Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Η λαβυρινθώδης σκέψη του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου

«[…] Ο Χριστιανισμός, το μέγιστον και συντελεστικώτατον συμβάν της παγκοσμίου Ιστορίας, εν Ελλάδι συνίστησιν από πρώτης το θέατρον της ενεργείας του· κατά της φιλομύθου πατρίδος των Ησιόδων και Ομήρων αποσκήπτει τας πρώτας βολάς· εν τήδε τη εστία της θεοποιίας προεξασκείται εις την τελειουργίαν της αναστοιχειώσεως, ήτις θέλει ποτέ μεταβάλει την όψιν του κόσμου! Διατί τας πράξεις των Αποστόλων πληρούσι κατά μέγα μέρος τα Ελληνικά; Διότι έπρεπεν εις την γην ταύτην του Λόγου, να βάλωσι τας πρώτας ρίζας oι σπόροι του Πνεύματος. Η σοφία των Αθηνών, ως από σκοπής εκείθεν εις την οικουμένην πυρσευομένη ως έλεγεν ο μέγας Αλέξανδρος, φλέγει την καρδίαν, ελκύει την προσοχήν των του Χριστού μαθητών. O πρωτάγγελος Παύλος, αληθής περιστερά πτάσα εκ της κιβωτού, σπεύδει προς την Αττικήν. Πρώτος δέ των χριστιανών τας εγχωρίους παραδόσεις επικαλούμενος, πρώτος δωρεά Πνεύματος επαγγελλόμενος της Κλητής γενεάς την σωτηρίαν, αγορεύει υπέρ ενότητος Θεού και θεότητος Χριστού, και προσδοκίας μελλούσης αναστάσεως. Η ηχώ της Πνυκός μεταδίδει την μεγάλην αγγελίαν, από όρους εις όρος μέχρι Κορίνθου και Πατρών, έως άκρας Ελλάδος. Έκαστος φθόγγος του ρήτορος κλονεί τας βάσεις της πολιτείας, κατεδαφίζει ένα βωμόν. Ο Άρειος Πάγος, φύλαξ του παρελθόντος υποχωρεί· η Ακρόπολις, εις μέλλουσαν ανάστασιν προωρισμένη, ανοίγει τας πύλας της, και η Ελλάς άπασα ευαγγελίζεται, της κοσμικής ηγεμονίας της παραιτουμένη πριν ή ο Ανθύπατος Ρωμαίος μάθη, ότι εις την εξουσίαν αυτού άλλος Δεσπότης ισχυρότερος υποκατέστη. 
»Νέα φάσις ιστορίας. Απόκρυφος μεταπολίτευσις. Πνεύμα Κυρίου ήλθεν επί την Ελλάδα και δύναμις Υψίστου επεσκίασεν αυτήν. 
»Η είσοδος του Θεού Λόγου εις την πατρίδα του Πλάτωνος διαιρεί την ελληνικήν διάνοιαν εις δύω κόμματα, ων ο ανταγωνισμός είμαρται να διατηρήση την ζωήν εις το σώμα, έως ου πληρωθώσιν oι χρόνοι της πνευματικής αναβιώσεως. Το μεν εξ αυτών ασπάζεται την σοφίαν του μέλλοντος, επερειδόμενον προς τον πρεσβύτερον Πλατωνισμόν, διό παραιτείται της μερικής ελληνικής ονομασίας και περιβάλλεται την καθολικήν και οικουμενικήν ονομασίαν του χριστιανισμού. Το δ' έτερον, προσφυέστερον τω Νεοπλατωνισμώ και τω Συγκριτισμώ της Αλεξανδρείας, επιμένει εις την αυθεντίαν του παρελθόντος και εις τα δόγματα της σχολής, διό αποποιείται να ομολογήση θρήσκευμα τον χριστιανισμόν, και διατηρεί το αρχαιοπαράδοτον όνομα της Ελληνικής εθνότητος. 
»Τέμνεται λοιπόν ο τότε ελληνισμός εις δύο συστήματα αντίθετα, εις χριστιανισμόν θρησκείαν και εις χριστιανισμόν φιλοσοφίαν […]. 
[…] Ο Ελληνικός κόσμος ην τότε, ως είρηται, διηρημένος εις δύο στρατόπεδα. Οι μεν αρνούμενοι την Ενσάρκωσιν, έλεγον τον Χριστόν άνθρωπον ψιλόν, ότι ο Ιησούς ουδέποτ' άλλως ωνόμασεν εαυτόν, ή Υιόν Ανθρώπου· οι δε ελάτρευον αυτόν ως Θεόν και επρέσβευον το τρισσόν της θεότητος. -Πότερον των δύο δογμάτων θέλει προτιμήσει ο την πάτριον πολυθεΐαν αποταχθείς αυτοκράτωρ, και εις ζήτησιν νέας πίστεως ελθών εις Βυζάντιον; 
»Τούτο, ή εκείνο προς αυτόν αδιάφορον. Εν μόνον απαραιτήτως θέλει, εν μόνον βούλεται, την ενότητα του δόγματος, διά την ενότητα της πολιτείας· αυτήν, χωρίς της οποίας δεν δύναται να εμπεδώση το πολιτικόν του οικοδόμημα. Ο Κωνσταντίνος όρον και τούτοις και εκείνοις τίθησι την ομοφροσύνην των νέων υπηκόων, την αδιάρρηκτον στερεότητα του εδάφους, εφ' ου προυτίθετο να στήση τον θρόνον του. Αν δε ο Χριστός ην Θεός ή άνθρωπος, τι εντεύθεν; Πίστιν ήθελεν μόνον, Religionem ad religationem, τα δε καθέκαστα μεταξύ των οι θεολόγοι ας διασαφήσωσιν. 
»Ασύνετος η γνώμη του Κωνσταντίνου· διότι, πως χωρίς Τριάδος, την μονοθεΐαν του ιστορικού κόσμου διακρινούσης από της μονοθεΐας της Παλαιάς Διαθήκης, πώς χωρίς τρισυποστάτου θεαρχίας εκροτείτο σύστημα πολιτικόν άμα και θρησκευτικόν, ιστορικόν ενταυτώ και ιερόν; Χωρίς δε τινος υπερανθρώπου συγχρόνως και ιστορικού θρησκεύματος αντικατασταθησομένου εις το κενόν της μυθοθρησκείας, επί τίνων θεμελίων ήθελε βασίσει τον θρόνον του; 
»Ο Ισαπόστολος κληθείς Κωνσταντίνος παραδίδει την έκβασιν του σκοπού του εις διαλεκτικήν θεολόγων συζήτησιν. Πράξις άβουλος, την Ευρώπην όλην διακυβεύσασα εις τινας ολίγας συνεδριάσεις ιερέων. 
»Η πρώτη των Οικουμενικών συνόδων συγκαλείται. Τρεις δε ιδέαι παρουσιάζονται εις την Σύνοδον αυτήν, την κυριαρχίαν του κόσμον διαφιλονεικούσαι. Προβαίνει μεν εις το πρόσωπον του Αρείου ο Ιουδαϊκοελληνικός λόγος της Αλεξανδρείας, ο λόγος ο ανυπόβλητος τη του καθολικού λόγου εξουσία. Προέρχεται δε εις απόκρουσιν αυτού ο Αθανάσιος, αντιπρόσωπος του καινού Ελληνισμού, νομοθέτης πίστεως και πνευματικής ενότητος, διδάσκαλος ανακοσμοποιήσεως κοινωνικής συνάμα και εθνικής. Εν δε τω μέσω των ανταγωνιστών αμφιπτερυγίζει ο έκδημος Ρωμαϊκός αετός. Ο Άρειος υπέρμαχος του παρελθόντος, ο Κωνσταντίνος διατάκτης του παρόντος· ο Αθανάσιος δογματοθέτης του μέλλοντος, τουτέστι λόγος ιστορικός, λόγος πολιτικός, λόγος πνευματικός, ιδού αι τρεις ιδέαι αίτινες συνέρχονται εις την εγκαίνισιν του Ελληνικού μεσαιώνος, εις την συγκρότησιν της Οικουμενικής εκείνης συνελεύσεως. 
»Ενίκησεν η ευγλωττία του Αθανασίου, ή υπερίσχυσεν η πίστις του χύδην όχλου, αποφανθείσα τη ψήφω 318 Πατέρων; Πιθανώτερον το δεύτερον. Μετ' ολίγον και Β'. Σύνοδος συναθροίζεται. Αλλά καίτοι Οικουμενική ωσαύτως, οικουμενικά δεν αποβαίνουσι ταύτης τ' αποτελέσματα, ως τα της προηγουμένης. Το ιθαγενές στοιχείον υπερκρατεί. Η επί Θεοδοσίου Σύνοδος δεν συνέρχεται εν Νικαία, καθώς η επί Κωνσταντίνου, αλλά συνεδριάζει εν αυτή τη βασιλευούση· σύγκειται δε υπό πατέρων Ελλήνων καθ' ολοκληρίαν, μηδενός ελθόντος από της Δύσεως· σύμπτωμα τρανόν ελληνικής ζωτικότητος. Το Σύμβολον της Β' ταύτης σαφηνίζει, διατυποί, δογματοποεί την μεταξύ Ενανθρωπήσεως και Πανελληνίου συναφθείσαν συνθήκην· γίνεται κέντρον θεόπηκτον, περί το οποίον και Μεσαιών και Αναγέννησις θέλουσι στραφή μέχρι τελεσφορίας· κρίκος συνείρων την Ελλάδα του Πλάτωνος προς την του Παύλου, την του Χρυσοστόμου και την της εν Επιδαύρω Συνελεύσεως. Ό,τι δε θέλει ενεργήσει ο Παπισμός υπέρ της Νεολατινικής αναμορφώσεως, τούτ' αυτό θέλει κατορθώσει η Β'. Σύνοδος υπέρ της χριστιανικής Ελλάδος. Χαράσσει τας πρώτας της Αναγεννήσεως γραμμάς· προετοιμάζει τας αναγκαίας Ανατολής και Δύσεως διακρίσεις, παρασκευάζει το αυθυπόστατον και ιδιοπρόσωπον της ενότητος. Τις αγνοεί, ότι το Σύμβολον αυτό διέστηκε τον νεώτερον Ελληνισμόν από της Δυτικής πολιτείας όσον απέχουσιν Ανατολαί από Δυσμών; 
»Έτερον αξιοσπούδαστον· ο Όρος της Α'. Συνόδου διχοτομεί τον Ρωμαϊσμόν εις πρεσβύτερον και νεώτερον, καθώς το της Ενσαρκώσεως δόγμα διείλε προηγουμένως τον Ελληνισμόν εις παλαιόν και καινόν. Τόπος δε συνοχής των ανακαινισθέντων δύο τούτων ημικοσμίων της πολυθεΐας τίθεται το Βυζάντιον, η μεσαιτάτη των Δωριέων πόλις, ήν μασχάλην Ελλάδος εκάλεσαν oι παλαιοί. Εντεύθεν, κατά λόγον ιστοριονομικόν, Νέα Ρώμη δηλοί Νέας Αθήνας, σημαίνει εστίαν Πανελληνίου χριστιανικού και γαρ Ελληνικός ο πληθυσμός. Το Ευαγγέλιον μετέβαλε τους Έλληνας εις Χριστιανούς, νυν δε το Πιστεύω μετονομάζει αυτούς Νεορωμαίους, ή απλούστερον Ρωμαίους· φάσις ονοματική δευτέρα, σημειούσα την μετάστασιν του μεσαιώνος εις κύκλον ενεργείας ειδικώτερον, και υπό την ψευδωνυμίαν εθνικώτερον, επειδή Ρώμη επί του παρόντος ουδέν άλλο εκφράζει, ή την σύμπηξιν των Ελληνικών λαών εις μοναρχικήν πολιτείαν μίαν και αδιαχώριστον. Tο ιθαγενές στοιχείον άλλως τε, δεν βραδύνει και πασίδηλον να καταστήση την κυριαρχίαν του επί της πολιτείας αυτής. Λέων ο Θράξ καλείται Μέγας. Διατί; Άρα δια την μεγαλοφυΐαν του; Αλλ' όσα οι χρονογράφοι διηγούνται δεν δικαιολογούσι το επίθετον. Tο εξηγούμεν ημείς· ο Λέων ούτος πρώτιστος των αυτοκρατόρων Έλλην το γένος και το δόγμα, αθετεί την περί βασιλείας ρωμαϊκήν του Κωνσταντίνου παράδοσιν, και πολίτευμα εγκαινίζων ιθαγενές, δέχεται τα μεν σκήπτρα παρά της εγχωρίου Συγκλήτου, το δε στέμμα εκ χειρών του αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας (457 μ.Χ.). Δι' αυτού, η Α'. Σύνοδος καθυποτάσσει την Νέαν Ρώμην υπό την εξουσίαν της, πριν ή συμπληρωθή μία και ημίσεια εκατονταετηρίς[…]»

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ. (1857). «Προθεωρία», στο: Βυζαντιναί Μελέται. Περί Πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος. Από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. Εν Αθήναις: Τύποις Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, σσ. 40-42, 51-55.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Ο ιστοριονόμος Σπυρίδων Ζαμπέλιος

Σπρίδωνος Ζαμπέλιου, Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος, Πρόλογος Αντώνης Ζέρβας, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σσ. 121 

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 


«[…] της Νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι αυτής της θείας ενανθρωπίσεως αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου ζητούσι το ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι» (Σπ. Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται, [Αθήνα 1857], σσ. 62-63). Χρειάζεται κανείς να σταθεί με προσοχή στις δύο παραπάνω θεωρήσεις του Σπ. Ζαμπέλιου, ενός από τους σημαντικότερους λογίους του 19ου αιώνα, για να μπορέσει να εκτιμήσει την ερμηνεία που διαλαμβάνει η εθνική ιστορική συνείδηση του αιώνα αυτού. Γιατί τότε αρχίζουν να πυκνώνουν τα φαινόμενα γένεσης της εθνικής ιστοριογραφίας. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, στα χρόνια του αγώνα της Επανάστασης του 1821, στο χώρο της ποίησης, είχε γίνει το πρώτο βήμα, ο Διονύσιος Σολωμός αποτελούσε ήδη τον εθνικό ποιητή. 
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια, ιστορική ανάγκη, έφερνε στο προσκήνιο, κάτι πιο μεγαλεπήβολο, τη γένεση της εθνικής ιστοριογραφίας, στην κλασικότερη ίσως διατύπωσή της, με το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου προσδιόριζε μια καινούργια ιστορική πραγματικότητα, την ενδοσκόπηση του ελληνικού κόσμου στους Μέσους Χρόνους, το Βυζάντιο. Η αντίληψη αυτή, είχε βέβαια τις αιτίες της. Ο Ελληνισμός του 19ου αιώνα, μετά από τις μακραίωνες ιστορικές περιπέτειές του, εναγωνίως επιζητούσε την ενότητά του. Την εικόνα ελπιδοφόρας ανασύνταξης παρουσίαζαν τρία βασικά ζητήματα, η αντίθεση πολλών λογίων στη θεωρία του Fallmerayer περί καταγωγής των Ελλήνων από τους Σλάβους, ο Κριμαϊκός πόλεμος (1854-1856), με τις ποικίλες πολιτικές και διπλωματικές ανακατατάξεις, που είχαν άμεσες επιπτώσεις στα ελληνικά πράγματα και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Προκειμένου επαρκώς να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις των ζητημάτων αυτών, επιβάλλεται να τις εντάξουμε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το οποίο καθόρισε το ρεύμα της εθνικής ιστοριογραφίας, με τελική απόληξη έναν ιδεολογικό προσανατολισμό που καθιστούσε αναγκαία τη στροφή προς την παρακαταθήκη της μακραίωνης παράδοσης. 
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, πρόβαλλε ο Σπ. Ζαμπέλιος (1815-1881), με έργο πολυσήμαντο και πληθωρικό. «Μεγαλοφυέστατο ιστοριογράφο», τον χαρακτηρίζει ο Κ. Θ. Δημαράς. Η σκέψη του προλείανε το έδαφος της «μετάπλασης» του Βυζαντινού Ελληνισμού σε Νεοελληνικό. Εδώ, ο στοχασμός του Λευκαδίτη λογίου στράφηκε προς το πλάσιμο ενός νεολογισμού: Ιστοριονομία, όρος ανάλογος της Φιλοσοφία της Ιστορίας. Η σύλληψη του υπήρξε πράγματι, ανατρεπτική των τότε ιστορικών δεδομένων. «Οπισθόρμητη» ψαύση του παρελθόντος, από τα νέα οδηγούμαστε στα παλαιά, και προσδιορισμός του τρίσημου σχήματος της Ιστορίας του Ελληνισμού: Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, με κύριο χαρακτηριστικό, τη συνειδητοποίηση ότι ο Νέος Ελληνισμός ήταν κληρονόμος του Βυζαντίου. 
Κατά τη διαδρομή του 19ου αιώνα οι ιδεολογικοί παρονομαστές του παραπάνω τρίσημου περιγράμματος, καθ’ ολοκληρίαν υπογράμμισαν το πλέγμα στο οποίο κινήθηκε η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ιδεολογικό αντίβαρο στις ιστορικές θεωρήσεις του Διαφωτισμού. Η νέα ιστοριογραφική σχολή, ώθησε σημαντικό τμήμα της λογιοσύνης στη θέαση της πολιτισμικής ενότητας του Γένους. Με τόλμη διατύπωσε όχι μόνο την προσδοκία της εθνικής αυτοτέλειας, αλλά και τη αναμόρφωση της τότε ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται, ίσως, για την πιο ρηξικέλευθη επισκόπηση της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού. 
Με γνώμονα τα παραπάνω, η παρούσα έκδοση ενός κειμένου του Σπ. Ζαμπέλιου, που για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στα 1856 στο περιοδικό Πανδώρα είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι μια πραγματεία «ιστορικής και φιλοσοφικής υφής», στην οποία ο ιστοριονόμος Ζαμπέλιος, προβαίνει σε μια «συγκριτική θεώρηση της φιλολογικής παραγωγής Βυζαντίου και Δύσης». Τίτλος της: Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στη σειρά: Ερμηνείες των εκδόσεων ΄Ινδικτος, με πρόλογο του Αντώνη Ζέρβα. 
Πρόθεση του προλογίσαντα είναι να κάμει γνωστό ότι, η έλλειψη έκδοσης των Απάντων του Σπ. Ζαμπέλιου δημιουργεί σοβαρό κενό, αφού το έργο του συνιστά ιδιαίτερο πνευματικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας (σ. 11). Από τις βασικές επισημάνσεις του Α. Ζέρβα, είναι η ορθή τοποθέτησή του για το γενικότερο περίγραμμα του προβλήματος των διαφορών Ανατολής και Δύσης. Στις «βυζαντινές του αναλύσεις», ο Σπ. Ζαμπέλιος αποτυπώνει την «ουσία του Βυζαντινού Χριστιανισμού» (σ. 18). Η παρατήρησή του αυτή, κατασταίνει τον Σπ. Ζαμπέλιο κορυφαίο εκπρόσωπο της ιστοριογραφικής σχολής, στην οποία στηρίχθηκαν μεταγενέστερες ιστοριογραφικές συνθέσεις. Αναφέρω εδώ επιγραμματικά την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, του Απ. Βακαλόπουλου. 
Η άποψη ότι η «Βυζαντινή μέση περίοδος οικοδομείται από τρεις κεφαλαιώδεις αρχές, την αρχή της πολιτικής ενότητας, την αρχή της θρησκευτικής ενότητας και την αρχή της αττικής παιδείας» (σ. 18), ορίζει με τον καλύτερο τρόπο το χρυσό κανόνα της ιστοριονομικής σκέψης του Σπ. Ζαμπέλιου, ότι δηλαδή, το Βυζάντιο είχε έναν «χριστιανισμό των αττικιστών, δηλ., των θεολόγων και των λογίων, και έναν χριστιανισμό της πράξεως. Μόνο σε αυτό το δεύτερο είδος αποτυπώνεται ο αληθής χαρακτήρας της χριστιανικής Ελλάδος» (σσ. 19-20) 
Ο διαφορισμός του Σπ. Ζαμπέλιου προς τη φράγκικη Δύση, προσδιόρισε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Αν και ο όρος αυτός κατά κόρον ως σήμερα χρησιμοποιήθηκε με υπερβολές, ο Σπ. Ζαμπέλιος του προσέδωσε καίριο περιεχόμενο. Σε αντιδιαστολή με βαυκαλισμούς το «ελληνοχριστιανικό όραμά» του, θέτει σε μας σήμερα «αυτόνομα ερωτήματα για να ιδούμε τι μένει ζωντανό και τι όχι».