Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Από τα Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής...

Χριστούγεννα στʼ Άγραφα

Είχε πεθάνει εκείνο το χρόνο ο παπάς του χωριού. Ενός από τα πιο απομακρυσμένα αγραφιώτικα θεσσαλικά χωριά του ορεινού Δήμου Αργιθέας. Ήτανε γέρος περίπου 90 χρονών και δύσκολα τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια εκτελούσε τα ιερατικά του έργα. Το χειμώνα, όταν οι βροχές δυνάμωναν το ρέμα που χώριζε τους δυο ξέχωρους μαχαλάδες κι ο δρόμος πνίγονταν στη λασπούρα, ο παπα-Στέργιος ‒αυτό ήτανε τʼ όνομά του‒ δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησιά, που έμενε έτσι αλειτούργητη. Οι γριούλες του πέρα μαχαλά και μερικοί γέροι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία και χτύπαγαν την καμπάνα. Άναβαν τα κεριά τους και έπιαναν τις σκοτεινές γωνιές της εκκλησιάς κι αποκεί κοιτάζοντας τις θλιμμένες μορφές του Χριστού και της Παναγιάς έκαναν ώρα πολλή το σταυρό τους άδικα προσμένοντας να φανεί κάποτε ο παπα-Στέργιος. Αγνάντευαν από την πόρτα ή το μικρό φεγγίτη του ναού προς τη διπλανή πλαγιά του βουνού που είχε χαθεί στους πυκνούς καπνούς της ομίχλης ή την είχαν κατακλύσει οι άγριες μπόρες της βροχής κι ανεστέναζαν δίχως να σταματήσουν το σταυροκόπημα.
«Αχ, Θιούλη μʼ, κατακλυσμό έφιρις σήμερα! Δουξασμένου τʼ όνομά σʼ, Μιγαλοδύναμι μʼ! Πού να ξιμʼτίσει ου δόλιους ου παπάς σήμερα ... Πάλι αλειτούργητη η ικκλησίτσα μας. Δόξα να ʼχʼς ...». Οι άγριες βροντές των κεραυνών και το δυνάμωμα της κατεβασιάς έφερναν δέος κι ανατριχίλα και διέκοπταν τη σιγανή προσευχή των μαύρων κούτσουρων που απάγκιαζαν στο ναό.
Εκείνο όμως το χρόνο αναπαύθηκε για πάντα από το σκληρό βάρος των γηρατειών του ο παπα-Στέργιος. Ο δεσπότης δεν είχε διαθέσιμο παπά που να πήγαινε πρόθυμα να υπηρετήσει στο απόμερο και μακρινό εκείνο χωριαδάκι. Γιʼ αυτό έδωσε εντολή στον παπά ενός γειτονικού χωριού που απείχε τρεις ώρες κακοστρατιάς, έναν πολύ καλό παπά, να λειτουργήσει με την αράδα στα δυο χωριά, το δικό του και του μακαρίτη παπα-Στέργιου, μια Κυριακή στο δικό του και την άλλη στο άλλο.
Τα δωδεκαήμερα κανόνισε πάλι να κάνει μερασιά ο παπάς στα δυο χωριά της ενορίας του. Τα Χριστούγεννα που έπεφταν Σάββατο και τη δεύτερη μέρα την Κυριακή, που είναι γιορτή της Παναγιάς, θα λειτουργούσε στην πρόσθετη ενορία του, ενώ την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα θα λειτουργούσε στο χωριό του.
Ειδοποίησε από πριν ο παπάς στο χωριό πως θα ʼρχότανε αποβραδίς για να λειτουργήσει στο χωριό τους τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε μάλιστα κανονίσει να τραβήξει στο σπίτι του παπα-Στέργιου που είχε βάλει σώγαμπρο στη θυγατέρα του κι είχε τώρα κι αυτή αγγόνια από το γιο της. Εκεί θα ʼμενε και τις δυο ημέρες ως την Κυριακή το μεσημέρι, οπότε θα ξεκίναγε για να γυρίσει στο χωριό του.
Η Παρασκευή της παραμονής ξημέρωσε πολύ άγρια μέρα. Ένα μουντό, κρύο και επίμονο νερόχιονο είχε κατακλύσει τα πάντα. Ο παπάς ετοίμαζε τον καινούργιο τροβά του, όπου θα τοποθετούσε διπλώνοντας με προσοχή ένα ένα τα ιερά του άμφια. Το πετραχήλι του, το στιχάρι, το φαιλόνι, τη ζώνη και τα επιμανίκια. Ενώ συγύριζε και ετοίμαζε τα πράγματά του, εσιγόψελνε τα γιορταστικά τροπάρια της παραμονής. «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου, Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα».
Η παπαδιά κοίταζε ανήσυχη κατά το βουνό που θα ταξίδευε ο παπάς, ενώ εκείνος με την ίδια του ησυχία συνέχιζε να ψάλλει τα προεόρτια.
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως...».
Κάποια στιγμή η παπαδιά, η οποία ησθάνετο πάντοτε μεγάλο σεβασμό προς τον άνδρα της και το ιερατικό του σχήμα, τόλμησε να τον παρατηρήσει δειλά. «Δεν πρέπει, παπά μου, και να με συμπαθάς γιʼ αυτό που λέω, να ξεκινήσεις μʼ αυτόν τον καιρό. Είναι μεγάλος κίνδυνος». Ο παπάς, για να μην τη στενοχωρήσει, την καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα περιμένω να περάσει αυτό το δορλάπι. Περαστικό είναι. Ύστερα, δεν θα είμαι μόνος. Θα ʼρθει μαζί μου κι ο Ρέπας ο αναγνώστης. Προσφέρθηκε μόνος του να με συνοδέψει και να κάνομε μαζί Χριστούγεννα στο χωριό...».
Το δορλάπι όμως με τʼ άγριο νερόχιονο δεν έλεγε να κρατήσει. Η αντάρα κι η συγνεφιά έφερε πρόωρα το σουρούπωμα. Τότε αποφάσισε ο παπάς να ξεκινήσει. Η παπαδιά τώρα ανησυχούσε πιο πολύ. «Πού θα πας τώρα όλη τη νύχτα; Και μʼ αυτό τον καιρό; Εγώ λέω να κάνεις εδώ Χριστούγεννα και πας τʼ Αϊ-Βασιλιού στο χωριό. Το ίδιο είναι. Η μεγάλη χάρη Του παντού η ίδια είναι ...!».
Ο παπάς όμως είχε πάρει την απόφασή του.
«Μην επιμένεις, παπαδιά, θα πάμε. Ο κόσμος ετοιμάστηκε και μας καρτερεί. Έχουν φτιάσει λειτουργιές, κεριά. Ενώ εδώ τώρα ζήτημα είναι να βρεθεί πρόσφορο για τη λειτουργία. Ύστερα, δεν είμαστε ζάχαρη να λιώσουμε. Μαθημένα είναι τα βουνά από χιόνια...».
Αποχαιρέτησε την παπαδιά του και τις δύο κόρες του, τις ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» και ξεκίνησε με το Ρέπα για το χωριό.
Ύστερα από μισή ώρα ο καιρός ξέκοψε. Τραβήχτηκε από την πλαγιά η αντάρα κι ο ουρανός φάνηκε καταγάλανος ανάμεσα από τα σκόρπια σύγνεφα. Το ηλιοβασίλεμα έλαμψε επάνω στην ασπρίλα της ξέφωτης χιονισμένης βουνοπλαγιάς και τα κρούσταλλα που κρέμονταν στα κλώνια των έλατων άστραψαν σαν διαμάντια. Εκείνη την ώρα ζύγωναν στο διάσελο ο παπάς με το σύντροφό του βαδίζοντας άναργα άναργα στο δρόμο, που ήτανε χωμένος σε μισό μέτρο χιόνι. Η παπαδιά αγνάντεψε από το μπαλκόνι κι όταν τους είδε δάκρυσε από χαρά.
«Δόξα να ʼχεις, Χριστούλη μου, για το θάμα σου αυτό», έκανε προσκυνώντας. «Εσύ να τους οδηγάς την αποψινή νύχτα ...».
Την ίδια συγκίνηση ένιωσαν κι οι δυο οδοιπόροι στην άξαφνη καλοσύνη του καιρού και λαμποκοπώντας απʼ τη χαρά τους πήραν μαζί το χριστουγεννιάτικο τροπάρι σε ήχο δεύτερο:
«Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Εὐτρεπίζου, σπήλαιον! Βηθλεὲμ Γῆ Ἰούδα, τέρπου καὶ ἀγάλλου. Ἀκούσατε ὄρη καὶ βουνὰ καὶ τὰ περίχωρα! Ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον!».
Την ώρα που εβυθίζετο ο ήλιος στη δύση του εχάνετο κι η μαύρη σιλουέτα του παπά πίσω από το βουνό, όπως επορεύετο στο ιερατικό του χρέος στο μακρινό χωριό, που περίμενε με αγωνία και κρυφή χαρά να γιορτάσει τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή, τη Γέννηση του Σωτήρα του κόσμου...
Πέρασε όμως μια ώρα νύχτα, δυο τρεις χωρίς να φανεί πουθενά ο παπάς στο χωριό. Όλοι τότε φοβήθηκαν πως εμποδίστηκε από τον καιρό και δεν θα γινότανε τα Χριστούγεννα στο χωριό τους.
Αργά αποφάσισαν να κοιμηθούν στο σπίτι του παπα-Στέργιου ...
Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν ένας ισχυρός κρότος στην πόρτα τράνταξε το σπίτι. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι από τον ύπνο κι έτρεξαν στην αυλόπορτα.
«Ποιος είναι, ωρέ;».
«Εγώ, ο παπάς είμαι, ανοίξτε...».
Έσυραν το σύρτη κι άνοιξε η πόρτα. Τίναξαν καλά τα χιόνια αποπάνω τους ο παπάς με το σύντροφό του, βρόντηξαν στο πλακόστρωτο της αυλόπορτας τα πόδια του, για να φύγουν οι πολλές λάσπες από τα παπούτσια τους και χώθηκαν ξεπαγιασμένοι στο ισόγειο καλυβόσπιτο.
Συναγερμός στο σπίτι. Άλλος κουβαλούσε ξηρές σχίζες, άλλος κλάρες για προσάναμμα, άλλος άναβε το καντήλι, αναμέραγαν τα στρώματα. Σε λίγα λεπτά μπουμπούνιζε η φωτιά κι ο παπάς με το Ρέπα χώθηκαν να ζεσταθούν και να στεγνώσουν στο τζάκι. Τους εξήγησαν γιʼ αυτή την αργοπορία τους πως από τα πολλά χιόνια εδυσκολεύετο η πορεία τους και χρειάστηκαν πολλές ώρες, για να φτάσουν. «Ας είναι, με τη βοήθεια του Χριστού φθάσαμε καλά...».
Πήρε χαμπάρι η γειτονιά την άφιξη του παπά και σε λίγο όλο το χωριό βρισκότανε στο πόδι.
Τους ειδοποίησε το χαρμόσυνο αηδόνισμα της καμπάνας που αντηχούσε ζωηρά στη σιγαλιά της χιονισμένης νύχτας.
Νταγκ, νταγκ, νταγκ! Νταγκ, νταγκ, νταγκ!
Το χωριό εκείνη τη χρονιά γιόρτασε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα.
Όλοι, νέοι και γέροι, περίμεναν με λαχτάρα τη μέρα αυτή να κοινωνήσουν. Ύστερα από τη νηστεία της Σαρακοστής γεύτηκαν ευτυχισμένοι τη θεία Μετάληψη. Το τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού στο οποίο μετουσιώθηκε ο κοινός άρτος της λειτουργιάς και το κρασί του νάματος.
Μην απορήσετε για την ατράνταχτη αυτή πίστη τους ούτε να τους ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό το θαύμα. Γιατί οι χωρικοί μας ζουν κάθε μέρα τα θαυμάσια και τα μυστήρια που συντελούνται στην εξοχή των κάμπων και των βουνών. Εκεί στους απέραντους αγρούς βλέπουν πως ο άρτος που γίνεται Σώμα ενός Θεού πέρασε πρωτύτερα από τη φάση ενός άλλου θαύματος. Από το ανόργανο χώμα του εδάφους και τον ατμοσφαιρικό αέρα επλάστηκε απάνω στα στάχια ο ζωοδότης σίτος κι από τα νεκρά άλατα του ίδιου χώματος έγινε ο ξανθός χυμός του νάματος στην κληματόβεργα. Με την ίδια θαυματουργική, μυστηριακή ενέργεια βγαίνει από το σκουλήκι η πεταλούδα και το μετάξι, από το κάρβουνο το διαμάντι, από το αγκάθι το μυρωδάτο τριαντάφυλλο. Οι χωρικοί μας νιώθουν με την εδραία και ακίβδηλη πίστη τους τόσο βαθιά τη γοητεία και την ομορφιά αυτών των θαυμάτων και γιʼ αυτό τρέχουν μʼ ευγνώμονη χαρά τέτοια επίσημη μέρα για το μυστήριο της «Θείας Ευχαριστίας».
Είναι το τίμημα της ευγνωμοσύνης των φτωχών και απλών ανθρώπων προς τις αστείρευτες πηγές των ατίμητων δώρων. Προς τις ευεργέτιδες θείες δυνάμεις του Άπειρου και του Άναρχου. «Ὅτι πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον...».


Από το βιβλίο του Σεραφείμ Κ. Τσιτσά, Ιστορίες του χωριού. Δωδεκαήμερα και Πασχαλιά, Αθήνα 1958.

[Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Σεπτέμβρης μιας άλλης εποχής...

Ο Τρυγητής

Ο μήνας των σταφυλιών, του μούστου και των κρασιών. Αυτός όμως έχει τʼ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη. Κατά τη λαϊκή παράδοση, τη χάρη την έχει ο Φλεβάρης, ο οποίος μάλιστα χάρη σʼ αυτή τη... χάρη του κατάντησε κουτσοφλέβαρος.
Κάποτε, λέει, ο Τρυγητής μάζεψε από τα καλύτερα σταφύλια της σοδειάς ‒μοσχάτα, κέρινα, ροδίτες‒ κι έφτιασε ένα βαρέλι κρασί θαύμα. Το πρόσφερε δώρο σʼ όλα τʼ αδέρφια του ‒τα δώδεκα παιδιά του χρόνου‒ για να το πιούνε όλοι μαζί στην υγειά του. Ο Φλεβάρης ήτανε πονηρότερος απʼ όλα τʼ αδέρφια και πρότεινε, επειδή το βαρέλι ήτανε «κοινό και αδιαίρετο», να το μοιράσουνε. Επειδή όμως δεν είχανε δώδεκα βαρελάκια που χρειάζονταν για το σκοπό αυτό, τους είπε να βάλουνε στην ξύλινη πρόσοψη του βαρελιού ισάριθμες κάνουλες. Ο καθένας τη δική του. «Εγώ τη δική μου θα τη βάλω κάτω κάτω, στον πάτο του βαρελιού, γιατί μʼ αυτούς τους χρόνιους ρευματισμούς που έχω ‒στη δική μου θητεία είναι όλες οι υγρασίες κι οι νοτιάδες‒ δεν μπορώ να σκαρφαλώνω ψηλά να ρουφάω ...».
Το ʼχαψαν το κόλπο οι έντεκα μπουνταλάδες κι έμπηξαν δώδεκα κάνουλες στο βαρέλι. Ο καθένας είχε το κλειδί της δικής του κάνουλας κι όταν γούσταρε θα την άνοιγε για νʼ απολάψει το ξανθό νέκταρ. Ο Φλεβάρης όμως, προτού ακόμα οι άλλοι δοκιμάσουν την κάνουλά τους, πήγε κρυφά και με την κάνουλά του που ήτανε στον πάτο του βαρελιού το άδειασε.
Όταν πήγαν αργότερα τʼ αδέρφια του, τον βρήκαν φέσι στο μεθύσι. Δοκιμάζουν τις κάνουλες και τις βρίσκουνε ξηρές. Τότε κατάλαβαν οι κουτεντέδες το ρεζιλίκι που πάθανε από τον παμπόνηρο αδερφό τους. Ούτε μια σταλιά δεν έμεινε για το δωρητή τον Τρυγητή που το ʼφτιασε με τόσες φροντίδες. Αγανακτισμένοι απʼ αυτό το ανεπάντεχο χνέρι ρίχνονται καταπάνου του φαρσέρ και τον ρέψανε στο ξύλο. Του σπάσανε με τα ρόπαλα και το ʼνα του ποδάρι.
Από τότε κουτσάθηκε και τον βγάλανε Κουτσοφλέβαρο. Θυμάται δε πάντοτε ο φουκαράς αυτό το ξύλο και βάζει τα κλάματα. Γιʼ αυτό οι πιο πολλές μέρες του είναι βροχερές. Από τα πολλά τα κλάματα.
Έτσι την έπαθε ο απονήρευτος τρυγητής με το ωραίο του κρασάκι, που έφτιανε από τα εκλεκτότερα σταφυλάκια του. Από τη συγκομιδή των σταφυλιών ο λαός μας τον ονόμασε Τρυγητή. Γενικεύεται τώρα ο τρύγος κι ετοιμάζονται οι καινούργιοι μούστοι. Το ερυθρωπό νέκταρ είναι η μεγάλη προσδοκία παραγωγών και καταναλωτών.
Με όση ευκολία το παρήγαγε κάποτε ο Ναζωραίος στο γάμο του μικρού χωριού της Παλαιστίνης, της Κανά, με τόσα βάσανα και αγωνίες φθάνει κάθε χρόνο την εποχή αυτή στις κάδες και τα βαρέλια των κρασοπούλων. Αλλά τα βάσανα δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Φροντίδες άγρυπνες για το καλό πλύσιμο και το προσεκτικό καθάρισμα των βαρελιών. Ο χημικός θα δώσει τα σκονάκια του για τη συντήρηση του μούστου. Ευαίσθητο υγρό, υπόκειται σε χίλιους κινδύνους, όχι μόνο στα χέρια ή μάλλον στις κάδες των αμπελουργών, αλλά και του ταβερνιάρη.
Έσκασε από το κακό του ‒λέει μια λαϊκή παράδοση‒ ένας αμπελουργός που του ξίνισε το κρασί και το ξεπούλησε τζάμπα, για ξίδι, τρεις παράδες την οκά. Από τότε γυρίζει μεταμορφωμένος σʼ ένα τοσοδούλικο πράσινο πουλάκι (ο κρασοπούλος) στα ρουμάνια και τους κάμπους και διαλαλάει τον καημό του ασίγαστα:
Τρεις ‒ τρεις ‒ τρεις, τρεις παράδες το κρασί!
Ας χαρούμε όμως σήμερα το μεγάλο γιορταστικό γλέντι των αμπελοχωριών. Την απόλαυση του φρέσκου μούστου σʼ ένα σωρό είδη εγχώριας ζαχαροπλαστικής. Σύντομη είναι η ζωή του γλυκού μούστου. Γρήγορα το σταφυλοζάχαρο ζυμώνεται σε οινόπνευμα. Στη σύντομη όμως ζωή του οι αμπελουργοί προφταίνουν να φτιάσουν τις μουσταλευριές τους, τα μουστοκάρυδα (σουτζούκια) και τα ριτζέλια τους. Ύστερα ο μπρούσκος μούστος θα διοχετευθεί στις τεράστιες γαστέρες των βαρελιών. Αυτές που βλέπομε την εποχή αυτή σε παράταξη για καθάρισμα στις παραλίες.
Αγναντεύουν, όπως έγραφε παλιός δημοσιογράφος, χωρίς φθόνο το μακρινό πέλαγος, γιατί ξέρουν πως σε λίγο θα κλείσουν μέσα τους φουρτούνες και τρικυμίες που δε γνώρισε κανένας ωκεανός.
Ο Τρυγητής είναι ακόμη ο μήνας του απόδημου φτερωτού κόσμου.
«Του Σωτήρος τα λελέκια, του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) τα χελιδόνια...», λέει ένα λαϊκό ρητό. Αυτόν τον μήνα φεύγουν τα χελιδόνια και τʼ άλλα αποδημητικά πουλιά μας για τα υπερπόντια ταξίδια τους.
Τον ίδιο μήνα γυρίζουν από τα ορεινά χωριά οι παραθεριστάδες των αστικών μας κέντρων. Προχτές κιόλας παρακολούθησα τη σκηνή του γυρισμού. Καμιά δεκαριά οικογένειες μάζεψαν τα μπαγάζια τους και τα φόρτωναν σε δυο φορτηγά αυτοκίνητα. Τα μικρά παιδιά τους ‒γιʼ αυτά κυρίως γίνεται ο παραθερισμός‒ σκαρφάλωσαν με χαρούμενες φωνές ανάμεσα στους μπόγους. Οι ντόπιοι συνομήλικοι τούς αποχαιρετάνε με υγρά μάτια. Αλλά και οι γυναίκες του χωριού δακρύζουν. «Σας μάθαμε τόσο όλο το καλοκαίρι και τώρα μας φαίνεται πως ρημάζει το χωριό μας...». Στην υγρασία των ματιών προσθέτει ο συννεφιασμένος ουρανός τα δικά του δάκρυα. Είναι τα χινοπωριάτικα πρωτοβρόχια.

Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι, σσ. 96 - 98. [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].


Τρύγος. Ξυλογραφία του Α. Τάσσου με θέμα το άπλωμα της σταφίδας στο αλώνι. (1953. 41,5Χ5,60 εκ. [στο: Α. Τάσσος. Χαρακτική 1922-1985, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1988].

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Από τη μαθητική ζωή μιας παλαιότερης γενιάς (δεκαετίας 1950)...

Τα μαθητάκια των χωριών μας

«Κάθε πέρυσι και καλύτερα», λένε οι χωρικοί μας, για να εξάρουν την αξία των παλιών καιρών και των πατριαρχικών παραδόσεων που αλλοιώνονται με τη ροή του χρόνου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε πως αυτό είναι απόλυτα και πέρα για πέρα σωστό. Η κάθε πρόοδος έχει μαζί με τα κακά, ψυχρά κι ανάποδα, που είναι μέσα στο... αίμα της, έχει, λέμε, και τόσα πολλά και αναμφισβήτητα καλά. Αυτό το διαπιστώνω ακόμα μια φορά, που μου γέννησε κιόλας αυτές τις σκέψεις καμαρώνοντας τα σχολειταρούδια, τους μικρούς δηλαδή μαθητάς των γυμνασίων, την ώρα που κυκλώνουν σαν τα κλωσσοπούλια τα υπεραστικά λεωφορεία που κουβαλούν από τα χωριά τους τα κοφίνια, τα βάζα και τα ντορβαδάκια. Πού τέτοια κελεπούρια στα χρόνια μου! Μονάχοι μας κουβαλούσαμε στον ώμο τότε από το ορεινό χωριό τρεις, έξι και πιο πολλές ώρες πορείας το σιτηρέσιο της εβδομάδας και καμιά φορά των δεκαπέντε και πιο πολλών ημερών. «Κόκαλο» γινότανε το ψωμί ως τη μακρινή ημέρα του ανεφοδιασμού. Από τις άλλες τροφές δύο μονάχα είδη αντείχαν σε τέτοιες προθεσμίες. Το τυρί κι οι τηγανητοί κεφτέδες, που καταντούσαν κι αυτοί... κοτρώνια. Ίδιος καημός έδερνε τη ζωή μας στην υπόγεια άξενη καμαρούλα της πόλεως μʼ εκείνον της κλεφτουριάς στα χρόνια της σκλαβιάς, όπως τον μελώδησε η δημοτική μούσα:
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα ...!
Τώρα όμως τα μαθητάκια των πιο πολλών χωριών τρώνε φρέσκο καθημερινό φαΐ. Πρωί πρωί το ετοιμάζει η μάνα, το κλείνει με προσοχή ‒μαζί με τη φλόγα της ψυχής της‒ μέσα στο καλαθάκι και το παραδίνει με τις ύστατες διάτες της στο «βοηθό», τον εισπράκτορα δηλαδή του λεωφορείου. Στο πρακτορείο που θα φθάσει το τροχοφόρο ύστερʼ από μία, δύο και τρεις ώρες γίνεται αληθινή πολιορκία από τους ανήσυχους παραλήπτες. Προχτές είδαμε κι επάθαμε να μπορέσομε να κατεβούμε από το λεωφορείο. Μόλις φρενάρισε στην πλατεία δίπλα στο πρακτορείο, έπεσαν οι διμοιρίες των μαθητών σαν το μελίσσι απάνω του. Δεν άνοιγαν οι πόρτες.
«Μην κάνετε έτσι, βρε παιδιά. Αφήστε πρώτα να κατέβει ο κόσμος ...», φωνάζει ο οδηγός.
Οι μικροί όμως μαθηταί ήσαν ακράτητοι στην παραλαβή των θησαυρών που τους έφερνε το αυτοκίνητο από το μακρινό χωριό τους. Κι αυτό γίνεται σχεδόν κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα ταξιδεύει το υπεραστικό αυτοκίνητο και διανυκτερεύει συνήθως στο χωριό. Τις προάλλες παρακολουθούσα τις προετοιμασίες του σπιτιού που έμεινα αποβραδίς. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε την όψιμη εφετινή παγωνιά και πήγε με το δίκαννο στον κοντινό βάλτο, όπου σκότωσε δύο ζευγάρια αγριόπαπιες. Τις μαγείρεψε τις δύο η γυναίκα του με πιλάφι και τις έβαλε στον «τενεκέ», το φορητό δηλαδή τενεκεδένιο δοχείο, που κάνει τα τακτικά ταξίδια του aller - retour από το χωριό στην πόλη. Ένα φρεσκότατο καλοζυμωμένο καρβέλι που μοσχοβολούσε κομμένο στα δύο και λίγα αβγά βρασμένα. Γεμάτο τώρα το καλάθι σκεπάστηκε με την πετσέτα και ράφτηκε η κορυφή του με το πανί που έγραφε τη διεύθυνση του ξενιτεμένου κανακάρη. Κάποια στιγμή που πετάχτηκα στην κουζίνα, έπιασα τη γριά βάβω σε μια... λαθραία της ασχολία. Κρυφά απʼ τους άλλους ξήλωσε λίγο την άκρη του πανιού και στρύμωξε στο κοφινάκι λίγα ξερά σύκα και καρύδια. Σαν να ʼκανε επιλήψιμη πράξη, θέλησε να μου δικαιολογηθεί. Κι όταν της είπα πως θα πρέπει να τον αγαπάει τόσο πολύ τον εγγονό της, μʼ αποκρίθηκε:
«Αχ, η ψυχούλα μʼ ! Εγώ το τράνεψα. Η μάνα τʼ ήταν τότε τρία χρόνια άρρωστη. Εμένα γνώρʼσε για μάνα τότε... Κι εμένα έτσουξε πιο πολύ αυτός ο χωρισμός. Αχ αυτή η έρʼμη η Λαμία, πόσο την οχτρεύομαι...».
Τη μισούσε που της έκλεψε τον εγγονό της. Και τον κρυφό της πόνο ντρεπότανε να τον κάνει κοινωνό των άλλων. Ούτε και θα τον φανέρωνε ίσως μια μέρα στον ίδιο τον εγγονό της, που θʼ αγνοούσε τον ιδιαίτερο αποστολέα των πρόσθετων δώρων. Δεν της ένοιαζε αυτό της γιαγιάς. Ούτε ακόμα αν τη θυμότανε ο εγγονός της. Αρκεί να ζήσει μαζί του νοερά τις στιγμές της χαράς, όταν εκείνος θʼ άνοιγε βιαστικά το καλαθάκι και θα ʼβγαζε τα λίγα καρύδια και τα πολυκαιρισμένα σύκα στα οποία μετουσιώθηκε όλη η λαχτάρα και η λατρεία μιας απλοϊκής γριούλας, που δεν γνωρίζει αν θα ζήσει ως το Πάσχα, για να ξανασφίξει στην αγκαλιά της το ίνδαλμά της που τʼ ανάστησε η ίδια σαν δεύτερη μάνα.
Κι όλες σχεδόν οι γιαγιές των χωρικών μας είναι οι δεύτερες μάνες που μεγαλώνουν τα χωριατόπουλα. Γιατί ο χρόνος της μάνας μοιράζεται συνήθως μεταξύ των χωραφιών, των περιβολιών, του λόγγου και των ημιοικόσιτων ζωντανών του σπιτιού. Η γριά βάβω είναι ο μόνιμος θαλαμοφύλακας του σπιτιού και ο φύλαξ άγγελος της νήπιας ζωής του χωριού. Αυτή στα τρυφερά της «ταχταρίσματα», στα τραγούδια της δηλαδή που έχουν για επωδό τη φράση: «τάχταρι και τάχτι του», κατευοδώνει τα εγγονάκια της με όνειρα άρχοντα και ρήγα. Κι όταν γλυκομιλάει μαζί του απάνω από την κούνια του στη δική του νηπιακή γλώσσα, πλάθει γιʼ αυτό παλάτια μαγικά κάποια μακρινή ημέρα, όταν αυτή θα βρίσκεται πέεερα στα χώματα. Κανείς δεν ξέρει, εκτός από τις μοίρες που το παραστέκουν, αν το άσημο χωριατόπουλο δεν θα είναι αύριο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ένδοξος στρατηγός ή και κυβερνήτης του τόπου. Κάποτε τα όνειρα της απλοϊκής βάβως, που πλάθονται στο ισόγειο καλυβόσπιτο του χωριού, γίνονται ωραία πραγματικότητα.

Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι , σσ. 108 - 110· [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].


ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Μητέρα Γραμματική», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (16 / 10 / 2017).