Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Στην πυρακτωμένη και βαθιά απελπισμένη Ελλάδα (26 Ιουλίου 2015)

Της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ


Με μια εικόνα της αγιά Παρασκευής έφυγε κυνηγημένος από το Αϊβαλί ο Κόντογλου το ΄22. Ανέστιος και πένης, όπως χιλιάδες άλλοι Μικρασιάτες πρόσφυγες που βρέθηκαν στη Λέσβο. Ήταν είκοσι επτά ετών. Με τη μεσολάβηση της Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας και του Νίκου Καζαντζάκη, του Βάσου Δασκαλάκη και άλλων ήρθε στην Αθήνα, πεταγμένος κυριολεκτικά σε μια ελλαδική κοινωνία καταρρακωμένη από την κατάληξη της Μικρασιατικής περιπέτειας, βαριά πληγωμένη από τον Διχασμό και την Καταστροφή, ανίσχυρη να αντιδράσει, δίχως ελπίδα, δίχως προοπτική.
Το ΄23, ο Κόντογλου κατέφυγε στο Άγιον Όρος. Μέσα σε «θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση» βρήκε τον δρόμο του και άνοιξε νέους ορίζοντες για τη γενιά του ΄30. Το ΄27, γνώρισε τον Τσαρούχη. Ήταν μόλις δεκαεπτά χρονών, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κοντά στον κυρ Φώτη μελέτησε βυζαντινή τέχνη, από το ΄30 ως το ΄34. Ένας καταφρονεμένος ως τότε κόσμος του δόθηκε πλουσιοπάροχα για να εντρυφήσει και να κάνει το μέγα ταξίδι της ζωής του, καλώντας και τους σύγχρονούς του και όλους τους επόμενους να αποδεχτούμε τη συνέχεια του ελληνιστικού κόσμου και να ταξιδέψουμε μαζί του στη βυζαντινή χιλιετία από την κοπτική Αίγυπτο και την υφαντική της (φωτ. Αντιγραφή από κοπτικό μαξιλάρι, Γ. Τ. 1931) έως τα εργαστήρια των αγιογράφων της Πόλης και τα ψαλτήρια όπου ξεροστάλιαζαν οι μεγάλοι μαΐστορες –άλλοτε ψέλνοντας ο ίδιος, καθώς ανακάτευε τα χρώματα κι άλλοτε τραγουδώντας αποσπάσματα από τις αγαπημένες του όπερες.
Πριν από πενήντα χρόνια, στις 13 Ιουλίου του 1965, πέθανε ο Κόντογλου (Αϊβαλί 8/11/1895). Στις 20 Ιουλίου του 1989 πέθανε ο Τσαρούχης (Πειραιάς 13/1/1910). Και ακόμα «Ο φτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ, βασιλιάς της Ισπροβάνας, συλλογίζεται το τι είναι ο άνθρωπος» δίχως να μάθουμε ποτέ πού κατέληξε. Το ενεπίγραφο έργο, νωπογραφία του 1932 σε έναν κατάγραφο τοίχο του σπιτιού του Κόντογλου στην Κυψέλη, έχει μεταφερθεί στην Εθνική Πινακοθήκη όπου έχει ξαναστηθεί όλος ο τοίχος. Στα σαραντάχρονα από τον θάνατο του Κόντογλου, ένας άλλος Αϊβαλιώτης ζωγράφος, ο Γιώργος Χατζημιχάλης, εξέδωσε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων ένα βιβλίο τέχνης και διαλογισμού με τίτλο τον «Κονέκ-Κονέκ ...».
Αυτά, με την ευκαιρία της γιορτής της αγίας Παρασκευής, τον Ιούλιο του 2015. Μισόν αιώνα δίχως Κόντογλου και πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα δίχως Τσαρούχη. Άφησαν ανυπολόγιστης αξίας έργο. Το ζήτημα που ανακύπτει πάντα είναι ο τρόπος της αποδοχής και της χρήσης μιας κληρονομιάς.


Εθνική Πινακοθήκη, τοίχος του σπιτιού του Κόντογλου. Αριστερά «Ο φτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ, βασιλιάς της Ισπροβάνας …» που τον συντροφεύουν γυμνόστηθες κοπέλες, 1932. Πάνω άγιοι, δίπλα το ζεύγος Κόντογλου και η κόρη, γύρω ξακουστοί κουρσάροι, εξερευνητές, ήρωες και βρακοφόροι.


Αϊβαλί. Το μοναστηράκι της αγιά Παρασκευής στο ρημονήσι όπου μεγάλωσε ο Φώτης κοντά στον ασκητή θείο του.


Έργο του Γιάννη Τσαρούχη επηρεασμένο από τον δάσκαλο Κόντογλου. Μαζί έκαναν και τις ζωγραφιές στον «Αστρολάβο» του Κόντογλου.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Του Σταυρού σήμερα... με χλιδάτους ρασοφόρους

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σε παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες, στις εκκλησιές μας, η ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού δεν είχε τα χαρακτηριστικά της γιορτής, όπως αυτή στις μέρες μας τελείται. Κυριαρχούσε η απλότητα και η ιεροπρέπεια. Τυχαία, σήμερα, σε μια σύντομη πλοήγησή μου στο Διαδίκτυο, η ματιά μου έπεσε σε ναό του «Νέου Κόσμου», όπου η μετάδοση του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας, με τον γνωστό σε πολλούς «τελετάρχη» αρχιμανδρίτη Νικόδημο Καβαρνό, να τραβά το φακό της «θείας δημοσιότητας». Για πολλούς, ο εν λόγω αρχιμανδρίτης, θεωρείται άριστος και καλλίφωνος ψάλτης. Έχω αντίθετη άποψη. Όπως τον βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή, δείχνει άνθρωπος που έχει χάσει το Θεό από μέσα του. Γι’ αυτόν ο υπολογιστής είναι μέσο προκλητικής προβολής του προσώπου του. Αποκαλυπτικές είναι οι εικόνες όταν ψάλλει: μικρόφωνο στα χέρια και φωνή σαν μουεζίνη. Βέβαια, δεν είναι ο μόνος. Σε πολλούς ναούς, σε πανελλήνια κλίμακα, υπάρχουν αντίστοιχες γραφικές φιγούρες, ιερέων και ιεροψαλτών. 
Ο αρχιμανδρίτης Καρβαρνός σήμερα, ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού, το παράκανε: όπως τον έπιανε ο φακός της «θείας δημοσιότητας», στο πρόσωπό του ψεύτικος ο συναισθηματισμός, παντελώς ξένος προς την παράδοση της Εκκλησίας. Δεν λέω, σίγουρα έχει καλές γνώσεις της ψαλτικής τέχνης και υμνολογίας. Εκείνο, όμως, που προσωπικά μού φαίνεται ότι αγνοεί είναι πως, η γνώση είναι προεχόντως δωρεά, όπως σημειώνει σ' ένα άρθρο του για την εικόνα - πληροφορία ο Χρήστος Μαλεβίτσης. Κι ότι γνωρίζοντας τελείς υπό το βλέμμα του Δημιουργού Θεού. «Κύριε γνώρισόν μοι και γνώσομαι», με καίριο τρόπο διατυπώνει ο Ιερεμίας. Το να κρατάς στα χέρια σου το Σταυρό του Κυρίου, στολισμένο με βασιλικό και να τον υψώνεις με θεατρινίστικο τρόπο, νομίζω ότι επαληθεύεις αυτό που γράφει ο κυρ Φώτης Κόντογλου:
«“Σαν ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι”. Πολλοί σταυροί μα λίγη πίστη σ’ Αυτόν που σταυρώθηκε απάνω στον σταυρό. Πήραμε το ξύλο κατάξερο χωρίς να πάρουμε Εκείνον που το πότισε με το αίμα του. Εκείνον “δι’ ου το του σταυρού ζωηφόρον εν γη πεφυτούργητε δένδρον”. Δεν πιστεύουμε στο Σταυρό, γιατί δεν πιστεύουμε στο Χριστό, αφού πιστεύουμε μόνο στον εαυτό μας. Για μας είναι κούφια λόγια κι ο Χριστός κι ο Σταυρός».


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. (1977). «Ο σταυρός. Το ζωηφόρον φυτό», στο: Μυστικά Άνθη. Ήγουν κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής. Αθήναι: «Αστήρ». Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, σ. 60.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Ο Ξένος, ο Άλλος, ο Διαφορετικός. Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία




Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

12.00. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ, Υπεύθυνος του Προγράμματος ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. Παρουσίαση του Προγράμματος και της Ιστοσελίδας: «Ο Ξένος, ο Άλλος, ο Διαφορετικός. Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία».
12.15. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, Θεολόγος. «Προσφυγιά και μετανάστευση στο έργο του Φώτη Κόντογλου και του Ηλία Βενέζη. Μια διδακτική πρόταση για το Λύκειο».
12.30. ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ, Φιλόλογος. «Δημήτρης Νόλλας: “Στο δρόμο για το Βούπερταλ”. Ιεραρχήσεις του ρατσισμού. Μια διδακτική πρόταση για το Λύκειο».
12.45. ΔΩΡΑ ΜΕΝΤΗ, Ε.ΔΙ.Π. Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ. «Θανάσης Βαλτινός:"Ένα γράμμα της Χαράς [από τη Νότια Αφρική]". Μια διδακτική πρόταση για το Γυμνάσιο».
13.00. ΜΥΡΣΙΝΗ ΣΤΕΚΑ, Εκπαιδευτικός σε Ξενώνα Εκπαίδευσης Ανηλίκων Προσφύγων. «"Έξυπνος σαν αλεπού ή σαν κλέφτης;" Σχήματα λόγου σε άλλο συμφραζόμενο».
13.15. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΥΛΟΥ, Εκπαιδευτικός, Συντονιστής Εκπαίδευσης Προσφύγων ΚΥΤ Λέσβου. «Άνθρωποι εν κινήσει. Ιστορίες σε “ξένη” γλώσσα».
13.30 – 14.00. Συζήτηση.

ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΓΕ.Λ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

28 Ιουνίου 2022 - ΩΡΑ: 12.00 – 14.00.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Ο τόπος μας

«Ο τόπος μας είναι ο χώρος όπου για πρώτη φορά ήρθαμε σ’ επαφή, μ’ όλες μας τις αισθήσεις, με τον εξωτερικό χώρο, ορατό κόσμο, και τον αφήσαμε να μας κατακλύσει με ήχους, εικόνες και χρώματα, αλλά που κι εμείς τον πλουτίσαμε, έστω και λίγο, με την προσωπική μας παρουσία. Πρωτύτερα, ο τόπος ήταν ένας κόσμος χωρίς εμάς. Τώρα, κάτι έχει προστεθεί, κάποια νέα οντότητα. Συνάπτουμε ένα μυστικό κι αρραγή αρραβώνα πια μ’ αυτό τον χώρο και τον μεταμορφώνει η συνείδησή μας σε “τόπο μας”. Γνωρίζουμε και ζούμε αδιάκοπα: το σπίτι μας, το δρόμο μας, τη γειτονιά μας, τους κήπους, τα δέντρα της, τους ανθρώπους της. Πιάνουμε φιλία με τα πράγματα, πατάμε ρίζες και τις απλώνουμε σιγά-σιγά και σ’ άλλες γειτονιές, στην πόλη ολόκερη, σε χωριά και σε γειτονικές πολιτείες, σε πολιτείες της ίδιας χώρας, της δικής μας. Βλέπουμε ένα βράχο, μιαν ακρογιαλιά, ένα νησί και πάμε να τα γνωρίσουμε με τη συνείδηση πως αυτά ζουν και υπάρχουν κι ανήκουν στον τόπο μας, που είναι η πατρίδας μας. Μεγάλη η λέξη, γεμάτη πάθος κι αίμα που μας ταράζει την καρδιά. Μας ταράζει και το κορμί που έχει πάρει το υλικό του από αυτά τα χώματα, που κι οι γονείς μας αλλά και εμείς οι ίδιοι ριζώσαμε και τραφήκαμε από αυτά εδώ τα πράγματα, τα νερά, τους καρπούς».

ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ. (1979). «Το νεοελληνικό ήθος ζωής», στο: Η Ελληνική Παράδοση. Αθήνα: Ευθύνη ⥈ Κείμενα της Μεθορίου 2, σσ. 150-151.


Εφημερίδα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, αρ.φ. 1060 [1372], (Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020), σ. 12.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ψαλτική Τέχνη· ιερή τέχνη, στους ρυθμούς του Κτίστη, ορθώς και μουσικώς

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Κάθε απόπειρα προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της σημερινής εικόνας της ψαλτικής τέχνης, κυρίως αυτής που κάθε Κυριακή -και κυρίως τις μεγάλες γιορτές Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο-, οι πιστοί βιώνουν όταν εκκλησιάζονται σ’ ένα ναό, δεν μπορεί παρά να γίνεται σε σύγκριση με τη μακραίωνη παράδοση της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μουσικής. Εδώ, είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε γενικά (για τη βυζαντινή μουσική) και ειδικά (για την ψαλτική τέχνη), τη σημερινή εικόνα από την παλαιότερη, την παραδοσιακή όπως συχνά την ονομάζουμε, η οποία διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέσα στους αιώνες. Σήμερα, όμως, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα, που ενώ όλοι το βλέπουμε, δυστυχώς δεν κάμουμε σχεδόν τίποτα για να το επιλύσουμε. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς γεγυμνασμένα εκκλησιαστικά και θεολογικά κριτήρια για να διαπιστώσει την τραγική εικόνα που παρουσιάζουν αρκετοί ψάλτες κατά τις ώρες τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Οι νεωτερισμοί τους είναι αρκετοί και προκαλούν, γιατί βεβηλώνουν την ιερότητα της βυζαντινής μουσικής και δείχνουν μια εικόνα ψαλτικής τέχνης άκρως απογοητευτική. 
Ένας από αυτούς τους νεωτερισμούς είναι η αντικατάσταση των λειτουργικών βιβλίων με tablet, όπου με εγκατεστημένη τη βυζαντινή σημειογραφία, οι ψάλτες τοποθετούν στα αναλόγια και ψάλλουν μέσα από αυτά, προκαλώντας μάλιστα τους πιστούς να ακούνε έναν ψεύτικο ήχο κρατημάτων και τεριρέμ. Η απογοήτευση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή και από την κομπορρημοσύνη αρκετών ψαλτών -«κανταδόρους» του χαρακτηρίζει ο Στράτης Μυριβήλης- που με ύφος πολλών καρδιναλίων, ψάλλουν λες και βρίσκονται στη Σκάλα του Μιλάνου. Ετούτη την κομπορρημοσύνη, αν ζούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος και ο Φώτης Κόντογλου, θα την καυτηρίαζαν με την πρέπουσα γλώσσα. 
Δυστυχώς, καθώς φαίνεται, και ο εκκλησιαστικός χώρος έχει αλωθεί από τα επιτεύγματα και τη μη λελογισμένη χρήση της τεχνολογίας. Κι όχι μόνο με τη χρήση των tablet στα αναλόγια αλλά και με τη χρήση των μεγαφώνων εντός και εκτός των ναών, των οποίων η μη συνετή χρήση, θυμίζει «ψάλτες» μουεζίνηδες σε τζαμί. Επειδή, λοιπόν, οι ψάλτες αναλαμβάνουν το έργο της ιερής υμνωδίας, που εντός της Θείας Λειτουργίας σκοπό έχει να αποδεσμεύσει τον πιστό χριστιανό από τα εγκόσμια –σ’ αυτό άλλωστε συμβάλλει η λειτουργική γλώσσα, ο εικονογραφικός διάκοσμος και προπάντων η βυζαντινή μουσική- καλόν είναι να σέβονται τη μακραίωνη παράδοση της εκκλησιαστικής μουσικής και να μην αποβλέπουν στην επίδειξή τους προς τους εκκλησιαζόμενους πιστούς και στον έπαινο από αυτούς. Κι ετούτο το λέγω διότι πολλοί είναι οι εκκλησιαζόμενοι που προβαίνουν σε επαίνους και φιλοφρονήσεις προς τους ψάλτες, επειδή οι τελευταίοι έχουν το προσόν της καλής φωνής, ενώ πολλές είναι οι περιπτώσεις που τους λείπει το προσόν της γνώσης της υμνογραφίας και της υμνολογίας. Όχι τίποτε άλλο αλλά η Θεία Λειτουργία είναι μια προσωπική συνάντηση όλων των πιστών με το Θεό. Γι’ αυτό ας έχουν κατά νου το εξής απλό: ο Θεός δεν ενεργεί μόνο μέσω αυτών και των ιερέων αλλά κυρίως μέσω της προσευχόμενης συνάξεως των πιστών. Υπ’ αυτή την έννοια ας είμαστε πιστοί στον παπαδιαμαντικό λόγο, που θέλει τη βυζαντινή μουσική: «μουσική των Αγγέλων».

Υ.Γ. Ευχαριστώ τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Γιώργο Βαρδαβά που μου θύμισε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για απαγόρευση των ηλεκτρονικών συσκευών στη Θεία Λατρεία· βλ. (εδώ) και (εδώ)

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

H «από μέσα αίσθηση του κόσμου»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Από ποθεινούς δασκάλους παραλάβαμε την υποθήκη να μελετάμε την αλλαγή του χρόνου βάσει της παράδοσής μας, παράδοση ζωντανή και «πλέρια» όπως γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του. Ο χρόνος δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τον κόσμο, αλλά πάντοτε μαζί με τον κόσμο. Αξίζει, εδώ, να ανατρέξει κανείς στην Εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου για να διαπιστώσει πως ο χρόνος δημιουργήθηκε «συμφυής» με τον κόσμο. Πιστός σ’ αυτήν τη διδασκαλία είναι ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ο οποίος στο γνωστό έργο του Ευλογημένο Καταφύγιο γράφει πως «ο καιρός άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου». Εξού και κύριο μέλημα του ανθρώπου είναι να υπερβεί τον παρόντα κόσμο, τον κόσμο της φθοράς. Το λέγει ξεκάθαρα αυτό ο Κόντογλου: «γιατί ο χριστιανός πιστεύει πως με το Χριστό καταργήθηκε η φθορά, και δεν φοβάται το δόντι του καιρού που τα τρώγει όλα». Ετούτη η διαπίστωση, εκτός από τον Μέγα Βασίλειο, θυμίζει και τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, που κι αυτός διδάσκει πως ο παρών κόσμος έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και το ρέον αυτού (του κόσμου) γίνεται το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κατακτά την εν Χριστώ ζωή, επιτυγχάνοντας την κοινωνία του με το Θεό. Κυρ Φώτης Κόντογλου και Πατέρες της Εκκλησίας, ποθεινοί δάσκαλοι, για την «από μέσα αίσθηση του κόσμου»




ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. (2009). «Ο χρόνος: Ο φθονερός γέρων», στο: Ευλογημένο Καταφύγιο, προλεγόμενα Π. Β. Πάσχου. Αθήνα: Άγκυρα, σσ. 238-243.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Τζούλιο Καΐμη και Φώτης Κόντογλου

«Η Ευρώπη, είναι αλήθεια, πως ποθεί αχαλίνωτα την πρόοδο, μα μοιάζει με το νήπιο που αναπτύσσεται και μεγαλώνει με τεράστιες διαστάσεις. Για τούτο βλέπουμε τον πολιτισμό της να εξελίσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πνευματικά ακανόνιστος.
Αντίθετα, η Ανατολή, σαν την γριά που αργοβαδίζει έχοντας πείρα της ζωής, είναι επιφυλακτική και συντηρητική, και μένει ακλόνητη στην πίστη της.
[…] Αυτό που χαρακτηρίζει τον ζωγράφο αυτόν, είναι ότι δεν είναι ερασιτέχνης, αλλά αισθάνεται την Τέχνη ως τον δεσμό του λαϊκού ρυθμού αρμονικά δεμένο με τη χιλιόχρονη θρησκευτική παράδοσή του, μέσα στην πνευματική ενότητα και στασιμότητά της. Και επειδή, ο ψυχικός δεσμός με τη θρησκεία του είναι ζωντανός μέσα του, για τούτο ο Κόντογλου βρίσκει το ρυθμό του στη Βυζαντινή τέχνη, ως το σημείο να τη θεωρεί θεμέλιο λαϊκής συνθέσεως και της ατομικής του εμπνεύσεως. Βαδίζει συστηματικά στο σκοπό του αυτόν και πιστεύει στον αδιάσειστο συμβατικό ελληνικό ρυθμό που κατ’ αυτόν ενσαρκώνεται μέσα στη Βυζαντινή αγιογραφία και αυτό τον κάνει να μην πάρει την τέχνη στο Μουσείο όπως κάνουν όλοι οι άλλοι αλλά να δώσει μια νέα ζωή στην ξεπερασμένη εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
[…] Μια επισκόπηση στο σπίτι του ανθρώπου αυτού δεν τη θεωρούμε διόλου άσκοπη.
Εκεί που μένει και εργάζεται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σπίτι ούτε εργαστήριο. Θα το λέγαμε μάλλον εκκλησία, και εντούτοις έχει κάτι, που δεν μοιάζει ούτε με εκκλησία.
“Όπως η Βυζαντινή τέχνη είναι απλή, έτσι και με λόγια απλά θα σου την εξηγήσω – μου λέει ο Κόντογλου. Το ότι ο κόσμος σήμερα δεν την εννοεί, δεν μου φαίνεται διόλου παράξενο, μια που ο σημερινός άνθρωπος, με τις περίπλοκες ιδέες του, δεν είναι σε θέση να δεχθεί μια απλή συγκίνηση. Η λιτότητα και η απλότητα της ζωγραφικής της ανατολικής χριστιανοσύνης έχει προσόντα όλως διόλου ξέχωρα. Βλέπουμε πραγματικά με πόση απλότητα και σοφία η Ερμηνεία της Ζωγραφικής του Μοναχού Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων εξηγεί όλα τα τεχνολογικά και συνθετικά της ανατολικής ζωγραφικής”.
[…] “Όχι. Η Βυζαντινή τέχνη – λέει ο Κόντογλου – δεν μπορεί να πει κανείς πως εχάθηκε. Στην Τουρκοκρατία εξακολουθούσε να ζει η μεγάλη παράδοσή της. Έφτασε σε ακμή που κανείς δεν την υποπτεύεται. Οι ταπεινοί και πραείς τη καρδία καλόγεροι και κοσμικοί δουλεύοντας δίχως καμιά φιλοδοξία και πολλάκις και αμοιβή, έδωσαν μορφές και συλλήψεις σπάνιες στην παγκόσμια ζωγραφική. Στους λαϊκούς ζωγράφους της Τουρκοκρατίας υπάρχει ένας έντονος αρχαϊσμός, που δεν είναι η νεκρή ανάμνηση του κλασικισμού, αλλά ζωντανό αίσθημα που πηγάζει από τις αστείρευτες πηγές της λαϊκής ψυχής”.
[…] “Στην Ανατολή – εξακολουθεί ο Κόντογλου – η πνευματικότητα είναι στοιχείο αυτής της ίδιας εκτέλεσης. Αυτή καθεαυτή η τεχνική επεξεργασία και η χρήση των υλικών είναι πνευματική . Όσο για τη ζωγραφική δεν υπάρχει άλλο από την τεχνική της μαστοριά. Όλη η προσπάθεια του ζωγράφου είναι να κάμει έργα σωστής τεχνικής. Τα άλλα είναι φυσικά χαρίσματα της καλής εκτέλεσης”.
[…] Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ασφαλώς καθιερώσει τους συμβατικούς κανόνες που απέδιδαν τις θαυματουργικές αυτές μορφές, των αγαλμάτων, την πλαστική τους και το χρωματισμό τους. Από το χριστιανισμό χάθηκαν οι κανόνες εκείνοι, αλλά αναζητούν με άλλον τρόπο μέσα στην Ερμηνεία του Διονυσίου του Μοναχού.
Η σημερινή μας εποχή δεν αισθάνεται τη θρησκευτική τέχνη μα όταν θα την αισθανθεί, τότε η Ερμηνεία αυτή θα αναδώσει νέο φως».

ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΪΜΗ. (1992). Συναντήσεις με τους Φώτη Κόντογλου, Γιαννούλη Χαλεπά και Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα, Αθήνα: Γαβριηλίδης. Αθήνα 1992, σσ. 12-13, 16-17, 19-20, 23, 30, 31.

Ο Φώτης Κόντογλου: «Απόστολος της Ορθοδοξίας». Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος) γράφει για τον υμνωδό της καθ’ ημάς Ανατολής

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αναμφίβολα ο Φώτης Κόντογλου, πενήντα τρία χρόνια μετά το θάνατό του (Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), ακόμη και σήμερα, στους τόσο δύσκολους καιρούς, που για τους νεοέλληνες η πνευματική κρίση έχει λάβει τραγικές διαστάσεις, εξακολουθεί να χαρίζει πρωτόγνωρες συγκινήσεις. Αν κανείς παρακολουθήσει τα βιβλία που έχουν γραφεί γι’ αυτόν τον μύστη της καθ’ ημάς Ανατολής, θα διαπιστώσει πως όλα σχεδόν κινούνται πάνω στον άξονα της πιστότητάς του στην πνευματική παράδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας[1]. Ολάκερο το έργο του, λογοτεχνικό, εικαστικό, δοκιμιακό και επιστολικό διαπνέεται από εκείνο το ευώδες άρωμα που αποπνέει η μακραίωνη ιστορία μας: αρχαιοελληνική, ελληνιστικά χρόνια, βυζαντινή περίοδος, Τουρκοκρατία, Νεότερος Ελληνισμός. Στην προκειμένη περίπτωση ορθότατα έχει χαρακτηριστεί ως εκείνος ο «ξακουσμένος παραμυθάς»[2], που με τα γραφόμενα και τη ζωγραφική του συγκινούσε μικρούς και μεγάλους.
Σ’ έναν από τους πολλούς αφιερωματικούς τόμους[3] που στη μνήμη του έχουν κυκλοφορήσει, διατρέχοντας πριν λίγο καιρό τις σελίδες του[4], ανακάλυψα ότι ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος) είχε καταθέσει τη δική του σκέψη για τον Αϊβαλιώτη λογοτέχνη και ζωγράφο[5]. Πρόκειται για ένα βραχύ προσφώνημα του μακαριστού λογίου ιεράρχη, το οποίο διάβασε στην κηδεία του Κόντογλου, που έγινε την 13η Ιουλίου 1965 στο ναό του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών.
Πρωτότυπο αυτού του επικήδειου λόγου, πριν λίγο καιρό, προσπάθησα να βρω στα αρχεία της Μητροπόλεως Μυτιλήνης, στο πλαίσιο μιας έρευνας που εδώ και ένα χρόνο κάμω, να συγγράψω ένα βιβλίο για τους Μητροπολίτες Μυτιλήνης του 19ου και 20ου αιώνα. Δυστυχώς, όμως, απ’ ότι με πληροφόρησαν οι υπεύθυνοι του γραφείου της Μητροπόλεως, το αρχείο του μακαριστού ιεράρχη Ιακώβου Β΄ δεν απόκειται εκεί. Παρά ταύτα, εκείνο που αξίζει να σημειώσω εδώ είναι πως ο επικήδειος λόγος του μητροπολίτη Ιακώβου Β΄[6], συνοδευόμενος κι από ένα μονοσέλιδο εισαγωγικό σημείωμα, αξίζει να σχολιαστεί για τον εξής λόγο: πέραν της καλής γνωριμίας που είχαν οι δύο άνδρες από τον καιρό που ακόμη ζούσαν στις Κυδωνίες, την κοινή τους πατρίδα, ο μακαριστός μητροπολίτης αποτιμά την προσωπικότητα του Φώτη Κόντογλου, ως ενός εκ των μεγάλων διδασκάλων του Γένους.
Από τότε που ο Ιάκωβος Β΄ εγνώρισε τον Κόντογλου, στα 1920, πριν την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ήταν μαθητής στο Σχολαρχείο των Κυδωνιών και ο Κόντογλου καθηγητής σ’ αυτό[7], καταδεικνύεται ότι μεταξύ των αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία, η οποία εκράτησε μέχρι και το θάνατο του τελευταίου. Γι’ αυτήν γράφει ο Ιάκωβος Β΄: «ενθυμούμαι ότι ο Φώτιος Κόντογλου μας εδίδασκε την Γαλλικήν, αλλά πάντοτε, και εις την ώραν του μαθήματος και έξω από την αίθουσαν, δεν εβλέπομεν τον διδάσκαλον της Γαλλικής αλλά τον φλογερόν Απόστολον της θρησκείας. Μας ερωτούσεν εάν πηγαίνομε εις την Εκκλησίαν, εάν μετέχωμεν εις τα αγιαστικά Μυστήριά της και μας έδιδε πάντοτε πολυτίμους συμβουλάς και παραινέσεις δια τα ιερά και όσια της θρησκείας και της πατρίδος»[8]. Βασική είναι εδώ η διαπίστωση πως ο Κόντογλου καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου ζούσε και ανέπνεε υπό το φως της μακρόχρονης ελληνορθόδοξης παράδοσης, στη γνήσια έκφραση των βιωμάτων της. Ετούτη την παράδοση με πάθος τη μετάγγιζε σ’ όσους είχαν την τύχη να συναναστρέφονται μαζί του. Ένας εξ αυτών ήταν και ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος).
Η σχέση του Ιακώβου Β΄ με τον Κόντογλου διεκόπη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όταν, όμως, στα 1937 ο μακαριστός Μητροπολίτης έμπαινε στις τάξεις του κλήρου και ο Κόντογλου επέστρεφε από το Κάιρο όπου εργαζόταν στο Κοπτικό Μουσείο, η σχέση των δύο ανδρών αναθερμάνθηκε και, βέβαια, συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του τελευταίου, στα 1965. Ο Ιάκωβος Β΄ ομιλεί για έναν Κόντογλου, ο οποίος ήταν «πιστά αφοσιωμένος εις την Εκκλησία και εις τα θρησκευτικάς παραδόσεις»[9]. Γι’ αυτό η εμπνευσμένη γραφίδα του, καθώς και η θαυμαστή επίδοσή του στη αναβίωση της βυζαντινής αγιογραφίας[10], κατά τον Ιάκωβο Β΄, τον κατατάσσουν στους μεγάλους απολογητές της Ορθόδοξης πίστης και στους φλογερούς υπέρμαχους της ελληνικής παράδοσης.
Υπ’ αυτήν την έννοια το περιεχόμενο του μικρού και λιτού επικήδειου λόγου που εκφώνησε ο μακαριστός ιεράρχης κατά την εξόδιο ακολουθία του Κόντογλου, είναι άξιο θαυμασμού για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αναφέρεται στην τεράστια προσφορά του στα ελληνικά γράμματα: «οι πνευματικοί σου κάματοι κατέπληξαν κάθε πνευματικό άνθρωπο». Και δεύτερον, διότι ο Κόντογλου μέχρι το τέλος του βίου του υπήρξε γνήσιο τέκνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γράφει ο μακαριστός λόγιος ιεράρχης: «εγώ ο πνευματικός σου φίλος, ο αγαπητός σου συμπολίτης, ο επίσκοπός σου, διότι όταν σε επεσκέφθην εις το κρεββάτι του πόνου και σε ηρώτησαν ποιος είναι, είπες “είναι ο επίσκοπός μου”, ήλθα δια να σε αποχαιρετίσω, και το κάμω με βαθύ πόνο ψυχής, ήλθα δια να σου είπω ότι σήμερα που εγκαταλείπεις τον κόσμο, κλαίουν απαρηγόρητα τα ελληνικά γράμματα, αλλά μαζύ με αυτά κλαίει και η χαμένη πατρίδα σου, η όμορφη και ιστορική πόλις των Κυδωνιών, το ηρωικό Αϊβαλί, που σε εγέννησε· αλλά κλαίει περισσότερο, από όλους η Εκκλησία του Χριστού, η ορθόδοξος, η Εκκλησία, που με τόση αγάπη, με τόση φλόγα και με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησες. Ναι, κλαίει η Εκκλησία μας διότι χάνει ένα μεγάλον αγωνιστήν, ένα σπουδαίον απολογητήν, γιατί με τους ωραίους σου, τους πνευματικούς, τους σθεναρούς αγώνας σου, όχι μόνον εδίδασκες, διεφώτιζες και ποδηγετούσες τις ψυχές των ανθρώπων, εις την εποχήν αυτήν της ύλης και της πεζότητος, αλλά και συγκρατούσες πολλά πράγματα από την παράδοσιν, σ’ όλους τους τομείς της θρησκευτικής ζωής, στην θεία λατρεία, στην τέχνη, στην μουσική»[11].
«Έχουμε το δικαίωμα να δούμε τον Κόντογλου ως θεολόγο;» ρωτά σ’ ένα άρθρο του ο καλός συνάδελφος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου[12]. Πρόκειται για ένα ερώτημα εύκολο στην απάντησή του. Απαρεγκλίτως ο Κόντογλου υπήρξε και θεολόγος, και μάλιστα κορυφαίος θεολόγος, με κριτήρια όπου η Ορθοδοξία δε είναι «κλειστή» αλλά «ανοιχτή» σ’ ολάκερο τον κόσμο, εκεί που η παράδοσή της δεν παραχαράσσεται από λογής – λογής «λαμπαφούρες», είτε αυτές προέρχονται από νεωτεριστές, είτε από εκπροσώπους του θεολογικού και εκκλησιαστικού χώρου.
Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του Κόντογλου από τον μακαριστό ιεράρχη Ιακώβο Β΄ ως «Αποστόλου της Ορθοδοξίας»[13] είναι απόλυτα ορθός, όχι μόνο γιατί ήλεγχε και στηλίτευε καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με την ελληνορθόδοξη παράδοση – εξ’ ου και το αγιογραφικό χωρίο του τίτλου του άρθρου: «ουκ έξεστί σοι…», (Μκ. 6:18) – αλλά και γιατί ολόκληρο το έργο του είχε ξεκαθαρισμένο νόημα: το ανέσπερο φως της Ορθοδοξίας, στην εποχή του, όπου η ελληνικότητα[14] νοθευόταν και παραχαρασσόταν από αλλότρια προς αυτήν ιδεολογήματα, επιζητούσε να εκφράζεται από ανθρώπους βαθιά ριζωμένους στη χριστοκεντρική καθ’ ημάς Ανατολή.

Πρώτη δημοσίευση στα Αιολικά Χρονικά, 18 (2016-2017) 290-294· [εδώ δημοσιεύεται ξανά με κάποιες προσθήκες].

[1] Η βιβλιογραφία για τον Κόντογλου είναι εκτεταμένη. Για τις ανάγκες του εδώ άρθρου σημαντικά είναι τα παρακάτω βιβλιογραφικά τεκμήρια. Βασίλειος Μουστάκης, (1965), «Κόντογλου Φώτης», στη: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7ος, στ. 790-798. Επίσης, βλ. Νίκος Ζίας, (1991), Φώτης Κόντογλου, Γιώργος Μανουσάκης (επιμ.), Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.
[2] «Που έγκειται η γοητεία του αφηγηματικού έργου του Κόντογλου; Κυρίως στην επιλογή των θεμάτων του – παράξενα περιστατικά, συνήθως με φόντο τη θάλασσα και τη θαλασσινή ζωή, παλιές ιστορίες από τα πέρατα του κόσμου ή τους αρχαίους ανθρώπους της Ανατολής, ηρωισμοί και βαρβαρότητες από κουρσάρους ή άλλες αδάμαστες ψυχές, ταξίδια σε παμπάλαιες πολιτείες ή ερειπωμένα κάστρα, ο βίος και η πολιτεία φημισμένων αντρών και λησμονημένων, ο μυστικός κήπος της θεοσέβειας με τους μακάριους ασκητές. Ξακουσμένος παραμυθάς ο Κόντογλου, σαν εκείνους που πήγαιναν τα παλαιότερα χρόνια στα σπίτια νοικοκυραίων τις χειμωνιάτικες νύχτες και κρατούσαν ξάγρυπνους μεγάλους και μικρούς, ανιστορώντας τα πάθη, τους καημούς και τα κατορθώματα μυθικών ανθρώπων που πάλευαν ανελέητα με σκληρούς βασιλιάδες ή με άγρια θηρία, ώσπου να κατακτήσουν με την ανδρεία ή την πονηριά τους την καρδιά μιας τρυφερής βασιλοπούλας και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. […] Η γοητεία της αφήγησης του Κόντογλου δεν οφείλεται μόνο στο έμφυτο χάρισμα που διέθετε του παραμυθά, αλλά και στην εικονογράφηση των ιστοριών του από τον ίδιο, που καταφέρνει να ζωντανεύει ανθρώπους και δράκους, παλιά καράβια και φουρτουνιασμένες θάλασσες, άγριους ανθρωποφάγους κι αγίους αναχωρητές», βλ. Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, (2004), «Ο Φώτης Κόντογλου και η τυπογραφεία», στο: Σκαλαθύρματα. Για την τυπογραφία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τη χαρακτική, τη ζωγραφική, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 49-50.
[3] Ενδεικτικά, εδώ, αναφέρω δύο: Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος, (1995), Ιωσήφ Βιβιλάκης, (επιμ.), Αθήνα: Ακρίτας· Φώτης Κόντογλου. Σημείον αντιλεγόμενον. Για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τα τριάντα από την κοίμησή του, (1998), Αθήνα: Αρμός. Πρβλ., και τα αφιερώματα δύο περιοδικών: Νέα Εστία, (2006), τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 631-771· Η Λέξη, (2008), τχ. 198, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σσ. 466 – 573.
[4] Μνήμη Φώτη Κόντογλου, (1975), Αθήνα: Αστήρ.
[5] Αυτόθι, σσ. 197-199.
[6] Γι’ αυτόν βλ., τον τιμητικό τόμο: Τεσσακονταετία Αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. κ. Ιακώβου του από Σισανίου και Σιατίστης, Μυτιλήνη 1986.
[7] Πρόκειται για νέο σχολικό κτήριο που ακολουθούσε την παράδοση της περίφημης Σχολής των Κυδωνιών, η οποία ως γνωστόν κατεστράφη ολοσχερώς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αξίζει, εδώ, να αναφερθεί το γεγονός ό,τι στα 1896 στις Κυδωνίες υπήρχαν ελληνικό γυμνάσιο με 60 μαθητές, σχολαρχείο με 140 μαθητές, τρία δημοτικά σχολεία με 700 μαθητές, τρία παρθεναγωγεία με 750 μαθήτριες και μερικά ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Βλ. Χρίστος Σολδάτος, (1989), Η εκπαίδευση και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922). Η γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων, τ. Α΄, Αθήνα, σ. 203. Για την τεράστια οικονομική και πνευματική προσφορά των Κυδωνιών στον Ελληνισμό, από το 1653 έως το 1922 - η οποία αρχικώς οφείλονταν στον καταγόμενο εκ Βασιλικών Λέσβου δραστήριο ιερέα Ιωάννη Δημητρακέλλη ή Οικονόμο - η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη. Συνοπτική, ωστόσο, παρουσίαση ετούτης της προσφοράς κάμει ο Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος στο ωραίο άρθρο του: «Κυδωνίαι: η ατρέκεια ενός μύθου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 753-769, όπου και η σχετική παλαιότερη και νεότερη βιβλιογραφία.
[8] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σ. 197.
[9] Αυτόθι.
[10] Σημαντικά γι’ αυτό το θέμα είναι όσα λέγει ο Γιώργος Κόρδης: «τα θέματά του αποδίδονται με τεχνοτροπία που στηρίζεται στο βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα, το οποίο συνοψίζει και ανακεφαλαιώνει όλη την ελληνική ζωγραφική εμπειρία. Το προσωπικό όμως στοιχείο δεν λείπει από τη ζωγραφική του. Έτσι, έχοντας αποδεχτεί την αυτοτέλεια και αυτονομία του βυζαντινού – ελληνικού ζωγραφικού συστήματος, δημιουργεί στα πλαίσια του συστήματος αυτού. Ο τρόπος που συνθέτει τα επιμέρους στοιχεία, η αναφορά της μορφής στον θεατή με το ανάστροφο προοπτικό σύστημα, ο χειρισμός του θέματος με στόχο την έξοδο του εικονιζόμενου προς τον θεατή δείχνει ότι υποτάσσει την καλλιτεχνική του πράξη στην εικαστική εμπειρία των προγόνων του». Βλ. Φώτης Κόντογλου, (2002), Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Γιώργος Κόρδης, (εισαγωγικά – επίμετρο), Αθήνα: Αρμός, σ. 157. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Κόντογλου για τάσεις νεοβυζαντινισμού. Βλ. Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (1999), «Η ελληνορθόδοξη αγιογραφική και εικονογραφική μαρτυρία του Φώτη Κόντογλου», στα: Αιολικά Γράμματα, τχ. 176, (Μάρτιος – Απρίλιος), σσ. 136-138.
[11] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 198-199, [διατηρείται εδώ η ορθογραφία και ο τρόπος γραφής του μακαριστού ιεράρχη].
[12] «“Παράδοση” και “λαμπαφούρες”. Ο θεολόγος Φώτης Κόντογλου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 701-718. Λαμπαφούρες, μάλλον Αϊβαλιώτικη έκφραση, χαρακτήριζε ο Κόντογλου τους ισχυρισμούς των νεωτεριστών, οι οποίοι παραπλανάνε τον λαό μας. Προφανώς η λέξη σημαίνει «ανοησίες», «άρες μάρες». Στο προσφάτως εκδοθέν από την Αγγελική Ράλλη, (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών – Μοσχονησίων και Βορειοανατολικής Λέσβου, Αθήνα: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, η λέξη δεν καταγράφεται.
[13] Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 197-198. Πρβλ. Κώστας Σαρδελής, (1982), Η Ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου, Αθήνα: Αστήρ, σσ. 27-28.
[14] Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (2005), «Ελληνικότητα και ορθόδοξη αυτοσυνειδησία στο λογοτεχνικό έργο του Φώτη Κόντογλου», στο: Φώτης Κόντογλου – Ηλίας Βενέζης – Ασημάκης Πανσέληνος. Οράματα και πάθη του Ελληνισμού, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου: Μυτιλήνη, σσ. 99-109.