Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενοφών Μαυραγάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενοφών Μαυραγάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ


Εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Παναγιώτης Σκορδάς, δρ φιλολογίας ΕΚΠΑ και συγγραφέας, μεριμνά και εκδίδει το Λεσβιακό Ημερολόγιο. Συνεχίζει τη μακρά παράδοση προγενέστερων εκδοτών και επιμελητών: πρώτη έκδοση στα 1914, δεύτερη στα 1934, τρίτη στα 1950 με επιμελητές τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τον Παναγιώτη Σαμάρα, τέταρτη με επιμελητή ξανά τον Παναγιώτη Σαμάρα (1954-1958) και πέμπτη με επιμελητή τον Αριστείδη Κουτζαμάνη (1999-2009). Η τελευταία, λοιπόν, έκτη εκδοτική περίοδος του Λεσβιακού Ημερολογίου είναι δεκαπενταετής (2010-2025), με πλούσια σοδειά σ’ ό,τι αφορά τις εικαστικές τέχνες, την πρώτη γραφή - πρώτη ανάγνωση, την αρχαιολογία, τη νεότερη ιστορία, την εκκλησιαστική ιστορία, τη φωτογραφία, τη νεοελληνική γραμματεία, την πολιτική ιστορία, τη λαογραφία, τη Λέσβο και τους ανθρώπους της και τα αφιερώματα σε πνευματικούς ανθρώπους των Λεσβιακών γραμμάτων.
Το Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025, στις 500 περίπου σελίδες του, με την εκδοτική φροντίδα των εκδόσεων ΔΟΥΚΑΣ, τις διορθώσεις και τη φιλολογική επιμέλεια της Ανθής Σκαλοχωρίτου και του Τζάνου Στεφανέλλη και τη σελιδοποίηση του Τάκη Βαλάκου, προσφέρει στους αναγνώστες ποικίλα άρθρα και ικανοποιεί γνωστικές ανάγκες - ενδιαφέροντά τους. Η ιστορία, εξάλλου, των ημερολογίων, όπως αυτά εμφανίστηκαν στα φιλολογικά σαλόνια από τον 19ο αιώνα και εξής, αυτό το σκοπό είχε, την κάλυψη αναγνωστικών ενδιαφερόντων ενός κοινού μέσου αλλά και απαιτητικού.
Εξαιρετικό το εξώφυλλο με το ζωγραφικό έργο της Μυτιληνιάς Ηώς Αγγελή, εξαιρετικό και το οπισθόφυλλο με το ζωγραφικό έργο της επίσης Μυτιληνιάς ζωγράφου Βικτωρίας Νιάνιου.


Στη σύντομη αυτή αναγνωστική και εικαστική περιδιάβαση του Λεσβιακού Ημερολογίου 2025, ξεχωρίζω τα αφιερώματα στον αλησμόνητο Ξενοφώντα Μαυραγάννη, την Σαπφώ και την ποιητική - εικαστική προσφορά της Μαρίτας Στεφανέλλη, φοιτήτριας στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.
Η Μαρίτα, από μαθήτρια πριν τρία χρόνια στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, μας έχει εκπλήξει με τη λογοτεχνική της κλίση. Με την άδειά της, αναδημοσιεύω τη δισέλιδη ποιητική και καλλιτεχνική της έκπληξη. Απολαύστε την!

Ένα νησί από ασήμι…

Λ

Πάνω στην πέτρα ιστορίες χαραγμένες
μυστικές, κρύβονται απ’ τη ματιά του ανθρώπου…


Ε

Όπως κι η γλώσσα των πουλιών
με φτερά που βάφουν το νερό και το ταράζουν.


Σ

Σε μιαν άλλη γωνιά, που κάποτε βασίλευε η φωτιά
κουφάρια γηραιών δέντρων σιωπούν…


Β

Ενώ οι θαλασσινοί μιλούν με το πέλαγος, το κύμα,
χωρίς όμως ποτέ να τα δαμάσουν εντελώς.


Ο

Κι έπειτα άλλοι θρύλοι ακόμη πιο καλά κρυμμένοι,
στα μάτια αγίων, πλασμένων από αίμα και χώμα αλλοτινών καιρών.


Σ

Όλοι αυτοί οι ήχοι πλάθουν ένα νησί από ασήμι, έναν σκοπό
πλεγμένοι στα λιόδεντρα με κλαδιά που τον σιγοτραγουδούν – ακόμη και τώρα.


ΜΑΡΙΤΑ ΣΤΕΦΑΝΕΛΛΗ. «Ένα νησί από ασήμι…». Λεσβιακό Ημερολόγιο 2025, εκδ. Δούκας, σσ. 91-92.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Οι Άγιοι Ακίνδυνοι του Ξενοφώντα Μαυραγάνη

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Γιορτή των Αγίων Ακινδύνων σήμερα. Άγιοι του 4ου αιώνα με καταγωγή από την Περσία. Το ένδοξο μαρτύριό τους περιγράφεται με λεπτομέρειες στα Συναξάρια και υμνείται σε ασματικές Ακολουθίες. Τα ονόματά τους: Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος. Εδώ, στη Λέσβο, τιμούνται ιδιαίτερα. Τέσσερεις ιεροί ναοί βρίσκονται σε χωριά (Μιστεγνά, Ερεσό, Βαρειά, Μυχού) κι ένας ακόμα στη Μυτιλήνη (παραπλεύρως του Αγίου Θεράποντα).
Πέραν της τιμής τους από την Εκκλησία, οι Άγιοι Ακίνδυνοι έχουν και την τιμητική τους στη Λογοτεχνία. Αναδημοσιεύω ένα ωραίο διήγημα του αξέχαστου Ξενοφώντα Μαυραγάνη. Γνώρισα τον Ξενοφώντα το 2000, όταν εγκαταστάθηκα στη Μυτιλήνη. Διάβαζα τα άρθρα του στον τοπικό Τύπο. Κοφτερός ο λόγος του. Σαν το ψαλίδι που δεν μασάει το ύφασμα, σαν το ξυράφι του Όκκαμ. Η κριτική που ασκούσε στα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα έφερνε στο προσκήνιο γόνιμο προβληματισμό, γεννούσε προσδοκίες για ένα καλύτερο πολιτικό και κοινωνικό αύριο, με άξονα το πολιτισμό μιας πατρίδας, με οικουμενικά χαρακτηριστικά. Του είχα κολλήσει το προσωνύμιο «λόγιος του Πλωμαρίου» μιας και η καταγωγή του ήταν απ' αυτή την ιστορική κωμόπολη. Ωστόσο, είχε και το αγέρα των Θεσσαλονικιού, αφού για μεγάλα χρονικά διαστήματα ζούσε σ' αυτή και εργάζονταν ως δικηγόρος. 
Ξεχωριστό και το λογοτεχνικό έργο του Ξενοφώντα. Τα διηγήματά του δείχνουν έναν άριστο χειριστή της ελληνικής γλώσσας. Διαβάζονται ευχάριστα. Έχουν το χάρισμα να συναρθρώνουν μέσα από πολλούς καθρέφτες και αντηχεία, ιστορίες ανθρώπων, παραδοσιακών και σύγχρονων.


Ο Ξενοφώντας έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Μάρτιο του 2023. Πιστεύω ότι στα 83 του χρόνια, τα αποτυπώματα που άφησε σε τόπους που αγάπησε κι ερωτεύτηκε, έχουν αφήσει σπόρους με καρπό για τις επόμενες γενιές. Ο Ξενοφώντας, σ’ όσους ήταν γνωστός, ήταν ένας πληθωρικός, ανοιχτός και χαμογελαστός άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και βάδιζε στην κόψη του ξυραφιού, μακριά από συμβιβασμούς και βεβαιότητες. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του.

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Για την Μαρία Αναγνωστοπούλου, τον Τάκη Συρέλλη και τον Ξενοφώντα Μαυραγάνη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Τρεις πνευματικοί άνθρωποι, τρεις προσωπικότητες των γραμμάτων της Λέσβου, τον τελευταίο καιρό έφυγαν από τη ζωή. Η Μαρία Αναγνωστοπούλου, λαογράφος και λογοτέχνιδα με εξαιρετικές μελέτες και άρθρα, ο Τάκης Συρέλλης, ποιητής κι εκδότης και ο Ξενοφών Μαυραγάνης, δικηγόρος, δημοσιογράφος και συγγραφέας.


Και με τις τρεις αυτές προσωπικότητες, απ’ όταν πάτησα το πόδι μου εδώ στη Μυτιλήνη, συνδέθηκα με φιλικές σχέσεις. Με τίμησαν με τη φιλία-τους, τους τίμησα και εγώ με τη δική-μου φιλία, άλλοτε διαβάζοντας τα γραπτά-τους, άλλοτε συζητώντας μαζί-τους ζητήματα που σχετίζονται με το πολιτισμό, την πολιτική, την εκκλησία, τη ζωή των Μυτιληνιών, κι άλλοτε παρουσιάζοντας τα βιβλία που έγραψαν. Τα τελευταία, τα βιβλία-τους, έχω τη γνώμη, ότι γράφτηκαν για να αφήσουν τα ίχνη-τους στις νεότερες γενιές. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως τα βιβλία είναι οι κατεξοχήν φορείς του γραπτού πολιτισμού. Σ’ αυτά διασώζονται όλα τα πνευματικά επιτεύγματα των ανθρώπων από το σαράκι της λήθης.


Η Μαρία, ο Τάκης και ο Ξενοφών ήταν πνευματικοί άνθρωποι. Συζητώντας μαζί-τους ένιωθες πως σήκωναν στις πλάτες-τους το βαρύ χρέος του πνευματικού ανθρώπου, ενάντια στα σκιάχτρα που με τα πεπραγμένα της καθημερινής βιοτής-τους θολώνουν και ρυπαίνουν το μυαλό και τη καρδιά-μας. Σκιάχτρα που δεν έχουν το Θεό-τους. Αξίζει να διαβάζει κανείς τα βιβλία της Μαρίας, του Τάκη και του Ξενοφώντα. Κι όχι μόνο τα βιβλία-τους αλλά τα άρθρα και τις παρεμβάσεις-τους στη δημόσια πλατεία. Πρόκειται για γραπτά που θα μείνουν εσαεί για να διδάσκουν τους νέους κυρίως, να αντιστέκονται στα σκιάχτρα του εθνομηδενισμού, του ρατσισμού, της απανθρωπίας, της άρνησης της ιστορικής συνέχειας του λαού-μας μέσα από τη λαλιά, τα ήθη και τα έθιμά του, σκιάχτρα που συνεχώς διεκδικούν ρόλο να διαφεντεύουν ασύδοτα τις ψυχές-μας.


Ο θάνατος της Μαρίας, του Τάκη και του Ξενοφώντα, έφερε στο νου-μου αυτό που γράφει ο Φιλίπ Αριές στο ωραίο βιβλίο-του: Δοκίμια για το θάνατο στη Δύση, (Γλάρος: Αθήνα 1988): «Τεχνικά, δεχόμαστε ότι μπορεί να πεθαίνουμε, κάνουμε ασφάλειες ζωής για να γλυτώσουμε τους δικούς-μας απ’ τη μιζέρια. Αλλά, στην πραγματικότητα, στο βάθος του εαυτού-μας, δεν νιώθουμε θνητοί». Κι όμως ο θάνατος υπάρχει, με το ερώτημα από τον ίδιο τον Αριές να μας βασανίζει: «Υπάρχει μήπως μια μόνιμη σχέση ανάμεσα στην ιδέα που έχουμε για το θάνατο και σ’ αυτή που έχουμε για τον εαυτό-μας;»
Μαρία Αναγνωστοπούλου, Τάκη Συρέλλη, Ξενοφώντα Μαυραγάνη, αιώνια η μνήμη σας.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΚΑΙΡΟΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ

Φεύγουν οι μέρες σαν νερό,
ούτε που προλαβαίνεις να μετρήσεις.
Συλλογιέσαι μόνο αυτές που πέρασαν,
αυτές που έζησες, είδες κι ένοιωσες.
Αχνάρια από βήματα,
που δεν μπόρεσαν να τρέξουν,
μάτια που δεν άντεξαν ν’ ανοίξουν,
αντίκρυ στην αλήθεια.
Λέξεις που δεν άνθισαν και δεν ωρίμασαν,
να μιλήσουν για οδύνες και ηδονές.
Θέλω, που δεν έγιναν μπορώ.
Κι ούτε που μετράς τα αβέβαια βήματά σου πια,
μη αντέχοντας, ίσως μη θέλοντας,
να καταλάβεις τους καιρούς
που σου μέλουν ακόμα να ζήσεις.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Πάντα Ξένοι

Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ

Βράδιασε πια εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, που μεγαλύτερο δεν γινότανε, αφού το μόνο που είχαν να κάνουν οι κάτοικοι της μικρής μας πόλης, ήταν να περιμένουν την ώρα του φαγητού, μετά το Χριστός Ανέστη. Άλλο τίποτα δεν μπορούσαν, αφού ζούσαν την πιο μακρά περίοδο απομόνωσης και απραξίας, περιμένοντας να νικήσουν την τρισκατάρατη πανδημία, που είχε φέρει τ’ απάνω κάτω, σ’ όλον τον κόσμο.
Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε χωρίς τελετές και ακολουθίες, που γινόντουσαν σε κλειστές εκκλησίες και σήμερα οι καμπάνες για την Ανάσταση θα σήμαιναν λίγο πριν τις εννέα. Με το πανηγυρικό χτύπημα της καμπάνας κάθισαν στο τραπέζι για το πασχαλινό δείπνο. Οι δυο τους. Ο ένας απέναντι στην άλλη. Σερβιρίστηκε η σούπα, τσούγκρισαν τα κόκκινα αυγά τους, δοκίμασαν το τουλουμοτύρι[1], ήπιαν από δυο γουλιές κόκκινο κρασί του αμπελιού τους, έτσι για το καλό, ψιθυρίζοντας Kristi Eshte Ringiallur.
Καθολικός αυτός, δηλαδή έτσι του είπαν, αφού όταν γεννήθηκε δεν υπήρχαν στην πατρίδα του, ούτε εκκλησιές, ούτε θρησκείες. Άθεη αυτή, δηλαδή έτσι της είπαν, αφού ο πατέρας της, ήταν μεγάλος αξιωματούχος του καθεστώτος. Δεν είχε ποτέ ακούσει τίποτα για τις γιορτές των Χριστιανών, αλλά ούτε γι αυτές των άλλων θρησκειών. Πώς βρέθηκαν κι αγαπήθηκαν, ήταν ιστορίες που ίσως θα μπορούσαν να τις θυμηθούν άλλες ώρες. Τότε προείχε η επιβίωση.
Πήρε τους δρόμους, μαζί με όλους τους νέους που έφευγαν την μαύρη εκείνη περίοδο, γεμάτοι φόβο και αγωνία, τραβώντας προς τον Νότο. Βουνά, λαγκάδια, απάτητες βουνοκορφές, ποτάμια, ζωσμένος με μια στρατιωτική χλαίνη κι ένα ζευγάρι, αμφίβολης ανθεκτικότητας παπούτσια, που τον εγκατέλειψαν στη διαδρομή, κατηφόρισε όπως μπορούσε, για να βρεθεί τελικά σ’ ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Απ’ αυτά που τα είχαν αφήσει πίσω τους, κυνηγώντας καλύτερη τύχη στην Αφρική, την Αυστραλία ακόμα και την Γερμανία οι περισσότεροι από τους νέους τους.
Δεν ήξερε τίποτα και κανέναν ο Ανδρέας, που αυτό το όνομα βρήκε εύκολο, να ξαναρχίσει τη ζωή του στον ξένο τόπο. Και πολλοί συμπατριώτες του, αυτό το όνομα επέλεξαν, ίσως γιατί περνούσε εύκολα. Τί να έλεγαν όταν τους έπιανε καμιά φορά κάποιος αστυνομικός; Εκερέμ, Μουσταφά, Αλή; Δε θα καλοπερνούσαν Άλλωστε δεν είχαν κάποιο έγγραφο, που να πιστοποιεί την ταυτότητά τους.
Περίοδος ελαιοσυγκομιδής ήταν την εποχή που έφτασε στη μικρή πόλη της εγκατάστασής του και οι μεγάλης ηλικίας κάτοικοί της, βρίσκονταν σε απόγνωση. Δεν είχαν χέρια να δουλέψουν τις ελιές. Κι αυτή η απόγνωση ήταν η ευκαιρία για τον Ανδρέα και τους συμπατριώτες του. Βρέθηκε μπροστά σ’ έναν άνθρωπο με περισσή κατανόηση και περισσότερο μυαλό απ’ τους άλλους. Που έψαχναν τις τοπικές εφημερίδες να ανακαλύψουν την πανομοιότυπη καθημερινή είδηση. «Βεβήλωση εξωκκλησίου» ή «κλοπή σε αφύλακτο εξοχικό» ή «απόπειρα βιασμού» με την πάντοτε σίγουρη κατάληξη. «Εικάζεται ότι ο δράστης είναι αλλοδαπός» που, φυσικά, δεν είχε συλληφθεί.
Έκαναν μια συμφωνία. Ο Ανδρέας θα μάζευε τον ελαιόκαρπο και ο ιδιοκτήτης θα του παραχωρούσε στέγη σ’ ένα παλιό σπιτάκι, σχεδόν ερείπιο, χτισμένο στο μεγάλο του κτήμα, χωρίς θέρμανση και νερό, την καθημερινή τροφή του κι ένα μεροκάματο, μισό απ’ αυτό που ζητούσαν οι ελάχιστοι πια ντόπιοι εργάτες γης. Δεν ήξερε τίποτα από ελιές, μαθαίνοντας σε πολύ λίγο να ραβδίζει, να μαζεύει τον καρπό κι αργότερα να κλαδεύει, να λιπαίνει, να γίνει τέλος πάντων ένας σωστός ελαιοκαλλιεργητής. Κι εκεί πάνω που άρχισε να στηρίζεται στα πόδια του, έφερε και την γυναίκα του με το πρώτο παιδί τους από την Αλβανία. Νόμιμα τώρα. Συνέχισε να δουλεύει σε κήπους, σε αγρούς, σε οικοδομές. Γεννήθηκε και το δεύτερο παιδί του. Ήθελε πια να γίνει πολίτης της χώρας, όπου ζούσε. Με πρώτο βήμα κοινωνικής ενσωμάτωσης το θρήσκευμα των παιδιών. Ορθόδοξα. Γιατί στη μικρή μας πόλη, όπως άλλωστε και στη μικρή μας χώρα, όλα έπρεπε να είναι δικά μας. Να είναι κάτι από μας. Κι αυτός παρότι δεν ξεχνούσε, όπως του είπαν, πως είναι Καθολικός, πήγαινε τακτικά στην (Ορθόδοξη προφανώς) εκκλησία, μετέχοντας στις τελετές και τις εκδηλώσεις. Κι αυτό όμως δεν το έβλεπαν με καλό μάτι οι ακραιφνείς Έλληνες, δεν ήταν δα και πολλοί στην μικρή μας πόλη και δεν ξεχνούσαν να του κάνουν κάπου - κάπου και καμιά ζημιά. Πότε στο αγροτικό του, πότε στο μηχανάκι του, πότε στα εργαλεία που χρησιμοποιούσε, τονίζοντας ταυτόχρονα και το σύνθημα που επικράτησε για πολλά χρόνια: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ!»
Κάπως έτσι σκεφτότανε κι ο δον Μπαζίλιο εφημέριος της εκκλησίας που πήγαινε η μητέρα του, που την επισκέπτονταν δύο φορές το χρόνο, όταν έμαθε πως τα παιδιά του θα τα βαφτίσει Ορθόδοξα. «Δεν μπορεί να γίνει αυτό, προσβάλεις τη μνήμη του παππού σου που υπηρέτησε με ζήλο την εκκλησία και του πατέρα σου που έκανε το ίδιο όσο μπορούσε και του επέτρεπαν οι συνθήκες. Αν επιμένεις, θα διαγραφείς από τα μητρώα της Κοινότητας, με όλες τις συνέπειες». Τί ήξερε τις συνέπειες, αλλά τα παιδιά του έπρεπε να συμβαδίζουν με την κοινωνία στην οποία ζούσαν. Δεν είχε ποτέ σχεδόν την επιθυμία να τραγουδήσει, αλλά βιώνοντας όλα αυτά του έρχονταν στο νου οι στίχοι ενός τραγουδιού, που δεν θυμόταν πού το είχε ακούσει: «Παλιά πατρίδα μου χαμένη / Σύνορα κλειστά στο χθες / Και καινούργια μου πιο ξένη / Ξένος είμαι δυο φορές»[2].
Τα παιδιά του τελείωσαν το σχολείο κι έπρεπε να διαλέξουν τους δρόμους που θα πάρουν. Ο ένας έφυγε για το Λονδίνο, η άλλη τέλειωσε ελληνικό πανεπιστήμιο, πέφτοντας όμως στην μεγάλη οικονομική κρίση, πήρε κι αυτή των ομματιών της για το Λονδίνο, για δουλειά. Όμως η πανδημία του κορωνοϊού σε συνδυασμό με το brexit, δεν της επέτρεπε να γυρίσει στην πατρίδα.
Τρεις βδομάδες πριν, είχαν ανταλλάξει πασχαλινές ευχές με τη μητέρα του και τον αδερφό του στη Ρώμη, που ως Kαθολικοί, συναντούσαν πιο γρήγορα την Ανάσταση. Είπανε το Kristi Eshte Ringiallur, θυμήθηκαν παλιές ιστορίες και κλείσανε το τηλέφωνο. Σχεδόν ευχαριστημένοι. Το ίδιο όμως έγινε και με τα παιδιά του, που κι αυτά στο Λονδίνο την ίδια Ανάσταση είχανε, λέγοντας στο τέλος καλή αντάμωση. Για τον γιο του δεν το πίστευε και πολύ, αφού είχε παντρευτεί και του είχε χαρίσει ένα εγγονάκι, μ’ ένα περίεργο όνομα. Ούτε αλβανικό, ούτε ελληνικό, ούτε εγγλέζικο. Όπως και να το κάνουμε ρίζα του ήταν και δάκρυζε όταν άκουγε απ’ τα χειλάκια του, τη λέξη παππού. Για την κόρη όμως είχε ελπίδες. Επιστήμων ήταν, νέα, έξυπνη, κέρδιζε τους ανθρώπους.
Όλα γύριζαν στο κεφάλι του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κόκκινο κρασί, απ’ το δικό του, άφησε να λειώσει στο στόμα του κι ένα κομμάτι τουλουμοτύρι από κατσικίσιο γάλα δικό του και είπε Χριστός Ανέστη, αυτή τη φορά στα ελληνικά, εισπράττοντας από την γυναίκα του, ένα συγκαταβατικό κούνημα της κεφαλής. Του ήρθε να πει το τραγούδι που τον σημάδεψε, κάπως διασκευασμένο, αλλά δεν ήθελε να πικράνει τη γυναίκα του. Το σκεφτόταν όμως τονίζοντας, πως με τις καταστάσεις που ζούσε οι ρίζες του είχαν τρεις ίσως και περισσότερες ξένες. Ύστερα πήρε το κινητό και κάλεσε με Viber τα παιδιά του, να δει και ν’ ακούσει τον εγγονό του, που δεν ήξερε ακόμα για Αναστάσεις πρώιμες και όψιμες. Προσπαθώντας μόνο να συλλαβίζει λέξεις. Τη μάνα του δεν θα την έπαιρνε, τουλάχιστον σήμερα, γιατί πού να μπερδεύεται η γυναίκα με Χριστούς Καθολικούς και Ορθόδοξους. Αυτή έναν ήξερε και σ’ αυτόν συνέχιζε να ελπίζει, παρ’ όλο που τη γλύκα του δεν την είδε ως τα σήμερα.


Κωνσταντίνος Παρθένης, Η Ανάσταση, (1917-1919)· Λάδι σε καμβά 123,5Χ135,5.

[1] Τουλουμοτύρι, μαλακό κατσικίσιο (συνήθως) τυρί, πηγμένο σε τουλούμι (ολόκληρη προβιά μικρού ζώου) με γάλα, πιπέρια και λίγο λάδι, συνηθισμένο πολύ στη Λέσβο το Πάσχα.
[2] Στίχοι από το τραγούδι: «Δυο ξένοι» του Νίκου Πορτοκάλογλου.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ

Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ 

Παπούτσι δεύτερο δεν είχε η Αντωνία. Κι αυτό το ζευγάρι που φορούσε, αποφόρι κάποιας δωρήτριας, σκισμένο από τις πάντες, θύμιζε μαούνες ξεχειλωμένες και παρατημένες έξω απ’ τον μόλο του λιμανιού, άχρηστες πια για οτιδήποτε. 
Αυτά φορούσε και παραπατώντας και κουτσαίνοντας, έπαιρνε τον ανήφορο τα σαββατιάτικα πρωινά, για το νεκροταφείο, να μαζέψει κανέναν άρτο, τίποτα κόλλυβα ή άλλα φαγώσιμα, νάχει να πορεύεται, και την άλλη μέρα ανέβαινε με πολύ κόπο τα σκαλοπάτια της Αγίας Παρασκευής, απλώνοντας το χέρι να την ελεήσουν οι εκκλησιαζόμενοι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά έβγαζε την εβδομάδα της. 
Γιατί την άλλη, την καθημερινή ζητιανιά, από πόρτα σε πόρτα της μικρής κωμόπολης, την είχε παρατήσει εδώ και τρία χρόνια περίπου, όταν αρρώστησε βαριά και την είχαν ένα μήνα στο νοσοκομείο. Αλλά κι η αρρώστια να μην ήταν, τα πόδια της δεν την κράταγαν πια κι ούτε μπορούσε να κάνει τις παλιές διαδρομές που συνήθιζε. Κι αυτήν ακόμα τη συνήθεια να κατεβαίνει μια φορά την εβδομάδα στην προκυμαία την ώρα του ξεπουλήματος των ψαριών, για να της δώσουν οι ψαράδες ό,τι περίσσευε, κυρίως γατόψαρα να μαρτυράει κι αυτή ιώδιο και αρμύρα στο στόμα της, την παράτησε. 
Έτσι, κάθονταν όλη μέρα στο χαμόσπιτό της, δίπλα στην αναμμένη φουφού της, όχι τόσο για μαγείρεμα, όσο για τη ζεστασιά ή, στο κατώφλι της όταν έβγαινε ο ήλιος και σταματούσε η βροχή, να βλέπει μπροστά της τη θάλασσα να ξεδίνει το μάτι της. 
Άλλο τίποτα δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να κάνει η Αντωνία, ένα ξερό κορμί, μόνη της μια ζωή ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Μια γάτα της έμεινε να γλύφει τα πόδια και να χαϊδεύεται στην μακριά, φαρδιά, μαύρη φούστα της. Κι από τον κόσμο, τίποτα δεν ήξερε η καψερή. Μια φορά πριν χρόνια πολλά, αμέτρητα πίσω, της έδωσε έναν άντρα η μάνα της, γιατί έτσι έπρεπε να μη μείνει απάντρευτη κι ούτε που θυμόταν πόσο ζήσανε μαζί κι αν πέθανε ή την παράτησε κι έφυγε. Δεν είχε δα και τα κάλλη της η Αντωνία να τον κρατήσει. 
Οι γειτόνισσες καλές, μια καλημέρα είχανε, την ψωμίζανε και πότε - πότε αλλά πολλά πάρε δώσε δεν είχανε. Εξ άλλου η Αντωνία μια ζητιάνα ήτανε. 
Άλλη σχέση με τον κόσμο δεν είχε, εκτός από ένα μικρό, τόσο δα όσο ένα πακέτο τσιγάρα, ραδιοφωνάκι, που της χάρισαν κάποια στιγμή, που το έβαζε να γρατσουνάει κάθε πρωί κι άμα τελείωναν οι μπαταρίες, ο γείτονάς της ο κυρ Στέλιος, τις αντικαθιστούσε. Τι ήταν γι’ αυτόν άλλωστε. Ένα ευρώ την εξάδα τις αγόραζε από τον Πακιστανό μικροπωλητή της αγοράς. Κινέζικες λέει… μήπως ήξερε η Αντωνία μάρκες και προελεύσεις. 
Κι όπως άκουε αφηρημένη το τρανζιστοράκι της η Αντωνία, κάτι πήρε το αυτί της για επιδημία, για μια περίεργη αρρώστια που έπιανε τον κόσμο, και τρέχανε τους αρρώστους στα νοσοκομεία και πολλοί απ’ αυτούς πέθαιναν κι όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα μέρη. Δε χρειαζόταν και πολύ να φοβηθεί η Αντωνία, που είχε περάσει και μεγάλη αρρώστα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο. Είδε κι έπαθε να γίνει καλά. Λέγανε και για απαγόρευση της κυκλοφορίας, σίγουρα γι’ αυτούς που πηγαίνανε μακριά με τ’ αυτοκίνητά τους ή με πλοία και αεροπλάνα. 
Σάββατο την άλλη μέρα και κούτσα, κούτσα η Αντωνία ανέβηκε το δρόμο προς το νεκροταφείο, είδε την καγκελόπορτα κλειστή, «θα ήρθα φαίνεται νωρίς» σκέφτηκε, αλλά μέχρι τις 10 ούτε παπάς φάνηκε, ούτε άλλος άνθρωπος. Κι έτσι πήρε το δρόμο του γυρισμού, χωρίς να έχει μαζέψει τίποτα. Πορεύτηκε με ό,τι είχε και την Κυριακή το πρωί, παρ’ όλο που δεν άκουσε καμπάνα, μέτρησε τα σκαλιά της Αγίας Παρασκευής. Απόλυτη ησυχία κι εκεί, ούτε παπάς, ούτε καντηλανάφτης, ούτε προσκυνητής. 
Κι εκεί που καθόταν στη γωνιά της, νάσου ο χωροφύλακας, έτσι τον έλεγε αυτή κι ας είχε χρόνια που άλλαξαν τα πράγματα και είχε γίνει αστυφύλακας. Γνωστός της από παλιά τη στραβοκοίταξε και 
- Τι γυρεύεις εδώ Αντωνία, της είπε εντελώς αυστηρά και καθόλου φιλικά. 
- Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να κυκλοφορείς ασκόπως; Που είναι το χαρτί κι η ταυτότητα; 
- Καλέ τι χαρτί μου λες κι εγώ αυτότητα δεν είχα ποτέ. Πού να τη βρω; 
- Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Σε βρήκα έξω απ’ το σπίτι σου, χωρίς χαρτί και ταυτότητα κι έχω υποχρέωση να σου κόψω πρόστιμο. 
Και μη χάνοντας καιρό ο αστυφύλακας, έβγαλε χαρτιά και μολύβι και έκοψε το πρόστιμο. Εκατόν πενήντα ευρώ για άσκοπη κυκλοφορία. 
- Κι αυτά να πας να τα πληρώσεις στον Δήμο. 
Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν καταλάβαινε η Αντωνία, πολύ περισσότερο που ούτε ήξερε πως και που πληρώνονταν τα πρόστιμα, άσε που δεν είχε και μία να εξοφλήσει της υποχρέωσή της. Ηλεκτρισμό δεν είχε στη χαμοκέλα της, κι ούτε νερό. Με το σταμνί το κουβαλούσε, από την κοντινή δημόσια βρύση. 
Λίγο συγχυσμένη είν’ αλήθεια γύρισε στο φτωχικό της, συναντώντας πριν περάσει το κατώφλι της τον κυρ Στέλιο που της εξήγησε. Πως απαγορεύονταν η κυκλοφορία κι άμα είχες ανάγκη να πας κάπου, έπρεπε να έχεις ένα χαρτί και την ταυτότητά σου, γιατί αλλιώς σου κόβανε πρόστιμο, μπορούσες να πας και φυλακή. 
Πώς να τα καταλάβει αυτά η Αντωνία, που ολόκληρη ζωή την πέρασε έγκλειστη στο μικρό σπιτάκι και την απέραντη φτώχεια της. Ούτε δουλειές είχε, ούτε κοινωνικές σχέσεις να χρειάζεται να δρασκελά το κατώφλι της. 
Υποτάχθηκε, λοιπόν, στον υποχρεωτικό εγκλεισμό κι η Αντωνία, απ’ τον οποίο άλλωστε δεν είχε ποτέ ξεφύγει κι αυτό έγινε αφορμή να την ανακαλύψει και η «βοήθεια στο σπίτι», που την ενέγραψε στα κατάστιχά της και της πρόσφερε ό,τι ποτέ δεν απόλαυσε, ούτε και ζήτησε από κανέναν. Όσο για το πρόστιμο, μάλλον θα διαγραφεί ως ανείσπρακτο, όταν θα διαγραφεί κι η Αντωνία, από τα ληξιαρχικά βιβλία του δήμου.