνος! Έτσι άδραξα την ευκαιρία… 
«Γεια σου, τί ψέμα θα σκαρφιστείς να μου πεις για το Θεό σου;», είπα. 
«Γεια σου και εσένα νεαρέ μου, κολακευτική η αμφισβήτηση που έχεις στο πρόσωπο μου, βαρέθηκα πια τόσο σεβασμό», είπε και γέλασε. 
Τότε και εγώ του αποκρίθηκα: «Επιπόλαια η κολακεία μου, ίσως, ούτε που έχω σχηματίσει γνώμη στο νου μου, για μένα είσαι άλλος ένας αγράμματος, φανατικός θρήσκος που ξέρει να λέει ότι έχουν οι άλλοι ανάγκη να ακούσουν, έτσι για να ικανοποιήσεις λίγη από τη φιλοδοξία σου». 
Τότε μου σφίξε το χέρι με μια χειραψία, πέρασε ένα χαρτί στο χέρι μου και είπε «ορίστε διάβασε το και θα μάθεις όσα χρειάζεται για τη πίστη, την ελπίδα, τη θέληση που τούτοι οι αμόρφωτοι, όπως λες είχαν, μόνο από τούτο και αν θες μετά στάσου στη πλατεία να ακούσεις όσα έχω να πω και έπειτα καταδίκασε με στο νου σου». 
Αμέσως σκέφτηκα να κάνω το χαρτί χίλια κομμάτια, δίχως καν να το ξεδιπλώσω Δεν το έκανα, απλά το έβαλα περιφρονητικά στη τσέπη του πουκάμισού μου. 
Αφού τελείωσα όσες δουλειές είχα, προχωρούσα με σκυμμένο το κεφάλι προς το σπίτι, ώσπου άκουσα έναν άνδρα να μιλά, σπάζοντας κάθε κομματάκι σιωπής. Ανασήκωσα το κεφάλι μου και είδα πάλι εκείνο το μικρό γέροντα να μιλά με σιγουριά, πειστικότητα και κύρος που για λίγα λεπτά έκανε το μυαλό μου να τον πιστέψει. Εκεί, έλεγε, έλεγε, και τι δεν έλεγε, για ένα ελεύθερο Γένος, για τη αφύπνιση του λαού, για τη συνεχή πίστη στο Θεό κι όσο έλεγε τόσο αγανακτούσα εγώ ώσπου μίλησε και για τη μόρφωση. Η εκπαίδευση, έλεγε, και οι νέοι είναι η μόνη μας ελπίδα και πως μόρφωση σημαίνει δύναμη. Η αλήθεια είναι ότι θαύμασα εκείνη του τη σκέψη και με απασχόλησε για ώρα, ώσπου κατέληξα πως θα ήταν απλά φερέφωνο κάποιου λόγιου. Κι έτσι μ’ αυτή την αόριστη σκέψη να απασχολεί το μυαλό μου συνέχισα για το σπίτι. Μέχρι και για προφητείες μίλησε, έδειξε το χώμα και είπε: «Τα βάσανα είναι ακόμη πολλά. Θυμηθείτε τα λόγια μου· προσεύχεσθε, ενεργείτε και υπομένετε στερεά. Έως ότου να κλίσει η πληγή του πλατάνου, το χωριό σας θάνε σκλαβωμένο και δυστυχισμένο!». 
Τότε κάποιος από το πλήθος τον διέκοψε: 
«Καλά τα όσα μας λες γέροντα» είπε, «μα εμείς έχουμε πρόβλημα με το νερό, οι πηγές μας στέρεψαν». 
«Καθόσαστε πάνω στα νερά» απάντησε ο Πατροκοσμάς, μα τότε κανένας δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενά του, ούτε κι εγώ. 
Μα πόσο αλαφροΐσκιωτος ήταν. Νόμιζε ότι θα κορόιδευε και εμένα μ’ αυτές τις προφητείες του. Τέτοια φτηνά κόλπα έχω ξαναδεί και διόλου δεν με πείθουν. Δεν μίλησα όμως, ούτε λέξη δεν ξεπήδησε από το στόμα μου, παραήμουν κουρασμένος για να ασχοληθώ με εκείνον τον αλαφροΐσκιωτο και έτσι μ’ αυτή την αόριστη σκέψη να απασχολεί το μυαλό μου συνέχισα για το σπίτι. 
Έφαγα ένα πιάτο ζεστή φασολάδα και πήγα να ξαπλώσω. Μπαίνοντας, όμως, στο δωμάτιο μου τι να δω. Δεκάδες εικόνες από δήθεν αγίους κατέπνιγαν τους τοίχους. Θύμωσα τόσο πολύ. Μα καλά πώς σκέφτηκαν πως θα ’θελα εγώ για συντροφιά τούτους τους αλαφροΐσκιωτους; Αμέσως τις άρπαξα όλες και άρχισα να τις πετάω κάτω, κι έτσι όπως τις άκουγα να σπάνε φχαριστιόταν η ψυχή μου, σα να έδειχνα την ανωτερότητα μου. 
Ύστερα ξάπλωσα και μια μοναξιά με κουκούλωσε, μια νοσταλγία με νίκησε. Άξαφνα θυμήθηκα τα πάντα. Πως ήμουνα μικρό παιδί ακόμα και με το κολλαριστό μου πουκάμισο και το παντελονάκι μου πήγαινα βόλτα με το πατέρα μου. Πόσα όνειρα έκανα τότε, πως θα γινόμουν μεγάλος και σπουδαίος επιστήμονας και θα άλλαζα τον κόσμο για να με θυμούνται όλοι. Ύστερα θυμήθηκα τη Μόνικα, εκείνο το κορίτσι με τις σταρένιες πλεξούδες. Πόσο όμορφη ήταν! Της είχα τάξει πως μια μέρα θα τη παντρευτώ. Τώρα, όμως, έχει κάνει ολόκληρη οικογένεια και είναι δασκάλα. Σαν τα σκέφτηκα όλα αυτά, μια θλίψη με κυρίευσε, αφού κατάλαβα πως τίποτα απ’ όσα ήθελα δεν κατάφερα να κάνω. 
Έτσι όπως είχα κουλουριαστεί και ζαλιζόμουν από τις σκέψεις μου, τα δάχτυλα μου ακούμπησαν ένα τραχύ ξύλο, το τράβηξα και ήταν μια τόσο δα εικονίτσα με τη μορφή του Χριστού. Το πρόσωπο του φαινόταν τόσο ήρεμο και ανακουφισμένο, απλά στεκόταν εκεί και με κοίταζε έτοιμος να με ακούσει. Ένοιωσα την ανάγκη τότε να του μιλήσω, έλεγα κι έλεγα, σταματημό δεν είχα, θαρρείς και ήλπιζα να μου απαντήσει και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Για λίγο ντράπηκα γιατί ολόκληρος επιστήμονας, γαλουχημένος με τις ιδέες των μεγάλων σοφών της Ευρώπης, του Βολταίρου, του Ρουσσώ, μιλούσα σε μια εικόνα, όμως εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε, είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να του τα πω και να παραπονεθώ. Μέχρι που με πήρε ο ύπνος. 
Την άλλη μέρα το πρωί ετοιμάστηκα πάλι για τη δουλειά, άρπαξα και το εικόνισμα, το ‘βαλα στον κόρφο μου ξεκίνησα για το χωράφι. Εκείνη τη μέρα η κούραση έμοιαζε διαφορετική, λυτρωτική και κάθε σταγόνα του ιδρώτα ήταν και πιο ανακουφιστική. Η ώρα περνούσε και εγώ δεν ένοιωθα την ανάγκη να επιστρέψω σπίτι, ώσπου ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο και άκουσα μια φωνή από πίσω μου να λέει: 
«Φτάνει γιε μου η δουλειά, πρέπει να πας σπίτι». 
Ήταν εκείνος! Του απάντησα: «Τι θες γέροντα; Δεν έχεις να κάνεις άλλα κηρύγματα;» 
Σώπασε. Με κοίταξε με απογοήτευση και χαμήλωσε το βλέμμα του… Μα ξάφνου γεμάτος ενθουσιασμό με ρώτησε: «Πιστεύεις στον Χριστό, έτσι δεν είναι;» 
«Όχι, μόνο στον εαυτό μου πιστεύω, απλά χτες ένοιωσα τόσο μεγάλη ανάγκη να μιλήσω σε τούτο εδώ , δείχνοντας την εικόνα που είχα στον κόρφο μου, πες με και τρελό», του είπα. 
Πόσο χάρηκε με το που το άκουσε! 
«Γνώρισες τον Θεό βλέπω. Και πως σου φάνηκε;», με ρώτησε. 
«Τι είναι αυτά που μου λες γέροντα; Εγώ μήτε το Θεό σου είδα, μήτε του μίλησα», του αποκρίθηκα. 
«Μα τι περίμενες; Τίποτε παραπάνω; Αυτό είναι ο Θεός μας, να’ σαι ολομόναχος και φοβισμένος και εκείνος να ’ρχεται ξάφνου, να στέκεται και απλά να του μιλάς και εκείνος θα σταθεί εκεί, θα σου κάνει παρέα και θα σ’ ακούσει. Ακόμα και σε τούτο το μικρό σπουργίτι αν μιλήσεις, θα γνωρίσεις την αγάπη του Θεού, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας, ο πιο γλυκός σύντροφος που πάντα θα σου παραστέκεται». 
Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα τόσο ανόητος, τόσα πτυχία, τόσο διάβασμα, για το τίποτα. Βρισκόμουν και πάλι στο μηδέν, σα να είχα γεννηθεί μόλις τώρα, δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή, τίποτα για μένα, όλα ήταν μια ψευδαίσθηση ανάμεσα σ’ εμάς τους μορφωμένους και να που η απάντηση σ’ όλα την ήξεραν τούτοι εδώ, χωρίς κανένα βιβλίο και εγώ τους χλεύαζα… 
Του ’σφιξα το χέρι τόσο δυνατά, δάκρυσα και του ζήτησα να μου πει τα πάντα για Εκείνον, τον Χριστό. Για το ποιος ήταν, τι δίδασκε, γιατί ήταν τόσο καλός σύντροφος, τα πάντα. Και μου ‘λεγε, μου ‘λεγε, κι εγώ ενθουσιαζόμουν όλο και πιο πολύ, κιι ήθελα να μάθω πιο πολλά, με τη παραμικρή λεπτομέρεια. Ώσπου έφτασε η νύχτα, με το ζόρι βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Έτσι, με μόνο οδηγό τη μνήμη μας, καταφέραμε να φθάσουμε σπίτι. Λίγο πριν μ’ αφήσει για να πάει να ξεκουραστεί, μου υποσχέθηκε δυο βιβλία, το ένα ήταν η Αγία Γραφή και το άλλο η Φιλοκαλία. 
Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, οι σκέψεις γαργαλούσαν το μυαλό μου και με τραβούσαν μια από εδώ, μια από εκεί, ενθουσιάζοντας με ακόμη παραπάνω. Επιτέλους ξημέρωσε. Μονομιάς πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι, ετοιμάστηκα και έτρεξα στο σπίτι που τον φιλοξενούσε, χτύπησα δυνατά την πόρτα και τον φώναζα. Εκείνος αμέσως, λες και με περίμενε, άνοιξε τη πόρτα και με καλημέρισε με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση, μου ‘δωσε τα δυο βιβλία και χωρίς καμιά κουβέντα παραπάνω χώρισαν οι δρόμοι μας. 
Τρεις μέρες έκανα να βγω απ’ το σπίτι, μήτε θυμάμαι αν έφαγα ή αν μίλησα σε κανέναν, το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω εκείνες τις σκονισμένε σελίδες σα να ’ταν αέρας και εγώ χρειαζόμουν απεγνωσμένα να αναπνεύσω. Έτσι, όπως θα περίμενε ο καθένας τα διάβασα και τα δυο, και αφού έριξα ένα καλό ύπνο, πήγα γεμάτος ζωντάνια να ανακοινώσω την ιδέα μου στο Πατροκοσμά. Έτρεχα στο δρόμο για να φθάσω όσο πιο νωρίς γίνεται σπίτι του, ώσπου έπεσα πάνω του, αφού κι εκείνος περνούσε από τον ίδιο δρόμο. Όμως τούτη τη φορά έμοιαζε διαφορετικός, έμοιαζε σκυθρωπός και εξαντλημένος, κάτι που δε ταίριαζε σε εκείνον… Τον ρώτησα τι είχε συμβεί και εκείνος μου αποκρίθηκε πως δεν είχε αλλάξει κάτι. Δεν τον πίστεψα, μα ο ενθουσιασμός για την ιδέα μου με είχε κυριεύσει και μονάχα αυτή με ένοιαζε. 
«Άντε λέγε», μου είπε. «Ξέρω πως σκέφτηκες κάτι μεγάλο, έλα πες το». 
«Λοιπόν, άκου, τελικά είχες δίκιο, έτσι θα απαλλαγούμε μια και καλή από τους Τούρκους, το μόνο που χρειάζεται είναι να δώσουμε λίγη ελπίδα σ’ αυτόν τον τόπο και κουράγιο, τόσο ώστε να γίνει ο φόβος τους, ο καλύτερος δάσκαλος». 
Κείνος δεν γύρισε να με δει, συνέχισε να μ’ ακούει σιωπηλός. 
«Θα τους μορφώσουμε όλους, αλλά όχι για να τους μάθουμε μόνο γραμματική και μαθηματικά, αλλά θα τους μάθουμε για την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα, μα πάνω από όλα για την πίστη στο Χριστό, γιατί εκείνη θα τους δώσει ελπίδα!». 
«Είσαι νέος και μ’ αρέσει ο ενθουσιασμός σου, μα μην παραβιαστείς γιατί εμείς είμαστε λίγοι. Συνέχισε να πιστεύεις, γιατί η πίστη σώζει ζωές. Τώρα πρέπει να φύγω, να κανονίσω κάτι δουλειές, έλα αύριο νωρίς το πρωί σπίτι για να με προλάβεις». Αυτά είπε και έφυγε με σκυμμένο κεφάλι. 
Επιστρέφοντας στο σπίτι μου ξαναβούτηξα στις σκέψεις μου, τελειοποιώντας την παραμικρή λεπτομέρεια για το διωγμό αυτών των τυράννων, μέχρι που με πήρε ο ύπνος. 
Το πρωί ξύπνησα απ’ τις καμπάνες, ο ήχος τους ήταν βαρύς και τόσο θλιβερός, που μπορούσε να μαραζώσει ολόκληρη τη φύση. Ανησύχησα. Πήγα αμέσως στο σπίτι του Πατροκοσμά να ρωτήσω τι συνέβη. Δεν ήταν εκεί, έλειπε. Συνάντησα γυναίκες στο δρόμο να κλαίνε και να σπαράζει η ψυχή τους. Ρώτησα τι έγινε, μα απάντηση δεν έπαιρνα, απλά συνέχιζαν όλοι να ανεβαίνουν εκείνη την ανηφόρα. Άρπαξα, λοιπόν, μια γυναίκα από το χέρι και της ζήτησα να μου εξηγήσει. Τα νέα απίστευτα, αβάσταχτα. Μου είπε απλά ότι τον σκοτώσανε και εγώ τα κατάλαβα όλα, λες και το ήξερα κατά βάθος και απλά το αγνοούσα. Τον κρεμάσανε λέει οι Τούρκοι με τη κατηγορία ότι ετοίμαζε ξεσηκωμό εναντίον τους. Μα πώς τους βάσταξε η καρδιά τους να το κάνουν αυτό; Δεν θυμάμαι και πολλά, απλά γονάτισα και έκλαιγα με τις ώρες, ενώ προσευχόμουν να ΄ταν όλα μια παραίσθηση, ένα ψέμα. 
Ύστερα από ώρα είδα ένα χαρτί καταχωμένο κάτω από μια πέτρα, το τράβηξα από μια γωνιά του, το πήρα στη φούχτα μου και το ξεδίπλωσα. Ήταν ένα γράμμα, ένα γράμμα για εμένα, από εκείνον, τον Πατροκοσμά. Το κρατούσα τόσο σφιχτά, που τα χέρια μου έτρεμαν… 
Εδώ το ημερολόγιο τελείωνε. Οι παρακάτω σελίδες έλειπαν. Είχαν μείνει μόνο κάτι φθαρσίματα. Ακολουθώ τη φαντασία μου για να συμπληρώσω και το υπόλοιπο ημερολόγιο. Πολύ πιθανόν στο γράμμα αυτό ο Πατροκοσμάς να ζητούσε να συνεχιστεί το έργο του, να έλπιζε στην απελευθέρωση του Γένους μας και να ευγνωμονούσε τον παππού μου. 
Αυτό το ημερολόγιο με συνάρπασε, μέρες και μέρες το συλλογιόμουν, προσπαθούσα να καταλάβω, όχι τι λέγανε οι λέξεις, αλλά τι άκουγε η ψυχή μου. Εκείνος ο γέρος, μέσα από λίγη ανθρωπιά και επιμονή κατάφερε να αλλάξει έναν ολόκληρο τόπο. Ίσως, τελικά, αυτό να χρειαζόμαστε κι εμείς, πίστη στο Χριστό και τους Αγίους, και ανθρωπιά, πάνω από όλα ανθρωπιά, έτσι για να συνεχίσουμε το έργο εκείνου… Σου φαίνομαι κουτός έτσι; 
Και πως τα θυμήθηκα όλα αυτά; Σήμερα το πρωί σα διάβασα την πρωινή γαζέτα, ένοιωσα τόσο κουτός! Διάβασα το ημερολόγιο του παππού μου και γέλασα γεμάτος ειρωνεία, σκεφτόμενος πόσο αλαφροΐσκιωτοι ήταν και οι δυο τους που πίστευαν στα θαύματα. Μα δεν πίστευαν στα θαύματα, πίστευαν στο Χριστό, στο Θεό που κουρνιάζει μέσα σου, μέσα μου, μέσα σ’ όλη την πλάση. Ένοιωσα, λοιπόν, μηδαμινός και μικρός μπροστά τους… Ύστερα απ’ αυτό το άρθρο στη γαζέτα κατάλαβα… 
Δεν άκουσες, λοιπόν, που βρήκανε νερό στο χωριό μας! Εκατοντάδες ζωές σώθηκαν, χάρη σε εκείνον τον Άγιο άνθρωπο, που όπως έλεγε κι ο παππούς μου έτυχε να γυρνά ολόκληρη τη σκλαβωμένη πατρίδα μας… Έτσι, ας σου γίνει παράδειγμα και εσένα τούτη η ιστορία και ξέχνα τα πτυχία σου και τα διαβάσματα σου, να ‘σαι άνθρωπος πάνω απ’ όλα, με τούτο γεννήθηκες και μόνον εκείνο θα σου απομείνει όταν φύγεις…

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Γιατί χάνουμε το Μυστήριο της Εκκλησίας;

«Αν σήμερα βιώνουμε έναν οδυνηρό χωρισμό και μια ανακολουθία ανάμεσα στις “θεσμικές” και στις “πνευματικές” πλευρές της Εκκλησίας – ανάμεσα στην Εκκλησία ως δομή, ιεραρχία, εξουσία, δόγμα, και στην Εκκλησίας ως ζωή, ελευθερία, ανάπτυξη, ομορφιά, χαρά, πιστεύω πως αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε ξεχάσει την πραγματικότητα, μέσα στην οποία ήταν πάντοτε δυνατό να ξεπεραστεί και να υπερβληθεί αυτή η διχοτόμηση: η πραγματικότητα αυτή είναι το Μυστήριο της Παναγίας, που το Άγιο Πνεύμα καθιστά προσωπικά κέντρο, εικόνα και πλήρωμα της Εκκλησίας. Πόσο θλιβερές και τραγικές είναι οι σύγχρονες προσπάθειες να συζητήσουμε και να ορίζουμε ξανά την Εκκλησία πάνω σε κοινωνιολογικές δομές και με αδύναμες ανθρώπινες διχοτομήσεις μεταξύ εξουσίας και ελευθερίας, ομοιομορφίας και πλουραλισμού, μειώνοντάς την σ’ αυτό που ο Νίτσε κάλεσε “…ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη”. Είμαι σίγουρος πως η μεγάλη εκκλησιολογική κρίση της εποχής μας μπορεί να βρει τη λύση της μόνο όταν σχετίσουμε ξανά το Μυστήριο της Εκκλησίας με το Μυστήριο της Παναγίας, που σημαίνει το Μυστήριο του Αγίου Πνεύματος»


Πρωτοπρ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ. (2003). Η Παναγία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης. Αθήνα: Ακρίτας, σ. 103.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Χριστιανισμός και Κοινωνιολογία

«Αποκεκαλυμμένη αλήθεια ο Χριστιανισμός, δοσμένη ολόκληρη ευθύς από την αρχή. Περιμένει όμως, έχει την υπομονή να περιμένη την πραγμάτωσή της από την κάθε εποχή, το κάθε άτομο. Άλλη, εντελώς άλλη λοιπόν η προοπτική και η σκοπιά από την οποία θα κριθή η ουσία του Χριστιανισμού από εκείνην που χρησιμοποιεί η Κοινωνιολογία. Η τελευταία, θέλει δε θέλει, διέπεται από κάποια θεωρία εξελίξεως: άπιστη η θεωρία της, εμπειρική στην ουσία της η πορεία της. Ο Χριστιανισμός στηρίζεται σε αμετακίνητη θέση, την αποκάλυψη, και καλεί τους ανθρώπους όλων των αιώνων να την πραγματώνουν, παρέχοντάς τους απόλυτα κριτήρια για να μετρήσουν και αποτιμήσουν την πορεία τους. Η Κοινωνιολογία, με βάση το νέο παρουσιάζεται κάθε φορά, με βάση την απόσταση που χωρίζει μια κοινωνική μορφή από μια άλλη, συνάγει τα συμπεράσματά της. Ο Χριστιανισμός κρίνει κάθε εποχή, κάθε άτομο από το ύψος στο οποίο έφθασε κατά την ανοδική του πορεία προς διείσδυση, κατανόηση και πραγμάτωση στη ζωή του της αμετακίνητης, της δοσμένης αλήθειας»

Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗΣ. (1999). «Ο Χριστιανισμός είναι συντηρητικός ή επαναστατικός;», στο: Η πορεία του ανθρώπου. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 35. 


ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΟΓΕΒΙΝΑΣ, «Όσιος Λουκάς»· λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χαρτί, 38Χ46 εκ.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Από το μακρινό Σίγρι... ο μετα-Δεκαπενταύγουστος έχει την ποιητική ομορφιά του

«Βουρ στα ζωύφια λατινικά.
            Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά
            με τόσες όμορφες εικόνες σου
σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας).
Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα
            θαν την κάνω κουρμπάνι
στα γοερά μου πεύκα κρεμαντούλα
            ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση
δοξάζοντας το πληγωμένο μάλαμα: τη μοναξιά μου
            στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν
εκείθε απ’ τα κωμικά σας έαρα
            προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη
προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα
            – μιαν ασώματη ρητορεία.
Τι τα ‘θελε και τα ‘φερνε τα γράμματα
           ο Δαναός στην Αργολίδα.
Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν
           την πραγματικότητα».



ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1994). «Ora et Labora», στο: Τα Ποιήματα (1979 - 1991), τ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 26.



Τέμπερα του ΑΝΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝ ΚΑΡΣΕΡ, 1960· [στο: info RELIGIONS, τχ. 5 (2000) 34].

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Εικόνες από την ποίηση του Τάκη Συρέλλη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Εκ των υστέρων 

Δύο ημέρες μετά την επιτυχημένη παρουσίαση του βιβλίου επί 4 του Τάκη Συρέλλη[1], σκεπτόμενος την ομιλία του Γιώργου Τυρίκου – Εργά και τα όσα σημαντικά είπε για τα ποιήματα της συλλογής: Το κοχύλι του κόσμου, ήρθε στο νου μου το αφοπλιστικό και ιδιαίτερα σημαντικό κείμενο για το ανθρώπινο σώμα, του ιερομονάχου Συμεών (Γρηγοριάτη) στ’ Άγιον Όρος, γνωστού στο ευρύτερο κοινό ως Περουβιανός, μιας και κατάγεται από το Περού. Δημοσιευμένο στο περιοδικό Σύναξη τχ. 4 (Φθινόπωρο 1982) σ. 51, νομίζω πως έχει την αξία του και μπορεί να συσχετισθεί με την ποιητική συλλογή: Το κοχύλι του κόσμου. Το παραθέτω αυτούσιο: «H δημιουργία είναι εκ του μηδενός. Το μηδέν το ιστόρησαν ιερογλυφικά οι Μάγια ως ένα κοχύλι. Ταυτόχρονα, το κοχύλι ήταν και το σύμ­βολο της γονιμότητος. Στην αρχαία μας μυθολογία από ένα κοχύλι γεννήθηκε η αγάπη, από το μηδέν θα μπορούσαμε να πούμε. Ένα μηδέν που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που αντανακλά τον ουρανό· η ψυχή του ανθρώπου, που δεν ησυχάζει. Από το μηδέν αναδύεται η αγάπη. Το σώμα της είναι σώμα έρωτος και ομορφιάς. Το φαγώσιμο σώμα του κοχυλιού είναι κρυμμένο μέσα σ' ένα απίθανο και κόσμιο λειτουργικό “σπίτι”, το οποίο, ενσωματώ­νοντας πολύπλοκες μαθηματικές δομές, αυτό το μικρό ζώο έχει κτίσει… Αυτό το κρυμμένο σώμα, σώμα δόξης, φωτός και ωραιότητος, ντυμένο ευπρέπεια αφθαρσί­ας, μας αποκαλύπτει η ορθόδοξη εικόνα. Μας ιστορεί την πέρα από την πόρτα του μηδενός κρυμμένη Βασιλεία του Φωτός, όπου σκιές δεν υπάρχουν και όπου η προοπτική, σεβόμενη την επιφάνεια, ανοί­γεται στο άπειρο. Πόσο είναι συναρπαστι­κές οι παράλληλες που, ξεκινώντας από την καρδιά μας, ανοίγονται και προεκτεί­νονται στο άπειρο πάνω στην επιφάνεια της σανίδος, κάτω από την κάθετο του Θεού. Κοχύλι είναι η Παναγία. Κοχύλι, Μήτηρ της Εικόνος. Οι βυζαντινοί αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν το κοχύλι (το γόνιμο μηδέν) για να ανακατεύουν μέσα του το κίτρινο του αυγού με τα διάφορα χρώματά τους»


Εκ του συστάδην πολλαπλές αναγνώσεις του ποιητικού λόγου του Τάκη Συρέλλη 

Όσοι με γνωρίζουν θα ξέρουν ό,τι όταν προσκαλούμαι να παρουσιάσω ένα βιβλίο, αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι, να μιλώ ως κάποιος «ειδικός». Κι αυτό γιατί οι «ειδικοί», ως επαγγελματίες του είδους γύρω από τα νεοεκδιδόμενα βιβλία, μου είναι – μάλλον - αδιάφοροι. Ας μου συγχωρέσουν τον όρο «αδιάφοροι», αλλά αυτό σχεδόν γίνεται πάντοτε: ετούτοι οι «ειδικοί», γνωρίζουν όπως θέλουν να λένε - ή τουλάχιστον έτσι διατείνονται - όλα όσα γίνονται και συντελούνται γύρω από ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. Σ’ αυτή την παγίδα αλλιώς, ως συνήθως, κυρίως πέφτουν ουκ ολίγοι από δαύτους. Κι όταν, μάλιστα, προσκαλούνται να βιβλιο-παρουσιάσουν ποιητικό λόγο, το μόνο που πολλές φορές καταφέρνουν είναι να πέφτουν σε ακόμη μια παγίδα: δικαιολογούν την ύπαρξή τους στο πάνελ, με εκείνη την άμετρη ερμηνεία των ποιημάτων ενός ποιητή, δηλαδή, το γνωστό σλόγκαν που εδώ και δεκαετίες ακούγεται στις σχολικές αίθουσες: «τι θέλει να πει ο ποιητής;» Λες και οι ποιητές πάσχουν από εκφραστική ανεπάρκεια και χρειάζονται οι «ειδικοί» για να εξηγούν τι θέλει να πει ο ποιητής. Τέλος πάντως, αυτό είναι ένα μεγάλο κατ’ εμέ πρόβλημα, και κάποια στιγμή οφείλουμε σοβαρά να το συζητήσουμε. Όμως… «η ποίηση είναι η πολυέξοδη, η δαπανηρότερη ματαιότητα, που όμως όλο και πιο δύσκολα πείθει ότι δεν είναι ανέξοδη και ελαφρόκαρδη. Είναι η φωνή που ανταρτεύει κι αφήνει πίσω της κρεουργημένες τις χορδές που την εκπέμπουν. Είναι ό,τι παραμυθητικό απομένει όταν πληθαίνει το μηδέν και δεσπόζει, κι ό,τι περιττεύει όταν υπάρχουν τα πάντα. Η ποίηση είναι ένα τρόπος να κρυσταλλωθεί ο χρόνος και να κερδηθεί· μια πράξη δολιοφθοράς των ορίων, του πεπερασμένου, του βέβαιου τέλους· μια διαρκώς ατελεύτητη δοκιμή επανάκτησης του πλήρους λόγου. Η ποίηση είναι αυτό που συνεχώς ξεφεύγει ανυπότακτο και συνεχώς αυτοκαταργείται παράφορο (κι εδώ βρίσκεται η καταγωγή τού ολονέν εντονότερου πικρόχολου αυτοσχολιασμού της)»[2]. 
Ενάντια, λοιπόν, στην παγίδα «τι θέλει να πει ο ποιητής;» προσκλήθηκα εδώ με διάθεση όχι να παρουσιάσω το βιβλίο του Τάκη Συρέλλη, αλλά να ομιλήσω γι’ αυτό. Όχι, όμως, με ατάκες. Αλλά θεωρώντας τον ποιητικό λόγο του μια σταγόνα, σαν αυτές που καθημερινά τινάζονται σ’ όλες τις πέτρες των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, όπως ακριβώς τις ορίζει ο Τάκης Συρέλλης στο ποίημά του «Πέτρα του Αιγαίου»[3], νοηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τη βιοτή μας άλλοτε με πόνο και θλίψη κι άλλοτε με αγάπη κι έγνοια για την ομορφιά. Συνεπώς, προτιμώ να ομιλήσω όχι ως «ειδικός», αλλά ως φίλος της ποίησης και των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη. 
Η κριτική για την ποίηση του Τάκη Συρέλλη, μέχρι σήμερα στάθηκε γενναιόδωρη. Αναφέρω τον τελευταίο έπαινο που έγραψε ο Κωνσταντίνος Κορίδης, διευθυντής των εκδόσεων Ιωλκός, με τη βιβλιοκριτική του στο περιοδικό fractal· η γεωμετρία των ιδεών, τον εφετινό Απρίλιο, όπου και η ορθή αποτίμηση ό,τι ο Τάκης Συρέλλης: «γράφει για να ζει. Ζει για να γράφει»
Στο αχανές τοπίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις ποιητών, αντί για διέξοδο ποικιλοτρόπως προσφέρει αδιέξοδο· ομιλώ για εκείνους που δεν χάνουν την ευκαιρία να κάμουν τη δυστυχία τού βίου τους ποίηση - ο Τάκης Συρέλλης φαίνεται να μην ανήκει σ’ αυτή την ομάδα. Με τα ποιήματά του καημό[4] και επιθυμία υφαίνει. Δίχως έπαρση, εξομολογείται[5]. 
Το επί 4 του Τάκη Συρέλλη είναι συλλογή ποιημάτων παλαιότερων και νεότερων, «καινούργιων» όπως ο ίδιος τα ονοματίζει. Πρόκειται για τη συνολική ποιητική του παραγωγή, η οποία μπορούμε να πούμε ότι συνιστά μια επιτομή της σχέσης της ποίησής του με τις διάφορες εποχές που έχει γράψει τα ποιήματά του. Από τα πρώτα ποιήματά του, που περιλαμβάνονται στο 1999 εκδιδόμενο βιβλίο Ήχοι πλάγιοι, μέχρι Τα καινούργια, η εμμονή τού ποιητή στο βίωμα, στην αποτύπωση της ζωής σε ποιητικό λόγο, δείχνει ό,τι αυτό που στην ποίηση ονομάζουμε υπαρξιακή αγωνία αποκρυσταλλώνεται σ’ όλα τα ποιήματά του, ως ποίηση ερωτική[6], ποίηση απόγνωσης[7], ποίηση μοναξιάς[8], ποίηση ελπίδας[9], ποίηση που διψά για ουρανό[10], όπως γράφει κι ο Μίλτος Σαχτούρης[11]. 
Υλικό των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη είναι η γλώσσα. Και στη μέχρι τούδε ποιητική πορεία του, καθώς φαίνεται, την κατέχει πολύ καλά. Αλλά δεν επιδίδεται σε καμιά ρητορεία. Αντιθέτως παραμένει καίριος ο ποιητικός του λόγος: τεχνουργεί στίχους με φειδώ, περίσκεψη και με μαεστρία τούς κάμει αισθητούς στον αναγνώστη που αγαπά και διαβάζει ποίηση. 
Κατά τον ίδιο τον ποιητή Τάκη Συρέλλη, ο έρωτας και η αγάπη, στην ολότητά τους, κι όχι διχοτομημένα υπαρξιακά μεγέθη του ανθρώπου, όπως πολλοί άγευστοι και αμύητοι στον έρωτα και την αγάπη συχνά πυκνά τα βιώνουν, διαφαίνονται σε δέκα ποιήματα της παρουσιαζόμενης εδώ απόψε ποιητικής συλλογής. Ο έρωτας και η αγάπη, λοιπόν, ως γυμνό σώμα – εδώ η λέξη σώμα νοηματοδοτεί ολάκερη την ανθρώπινη ύπαρξη· ας ξεφύγουμε, επιτέλους, κάποια στιγμή, από ακόμη μια διχοτόμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, σε ξεχωριστό σώμα και ξεχωριστή ψυχή - πρόκειται για προσωπική μέθεξη του ποιητή στον έρωτα και την αγάπη, με συγκλονιστικές εμβιώσεις παρμένες από φωνές βυζαντινές[12], για να χρησιμοποιήσω ακόμη δύο λέξεις κλειδιά του Τάκη Συρέλλη, οι οποίες δείχνουν και την οικείωσή του με τη χριστιανική θεώρηση του έρωτα και της αγάπης, τολμώ να πω ότι είναι μέτοχος μιας «ασκητικής ευαισθησίας» – ο έρωτας και η αγάπη, λοιπόν, ως «αγκάλιασμα», «πέταγμα», «βουή ασμάτων», «θαύμα της όρασης», «πνοή», «ομορφιά της γραφής», «ουράνιο τόξο», «επερχόμενη καταιγίδα» κι «Ανάσταση», εμπνέει τον Τάκη Συρέλλη. Η σημειολογία αυτών των δέκα ποιημάτων του από τη συλλογή Ήχοι πλάγιοι[13] καταδεικνύει ότι η συνειδητή μόνωσή του, καθορίζει και την ποιητική του ταυτότητα, στον τόνο της απόλυτης μοναχικής ερωτικής παράδοσής του «στο θαύμα της όρασης»[14]. 
Ο ποιητής Τάκης Συρέλλης, λειτουργός μιας γλώσσας όπου δονείται σύμπασα η ανθρώπινη ύπαρξη, με νου, ψυχή και σώμα, τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νεώτερα, Τα καινούργια ποιήματά του, με συναισθηματική διάχυση σαν «ταξιδευτής του σήμερα», με το νου να πορεύεται ως «όνειρο στο κύμα»[15] επιθυμώντας (σαν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;) στο βυθό της θάλασσας να χαθεί και, ταυτόχρονα, στα ύψη να βρεθεί[16]. Ετούτος ο παραδαρμός, μέσα στον αδέκαστο χρόνο, τελικά βιώνεται και τσακίζεται στο χάος[17]. Ποιητικός λόγος, προσφιλής στον ποιητή, που καλεί τον αναγνώστη στον γοητευτικό κόσμο της αινιγματικότητας. 
Οι εκ του συστάδην πολλαπλές, τον τελευταίο καιρό – για να ετοιμάσω την αποψινή ομιλία – αναγνώσεις των ποιημάτων του Τάκη Συρέλλη, ως μη «ειδικού», όπως και στην αρχή ετόνισα, αλλά ως φίλου της ποίησης, με οδήγησαν σε δύο διαπιστώσεις. Η πρώτη παραπέμπει στον γνωστό δοκιμιογράφο και ποιητή Νικόλα Σεβαστάκη, που σ’ ένα δοκίμιο για τη σοφία της εποχής μας, ενώ θεωρεί πως η κοινωνία μας είναι αντιποιητική, δεν διστάζει να πει ότι κάθε ποίημα «ερεθίζει τις δυνατότητες της γλώσσας, τις προκαλεί να εκδηλωθούν λυτρωτικά»[18]. Η δεύτερη διαπίστωση παραπέμπει στην ποιήτρια, φιλόλογο και πανεπιστημιακό Άντεια Φραντζή, η οποία σε μια μικρή μελέτη που έγραψε για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, σωστά υποστηρίζει ότι: «θα πρέπει κάποτε ν’ αρχίσουμε να αισθανόμαστε τον κόσμο μας και μέσα από την ακύρωσή του και τους ποιητές να τους αγαπάμε – αν τους αγαπάμε – μέσα από τις πραγματικότητές τους»[19]. Κι αυτή η πραγματικότητα του ποιητή Τάκη Συρέλλη είναι η εξής: όσο κανείς διαβάζει τα ποιήματα του επί 4, σιωπηρά αναγνωρίζει τη στιχουργική ευχέρειά του. Όμως, αναγνωρίζει και κάτι ακόμη: ό,τι χρέος του ποιητή, όταν περατώνει ένα ποίημά του είναι και η προσέγγιση της πεμπτουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης, που άλλη δεν είναι από την καρδιά. Με το δικαίωμα του ποιητή να την αγγίζει, να την κάμει να αγαπά την ομορφιά και την αξία που έχει η ζωή. 

[1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάκη Συρέλλη επί 4, στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυτιλήνης (Αρχοντικό Χαλίμ Μπέη), την 25η Ιουλίου 2010. Έτερος ομιλητής ήταν ο Γεώργιος Τύρικος – Εργάς, Φιλόλογος και Συγγραφέας. Την εκδήλωση οργάνωσε το βιβλιοπωλείο Book and Art και συντόνισε ο Θεόδωρος Παραδέλλης, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου. 
[2] ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (1996). «Η ποίηση σαν δικαίωμα δαπάνης», στο: Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνα: Άγρα, σ. 41. 
[3] ΤΑΚΗΣ ΣΥΡΕΛΛΗΣ. (2019). «Πέτρα του Αιγαίου», στο: επί 4. Αθήνα: Παρουσία, σ. 40. 
[4] «Βυζαντινή φωνή», αυτόθι, σ. 10 
[5] «Στις θάλασσες η ρίζα μου είχα», αυτόθι, σ. 55. 
[6] «Ελένη», αυτόθι, σ. 47. 
[7] «Ότι αγαπάς φεύγει νωρίς», αυτόθι, σ. 66. 
[8] «Το ακρογιάλι», αυτόθι, σ. 19. 
[9] «Νέα αρχή», αυτόθι, σ. 72. 
[10] «Δίχως πυξίδα», αυτόθι, σ. 48. 
[11] «[…] μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό / κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, / όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό / Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!». Μίλτος Σαχτούρης, (1996). «Το ψωμί», στο: Ποιήματα (1945-1971), Αθήνα: Κέδρος, σ. 144. 
[12] ΤΑΚΗΣ ΣΥΡΕΛΛΗΣ. «Βυζαντινή φωνή», επί 4, σ. 10. 
[13] Αυτόθι, σσ. 19-29. 
[14] Αυτόθι, σ. 21. 
[15] «Σε ρυθμούς δορυφόρου», αυτόθι, σ. 83. 
[16] «Όνειρο στο κύμα», αυτόθι, 86. 
[17] «Άτιτλο», αυτόθι, σ. 87. 
[18] ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ. (2000). «Το ποίημα δεν έχει απάντηση», στο: Η αλχημεία της ευτυχίας. Δοκίμιο για τη σοφία της εποχής μας. Αθήνα: Πόλις, σ. 89. 
[19] ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ. (1988). Ούτως ή άλλως. Αναγνωστάκης – Εγγονόπουλος – Καχτίτσης – Χατζής. Αθήνα: Πολύπτυχο, σ. 41.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

«Εκεί πάνω σε βρίσκει η ποίηση»

I

Εκεί που αναρωτιέσαι για πράγματα που για πρώτη φορά
     αντικρίζεις
για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουν πια περάσει
για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα
για πράγματα που έλεγες δε θα συμβούν ποτέ
και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου
γι’ άλλα που επαναλαμβάνονται μ’ ελάχιστες παραλλαγές
για πράγματα που πουλιούνται μόλις πιάσουν
     κατάλληλη τιμή
για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού
ή που ήσαν σάπια απ’ την αρχή και δεν το έβλεπες
εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες
     ν’ αναλάβεις
για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δε σου βγήκαν
γι’ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες πραγματώθηκαν…

Εκεί πάνω σε βρίσκει η ποίηση.


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ. (2014). Σε βρίσκει η ποίηση. Αθήνα: Κίχλη, σσ. 7-8.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

«Στα παλαιά χρόνια το “άκτιστον φως” το έβλεπαν πολλοί άνθρωποι του Θεού»

«Ο Άγιος πριν κατεβεί στο Μοναστήρι ασκήτευε ψηλά στους βράχους, στα Καρούλια, σε μια σπηλιά που για να τη φθάσεις, αν δεν ήσουν αητός ή κιρκινέζι, έπρεπε από παιδί να είσαι μαθημένος στα απόκρημνα ψηλώματα και στις καταραχιές. Εκεί κάθε δέκα, κάθε δεκαπέντε, πήγαινε ένα καλογεράκι να δει αν ζει ο γέρος και να του αφήσει πότε λίγο λαδάκι, πότε λίγο κρασί, ο κόσμος όμως πίστευε πως δεν τα είχε ανάγκη ούτε αυτά, και πως μονάχα ως ένδειξη αγάπης τα δεχότανε. Έμενε μέσα στη σπηλιά ακούνητος και είχε τα μάτια καρφωμένα εμπρός, σε ένα σημείο μυστικό που μόνο εκείνος ήξερε, και έβλεπε το “φως”. Στα παλαιά χρόνια το “άκτιστον φως” το έβλεπαν πολλοί άνθρωποι του Θεού, ήσαν όμως άλλα χρόνια εκείνα· η αμαρτία δεν βασίλευε στον κόσμο όπως στις μέρες μας, οι άνθρωποι ήσαν πιο κοντά τον Πλάστη τους και δεν ήταν παράξενο που μοναστήρια ολόκληρα ήσαν γεμάτα από μοναχούς που έβλεπαν το ”φως”»


ΙΣΜΗΝΗ Β. ΚΑΠΑΝΤΑΗ. (1996). Που πια καιρός… Αθήνα: Εστία, σ. 16. 


Η Μεταμόρφωση, τέλος 14ου αιώνα· Θεοφάνης ο Έλληνας. Πινακοθήκη Τρετιακώφ (Μόσχα). 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Με διάθεση αγαπητική


Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας -δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά-, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

«Ο μπάρμπας μου δεν έπεφτε ποτέ για ύπνο χωρίς να κάνει την προσευχή του, μισή ώρα κάθε βράδυ. Την ξεκινούσε μέσα στο καλύβι, μπροστά στις εικόνες, αλλά τη συνέχιζε μπαινοβγαίνοντας και κάνοντας διάφορες μικροδουλειές. Την ολοκλήρωνε πάντα μέσα, κάτω από τις εικόνες. Άνθρωπος του προφορικού πολιτισμού, δεν ήξερε και δεν μπορούσε να προσευχηθεί από μέσα του, όπως δεν μπορούσε και να διαβάσει από μέσα του τα δύο μοναδικά βιβλία του, τη Σύνοψη – Σύναψη την έλεγε εκείνος – και τον Καζαμία. Ψιθύριζε λοιπόν την προσευχή του, προσηλωμένος, και αδιαφορώντας για το τι μπορεί να σκέφτονταν οι άλλοι ακούγοντας το μουρμουρητό του. Ορισμένα τα έλεγε απέξω (το Τρισάγιο, το Πάτερ ημών, το Πιστεύω, και άλλα που δεν θυμάμαι), κάποια άλλα τα διάβαζε από τη Σύνοψη ή τουλάχιστον τη συμβουλευόταν (σήμερα αναγνωρίζω από τα θραύσματα της μνήμης μου ότι έλεγε το “Άσπιλε…” από το Απόδειπνο και κάποια τροπάρια από το Μικρό παρακλητικό κανόνα, μπορεί και όλον). Κανείς πάντως δεν τον ειρωνευόταν, ούτε και η θεία μου. Εμένα με σαγήνευε εκείνος ο νυχτερινός ψίθυρος της προσευχής. Την πρωινή προσευχή του, άλλη μισή ώρα, τις περισσότερες φορές δεν την προλάβαινα. Μέσα στη μέρα έβρισκε μια στιγμή, όπως μου είπε κάποτε σχεδόν εμπιστευτικά, και έλεγε απέξω την Αγία Επιστολή. Η ψυχή του διψούσε για τ’ αγιωτικά. Μια φορά είχε ξεχάσει το σακάκι του σε ένα χωράφι. Το βρήκε κάποιος κι έψαξε στις τσέπες μήπως βρει κάτι που να τον κάνει να καταλάβει σε ποιόν ανήκει. Το μόνο που βρήκε ήταν καρβουνάκια και λιβάνι. Κατάλαβε αμέσως ότι ανήκει στον μπάρμπα-Γιώργη και του το ‘φερε. Ήταν η ταυτότητά του»

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2018). Στ’ αμπέλια. Αθήνα: Πόλις, σσ. 20-21.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Αύγουστος με πανιά να πλαταγίζουν από τον άνεμο

          010000 
βρήκαμε αύγουστο υποτίθεται· είμαστε τώρα με τον κωστή κρεμασμέ- 
νοι απ’ τα πανιά του σκάφους «ΕΥΧΟΜΑΙ Λ.Κ.» 

: τα πανιά πλαταγίζουν διότι μόνον αν πλαταγίζεις σου δίνει ο άνεμος 
κίνητρο ώστε να εύχεσαι κορώνα 

είτε γράμματα, η δε έννοια «ΕΥΧΟΜΑΙ» συνηγορεί στην ίδια γλώσσα με 
τα φρύγανα του βυθού. πλέον η ζέστη, 

συσσωρευμένη στα γράμματα, έχει δέσει την πρύμνη τής κάθε λέξης 
στην πλώρη της επομένης. μπροστά στις μύτες μας, η συνήθεια άγγι- 
ξε απαλά τον αιγύπτιο θεό ρα, που ήδη λαγοκοιμόταν, κι έτσι γλι- 
στράει απ’ το κεφάλι του το πελώριο στέμμα: είναι ο ήλιος! κώωωστα
φωνάζω, ο ήλιος πέφ-

τει! η κορώνα του ήλιου κατρακυλάει στα σκαλιά του αέρα 

ενώ συνάμα αιωρείται. και απόδειξη ότι στο κοίταγμα του κώστα πρί- 
φτη όλες οι λόγχες της φυσικότητας έχουνε γίνει ένα σφύριγμα. αλλά 
για λίγο. κατόπιν μοιάζει με ό,τι ήτανε εξαρχής, γλυκύς παλιάνθρω- 
πος μ’ ωραία μέση. τότε εγώ 

και το εγώ του κώστα πρίφτη είδαμε πάλι την Εντροπία με τα μάτια 
μου. 


ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ. (2002). Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο. Αθήνα: Νεφέλη, σ. 28.