Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευαγγέλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευαγγέλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Χριστός: Ο ελάχιστος αδελφός μας

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία με το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο (Μτ. κε΄ 31-46) μας υπενθυμίζει, λίγο πριν τη Μ. Σαρακοστή, το κριτήριο της σωτηρίας μας. Το γνωρίζουμε όλοι, μιας και το ακούμε συνέχεια. Όμως, λίγο «αγγίζει» την καρδιά μας ώστε ν’ αλλάξουμε στάση ζωής. Ο Κύριος λέει: «Δεν θα σωθούμε για τις νηστείες μας, για τις ασκήσεις μας και τις γονυκλισίες μας, αλλά θα σωθούμε μόνο αν έχουμε αγάπη για τον έσχατο αδελφό μας»Το έχουμε συνειδητοποιήσει, άραγε, αυτό; Μήπως η πίστη μας είναι «οχυρωμένη» πίσω από έναν θρησκευτικό «αυτισμό» και ένα «κλείσιμο» στον εαυτό μας;
Εκείνο, όμως, που μας εντυπωσιάζει, είναι αυτό που λέει ο Κύριος, όταν ρωτήθηκε απ’ τους ανθρώπους «πότε σε είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, φυλακισμένο και δε σε διακονήσαμε». Εκείνος τους απάντησε: «Εφόσον το κάνατε για τον ελάχιστο αδελφό σας, για μένα το κάνατε». Δηλαδή, όχι απλώς ο Χριστός νοιάζεται για το δυσκολεμένο άνθρωπο, όχι απλώς τον υπερασπίζεται, αλλά ταυτίζεται μαζί του. Όπως κάποιος που είναι πολύ φίλος μας και μας υπερασπίζεται, έτσι και ο Κύριος μας λέει: «Ταυτίζομαι με τον πεινασμένο, το φυλακισμένο, τον ασθενή, τον αμαρτωλό και τον εγκληματία. Αν θέλετε να κάνετε κάτι σε μένα, κάντε το σ’ αυτούς». Αυτός είναι ο «πλούτος» της αγάπης του Θεού.
Αν το κατανοήσουμε αυτό, τότε, εμπιστευόμαστε το Θεό και «ανοίγουμε» την καρδιά μας. Προκύπτει ένα ερώτημα: «Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον αδερφό μου; Πώς μπορώ να δω στο πρόσωπό του τον ίδιο τον Χριστό;». Η απάντηση είναι η εξής: Εφόσον αγαπήσω και εγώ τον εαυτό μου. Εάν αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ και το δυσκολεμένο άνθρωπο. Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου; Μόνο όταν αγαπηθώ. Δηλαδή, όταν βιώσω την αγάπη. Η πραγματική αγάπη είναι ο Χριστός. Άρα, μόνο όταν «γευτώ» την αγάπη του Θεού, αγαπώ τον εαυτό μου και μπορώ να αγαπώ κάθε άνθρωπο. Πώς μπορώ, όμως, να «γευτώ» την αγάπη του Θεού; Όταν «ανοιχτώ» σ’ Αυτόν. Πότε «ανοίγομαι» σ’ Αυτόν; Όταν καταλάβω ότι είμαι «φυλακισμένος», «διψασμένος» και «πεινασμένος».
Εφόσον καταλάβω τη «δίψα» και την «πείνα» της ψυχής μου και ζητήσω το έλεος του Θεού, τότε, Αυτός θα έρθει να γεμίσει την «πτωχεία» μου, την «αρρώστια» μου και την έλλειψή μου. Γεμάτος, πλέον, απ’ την αγάπη του Θεού θα μπορώ να διακονήσω κάθε άνθρωπο. Όχι γιατί μου το λέει και το επιβάλλει κάποιος, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορώ αν δεν δίνω αγάπη. Αυτό είναι το συγκλονιστικό. Δείκτης της πνευματικής μας κατάστασης είναι αυτή η στάση προς τον αδελφό μας. Δεν το κάνουμε για να πάμε στον παράδεισο, ούτε γιατί μας το είπε ο Χριστός, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς, εφόσον «γευτήκαμε» την αγάπη του Θεού.
Ένας «γεμάτος» άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Αγαπά όχι μόνο τον «καλό» άνθρωπο, αλλά και τον «κακό». Γιατί; Γιατί «κακός» ήταν και ο ίδιος και τον ελέησε ο Θεός. Δεν αγαπά μόνο τον «πιστό», γιατί «άπιστος» ήταν και του έδωσε το «δώρο» της πίστης-εμπιστοσύνης ο Θεός. Αν ερμηνεύσουμε τα πράγματα με θρησκευτικούς και ψυχολογικούς όρους, δεν θα βγάλουμε άκρη. Δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν άνθρωπο ν’ αγαπάει με τον τρόπο που λέει ο Χριστός. Μόνο ο άνθρωπος που «γεύτηκε» τον Χριστό μπορεί να το κάνει αυτό. Δηλαδή, ο μετανοών άνθρωπος αποκτά ήθος ευσπλαχνίας και αγάπης. Δεν αντέχει η ψυχή του να υπάρχουν πεινασμένοι, διψασμένοι, φυλακισμένοι και ασθενείς. Αυτομάτως η καρδιά του «κινείται» προς τον ασθενή για να τον διακονήσει. Γίνεται όλος «προσφορά», «επιείκεια» και «ανάπαυση».
Αυτός είναι ο πνευματικός άνθρωπος. Αυτό εννοεί ο Χριστός με το ευαγγέλιο. Μας τρομάζει όταν ακούμε το «ευαγγέλιο κρίσεως». Δεν καταλαβαίνουμε πως όταν ο Κύριος «απειλεί» για κόλαση, δεν το κάνει γιατί επιθυμεί την κόλασή μας, αλλά για να μην γίνει πράξη και να μας αποτρέψει απ’ αυτό το γεγονός. Δεν μας κολάζει ο Χριστός, αλλά οι ίδιοι κολαζόμαστε, αφού «πρόσκληση» είναι ο Χριστός προς όλους μας. Η μεγάλη μας αμαρτία, ιδίως, των θρησκευτικών ανθρώπων, είναι η σκληροκαρδία μας. Καλύτερα αμαρτωλοί με την επιείκεια που προτείνει ο Χριστός, παρά άγιοι και σκληρόκαρδοι. Άγιοι, ουσιαστικά «άγριοι», μιας και δεν αφήνουμε χώρο στην καρδιά μας για τον αδελφό μας.
Είδαμε τις προηγούμενες Κυριακές. Τον Φαρισαίο: Σκληρόκαρδος άνθρωπος, με κατάκριση, χωρίς επιείκεια και κατανόηση. Ο πρεσβύτερος υιός: Ενώ ήταν στο χώρο της πατρικής εστίας, δεν ανεχόταν την αγάπη. Το μεγαλύτερο «έγκλημα» απέναντι στον εαυτό μας είναι η σκληροκαρδία μας και το να μην έχουμε επιείκεια και συγχωρητικότητα. Δεν είναι μόνο να δώσεις «υλική» τροφή στον άνθρωπο, αλλά, κυρίως, «πνευματική». Τι «τροφή»; Την ελπίδα, την παρηγοριά, την ενθάρρυνση και να του πεις: «Και για σένα είναι ο Χριστός». Όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι στο βιβλίο του «Έγκλημα και Τιμωρία»: «Ο Κύριος θα προσκαλέσει τους αμαρτωλούς, τους εγκληματίες και θα τους πει: «Ελάτε στη βασιλεία μου». Θα πουν: «Τι καλό κάναμε;». Θα πει ο Θεός: «Σας βάζω μέσα στη βασιλεία γιατί δεν πιστεύατε πως αξίζατε τη βασιλεία μου».
Αυτός είναι ο τρόπος που «ανοίγει» τη βασιλεία των ουρανών: Ότι δεν πιστέψαμε ότι την αξίζουμε, αλλά ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού. Εφόσον ελπίζουμε μόνο στο έλεος του Θεού, πώς μπορούμε να μην ελεούμε τον ελάχιστο αδερφό μας; Η μεγαλύτερη αδικία εναντίον του εαυτού μας είναι αυτή: Να ζητάς ελεημοσύνη και να μην δίνεις. Να λες πως στηρίζεσαι στη χάρη του Θεού και να μην δίνεις χάρη, αφού στηρίζεται στη δικαιοσύνη σου. Ποια δικαιοσύνη, όμως, αφού, αν ο Θεός ήταν δίκαιος, θα μας είχε κάψει όλους; Σωζόμαστε γιατί είναι άδικος ο Θεός. Είναι άδικος γιατί μας αγαπά.
Το θέμα, λοιπόν, είναι να μπούμε σ’ αυτό το πνεύμα της αγάπης του Θεού. Να γίνουμε ένα «άνοιγμα» για κάθε άνθρωπο. Να δίνουμε παρηγοριά και στον πιο ξεφτιλισμένο άνθρωπο, γιατί και εμείς τέτοιοι είμαστε. Γιατί δεν δίνουμε; Μήπως δεν λάβαμε; Γιατί δεν λάβαμε; Μήπως πιστέψαμε στον εαυτό μας και γίναμε σκληρόκαρδοι; Ας προβληματιστούμε.
Μπαίνουμε στη Σαρακοστή. Θέλουμε να βιώσουμε το μυστήριο της αγάπης του Θεού. Χρειάζεται να συγκλονιστούμε απ’ αυτό που μας λέει ο Χριστός: «Είμαι ο ελάχιστος αδελφός». Ταυτίζεται μαζί μας, με την αμαρτία μας και έρχεται και μας θεραπεύει. Αυτό που θα λάβουμε, το δίνουμε και στον αδελφό μας αδιακρίτως.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Ο καρδιογνώστης Χριστός

Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Όλοι γνωρίζουμε πως η Γραφή είναι γεμάτη με παραδείγματα ανθρώπων μετάνοιας και αποκαλύψεις της αγάπης του Θεού. Ο κεντρικός άξονας του ευαγγελικού λόγου της Κυριακής (Λκ. ιθ΄ 1-10) είναι ο λόγος του Κυρίου μας: «Δεν ήρθα να καλέσω τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια». Αυτή είναι η στάση ζωής μας και αυτό είναι το ήθος της Εκκλησίας. Άλλωστε, για μας «άγιος» δεν είναι ο «αναμάρτητος», αλλά ο «διαρκώς μετανοών» άνθρωπος. Τέτοιο παράδειγμα αληθινής μετάνοιας είναι ο Ζακχαίος.
Τι ήταν ο Ζακχαίος; Ένας φοροεισπράκτορας, ένας πλεονέκτης και ένας άνθρωπος μισητός της περιόδου εκείνης. Παρά αυτή του την κατάσταση, ο Ζακχαίος διατηρούσε μέσα του τον πόθο για την αλήθεια. Γι’ αυτό το λόγο, έψαχνε ευκαιρία να συναντήσει Αυτόν που είχε ακούσει: Τον Χριστό. Του δόθηκε, κάποτε, η ευκαιρία. Περνούσε ο Κύριος απ’ τα μέρη του και επειδή ήταν κοντός, ανέβηκε σε μια συκομορέα για να μπορέσει να Τον δει. Μπόρεσε να τον δει και ο Χριστός του δίνει την ευκαιρία σωτηρίας, ζητώντας του να πάει στο σπίτι του. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε.
Αξίζει να δούμε ορισμένα πράγματα. Αρχικά, διαβάζουμε στο ευαγγέλιο πως ο κόσμος διαμαρτυρήθηκε: «Μα αυτός είναι αμαρτωλός. Πού πας;». Αυτοί ήταν οι «θεούσοι» και οι «πνευματικοί» άνθρωποι, υποτίθεται, που δεν εμβαθύνουν στα πράγματα και τα βλέπουν εξωτερικά. Έχουν χωρίσει τους ανθρώπους στους «έτσι» και στους «αλλιώς». Για το Θεό, όμως, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.Οφείλουμε να ξέρουμε πως στον κάθε αμαρτωλό υπάρχει μέσα του ο πόθος για την αλήθεια, υπάρχει το φως μέσα του και η δυνατότητα αλλαγής.
Ναι. Ζούσε ο Ζακχαίος όλη αυτή την πτώση του, αλλά είχε μέσα του την επιθυμία να συναντήσει τον Χριστό. Κανένας άνθρωπος, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, δεν χάνει μέσα του αυτή τη δυνατότητα: Να επιθυμεί τον Χριστό. Άρα, αν λέμε εμείς πως είμαστε αμαρτωλοί και δεν είμαστε για τον Χριστό, είναι ανοησία. Αυτός, λοιπόν, ο Ζακχαίος είναι ένα πρότυπο για μας, αλλά και ένας άγιος της Εκκλησίας μας. Επομένως, πώς σωζόμαστε; Αν διαφυλάξουμε στην καρδιά μας «ζωντανή» την επιθυμία μας για την αλήθεια. Εμείς μπορεί να είμαστε της Εκκλησίας, να κάνουμε όλα τα πνευματικά πράγματα, αλλά να μην έχουμε πόθο για συνάντηση με το Θεό.
Όμως, ας σκεφτούμε το εξής: Πώς αποκαλούμε το Θεό; «Καρδιογνώστη» μιας και βλέπει το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Γι’ αυτό, τα εξωτερικά σχήματα είναι πολύ σχετικά. Δεν υπάρχει και λόγος να κατακρίνουμε, διότι σίγουρα θα κάνουμε λάθος. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τα μύχια της ύπαρξης κανενός ανθρώπου. Ένα πράγμα οφείλουμε να έχουμε: Το ήθος του Κυρίου μας, που θέλει όλοι να σωθούμε. Δεν φτάνει μόνο η μετάνοια. Χρειάζεται και η αγάπη του Κυρίου μας. Η αγάπη του Θεού μάς σώζει. Ούτε αυτή, όμως, φτάνει. Χρειάζεται και η δική μας συγκατάθεση. Όταν συνδυαστούν αυτά τα δύο, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τότε, γίνεται η αλλοίωση του ανθρώπου. Αυτή η αγάπη του Θεού είναι που μας δίνει ελπίδα και κουράγιο να σηκωθούμε.
Ο Χριστός μάς το λέει ξεκάθαρα. Για μας τους αμαρτωλούς ήρθε στον κόσμο. Ο Θεός έχει έναν πόθο: Όλοι να σωθούμε. Χρειάζεται να «ενεργοποιήσουμε» τον εαυτό μας, παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτό το λόγο του Κυρίου μας: Ότι δεν είναι δυνάστης και κριτής, αλλά πατέρας και θεραπευτής. Αυτό θα γίνει όταν αποκτήσουμε απλότητα και ευρυχωρία μέσα στην καρδιά μας. Η «στενότητα» η δική μας δείχνει την αμετανοησία μας. Δεν έχει καμιά σχέση το φως και η πραγματικότητα του Θεού με αυτά τα «κουτάκια» και τους τακτικισμούς, που έχει ο καθένας μας. Αν δεν γίνει μια βαθιά ανατροπή μέσα μας, ώστε να γίνουμε «άλλοι άνθρωποι», δεν υπάρχει φως και Χριστός.
Ποια είναι η απόδειξη αυτού του πράγματος; Όταν έχουμε έμπρακτη μετάνοια. Δεν φτάνουν μόνο τα λόγια και τα κλάματα. Όλοι τέτοια κάνουμε. Λέμε: «Αχ τι κάναμε;», πάμε στην εξομολόγηση, «σβήνει το κοντέρ» και επιστρέφουμε στην καθημερινότητά μας να γράψει άλλα. Θέλουμε απλώς να φύγουν οι ενοχές. Αυτό είναι το επίπεδο του σύγχρονου χριστιανού. Λέμε: «Είπα τις αμαρτίες και ξεφόρτωσα». Δεν πάμε να «ξεφορτώσουμε» στην εξομολόγηση, αλλά πάμε να «φορτώσουμε» Χριστό και να αλλοιωθούμε. Η Εκκλησία δεν είναι χώρος απενοχοποίησης για να νιώθουμε πιο άνετοι, αλλά είναι η ικανότητα να συναντηθούμε με τον Χριστό.
Όταν έρχεται ο τελώνης Ζακχαίος και λέει: «Ό,τι έκλεψα το δίνω και, μάλιστα, τετραπλάσια», τι δείχνει αυτό; Όχι ότι απλώς μετανόησε σαν εμάς τους ανώριμους, αλλά ότι ήταν τόσο γεμάτος απ’ τον Χριστό που δεν είχε ανάγκη απ’ τα υλικά αγαθά και τα πωλούσε. Αυτή είναι η έμπρακτη απόδειξη της μετάνοιας. Αυτά τα στοιχεία να κρατήσουμε μέσα μας: Την αγάπη για τον Χριστό και ότι όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, όσο κι αν βρισκόμαστε στην προσωπική μας κόλαση, να κρατάμε «άσβεστο» τον πόθο μας για το Θεό. Μην ξεγελιόμαστε και θεωρούμε πως δεν είμαστε για το Θεό. Για το Θεό είμαστε. Μάλιστα, όσο πιο αμαρτωλοί, τόσο και καλύτερα ίσως. Πιθανότατα έτσι έχουμε και περισσότερη συντριβή, ώστε να στραφούμε ολοκληρωτικά προς το Θεό.
Εν κατακλείδι, η αληθινή μας μετάνοια θα φανεί από το τι επιθυμούμε από εδώ και πέρα. Ποιος είναι ο θησαυρός μας; Είμαστε έτοιμοι να τα «πουλήσουμε» όλα και να κρατήσουμε τον Χριστό; Αν είμαστε έξυπνοι, θα καταλάβουμε πως αν τα «πουλήσουμε» όλα για τον Χριστό, τότε, απολαμβάνουμε και τη ζωή και τον κόσμο.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: Ο σεβασμός της καρδιάς μας

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιγ΄ 10-17) ο Χριστός θεραπεύει τη συγκύπτουσα γυναίκα στη συναγωγή, ημέρα Σάββατο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, σκανδαλίσθηκαν οι θρησκευτικοί άνθρωποι και αγανάκτησαν, λέγοντας: «Πώς είναι δυνατόν να παραβαίνεις την εντολή του Σαββάτου και να θεραπεύεις τη συγκύπτουσα;». Μπορούμε να πούμε πως ο Χριστός επίτηδες έκανε αυτή την πράξη ημέρα Σάββατο, ώστε να βγάλει στην επιφάνεια το πρόβλημα των ανθρώπων.
Ποιο ήταν το πρόβλημα; Η υποκρισία. Οι θρησκευτικοί άνθρωποι οχυρώνονταν στο νόμο μ’ έναν υποκριτικό τρόπο και αρνούνταν το ανθρώπινο πρόσωπο και την αγάπη. Ο Κύριος τους επισημαίνει: «Όταν έχετε να κάνετε μια δουλειά, όπως το να φροντίσετε τα ζώα σας, δεν παραβαίνετε το Σάββατο; Τώρα που θεραπεύτηκε η ασθενής, αντιδράτε;». Αξίζει να δει κανείς λίγο τη δυσκολία αυτών των ανθρώπων που αγανάκτησαν.
Ο Χριστός θεραπεύει ημέρα Σάββατο και παραβαίνει το νόμο. Τίθεται ένα ερώτημα: «Ο νόμος ή ο άνθρωπος; Ο νόμος ή η αγάπη;». Εμείς εύκολα απαντούμε: «Ασφαλώς ο άνθρωπος και η αγάπη». Όμως, χρειάζεται να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Όταν ο Κύριος βγάζει όλα αυτά στην επιφάνεια, καλεί τον θρησκευτικό άνθρωπο της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής, να κάνει εσωτερικές ανατροπές και να βγει απ’ τις οχυρώσεις του. Εμείς έχουμε φτιάξει έναν τύπο «χριστιανού», βολευτήκαμε, αλλά δεν θέσαμε ερωτήματα στον εαυτό μας: «Είμαστε όντως έτσι όπως θέλει ο Θεός; Είναι ο Θεός η χαρά μας ή είναι ένας εξωτερικός τύπος;». Ο Χριστός, λοιπόν, κάνει αυτή την ανατροπή: Μας τοποθετεί υπεύθυνα ενώπιον του εαυτού μας και της καρδιάς μας.
Ποια είναι η θεραπεία; Εμείς αφελώς σκεφτόμαστε και λέμε: «Έχει δίκιο ο Χριστός. Ο άνθρωπος και όχι ο νόμος». Όταν, όμως, ο Κύριος θέτει αυτό, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο που δεν το υποψιαζόμαστε. Όταν λέει «όχι ο νόμος», εννοεί: «Άσε τους κανόνες και τους νόμους, δες τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά σου και αναζήτησε το φως και τη ζωή». Εμείς σήμερα προκρίνουμε το νόμο, διότι φοβόμαστε να σχετιστούμε με κάποιον άνθρωπο.
Στην πνευματική ζωή δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει ένα βαθύτερο γεγονός: Ο σεβασμός της καρδιάς μας. Μ’ αυτό μας βάζει «αντιμέτωπους» ο Κύριος στο ευαγγέλιο της Κυριακής. Το «-αντί» του νόμου είναι ο «σταυρός» και η «αναζήτηση του Θεού». Σίγουρα είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις ένα νόμο, να τον τηρείς μηχανικά και να νιώθεις «ασφαλής» εκεί, αλλά είναι πιο δύσκολο να «ζωντανέψεις» την καρδιά σου και να βρεις τον τρόπο ν’ αποκαλυφθεί ο Θεός στη ζωή σου. Είναι πιο δύσκολο να μπεις σ’ αυτή την πορεία αναζήτησης του Θεού. Ο λόγος; Διότι είναι μια «έμπονος» αναζήτηση. Ο Θεός είναι κάτι «άπιαστο» και «αόρατο».
Το ερώτημα, παρ’ όλα αυτά, «περιμένει» μια απάντηση: «Πώς θα μπορέσω Αυτόν το Θεό να Τον κάνω ζωή μου και ν’ αρνηθώ τα πάντα για χάρη Του;». Τι λέμε εμείς; «Δύσκολα αυτά τα πράγματα για μένα. Καλύτερα να δούμε τι λέει η Εκκλησία, να τηρήσουμε πέντε νόμους που είναι πιο εύκολο και βολικό». Ή κάνουμε και κάτι άλλο: Φτιάχνουμε ένα ιδεολόγημα, όπου λέμε: «Όλα επιτρέπονται. Ο Χριστός αγαπάει». Δεν κατανοούμε πως το ζητούμενο είναι κάτι άλλο: Να «ζωντανέψει» η καρδιά μας και να Τον αναζητήσουμε.
Είπαμε στην αρχή πως σίγουρα όλοι μας θα επιλέγαμε τον άνθρωπο και όχι το νόμο. Όμως, προκύπτει ένας προβληματισμός: «Μπορείς ν’ αγαπήσεις τον άλλον, αν δεν ξέρεις, πρώτα απ’ όλα, ποιος είσαι εσύ ο ίδιος; Αν δεν σέβεσαι την καρδιά σου;». Δηλαδή, είμαστε έτοιμοι να «θεραπεύσουμε» τον εαυτό μας και τους άλλους; Η θεραπεία δεν γίνεται με τα λόγια, αλλά μ’ αυτό που «ακτινοβολεί» η ύπαρξή μας. Αν η ύπαρξή μας εμπνέει και φέρει την εμπειρία της χάριτος του Θεού. Εμείς μπερδευόμαστε γιατί προσπαθούμε και αγωνιούμε όλα να τα καταλάβουμε και να τα ερμηνεύσουμε.
Δεν αφηνόμαστε στην έκπληξη. Δεν αφηνόμαστε στο «χάδι» του Θεού. Ο Θεός έρχεται σαν μια λεπτή «αύρα» και χρειάζεται ησυχία και σιωπή για να Τον ακούσεις. Εμείς σήμερα κάνουμε φασαρία με πολλούς τρόπους. Μας τρομάζει η ησυχία και η σιωπή. Έτσι, δυσκολευόμαστε να μπούμε στην «περιπέτεια του αγνώστου», ώστε ο Θεός να γίνει «Θεός μου». Ο Θεός, που είναι στα «ράφια του βιβλίου», να μπει μέσα στην καρδιά μου και να γίνει βίωμα. Αυτό σημαίνει «αγαπώ τον εαυτό μου»: Σεβάστηκα το λόγο που υπάρχω.
Αν μπούμε σ’ αυτή την διαδικασία, επομένως, καταλαβαίνουμε πως είναι «αστείο» να μιλάμε για νόμους. Ο προορισμός μας είναι κάτι άλλο: Η αίσθηση της αγάπης του Θεού. Έτσι μπορούμε και ξεπερνούμε τα σχήματα και ελευθερωνόμαστε. Ο Χριστός ήρθε για ν’ ανατρέψει όλα αυτά τα σχήματα. Μάλιστα, αυτή η ελευθερία δεν κερδίζεται, αλλά δωρίζεται. Πότε; Όταν «γευτούμε» την αγάπη του Θεού. Πότε την «γευόμαστε»; Όταν τη ζητούμε. Πότε τη ζητούμε; Όταν ξεπεράσουμε τις θρησκευτικές οχυρώσεις μας και σεβαστούμε την καρδιά μας. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο εκτιμούμε κάθε άνθρωπο, εχθρό και φίλο. Δεν πιέζω τον εαυτό μου ν’ αγαπήσει, αλλά είναι μια αυτόματη κίνηση της ύπαρξής μου.
Μην πέσουμε στην «παγίδα» και θεωρήσουμε πως ο Χριστός ήρθε να καταλύσει το νόμο για να μας δώσει μια προοπτική «αφασίας», αλλά ο Χριστός μάς καλεί πρώτα να σεβαστούμε την καρδιά μας. Αυτό είναι το γεγονός που εκπορεύεται μέσα απ’ το Κυριακάτικο Ευαγγέλιο. Ο Χριστός κάνει μια ανατροπή, μας φωτίζει και μας δίνει την αγάπη Του. Εμείς θα είμαστε ικανοί να γίνουμε δεκτικοί αυτών των δωρεών, όταν κοιτάξουμε μέσα μας και σεβαστούμε τα βάθη της καρδιάς μας.
Αυτό σημαίνει να ζητήσουμε την προσωπική μας συνάντηση με τον Χριστό. Τότε, όταν επιτρέψει ο Θεός, ελευθερώνεται ο άνθρωπος και ζει με μια άνεση, έξω απ’ τα «δεσμά» του κόσμου και του νόμου. Θέλει το καλό όλων των ανθρώπων και δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς». Υπάρχει μια άλλη προοπτική: Ο ελεύθερος άνθρωπος φέρει τη δυνατότητα θεραπείας του άλλου ανθρώπου, μιας και εκπέμπει παρηγοριά και ελπίδα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Η επιθυμία για φως

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιη΄ 35-43) ο Χριστός στον δρόμο προς την Ιεριχώ συνάντησε κάποιον τυφλό, ο οποίος καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη. Ξαφνικά, ο τυφλός άκουσε πολλή φασαρία και ρώτησε: «Τι συμβαίνει;». Το πλήθος του απάντησε πως περνάει ο Χριστός. Ακριβώς εκείνη την στιγμή αναπτερώνονται οι ελπίδες του και με όλη του τη δύναμη φωνάζει: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Όμως, ο όχλος τον επιτιμά και του λέει να σωπάσει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος πιο πολύ ζητούσε τον Χριστό. Τελικά, ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς;». Ο τυφλός απάντησε: «Το φως». Τότε, εξαιτίας της πίστης του, ο Κύριος θαυματούργησε και τον θεράπευσε.
Αρχικά, αξίζει να τονιστεί πως ο τυφλός δεν ζητούσε απλώς το φως των οφθαλμών του, αλλά ζητούσε το φως το αληθινό, το φως του Χριστού. Έτσι, τι έκανε; Ζήτησε. Δεν έμεινε «κλεισμένος» στον εαυτό του. Ζητούσε την ικανοποίηση του πόθου του. Μάλιστα, συμβαίνει κάτι που μας εντυπωσιάζει. Αν και ήταν τυφλός, είχε εξασκήσει μια άλλη αίσθηση που διατηρούσε: Την ακοή. Η ακοή τον έσωσε, αφού του επέτρεπε ν’ ακούει την καρδιά του και τον βαθύτερο πόθο του. Άκουγε ότι είχε ανάγκη το φως. Όμως, άκουγε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό: Την ελπίδα που αναδυόταν μέσα απ’ τον όχλο. Την παρουσία του Χριστού.
Ο τυφλός μάς αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος που ζητάει το φως και την αλήθεια, σέβεται την καρδιά του, την ακούει, αλλά, παράλληλα, είναι «ανοιχτός» και στην ελπίδα. Περιμένει την ευλογημένη στιγμή που θα περάσει ο Χριστός από μπροστά του. Ο Κύριος σίγουρα στον καθένα μας θα δώσει την ευκαιρία να συναντηθούμε μαζί Του. Το πρόβλημα του ανθρώπου, όμως, είναι ότι είναι απολύτως «νεκρές» οι αισθήσεις του. Πότε είναι «νεκρές»; Όταν ο άνθρωπος απελπίζεται.
Ο τυφλός αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Όταν καταλαβαίνει ότι περνά ο Χριστός από κοντά του, αδιαφορεί για τον όχλο και για τη φασαρία των λογισμών του. Οι λογισμοί του τι του λέγανε; «Άσε ρε καημένε τώρα. Σιγά μη γυρίσει ν’ ασχοληθεί μαζί σου ο Χριστός». Αυτός, όμως, επιμένει στον πόθο της καρδιάς του και λέει: «Τώρα είναι η ευκαιρία της ζωής μου. Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτό το περιστατικό μάς δείχνει πως η ζωή μας είναι τόσο σημαντική. Δεν αξίζει να την αφήνουμε να περνάει με μια επιπολαιότητα. Η κάθε στιγμή που αφήνουμε να περάσει μπορεί να είναι η «γόνιμη» στιγμή της συνάντησής μας με τον Χριστό.
Μπορούμε να πούμε πως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που «μετανοεί» και στον άνθρωπο που «δεν μετανοεί». Ο άνθρωπος που «δεν μετανοεί» είναι ο άνθρωπος που ακούει τον όχλο που τον επιτιμά και, μάλιστα, υπακούει σ’ αυτή τη φωνή. Δηλαδή, υπακούει στην απελπισία, υπακούει στο λογισμό του, που είναι μια προβολή του εγωισμού του και του λέει: «Μα είναι δυνατόν να βρω το φως; Αφού είμαι τυφλός. Μα είναι δυνατόν να με συγχωρέσει ο Θεός; Αφού είμαι αμαρτωλός. Είναι δυνατόν να με αγαπήσει ο Θεός; Εγώ είμαι ανάξιος αγάπης». Στην αντίπερα όχθη, ο ταπεινός άνθρωπος τι κάνει; Κατ’ αρχάς, βρίσκεται μέσα στον όχλο. Δεν κρύβεται στο δωμάτιό του για να «ηδονίζεται» στα σκοτάδια του. Βγαίνει σε αναζήτηση του Χριστού μέσα στον όχλο. Γίνεται ρεζίλι. Του διαμαρτύρεται ο όχλος, τού λέει σταμάτα, αλλά αυτός επιμένει, αγνοεί τον όχλο, αγνοεί τους λογισμούς, γιατί έχει καθαρή και άσβεστη μέσα του την επιθυμία για το φως.
Αυτό είναι που μας σώζει. Εμείς λέμε: «Θέλουμε τον Χριστό». Ψέματα είναι. Αν Τον ζητούμε, το δείχνει η στάση ζωής μας και πού είμαστε στραμμένοι. Ο άνθρωπος που αληθινά προσδοκεί τον Χριστό, αναγνωρίζει τα σκοτάδια του, είναι τυφλός, αλλά έχει την ακοή. Ακούει, δηλαδή, τους αναστεναγμούς της καρδιάς του και την ελπίδα που περνά από μπροστά του. Πώς μπορεί και ακούει την καρδιά του; Αγνοεί τις φωνές του όχλου που του λένε: «Σταμάτα. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να έρθει στη ζωή σου. Είναι παραμύθι ο Θεός, δεν σε ακούει ο Θεός, είσαι αμαρτωλός και είναι ανύπαρκτος ο Θεός για σένα».
Αυτός είναι ο άνθρωπος της μετάνοιας και της αρετής. Η αρετή δεν είναι ένα ψυχολογικό γεγονός του τύπου «έγινα καλύτερος άνθρωπος». Αρετή σημαίνει ότι «έχω καρδιά, ακούω τους πόθους της και επιμένω εκεί». Αν δεν περάσουμε απ’ αυτή την εσωτερική κατάσταση, αν δε, ζήσουμε αυτή την εσωτερική «ρωγμή», δεν μπορεί ο άνθρωπος να «γεννηθεί πνευματικά». Θα είναι, ίσως, ένας καλός άνθρωπος, ένα «καλό παιδάκι του κατηχητικού», θα το θαυμάζουν, θα περνάει η ζωή του και μετά το τέλος. Το θέμα είναι να βρούμε το φως του Χριστού. Αυτό και τίποτα άλλο.
Αξίζει, όμως, να σταθούμε και στη συμπεριφορά του Χριστού. Τον βλέπουμε να διδάσκει τον κόσμο που ήταν εκεί. Δεν έκανε βόλτα. Τι κάνει μόλις αντικρίζει τον τυφλό; Αφήνει αυτό που κάνει και ασχολείται με το πρόβλημα του τυφλού. Μας δείχνει, δηλαδή, ο Κύριος πως δεν υπάρχει πνευματική ζωή χωρίς το ενδιαφέρον για την ανάγκη του αδελφού μας. Δεν υπάρχει πνευματικότητα χωρίς τη διακονία του δυσκολεμένου ανθρώπου. Εμείς σήμερα μπορεί να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση όπου λέμε: «Εγώ είμαι πνευματικός άνθρωπος και δεν ασχολούμαι με τις ανάγκες των ανθρώπων. Είμαι πνευματικός άνθρωπος και είμαι στο κελάκι μου και προσεύχομαι. Αδιαφορώ, όμως, για τον τυφλό που είναι δίπλα μου και περνάει».
Ο Χριστός, αντιθέτως, αφήνει τη διδασκαλία και ασχολείται με την ανάγκη του ανθρώπου. Λέει σ’ εμάς: «Άσε τις ψεύτικες πνευματικότητές σου. Αν είναι αληθινή η πνευματικότητά σου, τότε, γίνε ελπίδα και φως στον άλλον». Γράφει ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος σ’ ένα βιβλίο του: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων». O Χριστός, επομένως, δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του απ’ τους ανθρώπους που υπέφεραν για να μην Του χαλάσουν την ατομική ηρεμία και τη θετική Του διάθεση.
Αυτός, επομένως, είναι ο σκοπός της ζωής μας. Η πνευματική ζωή είναι το να ακούω την καρδιά μου, τους πόθους της και να ελπίζω στο «ανέλπιστο». Όλη η ύπαρξή μου να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που περνά από μπροστά της και να φωνάζω: «Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ο πραγματικός πλουτισμός

Του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΥΜΟΥΖΗ – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιστ΄ 19-31) ο Κύριος αναφέρει την ιστορία του «πλούσιου και φτωχού Λαζάρου». Την γνωρίζουμε όλοι. Κάποια στιγμή έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο και οι δύο. Ο πλούσιος, όμως, βασανιζόταν και δεν μπορούσε ν’ απολαύσει τα «δώρα» και τον «πλούτο» της αγάπης του Θεού, ενώ ο φτωχός Λάζαρος απολάμβανε την ειρήνη και το έλεός Του.
Είναι γεγονός πως ο πλούσιος ζητούσε κάποια παρηγοριά, αλλά δεν μπορούσε να βρει αυτή τη δυνατότητα, γιατί υπήρχε μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτού και του φτωχού Λαζάρου. Παρακάλεσε και ζήτησε, τουλάχιστον, να δοθεί η μαρτυρία - ενημέρωση στους οικείους του, οι οποίοι ζούσαν ακόμα, αυτής της καταστάσεως που βίωνε, ώστε ν’ αλλάξουν στάση ζωής. Λέει, όμως, ο Κύριος: «Εάν δεν ακούν τους προφήτες που τους μίλησαν, και το λόγο του Θεού, ούτε και αν αναστηθεί κάποιος και τους περιγράψει την κατάσταση, θα πεισθούν».
Χωρίς αμφιβολία, είναι ένας σκληρός λόγος. Για πολλούς ένας λόγος δυσβάστακτος, περίεργος και μυστικός. Δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε. Αξίζει να σταθούμε σε μερικά σημεία, για ν’ αντιληφθούμε τι θέλει να πει ο Κύριος. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι ο «φτωχός» έχει όνομα. Είναι ο Λάζαρος. Ο «πλούσιος» είναι ανώνυμος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αυτό που ορίζει τ’ όνομά μας, εξαρτάται απ’ το πού είναι στραμμένη η ελευθερία μας, πού είναι ο θησαυρός της καρδιάς μας και πού είναι στραμμένη η αγάπη μας.
Ο πλούσιος ήταν στραμμένος στα πράγματα. Δηλαδή, στην ικανοποίηση του εαυτού του. Ζούσε με μια ιδιοτέλεια και ήταν ανίκανος να οικοδομήσει σχέσεις. Γι’ αυτό, δεν είχε όνομα. Ο φτωχός Λάζαρος είχε όνομα, μιας και αναζητούσε βαθύτερα πράγματα. Μέσα απ’ την πτωχεία του ανέπτυσσε σχέσεις και με το Θεό και με τους ανθρώπους. Ουσιαστικά, όταν ο άνθρωπος είναι «κλεισμένος» στην ιδιοτέλειά του και στις επιθυμίες του, δεν «οικοδομεί» σχέσεις. «Σχέση» σημαίνει διάθεση να σηκώσω τον σταυρό μου. Σημαίνει δόσιμο. Δόσιμο όχι αυτού που μπορώ, αλλά αυτού που δεν μπορώ και με ξεπερνάει. Αυτού που έχει προσωπικό κόστος.
Εμείς οι χριστιανοί σήμερα ζούμε σε μια μακαριότητα της «αδράνειας» και της «αφασίας». Είμαστε τόσο μακάριοι όσο τα φυτά και είμαστε βολεμένοι σ’ αυτό. Δεν θέλουμε να εξελιχθούμε, δεν πιστεύουμε πως αυτό που αναφέρει η ιστορία έχει βαθύτερο νόημα. Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, διότι αδυνατεί να «γεννήσει» νέα ερωτήματα. Ένα ερώτημα όταν εκφράζεται αποκαλύπτει πόθο για νόημα και «δίψα» για ένα λόγο ύπαρξης.
Ταυτόχρονα, ο φτωχός Λάζαρος είχε πληγές. Ποιες ήταν οι πληγές; Οι οδύνες του ανθρώπου που αναζητεί το Θεό και που επιζητά τη φανέρωση της Βασιλείας των Ουρανών. Ο πλούσιος δεν ήταν αυτός που είχε χρήματα και ήταν βολεμένος, αλλά ήταν αυτός που δεν αναζητούσε το Θεό και έψαχνε κάπου να «κοιμίσει - νεκρώσει» αυτή την αναζήτηση. Έτσι, ήταν βολεμένος στα πράγματα. Είναι σαν αυτούς τους ανθρώπους της Εκκλησίας που λένε: «Όλα μια χαρά είναι». Δεν είναι, όμως, όλα μια χαρά, διότι δεν έχουμε το Θεό ακόμα, δεν μας αποκαλύφθηκε ο Θεός. Απλώς παίρνουμε τα «ναρκωτικά» μας ο καθένας, για να κοιμηθούμε και να ζήσουμε αυτή τη ψεύτικη μακαριότητα.
Οι άνθρωποι του Θεού είναι αυτοί που πέφτουν και σηκώνονται. Δεν μένουν στην πτώση, αλλά εξελίσσονται ακόμα και εκεί.Το τρομερό που δείχνει την πτωχεία μας και τον ψεύτικο «πλούτο» μας, είναι ότι δεν εξελισσόμαστε. Ο άνθρωπος που αναζητεί ζωντανή και αληθινή σχέση με το Θεό, συνεχώς εξελίσσεται. Δεν καθηλώνεται πνευματικά. Έχει διαρκείς «πνευματικές γεννήσεις» μέσα του. Περνάει απ’ τον πόνο, ζητώντας να γίνει ορατός ο Θεός στη ζωή του. Φεύγει ο Θεός και έρχεται. Αυτό μας «ενεργοποιεί». Ο πλούσιος της παραβολής δεν ψάχνει σχέση, αλλά ψάχνει την ικανοποίησή του και είναι ένας «νεκρός» άνθρωπος.
Αντιθέτως, ποιος είναι ο γεμάτος «πληγές» άνθρωπος; Είναι ο ανήσυχος άνθρωπος, που αναγνωρίζει την πτωχεία της απουσίας του Θεού και ζητεί το Θεό στη ζωή του. Ο Θεός δίνει και επιτρέπει πράγματα. Μια ζωντανή σχέση έχει τα σκότη της, αλλά έχει και το φως. Αυτή η διαδικασία είναι που μας αναπτύσσει, γιατί ζητούμε το φως διαρκώς. Η πνευματική ζωή είναι ένα διαρκές «κυνηγητό» του Θεού. Υπάρχει ένα φοβερό περιστατικό στο βίο του Αγίου Σιλουανού: «Παρακαλούσε τον Χριστό να του φανερωθεί. Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος (δεν έχεις έλεος)».
Σήμερα οι χριστιανοί, κατά κύριο λόγο, «πλουτίζουμε» απ’ τις φαντασιώσεις μας, απ’ τις προσδοκίες να περάσουμε μια ευχάριστη και ήσυχη ζωή και να είμαστε μια χαρά. Αυτό που λέει ο Κύριος είναι κάτι άλλο. Βλέπουμε τον πλούσιο. Ζούσε σ’ αυτή την κατάσταση και δεν μπορούσε να αναπτύξει σχέσεις με κανέναν. Γιατί; Διότι μόνο ο πονεμένος άνθρωπος μπορεί να κάνει σχέσεις. Αυτός, δηλαδή, που δεν ησυχάζει αν δεν βρει το Θεό. Αυτός που συνεχώς χάνει το Θεό και αναζητεί το Θεό. Αυτή η εμπειρία του Θεού τον καθιστά πρόσωπο και μπορεί να σχετίζεται με κάθε άνθρωπο.
Αυτός, επομένως, είναι ο πραγματικός πλουτισμός και η πραγματική πτωχεία. Όταν είσαι τέτοιος άνθρωπος, που παλεύεις με τον εαυτό σου και με το Θεό, γίνεσαι μια λεπτή και ευαίσθητη ύπαρξη. Μπορείς και αντιλαμβάνεσαι βαθιά πράγματα και συμπονάς κάθε άνθρωπο. Γίνεσαι ένας άνθρωπος «δοσίματος». Όταν είσαι άνθρωπος πραγματικά του Θεού, είναι αδύνατον να κρατήσεις πράγματα για σένα. Θέλεις μόνο να δίνεις. Ό,τι έχουμε είναι της χάριτος του Θεού.
Όμως, ας προσέξουμε το εξής: Η χάρις του Θεού δίδεται σ’ αυτούς που είναι «ανοικτοί» στη χάρη, που την ποθούν και την αναζητούν. Ποιος την αναζητεί; Ο πονεμένος άνθρωπος. Επαναλαμβάνουμε: Άλλος ο πόνος του εγωισμού, που δεν έγινε αυτό που ήθελα και πληγώνομαι, και άλλος ο πόνος της καθημερινής άσκησης να «μαλακώσει» ο εγωισμός μέσα μου.Το όλο ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αποβάλουμε αυτόν τον εγωισμό και ν’ αφεθούμε σαν «μικρά παιδιά» στα χέρια του Θεού να μας πλάσει Αυτός όπως θέλει.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Η ευεργεσία του Χριστού

Tου Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Μελετώντας κανείς το Eυαγγέλιο, γρήγορα καταλαβαίνει πως ο Χριστός είναι μια «ευεργεσία» και ένα «θαύμα». Όλη η ζωή Του ήταν μια προσφορά προς τον άνθρωπο. Έδινε τη δυνατότητα σ’ όλους και σ’ όλες να βρουν τη ζωή. Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. η΄ 41-56) διαβάζουμε δύο θαύματα που κάνει ο Κύριος: Την ανάσταση της κόρης του άρχοντα της συναγωγής, Ιάειρου, και τη θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας.
Αρχικά, βλέπουμε τον «άρχοντα της συναγωγής» να πηγαίνει στον «Άρχοντα της Ζωής». Τι έκανε τον Ιάειρο να ψάξει και ν’ αναζητήσει τον Κύριο; Ο πόνος και η αγάπη για την κόρη του. Αυτό το ζεύγος «αγάπη-πόνος» είναι που μας οδηγεί στη ζωή. Χωρίς πόνο και αγάπη δεν μπορούμε να «γευτούμε» την πραγματική ζωή. Είναι αναγκαίο αυτά τα δύο να πηγαίνουν μαζί. Δεν φτάνει μόνο ο πόνος. Ο πόνος από μόνος του μας «κλείνει» στον εαυτό μας. Ο πόνος από μόνος του είναι μια εγωιστική διαδικασία που μας οδηγεί στην απελπισία. Αν εμπλουτίσουμε, όμως, τον πόνο με την αγάπη, τότε, θα μας οδηγήσει στην αναζήτηση της ζωής, στην ελπίδα για τη ζωή, που είναι ο Χριστός.
Στη συνέχεια, μας λέει το Eυαγγέλιο πως στον δρόμο ακούμπησε μια γυναίκα τα ιμάτια του Κυρίου και θεραπεύτηκε από την πληγή του σώματος που είχε. Μέσα στο συνωστισμό του πλήθους ένιωσε ο Χριστός μια δύναμη να εξέρχεται απ’ Αυτόν. Ως Θεάνθρωπος καταλάβαινε τι γίνεται. Ο Πέτρος, όμως, νευρίασε και Του λέει: «Τι μας λες τώρα; Τόσος κόσμος είναι εδώ και ρωτάς ποιος σε ακούμπησε;». «Όχι», λέει ο Κύριος, «κάποια δύναμη εξήλθε από μέσα μου».
Μετά απ’ αυτό, λέει στη θεραπευμένη: «Η πίστη σου σε έσωσε. Πορεύσου με ειρήνη». Η θεραπεία είναι χάρις απ’ το Θεό και μπορούμε να μετέχουμε όλοι όσοι με πίστη επενδύουμε τη ζωή μας σ’ Εκείνον. Όλα τα μυστήρια αυτό είναι: «Ενέργειες» της αγάπης του Θεού. Η σχέση μας με το Θεό δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι προσωπική σχέση μαζί του. Σ’ αυτήν την σχέση είναι προσκεκλημένοι όλοι. Πώς γινόμαστε δεκτικοί αυτής της σχέσης; Με την πίστη. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει «η πίστη σου σε έσωσε». Ο Χριστός δίνει την αγάπη του σε όλους, αλλά χρειάζεται και η κατάθεση της δικής μας ελευθερίας. Όλη μας η ύπαρξη ν’ αποφασίσει να στραφεί στον Κύριο.
Πιθανότατα δημιουργείται σε πολλούς το ερώτημα: «Ποιος μπορεί να έχει τέτοια πίστη;». Κατ’ αρχάς, η πίστη είναι «δώρο» του Θεού. Εφόσον είναι «δώρο» του Θεού, εμείς τι ευθύνη φέρουμε; Από εμάς απαιτείται η διάθεση να πιστέψουμε, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και να παραδεχτούμε ότι δεν είναι γεμάτη η ζωή μας χωρίς τον Χριστό. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να δεχτούμε το «δώρο» της πίστης. Αυτό το «δώρο» οδηγεί στη θεραπεία. Μετά απ’ αυτό, λέει το ευαγγέλιο: «Πορεύσου με ειρήνη». Δηλαδή, ο άνθρωπος οδηγείται στην «ειρήνη του Θεού». Ο σκοπός δεν είναι μόνο η θεραπεία, αλλά, κυρίως, η ειρήνη. Όχι η ψυχική ειρήνη και η αίσθηση πως νιώθω καλά, αλλά η υπαρξιακή ειρήνη, που σημαίνει ότι ο Θεός είναι παρών στη ζωή μου.
Τα «δώρα»της πίστης και της ειρήνης, επομένως,τα χαρίζει ο Χριστός στον άνθρωπο που είναι «χρεωκοπημένος» και «ασθενής». Προσοχή: Όχι στον άνθρωπο τον πονεμένο που τα βάζει κάτω και τα παρατάει, αλλά σ’ εκείνον που μέσα απ’ τον πόνο επιμένει να ψάχνει το Θεό. Αυτόν που ψάχνει τρόπο «ν’ αγγίξει» το Θεό και να δεχθεί τη χάρη Του.
Μέσα απ’ αυτό το περιστατικό «γεννάται» ένας προβληματισμός: Αν αυτή η γυναίκα «άγγιξε» απλώς τα ιμάτια του Κυρίου, εμείς τι βιώνουμε, άραγε, όταν ολόκληρο τον Χριστό κοινωνούμε; Αν η γυναίκα θεραπεύτηκε μ’ αυτή την απλή κίνηση, γιατί σ’ εμάς δεν αλλάζει η ζωή μας όταν κοινωνούμε τον Χριστό; Ο λόγος; Διότι το θαύμα δεν λειτουργεί «μαγικά». Χρειάζεται τη δική μας συγκατάθεση. Τη δική μας πίστη και εμπιστοσύνη ότι Αυτός είναι η ζωή και τίποτα άλλο.
Υπάρχει και κάτι άλλο: Διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο: «Δύναμη εξήλθε απ’ τον Κύριο και θεραπεύτηκε». Η προσευχή μας είναι «γέμισμα» απ’ τη δύναμη του Θεού και ένωση μαζί Του. Ο αληθινά πιστός φαίνεται απ’ το αν είναι γεμάτος από ζωή, χαρά και ειρήνη. Αν δεν έχουμε αυτά, κάτι πάει στραβά. Κάποιος θα πει: «Μπορεί η χάρις του Θεού να έχει φύγει απ’ τη ζωή μας». Η αλήθεια είναι πως, ακόμη και αν μας έχει εγκαταλείψει η χάρις, όταν εμείς την ποθούμε είναι σαν να την έχουμε μ’ άλλο τρόπο. Οι άγιοί μας που τα έζησαν όλα αυτά, κατάλαβαν πως οι πιο σημαντικές στιγμές ήταν όταν ο Θεός τους είχε εγκαταλείψει και Τον αναζητούσαν. Αυτός ο πόνος της απουσίας του Θεού είναι που αναπτύσσει τον άνθρωπο.
Το πρόβλημα είναι πως, όταν έχουμε εμείς αυτό το κενό, στρεφόμαστε εγωιστικά στον εαυτό μας και «τρωγόμαστε». Ξεχνάμε πως αυτές οι στιγμές της απουσίας του Θεού είναι οι πιο ευλογημένες, γιατί ταπεινωνόμαστε και ποθούμε το Θεό. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Υπάρχουν άνθρωποι που διδάσκουν με τις αρετές τους. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που διδάσκουν με τις πτώσεις τους και πώς τις διαχειριστήκανε». Έτσι, ξεκινάει η «πνευματική μας γέννα». Όταν αρχίσει αυτή η διαδικασία, μπορούμε και αναπαύουμε τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας. Όπως ο Κύριος με τη δύναμη που εξέπεμπε, θεράπευε τους ανθρώπους, έτσι και εμείς, εάν έχουμε τον Χριστό, μπορούμε ν’ αναπαύουμε τους ανθρώπους. Άρα, έχουμε ευθύνη για το αν οι άνθρωποι γύρω μας έχουν χαρά.
Ποιος μεταδίδει χαρά; Αυτός που είναι «ανοιχτός» στην αναζήτηση του Θεού. Αυτός που «βγαίνει απ’ τον εαυτό του» και δεν κατακρίνει τους άλλους. Ο Θεός και η Εκκλησία μάς δίνουν τα εφόδια, αλλά είναι προσωπική ευθύνη το αν θα μπορέσουμε να «γευτούμε» το Θεό. Όταν είναι γεμάτος ο άνθρωπος απ’ τη χαρά, μπορεί και τη μεταδίδει και θεραπεύει τους ανθρώπους. Τι σημαίνει «θεραπεία»; Να τους αναπαύει. Αν αναπαύονται οι άνθρωποι γύρω μας, είμαστε καλά πνευματικά. Αν όχι, κάποιο πρόβλημα έχουμε.
Τα πράγματα, επομένως, είναι πολύ απλά. Εμείς τα κάνουμε σύνθετα. Αν έχουμε ένα λόγο ζωής και υπάρξεως, όλα φωτίζονται και απλοποιούνται. Δεν κατηγορούμε κανέναν, απολαμβάνουμε τη ζωή και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να είμαστε γεμάτοι, ώστε ν’ αναπαύουμε τους ανθρώπους γύρω μας.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Ο «καρποφόρος» άνθρωπος

Του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΥΜΟΥΖΗ – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Την Κυριακή θ’ ακούσουμε στο Ευαγγέλιο την παραβολή του Σπορέως (Λκ. η΄ 5-15). Την γνωρίζουμε όλοι. Ο λόγος του Θεού είναι αυτός που δίνει κατεύθυνση ζωής. Ο σπορέας σπέρνει το θείο λόγο και ανάλογα με τη δεκτικότητα του ανθρώπου, δηλαδή τη διάθεσή του, έχει ανάλογο «καρπό» και ανάλογη έκφραση στη ζωή του. Σίγουρα, όλοι μας θέλουμε να έχουμε στη ζωή μας μια κατεύθυνση και έναν προσανατολισμό. Τα έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Όμως, συχνά, λειτουργούμε στα τυφλά. Αγνοούμε το λόγο του Θεού. Ζούμε, ως επί το πλείστον, μ’ έναν μηχανιστικό τρόπο, όπως μας έρθει. Δεν έχουμε άξονα ζωής.
Ένα σφάλμα μας, το οποίο έχει φοβερές προεκτάσεις, είναι ότι δεν μελετούμε το λόγο του Θεού και δεν μας απασχολεί. Προκύπτουν, έτσι, διάφορα ερωτήματα: «Τι κατεύθυνση ζωής έχουμε; Πώς μπορώ να είμαι «πνευματικός άνθρωπος»; Πώς μπορώ να είμαι «χριστιανός», αν δεν ξέρω ποια πορεία ν’ ακολουθήσω;». Γενικά, παρουσιάζουμε μια αδιαφορία απέναντι σ’ αυτό. Βολευόμαστε στις απόψεις μας και δεν ερευνούμε το λόγο του Θεού και δεν «ενεργοποιούμε» την καρδιά μας.
Όμως, οι Πατέρες μάς το τονίζουν: «Η αρχή της αμαρτίας είναι η λήθη». Να ξεχάσουμε γιατί ζούμε και ποιος είναι ο προορισμός μας. Η αμαρτία, ουσιαστικά, είναι υποκατάσταση μιας απουσίας. Μου λείπει ένα νόημα, μου λείπει μια κατεύθυνση ζωής, δεν ξέρω πού πατάω, με αποτέλεσμα να οδηγούμαι στην αμαρτία. Καθημερινά έχουμε τέτοιες προκλήσεις που μας θέτουν το ερώτημα: «Πώς να ζήσω; Ποια επιλογή να κάνω;». Απαντήσεις σ’ όλα αυτά δίνει ο λόγος του Θεού.
Αυτός ο λόγος άλλοτε «καρποφορεί» και άλλοτε όχι. Όπως είπαμε, αυτό εξαρτάται απ’ τη βούληση του ανθρώπου. Αναφέρει ο Χριστός στην παραβολή πως κάποιοι σπόροι πέφτουν στον δρόμο. Αυτό σημαίνει πως ακούνε το λόγο του Θεού οι άνθρωποι, αλλά έρχεται ο διάβολος και τον κλέβει απ’ την καρδιά τους. Έρχονται τα πετεινά του ουρανού και τον παίρνουν.
Υπάρχει κι η άλλη κατηγορία που το έδαφος είναι πετρώδες. Αυτό συμβολίζει πως, ενώ ο άνθρωπος δέχεται στην αρχή το λόγο του Θεού, μετά έρχεται ο πειρασμός και τον κερδίζει. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε αποδεχθεί ποιος είναι η ζωή και ποια είναι η χαρά μας. Στη συνέχεια, υπάρχει κάποια γη που καρποφορεί. Όμως, έρχονται οι μέριμνες και οι ανάγκες της ζωής και μας πνίγουν. Τι σημαίνει «έρχονται οι μέριμνες»; Σημαίνει πως, ενώ μπορεί να είμαστε καλοί χριστιανοί, να αποφεύγουμε τους πειρασμούς, την ίδια στιγμή να έχουμε έναν μέγιστο πειρασμό: Τα υλικά αγαθά. Να είμαστε κολλημένοι στα πράγματα. Η ζωή μας και η καταξίωσή μας να είναι τα κτήματά μας.
Μπορεί να είμαι χριστιανός, να τηρώ την τάξη της Εκκλησίας, αλλά αυτό να είναι ένα παραμύθι. Δεν έχει σημασία τι κάνω εξωτερικά, αλλά τι «κλέβει» την καρδιά μου. Την «έκλεψαν» τα πράγματα, που σημαίνει πως αντικειμενοποιώ τη ζωή μου και για μένα ο Χριστός δεν είναι Πρόσωπο. Είναι ένας ο οποίος θα με επιβραβεύσει ή θα με κατακρίνει. Είναι νόμος και εξουσία ο Χριστός για τον «άνθρωπο των πραγμάτων». Όλες οι σχέσεις αυτού του ανθρώπου είναι υπό αυτό το πρίσμα: Πού έχω κέρδος και πού όφελος. Οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν ικανοποιούν την ιδιοτέλειά του. Αυτό είναι μια μάστιγα που υπάρχει και μέσα στην Εκκλησία δυστυχώς. Οι περισσότεροι επενδύουμε στα πράγματα και όχι στο Πρόσωπο του Χριστού και διαμέσου του Χριστού σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε αδελφό μας. Έτσι, είμαστε ανίκανοι να συγχωρούμε και να δεχόμαστε τους ανθρώπους στην καρδιά μας.
Μετά, αναφέρει η παραβολή ότι υπάρχει και η γόνιμη γη που καρποφορεί. Ποια είναι η γόνιμη γη; Είναι ο ταπεινός άνθρωπος. Ποιος είναι ο ταπεινός άνθρωπος; Όχι ο κλαψιάρης που κλαίγεται και λέει «πόσο αμαρτωλός είμαι». Ο ταπεινός λέει: «Θέλω τη Ζωή, αλλά δεν την έχω. Δεν μπορώ να πιστέψω στον εαυτό μου ότι θα μου δώσει τη ζωή. Δεν πιστεύω ότι τα πράγματα και οι άνθρωποι θα μου δώσουν τη ζωή. Εσύ είσαι η Ζωή, αλλά με ξεπερνάς». Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος συντρίβεται απ’ τον πόθο για το Θεό και ταπεινώνεται.
Αυτός ο πόθος ο ανεκπλήρωτος είναι που κάνει τη γη «ταπεινή» και «καρποφόρα». Όσο ο άνθρωπος ταπεινώνεται σ’ αυτόν τον πόθο για το Θεό, σ’ αυτή την εκζήτηση του Θεού, τόσο γίνεται δεκτικός των δωρεών του Θεού και καρποφορεί η γη. Αν δεν έχουμε τη σοφία να το κάνουμε αυτό, είτε γιατί έτσι έχουμε μάθει στη ζωή μας, είτε γιατί έχουμε μέριμνες, πειρασμούς και ηδονές, όπως αναφέρει το ευαγγέλιο, τότε, όλα αυτά μας ξεγελούν. Ο άνθρωπος οδηγείται στη λήθη: Ξεχνάει να μελετά το λόγο του Θεού και να μην τον απασχολεί.
Και πάλι, όμως, η αγάπη του Θεού επιτρέπει τις δυσκολίες και τα προβλήματα, ώστε να μας χαμηλώσει εσωτερικά. Ν’ αρχίσουμε σιγά-σιγά ν’ αποβάλουμε το θόρυβο που μας περιβάλει, ώστε ν’ ακούσουμε επιτέλους τους πόθους της καρδιάς μας που περιφρονήσαμε. Να έρθουμε σ’ επαφή με την καρδιά μας. Να έχουμε ικανότητα να ακούμε το λόγο του Θεού.
Λένε πολλοί άνθρωποι σήμερα: «Δυσκολεύομαι στη σχέση μου και στη ζωή μου. Δεν μπορώ να σχετιστώ με τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με κανέναν. Για ποιο λόγο;». Η απάντηση είναι γιατί δεν ακούμε τον άλλον άνθρωπο. Ακούμε τον εαυτό μας. Μάλιστα, αυτό που ακούμε δεν είναι ο πραγματικός μας εαυτός, είναι η ψευδαίσθηση και η φαντασία του εαυτού μας. Όταν δεν ακούω την πραγματική ανάγκη της καρδιάς μου και την αγάπη του Θεού, τότε, είμαι ανίκανος να σχετιστώ με τους ανθρώπους, είμαι ανίκανος να ακούω. Ταυτόχρονα, ούτε ακούγομαι, γιατί αυτά που λέω είναι ψέματα, φαντασιώσεις και λόγια του αέρα.
Άρα, όλη η κατάσταση και η αλλοίωσή μας προέρχεται απ’ την προσωπική μας σχέση τόσο με το Θεό, όσο και με τον εαυτό μας. Στο βαθμό που δεν ακούνε μόνο τ’ αυτιά μας, αλλά και η καρδιά μας το λόγο του Θεού και μας αλλοιώνει, είμαστε ικανοί ν’ απολαμβάνουμε αυτή τη μακαριότητα της ζωής που μας δίνει ο Χριστός. Κάνοντας αυτό, ξεκινάει για όλους μας η πραγματική και αληθινή ζωή.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Η ευλογία του πόνου

Του Γρηγόριου Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Γνωρίζουμε πως ο Χριστός νίκησε το θάνατο. Ένα τέτοιο περιστατικό έχουμε και στο Eυαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ζ΄ 11-16) με την ανάσταση του νέου ο οποίος είχε κοιμηθεί. Αυτό δείχνει ότι ο Κύριος είναι εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου. Ο θάνατος είναι ένα «παιχνίδι στα χέρια» του Θεού. Μετά τον σταυρό και την ανάσταση του Χριστού δεν είναι φοβερός ο θάνατος στον άνθρωπο. Φοβερή είναι η απομάκρυνση απ’ το Θεό, δηλαδή, ο πνευματικός θάνατος.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι με την παρουσία του Κυρίου μας δίνεται μια άλλη διάσταση στη ζωή μας. Μας αποκαλύπτεται μια άλλη στάση ζωής. Για τον χριστιανό θάνατος είναι ο «χωρισμός απ’ το Θεό». Είναι η αδυναμία να κοινωνούμε της αγάπης του Θεού και των ανθρώπων. Χωρίς αμφιβολία, ο Κύριος δίνει την αγάπη Του σε όλους. Εμείς, όμως, εμποδίζουμε τον εαυτό μας απ’ το να κοινωνεί αυτής της αγάπης, φτιάχνοντας άλλους θεούς.
Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως η πνευματική ζωή έχει τη δική της επιστήμη και τον δικό της τρόπο. Η πνευματική ζωή δεν είναι μια διαδικασία εξωτερικής τήρησης κάποιων νόμων και κανόνων, αλλά είναι η«ενεργοποίηση» της καρδιάς μας. «Ενεργοποίηση» της καρδιάς μας σημαίνει βάζω προτεραιότητα της ζωής μου τον Χριστό, γιατί Αυτός είναι η ζωή μου. Μάλιστα, επειδή Αυτός είναι η ζωή μου, μου μαθαίνει να βάζω προτεραιότητα στη ζωή μου κάθε άλλον άνθρωπο μετά τον εαυτό μου, αφού ο κάθε αδερφός μου είναι «εικόνα Θεού». Αυτό είναι αγάπη.
Εμείς όταν ακούμε για αγάπη και λέμε ότι ο άνθρωπος «δεν ζει χωρίς αγάπη», φανταζόμαστε ότι δεν ζει ο άνθρωπος χωρίς να λάβει αγάπη. Όχι. Πνευματικά ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς αγάπη σημαίνει πως δεν μπορεί να ζει χωρίς να «βγαίνει απ’ τον εαυτό του» και να δίνει αγάπη ανεξαιρέτως σ’ όλους. Αυτή είναι η πραγματική ζωή. Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος βρίσκεται σε πνευματικό θάνατο που είναι χειρότερος του βιολογικού. Γιατί; Διότι ο βιολογικός θάνατος είναι το «πέρασμα» στην αιωνιότητα και στην όντως ζωή, όπου πρόσωπο με πρόσωπο αντικρίζουμε το φως και τη δόξα του Κυρίου μας. Μετέχουμε χωρίς εμπόδια στην αγάπη Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάθε Κυριακή μάς επισημαίνει ένα λόγο πνευματικό που εντάσσεται μέσα σ’ αυτό που είπαμε: Στην επιστήμη της πνευματικής ζωής. Ο Απόστολος Παύλος δέχθηκε μεγάλες αποκαλύψεις, άκουσε «άρρητα ρήματα», ανέβηκε μέχρι «τρίτου ουρανού». Δηλαδή, βρέθηκε σε υψηλή πνευματική κατάσταση. Είχε μια άμεση εμπειρία προσωπικής σχέσης με το Θεό. Φυσικά, πάντα ελλοχεύει ένας κίνδυνος, εξαιτίας της ανωριμότητάς μας. Τα χαρίσματα και τα δώρα είναι «δίκοπο μαχαίρι», επειδή είμαστε ανώριμοι και μπορεί να μας καταστρέψουν.
Γι’ αυτό το λόγο, ο Κύριος, για να «καρποφορήσει» αυτό το «δώρο» των αποκαλύψεων που κάνει σε κάθε άνθρωπο, μας δίνει τους πειρασμούς – τις δυσκολίες. Πολλές φορές έρχονται τέτοιοι πειρασμοί στη ζωή μας που παρακαλούμε πολύ θερμά τον Κύριο, γιατί από μόνοι μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε. Η δύναμη του Κυρίου μας παρουσιάζεται και φανερώνεται ολοκληρωμένη και τελεία, όταν εμείς δεν μπορούμε τίποτα να κάνουμε. Όταν, δηλαδή, γίνεται κάτι στη ζωή μας που εμείς δεν μπορούσαμε να φανταστούμε καν ότι θα βρίσκαμε στη ζωή μας, με αποτέλεσμα να καταστεί σαφές ότι όλα είναι του Θεού και της χάριτός Του και τίποτα απ’ τη δική μας δύναμη και αξία.
Ουσιαστικά, με στόχο να διασφαλιστεί αυτό το «δώρο» και το χάρισμα, επιτρέπει ο Κύριος τους πειρασμούς για να μην οδηγηθεί ο άνθρωπος στην υπερηφάνεια. Τότε, όπως διαβάζουμε σ’ ένα άλλο σημείο απ’ τον Απόστολο Παύλο, έρχεται ο Κύριος και μας λέει τον εξής πνευματικό λόγο: «H γaρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Δυστυχώς ή ευτυχώς, άνθρωπος ο οποίος δεν ζει στην αδυναμία και στον πόνο, δεν ολοκληρώνεται. Όσο προσπαθούμε και αγωνιζόμαστε να πάνε τα πράγματα μόνο καλά στη ζωή μας, αρνούμαστε αυτή την πνευματική ολοκλήρωση και τελειότητα. Θα συμβεί αυτό που έλεγε ένας απ’ τους μεγαλύτερους λογοτέχνες, ο Τολστόι: «Ύστερα από μια ανούσια ζωή, έρχεται και ένας ανόητος θάνατος».
Ο πόνος είναι συνυφασμένος με τη χάρη και την εμπειρία της αγάπης του Θεού. Πονάμε σωματικά, αλλά βιώνουμε κάτι πολύ βαθύτερο: Τη νίκη του θανάτου με την εμπειρία της αιωνιότητας. Αυτό ακριβώς βίωσε και η χήρα της Ναΐμ της ευαγγελικής περικοπής που θ’ ακούσουμε την Κυριακή. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός δεν απέφυγε τον πόνο. Δεν προσπάθησε να ξεφύγει απ’ τον Σταυρό. Δεν προσπάθησε να λιποτακτήσει απ’ την πραγματικότητα της ζωής. Δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του απ’ τους ανθρώπους που υπέφεραν, για να μην Του χαλάσουν την ατομική ηρεμία και τη θετική Του διάθεση. Το σημαντικότερο: Ο Χριστός δεν έκρυψε, ούτε φίμωσε τα συναισθήματά Του.
Στη ζωή μας σε κάθε άνθρωπο ανοίγεται μια πρόκληση και ένα δίλημμα: Θα επιλέξουμε την ικανοποίηση του εαυτού μας σε οποιαδήποτε μορφή ή θα επιλέξουμε την οδό της αλήθειας, την εμπειρία της όντως ζωής που είναι σταυρός και ανάσταση, που είναι εμπειρία πόνου και χάριτος; Μια χαρμολύπη εσωτερική που μας αποκαλύπτει η πραγματική ζωή. Ας μη βλέπουμε το «γιατί» του πόνου, αλλά το «πώς» θα τον μεταμορφώσουμε. Αυτή η γνώση είναι ανατροπή στην κοσμική λογική, που λέει: «Πρέπει να περνάμε ΜΟΝΟ καλά. Αν ο Θεός μάς αγαπάει, πρέπει να μας τακτοποιεί τα πράγματα όπως πρέπει. Αν κάποιος μας αγαπάει, πρέπει να μας ικανοποιεί τα θελήματα». Στο ευαγγέλιο, όμως, έχουμε έναν άλλον λόγο.
Άρα, είναι στο χέρι μας: Θα επιλέξουμε τη βόλεψη του εαυτού μας και θ’ αρνηθούμε τη χάρη ή με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος θα επιλέξουμε τη χάρη; Αυτό είναι το υπαρξιακό δίλημμα. Χρειάζεται να το απαντήσουμε. Αν δεν είμαστε θαρραλέοι και δεν έχουμε ανδρείο φρόνημα, τότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για πνευματική ζωή. Να είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα: Όταν κάνουμε αυτά που μπορούμε, ο Θεός θα κάνει αυτά που δεν μπορούμε.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Η αγάπη προς τους εχθρούς

Του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΥΜΟΥΖΗ – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. στ΄ 31-36) θ’ ακούσουμε τον κεντρικό άξονα της πνευματικής ζωής. Είναι κάτι που το ξέρουμε από μικροί, αλλά δεν μπορούμε εύκολα να το αφομοιώσουμε πνευματικά και να το κάνουμε βίωμά μας. Έχει καταντήσει απλώς μια ευχάριστη κουβεντούλα. Ποια είναι η πρόταση αυτή του Κυρίου; «Ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας». Λέει: «Αν αγαπώ το δικό μου άνθρωπο, πού είναι η χάρις; Το να περιμένω ανταπόδοση απ’ αυτόν που του έδωσα κάτι, πού είναι η χάρις;» Αναφέρει, λοιπόν, ότι ένδειξη της αληθινής αγάπης είναι ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας.
Κάποιος θα ρωτήσει: «Ποιος είναι εχθρός μου; Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου και τι σημαίνει αυτό;» Αρχικά, χωρίς αμφιβολία, εχθρός μου μπορεί να είναι και ένας οικείος μου. Αυτός που με αδικεί ή αυτός που νομίζω πως με αδικεί. Αυτός απ’ τον οποίο περιμένω πράγματα που δεν μου δίνει. Αυτός που προσβάλλει την ύπαρξή μου, τα συμφέροντά μου και τον εγωισμό μου. Αυτός, επομένως, είναι ο «εχθρός».
Ποια είναι η λύση σ’ αυτές τις προκλήσεις που συμβαίνουν στη ζωή μας; Δεν υπάρχει άνθρωπος που πραγματικά ή φαντασιακά δεν έχει την αίσθηση της έχθρας με κάποιους ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει διότι δεν συνειδητοποιούμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Όμως, όταν νιώθουμε αυτή την αίσθηση της αδικίας, που κάποια στιγμή όλοι βιώνουμε, ποια πρόταση υπάρχει; Υπάρχουν δύο δρόμοι.
Ο ένας είναι ο δρόμος της «δικαιοσύνης» και ο άλλος ο δρόμος της «αγάπης». Το σύστημα του κόσμου και το σύστημα του μυαλού μας, που αποτελούν μια μορφή προστασίας του ναρκισσισμού μας, είναι η «δικαιοσύνη». Αντιδρούμε μόλις γίνει κάτι γιατί δεν έχουμε προσευχή και πνευματική εγρήγορση. Ζούμε σε μια κατάσταση πνευματικής αφασίας. Οπότε, αυτό που προκύπτει αυτόματα από μέσα μου είναι ο λογισμός μου: «Τι με αδικεί; Πρέπει να αμυνθώ και να το αντιμετωπίσω». Αυτό είναι το «νόμιμο» για τον κόσμο.
Αυτό, όμως, είναι το «παράνομο» για τα πνευματικά. Η πλέον «απαγορευμένη» λέξη στην πνευματική ζωή είναι η «δικαιοσύνη». Αυτή είναι η ένδειξη της πνευματικής μας φτώχειας και μειονεξίας. Αν δεν μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το μέτρο που λέγεται «δικαιοσύνη», που για το Θεό είναι πτώση, δεν μπορούμε να υποψιαστούμε τι σημαίνει πνευματική ζωή. Η αγάπη είναι το ξεπέρασμα της δικής μας δικαιοσύνης. Λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ποτέ μην πεις το Θεό δίκαιο. Βασίσου στην αδικία τού Θεού, που είναι η άπειρη αγάπη Του».
Όταν προσεγγίζουμε την αγάπη με όρους δικαιοσύνης, τι συμβαίνει; Ο άνθρωπος έχει πάντοτε ταραχή, δεν έχει ειρήνη, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν και οδηγείται στο διχασμό και στη σύγκρουση. Επίσης, έχει έλλειψη διάκρισης γιατί δεν μπορεί να κρίνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις και δεν μπορεί να ξέρει τα βάθη της καρδιάς του άλλου ανθρώπου. Η κρίση του, ουσιαστικά, είναι μια προβολή της δικής του καταστάσεως έναντι του άλλου. Άρα, εκ των πραγμάτων, οδηγείται στην αδικία.
Αν προσεγγίσω, αντιθέτως, πραγματικά την «αγάπη», πού με οδηγεί; Οδηγεί στην ειρήνη του Θεού, οδηγεί στην επιείκεια, στη συγχώρεση, στην ενότητα και στη φιλοθεΐα. Επιλέγοντας την αγάπη, γίνομαι φίλος του Θεού, μιας και ο Θεός είναι αγάπη και, άρα, μέσα απ’ τη φιλοθεΐα νιώθω την αγάπη και ελκύω την αγάπη του Θεού. Αυτά, λοιπόν, είναι ξεκάθαρα. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε τον έναν δρόμο ή τον άλλον. Βέβαια, είμαστε τόσο ζαλισμένοι και «εγκλωβισμένοι» στο συμφέρον μας, που αυτόματα οδηγούμαστε στον πρώτο δρόμο.
Το ευαγγέλιο, όμως, είναι ξεκάθαρο: «Εάν δεν πεθάνουμε, δεν θα καρποφορήσει ο λόγος του Θεού». Θάνατος σημαίνει «σταυρώνω τον εαυτό μου και το θέλημά μου». Τότε «γεννάται» ο Χριστός μέσα μας. Δηλαδή, η αγάπη πηγαίνει μαζί με τον σταυρό και τη θυσία. Η αγάπη έχει ένα προσωπικό κόστος και ένα ρίσκο. Ο αναστημένος Χριστός, φανερώνοντας στους μαθητές Του τις πληγές Του, προσπαθεί να τους μυήσει και σε μια άλλη μεγάλη αλήθεια της ύπαρξης: Ότι κάθε αγάπη είναι θυσία και σταυρός. Δεν υπάρχουν αληθινές αγάπες που δεν σταυρώθηκαν.
Πάμε στο δεύτερο ερώτημα: «Πώς μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τον εχθρό;». Σίγουρα δεν μπορούμε απλώς με τις δυνάμεις μας. Χρειάζεται η χάρις του Θεού. Ο Κύριος λέει: «Ποια χάρις υπάρχει όταν αγαπώ αυτόν που μ’ αγαπά;». Άρα, προϋπόθεση είναι η χάρις του Θεού για ν’ αγαπώ τον εχθρό μου. Αν δεν «τρέφομαι» απ’ το Θεό και την αγάπη Του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα και πολύ περισσότερο δεν μπορώ ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου. Αν πιέσουμε τον εαυτό μας για ν’ αγαπήσει τον άλλον, το πολύ – πολύ λίγο να καταφέρω ένα χαμόγελο και μετά να είμαι πάλι στα ίδια.
Το ζητούμενο είναι να «γευτώ» την αγάπη του Θεού. Να είμαι σε πνευματική εγρήγορση, να έχω προσευχή, να «τρέφομαι» πνευματικά απ’ το λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Να γίνω άνθρωπος «αγιοπνευματικός». Να έχω εσωτερική ησυχία και προσωπικό χρόνο με την καρδιά μου. Αν γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα και «ανοίξει» η καρδιά μου στο Θεό, τότε, έχω τη χάρη ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου και να ζω σ’ αυτή τη χαρά.
Επομένως, συνοπτικά, ο Χριστός με το ευαγγέλιο της Κυριακής λέει σε όλους μας: «Όσο πιο αντιπαθητικός είναι κάποιος, τόσο περισσότερο χρειάζεται την αγάπη σας. Όσο πιο “καμένος”  με τα ανθρώπινα κριτήρια, τόσο πιο πολύ η προσευχή σας πρέπει να τον περιβάλει. Αυτό διότι, όσο πιο απελπιστική είναι η περίπτωσή του, τόσο μεγαλύτερος καλούμαστε να είναι ο πόνος μας, επειδή κινδυνεύει να στερηθεί τη Βασιλεία».
Άρα, η φυσική κίνηση της υπάρξεως του χριστιανού είναι να «αγαπά τον εχθρό του». Δεν είναι το τρελό και το παρανοϊκό. Υπάρχει μόνο μια βασική προϋπόθεση: να είναι η καρδιά μου «ανοιχτή» στην αγάπη του Θεού. Όπως λέει και ο άγιος Σιλουανός: «Το Πνεύμα του Θεού διδάσκει τη ψυχή ν’ αγαπά όλα τα ζωντανά ακόμα και τους εχθρούς, και λυπάται ακόμα και τα δαιμόνια, γιατί εξέπεσαν απ’ το αγαθό».

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Ενθύμηση καλοκαιριάτικη Γιώργου Α. Τσανανά!

«Σε πολύ μικρή κλίμακα η χριστιανική συνείδηση είναι ακόμα έτοιμη για την πολιτική διακονία. Τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν η διακονία αυτή, στο κριτικο-απελευθερωτικό της έργο και υπό την πίεση ανυπόφορων συνθηκών βίου, αναγκασθεί να πάρει μαχητική κατεύθυνση και επαναστατικές διαστάσεις. Τόσον οι οργανωμένες ομάδες αδικίας όσο και η “κατεστημένη” ή η ανέτοιμη χριστιανοσύνη σπεύουν αμέσως να εκτοξεύσουν το “ανάθεμα”, καθώς και τις δυνάμεις τους για πάταξη. Πάντως πρέπει να ομολογηθεί ότι πρόκειται για σοβαρότατο πρόβλημα, που συζητείται σήμερα ευρύτερα από τη λεγόμενη “θεολογία της επανάστασης” (“απελευθέρωσης” την αποκαλούν οι νοτιοαμερικανοί θεολόγοι). Ωστόσο ας επιχειρήσουμε εδώ να αρθρώσουμε κάποια απάντηση με σημεία.
α) Το επαναστατικό στοιχείο είναι συνυφασμένο με το Ευαγγέλιο, που δεν χωρούσε σε “ασκούς παλαιούς” (Ματθ. 9,17). Ο Ιησούς με τον λόγο και το έργο του, απευθυνόμενος προς όλους και αποκαλύπτοντας το φιλάνθρωπο πρόσωπο του Θεού, σχετικοποίησε και κλόνισε κάθε “κατεστημένο” θρησκευτικό, φυλετικό, ηθικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, εθνικό, φυλετικό, διαπροσωπικό. Βέβαια, παρά την επαναστατικότητά του αυτή, δεν τάχθηκε με το μέρος καμιάς μερίδας, ούτε και της πιο επαναστατικής, όπως ήταν τότε η των “ζηλωτών”. Όλες τις προκάλεσε δημιουργικά. Η δική του επανάσταση ήταν άλλης ποιότητας, πέρα και πάνω από κάθε άλλη, πιο ριζική, και γι’ αυτό μόνιμη και παντοτινή. Κατηγορήθηκε ως αιρετικός, ψευδοπροφήτης, υβριστής του Θεού, λαοπλάνος και επαναστάτης. Ο θάνατός του ήταν η απόδειξη της θεανδρικής επαναστατικής ζωής του. Από τους οπαδούς του κλονίστηκε η ασφάλεια και η υπεροψία του Imperium Romanum. Έτσι εξηγείται ο διωγμός. Αν όμως το μαρτύριο ήταν η εκλογή των χριστιανών τότε, τούτο δεν σημαίνει ότι εξαντλήθηκαν όλες οι μορφές της προφητικής παρουσίας και διακονίας τους. Σήμερα που ακούστηκε και που είναι γραμμένο ότι πρέπει κανείς να ανέχεται τη βαρβαρότητα ή να παραδίνεται -με σταυρωμένα χέρια- βορά στους απανθρώπους;
β) Η αγάπη, και γενικά η χριστιανικότητα, έχει επαναστατικό χαρακτήρα, δηλαδή, μεταβάλλει τον κόσμο. Λέει κάποιο σύγχρονο στρατευμένο τραγούδι: “Από την ιερή οργή γεννιέται πάντα νέος κόσμος”. Γεγονός είναι πάντως πως η επαναστατικότητα, η εξέγερση μάλλον, έγινε καθοριστική κατηγορία ύπαρξης. “Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε” λέει ο Αλμπέρ Καμύ. Εκτός από τον κοινωνικο-πολιτικό χώρο έχουμε επανάσταση και στη γνώση, στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στην εκπαίδευση, στην τέχνη, παντού.
γ) Όλες οι μεγάλες και αληθινές κοινωνικές επαναστάσεις, με το αναμφισβήτητο σ’ αυτές προφητικό στοιχείο, δεν είναι στα αιτήματά τους ξένες προς το ευαγγελικό μήνυμα. Η εξέγερση μαζί με τις ουτοπίες αποτελούν κραυγή και προσπάθεια εξόδου από το αρνητικό παρόν, για κάτι καλύτερο και ανθρωπινότερο, για έναν κόσμο ολοκληρωμένο. Μια επανάσταση δημιουργεί κρίση και σ’ αυτούς που την διεξάγουν, όπως και σ’ αυτούς κατά των οποίων στρέφεται. Μπορεί να αφυπνίσει και να εξαγνίσει. Βέβαια, όταν λατρευθεί σαν “θεά”, διατρέχει τον κίνδυνο να αλλάξει απλώς τους ρόλους και τους εξουσιαστές. Στην καλύτερη περίπτωση όμως οι δούλοι, οι ταπεινοί και οι καταπιεσμένοι δεν ζητούν παρά απελευθέρωση από τους ισχυρούς. Βέβαια, όχι σπάνια προκαλούν νέες συμφορές. Αυτές είναι ο σταυρός τους. Ο κυνισμός των κρατούντων τις επικαλείται με μανία. Εδώ υπάρχει όντως πολύς χώρος για μαρτυρία από τους χριστιανικά λυτρωμένους επαναστάτες.
δ) Επανάσταση από επανάσταση διαφέρει τόσο στην αφετηρία και τα αιτήματα όσο και στους σκοπούς και τα αμέσα διεξαγωγής. Το να ταυτίζουμε κάθε επανάσταση με την ένοπλη είναι κάτι που είναι ευρύτατα διαδεδομένο και υποθάλπεται από την προπαγάνδα των άτολμων και αντικοινωνικών παραγόντων, οι οποίοι θεωρούν αυτονόητη την κρατική και αστυνομική βία, όχι όμως και την επανάσταση!...»


ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΤΣΑΝΑΝΑΣ. (1980). Ελπίδα, Διακονία και Σωτηρία. Δυναμικότητα και στράτευση του Χριστιανισμού σήμερα. Αθήνα: Μήνυμα, σσ. 46-48.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Στη θέση του άλλου

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ


Κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Ποιος από όσους περπατάμε, τρέχουμε και κολυμπάμε μπορεί πραγματικά να μπει στη θέση ενός παιδιού που γεννήθηκε παράλυτο; Αν όμως αυτό είναι οντολογικά και ψυχικά αδύνατο, υπάρχει κάτι άλλο που, αν και εξαιρετικά σπάνιο, υπήρξε δυνατό: να πάρει κανείς τη θέση του άλλου, ενός άγνωστου άλλου, όταν απειλείται η ζωή του. Αυτό έχει γίνει στην Ιστορία, είναι υπαρκτό γεγονός, ξέρουμε ανθρώπους που το έκαναν – θα υπάρχουν ασφαλώς και άλλοι που το έπραξαν και δεν τους ξέρουμε. Ενα από τα κορυφαία σχετικά παραδείγματα είναι του Πολωνού φραγκισκανού ιερέα Μαξιμιλιανού Κόλμπε, κρατούμενου στο Αουσβιτς, ο οποίος ζήτησε και πήρε τη θέση ενός συγκρατούμενού του, παντρεμένου με παιδιά, ο οποίος, μαζί με άλλους εννιά, είχε επιλεγεί να πεθάνει στο υπόγειο μπούνκερ του στρατοπέδου από πείνα και δίψα –δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη οι θάλαμοι αερίων του Μπιρκενάου– και πέθανε εκεί, στη θέση του άλλου, στις 14 Αυγούστου 1941. Πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Αρνό Μπελτράμ, αντισυνταγματάρχη της γαλλικής χωροφυλακής, ενός «μπάτσου» στην ιδιόλεκτο ορισμένων, ο οποίος στις 23 Μαρτίου 2018, κατά την τρομοκρατική επίθεση στην κωμόπολη Τρεμπ της νότιας Γαλλίας, ζήτησε από τον ισλαμιστή τρομοκράτη να απελευθερώσει την ταμία του σούπερ μάρκετ που κρατούσε όμηρο και να πάρει εκείνον στη θέση της. Ο Μπελτράμ πήρε πράγματι τη θέση της Ζιλί Γκραν και έχασε τη ζωή του στη θέση της. Ηταν τότε σαράντα τεσσάρων χρόνων και ετoιμαζόταν να παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε. Ο Μπελτράμ δεν ήθελε να πεθάνει ούτε επιζητούσε τον στέφανο του μαρτυρίου, ήθελε μόνο να κάνει το καθήκον του, ήθελε να προστατέψει τη ζωή. Η θυσία του συγκίνησε βαθιά τη Γαλλία, του αποδόθηκαν οι οφειλόμενες τιμές, έχουν εκδοθεί ήδη έξι βιβλία γι’ αυτόν, πολλοί δρόμοι και πλατείες έχουν πάρει το όνομά του. Πριν από λίγο βγήκε και ένα βιβλίο που έγραψε η ίδια η όμηρος για την περιπέτειά της: «Sa vie pour la mienne» («Η ζωή του για τη δική μου», Artège, Ιανουάριος 2024). Η Ζιλί Γκραν, μετά την τρομερή αυτή εμπειρία, έζησε μια ζωή γραφειοκρατικών ταλαιπωριών, ψυχικής αναστάτωσης, οικογενειακής διάλυσης, ώσπου μια μέρα, τον Ιούνιο του 2021, διαβάζει το γράμμα ενός ιερέα από το μοναστήρι του Λαγκράς, το οποίο είχε λάβει λίγες εβδομάδες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά δεν του είχε δώσει τότε σημασία. Ο ιερέας αυτός ήταν ο πνευματικός του Μπελτράμ και τον προετοίμαζε πνευματικά για τον (θρησκευτικό) γάμο του. Ο Μπελτράμ είχε στα τριάντα τρία του μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη (δεν θα συζητήσω εδώ τη σχέση του με τον τεκτονισμό). Η Ζιλί πήγε να συναντήσει τον ιερέα στο μοναστήρι του και άρχισε σιγά σιγά και η δική της μεταστροφή στον χριστιανισμό, τον οποίο μέχρι τότε αγνοούσε παντελώς και χλεύαζε. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα τι οδήγησε τη γυναίκα αυτή στην πίστη, αλλά δεν θα πέφταμε έξω αν λέγαμε ότι κεντρικό ρόλο εν προκειμένω έπαιξε το πρόσωπο του Μπελτράμ. Ο χριστιανισμός στην Ευρώπη δεν είναι πια, εδώ και πολλές δεκαετίες, πιστευτός. Για τους χριστιανούς, όσοι απομένουν, το βασανιστικό ερώτημα είναι άλλο: Πόσο οι ίδιοι είναι πιστευτοί ως χριστιανοί; Η Ζιλί Γκραν μεταστράφηκε στον χριστιανισμό όχι επειδή ο Αρνό Μπελτράμ ήταν χριστιανός, αλλά επειδή ήταν πιστευτός χριστιανός. Ο μόνος τρόπος για να είναι η πίστη σου πιστευτή και από άλλους είναι ασφαλώς η ίδια η ζωή σου. Μετά το τέλος του κοινωνιολογικού χριστιανισμού στην Ευρώπη, οι χριστιανοί της είναι πολύ συχνά μεταστραφέντες, με την τρέχουσα έννοια του όρου, γιατί η αληθινή πίστη είναι πάντοτε διηνεκής μεταστροφή και επιστροφή. Η Ζιλί Γκραν, χωρίς να λύσει όλες τις απορίες της, έκανε και αυτή την αποφασιστική κίνηση της μεταστροφής.
Πολλοί νομίζουν ότι μετά τη μεταστροφή στην πίστη λύνονται όλα τα ζητήματα και παύουν οι αγωνίες. Η Ζιλί Γκραν δεν είναι αφελής για να πιστεύει κάτι τέτοιο. Το Ευαγγέλιο δεν είναι βιβλίο feelgood ούτε η προσευχή είναι πρακτική για την επίτευξη ψυχικής ευεξίας, η πίστη δεν είναι μαγικό ραβδί. Είναι τίμια και ειλικρινής: «Πήγαινα εκκλησία εδώ και πολλούς μήνες ήδη, αλλά το βάρος της ζωής μου συνέχιζε να με βαραίνει. […] Μου είναι ακόμη αδύνατο να σκεφτώ ειρηνικά το μέλλον. Κάθε μέρα, ο δρόμος που οδηγεί στην εκκλησία είναι όλο και μακρύτερος, όλο και πιο κοπιαστικός. […] Η προοδευτική είσοδος στην πίστη δεν κατάφερε να απαντήσει σε όλες τις αγωνίες μου. […] Στην περίπτωσή μου δεν υπήρξε ριζικό θαύμα, δεν υπήρξε θεαματική και αιφνίδια θεραπεία. Στην περίπτωσή μου, οι δοκιμασίες εξακολουθούν να πέφτουν βροχή και αρχίζω να σκέφτομαι ότι τίποτε δεν θα με βγάλει από όλα αυτά, όχι τουλάχιστον χωρίς πόνο και βραδύτητα. Ούτε ο ίδιος ο Θεός που αφήνεται και αυτός να ανακαλύπτεται λίγο λίγο» (σ. 133-134).
Μια μέρα όμως, στις αρχές του 2022, εξαντλημένη και κουρασμένη, η Ζιλί Γκραν αφήνει στην άκρη όλα τα όπλα και τα κουπιά της, και ζητάει από τον Θεό να κωπηλατήσει αυτός στη θέση της. Δεν αντέχει άλλο (σ. 135). Στην πορεία της προς την πίστη αυτή η στιγμή της απόλυτης παραίτησης και παράδοσης, το «παραρριπτείσθαι» του ψαλμού (83:11), έχει κρίσιμη σημασία. Τα βάσανα δεν θα λείψουν, αλλά τώρα έχει σημείο αναφοράς, έχει πού να τα αποθέσει, με εμπιστοσύνη. Την επόμενη χρονιά, τον Απρίλιο του 2023, ανήμερα το Πάσχα, η Ζιλί Γκραν βαφτίστηκε και ύστερα από λίγους μήνες παντρεύτηκε. Δεν ξέρουμε πώς θα συνεχιστεί η ιστορία της, όπως δεν ξέρουμε και για την ιστορία κανενός μας.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Η βασιλεία του κακού στον κόσμο ή η κυριαρχία της βίας

Του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ


Όση αισιοδοξία και αν έχει κανείς ή, αν θέλετε, και όση άγνοια, καταλαβαίνει ότι το κακό έχει πλεονάσει με πλείστες μορφές στον ανοήτως θεωρούμενο προηγμένο σημερινό κόσμο. Η παρουσία του με χίλιες αφορμές ολοένα διογκώνεται και συνδυάζεται με τον γενικότερο εκβαρβαρισμό. Στο παρελθόν ο Νίτσε περιγράφοντας τον επερχόμενο μηδενισμό τον ονόμασε «αποβαρβάρωση»,  και την κατάσταση αυτή την έβλεπε στην εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ωστόσο, το ζήτημα της παρουσίας του κακού έχει τεθεί μια κι έξω στο Ευαγγέλιο με τη ρήση: «ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται» και φυσικά υπάρχει μια ολόκληρη θεολογία στη χριστιανική παράδοση που αναφέρεται στην αρχέγονη πτώση, το προπατορικό αμάρτημα, τον πνευματικό θάνατο που γεννά πλήθος άλλων θανάτων. Μεταξύ μυθολογίας και ιστορίας οι λαοί, τα έθνη, οι ηγεμόνες, οι άγιοι όλων των εποχών, των τόπων και των παραδόσεων γνώρισαν την τραγικότητα της ζωής, τον στρόβιλο των παθών, την παρέλαση των εγκλημάτων, τους δαίμονες που μάχονται τη ζωή και το φως. Υπάρχει στη σκοτεινή όψη της ζωής, μια μορφή μοχθηρίας, ένας μόνιμος φθόνος που διαπερνά τις ψυχές, πολλές φορές εγκαθίσταται μέσαθέ τους, δρα υποχθόνια, ενώ η μνησικακία δηλητηριάζει πρώτα και κύρια τον άνθρωπο που την εκπέμπει. Μα δεν είναι μονάχα αυτές οι όψεις του κακού. Ειδικά σήμερα βλέπουμε να κατακυριεύουν τον κόσμο σε Ανατολή και Δύση: πείνα, φτώχεια, πόλεμοι, εμφύλιες συρράξεις, προσφυγιά, αρρώστιες, θάνατοι. Η χειρότερη βέβαια όψη του κακού είναι αυτή που καθιστά τον άνθρωπο ενεργούμενο μιας δαιμονικής δύναμης και τέτοια παραδείγματα έχουμε αρκετά στα Ευαγγέλια, όπου ο Χριστός θεραπεύει τους προσβεβλημένους.
Το ζήτημα είναι ένα: «η δύναμη που διαβάλλει» μισεί τον κόσμο, ως δημιουργία Θεού, ως θείο δώρο, γυρεύει τρόπους να καταστρέψει και να εκμηδενίσει. Όμως, στις μαζικές αυτές κοινωνίες (τα τελευταία χρόνια έγινε τέτοια και η Ελλάδα), όλα τα ζητήματα παρουσιάζονται σε κοινωνικές διαστάσεις: μιλούν για αθρόα προσέλευση μεταναστών, για αύξηση της εγκληματικότητας, για αύξηση επιδημιών, για εξάπλωση της πορνείας, για αύξηση ναρκομανών. Με μια λέξη για πολλαπλασιαζόμενη κόλαση, την οποία στις περισσότερες περιπτώσεις τα κράτη φροντίζουν να την αντιμετωπίζουν με νομικά μέτρα, με αστυνόμευση, με επιβολή ποινών, με εγκλεισμό σε φυλακές, σε χώρους που απ’ ό, τι φαίνεται γίνεται κανείς χειρότερος από ό, τι είναι.
Φυσικά υπάρχουν πάντα οι πιο ευαίσθητοι ή άλλες φορές οι πιο αφελείς, που διαφωνούν με αυτή την αντιμετώπιση και προσδοκούν την εφαρμογή πιο ήπιων ή ανθρωπιστικών μέτρων, για να διορθωθεί η κατάσταση. Ωστόσο, η κατάσταση δεν πρόκειται να διορθωθεί γιατί δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η εσωτερική διάσταση του ανθρώπου, «ο έσω άνθρωπος», ο οποίος εάν δεν έρθει στο προσκήνιο, εάν ο κάθε άνθρωπος δεν αναλάβει να τον αναζητήσει και να τον βρει, μέσα του και μέσα από τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους, δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά αντιμετώπιση του κακού και καμιά μείωση του εκβαρβαρισμού. Γι’ αυτό, εξάλλου, στο Ευαγγέλιο ακούγεται (αλλά ποιός ακούει) η ρήση για «τα εκπορευόμενα εκ της καρδίας»: «εκ γαρ της καρδίας, λέει, εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ.15, 19-20). Αυτά λέει ο Χριστός μολύνουν τον άνθρωπο και σκοτεινιάζει η αληθινή του εικόνα. Προτού δηλαδή το κακό κυκλοφορήσει στους δρόμους, προτού γίνει κοινωνική μάστιγα, προτού εξαπλωθεί και πολλαπλασιαστεί, αφορά τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, αφορά το καρδιακό υπαρξιακό πεδίο, και συνακόλουθα απαιτεί τη θεραπεία και τον καθαρισμό από τη σηπεδόνα. Όσο τα ζητήματα αυτά θα αντιμετωπίζονται με ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές, και άλλες θεωρίες, η κατάσταση θα επιδεινώνεται, ο άνθρωπος θα παραμένει έξω από αυτόν τον ίδιο, θα αγνοεί την προσωπική του ύπαρξη, θα είναι προσκολλημένος στις ατομοκεντρικές του επιθυμίες και θα φορτώνει τις ευθύνες στους άλλους, επιζητώντας μέσα από μια μόνιμη εξωστρέφεια να δώσει λύσεις.
Και βέβαια σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για βία που σχετίζεται με το είδος των ανθρώπων που κατοικεί στις συγκεκριμένες περιοχές. Φυλές ή λαοί που έζησαν χρόνια εκτεθειμένοι σε λογής λογής κινδύνους, έχουν αναπτύξει ένα, θα έλεγα, επιθετικό ένστικτο. Φυλές η λαοί που σφραγίστηκαν από θρησκευτικές καταστάσεις, ένα είδος αιρέσεων ή υπο-αιρέσεων που διεκδικούν την αλήθεια της πίστης εξίσου με το πιο ορθόδοξο δόγμα, έχουν μάθει να λύνουν τις διαφορές τους εξαπολύοντας βία εναντίον των υποτιθέμενων αντιπάλων, τις περισσότερες φορές σκορπώντας θάνατο.
Όμως, η βία που κυριαρχεί στο σημερινό κόσμο και που τα τελευταία χρόνια ενέσκηψε και στη χώρα μας, δεν φαίνεται να έχει θρησκευτική προέλευση. Ωστόσο, πρέπει να τη διακρίνουμε σε ένα είδος φυσικής βίας, και σε μια βία που θα την πω καλλιεργούμενη. Η πρώτη είναι η βία που υπάρχει στον άνθρωπο, που συνδυάζεται με τα ζωικά του χαρακτηριστικά, τα οποία όταν ερεθιστούν κατάλληλα ξεσπούν με βιαιότητα. Η δεύτερη φαίνεται να συνδυάζεται θαυμάσια με την άλλη. Αυτή η δεύτερη μοιάζει να έχει από χρόνια κατακτήσει μια πρωτοκαθεδρία στις ψυχές των ανθρώπων και μάλιστα στην νεολαία. Καθώς τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι μεγαλώνουν σε απρόσωπες πόλεις και μεγαλουπόλεις, όπου έφτασε η καθήλωση μπροστά σε μια οθόνη να είναι σπουδαία διέξοδος, βιώνουν μια βαθιά πλήξη, βιώνουν, είτε το ομολογούν είτε όχι ένα κενό ζωής, που προσπαθούν να το καλύψουν είτε παρακολουθώντας έντονες κινηματογραφικές ταινίες, είτε διασκεδάζοντας με εκκωφαντικό τρόπο. Για το είδος της γενικότερης διασκέδασης δεν θα μιλήσουμε. Όμως το άλλο, η παρακολούθηση ταινιών ραγδαίας δράσης, ή τα λεγόμενα θρίλερ, ή άλλα σχετικά μοιάζει να συνυπάρχει και να συμπορεύεται με την εξέλιξη των κοινωνιών και μάλιστα της ελληνικής.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική τηλεόραση κατακλύζεται από σειρές τις λεγόμενες αστυνομικές, που μόνιμα και σταθερά μεταδίδονται σε καθημερινή βάση, οι οποίες σε κάθε επεισόδιο περιγράφουν απεχθή εγκλήματα. Ορισμένες από αυτές παρουσιάζουν τα τελειότερα τεχνολογικά συστήματα και όργανα αναλύσεων, τους επιστήμονες-αστυνομικούς, την αποθέωση της τεχνολογίας να συνδυάζεται με τη δίωξη του εγκλήματος από υπέρτατης υποτίθεται ευθύνης και ηθικής διακόνους και από αβυσσαλέα εφευρετικότητα και επινόηση από μέρους των θυτών. Κανένας σχεδόν δεν προσέχει ή δεν τονίζει ότι όλες αυτές οι σκηνές που κατακλύζουν την οθόνη αφορούν άλλες κοινωνίες και προπαντός την Αμερική, τη ζωή των αστυνομικών της, τα συστήματά της, θαρρείς και γίνεται μια συστηματική πλύση εγκεφάλου, που από τη μία δείχνει τα μέτρα και τις μεθόδους καταστολής και από την άλλη τους εγκληματούντες και τα έργα τους. Εκατομμύρια χιλιόμετρα ταινιών, με αυτό το περιεχόμενο εισάγονται σε μόνιμη βάση, για να εξοικειώσουν τον έλληνα ή οποιονδήποτε άλλον ζει στην Ελλάδα με το έγκλημα και την νομική - αστυνομική καταδίωξή του.
Εδώ και πολλά χρόνια προωθήθηκε σιωπηλά και σχεδόν ύπουλα ένα πρότυπο ζωής, ένα παράδειγμα θα τολμούσα να πω, που ήρθε να αντιταχθεί στα παραδείγματα που είχαν προηγηθεί: είτε του ήρωα, είτε του αγίου, είτε του ιδεολόγου επαναστάτη, είτε του καταραμένου ποιητή ή καλλιτέχνη. Το πρότυπο αυτό αφορά κάθε είδους περιθωριακό τύπο ανθρώπου, και συχνά ανήκοντα στον λεγόμενο υπόκοσμο. Ο υπόκοσμος αυτός σήμερα, μετά από τόσες και τόσες αμφισβητήσεις των παραδοσιακών αντιλήψεων και αξιών, αλλά και των εμπειριών που απέρρεαν από αυτές, τείνει να παρουσιαστεί ‘μεταμορφωμένος’, τείνει να έχει τη δική του ταυτότητα, να διεκδικεί και αυτός μερίδιο στην όλη κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα της ισότητας και της δικαιότερης κοινωνίας. Καθώς οι επικρατούσες αστικές αξίες, με την ευρύτερη σημασία του όρου, αμφισβητούνται αγρίως, καθώς υπάρχει άμβλυνση ιδεολογιών, καθώς ζούμε την εποχή των αντιηρώων, καθώς υπάρχει απώλεια κριτηρίων λόγω κυρίως ελλειμματικής παιδείας, (ειδικά στη χώρα μας, αλλά καθώς φαίνεται σύντομα και στις άλλες υποτιθέμενες προηγμένες χώρες), κυκλοφορεί ανάμεσα στις νεώτερες γενιές κυρίως μια ασύδοτη αίσθηση ζωής μαζί με μια ευτέλεια απαιτήσεων. Μια ισοπεδωτική τάση σκουπίζει κάθε προσπάθεια απαίτησης για ποιότητα ζωής, για ανόρθωση του επιπέδου, για αναζήτηση μιας ορισμένης καθαρότητας, ειλικρίνειας και τιμιότητας στις σχέσεις. Δεν απαξιώνεται ο κυνισμός, η εύκολη αντιπαλότητα, η φτηνή συναισθηματικότητα, το ατομικό συμφέρον. Και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι συζητήσεις αφορούν οικονομικά ενδιαφέροντα και μάλιστα με αφόρητα τυποποιημένο, μικροαστικό και μίζερο τρόπο, φανερώνει την κρίση της εποχής, όχι την οικονομική, αλλά την βαθύτερη ΚΡΙΣΗ και κατάπτωση του ανθρώπου και βεβαίως των ανθρώπινων σχέσεων.
Η χώρα μας, εδώ και όχι πολλά χρόνια, απολάμβανε μιας ειρηνικής ατμόσφαιρας, και από εκεί που μπορούσες να κοιμάσαι με την πόρτα και τα παράθυρα ανοιχτά, βρεθήκαμε κλειδαμπαρωμένοι, πολλοί από μας με ειδικά συστήματα ασφαλείας και ορισμένοι κάτοικοι μακρινών ή ερημικών περιοχών με κυνηγητικά ή άλλα όπλα σε πρώτη ζήτηση. Οι διαπιστώσεις δεν αρκούν, ούτε τα πολιτικά συνθήματα, όπου υποτίθεται ότι διάφορα κόμματα συναγωνίζονται ποιό θα πρωτοπροτατεύσει τους πολίτες. Οι γενικές εξαγγελίες δεν φτούρησαν εδώ και χρόνια. Η παθητικότητα εξάλλου από κυβερνητικής πλευράς για να μη τροφοδοτηθεί η έξαρση της βίας, θα έλεγε κανείς, ότι μάλλον έκανε την κατάσταση χειρότερη. Το ζήτημα είναι να θελήσουμε να δούμε πίσω από τις επιφάνειες, πίσω από τους βάνδαλους και τους βανδαλισμούς, πίσω από την υποκρισία, πίσω από την απαράδεκτη ανοχή αυτής της κοινωνίας και των ιθυνόντων της. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η εποχή των ήσυχων πολιτών που αναζητούσαν την ευτυχία σε μια μέτρια ζωή, χωρίς εξάψεις και χωρίς κορυφώσεις διάνοιας ή αισθήματος έχει περάσει. Σήμερα τις σχέσεις διέπει μια αντιπαλότητα, μια επιθετικότητα, ένας θυμός, μια διασταύρωση παθών. Σειρά απωθημένων, για να χρησιμοποιήσω μοντέρνα λέξη, φαίνεται να έρχονται στο προσκήνιο και να διεκδικούν παρουσία, να διεκδικούν έκφραση.
Η θεραπεία τις πιο πολλές φορές επιδιώκεται μέσω αυτοσυνειδησίας. Να αντιληφτώ τί συμβαίνει μέσα μου και να θεραπευτώ. Μα το μέσα αυτό είναι απύθμενο, όταν ο άνθρωπος αντιληφτεί όντως τις διαστάσεις του, τις οποίες, εξάλλου, τις πιο πολλές φορές αγνοεί. Γι’ αυτό και παραμένει ανικανοποίητος. Και είναι σταθερά ανικανοποίητοι όσοι αγνοούν την πνευματική τους υπόσταση, όσοι νομίζουν πώς ο άνθρωπος είναι μια φυσικοχημική πραγματικότητα-πήγα να πω εξίσωση- όσοι νοιάζονται μονάχα για την καλοπέρασή τους εδώ και τώρα, όπως λέγεται τα τελευταία χρόνια σε πάμπολλες ευκαιρίες ή αφορμές.
Αυτά όλα έλαβαν τέλος. Από εδώ και πέρα ο κόσμος και ειδικά εδώ στην Ελλάδα περνά σε περίοδο σφοδρής δοκιμασίας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επίθεση είναι δύο ειδών: εξωτερική, από ισχυρούς οι οποίοι μάλιστα παρουσιάζονται ως αλληλέγγυοι. Εσωτερική, είτε μέσα από τα πάθη μας, είτε μέσα από τα πλέγματα αντιπαραθέσεων πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα. Το παγκόσμιο οικονομοκρατικό σύστημα είναι αδηφάγο, δεν τρώει μονάχα υλικά κτίσματα, εταιρείες, δραστηριότητες, ακίνητα και κινητά αγαθά, καταβροχθίζει ψυχές, φθείρει σώματα, αδιαφορεί παντελώς για τον προσωπικό άνθρωπο, για την ανθρώπινη ύπαρξη στη μοναδικότητά της. Δουλεύει με αφαιρέσεις, δουλεύει με αριθμούς. Εάν παρακολουθήσει κανείς τις τραγωδίες που ξεσπούν στον πλανήτη γη σήμερα, τα τελευταία χρόνια, θα φρίξει. Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι ο κόσμος εξελίσσεται σχεδόν αυτομάτως και προοδεύει, επικρατεί ένας ανθρωπογιγαντισμός, περηφανεύονται για κάθε λογής τεχνολογική ανακάλυψη ακόμη κι αν αυτή τους κλέβει το ψωμί, διογκώνει την ανεργία, μηχανοποιεί τη ζωή στο έπακρο. Οι περισσότεροι ζουν με την αυταπάτη της ‘παγκοσμιοποίησης’, ότι η γη ολόκληρη τους ανήκει, ότι έγινε ‘ένα χωριό’, και πως όλοι τα μπορούν όλα, πως όλοι μπορούν να πάνε παντού, πως όλοι μπορούν να επικοινωνούν με όλους οπουδήποτε (σε λίγο θα θέλουν να πάνε σε άλλους πλανήτες, όπως άλλωστε παρήγγειλε ο Χώκινγκ). Και δεν αναρωτιέται κανένας πώς γίνεται και με την πρώτη φυσική ανωμαλία, ένα σεισμό, ένα ηφαίστειο, μια θεομηνία, μια πυρηνική έκρηξη ή βλάβη, οι ζημιές να είναι ανεπανόρθωτες; Πού πάει τότε η κυριαρχία του ανθρώπου; Δεν αναρωτιέται για το μέγεθος της αποξένωσης που μας κατοικεί και τη μοναξιά που άρχισε να εξαπλώνεται ακόμη και σε τούτη εδώ τη χώρα- σαν να βρισκόμαστε σε βόρεια εδάφη- σαν να ζει ο καθένας μόνος του μέσα στον αφώτιστο ατομοκεντρισμό του, χωρίς όραμα ζωής, χωρίς αναζήτηση νοήματος, εν τέλει χωρίς αγάπη;
Εάν στα παραπάνω προστεθεί η περιβόητη ρήση του Μαρξ «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» είναι σαν να θεσμοθετείται η βία ως γονιμοποιό στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν προχωρεί η ιστορία ούτε η κοινωνία. Εννοείται πως βία σημαίνει «πάλη των τάξεων», βία σημαίνει πόλεμοι, βία σημαίνει συρράξεις, σημαίνει επαναστάσεις κλπ. Επενδύστε στη βία, λέει ο Μαρξ, για να προχωρήσει μπροστά ο κόσμος. Εξάλλου, Χέγκελ και Μαρξ θεωρούν ότι ο άνθρωπος υπάρχει και δημιουργείται μέσω της εργασίας (και μάλιστα της βιομηχανοποιημένης), πράγμα που σημαίνει χωρίς τρομερή φιλοσοφική διερεύνηση ότι ο άνθρωπος είναι ένα αυτοδημιούργητο είδος και πως η βασική του διαφορά από τα άλλα ζώα δεν είναι, όπως τουλάχιστον έλεγε ο Μεσαίωνας, το λογικό αλλά η εργασία. Αυτή λοιπόν τον κάνει να διαφέρει από τα άλλα ζώα. Συνδυάστε τώρα την βία, την εργασία, την πρωτοκαθεδρία του Χρήματος που μοιράζεται εξίσου κεφαλαιοκρατία και μαρξισμός, τον «θάνατο του Θεού» που μοιράζονται εξίσου τούτη τη φορά Μαρξ, Νίτσε, Φρόυντ και θα έχετε ανάγλυφη την σημερινή παγκόσμια κατάσταση. Όταν ξεγυμνώσεις τον άνθρωπο από κάθε μεταφυσική, από κάθε αναγωγή σε πραγματικότητα που τον υπερβαίνει και που μάλιστα στην χριστιανική Πρόταση, η πραγματικότητα αυτή είναι σαρκωμένη σε Πρόσωπο, τί είναι αυτό που θα κινήσει τους ανθρώπους να απαιτήσουν άλλο επίπεδο ζωής, αντίσταση στη βία, νίκη καταπάνω σε όλα τα φθοροποιά και στρεβλωτικά στοιχεία της ψυχής και του σώματος, αναζήτηση οράματος και ουσιαστική συνύπαρξη με τον άλλο;
Μα πέρα ή πλάι σε όλα αυτά μπαίνει το ερώτημα: πόση άραγε βία ασκούμε στον εαυτό μας για να ζήσουμε μέσα σ’ αυτές τις μαζικές και απρόσωπες κοινωνίες;

Aπό το περιοδικό: Νέα Ευθύνη, τχ. 40-41 (2018).

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα -Ο Κολοσσός, 1810-1882- είναι έργο του Ισπανού Φρανσίσκο Γκόγια.

ΠΗΓΗ: Αντίφωνο