Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεγάλη Σαρακοστή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεγάλη Σαρακοστή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Σαρακοστιανό του Σπύρου Βασιλείου

Από τον ΕΥΩΧΟ


Παρατηρώ τον πίνακα του Σπύρου Βασιλείου. Αυτόν με το τρίποδο τσίγκινο τραπεζάκι υπαίθριου καφενείου με τα λίγα σαρακοστιανά. Είναι μάλλον στην ταράτσα του σπιτιού του, κάτω από την Ακρόπολη, όπου κάθε Καθαρά Δευτέρα καλούσε τους φίλους του να τους φιλέψει με την τέχνη του και τα καλούδια της ημέρας. Κάτω ξαποσταίνει ένας χαρταετός, που μάλλον τον παράτησε κουρασμένος κάποιος πιτσιρικάς.
Δίπλα το ψάθινο καπέλο για τον Μαρτιάτικο ήλιο και το μπαστούνι. Και ένας χάρτινος μύλος, φτηνό χαροποιό παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων, όταν τον έκανε ο μπάτης του Φαλήρου να γυρίζει τρελά. Στον τοίχο της ταράτσας η ζωγραφιά ενός κοριτσιού. Στο βάθος ο Υμηττός φωτισμένος, όσο αφήνουν τα σύννεφα, από τον ήλιο του μεσημεριού. Στα σύρματα του ηλεκτρικού μπλεγμένος ένας μισοτρύπιος χαρταετός, που υπομένει κρεμασμένος την παρελθούσα αιθέρια δόξα του.
Απλά πράγματα μιας άλλης ζωής.
Όπως απλά και λιτά τα σαρακοστιανά εδέσματα. Οι μαύρες ελιές μπροστά-μπροστά. Η λαγάνα, όπως θα έπρεπε να είναι: άζυμη και όχι φουσκωτή τίγκα στα διογκωτικά. Τα φρέσκα κρεμμυδάκια, καθαρισμένα, δροσερά, τραγανά. Ο χαλβάς του μπακάλη με το αμύγδαλο περιμένει το σπιτικό μαχαίρι να τον τεμαχίσει. Η καρδιά από το τρυφερό μαρουλάκι περιμένει κάποιο παιδί να την αρπάξει. Στο κίτρινο πήλινο πιάτο η μαρουλοσαλάτα μαζί με ρόκες και κάρδαμα. Κι αλήθεια, αυτό το κοκκινωπό στο άσπρο πιάτο να ’ναι καρποί ροδιού; Πάντως το κρασί στα ποτήρια είναι ρετσίνα, μάλλον από τα Μεσόγεια.
Απλά πράγματα μιας άλλης ζωής…

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Μεγάλη Σαρακοστή! Με έγνοια για τον συνάνθρωπο

«Η αμφιβολία σε ό,τι πιστεύαμε είναι το πρώτο βήμα στη σκοτεινή και υπόγεια δίοδο προς τη μειονεκτικότητα και την αυτοεξουθένωση. Ο κοινωνικός άνθρωπος δέχεται παθητικά τη ζωή, όπως του προσφέρεται, υπολογίζοντας και σκοτίζοντας τον εγκέφαλό του με έναν πολύ μικρό αριθμό ειδικευμένων ευθυνών. Ο μονάχος άνθρωπος είναι υποχρεωμένος ν’ ανακαλύψει και να εξηγήσει την πηγή και την αιτία της ζωής. Εγκαταλείπει τη φυσική άνεση για να πάει προς την πνευματική δυσχωρία. Όταν λυγίζει, λυγίζει σα φάλαγγα ζυγού που φορτώνεται μεγαλύτερο, υπέρμετρο βάρος. Είμαστε φτωχοί σε αποτελέσματα όταν λογαριαστούμε ο καθένας χωριστά. Η δικαίωσή μας είναι στο σύνολο. Άνθρωπος είναι η ανθρωπότητα, όχι ο καθένας χωριστά. Μη φοβηθείτε να σας χαρακτηρίσουν αδύνατους και να σας παραπετάξουν. Μη φοβηθείτε τις ταλαιπωρίες. Κρατήστε μέσα σας αδιάπτωτο τον κοινό ανθρώπινο χαρακτήρα, τον πόνο, ώσπου να μεταβληθείτε και να εννοήσετε το ηθικό συμπέρασμα».


ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. (1984). Συνοδεία: Πεζογραφήματα 1936-1968. Θεσσαλονίκη: Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, σ. 26.

Ο «ευρύχωρος» άνθρωπος

Tου Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου


Η Εκκλησία με το Eυαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. στ΄ 14-21) μάς δίνει τις τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές ενόψει του αγώνα της Σαρακοστής που αρχίζει απ’ τη Δευτέρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τρία είναι τα κύρια σημεία που θέτει ο Κύριός μας: Το πρώτο είναι η «συγχώρεση». Αυτό είναι το ήθος της πνευματικής ζωής: «Χωρίς να συμφιλιωθώ με τον αδελφό μου, δεν μπορώ να έχω αναφορά στον Χριστό». Η βάση της πνευματικής μας πορείας είναι η συμφιλίωση, η ενότητα και η συγχώρεση. Η ικανότητα, δηλαδή, του ανθρώπου να «χωράει» τον άλλον στην καρδιά του και να μένουν στον ίδιο χώρο. Γι’ αυτό, ο Χριστός θέτει σαν προϋπόθεση για να μας συγχωρέσει, να συγχωρούμε και εμείς τους αδελφούς μας.
Ο Κύριος δεν μας αρνείται ποτέ τη συγχώρεση. Όμως, αν μας δώσει τη συγχώρεση, αν μας δώσει τον παράδεισο, αν μας δοθεί ο Ίδιος ολόκληρος, εάν δεν έχουμε αγάπη και συγχώρεση προς τον αδελφό μας, δεν θα «καρποφορήσει» αυτό μέσα μας και δεν θα το αντιληφθούμε καν. Ή, μάλλον, θα το βιώσουμε σαν «κόλαση». Για να μπορέσει ο άνθρωπος να κοινωνήσει των δωρεών του Θεού, προϋπόθεση είναι να έχει το ίδιο ήθος και την ίδια «συχνότητα» με το Θεό: Τη συγχώρεση. Η συγχώρεση δεν είναι απλώς σημαντική, αλλά χωρίς αυτή δεν υπάρχει σχέση με το Θεό. Ας νομίζουμε εμείς πως έχουμε βιώματα πνευματικά. Της φαντασίας μας είναι.
Άρα, συγχώρεση σημαίνει απλά: «Μπορώ και βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με τον άλλον». Ο άνθρωπος του Θεού είναι «ευρύχωρος». Δεν είναι «στενόχωρος». Ο «στενόχωρος» δεν βάζει άλλον στην καρδιά του και δεν συγχωρεί. Ένας στενοχωρημένος άνθρωπος δεν μπορεί να συγχωρέσει και ν’ αγαπήσει. Ο άνθρωπος του Θεού είναι ένα «άπλωμα» και μια παρηγοριά προς όλους.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Όταν νηστεύετε, μην «πουλάτε» αγιοσύνη με το να το παίζετε ευλαβείς». Και εδώ ο Κύριος δεν έχει πρόβλημα μ’ αυτό. Δεν είναι ότι ο Χριστός θέλει τους ανθρώπους μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ο άνθρωπος, όμως, που θέλει ν’ αποδείξει κάτι, για παράδειγμα ότι νηστεύει, σημαίνει ότι δεν ζει τίποτα. Όταν δεν ζεις τη χάρη του Θεού, θες να την αποδείξεις. Όταν δεν ζεις τη χαρά και έχεις ελλείψεις, θες την αναγνώριση των ανθρώπων.
Τι φέρνει αυτό; Την υποκρισία. Δυστυχώς, στην Εκκλησία αυτό είναι το «χόμπι» μας. «Φοράμε μάσκες» και υποκρινόμαστε. Γιατί; Γιατί δεν έχουμε τη χαρά του Θεού και θέλουμε να το παίξουμε ότι έχουμε αγιότητα, χαρά και πίστη. Παίζουμε το «θέατρο» του πιστού. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα. Αυτό το προσωπείο είναι η ένδειξη μιας εσωτερικής ανισορροπίας. Είναι πρόβλημα το ότι δεν είμαστε αληθινοί. Ουσιαστικά, το «έξω» δεν επικοινωνεί με το «μέσα». Αυτό είναι μια τρέλα. Γι’ αυτό στην Εκκλησία επικρατεί αυτή η κατάσταση: Άλλο ζούμε εσωτερικά και άλλο δείχνουμε εξωτερικά. Όλοι είμαστε κενοί μέσα μας.
Έρχεται ο Κύριος και λέει: «Σταματήστε την κοροϊδία. Είστε κενοί και θέλετε να δείξετε ότι κάποιοι είστε». Η έλλειψη «γεννά» την υπερβολή και τη «μάσκα»». Για να ξεκινήσει η αληθινή πορεία, πρέπει να είσαι αληθινός και αυθεντικός. Αυτό σημαίνει να ζεις σε μετάνοια. Τι σημαίνει «μετάνοια»; Καταθέτω τη «γύμνια» μου στο Θεό και ελπίζω στο έλεός του. Αυτή η ελπίδα που έχει η μετάνοια, αυτή η ελπίδα που έχει η Σαρακοστή, θα φανεί στο πρόσωπό μας. Θα είμαστε άνθρωποι με φως, ελπίδα, καθαρότητα και αγάπη.
Ποιο είναι το αντίθετο; Μας λέει: «Μην θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, αλλά πάνω στον ουρανό. Αυτός ο αγώνας σας, απ’ τη μια να συγχωρείτε και απ’ την άλλη να είστε αληθινοί, να οδηγεί στο πρόσωπο, σ’ αυτόν που δεν φθείρεται, σ’ αυτόν που είναι η ανάσταση και η ζωή. Δηλαδή, στον Χριστό». Έτσι, όλα καταξιώνονται. Τρία πράγματα μας λέει ο Κύριος: Να συγχωρούμε, να είμαστε αληθινοί και να ποθούμε βαθιά το Θεό. Αυτά είναι τα στοιχεία που θέτει η Εκκλησία μας με το ευαγγέλιο.
Οπότε, μ’ αυτό τον τρόπο θα ξεκινήσουμε την πνευματική μας προσπάθεια. Δεν είναι προσπάθεια. Κακώς το λέμε έτσι. «Γλέντι» είναι. Κάποιος ακούει «αγώνα» και λέει: «Οι καημένοι θα κουραστούν τώρα». Πανηγύρι είναι η Σαρακοστή. Τι κάνουμε; Νηστεύουμε απ’ τα υλικά, γιατί θέλουμε τα πνευματικά. Νηστεύουμε απ’ αυτά που φθείρονται, γιατί θέλουμε τα άφθαρτα. Βαρεθήκαμε να ζούμε στο ψέμα και θέλουμε την αλήθεια. Βαρεθήκαμε να είμαστε απομονωμένοι και θέλουμε τη σχέση με τον Χριστό. Αυτό δεν είναι «αγώνας», αλλά «ελευθερία» και «φως».
Να θυμόμαστε κάτι βασικό ενόψει του πνευματικού αγώνα που ξεκινάει. Δεν κάνουμε αγώνα πνευματικό και δεν τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να τραβήξουμε την αγάπη Του. Η αγάπη του Χριστού δεν μειώνεται, είτε εμείς κάνουμε αμαρτίες, είτε αγιάζουμε. Δεν μειώνεται καθόλου. Η προσπάθεια γίνεται λόγω ευγνωμοσύνης προς τον Χριστό, ο οποίος μας αγαπάει και επιθυμεί την προσωπική σχέση με τον καθένα και την καθεμιά από εμάς.

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΕΝΑ ΡΩΜΑΛΕΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Με αφορμή την τέλεση του μυστηρίου της εξομολόγησης και της μετάνοιας στα σχολεία

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Συχνά – πυκνά, κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, από χείλη πολλών ιερέων, θεολόγων, θεοσεβούμενων και ουκ ολίγων χριστιανομαθημένων ακούγονται πολλά για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, ιδιαίτερα βέβαια, εκείνη τη σχέση, την ανηφορική – κατά Νίκο Καζαντζάκη – που διαμέσου της νηστείας, της εξομολόγησης και της μετάνοιας οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού. Τα περισσότερα απ’ αυτά που ακούγονται, λυπάμαι που το γράφω, ουδεμία σχέση έχουν με τη θεολογική και εκκλησιαστική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή ατόφια βγαίνει μέσα από τη βιβλική και πατερική παράδοση. Πρόκειται για εκείνον τον λανθάνοντα θεολογικό και εκκλησιαστικό λόγο, τον οποίο ο αξέχαστος δάσκαλός μου στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ Νίκος Ματσούκας, χαρακτήριζε ως τον κρότο που κάνουν όσοι επικαλούνται βιβλικά και πατερικά κείμενα· κι αυτόν τον κάνουν για να καλύψουν την αμηχανία και τις οποιεσδήποτε αγκυλώσεις τους. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Έναντι αυτής της θεολογικής αφασίας, αποφάσισα να δημοσιεύσω αυτούσια δύο αποσπάσματα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του αείμνηστου δασκάλου μου. Κείμενα που έχουν θεολογική και λογοτεχνική αξία. Όσοι με προσοχή τα διαβάσουν ίσως κατανοήσουν τι σημαίνει ανηφορική συνάντηση με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό. Γράφει, λοιπόν, ο αξέχαστος δάσκαλός μου Νίκος Ματσούκας, στο βιβλίο του Γλυκόπικρες ρίζες, (1991), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 142-146: «Η πρώτη γνωριμία μου με τη θρησκεία ήταν ο φόβος. Θα ήμουν πέντε ή έξι χρονών, όταν πέρασα μια ολάκερη μαρτυρική εβδομάδα, έως ότου φτάσει η μέρα που θα μεταλάβαινα. Λίγο πριν απ’ τη Μεγάλη Εβδομάδα, η μητέρα μας είπε πως όλοι θα μεταλαβαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Ως τότε έπρεπε να νηστέψουμε, να μη φάμε διόλου κρέας, τυρί, γλυκά, γάλα κι ό,τι άλλο απαγορεύει η νηστεία. Την άλλη μέρα, χωρίς να σκεφτώ τι έκανα, μηχανικά κι από πείνα άνοιξα το φανάρι και πήρα μια φέτα ψωμί με τυρί, όπως το συνηθίζαμε. Αμέριμνος εκείνο το απόγευμα μασούσα το ψωμάκι μου, όταν με πρόσεξαν οι δικοί μου, αδέλφια και μάνα - δε θυμάμαι ακριβώς ποιοι ήταν - κι έμπηξαν κάτι κραυγές, που μπορούσαν να σε λαχταρίσουν μέχρι θανάτου. Άξαφνα, εκεί στην αυλή, βλέπω μπροστά μου τη μάνα απογοητευμένη και θυμωμένη, άλαλη και χτυπημένη, δείχνοντάς μου το τυρί με το δάχτυλο, κι εγώ τότε θυμήθηκα. Ένιωσα τα γόνατά μου να τσακίζονται, ενώ συνάμα κάποιου τη φωνή την έπιασα κυριολεκτικά αλαφιασμένος: “τη Μεγάλη Πέμπτη, στην εκκλησιά, ο παπάς θα σου κόψει τη γλώσσα”. Αμέσως περίλυπος παρέδωσα το υπόλοιπο ψωμοτύρι, κι άρχισα να βάζω κάποια τάξη στην μπερδεμένη πια σκέψη μου, για να δω τι είχα κάνει και τι θα πάθαινα ενδεχομένως.
Έμεινα λίγη ώρα συντριμμένος και βαθιά συλλογισμένος. Μετά πάσχιζα να βρω έναν τρόπο που θα διόρθωνε τα πράγματα. Εξέταζα όλες τις πιθανότητες. Στην αρχή πίστεψα πως ο παπάς μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά οι δικοί μου δε θα τον άφηναν, δεν ήταν μπορετό να συνέβαινε ένα τέτοιο φοβερό πράγμα, κι οι δικοί μου, που με πρόσεχαν σαν τα μάτια τους μην πέσω και χτυπήσω λιγάκι, να μείνουν εντελώς αδιάφοροι ή να συμφωνήσουν. Έπειτα δεν απέκλεισα και το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μη με πάνε στην εκκλησιά, αλλά να μ’ αφήσουν μόνο στο σπίτι. Όμως έπρεπε να μεταλάβω κι εγώ εξάπαντος. Θα με πήγαιναν λοιπόν, αλλά δε θα άφηναν τον παπά να κάνει τη φοβερή αυτή πράξη - αυτό ήταν πια σίγουρο. Άλλο ενδεχόμενο ήταν να μη βρισκόταν κανένας παπάς που θα ήθελε να κάνει αυτή την πράξη. Πολλά ενδεχόμενα, λοιπόν, αλλά και πλήθος τυραννικές αμφιβολίες. Από μερικές εμπειρίες μου, πίστευα πως η εκκλησία ήταν ένα πράγμα πέρα για πέρα διαφορετικό από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος. Θα μπορούσαν όλες αυτές οι υποθέσεις και τα ενδεχόμενα να μην ισχύουν στο χώρο της. Η εκκλησία για μένα ήταν πραγματικά ο οίκος του φοβερού Θεού, που περισσότερο απειλούσε τα παιδιά, παρά τους μεγάλους.
Ένα αλάθητο ένστικτό μου έλεγε πως μια τέτοια μεγάλη συμφορά δε θα άφηνε ασυγκίνητες τη μάνα μου και την αδελφή μου, κι αποφάσισα να τις πλησιάσω, για να δω τις αντιδράσεις τους. Αλλά καθώς τριγύριζα στα πόδια τους, δεν έβλεπα να με προσέχουν ιδιαίτερα, απεναντίας μάλιστα, ήταν πολύ αδιάφορες. Μήτε λυπημένες τις έβλεπα, μήτε πως μου δείχνουν έστω και μια μικρή συμπάθεια μπορούσα να διαπιστώσω. Είπα σε μια στιγμή να τις ρωτήσω, αλλά από φόβο έβαζα φρένο σε μια τέτοια απόφαση. Προτιμούσα την αμφιβολία, παρά τη φοβερή βεβαιότητα.
Το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης, μολονότι η κρίση μιας καλπάζουσας φοβίας είχε κορυφωθεί, αισθανόμουνα ανακούφιση. Επιτέλους θα ξεκαθαρίζονταν τα πράγματα! Έτσι, από ό,τι θυμάμαι, στην εκκλησιά μπήκα τρακαρισμένος, αλλά αποφασιστικός. Κι έπειτα, για πρώτη φορά, με κυρίεψε ένας σωτήριος και λαγαρός ορθολογισμός. Πολύ σωστά, ο παπάς θα μπορούσε να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά πώς θα ήξερε την πράξη μου; Αδύνατο πέρα για πέρα. Απέκλεια τελείως το ενδεχόμενο οι δικοί μου να μαρτυρούσαν την αλήθεια. Πάντως, τρέμοντας ελαφρά, ζύγωσα την ωραία πύλη, έχοντας καρφωμένη τη ματιά μου σ’ έναν παπά γεροντάκι, που κρατούσε το Άγιο Ποτήρι με τρεμάμενα χέρια. Ο καημένος έσπασε τη μέση του μάλλον με κάποιον πόνο, και μου έδωσε τη μεταλαβιά με μια άπειρη θεϊκή γαλήνη. (Η μορφή του σεβάσμιου αυτού γέροντα αργότερα έγινε για μένα σύμβολο της γνήσιας θρησκευτικότητας.) Κι εγώ όμως έτρεμα, μολονότι ήμουν πια πεπεισμένος πως κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε. Φεύγοντας απ’ την εκκλησιά, έδειχνα λυτρωμένος κι ευτυχισμένος πέρα για πέρα. (Ύστερα από χρόνια, όταν οι κατηχητές μου έλεγαν ότι ο άνθρωπος λυτρώνεται μέσα στην εκκλησία, αμφέβαλλα αν κι οι ίδιοι είχαν ζήσει ποτέ αυτό που είχα αισθανθεί τότε, βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά βαθιά λυτρωμένος.)
Όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι, το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από κείνη τη θεία κοινωνία κι απ’ την οργισμένη ματιά του Χριστού Παντοκράτορα, που τώρα, αργά - αργά έπαιρνε μια γλύκα κι ένα χαμόγελο απ’ τη γαληνεμένη εκείνη όψη του παπά, καθώς όλα αυτά τα έφερνα μπροστά μου με τη φαντασία. Δε χρειαζόμουνα πια τον ορθολογισμό για να γλυκάνω τα πράγματα. Μόνο μ’ έναν τέτοιο τρόπο μπορούσε να γλυκάνει η μορφή του Χριστού. Άλλοτε πίστευα πως ο Χριστός είναι περισσότερο θυμωμένος με τα παιδιά κι όχι με τους μεγάλους. Όμως ένα αλάθητο ένστικτο με έπειθε πως οι μεγάλοι στην εκκλησία δεν είχαν φόβο Θεού, δεν τον ένιωθαν καθόλου, ακόμη κι όσοι μας έλεγαν πως ο Θεός θα μας τιμωρούσε για κάθε παρακοή και κακή πράξη. Γι’ αυτό αργότερα, ως μαθητής γυμνασίου, που διάβαζα το Ευαγγέλιο, με συγκλόνισε βαθιά η ανακάλυψή μου πως ο Χριστός αγαπούσε μονάχα τα παιδιά, κι οι μεγάλοι όφειλαν να γίνουν κι αυτοί παιδιά, αν ήθελαν την αγάπη του Χριστού. Τούτη η ανακάλυψη δεν ήταν μικρό πράγμα, είχε συγκλονίσει για καλά μέσα μου την αυθεντία των μεγάλων. Η αρχή βέβαια έγινε με κείνη τη λυτρωτική μεταλαβιά, που με βοήθησε να αμφισβητώ τα λόγια των μεγάλων. Τελικά οι παπάδες δεν έκοβαν γλώσσες. (Αργότερα, όταν διάβαζα μεσαιωνική και βυζαντινή ιστορία, διαπίστωσα με πολύ ενδιαφέρον πως εξουσιαστές ποικίλης μορφής έκοβαν τις γλώσσες μερικών ανθρώπων, που δεν είχαν καμμιά παράβαση, μήτε ακόμη και τη δική μου)».

«Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο κατηχητικό της πόλης μας, δέσποζε ένας ροδαλός, ξανθός και κοκκινογένης αρχιμανδρίτης. Μολονότι είχε ευφράδεια κι έκανε πύρινα κηρύγματα, δεν μπόρεσα εξ αρχής να τον συμπαθήσω. Το ένστικτό μου δεν έπεσε έξω. Μια μέρα, κι ενώ γύρω μου ήταν κι άλλοι, με πιάνει και με ρωτάει καταιγιστικά: “Αδυνατούλης είσαι, ε, πολύ αδυνατούλης, γιατί αυτό; Πες μου, τρώτε κρέας στο σπίτι;” Εγώ κοκκίνισα και δε μιλούσα. “Θα μου πεις… Εγώ είμαι παπούλης”, μου ξαναείπε, μάλλον με ύφος απειλητικό, που δε σήκωνε άλλο. Κι έτσι του απάντησα πως έτρωγα απ’ όλα. Κάνοντας να φύγω αμέσως, δεν κατάλαβα πως έπεσα πάνω του, αφού έπιανε για καλά την πόρτα, είχε κάνει άλμα και την έπιασε πιο γρήγορα από μένα! Θέλησε κάτι να μου πει επιπρόσθετα, ευτυχώς χωρίς παρουσία άλλων. “Πρόσεξε, παιδί μου, μήπως είναι καμμιά αμαρτία στη μέση;” Του είπα αμέσως “όχι”, κι έφυγα σα να με είχε δαγκάσει σκυλί.
Όλα του τα κηρύγματα ήταν χειμαρρώδη, πύρινα κι εντυπωσιακά. Όμως δε μου άρεσαν καθόλου. Θυμάμαι ένα κήρυγμά του για τη μέλλουσα κρίση. Η διήγηση αυτή - που για μένα είναι παραβολή - παρ’ όλο το δραματικό και φοβερό χαρακτήρα, ήταν κάτι το πολύτιμο. Με ενδιαφέρον κι αγωνία περίμενα ν’ ακούσω τι θα έλεγε. Είπε αμέσως πως ο Κύριος της δόξης θα βάλει δεξιά τους πιστούς κι αριστερά τους αμαρτωλούς, λέγοντας στους μεν και στους δε να δώσουν λόγο των πράξεών τους. Όμως δεν κατάλαβα πως λοξοδρόμησε αμέσως απ’ το νόημα της διήγησης (είχε μια τέτοια μαεστρία) κι άρχισε να μας λέει πως ο Χριστός θα κατακάψει όλους τους σαρκολάτρες κι ακόλαστους, πόρνους, μοιχούς κι οπαδούς του ελεύθερου έρωτα. Σα να έτριζε τα δόντια του και οι φλέβες του φούσκωναν, καθώς ο λαιμός του τεντωνόταν, λες και ήταν λαστιχένιος. Το πρόσωπό του κοκκίνιζε περισσότερο, κι είχα πιστέψει τότε πως τα γένια του θα έπαιρναν φωτιά.
Την ίδια μέρα το απόγευμα, πήρα να διαβάσω τη διήγηση για τη μέλλουσα κρίση, όπως είχα κάνει αμέτρητες φορές. Έπεσα σε βαθιά συλλογή. Πρόσεξα τη φορά αυτή πως η παραβολή κάνει λόγο για δικαίους και αδίκους. Συνάμα ξεχώρισα επιτέλους τι ήταν αυτό που με γοήτευε πάντα: ο Χριστός κάνει λόγο για μια αδελφότητα αγάπης, όπου οι άδικοι δεν είχαν κανένα μερίδιο, δε συμμετείχαν καν. Όλη η υπόθεση είναι το μοίρασμα του ψωμιού και της αγάπης. (Τότε δεν ήξερα πως η διήγηση αυτή στρεφόταν εναντίον των Φαρισαίων. Και ο αριστουργηματικά παραβολικός τόνος ξετυλίγει στα μάτια μας ένα ζωντανό και συγκλονιστικό δράμα)… Απορούσα λοιπόν με τους κατηχητές μου, και δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν λέγοντας πως ο Θεός είναι αγάπη. Η ιδιότητα αυτή διώχνει κάθε άλλη αντίθετη. Φόβος και τιμωρία δε συμβιβάζονται με την αγάπη. Βέβαια, σκεφτόμουν, η Αγία Γραφή και τόσα άλλα ιερά κείμενα κάνουν λόγο για φόβο Θεού, για φοβερή όψη του Θεού και για τιμωρίες. Όμως όλα αυτά σωστά διατυπώνονται με τέτοιον τρόπο, επειδή έτσι τα βλέπει ο αλύτρωτος, ο φοβισμένος και ο ανέραστος άνθρωπος. Η αγάπη είναι ξέχειλη παντού. Κι όταν ο άνθρωπος μοιάζει με το Θεό, τότε ακριβώς νικάει - και οφείλει κατά τα ιερά κείμενα να το πράξει - όλα τα παραπάνω σκιάχτρα», (σσ. 162-165).


Η εικόνα με τον «Παιδικό Οδηγό Εξομολογήσεως» προέρχεται από τη ηλεκτρονική εφημερίδα stonisi.gr Πριν τέσσερα χρόνια, λίγες ημέρες προτού τα σχολεία κλείσουν για τις διακοπές του Πάσχα, είχε μοιραστεί σε μαθητές... Νομίζω πως τα σχόλια περιττεύουν.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

«Τον φιλομάκελλον ημών κύνα νουν»: άγιος Ιωάννης της Κλίμακος

«Σκυλί ονομάζει ο Ιωάννης της Κλίμακος το νου που όλο του αρέσει να σκάβει και όλα να τα σκαλίζει – τον φιλομάκελλον ημών κύνα νουν, λέει. Ο σκύλος είναι καλός φύλακας, αλλά δεν παύει να είναι σκύλος. Άλλος είναι το αφεντικό. Πως έλεγε ο Σολωμός; - il Monarca nascosto ai sensi».

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2009). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σ. 148 [318].


Από το βιβλίο: ΚΛΙΜΑΞ Ιωάννου του Συναΐου. Κείμενο επί τη βάσει χειρογράφου της εν Άθω Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου. Το πρώτον εκδοθέν υπό Σωφρονίου ερημίτου. Δαπάνη των εκ Ραιδεστού αδελφών Σ. Κεχαγιόγλου. Νυν δε επανεκδιδόμενον υπό του Εκδοτικού Οίκου «Αστήρ». Εις Β΄ έκδοσιν. Βάσει της εν Κωνσταντινουπόλει εκδόσεως 1883. Εκ του τυπογραφείου Κ. Α. Βρεττού, εκδ. Αστήρ – Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1979, σ. 170.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Ο Χρήστος Γιανναράς για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος

«Τελειώνοντας τη Μεταφυσική του σώματος είχα μπροστά μου τα εξής προβλήματα που έπρεπε να μελετήσω και διασαφηνίσω: Πως και γιατί “εκνομικεύεται” η ηθική. Σε ποια οντολογία και ανθρωπολογία θεμελιώνεται ο “εκνομικισμός” της. Ποια οντολογία και ανθρωπολογία προϋποθέτει η άσκηση ως βεβαίωση της ελευθερίας. Πόσο φύση είναι το υποκείμενο και πόσο ελευθερία από τη φύση. Πόσο ερμηνευτικά γόνιμη είναι η διάκριση φύσης και υπόστασης, όπως η διάκριση της φύσης από τις ενέργειες της φύσης. Γιατί ο όρος πρόσωπο αποδίδει πληρέστερα υπαρκτικό γεγονός της υπόστασης».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1995). Τα καθ’ εαυτόν. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 56.

Σπουδή στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος

«Η Κλίμακα του Ιωάννου, βιβλίο αφιερωμένο αποκλειστικά στην άσκηση, δεν είναι μια συλλογή αντικειμενικών κανόνων και “πρακτικών” οδηγιών για την επιτέλεση της ασκήσεως – όπως πολλά από τα μεταγενέστερα ασκητικά εγχειρίδια. Υπάρχουν πάντοτε γενικές “αρχές” της ασκήσεως […] αλλά αυτές δεν ορίζουν ποτέ κάτι περισσότερο από τον χώρο του προσωπικού γεγονότος. 
»Μια πρώτη γενική “αρχή”, σύμφωνα με την εμπειρία της Κλίμακος, είναι η παραίτηση, για όποιον αναλαμβάνει την άσκηση ως έργο μετανοίας, από κάθε ελπίδα σωματικής ανέσεως και σωματικής παρηγορίας. 
       “Μετάνοια έστι 
       σωματικής παρακλήσεως διηνεκής ανελπιστία”[1]. 
»Η Χάρη του Θεού θα αναπληρώση τη στέρηση της σωματικής παρακλήσεως, ο Ιωάννης της Κλίμακος θα μιλήση αλλού για την σάρκα που αναθάλλει όταν ενδημήση στον άνθρωπο η οσία αγάπη[2], ωστόσο καταρχήν η πραγματική μετάνοια, το πένθος για την ανταρσία και την πτώση της φύσεως, δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδα σωματικής παρηγορίας. Κάθε παραχώρηση που αποβλέπει στην παράκληση της σαρκός είναι μια θύρα ανοικτή στην επιθυμία, γι’ αυτό η άσκηση ταυτίζεται με μιαν αδιάκοπη εγρήγορση, μιαν ανύσταχτη ετοιμότητα
       “Ώσπερ ο λέοντι μαχόμενος, 
       εάν αλλαχού τον οφθαλμόν αποπλανηθή, 
       ευθέως απόλλυται, 
       ούτω και ο τη εαυτού σαρκί μαχόμενος, 
       εάν ταύτην αναπαύση”[3]». 


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1971). Η μεταφυσική του σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος. Αθήνα: Δωδώνη, σσ. 117-118. 


[1] Ε΄ β΄ 51.
[2] Λ΄ ια΄ 168.
[3] ΚΣΤ΄γ΄ λβ΄ 147.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας. «Ας την πάρουμε στα σοβαρά...»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Οφείλουμε να παίρνουμε στα σοβαρά την Μεγάλη Σαρακοστή, κάμνοντας στην άκρη όλες εκείνες τις “συμβουλές” και “συνταγές”, ακόμη και διατροφολόγων, οι οποίες τίποτε ουσιαστικό δεν προσφέρουν και το χειρότερο οδηγούν τον πιστό χριστιανό άλλοτε σε αμηχανία για το πώς θα τηρήσει τη νηστεία κι άλλοτε τον πνίγουν με εκείνη την τυπολατρεία, που τον μεταχειρίζεται σαν κομπάρσο σε θεατρική παράσταση, καθ' όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής να παίζει εντός κι εκτός της Εκκλησίας· φορώντας του μάλιστα κι εκείνα τα δύο μανιχαϊστικά προσωπεία των διαχωριστικών γραμμών, του καλού και του κακού χριστιανού. Δεν χωρά αμφιβολία πως στο παραπάνω πρόβλημα, την καλύτερη απάντηση δίνει ο π. Αλεξάνδρος Σμέμαν, στο κλασικό πια βιβλίο του Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997. Πριν, όμως, παραθέσω αυτούσια τα γραφόμενα του μακαριστού πατρός Αλεξάνδρου, οφείλω να σημειώσω και κάτι ακόμη, πιο τολμηρό. Η δαγκάνα του ευσεβισμού, που νιώθει ένα μεγάλο μέρος πιστών πάνω του, οφείλεται στην «ψευδομόρφωση» κατά π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, η οποία και τους προσφέρεται πλουσιοπάροχα από λογής λογής εκκλησιαστικά παράκεντρα, γεγονός που στη θεολογική γλώσσα καταγράφεται ως «ύψιστη σύγχυση και σχιζοφρένεια», θολώνοντας την αυτοσυνειδησία του, η οποία «αντί να λειτουργεί σε Σώμα, περιπίπτει σε κώμα», κατά Θανάση Ν. Παπαθανασίου. Ιδού, λοιπόν, το ουσιώδες της Μεγάλης Σαρακοστής, κατά π. Αλέξανδρο Σμέμαν: «Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και Φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία· σκοπός είναι να τις πάρω μαζί μου στο σπίτι και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: “της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...” και τον ψαλμό 136 “επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...” μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να “νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία”, και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει την καθημερινή ζωή. Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας· είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας· δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι “συνταγές” ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή. Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή. 
     Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου
     από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...».