Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Ποίηση· αύρα λεπτής χάρης

Ίσως βρεθούμε κάποτε μες στον καταργημένο χρόνο. 
Θα είμαι νέα κι όμορφη 
θα ‘χω λαιμόν σαν γάλα 
θα μοιάζω με τα ευωδή κοράσια του Αιγαίου· 
και θα ‘ναι όλα ένα απέραντο παρόν 
την ώρα που 
“Υπάρχει ελπίς πατρίδος;” θα ρωτήσει. 

“Έχω για σένα λέξη” του απαντώ “από το λέσβιον μέλος 
με την ηχώ από βότσαλα που τα κυλάει το κύμα” 
- και του προσφέρω μυστικά το επίθετο αλγεσίδωρος 

                     “Ω θαυμασία λέξις” 
                                             - πλήρης χαράς αναφωνεί – 
                     »επτασυλλάβου στίχου 
                     »ατίμητον χάρισμα· 
                     »αλγεσίδωρος έρως 
                     »με κυριεύει”. 

(Kάπως έτσι συνέβη κι ο Κάλβος αγάπησ’ εμένα 
και ποτέ δεν παντρεύτηκε 
                          την Αγγλίδα εκείνη Αουγούστα Ουάνταμς.)


ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. (2019). «Έτσι ο Κάλβος με αγάπησε», στο: Πήλινη χορεύτρια. Αθήνα: Γαβριηλίδης, σ. [9].

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

U2… Συζητώντας μ’ έναν μαθητή μου…

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Γιατί φοράς σκουλαρίκι;» ρώτησα πριν λίγες ημέρες έναν μαθητή μου. «Δεν ξέρω», μου απάντησε. Είχαμε τελειώσει το μάθημα και περπατώντας στο διάδρομο του σχολείου, τον προσκάλεσα να βγούμε στην αυλή για να συζητήσουμε. «Τι να πούμε;» με ρώτησε. «Μα καλά», του λέω, «δεν θέλεις να μάθεις γιατί φοράς σκουλαρίκι;» Με κοίταξε αμήχανα… και βγαίνοντας στην αυλή του σχολείου, άρχισα να του εκθειάζω εκείνα τα μουσικά κινήματα των δεκαετιών του ’70 και ’80, όταν κι εγώ έφηβος κάποτε στο Λύκειο, μέσω αυτών προσπαθούσα να είμαι εντός κι όχι εκτός των ριζοσπαστικών τμημάτων της γενιάς μου, ακούγοντας ροκ μουσική. Έτσι, λοιπόν, άρχισα να του εξιστορώ την ιστορία των U2 - ο Bono και η παρέα του ήρθαν στο νου μου εκείνη τη στιγμή. Για το πόσο επαναστατικό μουσικό γκρουπ ήταν τότε, πόσο πολιτικοποιημένοι ήταν οι στίχοι των τραγουδιών τους, πόσο αντιμιλιταριστική ήταν η μουσική τους, με αφορμή εκείνες τις ματωμένες Κυριακές κάπου στο Βορρά, στην Ιρλανδία δηλαδή, για το πώς το χαρτζιλίκι των γονιών και των παππούδων μας, αρκετοί φίλοι τής παρέας, το ξοδεύαμε για να αγοράσουμε δίσκους βινύλιου, κι όταν τους αγοράζαμε, αμέσως τρέχαμε στο σπίτι να τους παίξουμε στο πικάπ. Στο άκουσμα της λέξης πικάπ, ο καλός μαθητής μου… με ρώτησε: «τι είναι αυτό;» Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα για λίγο, αλλά μη θέλοντας να το δείξω, του εξήγησα ότι στην εποχή του κινητού τηλεφώνου, του YouTube και του homo diktyous που ζούμε – «το f/b, “φου μπου”, μικρέ τού είπα είναι επικίνδυνο ναρκωτικό» (ενθυμούμενος τον Ουμπέρτο Έκο) - είναι φυσικό να μη γνωρίζει τη λέξη πικάπ ή μάλλον κάπου θα την έχει ακούσει αλλά δεν της έδωσε σημασία. Του περιέγραψα, λοιπόν, πως είναι το πικάπ, πως αυτό δεν παίζει μόνο του, χρειάζεται να είναι συνδεδεμένο με έναν ενισχυτή και δύο ηχεία, για να ακούγεται στερεοφωνικά η μουσική. Με άλλα λόγια, του εξήγησα πως για να ακούσομε εμείς οι τότε νέοι μουσική αποκτούσαμε σχέση με τους δίσκους βινύλιο και το πικάπ, δεν πατούσαμε μόνο ένα κουμπί. 
Όση ώρα μιλούσα στο μαθητή μου, διαπίστωσα ότι αισθανόταν ευχάριστα που άκουγε πράγματα που πιθανόν δεν είχε ξανακούσει. Και πράγματι, δεν είχε ακούσει ποτέ για τον τρόπο ψυχαγωγίας και διασκέδασης της γενιάς μου. Γενιάς ψαγμένης «μουσικά» όπως υποστηρίζαμε, αφού με τη μουσική που ακούγαμε αλλά και του τρόπου που μας επηρέαζε ακόμη και ενδυματολογικά, λέγαμε ότι εν γνώσει μας ανήκαμε κάπου· ανήκαμε στο ρεύμα και το κίνημα της νεολαιίστικης αμφισβήτησης, της κοινωνικής αλληλεγγύης, των κηρυγμάτων της ισότητας και της ελευθερίας που, χάρη των μουσικών ακουσμάτων μας - κι όχι μόνον αυτών, αφού υπήρχαν κι επιλογές στο διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, επιλογές κινηματογραφικών ταινιών, κ.ά. - είχαμε συγκεκριμένη βιοθεωρία. «Γι’ αυτό», είπα στο μαθητή μου «και το σκουλαρίκι στο αυτί ήταν τρόπος έκφρασης, για πολλούς τότε νέους, με αποτέλεσμα η ψυχαγωγία μας να είναι τρόπος επικοινωνίας μεταξύ μας, η οποία άναβε τη φλόγα αληθινής (;) – έτσι νιώθαμε – υπαρξιακής ελευθερίας»
Το χτύπημα του κουδουνιού, έδωσε τέλος στη συζήτηση κι άφησε κάποια κενά στο μαθητή μου, παρότι με ενδιαφέρον άκουσε ότι του είπα. Στο ερώτημά μου «ξέρεις τώρα γιατί φοράς σκουλαρίκι;» η απάντησή του ήταν αποστομωτική και μονολεκτική: «όχι». «Δεν πειράζει» του εξήγησα, «θα ‘ρθει η ώρα που θα βρεις μόνος σου την απάντηση, αν το θέλεις και το ψάξεις, βέβαια. Όταν κάποια στιγμή ανοίξεις τον υπολογιστή σου για να ακούσεις μουσική, τόλμησε μικρέ να επιλέξεις κάποια τραγούδια των U2, από τους πέντε – έξι πρώτους δίσκους τους, κάπου μέχρι το 1988», του είπα και τον άφησα να μπει στην τάξη για μάθημα, παροτρύνοντάς τον ειδικότερα να ακούσει κάποια τραγούδια από το δίσκο: War


Έχει περάσει μια εβδομάδα σχεδόν. Συναντώ κάθε μέρα τον μαθητή μου. Τον βλέπω και μου χαμογελά, σαν κάτι να θέλει να μου πει. Ελπίζω… να  ψ ά χ ν ε ι  το νόημα της δικής του, σημερινής εξέγερσης.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

«Αθάνατη ελληνική γλώσσα!»


«Αθάνατη ελληνική γλώσσα! Παράξενες αντιστοιχίες βλέπω να ενώνουν τη Σαπφώ με τον Κάλβο: 
Άστερες μεν αμφί κάλαν σελάνναν 
άψ αποκρύπτοισι φάεννον είδος, 
όπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπη 
γάν επί παίσαν 
… αργύρια
Σελλάναν… αργύρια[i]. Ναι, από τη Σαπφώ φτάνομε στον καταμόναχο Κάλβο: 
Το ψυχρόν της αργύριον 
ρίπτει η σελήνη
Όταν ο Σεφέρης θα πει σχετικά με το τέλος της στροφής αυτής του Κάλβου: «ο νους μου πήγε στα τριάκοντα», η νεοελληνική κριτική βγαίνει από την περιοχή που την προσδιόριζαν Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου του Κωστή Παλαμά (μια εποχή) και μπαίνει οριστικά (μια άλλη εποχή) στη νεότερη φάση της».


ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2019). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σσ. 192-191 [384]. 

[i] Το κείμενο από το The Oxford Book of Greek Verse, 1945 (με διορθώσεις).

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)· 150 χρόνια από το θάνατό του

«Ο Κάλβος επιτέλους βγαίνει διαδοχικά, ως ποιητής, από την πνευματική αφάνεια, την εκφραστική συντήρηση, την εθνική σκοπιμότητα – και καπηλεία – όπου τον καταδίκασε η παραδοσιακή νοοτροπία ενός και μισού σχεδόν αιώνα. Βγαίνοντας δείχνει και τα ανενεργά πεδία του: τη ρητορική του φύση, τη θεωρητική σκευή του, τη λογιότητα στα εκφραστικά του μέσα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, έχομε οριστικά ξεχάσει την κληροδοτημένη από παλιά εικόνα ενός ποιητή γραμματολογικού απλώς ενδιαφέροντος, αρχαϊστή στις δοξασίες και στην έκφραση, προορισμένου να απαγγέλλεται στις εθνικές γιορτές και επετείους»


ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ. (1994). Η ποιητική τού Ανδρέα Κάλβου. Η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών. Αθήνα: διά χειρός ΣΥΝΕΧΕΙΑ, σ. 29.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Τι μάθημα κι αυτό απόψε!

«Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και
          πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ό κόσμος»



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. (1990). «Φθινοπωρινό σούρουπο», στο: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. Αθήνα: Κέδρος, σ. 121.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ο σοφός Έρμαν Έσσε

«Η ζωή τού κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον ίδιο τον εαυτό του, η δοκιμή ενός δρόμου, η υπόδειξη ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν υπήρξε στην εντέλεια ο εαυτός του· όλοι όμως αγωνίζονται να γίνουν, άλλος νωθρότερα, άλλος χαλαρότερα, όπως μπορεί ο καθένας. Ο καθένας κουβαλάει κατάλοιπα από τη γέννησή του, βλέννες και κελύφη ενός αρχέγονου κόσμου, μέχρι το τέλος του. Μερικοί δεν γίνονται ποτέ άνθρωποι, μένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Μερικοί είναι επάνω άνθρωποι και κάτω ψάρια. Καθένας όμως είναι μια γέννα της φύσης προς την κατεύθυνση του ανθρώπου. Όλοι μας έχουμε κοινή καταγωγή, τις ίδιες μανάδες, όλοι μας αναδυθήκαμε από την ίδια άβυσσο· ο καθένας, ωστόσο, επιδιώκει, προσπάθεια και βολή από τα βαθιά, το δικό του προσωπικό στόχο. Μπορούμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο· να εξηγεί όμως μπορεί καθένας μόνο τον ίδιο τον εαυτό του. 
[…] Ο άνθρωπος βιώνει σε όλη τους την έκταση και τη ζωντάνια τα όσα του συμβαίνουν μόνο στην πρώτη νιότη του, μέχρι λοιπόν τα δεκατρία, τα δεκατέσσερα χρόνια του, και όλη του τη ζωή τρέφεται από αυτά τα βιώματα. 
»Δεν υπάρχει τίποτα πιο θαυμαστό και ασύλληπτο και τίποτα πιο αλλόκοτο κι ολότελα χαμένο για μας από την ψυχή του παιδιού όταν παίζει. 
»Τα παιδιά είναι μεγαλόψυχα και μπορούν με τη μαγεία της φαντασίας τους, να φιλοξενήσουν στην ψυχή τους, το ‘να δίπλα στ’ άλλο, πράγματα που, σε μυαλά περισσότερο ηλικιωμένα, η μεταξύ τους διαφορά προκαλεί σφοδρό πόλεμο και αλληλοαποκλεισμούς».


HERMAN HESSE. (1995). Ένα θαύμα κάθε αρχή την κατοικεί. Στάδια στο δρόμο της ζωής, μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης. Αθήνα: Σμίλη, σσ. 7-9.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

“Αχ έπεσε η τόση λαμπρή πνευματικότης!”

«Θα πέσει! Θα πέσει! Εφώναζαν μερικοί άγγελοι, προς το δεξιό μέρος του ουρανού. Ενώ μερικοί άλλοι αριστερά ανεστραμμένοι, εφώναζαν: “Έπεσε! Έπεσε! Αχ έπεσε η τόση λαμπρή πνευματικότης!”. 
Πράγματι κατά το απόγευμα έπεσε η τεραστία πνευματικότης και εσκότωσε πολλούς, όχι επισήμους, αλλά διανοουμένους»


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ. (1996). «Μια αποθέωσις», στο: Ποιήματα 1934 -1937. Συνοδευόμενα από τρεις υδατογραφίες, δεκανέα σχέδια της ίδιας εποχής και τρεις παντομίμες – μπαλέτα. Αθήνα: Άγρα, σ. 47, σκίτσο σελίδας 53.

«Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου»

«Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
       μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
       αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
       να ζεις πιο αληθινά –
πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
       Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφί-
       τα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο…

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρείς
       γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
       σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -
                                                         αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. (1990). «Ο πρώτος στίχος», στο: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. Αθήνα: Κέδρος, σ. 14.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Εικονοπλαστική ποίηση

«Κεφάλια λάμποντα 
βέλη αναστάσιμα 
ωραίες 
στρογγυλές ιδέες 

σάπια κεφάλια 
γεμάτα 
χαρτονομίσματα 

κεφάλια 
γεμάτα ζώα 
πονηρά μερμήγκια 

κεφάλια 
γεμάτα 
πέμπτη σκιά 
παραληρώντας 
εκλιπαρώντας… 

κι ο χρόνος 
πάντοτε Κρόνος 

Κανίβαλος τρόμος».


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ. (1995). «Κεφάλια», στο: Χρωμοτραύματα, Αθήνα: Κέδρος, σ. 20.