Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Σκέψεις για το 1940 και τη σημερινή πραγματικότητα

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ


Δεν ήταν εύκολο αυτό που έγινε το 1940!
Θέλει ψυχή, θέλει καρδιά, αγάπη για την πατρίδα!

«Μητρός τε και πατρὸς και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ᾿ ανθρώποις τοις νουν έχουσι». Σωκράτης (Πλάτωνος Κρίτων, 51α, 51β).
Δηλαδή, από τη μητέρα και τον πατέρα και όλους τους άλλους προγόνους, η πατρίδα είναι πράγμα πολυτιμότερο και σεβαστότερο και αγιότερο και ανώτερο και κατά τη γνώμη των θεών και κατά τη γνώμη των ανθρώπων που έχουν φρόνηση. Η τόσο γνωστή έκφραση αγάπης προς την πατρίδα ειπώθηκε πριν χιλιάδες χρόνια.
Οι στίχοι του Σωκράτη από το βιβλίο του Πλάτωνα Κρίτων γράφτηκαν το 399 π.Χ., όταν ο Σωκράτης καταδικάζονταν άδικα και προτίμησε να πιει το κώνειο από την εξορία. Δηλαδή ακριβώς 2404 χρόνια από σήμερα. Όμως χρειάζεται σπορά για να γίνει αυτή η ρήση πράξη.
Είναι αυτοί οι στίχοι που θα έπρεπε να είναι πάντα επίκαιροι, να συγκινούν και να ορίζουν τη σχέση μας με την πατρίδα. Όπως το 1940 όπου σπορά είχε γίνει, και τους είχαν στο νου τους συνειδητά ή ασυνείδητα τα παλληκάρια στο μέτωπο στα αλβανικά βουνά το 1940.
Και αυτοί πού πολέμησαν το 40 ήταν οι ίδιοι με αυτόν που το είπε, με το ίδιο συναίσθημα.
Αυτό, που σε κάνει να τρέμεις από συγκίνηση όταν ακούς τον Μάνο Κατράκη να ψάλλει το Άξιον Εστί, και το Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλλει τις Γειτονιές του Κόσμου.
Αυτό που σε κάνει να μεθάς από χαρά σαν να τα ζεις σήμερα, βλέποντας ξανά και ξανά τα στιγμιότυπα από το αρχείο της απελευθέρωσης της Αθήνας το 1944. Κι όμως, πόσο νιώθεις πληγωμένος μες στη ζοφερή σημερινή πραγματικότητα των δύο μεγάλων πολέμων στη γειτονιά μας, τις επαναλαμβανόμενες απειλές της γείτονος χώρας, την ακρίβεια, το φόβο της ανασφάλειας και την υποτελή στάση, την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού της χώρας; Θυμάσαι τον εθνικό μας ύμνο στην Ελευθερία και θέλεις να συνεχίσεις και τους επόμενους στίχους: ...Εκεί μέσα εκατοικούσες / Πικραμένη, εντροπαλή, / Κι ένα στόμα ακαρτερούσες, / Έλα πάλι, να σου πη. // Άργειε να 'λθει εκείνη η μέρα, / Και ήταν όλα σιωπηλά, / Γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα / Και τα πλάκωνε η σκλαβιά...
Αναπολείς και ζηλεύεις τη λεβεντιά των παππούδων σου, τα κατορθώματά τους στην Εθνική Αντίσταση. Ηχεί μέσα σου το βροντερό τραγούδι: «ο Γοργοπόταμος στέλνει στην Αλαμάνα περήφανο χαιρετισμό»Τότε που ο Άρης συνάντησε τον Ζέρβα και οι Έλληνες ενωμένοι στέλνουν τα χαιρετίσματα στον Αθανάσιο Διάκο και λίγο πιο κει στο Λεωνίδα των Θερμοπυλών για να καταφέρουν το χτύπημα στο μισητό εχθρό. Όλη η διαχρονία της ελληνικής παλικαριάς σε μια ιστορική στιγμή!
Θλίψη και οργή στη σκέψη μας όταν αναλογίζεται κάποιος ότι μετά αυτές τις σκηνές της απελευθέρωσης, τη χαρά, τη γιορτή, τί μας επιφύλαξαν οι μεγάλοι μας σύμμαχοι, σε εμάς, που δώσαμε ένα εκατομμύριο νεκρούς, τη μεγαλύτερη ανθρωποθυσία ποσοτικά σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας μας από όλους τους άλλους λαούς της Ευρώπης. Αντί για αποζημιώσεις και επανορθώσεις για την καταστροφή, μας οδήγησαν σε έναν εμφύλιο!
Έτσι, μετά την απώλεια τόσων ψυχών στην κατοχή, την καταστροφή της υποδομής της χώρας, προστέθηκαν και τα θύματα μιας αδελφοκτόνου σφαγής και τέλος, ήρθε και ο ξενιτεμός για να συμπληρώσει το κακό, τα τραύματα για την πατρίδα. Τα ελληνικά νιάτα, ξενιτεύτηκαν για να αναστηλώσουν τα ερείπια του μισητού εχθρού. Κι όμως, οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας πάλεψαν απ' άκρη σε άκρη στη χώρα πρώτα να στήσουν το βομβαρδισμένο και καμμένο σπιτικό τους, και στη συνέχεια να ξαναφτιάξουν την υποδομή της χώρας, να 'ρθει το ηλεκτρικό ρεύμα και στο τελευταίο χωριό, οι σιδηροδρομικές γραμμές, τα λιμάνια μας να λειτουργήσουν, να ξανασυσταθεί η πρωτογενής παραγωγή, το σιτάρι, το λάδι, το κρασί, τα καπνά μας και τα βαμβάκια μας και να γίνουμε χώρα εξαγωγής αγροτικών προϊόντων.
Να στηθεί βιομηχανία και να κατασκευάζουμε τα απαραίτητα για την οικιακή μας ανάγκη, ηλεκτρικές συσκευές ελληνικές, με την υποδηματοποιία, και την ενδυματολογία από τις καλύτερες της Ευρώπης. Και με λαμπρούς επιστήμονες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.
Και σήμερα να ντρέπεσαι γιατί μετά τη μεταπολίτευση αυτή η χώρα με τη μεταπρατική σκέψη και την υποτέλεια του πολιτικού της προσωπικού σιγά σιγά κατάντησε να εισάγει τα αγροτικά της προϊόντα πανάκριβα, χωρίς βιομηχανία, με τα λιμάνια αεροδρόμια, ηλεκτρική ενέργεια στα χέρια των ξένων και των ντόπιων ολιγαρχών, να οργίζεσαι καθώς υπάρχουν Έλληνες που ζούν ξανά με συσσίτιο, που προσπαθούν με τα διάφορα pass να σωθούν από την απόλυτη φτώχεια.
Δεν μας αξίζει αυτή η πατρίδα. Ας ξαναθυμηθούμε τον Κρίτωνα του Πλάτωνα, «μητρός τε και πατρός τε…».

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

«Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος» γιαγιά Μαρίτσα

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος / ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε» και το βρήκα στο πρόσωπο του Άλλου, του Ξένου, του πρόσφυγα και του μετανάστη. Οι δύο παραπάνω στίχοι της Θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ζωής Καρέλλη, έχω την ταπεινή γνώμη, ότι ταιριάζουν απόλυτα στη γιαγιά Μαρίτσα, που πριν λίγες ημέρες έφυγε από ετούτη τη ζωή, παίρνοντας μαζί της, στην αιωνιότητα, το πιο ακριβό δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, την α γ ά π η. Αγάπη που η ίδια γιαγιά Μαρίτσα απλόχερα έδωσε προς τον συνάνθρωπο, τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο, μακριά από διάκριση φυλής, χρώματος, θρησκείας και πολιτισμού. 


Γνωστή σε πολλούς είναι η εικόνα αλληλεγγύης των τριών γιαγιάδων στη Σκάλα Συκαμινιάς, που στην αγκαλιά τους κρατούν ένα νήπιο προσφυγόπουλο, προσφέροντας του αυτό που ο πολύς Ρώσος θεολόγος και φιλόσοφος στοχαστής, Νικολάι Μπερντιάεφ έλεγε: «ο άνθρωπος δεν ζει για το ψωμί, αλλά ζει με το ψωμί και πρέπει όλοι να ‘χουν ψωμί. Μόνο όταν η κοινωνία αναδομηθεί έτσι που ο καθένας θα ‘χει ψωμί, τότε πια θα τεθεί το πνευματικό πρόβλημα ενώπιον του ανθρώπου με τη μεγαλύτερη οξύτητά του». Αυτό έκαμε η γιαγιά Μαρίτσα και τώρα, στην αιωνιότητα, στέκεται απέναντι στο Θεό δίχως εν ζωή να έχει παραγνωρίσει τον συνάνθρωπο. 
Η γιαγιά Μαρίτσα έκαμε πράξη εκείνη τη θεολογία που ως κεντρικό της νόημα έχει το εξής: ο Θεός θεωρεί ότι η φροντίδα του ανθρώπου για τον συνάνθρωπο είναι «ιεραρχικά ανώτερη από τη φροντίδα που προσφέρει ο άνθρωπος στον Θεό». Η γιαγιά Μαρίτσα, εν ζωή έκαμε πράξη τον κυριακό λόγο που θέλει την κοινωνία με τον άνθρωπο να μην περιορίζεται στην απλή διατύπωση μιας υπόδειξης, αλλά να προχωρά και στην περιγραφή του τ ρ ό π ο υ να δεξιώνεται τον κάθε άνθρωπο, εδώ τον πρόσφυγα και τον μετανάστη, να είναι κι αυτός πλασμένος από το Θεό. Με άλλα λόγια, η γιαγιά Μαρίτσα πήγε κόντρα σ’ όλους εκείνους που αρνούνται το παρών ετούτου του κόσμου, κόσμου που ο Θεός δεν είναι μόνο για ολίγους αλλά για όλους· πήγε κόντρα σε εκείνη τη μάντρα των «καθαρών», οι οποίοι καλά ταμπουρωμένοι και οργανωμένοι γύρω από τον εαυτό τους, δεν χάνουν την ευκαιρία να κλείνουν την πόρτα τους στον Άλλο, τον Ξένο κατά τον Γιάννη Ρίτσο, για να μείνουν αμόλυντοι. Κι όμως, ο ευαγγελιστής Ιωάννης εδώ είναι σαφής: «εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εν ημίν έστι». Ποιος, άραγε, μπορεί να διδάξει όλους αυτούς, τους τάχα πιστούς στον Χριστό, που φοβούνται ότι η χριστιανοσύνη τους κινδυνεύει από τον Άλλο, τον Ξένο
Η γιαγιά Μαρίτσα, νομίζω, ότι τους δίδαξε, τους άνοιξε φωτεινό δρόμο, κι ας μην ήξερε θεολογικά γράμματα. Με την αγάπη της προς τον συνάνθρωπο έδειξε πως όταν ο Ελληνισμός ειρηνικά συνυπήρχε με τους Άλλους, ρωμαλέα αναδείκνυε την ταυτότητά του, κρατώντας ακέραιη την εθνική συνείδηση και τον πολιτισμό του, ακέραιο κι αυτόν στους αιώνες. Τη γιαγιά Μαρίτσα, οφείλουμε να την θεωρούμε όλοι μ ά ν α  μ α ς, διότι μας έδειξε τον τρόπο να κουβαλάμε εκείνο το βαρύ αρχαίο μάρμαρο, όπως λέγει ο Γιώργος Σεφέρης, που δεν κουράζει τα χέρια μας, κάνοντάς το α γ ά π η.